Ο ηδύφθογγος λόγος του Ανδρέα Μακρίδη ( από Ανδρέα Πετρίδη )

Ο ηδύφθογγος Λόγος του Ανδρέα Μακρίδη

Ο Ανδρέας Μακρίδης έχει εντρυφήσει με πάθος στη διαχρονική περιπέτεια της ελληνικής γλώσσας, καθιστώντας την επίκεντρο της έρευνας και της τέχνης του. Αντικείμενο της λατρευτικής του προσέγγισης είναι ειδικότερα οι λέξεις. Δεν χορταίνει να τις ανασύρει από το πολύμαθο και φλογερό του πνεύμα, προβάλλοντάς τες ως μοναδικό πολιτισμικό μνημείο, ή δίνοντάς τους μια ζωντανή και πρωτόγνωρη πνοή, που ευφραίνει και διεγείρει τη φαντασία. Παραθέτω χαρακτηριστικούς στίχους από το προλογικό ποίημα της συλλογής Βυθισμένες Θάλασσες, που λειτουργούν άνετα και ως προγραμματική διακήρυξη:

Κτίζω τους ναούς μου με λέξεις μνημεία
-Κάθε ουσιαστικό ένας ηνίοχος
-Κάθε επίθετο ένας αμφορέας
-Κάθε ρήμα ένας Παρθενών

Ο ποιητής διαισθάνεται και παρακολουθεί τη διαιώνια και μυστηριακή διαδρομή των λέξεων, εκστασιάζεται και παίζει ερωτικά με τις αναλλοίωτες ρίζες των, πλάθοντας- όχι σπάνια- δικές του μορφές παράξενου κάλλους. Τις διαβάζουμε και τις ακούμε, ευδαιμονώντας με τον εσώτερο ήχο τους και με τη μουσική, που αναβρύζει από τα αρχέγονα έγκατά τους. Καταγράφω ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα:

ιμεροθαλής, ειδωλόθυτο άστυ, ερωτόβρυτος, οδύσσομαι και δενδίλλω, ευνάσιμο άστρο, ευπύγιοι βωμοί, αμάραντη χλούνις

Στον Ανδρέα Μακρίδη, το εύκολα ανιχνεύσιμο σουρεαλιστικό στοιχείο δεν είναι μανιέρα ή τεχνική, αλλά προκύπτει από μια ανατρεπτική αντίληψη των πραγμάτων. Τροφοδοτείται με ένταση από την μύχια ανάγκη αναδημιουργίας του θαύματος…Κι αυτό το θαύμα συντελείται μέσα του νοερά στον χώρο και τον χρόνο της αρχαίας Ελλάδας. Λέει χαρακτηριστικά στο πρώτο ποίημα του βιβλίου, με τον τίτλο «Πεζός πρόλογος ολίγον ποιητικός περί ποιήσεως»:

Στεριώνω τους ναούς μου πάνω στην ακρόπολη του χρόνου
-Με το αίμα της φυλής μου
-Με το πανανθρώπινο φως
-Με την πανάρχαια ψυχή μου.
Τα ποιήματα είναι εφτάψυχα και αθάνατα γιατί
μαγεύουν τον ψυχαμοιβό χάροντα, τον αποκοιμίζουν
και του κλέβουν το κοφτερό δρεπάνι.

Ο ποιητής επιστρέφει αδιάκοπα και με θαυμαστική διάθεση σε λέξεις – προσκυνητάρια, με αρχέγονες καταβολές κι εκπληκτική διαχρονική επιβίωση, μέχρι τις μέρες μας…Μεταξύ άλλων σταματά κάθε τόσο την χειμαρρώδη του διαδρομή κι εστιάζει το βλέμμα του, σχολιάζοντας:

Εκστατικός ψηλαφώ το εκθαμβωτικό επίθετο
των Παφίων «λυχναφής» εκ του αρχαιοτάτου
«περί λύχνων αφάς».
π.χ. Ο εραστής ήλθεν λυχναφής. Δηλαδή
την ώρα που ανάβουν οι λύχνοι. Άρα κατά το σούρουπο…
Τόση στίλβη! Τόσον κάλλος! Τόση Ελλάδα σε μιαν λέξη!…
Είναι σαν να σηκώνεται η θάλασσα
όρθια και σε τυλίγει στα γαλανά της σεντόνια !

Ο Ανδρέας Μακρίδης δεν είναι απλώς εξωτερικός παρατηρητής του κόσμου, που με τόση δύναμη αναπαριστά. Είναι αντιθέτως μέρος του κόσμου τούτου. Γι’αυτό κι ο αναγνώστης τον νοιώθει να διακινείται εκστασιασμένος σε μιαν αρχαία πνευματική και υλική ατμόσφαιρα. Τον βλέπει να ερωτεύεται με πάθος ονειρικές έφηβες κόρες, ή να μνημονεύει -κάποτε λατρευτικά κάποτε παιγνιδιάρικα- τις ανεξάντλητες ψηφίδες της ελληνικής γλώσσας …Απ’ την οποία παίρνει σπάνια δείγματα, τα σπέρνει πυκνά μέσα στους στίχους του και μ’ ευλάβεια τα σιγομουρμουρίζει:

Φως – Φάος – Σέλας – Έαρ – Αήρ – Αθήρ – Αέλιος – Ταλαπείριος – Δολιόμυθος

Έχουμε να κάνουμε προφανώς με μια άκρως αισθησιακή και ιδιόμορφη καλλιτεχνική δημιουργία, στην οποία– και εις βάρος της καθιερωμένης αισθητικής πρακτικής- κυριαρχούν οι προσφιλείς στον ποιητή εκτεταμένες ερωτικές και γλωσσικές διανοίξεις. Παρατηρεί κανείς ένα παιγνιδιάρικα σκηνοθετημένο διανοητικό παιγνίδι, διαποτισμένο ευφυώς με ευρηματικότητα και σπαρακτικό αυτοσαρκασμό. Σε ποιο βαθμό αυτή του η προσπάθεια ξεπερνά το πρώτο θαυμαστικό ξάφνιασμα, αποσπώντας καινούργιο έδαφος από τον χώρο του καλλιτεχνικά αδιαμόρφωτου, δεν μπορούμε ακόμα να πούμε με βεβαιότητα. Σίγουρο όμως είναι, ότι ο ποιητής, με την υπέρβαση των καθιερωμένων ορίων, συνειδητά ριψοκινδυνεύει.

Κάνοντας στη συνέχεια μια κάπως αυθαίρετη κατηγοριοποίηση, θ’ αναφερθώ σε σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της ποίησης, αρχίζοντας από το κυρίαρχο στοιχείο του ερωτισμού, που κατακλύζει κυριολεκτικά τους περισσότερους στίχους. Εξιδανικευμένο σύμβολο του πόθου είναι η έφηβη κόρη ή κορασίδα, όπως συνήθως την αποκαλεί ο ποιητής. Αποτελεί πραγματική εμμονή η προσκόλλησή του στα θέλγητρα της νεανικής ωραιότητας, τα οποία κι εξυμνεί ποιητικά με μοναδικό τρόπο:

Θυμάσαι τότε…
που ξάπλωσε ο Μάϊος πάνω στα φουντωμένα
στήθη σου και άνθισαν οι αρχαίες θάλασσες!

Τώρα- κάθε χαραυγή- στα εύφορα καπούλια
των αλόγων του ορίζοντα βλαστούν μωβ

και άχρωμα χρυσάνθεμα. Στο βάθος του μαύρου
το μέλλον αναδύεται σαν τρυφερό κορίτσι που

λούζεται γυμνό κι ερωτοτροπεί με το νερό
στους δροσερούς καταρράκτες της νεότητας

( ποίημα «Βυζαντινή μελαγχολία» )

Αλλού πάλι απευθύνεται στην καλλίγραμμη νεάνιδα τρυφερά και παιγνιδιάρικα, με φόντο ένα αρχαιοπρεπές, σταματημένο στο δικό του χρόνο τοπίο…

Έλα γλυκολυπάμενη και αποστεωμένη οπτασία
θα ιππεύσουμε πάνγυμνοι το γαλάζιο δελφίνι
και θα ταξιδέψουμε σ’ όλες τις αρχαίες θάλασσες.
Σε ικετεύω…
έλα προτού ξημερώσει και σβήσουν τα όνειρα.

Ο ερωτισμός δεν είναι απλή παρεμβολή στα κείμενα του Ανδρέα Μακρίδη, αλλά συνεχής ροή αίματος που κατακλύζει το σώμα της ποίησής του. Ούτε η προσέγγισή του είναι ποσώς πλατωνική, αφού ο πόθος του απευθύνεται άμεσα στο υλικό κάλλος του σώματος, για το οποίο η καρδιά του, και προπάντων η λύρα του, με ένταση πάλλονται. Κι εντούτοις, παρά τα προωθημένα εκφραστικά του τολμήματα, καμιά αίσθηση του χυδαίου ή αντιαισθητικού δεν προκύπτει. Αφού τα νεανικά μέλη που αναδύονται προκλητικά και λικνιστικά στην άκρη της πέννας του, δίνουν στον αναγνώστη μόνο την αίσθηση μιας δροσερής και παρθενικής αντίληψης του κόσμου. Επιλέγω ένα απόσπασμα αδρού αισθησιακού κάλλους και λεπτής γλωσσικής συμβολιστικής, από το ποίημα «τελετή ανακήρυξης του θηλυπρεπούς γράμματος Θ σε αμεταφυσική θεότητα»:

Ναι! Η ομορφιά σου αποτελείται από πέντε ζευγολάτες και
δώδεκα βόδια που μπήκαν μέσα μου και όργωσαν
τα ξεροχώραφα των ημίθραυστων ονειροπολήσεών μου.
Τώρα κυματίζουν σε όλην την επικράτειαν των
οραμάτων τα μεστωμένα στάχυα και οι χρυσόξανθες
παντιέρες των σπαρτών.
Αναμφιβόλως είσαι το κάλλιστον Θ του βραδυφλεγούς
Θεού. Ανήκεις στις χρυσές θάλασσες τις μικρές μαινάδες
των ανέμων.

