Ποίηση Ανδρέα Πετρίδη

 

 

 

ΑΝΔΡΕΑ  ΠΕΤΡΙΔΗ

Εντόπιο Ρίγος
αναγραφή τελευταία

 

…Ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή

     στα μάτια συνωστίζονται,

     στην ακοή

     και στο αθόρυβο δέρμα

     τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι !

 

  α.  Ξημέρωμα

Μικρός  αυλός στο στόμα

του πρώτου τσοπάνη χαιρετά

την έλευση καινούργιας μέρας.

Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει

για να πατήσει στον ρυθμό του,

κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…

 

Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές

έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,

κι αρχινάει μετά να ψάχνει

σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές

ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο-

έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει

όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.

 

Ήδη στο θρόνο του ο βασιλιάς

του φωτός έχει καθήσει

μ’ ένα βουητό ζωής

το πήγαινε – έλα  μυριάδων ακτίνων,

που ξύπνησαν το καθετί

που μοίρασαν το χρώμα,

έτσι όπως πάντοτε

δουλειά γνωστή τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.  Βιότοπος

 

Σκληρό τοπίο αιώνιο

σε δειλινό περίβλημα φωτός,

ψηφία φωσφορίζοντας στον αιθέρα

που πρωτονόμασαν τη βροχή,

το σύννεφο, το νερό.

 

Βράδυασε. Γυρνούν στα σπίτια

μαζί με τις μέλισσες των θρουμπιών,

τα βήματα που άνοιξαν τα μονοπάτια

τα χέρια που τρύγησαν τους ελαιώνες

και το δέρμα που δέχτηκε

το ρίγος του πρωινού

και του μεσημεριού τις βελόνες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

γ.   Μές στο νερό

 

Απλώνεις έτσι το κορμί στο νερό

σαν πράσινι φύκι κι αισθάνεσαι

το άλλο άγγιγμα, την πρώτη μήτρα.

Μα το δειλινό το δειλινό

που οι πρώτες σκιές καλούν εις οίκον –

σπεύδεις αντίθετα με των ψαριών τη

γραμμή

κρυφοκοιτάζοντας

παράξενα θλιμμένα πίσω .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

δ.   Νόστος

 

Του ποταμιού που αγάπησα, μια στάλα-

σώμα σουπιάς- χρωμάτιζε το νερό

στη θάλασσα δίνοντας δικό του χρώμα.

Άσπρο χαρτί τα χιονισμένα βράδυα

νοσταλγικά παράδερνε ζητώντας

μ’ άγρυπνο βλέμμα τον χαμένο στίχο.

Σαν χελιδόνι σπάθιζε

τον ουρανό και τον χρόνο

ακροπατώντας στα κοιμισμένα

κεφάλια των γνώριμων βουνών…

 

Μπροστά μου τότε η ξερολιθιά,

τα κυκλάμινα στα φυτεμένα βράχια

κι η μούλα που γέμιζε με κλειστά μάτια

νερό τ’ αυλάκι.

 

Ώσπου όλα θολώνουν και πάλι

από ένα δάκρυ όλο αλμυράδα,

σε μια σοφίτα ξενική κάπου

μ’ εύθυμα φώτα στων σπιτιών τα

παράθυρα

και γελαστούς ανθώνες στους δρόμους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ε.   Κοιτίδα μνήμης

 

 

Βάζεις το πόδι στο λιγοστό

νερό που βγαίνει απ’ το χώμα

αφήνοντάς το να το γαργαλά

παράξενα- σχεδόν μεταφυσικά,

μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους

με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα.

Κι εκεί ανάμεσα

στη σαύρα που σέρνεται στη γη

και το φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη

πτήση,

στα σύνορα πάντα

αυτού που θά’ θελες

κι αυτού που πρέπει,

περνά ένα παράπονο το σώμα

ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη

να πέσει σταγόνα:

 

Ποιός κόβει των παιδικών

χρόνων τα δέντρα μας,

διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά

τ’ αγαπημένα φαντάσματα

και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

στ.    Γεράκι

 

Γεράκι που ζυγιάζεσαι ψηλά

ακροκτυπώντας που και που τις φτερούγες,

χαμήλωσε λιγάκι- στα μάτια σου

να μελετήσω τις αδρές εικόνες

που δέχτηκες μέσ’ τον Ακάμα…

Όταν μετέωρο προσηλώνεσαι

πάνω στην πεύκη, την αγριελιά

και τον Αόρατο που παντού βλαστάνει,

κι όταν κτυπώντας δυνατά τα φτερά

στον φωτερόν αιθέρα παίρνεις ύψος

πάνσκοπη πρόθεση και στάση

ν’ απαθανατίσεις

την τραχειά σιλουέτα του-

από του Αρναούτη τη ριζωμένη

μέσα στη θάλασσα σφήνα,

ως την πατρίδα της αργής χελώνας

με χαλί από θάμνα.

 

Γεράκι, που κρατάς στο βλέμμα

την πορφυρή του δειλινού δαντέλα,

πάνω απ’ τα θεικά λουτρά

μ’ ένα πλατάγισμα φτερών στη μνήμη-

τον κόσμο της Ρήγαινας ξυπνάς

κι από τα δίκτυα του πάλι ξεφεύγεις

με μια βουτιά στον αέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                              ζ.   Λουτρά

 

Όταν χρόνο με χρόνο βλέπεις

στην αιωνόβια θύμησή σου,

άδικον ουρανό σ’ άλλη χώρα

τις βροντές του να σπαταλά

σε γλεντοκόπια πλημμύρας-

 

κι εσέ ν’ αποξεχνά

μικρό νησί του νότου

ράχη στο κορμί του Ακάμα…

Στης ξηρασίας το σώμα τότε σκάβεις

μια γούβα και μαζεύεις το δάκρυ

πάνωθε απλώνοντας την κόμη

βοστρύχους πράσινους μιας συκιάς-

πηγή ακριβή των σπλάχνων σου

που συντηρείς στο λιοπύρι,

εκείνο που τσουρουφλίζει τα μέτωπα

και το άλλο της νωπής σκλαβιάς.

 

Μα εσύ όπως καθωσπρέπει Μάνα

στραγγίζεις τη φλέβα και δίνεις

το αίμα ν’ αντέξει η ζωή

μέχρι να ροδίσει το χάραμα.

Στραγγίζεις τη λίγη υγρασία

από τον κόνιζο και τ’ άγριο θρουμπί

και ταπεινά δοξάζεις

μια στρογγυλή γούβα νερού –

του τόπου γνήσιο αγίασμα

και της Θεάς οπωσδήποτε

ιερά λουτρά .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

η.   Κατάνυξη

 

Περπατώντας ξανά

στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα

χωρίς κάποια πρόθεση-αντίθετα ίσως,

 

ξυπνά μια κατάνυξη από ένα

σαπισμένο που πέφτει καρύδι

μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,

που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα

και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο

της μνήμης θρουμπί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                                                                                                                        

                              θ.  Εγκλείστρα

 

 

Κομμένη στα πλευρά του βουνού

κάθετη κώχη

κάτω από γκρίζες χαρουπιές

που γονατίζουν…

Εδώ μπορείς με τον σουγιά να σκάψεις

κρύπτες βαθειές μέσα στον βράχο,

μπορείς με τ’ αδύναμο κορμί σου

ν’ ανέβεις πέτρινα σκαλιά κατακόρυφα,

για νά’ σαι μόνος

και πιο κοντά Του .

Μα μόνο αν μέσα σου

άναψε φλόγα δυνατή

που πυρώνει τα σπλάχνα,

και πια δεν υπάρχει αναπαμός.

Μόνο αν είδες μια μέρα

τα δυο καματερά μπροστά απ’ το αλέτρι

στη μέση τ’ αγρού

να σταματάν λυπημένα…

 

Δεν έχεις τότε εκλογή.

Παίρνεις όπως εκείνος τον ίσιο δρόμο

παράλληλα στην ακροθαλασσιά

και φτάνεις στην Πάφο,

αφήνοντας πίσω σου νοικοκυριό

και στέφανα μιας μέρας.

Κοιτάζεις ύστερα τα κοντινά βουνά

και το πράσινο σούρσιμο της ποταμιάς

που φέρνει κοντά τους.

Και τέλος-τέλος εκεί

στον κόρφο του Μελισσόβουνου

κρυμμένο στα δέντρα,

καθώς ο παράξενος εκείνος διαβάτης

που λεγόταν Νεόφυτος-

μπορείς κι εσύ να λαξέψεις

την κρύπτη σου

ή την πίστη σου,

και να τη δοξάσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Διαλογισμοί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρεις νύξεις για τη ζωή

 

α.

 

Γέννηση μικρού παιδιού

σε κλίνη με ρούχινο θόλο,

κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου

και φως αυγερινό στον φεγγίτη…

 

Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος

ο ναός της ζωής

κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,

ο κτύπος της καρδιάς

τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει.

Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν

από το γνώριμο παραμύθι

με καλάθια στα χέρια,

τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω

το μερτικό του διαχωρίζουν…

 

Και λίγο πιο πέρα

απ’ τα’ ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,

αλόγου οπλές να σβήνουν –

και σκιά φευγαλέα που μόλις

παίρνει το μάτι

να χάνεται, βέβαιη πως

θα ξαναγυρίσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.

 

Ώρα μεσημεριού ο ήλιος

στη μέση τα’ ουρανού

ζυγιάζει το βάρος της γης.

Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή –

μισά ελιόδεντρα στη μια

μισά στην άλλη,

τόσα πρόβατα απ’ εδώ τόσα απ’ εκεί…

Μα πιο χαμηλά

άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι

κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,

τον βίο μετρώντας μ’ άπληστο μάτι.

 

Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω

σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά

-μ’ άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα-

παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο

κι από βαριές άχρονες στάλες

μισοφαγωμένα οστά…

Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι

στη γνώριμη ρουτίνα επάνω

που τώρα τρέχει βιαστικά-

με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο

τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,

και το χνούδι να γίνεται

ως το πρωί γενειάδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

γ.

 

Φυσάει ένας αγέρας

στην αυλή απόψε

πεισματικά την πόρτα σειώντας,

αποτραβιέται και πάλι ορμά

φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη

αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…

 

Νύχτα βαθειά – κανένας

δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,

δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα

δίχως ξύλα στη φωτιά

χωρίς ένα σκύλο

να τρέξει να ψάξει.

 

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης

ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.

Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως

στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,

άς έλθει οποιοσδήποτε

κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –

όχι εν λευκώ,

μα εκεί μπροστά στα μάτια

των ανθισμένων μυγδαλιών,

που μόνο αν είναι δίκαιο

θα συγκατανεύσουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άλγος Εσπέρας

 

α.

 

Φωτεινή μια γραμμή

εμπρός του αχνοτρέμει,

με το ρώτημα αν είναι

κι αυτή οπτασία.

Απάντηση μόνη

το πιο ταχύ βήμα,

κι η ανάγκη που νιώθει

πιο καλά να προσέξει

τ’ αγριολούλουδα στου δρόμου την άκρη,

τον χρόνο στα χέρια

βιαστικής κλεψύδρας.

 

Μα κάπου όταν σκύβοντας

τους ιμάντες να δέσει

-πολύ ακόμα, πολύ

ο κύκλος πριν κλείσει-

βλέπει τη σκόνη να επικάθεται

υγρή κι αμετακίνητη στο δέρμα,

 

«όχι, ακόμα» αναφωνεί

με υπόκωφη φωνή πρωτόγνωρη

τινάζοντας μακριά του το χώμα.

 

Είναι απόγεμα και παντού

τη γύρω γνωστή επιφάνεια

η πορφύρα του ήλιου βαραίνει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.

 

Πάνω σε πέτρα κάθησες

να πάρεις ανάσα καθώς είπες.

Ω, τι παράξενη ψυχή,

δεν πρόλαβε στον ίσκιο

το κεφάλι να γείρει

και το βλέμμα πώς αλλάζει τα χρώματα

μές στην αδύνατη στιγμή !

