Ο ποιητής Παναγιώτης Νικολα’ί’δης

Παρουσίαση του βιβλίου Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ, του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη

Προτού προχωρήσω σε ό,τι αποσταγματικά εισέπραξα από την ανάγνωση αυτού του ποιητικού βιβλίου, θεωρώ πολύ χρήσιμο, να σας κάνω κοινωνούς δυο μόνο διαφωτιστικών αυτο-σχολίων του ποιητή για το ίδιο το έργο του. Συμβάλλουν τα μέγιστα στην πληρέστερη ερμηνευτική κατανόηση, αλλά και στην ορθή πρόσληψη των αισθητικών τρόπων του.  Σημειώνει λοιπόν κάπου:

  1. Η νύφη του Ιούλη είναι για μένα η Αργυρώ-άτομο, η Αμμόχωστος-πόλη, η Κύπρος-χώρα. Έτσι διαπερνά συμβολικά, κάθετα και οριζόντια όλα τα επίπεδα από το ατομικό στο συλλογικό και αντίστροφα.
  2. Νομίζω ότι στη συλλογή αυτή, αλλά και στα υπόλοιπα βιβλία μου υπάρχει έντονη μια διακειμενικότητα, ένας δημιουργικός διάλογος με το παρελθόν. Έτσι βασικό, επίσης, συστατικό τόσο της Παραλογής όσο και της παρούσας συλλογής είναι το εξωλογικό στοιχείο, το οποίο προέρχεται κυρίως από το Δημοτικό Τραγούδι, που εγώ θεωρώ αισθητική κιβωτό. Σου θυμίζω π.χ. τα πουλιά που σταματούν στον αέρα, το πουλί που καθώς φεύγουμε από το Μπελαπάις, δεν λαλεί, αλλά μας κοιτά περίεργα, η λεμονιά που μιλά και αποτελεί την αποστομωτική και σε κυπριακή διάλεκτο απάντηση του τόπου στην αποικιακή λεμονιά του Ντάρελ (Bitterlemons) κ.ά.

Στο προκείμενο τώρα:  Η πρώτη μου εντύπωση από την ποιητική πορεία του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη ήταν ανεπιφύλακτα θετική, τουλάχιστον όσον αφορούσε την τεχνική αρτιότητα και τον  έλεγχο των εκφραστικών του μέσων. Η λεγόμενη οικονομία της γλώσσας εύρισκε εδώ επιτυχή πραγμάτωση, στα ολιγόστιχα μεν, αλλά εντυπωσιακά στη λιτότητα και πυκνότητα ποιητικά του ολοκληρώματα. Επρόκειτο – έτσι το εισέπραττα– για ένα δημιουργό εν πλήρει επιγνώσει των  αισθητικών κανόνων της τέχνης του λόγου – και συγκεκριμένα της ποίησης. Από την πρώτη του κι όλας εκδοτική εμφάνιση, με το βιβλίο  Σαν Ίαμβος Καθρέφτης, ξεχωρίζει με τις προαναφερθείσες αρετές- και παίρνει το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη. Από εκεί και πέρα η ανέλιξή του είναι κλιμακωτά ανοδική, όπως ανοδική διαγράφηκε κι η ανέλιξή του στον κριτικό- δοκιμιακό λόγο.

Απέναντι στη συνεχή και πολύμορφη αυτή κατάθεση, η αξιολογική στάση μου- που συγκυριακά δεν έτυχε να βγει γραπτώς προς τα έξω – στην μεν δοκιμιακή του επίδοση ήταν καταληκτικά υπερ-θετική – στην δε ποίησή του  κρατούσα ανεξήγητα μια απροσδιόριστη αναμονή…Έβλεπα στα τόσο προικισμένα λυρικά του πετάγματα ένα είδος απέριττης καλλιτεχνικής άσκησης, μη όντας βέβαιος  αν εκεί θα τέλειωνε η προσπάθειά του,  ή αν επρόκειτο για ευοίωνη προετοιμασία για μια ποιητική κατάκτηση μεγαλύτερης εμβέλειας και  εκτοπίσματος. Για την ακρίβεια, οι κατά καιρούς ποιητικές εμφανίσεις του, ολοένα πιο ενδιαφέρουσες και διαφορετικές, μου υπέβαλλαν τη διάθεση μιας πολλά υποσχόμενης αναμονής… Διάβαζα κι απολάμβανα στίχους και ποιήματα εξαιρετικής πυκνότητας και συνειρμικής δυναμικής…Χαιρόμουν τη λεπτότητα και τρυφερότητα- ιδιαίτερα όπου παρείσφρυε με επιτυχία το διαλεκτικό στοιχείο… Και απαντούσα μέσα μου, ναι, ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑ’Ι’ΔΗΣ στα ποιητικά του δημιουργήματα είναι κατά κανόνα άρτιος κι αγγίζει καίρια τον αναγνώστη του – μα ίσως δεν του δόθηκε ακόμα η χάρη (ή κι ευκαιρία),  να απευθυνθεί στο αναγνωστικό κοινό με συγκινησιακά φορτία συλλογικότερα αναγνωρίσιμα… Συγκινησιακά τουτέστιν φορτία, ικανά να εκτινάξουν τον στίχο  του πολύ πέρα από τον συναισθηματικά περίκλειστο ιδιωτικό χώρο,
όπου αναλώνεται- σαν μουσική δωματίου- μεγάλο μέρος της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής…

Και να τώρα που μάς έρχεται, ξαφνικά φέτος, το νέο βιβλίο του, Η Νύφη του Ιούλη, μια δυνατή κι ολοκληρωμένη στην παν-οπτική της θέαση ποίηση, ικανή να τοποθετήσει τον ποιητή στους  πιο λεπταίσθητους και ποιοτικότερους καταγραφείς της πρόσφατης – χαίνουσας ακόμα – εθνικής περιπέτειας.

Αφήνω όμως τώρα κατά μέρος τη γενικόλογη θεωρητική προσέγγιση και βάζω τα δάκτυλα – τις αισθήσεις καλύτερα- επί των τύπων των ήλων μιας σύνθετης  Ποιητικής. Γιατί όσο κι αν πρόκειται κατά κανόνα για σχετικά ολιγόστιχα ποιήματα, υποβαστάζονται δομικά και ανελίσσονται με αρμονικές διακυμάνσεις ρυθμού και συνειρμικής δυναμικής-  εκλύοντας μ’ αυτό τον τρόπο αισθητικό κραδασμό, ικανό βαθιά να μας συγκινήσει . Ο ποιητής τής Νύφης του Ιούλη, με ιερατικό βάδισμα κι εκτεταμένο στον ιστορικό χρόνο βλέμμα, κινείται σ’ ένα παλίμψηστο και μυθοποιημένο σχεδόν χώρο. «Μ’ανοιχτά και ξάγρυπνα» τα μάτια της ψυχής του, προσφέρει στον επαρκή αναγνώστη ένα πυκνό κι εναλλασσόμενης έντασης ποιητικό λόγο. Τα εξαίρετα δημιουργήματά του ποτέ δεν είναι μια εύηχη περιγραφή, ποτέ δεν είναι εξεζητημένες λεκτικές συμπύκνωσεις – και κατ’ ουδένα λόγο αυτάρεσκα  στοχαστικός μονόλογος.

Με το εναρκτήριους ήδη στίχους ανοίγεται κι ο προ-θάλαμος, θα έλεγα, του εξαίρετου τούτου Οδοιπορικού, με το πρώτο μιας σειράς ποιημάτων, που έχουν το εξής κοινό γνώρισμα: Την ποιητική κατάθεση τραυματικών αποτυπωμάτων της  αδιαμόρφωτης εν πολλοίς παιδικής ψυχής του ποιητή, κάτι που εκφράζεται επανειλημμένα λιτούς- σχεδόν επικούς στίχους στην Κυπριακή ντοπολαλιά:

Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβούραν.

Με λιτό βηματισμό περιγράφει στη συνέχεια την επιστροφή τού πατέρα από τον  πόλεμο- σε μια Φρο’υ’δικού κλίματος  υποδοχή από το ίδιο το παιδί του, καθώς περίεργα διαβάζουμε:

 Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν,
τζι έκλαια.

Η Κυπριακή ιδιωματική γλώσσα ευτυχεί ποιητικά κάτω απ’ τη λεπταίσθητη πένα του, που τις δίνει έτσι τη δυνατότητα να εκφράσει με δύναμη και ευαισθησία καταστάσεις και βιώματα πέραν του λα’ι’κού, ηθογραφικού χώρου. Συνεχίζει έτσι- και προσθέτει  επάξια στην καταξιωμένη κληρονομιά των σπουδαίων προπατόρων του είδους, από τον λυρικο-επικό ΒΑΣΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΊΔΗ- μέχρι τον καθαρά λυρικό ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΠΕΡΤΗ, και άλλους νεότερους… Ο ποιητής καταφεύγει συχνά στη λα’ι’κή γλώσσα, θέλοντας να προσδώσει στον λόγο του ξεχωριστή αμεσότητα και παραστατική δύναμη.

Τον βλέπουμε στη συνέχεια να περιφέρεται στην κατεχόμενη του πατρίδα ως συνεπαρμένος κι αλαφρο’ί’σκιωτος περιπατητής, πατώντας όμως, όχι « την ολόμαυρη ράχη» της, αλλά ένα τόπο ακόμα χλωρό, άσβεστης μνήμης…Δομεί έτσι με μαεστρία το ψυχογραφικό και ιστορικό φόντο, μέσα από το οποίο θα προβάλουν ως μορφές σε εικονοστάσι, οι σημερινές θρυμματισμένες εικόνες της ακόμα καλά αναγνωρίσιμης πάτριας γης του.

