“Η πέτρα” του Σοφοκλή Λαζάρου – σχολιάζει ο Ανδρέας Πετρίδης

Σοφοκλή Λαζάρου” Η  πέτρα
( Ενδοσκόπιο, 1961 )

-σχολιάζει ο Ανδρέας Πετρίδης

«Κανένας, ακόμα και από τους μεγάλους ποιητές του καιρού μας, δεν άφησε περισσότερα από έξη μέχρι οκτώ τελειωμένα ποιήματα. Τα υπόλοιπα μπορεί να είναι ενδιαφέροντα από τη σκοπιά της βιογραφίας και εξέλιξης του συγγραφέα, όμως καθαυτά, αυτόφωτα, πλήρη διαρκούς γοητείας είναι μόνο εκείνα τα λίγα. Γι’ αυτά λοιπόν τα έξη ποιήματα τριάντα με πενήντα χρόνια άσκηση, αγώνας και οδύνη». (Gοttfried Benn)

Πρέπει να ομολογήσω πως διαχρονικά με απασχόλησε πολύ το ειδικό βάρος του ποιήματος «Η πέτρα», γραμμένο πριν από σαράντα πέντε τόσα χρόνια από τον γνωστό Πάφιο ποιητή – και καθηγητή μου κάποτε- Σοφοκλή Λαζάρου. Μια ενδότερη πιεστική ανάγκη μ’ έσπρωχνε να μοιραστώ το αισθητικό φορτίο μιας γραφής που μ’ αιχμαλώτιζε πραγματικά. Έτσι, όσο κι αν άλλαξαν στο μεταξύ πολλά πράγματα, όσο κι αν ο ίδιος ο δημιουργός ταλαιπωρήθηκε κι αναλώθηκε στη συνέχεια σε μύριες τόσες υπαρξιακές αναζητήσεις, πιστεύω ακόμη και σήμερα πως το ποίημά του «Η πέτρα», της πρώτης εκείνης αισθητηριακής και πηγαίας πρόσληψης του κόσμου, είναι από τα καλύτερα που έχουν γραφεί στη σύγχρονη ποίηση του τόπου μας. Ας αρχίσουμε λοιπόν σιγά-σιγά την ερμηνευτική κι αισθητική του προσέγγιση.

Η πέτρα

Η γυμνή πέτρα ασπράδι ματιού που ξέχασε
Να δει τα μυστικά του κάμπου την αυγή
Σκοτώνει την επιθυμία να γιατρευτείς από τον τόπο σου.
Το φως, έπεσε απάνω της βαρύ.
Δεν το σκοτώνεις με χιλιάδες μαχαιριές
Δεν το σηκώνεις με χιλιάδες χέρια.

Στέρεος κι αρμονικός ο βηματισμός των στίχων στο αρχικό τούτο απόσπασμα. Καμιά έννοια και κανένας υψιπετής στοχασμός δεν μας παίρνει απ’ ευθείας από το χέρι, χωρίς να γίνει πρώτα εικόνα, μεταφορά και γενικότερα αίσθηση ζωής. Η λιτότητα δεν συγχέεται με την απλοϊκότητα, η ελλειπτικότητα δεν αναιρεί την εκφραστική καθαρότητα και ο ένας στίχος διαδέχεται τον άλλο υποβλητικά, ως μια συστοιχία κιόνων με στήριγμα στη γη και τάνυσμα στο αιώνιο υπαρξιακό δράμα. Αυτή η πέτρα δεν είναι τυχαίο σύμβολο μες στον δικό μας ανατολικο-μεσογειακό χώρο, με τη διαιώνια αμετακίνητη παρουσία της, την ανεξάντλητη στην κάψα του ήλιου αντοχή της και τη γύμνια της που δεν υπόσχεται. Στέκει στη μέση του κάμπου αντίθετα με την κίνηση και την αλλαγή, ως διαχρονική σκληρή μοίρα. Ο σπαρακτικά τραγικός στίχος «σκοτώνει την επιθυμία να γιατρευτείς από τον τόπο σου», σ’ αυτή τη μοίρα αναφέρεται. Συνειρμικά μας πάει στο «Μυθιστόρημα Ι» του Γιώργου Σεφέρη, όπου συναντούμε ένα ανάλογο κλίμα:

…Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή τον χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.