 

Τώρα μια διάθεση αόριστη

τον πρότερο μόχθο αραιώνει,

του ύπνου στρώνει την κλίνη

το πέλμα του πονεί.                                           .

 

Μ’ αυτός είναι ο δρόμος του. Δεν θλίβεται

στα ενδιάμεσα κάποτε

η έφεσή του σαν λυγίζει,

μια παύση άς είναι ένα ξεδίψασμα

ως το πρωϊ.                                                        .

 

Άς χαίρει λοιπόν κι άς ονειρεύεται

των αχναριών τη συνέχεια,

σε ό,τι κι αν τύχει, σε ό,τι συμβεί.

Τ’ αγριόχορτα κοίτα- προς το μέρος του,

δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες

γέρνουν το σώμα με κάποιο φθόνο

σε μάταιη κίνηση φυγής.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένυλη εμβίωση

 

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια

αλλοτινής λατρείας-

τώρα σημάδια

εμπύρετου μόνο περάσματος.

Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά

με κέρινα φτερά, σωριάστηκαν

στο πρώτο άγγιγμα των ακτίνων

κι η βασιλεία των ουρανών

άδειος πια θρόνος…

 

Τώρα εκεί θα καθήσει

με πόδια τις ρίζες των βουνών

με μάτια τις ατάραχες λίμνες,

ο κόσμος που ξυπνά το πρωί

και με τη δύση του ήλιου πάει για ύπνο.

Τίποτε άλλο τώρα εμπρός σου

απ’ ό,τι φωτίζεται κάθε αυγή

κι ό,τι ακούς στις φυλλωσιές των δέντρων

ή με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα.

Τίποτε άλλο εκτός

απ’ τα αιώνια των γενιών μονοπάτια

τ’ ακρογιάλια όπου σπάει το κύμα

και το ρίγος της πηγής πάνω στο δέρμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όστρακο

 

Ξάφνου δεν είσαι πια ευτυχής,

ξάφνου αμφιβάλλεις

για τον βοριά για τον νοτιά

που χαϊδεύει τα μαλλιά σου,

και για το χρώμα του γιαλού

που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.

 

Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις

αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια,

κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο…

Ώσπου τ’ αφήνεις στην πρώτη στροφή-

ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,

χωρίς διόλου να λυπάσαι…

Καθώς το όστρακό σου ανοίγει πάλι

μπάζοντας φως χάνοντας αίμα,

σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει

το πρόσωπό της κάθε μέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ταξίδι εντός μας

 

Μοίρα μας να ταξιδεύουμε

σαν δέντρα με βαθιές ρίζες

σε υπόγεια νερά…Ίδια όπως

με το λυχνάρι μια ζωή

ή κάτω απ’ την ηλεκτρική λάμπα,

σαλπάρουμε κι εμείς

σε θάλασσα άσπρο χαρτί

γράφοντας πάντα μια νωπή ρότα.

 

Ταξίδι – εμπύρετη έφεση

ψυχών που άλλα γυρεύουν,

έσχατη επιθυμία της φτέρνας

που αισθάνεται ν’ αγγίζει το τέρμα…

Μ’ αφού οι δρόμοι είναι κλειστοί

κι ο περίπλους φέρνει στο ίδιο σημείο,

 

δέχεται η ψυχή

την περίκλειστη μοίρα της

απαλύνοντάς την

στο κύμα στον άνεμο

ρίχνοντας σπόρους,

παρόμοια όπως

δέντρο φυτεύεις σαν κουραστείς,

κι ο ποιητής ετοιμάζεται

για τον επόμενο στίχο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μαύρο πουλί

 

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί

που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει

το διάστημα των ημερών μας,

κράτα το ζωή λιγάκι

κλεισμένο στο κλουβί.

 

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε

μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,

κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε

χωρίς την έγνοια της βαριάς σκιάς του…

Γιατί συνέχεια μάς ξαφνιάζει. Έρχεται

μέσα στην κάψα του καλοκαιριού

ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’ την πηγή,

ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα

τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει

τάχα γαλήνιους τάχα δυνατούς –

κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

 

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό

το μαύρο πουλί πρέπει

να τα βγάλουμε πέρα,

με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –

αστεία κάνοντας για σιγουριά,

δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,

μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη

και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Από μια κλωστή

 

Από μια κλωστή ίσως κρέμεται

η χαρά μας κι η λύπη-

αισθήματα σαν δέντρα τριγύρω μας

φαινομενικά αειθαλή.

 

Ανέμισμα φτερούγας κάποτε

πάνω απ’ τον ύπνο μας περνά,

ρίχνοντας ίσκιο βαρύ.

 

Μη σκιάζεσαι τότε μην  απελπίζεσαι

γιατί δεν θέλει πολύ να ξέρεις

κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα

που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα,

για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό

πίσω απ’ των λυγμών τα βήματα

τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες

δάκρυα της Παναγίας…

 

Κι αν από μια κλωστή τελικά κρέμεται

το σχήμα των χειλιών και το χρώμα

της επόμενης μέρας,

την ελπίδα σώζει το ατάραχο βλέμμα

και τη γύρη ο βόμβος των μελισσών

πάνω από κάθε τέφρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελική ευθεία

 

Ας  διαπλεύσει το κορμί

των εκβολών το δέλτα,

μες στην αγρύπνια ας κρατηθεί

προτού λυγίσει

κατά το τέρμα.

 

Με πέντε αισθήσεις στήθηκε

η καθημερινή πανδαισία-

ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή,

στα μάτια συνωστίζονται, στην ακοή

και στο αθόρυβο δέρμα

τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι!

 

Αργά – αργά περιστρέφεται

η σφαίρα της γης,

ίδια παιδικό παιγνίδι…

Κι άτακτα δεξιά ζερβά

μυρίζοντας το καθετί

ανήσυχα εντοπίζεις,

τον χρόνο να τραβά τα λουριά

στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι.

 

Τότε μπορείς να βυθιστείς

στο δάκρυ που διστάζει ακόμα,

και τη φθορά ν’ αντικρύσεις-

καθώς η κίνηση σχεδόν σταματά

κι εξέρχεσαι ευπρεπής και πλήρης,

κάνοντας τόπο σε μικρά παιδιά…

 

Κι η μνήμη αρχίζει…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένα νησί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επεισόδιο

 

Απότομος χειμώνας μπήκε

στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,

προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα

του ανέτοιμου ποδιού

πάνω από φύλλα σκόρπια

φθινοπωρινά.

 

Ευαίσθητη η ψυχή

και θέλει χρόνο,

λίγο προαύλι

ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,

για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει

από το ένα στο άλλο κλαρί.

 

Παράξενος αλήθεια φέτος

αυτός ο χειμώνας

που ενέσκηψε στις ακτές,

πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους

και στης λευκότητας τη δαντέλα

το μελάνι από χίλιες σουπιές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια

 

 

 

α.

 

Κωφεύεις

στη φωνή της μοίρας

όσο τ’ αντέχεις

σιγά – σιγά,

 

και μια μέρα

ούτε που ξέρεις

ποιο δρόμο να πάρεις

κι εύκολα ξεχνάς

πού είναι η πλώρη

πού είναι η πρύμνη,

 

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια

πολλούς δείκτες στη θάλασσα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β΄

 

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε

για τον Πενταδάκτυλο

είναι γιατί

μοιάζει χτυπημένο πουλί

με δυο φτερούγες

καρφωμένες στο χώμα.

 

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος

με καταγωγή ίσως

τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη

μέρη Καυκάσου –

ένας αετός μάρτυρας

της σταύρωσης και της οδύνης,

 

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας

για να κτίσει τελικά τη φωλιά του

σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί

αντίξοης μοίρας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μνήμη

 

Γυναίκες – μορφές  ανάμεσα

στο χρώμα της νύχτας και της μέρας

σκιές του σπιτιού καρτερικές

τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,

το έπος τους εξιστορούν

με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

 

Ξέπλυνε πρώτη βροχή

το κάρβουνο, το αίμα.

Ξέπλυνε και τη συνήθεια

του πόνου και του χαμού-

πέπλος κρυφός που κάθεται

στη ψυχή μου ανεπαίσθητα

σαν αόρατη άμμος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προσμονή

 

Κρυφή μου στέρνα  της ψυχής

γέμισε χόρτο

το σώμα σου πυκνό,

μα δεν φυτρώνει λησμοσύνη.

 

Βάτος- θεριό τα γένια μου

άδεια σπηλιά το βλέμμα μου,

και περπατώ σαν μούλα

στον ίδιο κύκλο πού’ θρεψε

η προσμονή- ξερό πηγάδι.

 

Χρόνους οχτώ παιδεύομαι

κι αναζητώ σαν τη γοργόνα,

τα κύματα ξαναρωτώντας

που πέρασαν απ’ την Κερύνεια

και του Πενταδάκτυλου τα πουλιά

που πετούν προς το νότο…

 

Αν είδαν τον χαμένο γιο

να περπατά τη νύχτα

να κρύβεται τη μέρα,

νά’ χει θητεία στον θάνατο

χρόνους οχτώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ναυάγιο «Κερύνεια»

 

Δεν είναι λίγο

στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη

τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,

μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις

στην αγκαλιά σου πως κρατείς

πήλινα αγγεία.

 

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις

μια μέρα το φως του ήλιου,

όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:

Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,

οι νέες φυλές

οι σκυθρωποί αιώνες…

 

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα

στον σκοτεινό βυθό,

ακολούθησες τη μοίρα

που σε πήρε απ’ το χέρι

και βγήκες στον κόσμο

να δώσεις έγκυρη μαρτυρία-

κατάθεση σε δίσεκτο καιρό

και σε όψιμους λογχοφόρους,

που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο

για δικά τους σημάδια

 

και γράμματα βρίσκουνε μόνο

που δεν μπορούν να διαβάσουν

πάνω στ’ αγγεία.

 

 

1982

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φάρος

 

Έχεις ένα μάτι νυσταγμένο

κι ένα βλέφαρο ολοένα πιο βαρύ,

ωσάν η συνήθεια να σού’ γινε δέρμα

και πιο πολύ ακόμα, ίσως ψυχή.

Τα καράβια – τα παιδιά σου σκόρπισαν

σ’ άλλες ρότες, ενηλικιώθηκαν πια

κι εσύ ακόμα τους κουνάς μαντήλι.

 

Μα πώς ν’ αλλάξει τη ζωή του τώρα

ένας φάρος ή ο,τιδήποτε άλλο,

ακολουθώντας τον ρυθμό του αιώνα!

Στέκει σαν Κύκλωπας στην Κάτω Πάφο

δήθεν κοιτάζοντας τη θάλασσα,

με τεντωμένα κρυφά τ’ αυτιά

στο άλλο τοπίο την άλλη ώρα.

Γιατί με το σούρουπο δειλά – δειλά

μες στο μισόφωτο τ’ αρχαία χαλάσματα,

στα επιστρώματα της σιωπής ανοίγεται

η πρώτη ραγισματιά.

Κι αφού η πόλη κοιμάται

η πόλη που ξοδεύεται τόσο εφήμερα,

αυτός κοιτάζει μην τον βλέπει κανένας

και κλείνει με νόημα το μάτι

στον κήρυκα και τον ιερέα –

 

και το πλήθος ξάφνου κινείται

στου αρχαίου Ωδείου την κερκίδα,

όπου παίζεται το αιώνιο δράμα

της πατρίδας ξανά και ξανά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΔΡΕΑ  ΠΕΤΡΙΔΗ

 

 

                                                                       

                   

 

 

 

Εντόπιο Ρίγος    

  

     αναγραφή τελευταία

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 …Ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή

     στα μάτια συνωστίζονται,

     στην ακοή

     και στο αθόρυβο δέρμα

     τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι !

 

 

                             α.  Ξημέρωμα

 

 

Μικρός  αυλός στο στόμα

του πρώτου τσοπάνη χαιρετά

την έλευση καινούργιας μέρας.

Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει

για να πατήσει στον ρυθμό του,

κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…

 

Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές

έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,

κι αρχινάει μετά να ψάχνει

σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές

ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο-

έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει

όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.

 

Ήδη στο θρόνο του ο βασιλιάς

του φωτός έχει καθήσει

μ’ ένα βουητό ζωής

το πήγαινε – έλα  μυριάδων ακτίνων,

που ξύπνησαν το καθετί

που μοίρασαν το χρώμα,

έτσι όπως πάντοτε

δουλειά γνωστή τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.  Βιότοπος

 

Σκληρό τοπίο αιώνιο

σε δειλινό περίβλημα φωτός,

ψηφία φωσφορίζοντας στον αιθέρα

που πρωτονόμασαν τη βροχή,

το σύννεφο, το νερό.

 

Βράδυασε. Γυρνούν στα σπίτια

μαζί με τις μέλισσες των θρουμπιών,

τα βήματα που άνοιξαν τα μονοπάτια

τα χέρια που τρύγησαν τους ελαιώνες

και το δέρμα που δέχτηκε

το ρίγος του πρωινού

και του μεσημεριού τις βελόνες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

γ.   Μές στο νερό

 

Απλώνεις έτσι το κορμί στο νερό

σαν πράσινι φύκι κι αισθάνεσαι

το άλλο άγγιγμα, την πρώτη μήτρα.

Μα το δειλινό το δειλινό

που οι πρώτες σκιές καλούν εις οίκον –

σπεύδεις αντίθετα με των ψαριών τη

γραμμή

κρυφοκοιτάζοντας

παράξενα θλιμμένα πίσω .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

δ.   Νόστος

 

Του ποταμιού που αγάπησα, μια στάλα-

σώμα σουπιάς- χρωμάτιζε το νερό

στη θάλασσα δίνοντας δικό του χρώμα.

Άσπρο χαρτί τα χιονισμένα βράδυα

νοσταλγικά παράδερνε ζητώντας

μ’ άγρυπνο βλέμμα τον χαμένο στίχο.

Σαν χελιδόνι σπάθιζε

τον ουρανό και τον χρόνο

ακροπατώντας στα κοιμισμένα

κεφάλια των γνώριμων βουνών…

 

Μπροστά μου τότε η ξερολιθιά,

τα κυκλάμινα στα φυτεμένα βράχια

κι η μούλα που γέμιζε με κλειστά μάτια

νερό τ’ αυλάκι.

 

Ώσπου όλα θολώνουν και πάλι

από ένα δάκρυ όλο αλμυράδα,

σε μια σοφίτα ξενική κάπου

μ’ εύθυμα φώτα στων σπιτιών τα

παράθυρα

και γελαστούς ανθώνες στους δρόμους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ε.   Κοιτίδα μνήμης

 

 

Βάζεις το πόδι στο λιγοστό

νερό που βγαίνει απ’ το χώμα

αφήνοντάς το να το γαργαλά

παράξενα- σχεδόν μεταφυσικά,

μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους

με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα.

Κι εκεί ανάμεσα

στη σαύρα που σέρνεται στη γη

και το φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη

πτήση,

στα σύνορα πάντα

αυτού που θά’ θελες

κι αυτού που πρέπει,

περνά ένα παράπονο το σώμα

ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη

να πέσει σταγόνα:

 

Ποιός κόβει των παιδικών

χρόνων τα δέντρα μας,

διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά

τ’ αγαπημένα φαντάσματα

και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

στ.    Γεράκι

 

Γεράκι που ζυγιάζεσαι ψηλά

ακροκτυπώντας που και που τις φτερούγες,

χαμήλωσε λιγάκι- στα μάτια σου

να μελετήσω τις αδρές εικόνες

που δέχτηκες μέσ’ τον Ακάμα…

Όταν μετέωρο προσηλώνεσαι

πάνω στην πεύκη, την αγριελιά

και τον Αόρατο που παντού βλαστάνει,

κι όταν κτυπώντας δυνατά τα φτερά

στον φωτερόν αιθέρα παίρνεις ύψος

πάνσκοπη πρόθεση και στάση

ν’ απαθανατίσεις

την τραχειά σιλουέτα του-

από του Αρναούτη τη ριζωμένη

μέσα στη θάλασσα σφήνα,

ως την πατρίδα της αργής χελώνας

με χαλί από θάμνα.

 

Γεράκι, που κρατάς στο βλέμμα

την πορφυρή του δειλινού δαντέλα,

πάνω απ’ τα θεικά λουτρά

μ’ ένα πλατάγισμα φτερών στη μνήμη-

τον κόσμο της Ρήγαινας ξυπνάς

κι από τα δίκτυα του πάλι ξεφεύγεις

με μια βουτιά στον αέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                              ζ.   Λουτρά

 

Όταν χρόνο με χρόνο βλέπεις

στην αιωνόβια θύμησή σου,

άδικον ουρανό σ’ άλλη χώρα

τις βροντές του να σπαταλά

σε γλεντοκόπια πλημμύρας-

 

κι εσέ ν’ αποξεχνά

μικρό νησί του νότου

ράχη στο κορμί του Ακάμα…

Στης ξηρασίας το σώμα τότε σκάβεις

μια γούβα και μαζεύεις το δάκρυ

πάνωθε απλώνοντας την κόμη

βοστρύχους πράσινους μιας συκιάς-

πηγή ακριβή των σπλάχνων σου

που συντηρείς στο λιοπύρι,

εκείνο που τσουρουφλίζει τα μέτωπα

και το άλλο της νωπής σκλαβιάς.

 

Μα εσύ όπως καθωσπρέπει Μάνα

στραγγίζεις τη φλέβα και δίνεις

το αίμα ν’ αντέξει η ζωή

μέχρι να ροδίσει το χάραμα.

Στραγγίζεις τη λίγη υγρασία

από τον κόνιζο και τ’ άγριο θρουμπί

και ταπεινά δοξάζεις

μια στρογγυλή γούβα νερού –

του τόπου γνήσιο αγίασμα

και της Θεάς οπωσδήποτε

ιερά λουτρά .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

η.   Κατάνυξη

 

Περπατώντας ξανά

στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα

χωρίς κάποια πρόθεση-αντίθετα ίσως,

 

ξυπνά μια κατάνυξη από ένα

σαπισμένο που πέφτει καρύδι

μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,

που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα

και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο

της μνήμης θρουμπί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                                                                                                                        

                              θ.  Εγκλείστρα

 

 

Κομμένη στα πλευρά του βουνού

κάθετη κώχη

κάτω από γκρίζες χαρουπιές

που γονατίζουν…

Εδώ μπορείς με τον σουγιά να σκάψεις

κρύπτες βαθειές μέσα στον βράχο,

μπορείς με τ’ αδύναμο κορμί σου

ν’ ανέβεις πέτρινα σκαλιά κατακόρυφα,

για νά’ σαι μόνος

και πιο κοντά Του .

Μα μόνο αν μέσα σου

άναψε φλόγα δυνατή

που πυρώνει τα σπλάχνα,

και πια δεν υπάρχει αναπαμός.

Μόνο αν είδες μια μέρα

τα δυο καματερά μπροστά απ’ το αλέτρι

στη μέση τ’ αγρού

να σταματάν λυπημένα…

 

Δεν έχεις τότε εκλογή.

Παίρνεις όπως εκείνος τον ίσιο δρόμο

παράλληλα στην ακροθαλασσιά

και φτάνεις στην Πάφο,

αφήνοντας πίσω σου νοικοκυριό

και στέφανα μιας μέρας.

Κοιτάζεις ύστερα τα κοντινά βουνά

και το πράσινο σούρσιμο της ποταμιάς

που φέρνει κοντά τους.

Και τέλος-τέλος εκεί

στον κόρφο του Μελισσόβουνου

κρυμμένο στα δέντρα,

καθώς ο παράξενος εκείνος διαβάτης

που λεγόταν Νεόφυτος-

μπορείς κι εσύ να λαξέψεις

την κρύπτη σου

ή την πίστη σου,

και να τη δοξάσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Διαλογισμοί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρεις νύξεις για τη ζωή

 

α.

 

Γέννηση μικρού παιδιού

σε κλίνη με ρούχινο θόλο,

κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου

και φως αυγερινό στον φεγγίτη…

 

Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος

ο ναός της ζωής

κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,

ο κτύπος της καρδιάς

τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει.

Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν

από το γνώριμο παραμύθι

με καλάθια στα χέρια,

τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω

το μερτικό του διαχωρίζουν…

 

Και λίγο πιο πέρα

απ’ τα’ ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,

αλόγου οπλές να σβήνουν –

και σκιά φευγαλέα που μόλις

παίρνει το μάτι

να χάνεται, βέβαιη πως

θα ξαναγυρίσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.

 

Ώρα μεσημεριού ο ήλιος

στη μέση τα’ ουρανού

ζυγιάζει το βάρος της γης.

Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή –

μισά ελιόδεντρα στη μια

μισά στην άλλη,

τόσα πρόβατα απ’ εδώ τόσα απ’ εκεί…

Μα πιο χαμηλά

άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι

κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,

τον βίο μετρώντας μ’ άπληστο μάτι.

 

Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω

σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά

-μ’ άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα-

παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο

κι από βαριές άχρονες στάλες

μισοφαγωμένα οστά…

Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι

στη γνώριμη ρουτίνα επάνω

που τώρα τρέχει βιαστικά-

με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο

τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,

και το χνούδι να γίνεται

ως το πρωί γενειάδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

γ.

 

Φυσάει ένας αγέρας

στην αυλή απόψε

πεισματικά την πόρτα σειώντας,

αποτραβιέται και πάλι ορμά

φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη

αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…

 

Νύχτα βαθειά – κανένας

δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,

δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα

δίχως ξύλα στη φωτιά

χωρίς ένα σκύλο

να τρέξει να ψάξει.

 

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης

ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.

Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως

στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,

άς έλθει οποιοσδήποτε

κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –

όχι εν λευκώ,

μα εκεί μπροστά στα μάτια

των ανθισμένων μυγδαλιών,

που μόνο αν είναι δίκαιο

θα συγκατανεύσουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άλγος Εσπέρας

 

α.

 

Φωτεινή μια γραμμή

εμπρός του αχνοτρέμει,

με το ρώτημα αν είναι

κι αυτή οπτασία.

Απάντηση μόνη

το πιο ταχύ βήμα,

κι η ανάγκη που νιώθει

πιο καλά να προσέξει

τ’ αγριολούλουδα στου δρόμου την άκρη,

τον χρόνο στα χέρια

βιαστικής κλεψύδρας.

 

Μα κάπου όταν σκύβοντας

τους ιμάντες να δέσει

-πολύ ακόμα, πολύ

ο κύκλος πριν κλείσει-

βλέπει τη σκόνη να επικάθεται

υγρή κι αμετακίνητη στο δέρμα,

 

«όχι, ακόμα» αναφωνεί

με υπόκωφη φωνή πρωτόγνωρη

τινάζοντας μακριά του το χώμα.

 

Είναι απόγεμα και παντού

τη γύρω γνωστή επιφάνεια

η πορφύρα του ήλιου βαραίνει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β.

 

Πάνω σε πέτρα κάθησες

να πάρεις ανάσα καθώς είπες.

Ω, τι παράξενη ψυχή,

δεν πρόλαβε στον ίσκιο

το κεφάλι να γείρει

και το βλέμμα πώς αλλάζει τα χρώματα

μές στην αδύνατη στιγμή !

 

Τώρα μια διάθεση αόριστη

τον πρότερο μόχθο αραιώνει,

του ύπνου στρώνει την κλίνη

το πέλμα του πονεί.                                           .