Σύννεφο παρατεταμένης σκόνης
σαν γάζα
σκέπασε την πληγή στο βουνό-
κι ύστερα περιτύλιξε τρυφερά
τη μοιρασμένη πόλη.

 Όπως αναφέραμε στη αρχή, ο ποιητής μας είναι στη στιχουργική δομή συνθετικός, υπό την έννοια της αρμονικής ενορχήστρωσης
του αφηγηματικού με το λυρικό, του περιγραφικού με το δραματικό – και με κορωνίδα τον καταληκτικά πυκνό και πολύσημο λόγο. Ακούστε τον:

 Από την τρύπα βλέπω ένα παιδί,
κάθεται μόνο σ’ ένα κλαδί
κουνώντας ρυθμικά τα πόδια του
πέρα δώθε
στο χάος.

 Σε τέτοιες εκφραστικές στιγμές, οι αισθητικοί κραδασμοί επισυμβαίνουν με μοναδική ευστοχία και χωρίς αναφομοίωτο λεκτικό υπόλοιπο- ώστε ο αναγνώστης να μη σταματά πια σε κανένα λογικό νόημα, αλλά ν’ αφήνεται απερίσπαστος  να κολυμπά ευδαιμονικά στα  νερά ενός απέριττα μορφοποιημένου ποιητικού λόγου… Γιατί ακριβώς σ’ αυτό πρέπει πάντοτε να κατατείνει, στις κορυφαίες της  πραγματώσεις, η καλή ποίηση: Να υποβάλλει– και όχι να ονομάζει τα μεγάλα και υψηλά…Να προκαλεί – και όχι να περιγράφει τη ψυχική ανάταση… Κι αυτό επιτυγχάνεται ρίχνοντας την κατάλληλη σπίθα- εικόνα, μεταφορά ή ρυθμική νότα- που θα ενεργοποιήσει το λανθάνον εμπειρικό απόθεμα μέσα μας…Κι ας είναι τούτο το απόθεμα στον καθένα μας τόσο διαφορετικό, κι ας  κατευθύνει την κάθε ψυχή στον δικό της συναισθηματικό δρόμο… Δεν παραβλέπει κανείς εύκολα στίχους σαν τους ακόλουθους:

 Από τη λέξη στο χέρι λοιπόν
κι από το χέρι στο μυαλό.
Λες και γυρίζει ανάστροφα
κάποιος το κλειδί
στον αυχένα του χρόνου.

Μίλησα μέχρι τώρα περισσότερο για την αισθητική ιδιομορφία και τους ποιητικούς τρόπους του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη, αφήνοντας  σκόπιμα σε δεύτερο πλάνο το υλικό φόντο, που αιμοδοτεί καταλυτικά τη συνθετική αυτή
δημιουργία. Και είναι τούτο το φόντο ένα εξαγιασμένο
στη συνείδηση εικονοστάσι  γνώριμων  τόπων, θεμελιωμένων σε στέρεα επιστρώματα  μνήμης. Μέσα από στίχους γεμάτους ευαισθησία, δίνεται σε αρκετά ποιήματα μια εν αγωνία συντελούμενη Οδοιπορία, επώδυνα συντελούμενη μετά από πολύχρονο βίαιο χωρισμό:

 Έτσι συμβαίνει.
Η ζωή συνεχίζει να μας σπρώχνει μπροστά.
Ένα πουλί ωστόσο
μας κοιτά καθώς φεύγουμε,
περίεργα.

Οι συνειρμοί που αναπτύσσονται κατακλύζουν ανεπαίσθητα τον αναγνώστη , αφού ο ποιητής με την τέχνη του επιτυγχάνει να μας ξαφνιάσει, υποβάλλοντας  αλυσιδωτά ερωτήματα: Τί κατάλαβε το πουλί, που κοιτάζει το φευγιό μας περίεργα; Μήπως ένιωσε από ένστικτο την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης παρουσίας – αναγνωρίζοντας στο βλέμμα των επισκεπτών όχι συνηθισμένους περιηγητές, αλλά συγκινημένους προσκυνητές της εσταυρωμένης πατρίδας!  Ό,τι και να συμβαίνει, ο ποιητής πέτυχε και με το παραπάνω τον στόχο του, να υπερβαίνει το κυριολεκτικά λεγόμενο – ανοίγοντας αθόρυβα  χώρους στοχαστικού και συναισθηματικού βάθους.

Στο ποίημα με τον ελληνικό αριθμό η’, ανοίγεται, σαρκαστικά και με θεατρική  παραστατικότητα, το σκηνικό μιας μεταλλαγμένης Κερύνειας, όπου ο ποιητής- δίκην ψυχρού αγγελιαφόρου- επαναδιατυπώνει με τραγικούς στίχους το γεγονός της συμφοράς:

Κυρίες και κύριοι
την παρούσα επιστολή
την υπαγορεύω εν μέσω βροχής.
Οι στάχτες που αιωρούνται
θυμίζουν άλλη εποχή
αλλά θα το ξεχάσουμε.
Κι αυτό γιατί
η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας
χτυπά με δύναμη τον κερατοειδή
ζαρώνοντας όλες τις γωνιές των σελίδων.

 Ζαρώνοντας φυσικά και την επανάπαυση κι αδιαφορία κάθε εν εγρηγόρσει συνείδησης, που δεν αποδέχεται να βλέπει γκρεμισμένα τα πρότυπα του δικαίου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.  Οδυνηρή η βίωση μιας τέτοιας αβάσταχτης πραγματικότητας, όπως ασήκωτο και το βάρος των λέξεων, όπου παρηγορητικά καταφεύγει, για να την απαλύνει την οδύνη με εμπνευσμένο ποιητικός λόγο.

Για να τεμαχίσω τον πόνο σε δόσεις
μασώ ένα μήλο
και κρύβομαι σ’ αυτό το μπλε.
Γίνομαι πάλι ένα μικρό ψάρι
μέσα στον ωκεανό
των λέξεων.

 Το Οδοιπορικό  του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη  είναι προσωπικά  επώδυνο- αλλά και καλλιτεχνικά δυσχερές κι ανηφορικό:  Κι αυτό γιατί η  μετάπλαση των αισθημάτων σε λόγο ποιητικό απαιτεί τρομερή συσπείρωση δυνάμεων ψυχο-πνευματικών, που κυριολεκτικά ματώνουν κάθε επαρκή κι ευσυνείδητο δημιουργό. Ως  πνευματικός  Οιδίπους επί Κολωνώ, οδεύει ο ποιητής στους δρόμους και χώρους του ιστορικού μαρτυρίου, εκστομίζοντας τραγικούς στίχους, που καρφώνουνται επάνω στον αναγνώστη- και τον δυσκολεύουν να προχωρήσει εναμπόδιστα παρακάτω. Ακούστε τον:

Διάστικτοι από ξένη σήμανση
προχωράμε όπως αισθάνεται κανείς
όταν πιαστεί σε ιστό αράχνης.
Γι’ αυτό στηρίζουμε το τοπίο
με ασπίδες ηχηρές:
Γαλάτεια
Γιαλούσα
Κώμα του Γιαλού…

Αυτές οι ηχηρές ασπίδες – τόποι και τοπονύμια αρχέγονα και  διαχρονικά – είναι η μικρή πικρή πατρίδα, χωρίς αρχή και τέλος, στη συλλογική μνήμη ριζωμένη βαθιά. Γι’ αυτό κι ο Οδοιπόρος ποιητής τα  καταγράφει με ψυχική και καλλιτεχνική ένταση, καθώς το δηλώνει  αφοπλιστικά με δυο απλούς στίχους:

Σαν δέμα ματωμένο
φτάσαμε τελικά στο Ριζοκάρπασο.

 Στη χερσόνησο της Καρπασίας, παρότι το λυρικο-δραματικό στοιχείο εξακολουθεί να κτυπά κόκκινο, η αισθητηριακές κεραίες υπόκεινται στον λεπταίσθητο κραδασμό της καθαυτό φυσικής ομορφιάς, αφήνοντας αβίαστα ν’ αναβρύσουν δροσεροί στην αυθεντικότητά τους στίχοι, όπως οι ακόλουθοι:

Μακριά το φίδι
στην εξορία του πλίνθου ζεσταίνεται
κι αυτό το μπλε που ανακηρύσσεται κάθετα
λυγίζει την όραση τρεις φορές.

 Η περιοδεία τού ποιητή στο κατεχόμενο κομμάτι της πατρίδας του, αφήνει ως είναι φυσικό και σύντομα ανοίγματα σε κάποια χαλάρωση, με «το στήθος που γέμισε πέτρες», κατά την έκφρασή του, να γεμίζει ευχάριστα με ζωογόνο αέρα…Κάτι τέτοιο προσέχουμε σε σταθμό που κάνει στο  γραφικό Μπογάζι – όπου «στην αναμνηστική φωτογραφία, τα μακριά μαλλιά της Σταυρούλας», καθώς γράφει, του φαίνεται ως να μπλέκονται στο φως.

Ραψωδεί όμως αδιάκοπα, από τόπο σε τόπο, ο στοχαστικά συγκινημένος Παναγιώτης Νικολα’ί’δης, ιδιαίτερη κάνοντας μνεία στην κατεχόμενη Αμμόχωστο, της οποίας οι ιστορικές περιπέτειες δεν έχουν τελειωμό. Μ’ εξαίρετους καταληκτικούς  στίχους απευθύνεται στην αξιολάτρευτη πόλη, εκφράζοντας με πρωτοτυπία και ένταση την αδυναμία του να της προσφέρει τη φυσική, ζεστή αγκαλιά του:

Μα πώς μπορώ μ’ ένα βλέμμα κόρη
να σ’ αγκαλιάσω;
Αγαπημένη

αυτό το ποίημα είναι νάρθηκας
για τα σπασμένα μου
δάχτυλα.