Δεν πρόκειται φυσικά για την ίδια ποιητική, αφού ο λόγος του Σεφέρη είναι στοχαστικότερος και πιο άμεσος, ενώ στον Σ. Λαζάρου – μέσω μιας κρυπτικής εικονοποιίας – διανοίγονται δρόμοι ερμηνείας αρχετυπικότεροι. Το ασπράδι ματιού, που κατακλύζεται εξουθενωτικά από το βαρύ φως της ηλιοφάνειας και του καθημερινού βιοτικού άλγους, εμποδίζεται στην ευδαίμονα και αποκαλυπτική θέαση του περιβάλλοντος κόσμου. Αυτή λοιπόν η καθηλωμένη μέσα στον κάμπο κι εγκλωβισμένη στη μοίρα της πέτρα αντιπροσωπεύει δίχως άλλο το πρόσωπο το καρτερικό και βασανισμένο του γενέθλιου χώρου, που κρατά ο ποιητής ως φυλακτό μέσα στο άσπιλο αρχειο-φυλάκιο της παιδικής μνήμης.
Προχωρούμε όμως παρακάτω, ακολουθώντας την ισορροπημένη εναλλαγή σκηνικού ενός ποιήματος με αρμονική αρχιτεκτονική ανάπτυξη. Γιατί ο Σ. Λαζάρου, πρέπει να παρατηρήσουμε, έχει επαρκή την αίσθηση των διακειμενικών αναλογιών και της συνολικής ενορχήστρωσης των επιμέρους. Έτσι, μετά από την πρώτη πυκνή και πολύσημη λυρική διατύπωση, γίνεται αναλυτικότερος στην επόμενη φάση, εγείροντας έστω κάποια ερωτηματικά και αμφιβολίες στον παρατηρητικό τεχνοκρίτη, αλλά δίνοντας ταυτόχρονα και την ευκαιρία στον αναγνώστη να χαλαρώσει μέσα από νοσταλγικές εικόνες αυθεντικής φυσιολατρείας. Εδώ, με κεντρικό άξονα τον ήλιο και τη διαλεκτική αντιθετική πρόσληψη της ενέργειας που εκπέμπει, απολαμβάνουμε ωραίους και σφριγηλούς στίχους από μορφές ζωής μιας αλησμόνητης εποχής. Παραθέτω ένα δείγμα:

Βγάζει χιλιάδες κόκκινα βελόνια που κεντούνε
Το ιδρωμένο μέτωπο του χωρικού
Στραγγίζει το σάλιο του διψασμένου λαρυγγιού
Πήζει το αίμα των πληγών που χάσκουν σαν τα νεροπήγαδα
Στα κορμιά που δουλεύουν μεροκάματο να ξεχρεώσουν.

Η επίμοχθη καθημερινότητα του κόσμου της Κύπρου, όπως τη θυμόμαστε ακόμα οι πιο παλιοί, στήνεται από τον ποιητή με εκφραστική δεξιοτεχνία και πειστικότητα. Όμως ο Σ. Λαζάρου στοχεύει πολύ πιο πέρα από ωραιόλογες ηθογραφικές αναπαραστάσεις. Είναι αλήθεια ότι η μεταφορά και η εικόνα του χαρακτηρίζονται από καιριότητα και ενάργεια, τα στοιχεία όμως αυτά είναι μόνο τα μέσα της καθόλου ενορχηστρωτικής του προσπάθειας. Το περαιτέρω ξετύλιγμα του νήματος μας επαναφέρει στο αρχικό σύμβολο της γυμνής πέτρας, υπερβαίνοντας συνειδητά τον απλώς αντικειμενικό προσδιορισμό της και εστιάζοντας κυρίως την προσοχή στη σχέση της με την ανθρώπινη παρουσία και την υπαρξιακή περιπέτεια.