 

Μ’ αυτός είναι ο δρόμος του. Δεν θλίβεται

στα ενδιάμεσα κάποτε

η έφεσή του σαν λυγίζει,

μια παύση άς είναι ένα ξεδίψασμα

ως το πρωϊ.                                                        .

 

Άς χαίρει λοιπόν κι άς ονειρεύεται

των αχναριών τη συνέχεια,

σε ό,τι κι αν τύχει, σε ό,τι συμβεί.

Τ’ αγριόχορτα κοίτα- προς το μέρος του,

δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες

γέρνουν το σώμα με κάποιο φθόνο

σε μάταιη κίνηση φυγής.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένυλη εμβίωση

 

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια

αλλοτινής λατρείας-

τώρα σημάδια

εμπύρετου μόνο περάσματος.

Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά

με κέρινα φτερά, σωριάστηκαν

στο πρώτο άγγιγμα των ακτίνων

κι η βασιλεία των ουρανών

άδειος πια θρόνος…

 

Τώρα εκεί θα καθήσει

με πόδια τις ρίζες των βουνών

με μάτια τις ατάραχες λίμνες,

ο κόσμος που ξυπνά το πρωί

και με τη δύση του ήλιου πάει για ύπνο.

Τίποτε άλλο τώρα εμπρός σου

απ’ ό,τι φωτίζεται κάθε αυγή

κι ό,τι ακούς στις φυλλωσιές των δέντρων

ή με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα.

Τίποτε άλλο εκτός

απ’ τα αιώνια των γενιών μονοπάτια

τ’ ακρογιάλια όπου σπάει το κύμα

και το ρίγος της πηγής πάνω στο δέρμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όστρακο

 

Ξάφνου δεν είσαι πια ευτυχής,

ξάφνου αμφιβάλλεις

για τον βοριά για τον νοτιά

που χαϊδεύει τα μαλλιά σου,

και για το χρώμα του γιαλού

που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.

 

Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις

αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια,

κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο…

Ώσπου τ’ αφήνεις στην πρώτη στροφή-

ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,

χωρίς διόλου να λυπάσαι…

Καθώς το όστρακό σου ανοίγει πάλι

μπάζοντας φως χάνοντας αίμα,

σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει

το πρόσωπό της κάθε μέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ταξίδι εντός μας

 

Μοίρα μας να ταξιδεύουμε

σαν δέντρα με βαθιές ρίζες

σε υπόγεια νερά…Ίδια όπως

με το λυχνάρι μια ζωή

ή κάτω απ’ την ηλεκτρική λάμπα,

σαλπάρουμε κι εμείς

σε θάλασσα άσπρο χαρτί

γράφοντας πάντα μια νωπή ρότα.

 

Ταξίδι – εμπύρετη έφεση

ψυχών που άλλα γυρεύουν,

έσχατη επιθυμία της φτέρνας

που αισθάνεται ν’ αγγίζει το τέρμα…

Μ’ αφού οι δρόμοι είναι κλειστοί

κι ο περίπλους φέρνει στο ίδιο σημείο,

 

δέχεται η ψυχή

την περίκλειστη μοίρα της

απαλύνοντάς την

στο κύμα στον άνεμο

ρίχνοντας σπόρους,

παρόμοια όπως

δέντρο φυτεύεις σαν κουραστείς,

κι ο ποιητής ετοιμάζεται

για τον επόμενο στίχο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μαύρο πουλί

 

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί

που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει

το διάστημα των ημερών μας,

κράτα το ζωή λιγάκι

κλεισμένο στο κλουβί.

 

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε

μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,

κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε

χωρίς την έγνοια της βαριάς σκιάς του…

Γιατί συνέχεια μάς ξαφνιάζει. Έρχεται

μέσα στην κάψα του καλοκαιριού

ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’ την πηγή,

ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα

τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει

τάχα γαλήνιους τάχα δυνατούς –

κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

 

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό

το μαύρο πουλί πρέπει

να τα βγάλουμε πέρα,

με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –

αστεία κάνοντας για σιγουριά,

δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,

μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη

και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Από μια κλωστή

 

Από μια κλωστή ίσως κρέμεται

η χαρά μας κι η λύπη-

αισθήματα σαν δέντρα τριγύρω μας

φαινομενικά αειθαλή.

 

Ανέμισμα φτερούγας κάποτε

πάνω απ’ τον ύπνο μας περνά,

ρίχνοντας ίσκιο βαρύ.

 

Μη σκιάζεσαι τότε μην  απελπίζεσαι

γιατί δεν θέλει πολύ να ξέρεις

κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα

που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα,

για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό

πίσω απ’ των λυγμών τα βήματα

τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες

δάκρυα της Παναγίας…

 

Κι αν από μια κλωστή τελικά κρέμεται

το σχήμα των χειλιών και το χρώμα

της επόμενης μέρας,

την ελπίδα σώζει το ατάραχο βλέμμα

και τη γύρη ο βόμβος των μελισσών

πάνω από κάθε τέφρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τελική ευθεία

 

Ας  διαπλεύσει το κορμί

των εκβολών το δέλτα,

μες στην αγρύπνια ας κρατηθεί

προτού λυγίσει

κατά το τέρμα.

 

Με πέντε αισθήσεις στήθηκε

η καθημερινή πανδαισία-

ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή,

στα μάτια συνωστίζονται, στην ακοή

και στο αθόρυβο δέρμα

τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι!

 

Αργά – αργά περιστρέφεται

η σφαίρα της γης,

ίδια παιδικό παιγνίδι…

Κι άτακτα δεξιά ζερβά

μυρίζοντας το καθετί

ανήσυχα εντοπίζεις,

τον χρόνο να τραβά τα λουριά

στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι.

 

Τότε μπορείς να βυθιστείς

στο δάκρυ που διστάζει ακόμα,

και τη φθορά ν’ αντικρύσεις-

καθώς η κίνηση σχεδόν σταματά

κι εξέρχεσαι ευπρεπής και πλήρης,

κάνοντας τόπο σε μικρά παιδιά…

 

Κι η μνήμη αρχίζει…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ένα νησί

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επεισόδιο

 

Απότομος χειμώνας μπήκε

στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,

προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα

του ανέτοιμου ποδιού

πάνω από φύλλα σκόρπια

φθινοπωρινά.

 

Ευαίσθητη η ψυχή

και θέλει χρόνο,

λίγο προαύλι

ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,

για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει

από το ένα στο άλλο κλαρί.

 

Παράξενος αλήθεια φέτος

αυτός ο χειμώνας

που ενέσκηψε στις ακτές,

πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους

και στης λευκότητας τη δαντέλα

το μελάνι από χίλιες σουπιές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια

 

 

 

α.

 

Κωφεύεις

στη φωνή της μοίρας

όσο τ’ αντέχεις

σιγά – σιγά,

 

και μια μέρα

ούτε που ξέρεις

ποιο δρόμο να πάρεις

κι εύκολα ξεχνάς

πού είναι η πλώρη

πού είναι η πρύμνη,

 

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια

πολλούς δείκτες στη θάλασσα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

β΄

 

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε

για τον Πενταδάκτυλο

είναι γιατί

μοιάζει χτυπημένο πουλί

με δυο φτερούγες

καρφωμένες στο χώμα.

 

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος

με καταγωγή ίσως

τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη

μέρη Καυκάσου –

ένας αετός μάρτυρας

της σταύρωσης και της οδύνης,

 

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας

για να κτίσει τελικά τη φωλιά του

σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί

αντίξοης μοίρας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μνήμη

 

Γυναίκες – μορφές  ανάμεσα

στο χρώμα της νύχτας και της μέρας

σκιές του σπιτιού καρτερικές

τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,

το έπος τους εξιστορούν

με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

 

Ξέπλυνε πρώτη βροχή

το κάρβουνο, το αίμα.

Ξέπλυνε και τη συνήθεια

του πόνου και του χαμού-

πέπλος κρυφός που κάθεται

στη ψυχή μου ανεπαίσθητα

σαν αόρατη άμμος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προσμονή

 

Κρυφή μου στέρνα  της ψυχής

γέμισε χόρτο

το σώμα σου πυκνό,

μα δεν φυτρώνει λησμοσύνη.

 

Βάτος- θεριό τα γένια μου

άδεια σπηλιά το βλέμμα μου,

και περπατώ σαν μούλα

στον ίδιο κύκλο πού’ θρεψε

η προσμονή- ξερό πηγάδι.

 

Χρόνους οχτώ παιδεύομαι

κι αναζητώ σαν τη γοργόνα,

τα κύματα ξαναρωτώντας

που πέρασαν απ’ την Κερύνεια

και του Πενταδάκτυλου τα πουλιά

που πετούν προς το νότο…

 

Αν είδαν τον χαμένο γιο

να περπατά τη νύχτα

να κρύβεται τη μέρα,

νά’ χει θητεία στον θάνατο

χρόνους οχτώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ναυάγιο «Κερύνεια»

 

Δεν είναι λίγο

στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη

τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,

μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις

στην αγκαλιά σου πως κρατείς

πήλινα αγγεία.

 

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις

μια μέρα το φως του ήλιου,

όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:

Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,

οι νέες φυλές

οι σκυθρωποί αιώνες…

 

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα

στον σκοτεινό βυθό,

ακολούθησες τη μοίρα

που σε πήρε απ’ το χέρι

και βγήκες στον κόσμο

να δώσεις έγκυρη μαρτυρία-

κατάθεση σε δίσεκτο καιρό

και σε όψιμους λογχοφόρους,

που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο

για δικά τους σημάδια

 

και γράμματα βρίσκουνε μόνο

που δεν μπορούν να διαβάσουν

πάνω στ’ αγγεία.

 

 

1982

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φάρος

 

Έχεις ένα μάτι νυσταγμένο

κι ένα βλέφαρο ολοένα πιο βαρύ,

ωσάν η συνήθεια να σού’ γινε δέρμα

και πιο πολύ ακόμα, ίσως ψυχή.

Τα καράβια – τα παιδιά σου σκόρπισαν

σ’ άλλες ρότες, ενηλικιώθηκαν πια

κι εσύ ακόμα τους κουνάς μαντήλι.

 

Μα πώς ν’ αλλάξει τη ζωή του τώρα

ένας φάρος ή ο,τιδήποτε άλλο,

ακολουθώντας τον ρυθμό του αιώνα!

Στέκει σαν Κύκλωπας στην Κάτω Πάφο

δήθεν κοιτάζοντας τη θάλασσα,

με τεντωμένα κρυφά τ’ αυτιά

στο άλλο τοπίο την άλλη ώρα.

Γιατί με το σούρουπο δειλά – δειλά

μες στο μισόφωτο τ’ αρχαία χαλάσματα,

στα επιστρώματα της σιωπής ανοίγεται

η πρώτη ραγισματιά.

Κι αφού η πόλη κοιμάται

η πόλη που ξοδεύεται τόσο εφήμερα,

αυτός κοιτάζει μην τον βλέπει κανένας

και κλείνει με νόημα το μάτι

στον κήρυκα και τον ιερέα –

 

και το πλήθος ξάφνου κινείται

στου αρχαίου Ωδείου την κερκίδα,

όπου παίζεται το αιώνιο δράμα

της πατρίδας ξανά και ξανά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποίηση Ανδρέα Πετρίδη, ο ποιητής Ανδρέας Πετρίδης

Τρίτη, 18 Αυγούστου 2015

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

 

ΕΝΤΟΠΙΟ ΡΙΓΟΣ  (2013)

ΤΟ ΘΑΜΒΟΣ ΤΡΙΓΥΡΩ

…Ω, τι χαρά, ω, τί γιορτή

στα μάτια συνωστίζονται

στην ακοή

και στο αθόρυβο δέρματα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι !

α. ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Μικρός αυλός στο στόμα

του πρώτου τσοπάνη χαιρετά

την έλευση καινούργιας μέρας.

Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει

για να πατήσει στον ρυθμό του,

κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…

Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές

έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,

κι αρχινάει μετά να ψάχνει

σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές

ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο –

έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει

όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.

Ήδη στον θρόνο του ο βασιλιάς

τού φωτός έχει καθήσει

μ’ ένα βουητό ζωής

το πήγαινε-έλα μυριάδων ακτίνων,

που ξύπνησαν το καθετί

που μοίρασαν το χρώμα –

έτσι όπως πάντοτε,

δουλειά γνωστή τους.

δ. ΝΟΣΤΟΣ

 

Του ποτάμιου που αγάπησα, μια στάλα-

σώμα σουπιάς χρωμάτιζε το νερό

στη θάλασσα δίνοντας δικό του χρώμα.

Άσπρο χαρτί τα χιονισμένα βράδια

νοσταλγικά παράδερνε ζητώντας

μ’ άγρυπνο βλέμμα τον χαμένο στίχο.

Σαν χελιδόνι σπάθιζε

τον ουρανό και τον χρόνο

ακροπατώντας στα κοιμισμένα

κεφάλια των γνώριμων βουνών…

Μπροστά μου τότε η ξερολιθιά,

τα κυκλάμινα στα φυτεμένα βράχια

κι η μούλα που γέμιζε με κλειστά μάτια

νερό τ’ αυλάκι.

Ώσπου όλα θολώνουν και πάλι

από ένα δάκρυ όλο αλμυράδα,

σε μια σοφίτα ξενική κάπου

μ’ εύθυμα φώτα στων σπιτιών τα παράθυρα

και γελαστούς ανθώνες στους δρόμους.

 ε. ΚΟΙΤΙΔΑ ΜΝΗΜΗΣ

Βάζεις το πόδι στο λιγοστό

νερό που βγαίνει απ’ το χώμα

αφήνοντάς το να το γαργαλά

παράξενα – σχεδόν μεταφυσικά,

μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους

με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα.

Κι εκεί ανάμεσα

στη σαύρα που σέρνεται στη γη

και στο φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη πτήση,

στα σύνορα πάντα

αυτού που θά’ θελες

κι αυτού που πρέπει,

περνά ένα παράπονο το σώμα

ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη

να πέσει σταγόνα:

Ποιός κόβει των παιδικών

χρόνων τα δέντρα μας,

διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά

τ’ αγαπημένα φαντάσματα

και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα

 

στ. ΓΕΡΑΚΙ

Γεράκι που ζυγιάζεσαι ψηλά

ακροκτυπώντας που και που τις φτερούγες,

χαμήλωσε λιγάκι- στα μάτια σου

να μελετήσω τις αδρές εικόνες

που δέχτηκες μέσ’ τον Ακάμα…

Όταν μετέωρο προσηλώνεσαι

πάνω στην πεύκη, την αγριελιά

και τον Αόρατο που παντού βλαστάνει,

κι όταν κτυπώντας δυνατά τα φτερά

στον φωτερόν αιθέρα παίρνεις ύψος –

πάνσκοπη πρόθεση και στάση

ν’ απαθανατίσεις

την τραχειά σιλουέτα του:

από του Αρναούτη τη ριζωμένη

μέσα στη θάλασσα σφήνα,

ως την πατρίδα της αργής χελώνας

με χαλί από θάμνα.

Γεράκι, που κρατάς στο βλέμμα

την πορφυρή του δειλινού δαντέλα,

πάνω απ’ τα θεϊκά λουτρά

μ’ ένα πλατάγισμα φτερών στη μνήμη –

τον κόσμο της Ρήγαινας ξυπνάς

κι από τα δίκτυα του πάλι ξεφεύγεις

με μια βουτιά στον αέρα.

 

 

η. ΚΑΤΑΝΥΞΗ

(Μονή Αγίου Νεοφύτου)

Περπατώντας ξανά

στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα

χωρίς κάποια πρόθεση – αντίθετα ίσως,

ξυπνά μια κατάνυξη από ένα

σαπισμένο που πέφτει καρύδι

μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,

που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα

και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο

της μνήμης θρουμπί.

 

ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ

Τρεις νύξεις για τη ζωή

 α.

Γέννηση μικρού παιδιού

σε κλίνη με ρούχινο θόλο,

κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου

και φως αυγερινό στον φεγγίτη…

Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος

ο ναός της ζωής

κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,

ο κτύπος της καρδιάς

τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει.

Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν

από το γνώριμο παραμύθι

με καλάθια στα χέρια.,

τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω

το μερτικό του διαχωρίζουν…

Και λίγο πιο πέρα

απ’ το ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,

αλόγου οπλές να σβήνουν –

και σκιά φευγαλέα που μόλις

παίρνει το μάτι

να χάνεται, βέβαιη πως

θα ξαναγυρίσει…

 

β.

Ώρα μεσημεριού ο ήλιος

στη μέση τ’ ουρανού

ζυγιάζει το βάρος της γης.

Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή

μισά ελιόδεντρα στη μια

μισά στην άλλη,

τόσα πρόβατα απ’ εδώ τόσα απ’ εκεί…

Μα πιο χαμηλά

άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι

κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,

τον βίο μετρώντας μ’ άπληστο μάτι.

Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω

σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά

– μ’ άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα –

παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο

κι από βαριές άχρονες στάλες

μισοφαγωμένα οστά…

Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι

στη γνώριμη ρουτίνα επάνω

που τώρα τρέχει βιαστικά –

με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο

τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,

και το χνούδι να γίνεται

ως το πρωί γενειάδα.

  γ.

Φυσάει ένας αγέρας

στην αυλή απόψε

πεισματικά την πόρτα σειώντας,

αποτραβιέται και πάλι ορμά

φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη

αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…

Νύχτα βαθειά – κανένας

δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,

δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα

δίχως ξύλα στη φωτιά

χωρίς ένα σκύλο

να τρέξει να ψάξει.

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης

ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.

Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως

στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,

άς έλθει οποιοσδήποτε

κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –

όχι εν λευκώ,

μα εκεί μπροστά στα μάτια

των ανθισμένων μυγδαλιών,

που μόνο αν είναι δίκαιο

θα συγκατανεύσουν.

 

 

ΕΝΥΛΗ ΕΜΒΙΩΣΗ

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια

αλλοτινής λατρείας

τώρα σημάδια

εμπύρετου μόνο περάσματος.

Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά

με κέρινα φτερά σωριάστηκαν

στο πρώτο άγγιγμα των ακτίνων,

κι η βασιλεία των ουρανών

άδειος πια θρόνος…

Τώρα εκεί θα καθήσει

με πόδια τις ρίζες των βουνών

με μάτια τις ατάραχες λίμνες,

ο κόσμος που ξυπνά το πρωί

και με τη δύση του ήλιου πάει για ύπνο.

Τίποτε άλλο εμπρός σου

απ’ ό,τι φωτίζεται κάθε αυγή

κι ό,τι ακούς στις φυλλωσιές των δέντρων

ή με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα.

Τίποτε άλλο εκτός

απ’ τα αιώνια των γενιών μονοπάτια

τ’ ακρογιάλια όπου σπάει το κύμα

και το ρίγος της πηγής πάνω στο δέρμα.

 

ΟΣΤΡΑΚΟ

Όστρακο – ντύμα σκληρό

μιας έγκλειστης ζωής

δεν μπόρεσες πολύ ν’ αντέξεις…

Με υπομονή με επιμονή

σαν τη σταγόνα που τρώει την πέτρα,

η γνώση λύγισε – σώμα καυτό

την άτεγκτη σκληρότητα σου.

Τώρα δεν είσαι πια ευτυχής

τώρα αμφιβάλλεις

για τον βοριά για τον νοτιά

που χαϊδεύει τα μαλλιά σου,

και για το χρώμα του γιαλού

που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.

Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις

αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια

κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο

Ώσπου τ αφήνεις στην πρώτη στροφή

ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,

χωρίς διόλου να λυπάσαι…

Καθώς το όστρακο σου ανοίγει πάλι

μπάζοντας φως χάνοντας αίμα

σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει

το πρόσωπο της κάθε μέρα.

 

 

ΜΑΥΡΟ ΠΟΥΛΙ

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί

που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει

το διάστημα των ημερών μας,

κράτα το ζωή λιγάκι

κλεισμένο στο κλουβί.

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε

μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,

κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε

χωρίς την έγνοια της βαρειάς σκιάς του…

Γιατί συνέχεια μας ξαφνιάζει. Έρχεται

μέσα στην κάψα του καλοκαιριού

ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’ την πηγή,

ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα

τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει

τάχα γαλήνιους, τάχα δυνατούς –

κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό

το μαύρο πουλί πρέπει

να τα βγάλουμε πέρα,

με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –

αστεία κάνοντας για σιγουριά

δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,

μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη

και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

 

 

ΕΝΑ ΝΗΣΙ

Επεισόδιο (1974)

Απότομος χειμώνας μπήκε

στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,

προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα

του ανέτοιμου ποδιού

πάνω από φύλλα σκόρπια

φθινοπωρινά.

Ευαίσθητη η ψυχή

και θέλει χρόνο,

λίγο προαύλι

ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,

για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει

από το ένα στο άλλο κλαρί.

Παράξενος αλήθεια φέτος

αυτός ο χειμώνας

που ενέσκηψε στις ακτές,

πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους

και στης λευκότητας τη δαντέλα

το μελάνι από χίλιες σουπιές.

 

 

Σχόλια

α.

Κωφεύεις

στη φωνή της μοίρας

όσο τ’ αντέχεις

σιγά – σιγά,

και μια μέρα

ούτε που ξέρεις

ποιό δρόμο να πάρεις,

κι εύκολα ξεχνάς

πού είναι η πλώρη

πού είναι η πρύμνη,

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια

πολλούς δείκτες στη θάλασσα.

β.

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε

για τον Πενταδάκτυλο

είναι γιατί

μοιάζει χτυπημένο πουλί

με δυο φτερούγες

καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος

με καταγωγή ίσως

τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη

μέρη Καυκάσου,

ένας αετός μάρτυρας

της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας

για να κτίσει τελικά τη φωλιά του

σ’ ένα νησί – χλωρό κλαρί

αντίξοης μοίρας.

Οδύνη

Γυναίκες – μορφές ανάμεσα

στο χρώμα της νύχτας και της μέρας

σκιές του σπιτιού καρτερικές

τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,

το έπος τους εξιστορούν

με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

Ξέπλυνε πρώτη βροχή

το κάρβουνο, το αίμα.

Ξέπλυνε και τη συνήθεια

του πόνου και του χαμού-

πέπλος κρυφός που κάθεται

στη ψυχή μου ανεπαίσθητα

σαν αόρατη άμμος.

1974

 

Ναυάγιο «Κερύνεια»

Δεν είναι λίγο

στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη

τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,

μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις

στην αγκαλιά σου πως κρατείς

πήλινα αγγεία.

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις

μια μέρα το φως του ήλιου,

όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:

Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,

οι νέες φυλές

οι σκυθρωποί αιώνες…

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα

στον σκοτεινό βυθό,

ακολούθησες τη μοίρα

που σε πήρε απ’ το χέρι

και βγήκες στον κόσμο

να δώσεις έγκυρη μαρτυρία –

κατάθεση σε δίσεκτο καιρό

και σε όψιμους λογχοφόρους,

που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο

για δικά τους σημάδια

και γράμματα βρίσκουνε μόνο

που δεν μπορούν να διαβάσουν

πάνω στ’ αγγεία.

 Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ  (2015)

 

ΣΕ ΑΝΟΙΚΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ

 Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε

Περνώ τη ζωή μου

Περνώ τη ζωή μου

σε κύκλους που ολοένα ανοίγουν,

και πάνω απ’ τα πράγματα ξεμακραίνουν.

Τον τελευταίο ίσως να μην τον κλείσω,

μα να πασκίσω οι λογισμοί μου κραίνουν.