 Το βιβλίο τελικά  Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ,  του Παναγιώτη Νικολα’ί’δη,  είναι αναμφισβήτητα μια άρτια ποιητική κατάθεση. Αφού έδωσε τα προηγούμενα χρόνια, σε αριθμό και ποιότητα, εξαίρετα και πολύμορφα από κάθε άποψη ποιητικά βιβλία, με το Οδοιπορικό του στα κατεχόμενα, του δόθηκε τελικά κι η χάρη, να μας δώσει μια πιο ολοκληρωμένη συνθετική δημιουργία. Σ’ αυτή την αξιοπρόσεκτη  επίδοση, τον οδήγησε σίγουρα η επαρκής καλλιτεχνική αρματωσιά- αλλά και το αποθησαύρισμα σοφίας στη θέαση και πρόσληψη των συμβάντων. Αυτό φανερώνουν εξάλλου και τα τελευταία κομμάτια, με τα οποία αποσταγματικά κλείνει το ποιητικό του βιβλίο….Σας διαβάζω μερικούς, αισθητικά υπερ-άξιους στίχους:

 Θεέ μου,
δίδαξέ με ν’ αποβάλω το δέρμα.
Είμαι μονάχα ένα σώμα
που γράφει με το χέρι το ανεπίδοτο
σαν στρεβλωμένος
παφλασμός
από φως.

 

Όπως εύκολα συνάγεται από τέτοιες ποιητικές πραγματώσεις, ο ποιητής υπερβαίνει πλέον τα κατά κόσμον συντελούμενα- εκφέροντας επιφωνηματικά ένα λόγο ουσιαστικά   οικουμενικότερο.

 

 

 

 

 

 


   

 

 

 

Κυριάκος Χαραλαμπίδης –

Κυριάκος Χαραλαμπίδης –
Ανοίγοντας Όστρακα της Ποίησής του

Από καιρό ωρίμαζε μέσα μου ένα κείμενο για τον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη. Ένα κείμενο με εμπειρική, κατά κύριο λόγο μορφοκεντρική προσέγγιση, χωρίς φιλολογικές ή άλλες εξωποιητικές διανοίξεις. Στόχος μου ν’ αγγίξω με τη δική μου ευαισθησία τον καθ’ αυτό πυρήνα μερικών ποιημάτων απ’ την εκτεταμένη ποιητική του δημιουργία… Να φωτίσω την αισθητική τους δυναμική, που έγκειται πιστεύω όχι μόνο στην ιδιοτυπία του γλωσσικού του οργάνου, αλλά και στον ουσιαστικό τρόπο που στις εύκρατές του στιγμές το χρησιμοποιεί.
Πρόθεσή μου φυσικά δεν είναι να θεωρητικολογήσω γενικά και αόριστα, αλλά ν’ αρχίσω μια διερευνητική περιδιάβαση μ’ εφόδια έναν πρακτικό ερμηνευτικό τρόπο προσέγγισης συγκεκριμένων ποιημάτων. Διάλεξα την πρώτη κυρίως δημιουργική περίοδο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, επειδή με διευκόλυναν οι σχετικά βατοί και ομοιογενείς ποιητικοί τρόποι της, προτού ο ποιητής περάσει σε εκτενέστερους και αφηγηματικότερους θεματικούς κύκλους. Έβαλα κάτω από το αισθητικό νυστέρι έναν αναγκαστικά περιορισμένο αριθμό ευσύνοπτων και αντιπροσωπευτικών λημμάτων, αρχίζοντας με το ποίημα «Οι Χορηγοί» ( Άγνοια του Νερού, 1967) :

Ο ήχος έτρεξε κυνηγημένος
και με το φως του βραδιού
στο αίμα μου μπήκε.
Αυτό με ξύπνησε. Παλαιό, είπα,
ρολόι, φοβερό που θα ήταν,
Ο Κύριος να είχε το ξυπνητήρι
των ψυχών χαλασμένο.
Σκύβοντας να φορέσω τις παντόφλες μου,
ξαφνικά είδα, για πρώτη φορά τότε,
τα λουλούδια – κεντήματα του υποποδίου.

Θα περιορίσω τα σχόλιά μου, όσο είναι δυνατόν, στη δυναμική της ποιητικής δομής και στις αντίστοιχες διακυμάνσεις του αισθητικού εκκρεμούς που φυσιολογικά προκύπτουν. Αυτή είναι και η θεμελιακή βάση οποιουδήποτε λογοτεχνικού έργου, που το κάνει να ξεχωρίζει από τον συνηθισμένο συμβατικό λόγο (τα εις βάθος και ύψος νοήματα ενισχύουν απλώς το γνωσιολογικό, υπαρξιακό ή φιλοσοφικό εκτόπισμα του ποιητή, ποτέ όμως δεν διασώζουν ένα πιθανό έλλειμμα ποιητικής μετάπλασης).
Στο ποίημα «Οι Χορηγοί» διακρίνουμε τρεις βασικές κινήσεις, που συνδέονται με διαφορετικό τρόπο – και με εναλλαγή ψυχικής διάθεσης – μεταξύ τους. Μπαίνουμε στο αινιγματικό κλίμα του πρώτου τρίστιχου, με τον εγερτήριο ήχο ν’ ανοίγει στη συνέχεια ένα υπαινικτικά εσχατολογικό σκηνικό. Αγωνιώδης και μυστηριακή αναδύεται η μεταφυσική απορία « …φοβερό που θα ήταν / ο Κύριος να είχε το ξυπνητήρι/ των ψυχών χαλασμένο».
Με το πέρασμα από το πρώτο, σχετικά περιγραφικό, στο δεύτερο, υπαρξιακά δραματικότερο μέρος, η συναισθηματική ένταση αυξάνεται απότομα, με αποτέλεσμα μιαν ανεξήγητα γλυκιά ταραχή. Ένα πρώτο κύμα αισθητικής ηδονής νιώθουμε ήδη να εκλύεται μέσα μας, με συνειρμούς ταυτόχρονα μεταφυσικής υφής. Το καταληκτικό πάλι τρίστιχο κατεβάζει ανακουφιστικά την προηγούμενη ψυχική έξαρση, με τον απρόβλεπτο εντοπισμό μιας διακόσμησης λουλουδιών κάτω στο πάτωμα ως «κεντήματα του υποποδίου». Η συμβολιστική των λουλουδιών παραπέμπει αυτονόητα σε ο,τιδήποτε ενέχει μια υπέρτερη αξία, η οποία δεν είναι σοφό να αναζητείται ματαιόδοξα στα φώτα των προβολέων και στα υψηλά δώματα. Η εκπληκτική τούτη φανέρωση, μέσα από μια απλή και συνηθισμένη κίνηση («σκύβοντας να φορέσω τις παντόφλες μου»), δίνει μια δυνατή ώθηση στο νοητό αισθητικό εκκρεμές, με αποτέλεσμα ένα πιο έντονο κύμα ποιητικής δραστικότητας. Ο δημιουργός μίλησε τελικά με σοφία και καλλιτεχνική αρτιότητα.
Έρχομαι τώρα στο επόμενο, επίσης σύντομο, αλλά εξίσου δυνατό ποίημα, με τον κάπως μακρύ τίτλο «Κάθε φορά που γίνεται αδικία στη γη» (κι αυτό απ’ τη συλλογή Η Άγνοια του Νερού).

Κάθε φορά που γίνεται αδικία στη Γη,
στους Ουρανούς ο θόρυβος είναι μεγάλος.
Εκεί χαμογελώντας ερωτά ο Αρχάγγελος
προς τί το ξάφνιασμα. Του απαντούν απ’ το τάγμα:
«Τα τύμπανά μας υποφέρουν, δε μπορούν
το θόρυβο ν’ αντέξουν…» «Ω παιδιά»,
η φωνή τους λέει του Αρχάγγελου,
«θα ήταν άδικο να φράζαμε το δρόμο
σ’ αυτά που υπάρχουν. Έτσι πρέπει, αλίμονο».

Έχουμε να κάνουμε εδώ με μια μορφολογικά απέριττη ποιητική πραγμάτωση, όπου με τεχνική μαεστρία προβάλλεται πειστικά η διαλεκτική αντιμαχία που κυβερνά και διέπει τον κόσμο. Ο αναγνώστης βγαίνει σοφότερος μέσα από τους στίχους και παύει να εξάπτεται άγονα από την εκάστοτε παραβίαση της ηθικής τάξης. Αυτό δεν συνιστά έμμεσα μια πρόταση αποδοχής του κακού, ή συμβιβασμό στον αγώνα της τελείωσης, αλλά κάτι πολύ διαφορετικό. Διευρύνει τα ψυχικά όρια της ανεκτικότητας ενός κόσμου σύνθετου και συχνά αντιθετικού, μέσα στον οποίο δοκιμάζονται οι αντοχές και του δικού μας βίου. Κι αυτό φέρνει γαλήνη στην ψυχή κι ευδαιμονική γνώση. Με ποια όμως ποιητική δραστικότητα υποβάλλονται όλα τούτα από τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη; Και με πόση σοφά φορτιζόμενη ένταση αποκτούν αισθητική δυναμική μέ-σα από τον λόγο του;
Εκπληκτική στην παραστατικότητά της είναι η εικόνα του τάγματος των αγγέλων, που βιώνουν μ’ επώδυνο τρόπο όποια αδικία συμβαίνει κάτω στη γη. Η απορητική αμφισβήτηση του ξαφνιάσματός τους εκ μέρους του Αρχάγγελου, είναι ένα βήμα ανακοπής του εκνευρισμού και της λιποψυχίας τους. Κι αυτό προσλαμβάνεται με αισθητή ευαρέσκεια. Στη συνέχεια προκύπτει μια φάση ενεργοποίησης του θυμικού και της περιέργειας για την περαιτέρω εξέλιξη. Ο ποιητής προβαίνει μέσω του Αρχάγγελου σε μια καταλυτική στην απλότητα και τον οντολογικό πραγματισμό της δήλωση: «θα ήταν άδικο να φράζαμε το δρόμο / σ’ αυτά που υπάρχουν. Έτσι πρέπει, αλίμονο». Οι στίχοι τούτοι μας κατακλύζουν καταπραϋντικά, κτυπώντας καίρια τις χορδές της υπαρξιακής μας συνειδητοποίησης. Όλη αυτή η εκφραστική κινητική, με την αντίστοιχα βαθύτερη συγκινησιακή διακύμανση, εκκρίνουν μοναδική στην ποιότητά της αισθητική ουσία, που είναι και το κύριο ζητούμενο.
Αν ποιητική σύνθεση είναι η ανάπτυξη σε διάφορα δομι-κά και σημασιολογικά επίπεδα ενός θεματικού ή θυμικού πυρήνα – και όχι απλώς η αισθητοποίηση μιας στιγμιαίας εντύπωσης – τότε όλα αυτά τα μικρά έστω ποιή-ματα που αναλύουμε είναι συνθέματα με προφανή πυκνότητα και μικροδομική ανέλιξη. Προχωρούμε στο επόμενο δείγμα:

Του απογεύματος

Πουλούσε σκόρδα, ποντικοπαγίδες και λουλούδια,
όλα στον ώμο του κι έστριβε τη γωνιά.
Τον κοίταξα κι έμοιαζε με τον ίσκιο,
που μέσα στο μυαλό μου καθιερώθη.
Είδα τον Υμηττό πίσω του κουρασμένο
να πέφτει από τον ουρανό κι άναψα φως.
Στη σκέψη μου έφερα τα χρόνια που έρχονται.
Θυμήθηκα το άσπρο άλογο μπροστά στο δράκο.

       Η Άγνοια του Νερού, 1967

Αρχίζω απ’ ευθείας με τη μορφική διαστρωμάτωση. Στην αρχική στροφή διακρίνουμε δυο επίπεδα: Μια εξωτερική εικόνα γραφικής λαϊκής φιγούρας, φορτωμένης την πιο αυθεντική και οπτικά αντιθετική πραμάτεια. Ως αντανά-κλαση αυτής της συγκεκριμένης σκηνής, αφυπνίζεται συνειρμικά στη μνήμη του ποιητή ένα αμυδρό παρόμοιο περίγραμμα, που την ύπαρξή του ανέκαθεν διαισθανόταν. Οι στίχοι όμως «τον κοίταξα κι έμοιαζε με τον ίσκιο / που μέσα στο μυαλό μου καθιερώθη» έρχονται τη στιγμή ακριβώς που ο αινιγματικός πλανοδιοπώλης έστριβε τη γωνιά και χανόταν. Ο υποψιασμένος πια από το παράξενο κλίμα αναγνώστης προεκτείνει αθέλητα τους συνειρμούς του σε άλλες απίθανες σφαίρες: Ο ίσκιος που «καθιερώθη», μπορεί να ’ναι μια απλή ανάμνηση της καθημερινότητας, ίσως και η συμβολική ανάδυση μιας persona του υποσυνείδητου. Περνά όμως απ’ τη σκέψη μας κι η περίπτωση φευγαλέας φανέρωσης της σκιάς του θανά-του, ή μιας άλλης «καθιερωμένης» πανάγιας μορφής. Και γιατί όχι; Η «καθιέρωση» ενός ίσκιου, που γίνεται ορατή προς στιγμήν και μετά χάνεται, δεν μπορεί να μην έχει μια πολυδιάστατη σημαντική; Ούτε δεσμεύουν ποσώς οι προθέσεις και οι πρωταρχικές αφετηρίες της έμπνευσης του ποιητή. Εξάλλου εδώ δοκιμάζεται και η πραγματικά αληθινή ποίηση· στη δυνατότητά της δηλαδή να ερμηνεύεται απεριόριστα και σε αλληλεξάρτηση με την ιδιοσυγκρασία και το βιωματικό αποθησαύρισμα ενός εκάστου.
Ενισχυτικοί της παραπάνω αλυσίδας διαισθητικών ερμηνειών είναι και οι στίχοι στη δεύτερη στροφή. Παρατηρείται αποδέσμευση από το προηγούμενο συμβάν, όχι όμως και από την μεταφυσική αχλύ της εικονοποιίας, που τώρα γίνεται εντονότερη. Ακόμα κι αν ο δημιουργός ισχυριζόταν το αντίθετο – ότι δηλαδή πρόκειται για απλώς για μουντή εικόνα του χώρου και της περίστασης- δεν βγαίνει απ’ το μυαλό μου το εξής: Οι στίχοι «είδα τον Υμηττό πίσω του κουρασμένο / να πέφτει από τον ουρα-νό κι άναψα φως», μιλούν περισσότερο για ένα μεταφυ-σικό φυσιοκεντρικό μούχρωμα, μια έμμεση συμμετοχή του φυσικού τοπίου σε κάτι στιγμιαία υπερφυσικό που διαδραματίστηκε. Το καταληκτικό φυσικά δίστιχο προσγειώνει σ’ ένα βαθμό την αλαφροΐσκιωτη φαντασία, αλλά και πάλι όχι εντελώς. Με αναφορά στη μελλοντική προοπτική εισβάλλει ξανά στο ποίημα, κλείνοντάς το, ο χριστιανικός λαϊκο-θεολογικός μύθος τ’ Άη Γιώργη πάνω στο άλογο, που σκοτώνει τον δράκο. Στη διελκυστίνδα με το λογοκρατικό στοιχείο το αποτέλεσμα γέρνει ευτυχώς προς τον πάντα ριγηλότερο υπερβατικό λόγο.
Είτε το δέχεται κανείς, είτε όχι, όλα τούτα τα νοούμενα και υπονοούμενα δεν είναι καθαρά γεννήματα ενός ευφάνταστου αναγνώστη.Το σπερματικό τουλάχιστον λάκτισμα της συνειρμικής αλυσίδας ευρίσκεται μέσα στη γλώσσα του ποιητή, ειδικότερα στη χροιά των λέξεων, τη σχέση μεταξύ τους και γενικότερα στην ποιότητα της μορφής. Κι αυτό είναι το μυστικό του καλού ποιήματος, να δίνει ερεθίσματα υψηλής αισθητικής στάθμης και πολυεπίπεδης ερμηνευτικής δυναμικής.
Θα μπορούσα να συνεχίσω για πολύ, πρέπει να περάσω όμως και σε μερικά άλλα, εξίσου ενδιαφέροντα, ή και καλύτερα δημιουργήματα. Παρακάμπτω τη «Στιγμή του κήπου» ( Αγγείο με τα σχήματα, 1973 ), το οποίο διάβασα με πολλή αγάπη τόσες φορές, και σκύβω με προσοχή πάνω από το πολύ πιο δύσκολο ποίημα «Πρωί στο περιβόλι» από την ίδια συλλογή, που συνιστά για μένα μια μεγαλύτερη ερμηνευτική πρόκληση. Το καταγράφω ολόκληρο για σκοπούς εργασίας:

Πρωί στο περιβόλι
Στο Σταμάτη Φιλιππίδη

Το πρωινό δε θα ξεχάσω εκείνο,
που μού ‘φερες την είδηση πως ο ήλιος έβγηκε.
Ήρθα να ιδώ μαζί σου αυτό το θάμα.
Τα σκαλιστά σου λόγια στήσανε κορμό
στη θόλο των Δελφών, άκρη του φύλλου ελιάς.
Ήταν ωραίο, γλυκό το φως, που η κάπα τ΄ ουρανού
άφηνε να γλιστρά στο πρόσωπό σου.
Κι αν αύριο θα πεθάνουμε, θα μείνει
το περιβόλι του θανάτου ολάνθιστο.
Αν το χλωμό σε θλίβει φως στο μάγουλο,
το μέτωπό σου κι ο οφθαλμός υπάρχουν.
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, του ανθρώπου
βρίσκει ρυθμό η τιμή να μεγαλώνει.
Έτσι μονάχοι εμείς στον καθαρό ουρανό,
έξω απ’ τη γη, απ’ τον Άδη, απ’ όλα ετούτα,
είναι η στιγμή να πούμε «χαίρετε»
1970