Η γυμνή πέτρα
Που δεν τη νοιάζει να κοιτάξει στον ορίζοντα τη μπόρα
Και το πουλί στη ράχη της κυνηγημένο ζητώντας ένα φόρεμα
Ταρακουνάει την ουρά του τρομαγμένο
Γύμνωσε τη ψυχή μας από περιττά στολίδια.

Αποτελεί μια δυνατή κορύφωση το πιο πάνω κομμάτι, γιατί οδηγεί τη σύνθεση σε μια πύκνωση με ιδιαίτερο βάθος και αισθητική δυναμική. Το οντολογικό δέος, που νιώθουμε προς στιγμή να μας προκαλεί, εκτονώνεται λυτρωτικά μέσω της ποιητικής μαγείας. Με τον κομβικό στίχο «Γύμνωσε τη ψυχή μας από περιττά στολίδια», ξαλαφραίνουμε έστω παροδικά από ένα απροσδιόριστο άλγος. Μας διαπερνά η διάθεση ν’ αντικρύσουμε με διαφορετική ματιά τις αγωνίες μας, για να μπορέσουμε να επαναπροσδιορίσουμε την ύπαρξή μας. Και στο μέτρο της θνητότητας να ευδαιμονήσουμε. Κι αν τούτο στις συγκαιρινές συνθήκες φαντάζει λιγάκι δύσκολο, ο ποιητής υπερβαίνοντας το φράγμα του χρόνου ανασύρει απ’ τη μνήμη τη μυθική σχεδόν εποχή, όπου κατά τον Σεφέρη «ανοίγουν τα επουράνια κι ειν’ όλα μπορετά». Ας δούμε όμως τους σχετικούς με την περίπτωση στίχους του ποιητή της «Πέτρας», που αποτελούν την επόμενη και προτελευταία κίνηση στην ανάπτυξη της σπουδαίας αυτής λυρικής σύνθεσης.

Το ποτάμι που ακινητεί στην όχθη με τα βούρλα
Περιμένοντας τη νύχτα να κοιμηθεί αγκαλιά με τ’ άστρα
Περιμένοντας τη νύχτα να παίξει έρωτα με τις νεράιδες
Που θα ‘ρτουν αγκαλιά με το φεγγάρι
Το ποτάμι που κυλώντας στα βότσαλα
Γαρ-γαρ-γαρ τραγουδάει το γέλιο των ανθρώπων
Ήταν μια περιπέτεια κι ένα στολίδι της έφηβης ψυχής μας.

Αυτή τη συναρπαστική «περιπέτεια της έφηβης ψυχής μας» αναπολεί και νοσταλγεί ο δημιουργός. Κι επειδή ακριβώς ξέρει πως ό,τι πέρασε δεν επιστρέφει πια, το αναπαριστά με την τέχνη του, δίνοντάς του καλλιτεχνική μορφή και παραδίνοντάς το στην αθανασία. Στο καταληκτικό μέρος του ποιήματος η ατμόσφαιρα γίνεται στοχαστικότερη, με τον ίδιο τον ποιητή να κάνει τον τελικό απολογισμό:

Δεν είναι τούτος λόγος να σε πούνε τόπακα ή κλειστομάτη
Όταν παίρνεις το χρέος της πέτρας
Όταν η πέτρα είναι η μοίρα σου
Κι ο ήλιος σε κάνει να ξεχνάς την πλερωμή του κάμπου:
Είναι μέρες, που ο Θεός σπέρνει σε μας τον ήλιο
Όπως ο σποριάς σπέρνει το ξανθό σιτάρι.
Ένα κομμάτι φως το τρως με βουλιμία.

Έχοντας πια κατακτήσει τη σοφία της γνώσης και της εμπειρίας, ο Σοφοκλής Λαζάρου δηλώνει καταφατικά την ταύτιση με τον τόπο του και την κοινή που τους ενώνει μοίρα. Έμπλεος πίστης και γαλήνης εκφράζει κλείνοντας, με αδρές και μεστές εικόνες, την εσωτερική του πληρότητα και ικανοποίηση για τα δώρα της ζωής που γενναιόδωρα μοιράζει η θεϊκή χάρις. Η ποιητική πράξη μπόρεσε τελικά αισίως να πραγματωθεί.