Η σωματική και πνευματική έξαρση σ’ όλο αυτό το έργο επικοινωνούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, με διαρκές το πέρασμα από το ένα στο άλλο. Είναι συνάμα ο Διόνυσος αλλά κι ο Απόλλωνας που εναλλάσσονται τη σκυτάλη, είναι ακόμα ο Παν με την απροκάλυπτή του λαγνεία, όμως κι ο ευγενικός Άδωνις που συνυπάρχουν στην εκφορά του ποιητικού λόγου. Σε τούτη ακριβώς την ισορροπία κρίνεται εντέλει και η καθαυτό αισθητική αποτίμηση των επιμέρους ποιητικών μονάδων. Μια αντικειμενική, όσο γίνεται, αξιολόγηση του σύνολου έργου, γέρνει ποσοτικά την πλάστιγγα προς μονόπλευρα λεξικεντρική και ερωτισμική μεριά, όσο ευχάριστα κι αν προσλαμβάνεται ο πλούσιος και αυτοσαρκαστικός του οίστρος. Δεν είναι όμως λίγες και οι στιγμές ουσιαστικών πραγματώσεων, εκεί όπου εκκινεί από συγκινησιακά φορτισμένη καθολικότερη έμπνευση. Παράδειγμα οι ακόλουθοι στίχοι:

Στις απύθμενες στέρνες και στα πηγάδια
κρύβουμε τον φοβερό θυμό μας. Κάτω
από κάθε βράχο έχουμε θαμμένο ένα παιδί μας
κι ένα ασημένιο διαμαντοστόλιστο ΟΧΙ.
———————————————-
Αύριο ένα ορτύκι θα κρώζει πάνω
στον θόλο της άρνησής μας – ένα τζιτζίκι θα
τραγουδά χωμένο στα φυλλώματα ενός κιονόκρανου.
———————————————–
Στ’ ανοιχτά της θάλασσας η Παναγία
καθισμένη σ’ ένα γαλάζιο δελφίνι παίζει
μαντολίνο ενώ η μικρή Ελλάδα μαζεύει
τα ανθάκια και τα δάκρυα των κυμάτων.

Στις καλύτερες στιγμές του Ανδρέα Μακρίδη – μιλώ πάντα με τα δοκιμασμένα κριτήρια της αρμονικής γλωσσικής μορφοποίησης- ανήκει και το καταληκτικό μέρος του ποιήματος «Σαλαμίνα», με τον περίεργο όπως συνήθως, υπότιτλο «Η εντός διαφανούς κεχριμπαριού απολιθωμένη ζωοπανήγυρις». Αρχίζει μ’ ένα διάχυτο κλίμα υπερφυσικής μεταβολής του τοπίου, παραπέμποντας κάπως στο ανάλογο κλίμα του αρχικού μέρους της «Έγκωμης», του Γιώργου Σεφέρη:

Έξοχο αυτό το κεχριμπάρι που βρήκα στην αμμουδιά
της Σαλαμίνας, συλλογιζόμουν άναυδος! Όλο αυτό
το πανηγύρι έγκλειστο στο διάφανο δάκρυ των πεύκων!…

Ξάφνου ακούστηκε η σφυρήχτρα. Ζωέμποροι πραμα-
τευτάδες, οπωροπώλες και περιδεραιοποιοί έδεσαν
τις ζώνες ασφαλείας και το τοπίο απογειώθηκε αύτανδρο!
Τώρα στη θέση της ωραίας πανήγυρις
κοιμούνται οι βουβοί αμμόλοφοι της Σαλαμίνας και
τα διάσπαρτα θραύσματα των αρχαίων αγγείων.

Τώρα αναδεύουν τη ψυχρή ραστώνη της ξανθής
άμμου οι ελαφρές αύρες ενώ πιο πέρα ο ταχυ-
βάτης και πανδαμάτωρ χρόνος ισοπεδώνει τα όνειρα.

Εμείς…ερωτοτροπούμε θεοειδώς εις την μαγευτι-
κήν ακρογιαλιά και κοιτάζουμε κατάπληκτοι – μια
το αιματοβαμμένο σούρουπο και μια τον κατάλευκο
ιωνικό ναό που αναδύθηκεν από τη θάλασσα!

Με παρόμοια άρτιους και υποβλητικούς στίχους νιώθει κανείς να ανταμείβεται για την υπομονή του να διανύσει ένα, ποιητικά γεμάτο ερωτηματικά, αναγνωστικό δρόμο…Αφού το Ελδοράδο των προσδοκιών του αποκαλύπτει, έστω και σποραδικά, πολύτιμα πετράδια υψηλής αισθητικής στάθμης.
Όσον αφορά τώρα το ιστορικό και πολιτισμικό φόντο, όπου εκτυλίσσεται η συγκεκριμένη δημιουργία, δεν θά’ ταν υπερβολή να πω και κάτι, που περνά ως φευγαλέα εντύπωση απ’ τη σκέψη μου: Ότι δηλαδή ο Ανδρέας Μακρίδης είναι κάτι περισσότερο από ελληνολάτρης, αφού προσωπικά προσλαμβάνω την πολυσχιδή προσωπικότητά του ως τέτοια γνήσια κλασικού Έλληνα, που ξέκοψε παραδόξως στις μέρες μας και κινείται αναχρονιστικά ανάμεσά μας. Εκπέμπει με τη λύρα του εγερτήρια σαλπίσματα, διαλαλώντας χαρισματικά την πραμάτεια της ομορφιάς, που θα σώσει τον κόσμο:

Επιτέλους ροδοχαράζει! Οι λευκές μπαλλαρίνες του φωτός
προγυμνάζονται στα πορφυρά σανίδια της ανατολής.
Νυμφοστολίζονται οι παρθένες αύρες και αναθάλλουν οι
εσταυρωμένοι ζέφυροι. Ο παγερός ζόφος της νύχτας
γίνεται κλεψύδρα από κρύσταλλο και μυρωδάτο ξύλο.