Οι πρώτοι τρεις στίχοι είναι εντυπωσιακοί στην απλότητα και την αφέλεια της διατύπωσής τους. Είναι συνάμα και συγκλονιστικοί, που με τέτοιο ανυποψίαστο τρόπο αποκαλύπτουν το μεγαλείο μιας στιγμής, που αφήνουμε συνήθως να περάσει απαρατήρητη. Με τους στίχους του αυτούς ο ποιητής μάς κάνει κοινωνούς του θαύματος που συμβαίνει καθημερινά και τόσο δίπλα μας, όταν εμείς περί άλλα τυρβάζουμε. Οπλισμένος ο ίδιος με την ευαισθησία του εκφράζει έμμεσα ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο που του άνοιξε τα μάτια, να ιδεί «μαζί του αυτό το θαύμα». Η ανατολή του ηλίου – σ’ αυτήν αναφέρεται το ποίημα – λαμβάνει χώραν στο Ιερό των Δελφών, κάτι που προσδίδει στη γενικότερη ατμόσφαιρα ένα πνευματικότερο άρωμα. Ήδη από το εντυπωσιακό γεγονός του ανατέλλοντος ηλίου – αφού έτσι το κάνει να φαίνεται ο ποιητής- ο χαρισματικός αγγελιαφόρος δέχεται στο πρόσωπο τη φωτεινή σκόνη μιας ένυλης εικονοποιίας: «Ήταν ωραίο, γλυκό το φως, που η κάπα τ’ ουρανού / άφηνε να γλιστρά στο πρόσωπό σου». Η αμέσως επόμενη δομική φάση υπερβαίνει το θαυμαστικό επεισόδιο και αφήνει στις μορφές μια βαθύτερα υπαρξιακή ανταύγεια («Κι αν αύριο θα πεθάνουμε, θα μείνει / το περιβόλι του θανάτου ολάνθιστο»). Ο υπόγειος καθοδηγητικός μίτος εξακολουθεί εν τω μεταξύ να σπρώχνει ελικοειδώς τη σύνθεση σ’ ένα υψηλότερο διαλογισμό: «Έτσι μονάχοι εμείς στον καθαρό ουρανό,/ έξω απ’ τη γη, απ’ τον Άδη, απ’ όλα ετούτα /είναι η στιγμή να πούμε “χαίρετε”». Η τελευταία λέξη απελευθερώνει μέσα μας ένα θριαμβικό αίσθημα λυτρωτικής επίγνωσης της θέσης μας σ’ αυτόν τον κόσμο, έξω από τις περιοριστικές συμβάσεις του πάσης φύσεως εποικοδομήματος. Έρχεται η στιγμή ταυτόχρονα να πούμε κι εμείς το δικό μας ευχαριστηριακό «χαίρετε» στον ποιητή, που μας έκανε κατ’ αίσθησιν κοινωνούς μιας σύμμεικτα υλικής και πνευματικής πραγματικότητας.
Η διαισθητική εργαστηριακή λαβίδα φέρνει κοντά μου τώρα ένα δείγμα από τη συλλογή Αχαιών Ακτή, 1977. Έ-χει τον τίτλο «Τομή πατρίδας» και είναι ένα ποίημα άκρως «πολιτικό». Μην ξεχνάμε πως έχει προηγηθεί το τραυματικό ορόσημο του 1974 και ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, θεματικά και στο γενικότερο ποιητικό κλίμα, δεν θα είναι ποτέ όπως πριν. Η χαρακτηριστική του εσωτερικότητα και η μεταφυσική προβληματική θα μπολιαστούν έντονα από τις συγκλονιστικές αλλαγές που έχουν επισυμβεί. Ανοίγω πάλι την αναγνωστική αυλαία, επιλέγοντας μια τμηματική προσέγγιση. «Τομή Πατρίδας», λοιπόν:

Πατρίδα μου, ελάφι τρομαγμένο,
απίστευτα χλομό.
Έπεσε φθόνος πάνω στο κεφάλι σου,
μαράθηκε η ψυχή σου. Άσκημο ουρλιαχτό.
Κάτω από τους τροχούς της προδοσίας
έγειρε το αίμα σου φευγάτο, εγκόσμιο.

Σπάνια στίχοι με τόσο προφανή πολιτική χροιά διακρίνονται από παρόμοια τρυφερότητα και στοργή. Η παρομοίωση της πατρίδας με «ελάφι τρομαγμένο» είναι καίρια, γιατί προδίδει φόβο και ξάφνιασμα μαζί. Ο φόβος είναι αυτονόητος, το «άσκημο ουρλιαχτό» είναι εκεί, η έκπληξη όμως στα μάτια πώς εξηγείται; Και φυσικά έχει την εξήγησή της, αφού παρουσιάζονται ξάφνου αγνώριστα τα παιδιά της, να «προσφέρουν το μελανό» και να ρίχνουν νερό στον μύλο της καταστροφικής αντιμαχίας.
Η κορυφαία όμως στιγμή του ποιήματος, ως μορφικό ένδυμα και περιεχόμενο μαζί, είναι η τρίτη στροφή. Κι απ’ την τρίτη τούτη στροφή το τελευταίο δίστιχο ανεβάζει την ψυχική ένταση και τον ποιητικό κραδασμό σε α-προσδιόριστα ύψη: «Καθένας έχει κάποιο φυλαχτό / απ’ τη γλυκιά πατρίδα πιο ακριβό». Είναι μια σπαρακτικά συγκλονιστική διατύπωση, που έρχεται ύστερα από τον νηφάλιο σχολιασμό για την δυσάρεστη μετάλλαξη αν-θρώπων, με θετικά πριν εύσημα ήθους. Προσωπικά μένω για λίγο άναυδος κάθε φορά που διαβάζοντας την «Τομή Πατρίδας», φτάνω σ’ αυτούς τους δυο στίχους. Ό,τι στη συνέχεια ακολουθεί είναι η καλογραμμένη καταληκτική καμπύλη που στρογγυλεύει επιγραμματικά ένα πολύ δυνατό ποίημα:

Κι εσύ ποτήρι του χεριού μου,
πατριδοκάπηλη έγνοια του αδερφού μου,
προσφυγηθέν αλλ’ ου ποιηθέν δάκρυ,
είσαι της λησμονιάς μου η λησμονιά.

Δεν ξέρω πόσο κουραστικός έχω γίνει, μου απομένουν όμως – προγραμματισμένα – ακόμα δυο τρία παρόμοια ποιήματα. Να, όμως που αλλάζω ξαφνικά γνώμη, διαπιστώνοντας πως γι’ αυτή την κατηγορία ποίησης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, είπα ήδη αρκετά. Μπορεί και υποσυνείδητα να ένιωσα την ανάγκη γι’ αλλαγή πορείας, προτού αρχίσω να γίνομαι ανιαρός και μονότονος. Κάνω λοιπόν ένα αναγνωστικό μακροβούτι στα βαθιά νερά της εκτεταμένης ποιητικής του δημιουργίας και βγαίνοντας έχω μπροστά μου Το Κυδώνιον Μήλον, έκδοση 2006. Η σελίδα που ανοίγω έχει τον παράξενο τίτλο «Η Υαλουργία των Σουλτάνων». Και οι στίχοι που κάπου στη μέση με σταματούν, ακούονται ως εξής:

Οι Έλληνες που δεν καταλαβαίνουν
από θυσίες γυαλιού κι υπέρογκα έργα
τον παρεξήγησαν καθ’ ύβριν, καθ’ υπέρβασιν
του τραγικού τους μέτρου. Και διετείνοντο
στα κοίλα των θεάτρων τους πως τάχα
εμείς ( νογώ τους Έλληνες ) δεν είμαστε
υποταγμένοι δούλοι κανενός.
Καθένας από μας και μια ιστορία.
Δυο να μονιάσουν δεν μπορούν, καν τρεις να
μπολιαστούνε
απ’ το μελίσσι τ’ ουρανού, γιατί εμάς
τους Έλληνες μας έκαμεν ο Ζεύς
ελεύθερους – καθένας και μια πόλη.

Μ’ εντυπωσίασε σίγουρα αυτό το ποίημα, ιδιαίτερα το ενδιάμεσο μέρος του, που δίνει το στίγμα της κλασικής ελληνικής ιδιοσυστασίας. Σε αντιδιαστολή με την ασιατι-κή νοοτροπία, ο ελληνικός πολιτισμός μεγαλούργησε έχοντας ως επίκεντρο το άτομο, τον ελεύθερο πολίτη. Τον δρώντα εντός του τραγικού μέτρου. Πόσο παραστατικά κι επιγραμματικά στήνει την ελληνική ταυτότητα ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης! Οι στίχοι του, κοφτοί και σύντομοι, έχουν μια σπαρταριστή στην μέχρι τα άκρα απολυτοποίησή τους, που όμως μας επιβάλλεται και μας αιχμαλωτίζει. Όπως εκφράζονται ποιητικά δεν επιδέχονται εξάλλου καμιά αμφισβήτηση: «Τους Έλληνες μας έκαμεν ο Ζεύς / ελεύθερους – καθένας και μια πόλη».
Ο ποιητής συνόψισε και τακτοποίησε διάχυτες γνώμες, διάσπαρτες αντιλήψεις, πολλαπλά ιστορικά συμπεράσματα. Όλα τούτα, όσο και να τα είχαμε πάνω-κάτω υπόψη, τα βρήκαμε ξαφνικά ενοποιημένα κι ενταγμένα σε μια λιτή κι ευπρόσληπτη επιγραμματική φράση, που μας ανακούφισε. Κάποιος, ο δημιουργός, δούλεψε για μας αφαιρετικά, απελευθερώνοντας το μυαλό μας από την επιβάρυνση μιας αναλυτικής, ενεργοβόρας και φυγόκεντρης πολλαπλότητας. Εξοικονομώντας μας αυτήν την ενέργεια, μας έκανε να νιώσουμε ευεξία, ένα αίσθημα ανιδιοτελές και ταυτόσημο με το αίσθημα της καθ’ αυτό αισθητικής απόλαυσης. Έτσι γίνεται η ποίηση, της οποίας η δραστικότητα πάντοτε επαυξάνεται με την κατάλληλα δοσολογημένη εναλλακτικότητα ρυθμών και πυκνώσεων. Το πρώτο μέρος για παράδειγμα του ποιήματος αναφέρεται σε έκταση και αναλυτικότερα στον Πέρση Βασιλέα. Ξεδιπλώνει χαλαρά και αποστασιοποιημένα τον δεσποτικό ανελεύθερο κόσμο του, με τη χλιδή και τη λατρεία της πολυτέλειας.

Ο οίστρος του χρυσού περικαλύπτει
τον ήλιο του Μεγάλου Βασιλέως
αρίφνητων λαών της αχανούς
Ψυχής, από το Νείλο, τον Ινδό

και τις ακτές του Αιγαίου, της Αραβίας
κι Ευξείνου κι Ελλησπόντου.
Θάλαττα !