Γύρω απ’ τον Θεό περιστρέφομαι,

τον πανάρχαιο τούτο πύργο,

χιλιάδες χρόνια τώρα γυρίζω –

κι αν είμαι γεράκι, θύελλα ή άσμα βουερό,

ακόμα αυτό δεν το γνωρίζω.

(I, 253,1899)

Μέσα απ’ τον Λόγο σου το διαβάζω

Μέσα απ’ τον Λόγο σου το διαβάζω,

κι απ’ τις κινήσεις των χεριών σου,

που πλαστουργώντας

τρυφερά στρογγυλεύαν-

περίγραμμα στο καθετί,

ζεστά, μα και γεμάτα σοφία.

«Ζωή» έκραξες, και ψιθύρισες «θάνατος»

κι είχες στα χείλη τη Λέξη «υπάρχω».

Μα ο φόνος πρόλαβε τον πρώτο θάνατο.

Σχισμή τότε πέρασε

τους ώριμους κύκλους σου,

και κραυγή εσηκώθη

τις φωνές υφαρπάζοντας,

πού είχανε μόλις συναχθεί

ολόγυρά σου να μιλήσουν,

ολόγυρά σου να κρατήσουν

τη γέφυρα όλου του χάους.

Κι ό,τι έκτοτε ακούς να τραυλίζουν,

θρύψαλα είναι

του παλαιού σου Ονόματος.

(I, 257,1899)

 

Πιστεύω σε ό,τι ακόμα δεν έχει ειπωθεί.

Πιστεύω σε ό,τι ακόμα δεν έχει ειπωθεί.

Να Λευτερώσω θέλω

τα πιο ευσεβή μου αισθήματα.

Ό,τι κανείς δεν τόλμησε ακόμα να ποθεί,

ακούσια ξάφνου μου οδηγεί τα βήματα.

Αν τούτο είναι ασέβεια, συγχώρεσέ με Θεέ μου.

Όμως αυτό θέλω μονάχα να σου πω:

Τη δύναμή μου την πιο ακριβή,

όπως αρχέγονη ορμή τη θέλω νά ‘ναι,

έτσι χωρίς θυμό και δείλιασμα κανένα,

όπως κι η αγάπη των παιδιών για σένα.

Με τούτο το πλημμύρισμα να γιγαντώνει,

μ’ αγκάλες διάπλατες

στο πέλαγος εκβάλλοντας το ανοιχτό,

μ’ αυτό τον γυρισμό που όλο φουντώνει,

να σε πρεσβεύω και να σε δοξάζω ποθώ

όσο ποτέ άλλος κανένας.

Κι υπεροψία αν φαίνεται,

σ’ αυτήν άφησέ με

την προσευχή μου να κάνω,

που βλοσυρή στέκει και μόνη

προ του μετώπου Σου, που νέφος ζώνει.

(I, 259,1899)

 

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Οι νύχτες δεν γίνηκαν για το πλήθος.

Από τον γείτονα σου η νύχτα σε χωρίζει,

να τον ζητάς γι’ αυτό δεν πρέπει.

Κι αν νύχτα φως στην κάμαρά σου ανάψεις,

ανθρώπους καταπρόσωπο για να κοιτάξεις,

έτσι και ποιον θα δεις, στοχάσου.

Παραμορφώθηκαν οι άνθρωποι τρομερά

από το φως που απ’ τα πρόσωπά τους στάζει,

κι αν νύχτα όλοι τους μαζί βρεθούνε,

έναν κόσμο κλονισμένο θα κοιτούσες

σ’ άτακτο πυκνό μπουλούκι.

Στα μέτωπά τους χλωμή λάμψη

έχει εκτοπίσει κάθε σκέψη,

στα βλέμματά τους το κρασί αχνοτρέμει,

κι από τα χέρια τους κρέμεται η βαριά

χειρονομία, που τους επιτρέπει

στις συνομιλίες να καταλαβαίνονται.

Και λεν ολοένα: Εγώ κι εγώ

Κι εννοούν: τον καθένα.

(I, 392,1899)

ΤΑΝΑΓΡΑ

Ένα κομμάτι γης καμένης,

σαν από ήλιο δυνατό πυρπολημένης.

Ωσάν η κίνηση χεριού κοπέλλας

μετέωρη να ‘μενε ξάφνου για πάντα –

δίχως ν’ απλώνεται κάπου,

σε κάποιο ολόγυρά του πράγμα

οδηγημένη απ’ το αίσθημά της,

τον εαυτό της μόνο συγκινώντας,

σαν χέρι που στο πηγούνι ακουμπά.

Σηκώνουμε και περιστρέφουμε

τη μια μορφή μετά την άλλη,

πάμε σχεδόν να καταλάβουμε

γιατί ποτέ δεν χάνονται,-

όμως βαθύτερα και πιο θαυμαστά

νά ‘μαστέ πρέπει δεμένοι

με ό,τι έχει υπάρξει,

και να μειδιούμε: καθαρότερα ίσως

απ’ τη χρονιά την περασμένη.

(I, 515,1906)

  

ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ

Το γκρίζο του βραδιού στη γη πυκνώνει,

κι είναι πια νύχτα ό,τι σαν πέπλος

κρύος τις Λατέρνες ζώνει.

Μ’ απροσδιόριστα ξάφνου, Λίγο ψηλότερα,

ο άδειος κι ανάλαφρος πύρινος τοίχος

οπίσθιου δώματος,

στριμώχνεται στη φρίκη μιας νύχτας

γεμάτης πανσέληνο,

φεγγάρι μόνο και τίποτε άλλο…

Ψηλά τότε μια απλωσιά

γλυστρά παραπέρα,

αλώβητη- καλά φυλαγμένη,

και τα παράθυρα παντού στα πλευρά

ακατοίκητα φαίνονται και λευκά.

(II, 35,1908/9)

…Ω κόσμε σε έγερση, γεμάτε άρνηση

(αποσπασματικό)

…Ω κόσμε σε έγερση, γεμάτε άρνηση.

Τον χώρο λοιπόν ανασάνετε, όπου πλανιώνται

τ’ αστέρια.

Ετούτο δες, που χωρίς ανάγκη καμιά θα μπορούσε,

τυφλά ξεμακραίνοντας,

στην απεραντωσύνη να χαθεί, μακριά μας…

Και τώρα ευφραίνεται και μας αγγίζει το πρόσωπο,

όπως της αγαπημένης το βλέμμα.

Διανοίγεται απέναντι μας και κατασκορπά

σε μας ίσως την ύπαρξη του. Και δεν τ’ αξίζουμε…

Κάποια δύναμη ίσως απ’ τους αγγέλους θα παίρνει,

ώστε ο έναστρος ουρανός να ενδίδει

κατά το μέρος μας

και στη θολή μέσα να μας κλείνει μοίρα.

Μάταια όμως. Γιατί ποιος το προσέχει;

κι όπου σε κάποιον αισθητό γίνεται,

ποιος δικαιούται ακόμα

το μέτωπο του στον χώρο της νύχτας

σαν στο παράθυρο του ν’ ακουμπήσει;

Ποιος δεν τ’ αρνήθηκε; Στο έμφυτο τούτο στοιχείο,

πλαστές, κίβδηλες κι απαίσιες νύχτες

ποιος δεν έμπασε μέσα,

ικανοποίηση βρίσκοντας σε κάτι τέτοιο;

Τους Θεούς αφήνουμε στη σαπίλα τριγύρω,

γιατί δεν δελεάζουν οι Θεοί. Απλώς υπάρχουν,

και μόνο υπάρχουν, ύπαρξης πλησμονή,

δίχως νεύμα καθόλου, δίχως οσμή.

Τίποτε πιο βουβό απ’ του Θεού το στόμα,

ωραίο σαν κύκνος

στης αιωνιότητας την απύθμενη έκταση:

Έτσι πορεύεται ο Θεός,

και κρύβει και προστατεύει τη Λευκότητα του.

Όλα Λοιπόν στην πλάνη. Και το πουλάκι ακόμα

μέσ’ απ’ το φύλλωμα το καθαρό μας βαραίνει,

το λουλούδι στενάχωρο απλώνει πιο πέρα.

Τί ζητά ο άνεμος λοιπόν; Ο Θεός μονάχα,

σαν κολώνα να περάσει αφήνει –

μοιράζοντας από ψηλά όπου στέκει

και στις δυο πλευρές τον ανάλαφρο θόλο

της μακαριότητάς του.

(Από τα «ποιήματα στη νύχτα», II, 52,1913)

 

Πλημμυρισμένοι ουρανοί

Πλημμυρισμένοι ουρανοί σπαταλημένων άστρων

θριαμβικά απλώνονται πάνω απ’ τη θλίψη.

Σκυφτός αντί να κλαις στο προσκεφάλι,

ψηλά σήκωσε τον θρήνο. Να,

στον οδυρόμενο κι όλας, στην όψη που σβήνει,

τριγύρω απλώνοντας το συναρπαστικό

σύμπαν αρχίζει. Ποιος διακόπτει

στην κίνηση σου προς τα εκεί τούτο το ρέμα;

Κανείς. Εκτός κι αν ξάφνου αντιπαλεύεις

τον χείμαρρο των αστεριών που πλησιάζει.

Ανάσανε. Το σκοτάδι της γης ανάσανε

και ψηλά πάλι κοίτα! Ξανά.

Ελαφρύ κι απρόσωπο το βάθος

από ψηλά επάνω σου γέρνει.

Το σβησμένο – γεμάτο νύχτα πρόσωπο –

και τον δικό σου χώρο του προσφέρει.

(Από «τα τραγούδια της νύχτας» II, 54,1913)

ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Μουσική: Των αγαλμάτων ανάσα. Ίσως

των εικόνων σιωπή. Γλώσσα εσύ, όπου

οι γλώσσες τελειώνουν. Εσύ χρόνος

που κάθετα στέκει

προς το μέρος καρδιών που σβήνουν.

Αισθήματα, για ποιον; Ω εσύ,

των αισθημάτων αλλαγή, σε τί;

Σε τοπίο ακοής.

Ξένη, εσύ: Μουσική.

Άνοιγμα

του χώρου της καρδιάς μας,

εαυτός μας πιο βαθύς,

που πέρα από μας

σπρώχνει να βγει,-

αποδημία ιερή:

αφού μας περιβάλλει ό,τι ενδότερο

σαν η πιο δοκιμασμένη

απώτερη φύση, ως άλλη

πλευρά του αιθέρα: καθαρή

απέραντη,

όχι πια κατοικήσιμη.

(II, 111,1918)

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙΑ

Ο ουρανός απέραντος, γεμάτος αρμονία,

χώρου απόθεμα και Χτίσης πλησμονή.

Κι εμείς πολύ μακριά απ’ την κοσμογονία,

και τόσο κοντά για την επιστροφή.

Εν’ άστρο πέφτει, να! Με βλέμμα σαστισμένο,

ταχιά προσμένουμε να πει μια γνώμη:

Τί άρχισε λοιπόν, και τί ‘ναι περασμένο;

Τί είναι ένοχο; Και τί πήρε συγγνώμη;

(II, 175,1924)

 

(Από τον κύκλο: «Νύχτες»)

Αστερισμοί της νύχτας που άγρυπνος κοιτώ,

την όψη μου την τωρινή μόνο διαστέλλουν;

ή μήπως και την όψη μου όλων των χρόνων-

αυτές οι γέφυρες που ακουμπούν

σε στήλες φωτός;

Ποιος θέλει εκείνα πορευτεί;

Για ποιον άβυσσος είμαι και ρύακα κοίτη,

ώστε μακριά να οδηγεί τα βήματά του,

εύκολα να με προσπερνά,

σαν το πιόνι να με παίρνει στο ζατρίκι

και νά ‘βγει επιμένει νικητής;

(II, 177,1924)

Όταν ζυγώνει η βροχή

Όταν ζυγώνει η βροχή, ο κήπος σκοτεινιάζει

σχεδόν τρυφερά,

κήπος που κάτω

από νωθρό χέρι ησυχάζει.