Σε παρόμοιες στιγμές νιώθουμε τη λεπταίσθητη βελόνα του ποιητή να πηγαινοέρχεται με ψυχική θέρμη και καθαρό καλλιτεχνικό μετάξι, εξακοντίζοντας τις αισθήσεις μας σε ριγηλά ύψη. Είναι φυσικά αλήθεια, ότι στο έργο του Ανδρέα Μακρίδη βρίσκουμε αρκετές φορές κουραστικά στις λεπτομέρειές τους σημεία, αφού οι στίχοι του εκρέουν ποταμηδόν και υπερχειλίζουν τις όχθες της έμπνευσής του. Ίσως και πολλοί τίτλοι ποιημάτων να είναι αχρείαστα μακροσκελείς και υπερρεαλιστικοί…Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία, ότι ο ποιητής έχει δημιουργήσει έναν ολοδικό του κόσμο, έναν κόσμο όπου ο ίδιος ευδαιμονεί, ακόμα κι όταν με κάποιες υπερβολές μας ξαφνιάζει. Πριν κλείσω συμπερασματικά τούτο το κείμενο, καταθέτω ως τελευταία γεύση ακόμα μερικούς στίχους, γεμάτους τρυφεράδα και καλλιτεχνική ευφορία:

Όποιος κοιτάξει γυμνή την θεά χάνει για πάντα
το φως του. Η ποίηση κρυώνει χωρίς τους
βαμβακερούς και βελούδινους μύθους της.
Έλα…Θα σου αποκαλύψω το αόρατο
μυστήριο που αιωρείται και το σεπτό
κάλλος που θεώνεται. Κοίταξε ψηλά!…

Μπορώ να πω, κλείνοντας, ότι ο Ανδρέας Μακρίδης δεν στοχεύει να γράψει απλώς ποίηση. Η πρωτεϊκή του ιδιοσυγκρασία πάει πιο πέρα από αυστηρά λογοτεχνικά πλαίσια, κι ο στόχος του ρήματός του είναι κατά πολύ ευρύτερος της αισθητικής ηδονής. Ο λόγος του ξεχειλίζει από βιολογική ζωτικότητα. Ένας σύμμεικτα Απολλώνιος και Διονυσιακός αισθησιασμός διατρέχει ως λάβα τα κείμενά του, κατακλύζοντας καταρρακτωδώς τον αναγνώστη. Αποτελεί σίγουρα μια ιδιόμορφη, σε πολλά αμφιλεγόμενη, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική περίπτωση.

( με αφόρμηση τη συλλογή Βυθισμένες Θάλασσες, 2005 )

 

Ο Ποιητής Μάριος Αγαθοκλέους – Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Η ελλειπτική φωνή του Μάριου Αγαθοκλέους
Από τον «Ηδονοβλεψία» στη «Γυναίκα με τα μαύρα»:

Α.
Με τη δεύτερή του ποιητική συλλογή «Ηδονοβλεψίας», 1988- η πρώτη του με τον τίτλο Εολίθια εκδόθηκε το 1983 – ο Μάριος Αγαθοκλέους, όχι μόνο βελτιώνει τη χαρακτηριστικά λιτή και στρωτή τεχνική του, αλλά και της προσδίδει μια πιο σύνθετη και πιο πλούσια συμβολική δυναμική. Με έντονη ακόμα την ερωτική διάθεση και θεματική, απαλλάσσεται σ’ ένα βαθμό από το προηγούμενο αισθητικά αμφίβολο στίγμα μιας ερωτικά «σωματικής» εκφραστικής, και περνά στην πολυσήμαντη ανάπτυξη του ποιήματος. Η ροή των εικόνων κι ο πάντα απρόβλεπτος μεταφορικός του λόγος, ξετυλίγονται σχεδόν επεισοδιακά, με εύγλωττες σιωπές και σκόπιμα χάσματα. Διαβάζω κάτι χαρακτηριστικό :

Έγκλειστος

Αυτά θα τα κρατήσω για μένα.
Σ’ ανθρώπου μάτι δε θα εκτεθούν
μα προπαντός σ’ ανθρώπου λογική.

Γι’ αυτό και δε με βλέπουν που τ’ απλώνω,
τις νύκτες χωρίς φεγγάρι,
στο σκοτεινό μου δωμάτιο.

Κανένας άλλος ας μην πληρώσει
γι’ αυτά που έφταιξα, πάρεξ εγώ.
Διπλοκλειδώνω λοιπόν από μέσα
κι ανοίγω στον τοίχο τα μάτια μου.