Η τελευταία λέξη όμως τι σημαίνει; Γιατί ρίχτηκε το «Θάλαττα» στο τέλος των πιο πάνω στίχων; Ο καθένας μπορεί να το προσλάβει με τον δικό του τρόπο. Έχω την εντύπωση ότι παραπέμπει συνειρμικά στην καθ’ ύβριν αλυσόδεση του Ελλησπόντου. Προσλαμβάνεται όμως προφανώς και ως απόηχος της ιστορικής κραυγής στη θέα της θάλασσας του Πόντου. Ομολογώ ότι ως πιθανότητα με απασχολεί και μια καθαρά διαισθητική εκδοχή, που η συγκεκριμένη λέξη στη συγκεκριμένη θέση, εκφωνημένη με την ανάλογη ένταση, εκφράζει μιαν αυθόρμητη αντίθεση στην αμετροέπεια και την υπερβολή, όπως περίπου το νόημα των λέξεων «φτάνει πια, έλεος».
Το τελευταίο μέρος του ποιήματος επανέρχεται στα των Περσών και τη διαρκή γκρίνια τους για την έπαρση των Ελλήνων. Ξαναθυμίζουμε τον λόγο αυτής της έπαρσης, προτού ακουστεί καταληκτικά κι ο αντίλογος του άλλου σκέλους της προαιώνιας αυτής διελκυστίνδας:

Δοιάκι μας κι οδηγός μας πάντα το άτομο
που μέσα μας φωλιάζει. Κι οι χοροί μας
γεννιούνται από το φρόνημα της αρετής, που λέγει
το πρέπον καθενός ξεχωριστά.

Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, αφήνοντας τους Πέρσες να κλείσουν το ποίημα με μια ματαιόδοξη υλιστική καυχησιολογία, αποκαλύπτει τη μειονεκτικότητα του πολιτισμού τους κι αναδεικνύει, εμμέσως πλην σαφώς, την ανωτερότητα του ελληνικού πνεύματος:

(Οι Έλληνες) Δεν κοιτάνε το διάκοσμο,
τη διαγράμμιση και τις επιχρυσώσεις,
τα πτυελοδοχεία για την απόχρεμψη,
το χρώμα τελοσπάντων του γυαλιού
και την κομψότητα του σχήματός του –
σύντηξη και περίχυση κι οξείδιο του αργύρου,
σπειροειδείς νευρώσεις και χυτεύσεις
σε μήτρα που απορρόφησε τα μυστικά
τεχνογνωσίας αιώνων – δεν κοιτάνε οι Έλληνες
τη διαμόρφωση της υαλόμαζας
και σίγουροι, όπως πάντα, κατακρίνουν.

Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα ότι στο τελευταίο τούτο ποίημα δεν πρόκειται για τον Χαραλαμπίδη της πρώτης, μέχρι και την Αχαιών Ακτή, περιόδου. Το γλωσσικό όργανο είναι αναλλοίωτα προσωπικό και πρωτότυπο, η όλη όμως αρχιτεκτονική δομή και τα ποιητικά μέσα του είναι πολύ διαφορετικά. Μια συγκριτική αισθητική αποτίμηση δεν είναι προτεραιότητα για την ώρα. Ο αναγνώστης μπορεί να κάνει τις προτιμήσεις του σύμφωνα με το γούστο και την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία.
Το σύντομο αυτό κείμενο δίνει μια εντελώς δική μου αναγνωστική και αισθητική γεύση, μέσα από τον ερμηνευτικό και αναλυτικό φωτισμό ενός μικρού αριθμού ποιημάτων. Το έργο όμως του ποιητή είναι τεράστιο και απαιτεί πολλές και ποικίλες προσεγγίσεις. Για να στηριχτώ σ’ ένα προστατευτικά ευσύνοπτο πλαίσιο έβαλα τον υπότιτλο: «Ανοίγοντας Όστρακα της Ποίησής του». Ελπίζω να βοήθησα τελικά τον αναγνώστη, ώστε να μπορέσει κι ο ίδιος ν’ ανοίξει περισσότερα ποιητικά όστρακα του πολύ σημαντικού αυτού ποιητή μας.

Πρόσθετο σχόλιο:
Το τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη με τον τίτλο Στη γλώσσα της υφαντικής (2013), το ανέμενα με μια θετική προδιάθεση. Κι αυτό επηρεασμένος ίσως σ’ ένα βαθμό από τον κομψά διατυπωμένο του τίτλο, περισσότερο όμως από το γεγονός, πως το εκλάμβανα διαισθητικά ως εσώτερη ανάγκη του δημιουργού να στηρίξει (ή και να υπερβεί) τον ποιητικά δυσχερή, κατά τη γνώμη μου, ΙΜΕΡΟ (2012). Παρόλο που χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να καταλήξει κανείς αντικειμενικά και τελεσίδικα, μπορώ καταρχήν να πω,
ότι η συλλογή αυτή ενθυμίζει μερικώς την Ποιητική του παλιού, κλασικού Χαραλαμπίδη. Ποιήματα ιδιαίτερα χωρίς φόρτο μυθολογικών και ιστορικών αναφορών, μας κατακλύζουν με το άρωμα ενός σαγηνευτικού και πολύσημου ποιητικού λόγου.

Ποιητές και ποιήματα – του Ανδρέα Πετρίδη, γράφει ο Ανδρέας Χατζηχαμπής

Ποιητές και Ποιήματα – Μια Εμπειρική Αισθητική, του Ανδρέα Πετρίδη, 2010, Εκδ. Βιβλιεκδοτική, σελ. 121

Το βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη, Ποιητές και Ποιήματα: Μια εμπειρική αισθητική, έκδοση του 2010, αποτελεί ένα εξαιρετικό πόνημα εντρύφησης στην εμπειρική αισθητική και στη συνειδητοποίησή της, ως εργαλείο κριτικής των ποιητικών έργων.
Πολλές φορές η κριτική απαξιώνεται από τους δημιουργούς, είτε αυτοί είναι ποιητές, τεχνίτες του λόγου ή οποιοιδήποτε άλλοι δημιουργοί, καθότι αποτελεί, κατά πολλούς, απλώς την υποκειμενική αντίκριση ενός έργου μέσα από τους φακούς εστίασης του εκάστοτε κριτικού είτε αυτοί είναι ιδεολογικοί, φιλοσοφικοί, λογοτεχνικοί, υπό την άποψη των λογοτεχνικών ρευμάτων που ασπάζεται ο εκάστοτε κριτικός, ή οποιοιδήποτε άλλοι φακοί. Από την άλλη, δεν είναι λίγες οι φορές που η κριτική «υφαρπάζεται» από τους κριτικούς ως η ευκαιρία για επίδειξη γνώσεων μέσα από ένα επιτηδευμένο τεχνοκρατικό λόγο που ελάχιστα «μιλά», για την προώθηση ημετέρων και την απαξίωση αλλοφρόνων. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά, η εκάστοτε κριτική κινείται συνήθως στο μεθόριο της άρνησης και της αποδοχής, της αξίας και της απαξίωσης, της λογικής και του συναισθήματος.
Ο Ρολάν Μπαρτ έλεγε, ότι «η κριτική πρέπει να παραληρεί», εννοώντας ότι πρέπει να συμπεριφέρεται όπως η λογοτεχνία. Παρότι έχει επανειλημμένα υποστηριχθεί ότι η κριτική δεν είναι ομοούσια με τη λογοτεχνία, στο βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη, ενυπάρχει κατάφυτη η λογοτεχνία εν είδη πανεύοσμων λογοτεχνικών ανθέων. Πολύ συχνά ο συγγραφέας εμπνεόμενος από το έργο των ποιητών που κρίνει δημιουργεί κάλλιστα λογοτεχνικά ευρήματα χωρίς «φιλολογικές ή άλλες εξωποιητικές διανοίξεις». Ο συγγραφέας φωτίζει με επιδεξιότητα την «αισθητική δυναμική» των ποιητικών έργων που κρίνει και συλλαμβάνει με τα ευαίσθητα αισθητήριά του «την αύρα θαυμαστικής θέασης των πραγμάτων» που αυτά εκλύουν. Η λεπτομερής «διερευνητική περιδιάβαση» που κάνει δεν αφήνει περιθώρια να χαθούν από το «αισθητικό και ερμηνευτικό νυστέρι» του τα οποιαδήποτε «πλεονάζοντα φορτία ψυχοπνευματικής έντασης» και τη «μεταφυσική αχλή της εικονοποιΐας» όπου αυτή εντοπίζεται.
Τα σχόλιά του καίρια καλύπτουν τόσο τη δυναμική της ποιητικής δομής και τις διακυμάνσεις του «ποιητικού εκκρεμούς», τη μορφική διαστρωμάτωση των ποιημάτων, την αλληλουχία των στιχουργικών μονάδων, την «εύστοχη γλωσσική μορφοποίηση» και την «αρμονία στις κινήσεις κορύφωσης και ανάπτυξης του ποιητικού λόγου». Η «συγκινησιακή ένταση των στίχων», η αρχιτεκτονική στην «κίνηση και στους αρμούς των στίχων», είναι επίσης κριτικά κριτήρια για την εμπειρική αισθητική του Ανδρέα Πετρίδη. Η «ιχνηλάτηση κορυφώσεων» και η «αρμονικότητα της ταλάντωσης» της κειμενικής μορφής» επίσης εντοπίζονται και αξιολογούνται.