Λες και στοχάζονται μες στις πρασιές τα Είδη:

πώς έγινε, αλήθεια πώς

τα πρωτονόμασε ο κηπουρός!

Γιατί πάντα τον σκέφτονται – έχοντας σμίξει

με την ιλαρή απολύτρωση,

απόμεινε το κουρασμένο πνεύμα του,

και η παραίτηση του, ίσως κι αυτή…

Για μας παράξενη στ’ αλήθεια διδαχή,

να έχουν και τούτα μια διττή φύση:

ακόμα και το πιο ελαφρύ

προβάλλει αντίρροπο βάρος.

(II, 187,1926)

ΡΟΔΟ

Ρόδο, ω άδολη αντίθεση,

χαρά: να μην είσαι

ο ύπνος κανενός

κάτω από τόσα βλέφαρα.

1925

Επεξηγηματικό σημείωμα 

Οι ρωμαϊκοί και αραβικοί αριθμοί σε παρένθεση στο τέλος εκάστου ποιήματος,
αντιστοιχούν στον τόμο, τη σελίδα και τον χρόνο γραφής του.
Αναρτήθηκε από Ανδρέας Καρακόκκινος στις 9:01 π.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Ετικέτες ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα

Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)

Ετικέτες

Πληροφορίες

Ανδρέας Καρακόκκινος
Προβολή πλήρους προφίλ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Πληροφορίες

Ανδρέας Καρακόκκινος
Προβολή πλήρους προφίλ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Η ποιητική περίπτωση του Γιώργου Πετούση –

Η πρώτη ποιητική του εμφάνιση το 1977,  με τη συλλογή στον “Στον ίσκιο του θανάτου”, είναι
σ’ ένα βαθμό πολυφωνική, κυριαρχούσα εντούτοις θεματολογία είναι η καταστροφή του 1974  και
ο θάνατος του αδελφού του, που τον συνδέει άμεσα κι εξακολουθητικά με το ιστορικό προηγούμενο
του Ονήσιλλου – γνωστού ήρωα της αρχαίας Κυπριακής ιστορίας. Τα αισθήματα που υπερχειλίζουν
τους στίχους είναι ο πόνος, η συντριβή αλλά και η ψυχική αντίσταση. Στις αναμφισβήτητες αρετές
του ανήκουν η γνησιότητα της συγκίνησης και το έντονο βιωματικό υπόβαθρο, στοιχεία που υποστη-
ρίζουν την πειστικότητα του λόγου του. Τα ίδια όμως αυτά στοιχεία τον οδηγούν συχνά στον ρητο-
ρισμό και την μακρυλογία, που αραιώνουν την πυκνότητα και αισθητική δραστικότητα αρκετών ποι-
ημάτων…Κάτι που παρατηρείται όχι μόνο στον Γιώργο Πετούση αλλά και σε πολλούς άλλους ποιητές
μας στην άμεση και συναισθηματική αντίδρασή τους στα πρόσφατα δραματικά γεγονότα. Δίκαιο
όμως είναι ν’ αναφέρω, πως τη συλλογή εμπλουτίζουν κι ευάριθμοι τίτλοι με λιτότητα κι οικονομία
στην έκφραση, όπως οι ακόλουθοι:

α.
Θα σηκωθεί η ψυχή μας
θα σηκωθεί
πέρα απ’ τις μικρές σκηνές των κατακλυσμών
που στάζουν τη χειμωνιάτικη
ολονύχτια βροχή.

Θα σηκωθεί
πέρα απ’ τους θανατερούς ίσκιους
του μακελλάρη καλοκαιριού.

β.
Πληγωμένος Σεβαστιανός
κατεβαίνεις
μήνες τώρα στον ύπνο
την κάθε νύχτα.
Κατεβαίνεις
κι είναι το χαμόγελο
ζωγραφισμένο
στο ματωμένο ακρόχειλο.
Κι είναι η πληγή
πυορροούσα στο πλατύ στήθος.  ( απόσπασμα )

γ.
Κρατήσαμε χτες ακόμα ένα κορμί ωραίου εφήβου
θανατωμένου,
υψώσαμε χτες ακόμα ένα φέρετρο
με τα χέρια και την οργή ως τον ήλιο.
Αποθηκεύσαμε στα έγκατα της γης
ακόμα ένα κόμπο δάκρυ,
στα έγκατα της γης ακόμα μια θύμηση.

Αυτό είναι, πιστεύω, το χρέος του κριτικού, ή του καλού αναγνώστη: Να εντοπίσει τις ευτυχείς
στιγμές και τα αδύνατα σημεία ενός έργου, για να βοηθήσει τον δημιουργό να κάνει επανεκτιμήσεις
και να βαδίσει παραπέρα. Έτσι μπορώ άνετα να ισχυριστώ, ότι ο Γιώργος Πετούσης στην πρώτη του
συλλογή δείχνει μια ευσυγκίνητη κι ευαίσθητη ποιητικά διάθεση, άνκαι έχει προφανώς πολλά περι-
θώρια να πυκνώσει τον λόγο του και να μεταπλάσει επαρκέστερα το βιωματικό υλικό του. Κι ο ίδιος
εξάλλου στο τέλος ενός τρισέλιδου προλόγου, σημειώνει χαρακτηριστικά:

Δεν ξέρουμε πόση συγκίνηση θα φέρουν οι στίχοι μας.
Δεν ξέρουμε ούτε κάν αν τα καταφέραμε.
Ωστόσο είπαμε ό,τι νιώθουμε.

Τρία χρόνια αργότερα (1980) επανεμφανίζεται ο Γιώργος Πετούσης με το ποιητικό βιβλίο  “Ενόραση”.
Είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το πρώτο, με σύντομα χαμηλόφωνα ποιήματα. Σε μερικά μάλιστα από
αυτά γίνεται κάποτε αισθητός ένας λυρικο-επικός βηματισμός ( ΩΔΗ ), σε άλλα πάλι κυριαρχεί μια σχεδόν
επιτύμβια επιγραμματικότητα ( ΜΝΗΣΘΗΤΙ, Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ) :

– από την ΩΔΗ –

Η χαρουπιά μ’ έθρεψε
το θρουμπί ανθισμένο
με μύρισε
η μέλισσα η τριγήτρα
γλύκανε το στόμα μου μέλι.

Η ελιά ριζωμένη στο ακρόκρεμνο
λάδωσε στο τραπέζι μου φαϊ
απ’ τα βάθη των χρόνων.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Σε λάρνακες
θα πάρουμε λευκασμένα τα οστά σας
απ’ τις πλαγιές του Πενταδάκτυλου.
Οι ξεχασμένες κυρτώσεις της Μεσαορίας
θα μας τα δώσουν.
Για τις δέουσες τιμές
η Αντιγόνη αδημονεί.

Δίνω ακόμα ένα σύντομο, λιτό και κατανυκτικό ποίημα με τον τίτλο  ΜΝΗΣΘΗΤΙ :

Οι κέδροι γονατιστοί
υπομένουν τον καημό σου,
Παναγιά Κυκκώτισσα.

Ασκητές
σε στασίδια υπομονής
σε κομποσχοίνι αγρύπνιας
δέονται ολονύχτια:
“Κύριε, ελέησον…”

Τα πιο πάνω ποιήματα ανήκουν αναμφίβολα σε ό,τι καλύτερο έγραψε ο Γιώργος Πετούσης, αλλά και
στα καλύτερα γενικά κομμάτια που γράφτηκαν πάνω σ’ αυτή την θεματολογία. Με γνώμονα πάντα το
καθαρά καλλιτεχνικό επίτευγμα. Όμως οποιητής στο σύνολο είναι ακόμα άνισος – και παρόλο το κατα-
λάγιασμα του συναισθηματικού πληθωρισμού του, ενδίδει ενίοτε στην πρόκληση του επικαιρικού, υπο-
κύπτει στον πειρασμό να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους…Φυσικά υπάρχουν τα ελαφρυντικά για την
επιλογή του να μιλήσει ανοιχτά και χωρίς μισόλογα…Αφού είναι εκ των πραγμάτων τραγικός περιπατητής
στου νησιού  “την ολόμαυρη ράχη / μελετώντας τα λαμπρά παλληκάρια” –  μεταξύ αυτών και τον αγαπη-
μένο του αδελφό, που απαρηγόρητα θρηνεί.

Το 1989 βλέπει το φως της δημοσιότητας η τρίτη συλλογή του, με τον τίτλο “ Ο αδελφός μου ο Ονήσιλλος “.
Τα ποιήματα έχουν μια ομοιογένεια στη μορφή και τη θεματολογία, αφού πρόκειται για ελεγείες πέριξ της
τραυματικής ιστορικής καμπής του 1974. Διακρίνονται για την απλότητα της τεχνικής, χωρίς ιδιαίτερη έμ-
φαση στην επεξεργασία της μορφής – αφού προτεραιότητα του ποιητή είναι η ανεπιτήδευτη απότιση
φόρου τιμής στον πεσόντα αδελφό κι η οδυνηρή συμφιλίωσή του με το γεγονός αυτού του θανάτου. Κατα-
θέτω σχετικούς στίχους:

Είχες μια πληγή στο δασύ το στήθος
κι έφυγες στην παραζάλη ενός ονείρου.
Αδερφέ, που σε ψάχνω μέσα στον χρόνο,
αδερφέ, που στις δυο μου παλάμες
κρατώ μέρα και νύχτα το γελαστό σου κεφάλι
και καταφιλώ νοερά πια
το παγωμένο νεκρό σου μέτωπο.

Απαλλαγμένοι από περιττά στολίδια είναι οι παραπάνω στίχοι. Έτσι όπως αρμόζει στην περίσταση,
σαν ένα μπουκέτο λουλούδια στην επιτάφια πλάκα ακριβού προσώπου που έφυγε τόσο νέος.

**********

Το 1995  εκδίδει ο Γιώργος Πετούσης κάτι εντελώς διαφορετικό, χωρίς περιέργως περαιτέρω συνέχεια.
Είναι το ποιητικό βιβλίο “Επώδυνη καταβύθιση” , με επικέντρωση στη μεταφυσική και το θρησκευτικό
αίσθημα. Ο ποιητής κουρασμένος ίσως και απογοητευμένος από τον παραλογισμό και τη ματαιότητα
των εγκοσμίων, στρέφεται με τρυφερότητα και αφοσίωση σε μια λυτρωτική καταβύθιση στις πηγές της
θρησκευτικής πίστης, αναφωνώντας μ’ ευλάβεια:

ας είμαστε, Χριστέ μου, οι ποιητές
μέσα στο δάσος σου τ’ αηδόνια
μες στα πυκνά φυλλώματα,
στις κρύες πηγές.
( ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ )

Αλλού πάλι διαπιστώνει με τόνο αποκαλυπτικό το ατελέσφορον των προηγούμενων μάταιων ενασχο-
λήσεων:

Το αναγνωρίζω,
όλες τις μέρες μου
τις εκδαπάνησα
σε πλήθος αλλότρια πράγματα.
( ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ ΚΙ ΑΣΙΓΑΣΤΟ )     

Μια μεταμόρφωση έχει επισυμβεί στα άδυτα της ψυχής του ανήσυχου πριν και κραδαίνοντος
τη ρομφαία της ηθικής τάξης ποιητή. Αφού πέρασε διαμαρτυρόμενος και πενθών μέσα από τη φωτιά
του πολέμου και της καταστροφής,, περπατάει τώρα σοφός και πράος επί των υδάτων της θείας γαλήνης:

Στο Θαβώρ, ω πόσο ήθελα ν’ αγγίξω
το πρόσωπό σου. Όμως ήταν φλόγα.