Ο αναγνώστης εξέρχεται του ποιήματος, έχοντας τη βέβαιη αίσθηση ότι ο ποιητής κατόρθωσε να «διπλοκλειδώσει » εξίσου μια συμπαγή στην εναλλακτικότητά της καλλιτεχνική μορφή, που κρατά τις κεραίες μας σε διαρκή εγρήγορση. Δεν πρόκειται εδώ για κοινότοπη ψυχογραφία ή ανιαρό εξομολογητικό μονόλογο, που διαβάζουμε τόσο συχνά. Η κίνηση των στίχων είναι συνήθως σύντομη κι ελλειπτική, άλλοτε πάλι γίνεται πιο σύνθετη κι ελικοειδής, οδηγώντας σε τελικές επιγραμματικές συμπυκνώσεις. Αυτή η αρμονικά δομημένη ταλάντωση της κειμενικής μορφής, και ιδιαίτερα η ταυτόχρονη συνάρθρωση του συγκεκριμένου και του υπονοούμενου, διαχέουν εντός μας μια ουσία αποσταγματική, που ευφραντικά μας κατακλύζει.

Έρχομαι τώρα στο ποίημα «Ηδονοβλεψίας», που δίνει και τον τίτλο της συλλογής. Άποψή μου είναι, ότι ο συγκεκριμένος τίτλος δεν είναι τόσο υποβοηθητικός για τη σωστή πρόσληψη της ποίησης που ακολουθεί, καθότι θα μπορούσε να δημιουργήσει προκαταβολικά ρηχούς συνειρμούς στον βιαστικό αναγνώστη. Ασχέτως όμως αυτού, δίνω δυο εξαίρετα ενδεικτικά αποσπάσματα. Το πρώτο είναι πολύ σύντομο, μονάχα τρεις στίχοι, προσέξτε όμως την πυκνότητα και τον πολυδύναμο συμβολισμό τους.

Πάντα μια ένωση μπροστά στα μάτια μου
φασματοποιεί τα αντικείμενα που αγαπώ,
αποκαθηλώνει τα εξαίσια τους χρώματα.

Είναι απαράμιλλα διαυγείς, συγχρόνως όμως και κρυπτικοί στίχοι, με φυσική κι αβίαστα αναδυόμενη υποβλητικότητα. Μπορούμε να τους διαβάζουμε και να τους ξαναδιαβάζουμε, χωρίς να νοιώθουμε να μειώνεται το σημασιολογικό και συγκινησιακό τους φορτίο. Κι αυτό, γιατί υπερβαίνουν το λογικό κι αυτονόητο, λειτουργώντας ως εφαλτήριο προς αποκαλυπτικότερες των πραγμάτων θεάσεις.
Το δεύτερο απόσπασμα από τον «Ηδονοβλεψία», μου χρησιμεύει για να καταδείξω και την καθαρά λυρική εκφραστική ικανότητα του δημιουργού, εκεί που οι ανάγκες του ποιήματος υποβάλλουν μια χαλάρωση από τη στοχαστική πολλαπλότητα. Διαβάζουμε:

Εκεί που ήμουνα έτοιμος να ξανοιχτώ
σε ουράνια ρεύματα,
παρασυρόμενος για πάντα μακριά,
ατμοσφαιρικές ιδιοτροπίες
μου συμπυκνώνουν τα συναισθήματα,
μου στερεοποιούν τις εκλάμψεις,
και σαν ανύμφευτη νιφάδα ξαπλώνω
στα κατάλευκα στήθη των σκοτεινών ορέων.

Ακόμα και σ’ αυτούς τους σχετικά ανάλαφρους στίχους, δεν έχουμε καθόλου την αίσθηση του απλά εξωτερικού λυρισμού, αφού τους διατρέχει μια υπόγεια υπαινικτικότερη αύρα, με «ατμοσφαιρικές ιδιοτροπίες», όπως διαβάζουμε, να «συμπυκνώνουν συναισθήματα» και να «στερεοποιούν εκλάμψεις». Τελικά, αφού μας περάσει από «ωχρά φωτισμένα, πεθαμένα πετάγματα » κι επώδυνες προσγειώσεις «από απόκρημνα συναισθήματα πόθου», το εντυπωσιακό τούτο ποίημα κλείνει την κυκλική του διαδρομή με επαναφορά της αρχικής εικόνας του «ήρεμου ποταμού», που επιστρέφει με ζηλευτό τρόπο στην αγκαλιά της θάλασσας. Πόσο πρωτότυπη και παρθενική νοιώθουμε μια τέτοια εικόνα, ικανή κατά τον ποιητή να «φασματοποιεί » τα αντικείμενα της αγάπης του και να «αποκαθηλώνει τα εξαίσια τους χρώματα» Έτσι το ζητούμενο της ποίησης κατορθώνεται με επάρκεια κι ο δημιουργός δικαιώνεται στον επίμοχθο αγώνα του.