 

Εισαγωγή στο βιβλίο “Ποιητές και Ποιήματα- Μια εμπειρική Αισθητική”

Εισαγωγικό σημείωμα στο βιβλίο  “Μια Εμπειρική Αισθητική”- του ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ

Κύριος σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η ερμηνευτική και διαισθητική διείσδυση εκεί, όπου το αισθητικό φαινόμενο εμφανίζεται σε κατάσταση γέννας ( status nascendi ). Δηλαδή ως ευχάριστη αισθητή αντίληψη, απορρέουσα από την αναγνώριση της μορφής ( ίδε Επίμετρο, στο τέλος του βιβλίου ).

Ακόμα κι αν τούτο δεν διαφαίνεται με την πρώτη ματιά σε όλα κείμενα που εμπεριέχονται στο βιβλίο, προβάλλει πιστεύω με ενάργεια η προσπάθεια να διερευνηθεί με πρακτικά εμπειρικό τρόπο η δημιουργική διαδικασία…Να εντοπιστεί η πηγή της αισθητικής ηδονής εκεί, όπου το ποίημα διαφέρει από τα μη ποιητικά κείμενα: δηλαδή στη γλωσσική μορφοποίηση.
Ένα πλεονάζον, μορφικά αξεπέραστο υπόλοιπο, αποτελεί όπως ξέρουμε πρόβλημα. Απαιτείται λοιπόν από τον επαρκή δημιουργό μια πλήρως διαμορφωμένη, αλλά και αναγνωρίσιμη γλωσσική φόρμα. Προσθέτει σίγουρα αξία και η διάνοιξη χώρων με συνειρμούς υπερβατικότερους. Πέραν όμως τούτων ισχύει αναντίρρητα μια βασικότερη προϋπόθεση: Η άφθορη και αυθεντική γλώσσα. Γιατί όλα τα άλλα μπορεί να τα πετύχει κι ένας χαρισματικός επίγονος. Όμως είναι η αυθεντικότητα της φωνής, που στηρίζει τον ποιητή και τον διασώζει, ακόμα κι όταν παρουσιάζει ενίοτε ανισότητες και δομικές αδυναμίες. Όταν λείπει αυτή, ο αναγνώστης βγαίνει μουδιασμένος – και δεν αντισταθμίζει οποιοσδήποτε υψιπετής στοχασμός ή μια άρτια τεχνική.

Οι επιλογές των ποιητών, των οποίων αντιπροσωπευτικά λήμματα σχολιάζονται σ’ αυτό το βιβλίο, δεν έχουν γραμματολογικά αξιολογικό χαρακτήρα. Προέκυψαν αυθόρμητα και σε μάκρος χρόνου ( τα δε κείμενα ακολούθησαν κατά κανόνα σειρά αντίστροφη από τον χρόνο γραφής των ) . Η επικέντρωση μάλιστα είναι πιο πολύ πάνω στα συγκεκριμένα ποιήματα, παρά στα ονόματα με το πραγματικό ή το τρέχον εκτόπισμά τους. Επίπονη εξάλλου και διαρκής ήταν η προσπάθειά μου, να κρατηθεί μια καλή αντιστοιχία των δειγματολογικών καταθέσεων με την ουσία των κριτικών προσεγγίσεων. Οι προσεγγίσεις αυτές, είναι σημαντικό να αναφέρω, δεν έχουν ποσώς φιλολογικό χαρακτήρα. Εκκινούν από μια αγαπητική σχέση με τα ποιητικά κείμενα, από τα οποία διαρκώς αιμοδοτούνται και δημιουργικά διαμορφώνονται. Η επιμέρους εστίαση αφορά στην καλύτερη ανάδειξη των κρυφών πηγών και των προεκτάσεων, που διανοίγονται. Αποβλέπει επίσης στον αισθητικό φωτισμό υποδειγματικών κορυφώσεων, σε αντιδιαστολή με πιο αδύνατες πλευρές εκάστου δημιουργού. Ορισμένες μάλιστα φορές αποτολμούνται τεκμηριωμένα και γενικότερες αποτιμήσεις.