Τώρα στα βαθιά μου γεράματα
στο νησί της Πάτμου ευλογείς τις μέρες μου.
( ΗΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ )

Τί αντιπροσωπεύει όμως ποιητικά μια τέτοια στροφή στην πορεία του Γιώργου Πετούση; Πιστεύω
μια απελευθέρωση από τη συνεχή, μονοδρομική ενασχόληση με τα νωπά περιστατικά μιας τραγικής
επικαιρικότητας. Σ’ αυτό το βιβλίο του ο στίχος είναι μορφικά προσεγμένος, βαθιά υπαινικτικός και
με χαμηλόφωνο υπερβατικό φτερούγισμα:

Πώς να σε κοιτάξω με γυμνό μάτι;
Δεν είμαι, Κύριε, καθαρός ως η χιών.
Δεν είμαι λευκός πια Κύριε
κι ευώδης ως το κρίνο.
Για να λευκανθώ πρέπει να πάρω
ξανά και ξανά όλους τους δρόμους.
Ν’ αφήσω δίχτυα δισταγμών
στην παραλία με τόλμη,
ν’ ανέβω ερημίτης ασκητής σε σκήτες.

Ναι, αυτός είναι αναμφισβήτητα ο καλύτερος ποιητικός εαυτός του Γιώργου Πετούση.
Και πάνω σ’ αυτές τις ράγες
καταξιώθηκε ποιητικά με τον καλύτερο τρόπο. Ήταν μια ιδιό-
μορφη έξαρση, χωρίς συνέχεια κι ουσιαστική επίδραση στην περαιτέρω πορεία του. Πορεία σίγουρα
εξακολουθητικά παραγωγική, με μονάδες ποιημάτων αξιόλογες κάποτε* – χωρίς  όμως, κατά τη
γνώμη μου να φτάνουν την άρτια και ομοιογενή αισθητική των ποιημάτων της ¨Επώδυνης
καταβύθισης”.

*  Την όψιμη φάση της ποιητικής του δημιουργίας – μέχρι και σήμερα, θα δυσχεραίνει πια ο επίμονος
“ιός”  της υπέρμετρης αφηγηματικότητας, μια παρενέργεια ίσως της παράλληλης κι αυξητικά εκδηλού-
μενης πεζογραφικής του διάθεσης.

 

Άλλες Ποιητικές Συναντήσεις

Η ποιητική απόσταξη του Παναγιώτη Νικολαϊδη, λάξεμα φόρμας σε άσκηση βάθους –  Ο χρησμικός λόγος του Γιώργου Μοράρη – Εφροσύνη Μαντά Λαζάρου, αυτή η άγνωστη- Η νεωτερική Ειρήνη Χατζηλουκά- Μαυρή- Νάσα Παταπίου, χωρίς τα βαρίδια της ιστορίας- Ποίηση Νίκου Ορφανίδη, με υπομονή κι αφοσίωση- ο ποιητικός ρεαλισμός της Αντριάνας  Ιεροδιακόνου- Η ποιητική επάνοδος του Γιώργου Ρουσή-

Ο ποιητής Γιώργος Μοράρης – από Ανδρέα Πετρίδη

Ο χρησμικός τόνος στην ποίηση του Γιώργου Μοράρη –
Επιλογές: Ευάερα πυκνώματα, λιγότερος μύθος

ΤΟ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ ΤΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ

Πλησίασα τη δρυ
και σίγησαν
οι τρεμάμενες γλώσσες των πουλιών.
Έκανε η σπλαχνική τύχη τον φλοιό της
έμπιστο δόρυ στο χέρι του οπλίτη.
Δεν ήταν έρμαιο της εύνοιάς της
γνώριζε πόσο ασταθής
είναι η ζωή
πόσο πιστός είναι ο θάνατος.
Λαξεύτηκε με ευγένεια και χάρη
η πέτρα νά’ χει πεπρωμένο,
τον άδειασε πολλή σιωπή
που άφησε να ξοδευτεί
μέριμνα και ζήλος;
Τον αναζήτησα στη δρυ
κι άρπαξε τη θέση του
ζηλότυπος ο κενός ίσκιος.

ΣΤΗ ΜΗΤΡΙΚΗ ΕΛΙΑ

Ελιά ετοιμόγεννη
χάρισε τον καρπό στη γη
κι άσε το λάδι σου να φτάσει
στα τραύματα των αγαλμάτων.
Ριγούν τα νέα κλαδιά
που ενώνονται με τον αρχαίο κορμό σου.

Σε κάποιο χρόνο που δεν έδυε ποτέ
τελείωναν εκείνοι
φροντίζοντας τη μακρινή ζωή σου.
Όταν στην ανάσα τους οι ουρανοί κλείναν
ανάγκαζαν τη θάλασσα να γίνει
πεδίον της τόλμης τους ταξιδεύοντας για τους γάμους
του ανέστιου δαίμονα.

                                    Άνθη ράμνου, 1999

ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΉΣ

Ένα κοτσύφι τραγουδά μετά τη βροχή
κι επαργυρώνει τις σταγόνες της.
Καλεί να το συλλάβει χέρι μεγάλου τεχνίτη.
Εκεί που σταμάτησε ο χρόνος
σε μια στιγμή της χάριτος
φάνηκε μετέωρο το σχέδιο της ελαιογραφίας
στην κόψη των εποχών.
Στάθηκες σαν να’ βγαζες ρίζες
για να τραφείς με τα μυστικά της γης
διασχίζοντας σελίδες που χάθηκαν
απ’ το βιβλίο της φύσης,
επιθυμίες που σβήστηκαν
με το αίμα των νυμφών.
Αγροικίες του μέλανος δρυμού
κεφαλές κενταύρων
ενθύμια κυνηγετικά
από την παραφύση χρήση του μαχαιριού.
Για όσα γίνανε και θα γίνουν
το λείψανο της καρδιάς βρήκε το κενοτάφιό της.

ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Σαν από γιο κρεολής
που μαθήτεψε κοντά στους Ινδιάνους
ο συριγμός του βέλους απρόοπτος
βρήκε το στήθος μας κρυψώνα.
Η καρδιά μας ούτε στη συντριβή της
όταν μας έσβηνε, δεν έμαθε
το αθέατο πρόσωπο του κυνηγού της.
Οι φάλαινες εξαφανίζονται
μήνες πριν φτάσει το παλιρροϊκό κύμα
τελειώνοντας στα θερμά νερά
το τραγούδι του έρωτα
και το γαμήλιο παιχνίδι τους.
Χωρίς προαίσθημα κινδύνου
αγνοούμε πότε μπαίνει στην άμπωτη
η πλημμυρισμένη ορμή μας
και σταματάει το ρέμα.
Όταν αίφνης
η αναλαμπή της φλόγας μας
ενώνεται με την αποτέφρωσή της.
ΕΞΟΔΟΣ

Πριν χυθεί το ποτάμι στο πέλαγος
ο στόλος των κύκνων ξετυλίγει
την ανύποπτη μοίρα του.
Συνεχείς πνιγμοί
Στα γλυκά και στ’ αλμυρά νερά.

Κάθε πτηνό που αρρωσταίνει
με τ’ άνοιγμα των φτερών του
δίνει σινιάλο στ’ αγρίμια
και διαλέγουν τον κινούμενο στόχο
λίγο πάνω από τη γη
κι εκείνον τον μετέωρο
για σταύρωση.

Το δόντι στη λεία τους αποκαλύπτει
μ’ οδύνη τη γυμνή ζωή.
Τη μισή ζωή την αφαίρεσε στο νερό
την υπόλοιπη στη ξηρά
ο αμφίβιος θάνατος.

ΠΤΗΣΗ

Σαν τις χελώνες δεν είμαστε
που με τα βήματά τους
ο μέγας χρόνος τους αθροίζεται
στον μοναχικό τους δρόμο.
Μοιράζεται μ’ άλλους
ο δικός μας χρόνος ο βραχύς.
Κάποτε πέφτει πάνω τους σκιά
και κατεβαίνει η βουή του ανέμου
κι αυτές με τα ιερογλυφικά στην πλάτη
σέρνουν το καβούκι τους, έτοιμο τάφο
όταν αετοί τις αρπάζουν

προς ένα ουρανό
στεγνό κι αδάκρυτο.
Γύρω σμήνη των άστρων με το βόμβο τους
χλευάζουν
το περιορισμένο διάστημα της ύπαρξης.

Για κείνους που ιππεύουν αετούς
είναι το άπειρο μια τεράστια φάρσα.

*

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΑΣ ( απόσπασμα )

Βρήκαμε τον τάφο της
κάτω από τη φιλέρημη βελανιδιά.
Οι ρίζες της διέσχιζαν τη γη
σαν μυς αθλητή
κι αγκάλιαζαν την εταίρα.
Αναποδογύρισε την τεφροδόχο της
θέλοντας ν’ αποφύγει
τον μαύρο μαγνητισμό
πέφτοντας
από την όχθη του ερέβους της ανάσκελα
καθώς ήταν στο ανάκλιντρό της πάντα.
Πάνω της ξοδεύτηκαν ηφαιστειακές δυνάμεις
και κοσμήματα για το χρυσό της δέρμα.
Τώρα σκεπάζεται μ’ ένα στολίδι από μάρμαρο.

*

Ο ΦΑΥΝΟΣ

Πίσω τους άφησαν οι λουόμενες
φορέματα από χλόη
και τ’ άπλωσαν όαση στην ερημιά.
Παίζουν τα μαλλιά στον τράχηλό τους
ουρά της αλεπούς
εγερτήριο για το παλιρροϊκό μας αίμα.
Σε θάλασσα λεία σαν τη λεκάνη τους
η σωματική μας αιχμαλωσία λύνεται
μόνο με τον γάμο των πνευμάτων.

Εκείνος αναδύθηκε
μέσα από τα στρώματα του χρόνου
Έγιναν τα ρούχα διάφανα
που σχεδόν ενώθηκαν με το δέρμα του.
Βγάζει μόνο τα σάνδαλα
κι ορθώνεται στις οπλές.
Είναι Φαύνος.
Το δαιμόνιο ψάχνει το πνεύμα μας
να γίνει ταίρι.

*

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΡΥΪΔΑ

Ο Ιλισσός βυθίστηκε στη γη
σαν οδοιπόρος στον ύπνο του
αφήνοντας έξω μια σταγόνα.
Μετέωρη διαστέλλεται
να δω σ’ αυτή
το κάτοπτρο της ενηλικίωσής μου.

Ενώνομαι μαζί της
ποτάμι γίνομαι σιγά σιγά
απλώνομαι στις ερηπωμένες όχθες του
κι επιστρέφω πριν αιώνες
στην εκβολή του ρέμα
να βρω την καταγωγή του ρυθμού μου.
Είναι χειμώνας και δεν έχει χιόνι
να τροφοδοτήσει ανανεώνοντας τα φύλλα.
Πέφτουν απ’ τα κλαδιά τους πεθαμένα.
Αυτός ο αμνημόνευτος κορμός
μισάνοιξε βγαίνοντας από μέσα
βλαστός
η τελευταία Δρυϊδα.
Τη βλέπω αχνισμένος στον ιδρώτα
να ζητά τα ρυάκια του κορμιού μου
μην ξεραθεί το δέντρο της.
Όταν οι Χάριτες λύνουν τον δεσμό τους
ανάμεσα στη νύφη και στη δρυ
την ύπαρξή τους τη χωρίζει βάραθρο.
Για την τιμή του τοπίου
πέφτει στον πυθμένα του ποταμού
που τον λεηλατούν και τον απογυμνώνουν
από την ιεροπρέπειά του.
Καλώντας τη στάθμη του Ιλισσού
ν’’ ανέβει με τη σωρό της.

Ολόκληρη η ζωή μας ένα θαμμένο ποτάμι.

*

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

Ένα νησί ταξιδεύει
με την ψυχή στην άπνοια
κοντά στον φάρυγγα του Λεβιάθαν.
Η κιβωτός τον λησμόνησε
ωσότου βρήκε τον κρυψώνα του
στον κατακλυσμό.
Κύματα που κάποτε παίζαν
με την ανάσα τ’ ουρανού
κλωσσώντας στην άμμο
την πεμπτουσία τους,
ζωγράφιζαν την αστάθειά τους
επίορκοι στο κάλλος εγγυητές του
κύματα, κορυφές και βάραθρα.