Υποκύπτω στον πειρασμό ν’ αναφερθώ κάπως εκτενέστερα και στο ποίημα «Η αδελφή μου», το οποίο αξιολογώ ως μια από τις καλύτερες δημιουργίες του Μάριου Αγαθοκλέους. Ο διάχυτος ερωτισμός του εξιδανικεύεται από ένα κλίμα πρωτογενούς νεανικού αρώματος, που μετατρέπει κάθε αισθησιακή πτυχή σε βαθιά ανθρώπινη και συμπαθητική φανέρωση. Οι εικόνες σταδιακά μεταλλάσσονται από το γήινο και υλικό, στο αιθέριο και πνευματικό. Παρακολουθείστε τον :

Ακόμα δεν την έχω συνηθίσει.
Τις χαϊδεύω τις ξυρισμένες της γάμπες
και στα μαλλιά της ανάβουν
οι λάμπες τις χριστουγεννιάτικης θλίψης.
Όλοι έχουν φύγει για τα βουνά.

Οι «λάμπες της Χριστουγεννιάτικης θλίψης», που ανάβουν στα μαλλιά της αγαπημένης παιδικής φίλης, μετά από μια εικόνα διακριτά «σαρκική», δίνουν ισχυρή παλμική κίνηση στις αισθητικές μας κεραίες, με αποτέλεσμα την έντονη ψυχική συγκίνηση. Επιπρόσθετα ο στίχος «όλοι έχουν φύγει για τα βουνά», αφήνει ακαριαία την εντύπωση μιας υπαρξιακής μοναξιάς, που επιτείνει τη μοναδικότητα της ερωτικής συνεύρεσης. Μιας συνεύρεσης, που δεν συμβαίνει βεβιασμένα και παρορμητικά, αλλά απαιτεί τον δικό της χρόνο μετάβασης από το πρώτο νεανικό σκίρτημα στη σύντονη αμοιβαιότητα της τελικής ολοκλήρωσης. Να, πώς εκφράζεται ποιητικά η σχετική μ’ αυτό δυστοκία :

Στο μέτωπο τη φιλώ
και αδέξια της ψιθυρίζω,“αδελφή μου”.

Δυσφορεί που οι λέξεις παίζουν ακόμα
τον ρόλο του παγωμένου Χειμώνα.

Μπορεί οι λέξεις του έφηβου διστακτικού νέου να συγκρατούν ακόμα, με τη χαμηλή τους θερμοκρασία, τον θρίαμβο της ερωτικής πληρότητας, οι ίδιες όμως αυτές λέξεις λειτουργούν με πληρότητα ως προς τη δραστικότητα της ποιητικής δημιουργίας (να σημειώσω εν παρενθέσει, την πρόδηλη πτώση της ποιητικότητας στους τελευταίους, μονοσήμαντους κι επεξηγηματικούς στίχους ).
Κλείνω αυτή την ενότητα καταγράφοντας το ποίημα «Το παράπονο».

Τα φώτα που τρεμοσβήνουν στο βάθος,
οπωσδήποτε δεν είναι η «Νήσος τις έστι»,
όπως θα την αναγνώριζαν αμέσως
οι ευφυείς φιλόλογοι
και οι ευτραφείς κτηματομεσίτες.

Όμως το παράπονο που επιπλέει
στις λίμνες των ματιών,
είναι απόλυτα δικαιολογημένο.
Γιατί δεν είναι μόνο τα συρτάρια
που έχουν γεμίσει μυστικά,
είναι και το σώμα που αλλάζει.
Όταν θα ξανασυναντηθούμε
στο τέλος αυτού του λειμώνα στο νησί,
η ανομβρία θα μου έχει σκληρύνει τις παλάμες
και θ’ αποφύγω να σε χαϊδέψω τρυφερά.

Είναι κι αυτό άλλο ένα υποδειγματικό ποίημα του Μάριου Αγαθοκλέους , του οποίου το έργο δεν έχει ακόμα προσεχτεί όσο έπρεπε και όσο πράγματι του αξίζει. Να ενοχοποιήσουμε γι’ αυτό και μια δική του, σχεδόν κυνική αισθησιακή αντίληψη, που εκφράστηκε στην πρώτη κι όλας συλλογή που εξέδωσε ; Αυτό δεν είναι βέβαιο, μα και να έπαιξε ως γενικότερη εντύπωση κάποιο ρόλο, ο ποιητής το αντιστάθμισε στη συνέχεια με πιο πολύπλευρες και καθολικότερα ενδιαφέρουσες δημιουργίες. Με τρόπο μάλιστα ανατρεπτικό και πρωτότυπο.Με μια δική του, δηλαδή προσωπική ποιητική.

Β.
Η τελευταία ποιητική συλλογή του Μάριου Αγαθοκλέους, έκδοση του 2003, με τον διττό αινιγματικό τίτλο « Λαϊκό Ανάγνωσμα, η Γυναίκα με τα μαύρα», αποτελεί επιβεβαίωση της γνώριμης και καλοδουλεμένης ποιητικής του, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στο προηγούμενό του βιβλίο με τον τίτλο «Ηδονοβλεψίας».
Το ποιητικό βιβλίο «Η γυναίκα με τα μαύρα», με όλα κι όλα επτά ποιήματα, μου φαντάζει κατά παράδοξο τρόπο ως μια ερωτική βιωματική εποποιία. Κι αυτό λόγω της έντασης και του βάθους, που μπόρεσε ο δημιουργός να δώσει σε κάποια έστω από αυτά τα ποιήματα. Το επίτευγμα τούτο, αλλού το προσλαμβάνουμε συνολικά, χωρίς αισθητικές ανισότητες, κι αλλού πάλι το ξεχωρίζουμε μέσα στο ποίημα αποσπασματικά, όπου το νοιώθουμε να μας ανεβάζει ακαριαία σε μιαν ευδαιμονικότερη κατάσταση.
Να, ένα παράδειγμα από το ποίημα με τον τίτλο «Ο Θησέας και η Αριάδνη»:

Όμως
ένα αγκάθι
ξεφουσκώνει τον ουράνιο θόλο
και βρίσκομαι ακάλυπτος
στο άγνωστο και σκοτεινό Σύμπαν.