Ο ευαίσθητος ποιητής και κριτικός Ανδρέας Πετρίδης μας περιγράφει με ιατρική ακρίβεια τα συμπτώματα της συναισθηματικής έντασης που αισθάνεται όταν το εναργές κριτικό βλέμμα του αντικρύσει ένα ζωντανό και ομιλούντα στίχο. Μας εξηγεί: «Η συναισθηματική ένταση αυξάνεται απότομα, με αποτέλεσμα μια ανεξήγητα γλυκιά ταραχή. Ένα πρώτο κύμα αισθητικής ηδονής νιώθουμε ήδη να εκλύεται μέσα μας». Τα κύματα «ποιητικής δραστικότητας» που αισθάνεται ο Ανδρέας Πετρίδης είναι τεράστια και είναι φορές που κτυπούν καίρια τις «χορδές της υπαρξιακής του συνειδητοποίησης». Αλλού μας εξηγεί πώς οι εύστοχοι στίχοι οδηγούν τον αναγνώστη σε μια «δύσκολα αποτινάξιμη αιχμαλωσία» και τον «κατακλύζει ένα απροσδιόριστο ρίγος». Την «αφοπλιστική υποβολή και ενάργεια» διαδέχεται η «μοιραία φαντασιακή αναπόληση».
Μια «πηγή φωτακτίνων», μια «ριγηλά στοργική μελωδία», μερικές «εναλλασσόμενες υπερβατικές εικόνες», μια «υπόγεια ζωηφόρα αύρα» και κάποιοι «υποβλητικοί οραματικοί διάλογοι» είναι αρκετά για να διαπεράσουν, όλους τους σωματικούς και πνευματικούς «ιστούς της ύπαρξής του». Με τις «αισθητικές κεραίες» του δεν αφήνει να χαθούν στο ανερμήνευτο στίχοι που οδηγούν σε «δυνατές εκτινάξεις σε χώρους μια άλλης οντολογικής και υπαρξιακής εμπειρίας», συλλέγει το «επώδυνο απόσταγμά» τους και οδηγείται σε «απίθανους συνειρμούς μια ιδιότυπης αισθαντικότητας». Μεταπίπτει συχνά από τη «διέγερση του αισθητικού εκκρεμούς», στην «αισθητική ικανοποίηση» και στην «κλιμακούμενη προσμονή» και από την «αισθητική ηδονή» στην καθαρτική ικανοποίηση» και στη «λυτρωτική διέξοδο». Ένα απρόβλεπτο «κυμάτισμα της μορφής» είναι αρκετό για να νιώσει τον άυλο πτερυγισμό και τη «λαχτάρα στο στήθος» που «εκτινάσσουν συχνά τη ψυχή και το πνεύμα σε χώρους μιας ουσιαστικότερης και βαθύτερης εμπειρίας».
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί τα πνευματικά τοπία της αισθητικής και σκηνογραφεί το υπόστρωμα και τις λεπτές αναλογίες της εμπειρικής αισθητικής που βιώνει. Μετεωρίζεται σε «ασκήσεις βάθους» μας γνωρίζει γίγαντες στίχους για πολλούς αόρατους. Μας ζωγραφίζει με το λόγο του «συμπαγείς λυρικούς πυρήνες καλοδουλεμένων στίχων» και «δωρικούς αγαλμάτινους στίχους». Οι «διαιώνιες και μυστηριακές», οι χειμαρρώδεις διαδρομές» των λέξεων είναι αφετηρίες για να μια «υπερφυσική μεταβολή του τοπίου». Ενός τοπίου με διάσπαρτους «υψιπέτες στοχασμούς» και «συστοιχίες ιονικών κιόνων».
Για τον Ανδρέα Πετρίδη η αφαίρεση είναι η «απελευθέρωση του μυαλού από μια ενεργοβόρα φυγόκεντρη πολλαπλότητα», μια «χαλάρωση από τη στοχαστική πολλαπλότητα». Πολύ συχνά χρησιμοποιεί ιατρικούς και βιολογικούς όρους, οι οποίοι μέσα από τη λογοτεχνική του υπόσταση τους μεταποιεί σε ποιητικούς πυρήνες. Έτσι εντοπίζουμε μέσα στα κείμενά του το «ερμηνευτικό και αισθητικό νυστέρι», τα «καταπραϋντικά που τον κατακλύζουν», την «αισθητική εργαστηριακή λαβίδα», τη «στοχαστικότητα που μεταβολίζεται σε βαθύτερη αίσθηση». Εντοπίζει ακόμα την «εκτονωτική καλλιτεχνική βαλβίδα», τους «ιστούς της ύπαρξής μας», τις «αισθητικές κεραίες», τη «λεπταίσθητη ποιητική βελόνα» και τη «βιολογική ζωτικότητα»
Η «λογοτεχνική και αισθητική γεύση» του συγγραφέα μάς επιτρέπει να αισθανθούμε την «έμπνοη ύλη» και η πνευματική του υπόσταση να ταξιδέψουμε σε ενορατικές διαστάσεις που «διαχρονίζουν τους χρόνους και διαποτίζουν τους τόπους». Νιώθουμε μάς λέει «να φανερώνεται, ως ψηλαφητή αίσθηση, κάτι απ’ την ουσία του άρρητου και αυτό είναι που μας συναρπάζει». Ο «ερμηνευτικός και αναλυτικός φωτισμός» του είναι ικανός να φωτίσει τα στοιχεία των ποιημάτων που οδηγούν στην «ευδαιμονική ενατένιση», που συνδιαλέγονται με το συλλογικό υποσυνείδητο. Εντοπίζει την «μεταποίηση του επίκαιρου», τον «κρυσταλλωμένο λυγμό και το πικρό δάκρυ», τον «ασίγαστο ρεμβασμό», τη «νοσταλγική αναπόληση».
Λογοτεχνικότατοι είναι και οι ευρηματικοί τίτλοι που ο Ανδρέας Πετρίδης χαρίζει στα κριτικά κείμενά του. Αναφέρω τα εξής παραδείγματα: «Ανοίγοντας όστρακα της ποιητικής δημιουργίας», «Ιχνηλατώντας τα υψίπεδα της ποιητικής δημιουργίας», «Η ελλειπτική φωνή», «Η επίμοχθη ποιητική απόσταξη», «Ο ηδύφθογγος λόγος».
Το βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη Ποιητές και Ποιήματα: Μια εμπειρική αισθητική, αποτελεί και για μας που το μελετήσαμε μια «καλλιτεχνική βαλβίδα εκτόνωσης της ψυχικής και πνευματικής δοκιμασίας» που περνούμε σε καιρούς αφιλίας και σκληρότητας, σε χρόνους εξαθλίωσης και απαξίωσης, σε τόπους ιδιοτέλειας και αγανάκτησης. Αδιαμφισβήτητα το εν λόγω βιβλίο είναι ένα έργο που πρέπει ο κάθε ποιητής να διαβάσει, ένα έργο που ενδιαφέρει τα μέγιστα τον κάθε μελετητή της λογοτεχνικής παραγωγής του τόπου μας.

Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής
Γεωργίου Αναστασίου 8
3070 Λεμεσός
a.chadjihambi@cytanet.com.cy

Ποιητικό εργαστήρι: Καλό, καλύτερο, κάλλιστον, του ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ

-Σ’ ελεύθερη απόδοση από ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ –

Ποιητικό εργαστήρι – Καλό, καλύτερο, κάλλιστον :
( βασισμένο στο βιβλίο: Τι είναι καλή λογοτεχνία, 2004, του H.D. Gelfert, freie Universitaet Berlin )

Ακόμα και σήμερα, πάνω από δυο εκατονταετηρίδες λατρείας του «μεγαλοφυούς» κατά τον 18. αιώνα, υπάρχει ευρέως διαδεδομένη η άποψη, ότι η τέχνη είναι αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης, θεόπνευστης δημιουργικής πράξης. Πριν την εμφάνιση αυτής της αντίληψης, ζωγράφοι, γλύπτες και μουσικοί θεωρούσαν τους εαυτούς των περισσότερο ως τεχνίτες, που τηρούσαν κανόνες βατούς στην εκμάθηση. Ακόμα κι οι ποιητές, που είχαν ένα λόγο παραπάνω να νιώθουν ως εμπνευσμένοι δέκτες άνωθεν δωρεάς, θεωρούσαν τους εαυτούς των ως «ποιητές» με τη σημασία ότι έφτιαχναν κάτι. Όποιος ανοίγει μια Ανθολογία και διαβάζει τα ωραιότερα ποιήματα της γερμανικής λυρικής ποίησης, δεν υποπτεύεται τα προστάδια επεξεργασίας, που διάνυσαν αυτά τα δημιουργήματα για να φτάσουν στην τελική τους μορφή. Πόσο κοπιώδη ψιλοδουλειά εμπεριέχει η δημιουργική διαδικασία, το αντιλαμβάνεται κανείς μόνο όταν έχει μπροστά όλη τη σχετική προεργασία. Κι αυτό μπορεί πιο εύκολα να διαφανεί, αν παρακολουθήσουμε στη συνέχεια τη διαδικασία διαμόρφωσης ενός συγκεκριμένου ποιήματος, που προσμετράται στα γνωστότερα και αξιολογότερα του γερμανικού λυρισμού.
Θ’ αναφερθούμε όμως πρώτα στο θέμα: Πρόκειται για μια κρήνη σε τρία επίπεδα. Από το κέντρο μιας κυκλικής λεκάνης ριπή νερού εκτοξεύεται προς τα πάνω. Στη συνέχεια πέφτει, όπως αναμένεται, και γεμίζει τη λεκάνη που βρίσκεται από κάτω. Από εδώ το νερό ξεχειλίζει και γεμίζει αλληλοδιάδοχα, σε χαμηλότερα επίπεδα, μια δεύτερη και μια τρίτη λεκάνη, όπου μέσω μιας μη ορατής αντλίας επαναλαμβάνεται εκνέου η ίδια τροχιά. Μια τέτοια εικόνα κλειστού συστήματος, όπου μια κίνηση σταθερά επανέρχεται και επαναλαμβάνει τον εαυτό της, μας εντυπωσιάζει , ώστε να θέλουμε να την εκφράσουμε ποιητικά. Κι επειδή η ποίηση διαφορετικά απ’ ό,τι η ζωγραφική, πέρα απ’ την περιγραφή μπορεί να αποδώσει και τη ροή του χρόνου, θα προσπαθήσουμε να παραστήσουμε γλωσσικά την ανάπτυξη της πορείας του νερού της πιο πάνω κρήνης.