Ας με οδηγήσει λοιπόν κοντά σου
η μαγική σειρά των λέξεων.

Ανεξάρτητα από πού ο ποιητής εκκινεί, οι παραπάνω στίχοι του αποτελούν δυνατές εκτινάξεις σε χώρους μιας άλλης οντολογικής και υπαρξιακής εμπειρίας. Κι έχει σίγουρα τον λόγο του ο Μάριος Αγαθοκλέους, όταν κάπου στην αρχή του βιβλίου χαρακτηρίζει επώδυνη τη λιγοστή έστω αυτή συγκομιδή, αφού περί επώδυνου αποστάγματος πρόκειται εντέλει. Έτσι, εκκινώντας από συνήθη περιστατικά και αφορμές έμπνευσης, υπερβαίνει συχνά τη στενά ερωτισμική του ροπή, ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη με απίθανους συνειρμούς μιας ιδιότυπης αισθαντικότητας.

Δεν θα αναφερθώ περισσότερο, γενικά ή ειδικότερα, σ’ άλλα ποιήματα και στίχους της συλλογής «Η γυναίκα με τα μαύρα». Θα μιλήσω όμως με ιδιαίτερη έμφαση κι αναλυτικότερα για το ομώνυμο ποίημα, που είναι πιστεύω μια κορυφαία στιγμή της καθόλου ποιητικής προσπάθειας του Μάριου Αγαθοκλέους. Συνδιάζει συνθετική τελειότητα και βάθος. Και όλα αυτά με φόντο ένα διλημματικό δραματικό υπόστρωμα, που οδηγείται με τόλμη σε αινιγματική και απρόσμενη έκβαση. Το παρουσιάζω καταρχήν ολόκληρο:

Όλα λοιπόν μπορεί να συμβούν.

Και νά’ με που την συνοδεύω
τη γυναίκα που έχω ποθήσει πιο πολύ
στο σκοτεινό δωμάτιο.

Μαύρο πέπλο της καλύπτει το πρόσωπο
και μαύρο φόρεμα το κορμί.
Είναι η χήρα των απόντων.

Τι θα ήμουν κι εγώ αν δεν την γνώριζα
παρά ένας απών των αισθημάτων μου
ανυποψίαστος την απουσία μου.

Τώρα οι λεπτομέρειές της
μου υγραίνουν τις νύκτες
κι ο πόθος μου αλλάζει το μυαλό.

Στο αύταρκες Ένα κατατείνω.
Ούτε Κερύνεια, ούτε Αμμόχωστος.

Οι τελευταίοι δυο στίχοι απελευθερώνουν την ένταση, που συσσωρεύτηκε εντός μας, μ’ ένα μοναδικό τρόπο, ανοίγοντας αίφνης την καλλιτεχνική βαλβίδα εκτόνωσης της ψυχικής και πνευματικής δοκιμασίας.
«Στο αύταρκες Ένα κατατείνω», διαβάζουμε ξανά και ξανά, νοιώθοντας μια παράξενη ευφορία, επειδή ο ποιητής μπόρεσε να δώσει πειστική λύση στην κρίσιμη σύμπτωση αντικρουόμενων προκλήσεων. Το αύταρκες Ένα, αν και νοηματικά δεν καθορίζεται, υπονοείται όμως χωρίς αμφιβολία ως μια θεμελιακότερη κατάσταση, υπερβαίνουσα και συμφιλιώνουσα τα επιμέρους. Στη δική της επικράτεια, που θεωρείται κατάκτηση να φτάσει κανείς, κάθε συγκρουσιακή σχέση περιττεύει, αφού όλα κατατείνουν στην ενότητα του συνόλου των εκφάνσεων του ανθρώπινου βίου.
Η πρόταση φυσικά που δίνεται στον επαρκή αναγνώστη δεν είναι ούτε κοινωνική, μήτε ποσώς φιλοσοφική. Είναι καθαρά ψυχική και αισθητική- και στη βάση προπάντων αυτή οδηγούμαστε σε μια λυτρωτική ανακούφιση. Ο στίχος «Ούτε Κερύνεια, ούτε Αμμόχωστος», δεν προσλαμβάνεται ως αναίρεση αγαπημένων χαμένων πατρίδων, αλλά συναίρεση και υπαγωγή τους σε μια υπέρτερη αρχή.

Ενδιαφέρον όμως είναι να πάμε πίσω στην εκκίνηση του ωραίου αυτού ποιήματος. Να παρακολουθήσουμε εργαστηριακά την ανάπτυξή του και να φωτίσουμε τα διάφορα επίπεδα, τις σύντομες παύσεις και τη δραματικά κορυφούμενη κίνηση προς μια αδιέξοδη – κατά τα φαινόμενα – πορεία.. Προσέξτε λοιπόν το άνοιγμα της αυλαίας:

Όλα λοιπόν μπορούν να συμβούν.

Και να’ μαι που την συνοδεύω
τη γυναίκα που έχω ποθήσει πιο πολύ
στο σκοτεινό δωμάτιο.

Με τον πρώτο στίχο «Όλα λοιπόν μπορεί να συμβούν», προετοιμάζεται ο αναγνώστης για κάτι απρόβλεπτο- και σπεύδει με τεντωμένες τις προσληπτικές του κεραίες, να δει τί περαιτέρω θα του αποκαλυφθεί. Μια αινιγματική ατμόσφαιρα διαχέεται κιόλας στους επόμενους στίχους, με τον ποιητή σε πρώτο πρόσωπο, να συνοδεύει την πολυπόθητη γυναίκα στο σκοτεινό δωμάτιο. Οι συνειρμοί γίνονται ακόμα σκοτεινότεροι, όταν το ποθούμενο πρόσωπο περιγράφεται με τους παρακάτω στίχους, ως εξής:

Μαύρο πέπλο της καλύπτει το πρόσωπο
και μαύρο φόρεμα το κορμί.

Είναι η χήρα των απόντων.

Τώρα υποψιαζόμαστε πια, ότι πρόκειται για μια μοιραία όσο κι τραγική μορφή, που μας παραπέμπει σε πρώτο επίπεδο στη μαυροφορεμένη γυναίκα του συμβατικού πένθους, σ’ ένα δεύτερο εντούτοις συμβολικότερο επίπεδο, ο στίχος « είναι η χήρα των απόντων », υπονοεί την έκταση της απώλειας για εκείνους που δεν καταξιώθηκαν μια τέτοια συγκλονιστική εμπειρία. Ανήκει στο καλλιτεχνικό αισθητήριο του δημιουργού η επιλογή του πληθυντικού « χήρα των απόντων», αφού οι παραστάσεις που δημιουργεί αποκτούν ένα πιο απροσδιόριστο εύρος, κάτι που αφήνει πιο ανοιχτό το πεδίο στη δημιουργική φαντασία.

Ο ποιητής αλλάζει γρήγορα ατμόσφαιρα με τους στίχους που ακολουθούν, επιδιώκοντας να στηρίξει και να αιτιολογήσει την αιρετικότητα και την τόλμη της καθόλου συναισθηματικής του προσέγγισης.

Τι θα ήμουν κι εγώ αν δεν τη γνώριζα
παρά ένας απών των αισθημάτων μου
ανυποψίαστος την απουσία μου.

Ο ποιητής κατορθώνει τώρα περίτεχνα, απέναντι στον συμβατικό ηθικοκοινωνικό κώδικα, να ορθώσει πειστικά τη συνέπεια σε μια άλλη, βασικότερη αρχή. Το αντίθετο θα αναιρούσε τη βαθύτερη φύση του και θα συνιστούσε υπαρξιακή φυγομαχία. Θα ήταν τότε, καθώς λέει κι ο ίδιος, « ένας απών των αισθημάτων», και ως εκ τούτου και απών μιας μοναδικής στιγμής της ύπαρξής του.

Αν καταπιάστηκα σχολαστικά με τα επιμέρους στην ανάπτυξη του εξαίρετου τούτου ποιήματος, δεν είναι τόσο για να ερμηνεύσω και να προβάλω την καθαυτό ψυχοσυγκρουσιακή του ιδεολογία, αλλά για να αναδείξω προπάντων το σκηνογραφικό υπόστρωμα και τις λεπτές αναλογίες, απ’ τη δομική διαλεκτικότητα των οποίων εκπέμπεται η αισθητική ηδονή. Κι αν με ρωτάτε για το είδος αυτής της ηδονής, ενεργοποιώντας όρους και γνώσεις από τη βιβλιογραφική μου εμπειρία , μπορώ τεκμηριωμένα να ισχυριστώ τα εξής :
Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα σχετικά σύντομο, συνθετικής δομής ποίημα. Η αισθητική ικανοποίηση, που διακριτά αναβλύζει στο ισορροπημένο ξεδίπλωμά του, είναι ταυτόχρονα μια κλιμακούμενη ηδονή προσμονής. Είναι όμως ταυτόχρονα και ελεγχόμενη καθαρτική ικανοποίηση, που φτάνει στο απόγειό της με την τελική λύση της έντασης στο αριστοτεχνικό τελευταίο δίστιχο. Το επαναφέρω για να κλείσει κι ο κύκλος αυτής της ανάλυσης.

Στο αύταρκες Ένα κατατείνω.
Ούτε Κερύνεια, ούτε Αμμόχωστος.

Μ’ αυτό το κλείσιμο γαληνεύει και ο αναγνώστης, αφού εκτονώνεται η ψυχοπνευματική του υπερένταση, αλλά πολύ περισσότερο γιατί ικανοποιείται επαρκώς η καλλιτεχνική προσδοκία του.