Διακρίνουμε πέντε φάσεις δράσης, για τις οποίες απαιτείται η ανεύρεση της κατάλληλης ποιητικής έκφρασης. Τον συριγμό της απότομα εξερχόμενης υδάτινης ριπής θα μπορούσαμε να κάνουμε πιο αισθητό, βάζοντας ένα ρήμα έντονης κίνησης στον πρώτο στίχο. Τούτο γίνεται ακόμα πιο αισθητό με τη συχνή χρήση ηχητικά κατάλληλων φθόγγων. Επειδή τώρα το νερό συνεχίζει να πέφτει διακεκομμένα από τον ένα στον άλλο χώρο υποδοχής, πρέπει και η ροή του λόγου να γίνει με αντίστοιχες ανακοπές. Για να εκφραστεί ο χαρακτηριστικός εκείνος ήχος της εκτοξευόμενης υδάτινης μάζας, αλλά και το απαλό θρόϊσμά της όταν ξεχειλίζοντας κυλά σε χαμηλότερο επίπεδο, θα χρησιμοποιούσαμε στην πρώτη περίπτωση φθόγγους ιδιαίτερα ψηλής συχνότητας, ενώ στη δεύτερη απαλούς ρινικούς και υγρούς φθόγγους. Όσο για τη γλωσσική διαμόρφωση μιας τέτοιας ταχύρρυθμης κυκλοφορίας, θα επιλέγαμε ανάλογα γοργή ακολουθία πολλαπλών και σύντομων προτάσεων ( με συχνή χρήση του συνδετικού «και»).
Εντούτοις δεν είναι και τόσο εύκολο να γίνει ένα ποίημα, που να ανταποκρίνεται σε όλα όσα περιγράψαμε παραπάνω. Ο Conrad Ferdinand Meyer, συγγραφέας του υπό συγκριτική ανάλυση ποιήματος, χρειάστηκε 22 τόσα χρόνια για να το καταφέρει. Ας αρχίσουμε από την πρώτη γραφή του:

Ρώμη: Συντριβάνι ( 1860 )

Ριπή νερού βγαίνει απ’ την κρήνη
και σε μαρμάρινο πέφτει λαγήνι.
Το σκοτεινό νερό υπερχειλίζει
και να ρέει σε κογχύλι αρχίζει.
Μα το κογχύλι κι αυτό πλημμυρίζει
και λεκάνη χαμηλά γεμίζει.
Το καθένα παίρνει αλλά και δίνει
και όλα νιώθουνε μεστά και πλήρη.
Κι αν κάθε φάση τελεί εν κινήσει,
η όλη εικόνα – μια ήρεμη φύση.

Σ’ αυτή την πραγμάτωση, το ποίημα δύσκολα θα’ μπαινε σε μια Ανθολογία. Ακούοντάς το έχει κανείς την εντύπωση, ότι πρόκειται για μια διαδικασία σε πέντε φάσεις, επειδή οι στίχοι ομοιοκαταληκτούν σε ζεύγη που το καθένα λειτουργεί ως μια αυτόνομη ενότητα. Ούτε η ξαφνική εκτόξευση του νερού, μήτε η αλλαγή από τον συριγμό και το έντονο κελάρυσμα στον απαλό παφλασμό βρίσκουν την ανάλογη έκφραση. Γενικά το ποίημα φαίνεται χωρίς έμπνευση και φτιαγμένο εργαστηριακά. Προφανώς ο ποιητής δεν έμεινε ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα, αφού δυο χρόνια αργότερα έδωσε μια δεύτερη γραφή, την ακόλουθη:

Η κρήνη ( 1862 )

Ριπή νερού πηδά απ’ την κρήνη
σε φωτεινό κογχύλι πέφτει με δίνη.
Και το κοχύλι σαν ξεχειλίσει
σε τάσι χύνεται, που πλημμυρίζει
κι άλλη λεκάνη χαμηλά γεμίζει.
Ενέχει επάρκεια η κάθε φάση
συνέχεια παίρνοντας ό,τι έχει χάσει.
Κι αν όλες φαίνονται εν κινήσει,
η όλη εικόνα- μια ήρεμη φύση.

Εδώ η ροή του λόγου δεν παρουσιάζει διακοπές, αλλά με ενιαία ανάπτυξη οδηγείται στην τελική εικόνα. Οι τρεις υποδοχείς νερού διαχωρίζονται με βάση το μέγεθος, σε «κογχύλι», «τάσι» και «λεκάνη». Δεν μπορεί εντούτοις να παραβλέψει κανείς μια ισομετρική μονοτονία, επειδή ο στίχος εξακολουθεί να ομοιοκαταληκτεί κατά ζεύγη, με αποτέλεσμα την αίσθηση μιας διαχωριστικής τομής ανάμεσά τους. Αλλά κι η αλλαγή από τον ηχηρό συριγμό στον συνακόλουθο ήπιο παφλασμό του νερού, δεν αποδίδεται με επαρκή σαφήνεια. Και μ’ αυτή τη γραφή, καθώς προκύπτει, ο ποιητής δεν έμεινε ικανοποιημένος, γι’ αυτό και δοκίμασε να το ξαναγράψει τρία χρόνια αργότερα. Για ν’ αποφύγει την ενοχλητική μονορρυθμία, αντικαθιστά τώρα την κοφτή κατά ζεύγη ομοιοκαταληξία, με σταυρωτή ρίμα. Έτσι δημιουργείται μια βατή και απαλή στιχουργική ροή, η οποία όμως πάλι μόνο γενικά αναπαριστά την κυκλοφορία του νερού της συγκεκριμένης κρήνης.

Η κρήνη ( 1865 )

Μια κρήνη σε κήπο ρωμαϊκό
βρίσκεται βαθιά κρυμμένη,
απ’ το μεσημεριάτικο σκληρό φως
τόσο καλά προφυλαγμένη.
Ριπή νερού κάθε τόσο ανεβαίνει
σε νύχτα δασύφυλλη και σκοτεινή
και σε λεκάνη ύστερα μπαίνει,
που ξεχειλίζει με ροή σιγανή.

Το νερό γοργά κατακλύζει
της δεύτερης λεκάνης την κοίτη,
που κι αυτή πλέρια γεμίζει
ξεχειλώντας μέσα στην τρίτη:

Η καθεμιά παίρνει και δίνει
κι επάρκεια νιώθουν όλες μαζί,
η κάθε φάση από κίνηση σφύζει
μα κι ησυχάζει την ίδια στιγμή.

Η επιλογή της μορφής που έγινε πιο πάνω δημιουργεί ένα καινούργιο πρόβλημα. Αφού το μέτρο των στίχων θυμίζει στροφή από το έπος Nibelungen, που πολυχρησιμοποιήθηκε τον 19. αιώνα σε μπαλάντες, ώστε ο αναγνώστης να αναμένει την ανάπτυξη δράσης αντί μια συμβολικά διαμορφωμένη εικόνα. Μόνο 17 χρόνια αργότερα πέτυχε ο ποιητής την τελική γραφή, που με πολύ λιτά μέσα ανταποκρίνεται πιο ολοκληρωμένα στις αρχικές μας προδιαγραφές για την ποιητική επεξεργασία του θέματος. Ας το διαβάσουμε επιτέλους, για να δούμε πόσο μας πείθει:

Η Ρωμαϊκή κρήνη ( 1882 )

Νερό απ’ την κρήνη ξεπηδά
και τάσι από μάρμαρο γεμίζει,
μα σύντομα κι αυτό ξεχειλίζει
σε δεύτερης λεκάνης την κοίτη.

Και σαν πλημμυρίσει κι αυτή
με παφλασμό εκρέει στην τρίτη…
Όμοια η καθεμιά παίρνει και δίνει-
και ρέει συγχρόνως, κι ακινητεί.

Όταν διαβάζει κανείς δυνατά αυτό το ποίημα, νιώθει καλύτερα τη γλωσσική αναπαράσταση της πορείας του νερού στις διάφορες φάσεις. Το απότομο τίναγμα του νερού αποδίδεται δραστικότερα με την τοποθέτηση ενός έντονα «κινητικού» ρήματος στον πρώτο στίχο…. Ακόμα και με λίγη άσκηση στην ανάγνωση ποίησης, διαισθητικά μπορεί κάποιος να νιώσει, πότε ένα ποίημα μορφικά είναι τελειότερο από ένα άλλο…Άρα, πρέπει να υπάρχουν κριτήρια που καθορίζουν τι είναι καλύτερο και τι λιγότερο καλό. Το γεγονός ότι η τέταρτη γραφή του ποιήματος της αισθητικής μας ανάλυσης ανευρίσκεται σε όλες τις Ανθολογίες Γερμανικής λυρικής ποίησης, ενώ οι προηγούμενες τρεις έχουν ξεχαστεί, αποτελεί μια ένδειξη αντικειμενικότητας κάποιων κριτηρίων. Το υποκειμενικό απλά γούστο δεν μπορεί να είναι φερέγγυο, καθοδηγητικό στοιχείο. Κι επειδή οι πρώτες τρεις δοκιμές ουσιαστικά έχουν το ίδιο περιεχόμενο όπως κι η τέταρτη τελική γραφή, η αισθητική ανωτερότητα της τελευταίας δεν μπορεί παρά να έγκειται στην τελειότερη της μορφή.

Υ.Γ. Ο Γερμανός αναλυτής επιχειρηματολογεί υπέρ της αισθητικής υπεροχής της τελευταίας εκδοχής, παρόλο που προσωπικά δεν είμαι σίγουρος αν είναι καλύτερη από την προτελευταία ( την 3. στη σειρά), για την οποία έχω μια προτίμηση.