Σ’ αυτή την αμοιβαίας επικοινωνίας διεργασία, θεωρώ τα κείμενα που ακολουθούν αξεχώριστα από την ποίηση, που τους έδωσε το πρώτο λάκτισμα. Ακόμα και κάποιες αναφορές θεωρητικής υφής παίρνουν το οξυγόνο της αλήθειας και της φρεσκάδας των από τα ποιήματα, που σχολιάζονται άμεσα.

Ως προς το γλωσσικό τώρα ύφος που χρησιμοποίησα, χρωστώ μια διευκρίνιση. Ανήκε στην πρόθεσή μου να κρατήσω μια εκφραστική αμεσότητα, ακόμα και εκεί, όπου έπρεπε ν’ ανταποκριθώ σε λεπτές και σύνθετες ερμηνευτικές προκλήσεις. Κι αυτό με βοήθησε, πιστεύω, να μιλήσω με περισσότερη σαφήνεια και παραστατικότητα. Ενισχυτικό της ορθότητας μιας τέτοιας επιλογής, μου ήρθε αργότερα κι ένα σοφό δοκίμιο του Θ.Δ. Φραγκόπουλου, από τον τόμο «Κριτική της Κριτικής», Αθήνα 1978. Είναι χρήσιμο να καταθέσω ένα του απόσπασμα από το υποκεφάλαιο «Η πειραματική επιβεβαίωση της σαφήνειας»:

…Ωστόσο, φοβάμαι πως, στην τεχνική της συγγραφής του δοκιμίου, ελλοχεύει κάποιος κίνδυνος. Από πολλούς, που υπηρετούν τη δοκιμιογραφία, έχει αναπτυχθεί ένας τρόπος γραφής, που θα τολμούσα να τον ονομάσω «τεχνολογικό». Έχει για χαρακτηριστικά του κάποια ακαμψία στην έκφραση, κάποια εκζήτηση στο λεξιλόγιο, και κάποια θελημένη διατυπωσιακή συσκότιση. Για να θεωρηθεί ένα δοκίμιο «σοβαρό» οφείλει να είναι, κατά τους εραστές αυτής της γραφής, βαρύγδουπο, γριφώδες, σκοτεινό. Όσο πιο δύσκολη είναι η σύνταξή του, τόσο το καλύτερο…

 

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ –  του  ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ

για το “Εξ Αφορμής – Αισθητικές Προσεγγίσεις”

Το βιβλίο αυτό με τις Αισθητικές Προσεγγίσεις έργων μιας πλειάδας σύγχρονων Κυπρίων ποιητών,* έχει ως προτεραιότητα τον αισθητικό φωτισμό συγκεκριμένων ποιητικών επιτεύξεων, μέσω μιας κατά κύριον λόγο μορφοκεντρικής προσέγγισης. Στη βάση μιας τέτοιας θεώρησης (ίδε Επίμετρο στο τέλος του βιβλίου) γίνεται προσπάθεια δομικής κι ερμηνευτικής θεμελίωσης του αισθητικού φαινομένου στην ποίηση γενικότερα.
Με δεδομένη την πιο πάνω βασική στοχοθέτηση, οι επιλογές που έγιναν δεν έχουν κατά κανόνα αξιολογικό χαρακτήρα. Προέκυψαν, πρέπει να ομολογήσω, περισσότερο από συγκυριακές αναγνωστικές γνωριμίες ή και προκλήσεις, που αντιμετώπισα στη διαδρομή μιας στενής κι αγαπητικής σχέσης με σημαντικό μέρος της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας. Διαμόρφωσα έτσι αργά μα σταθερά κρίσεις και συναισθήσεις σε κείμενα, αντλώντας κι αιμοδοτούμενος κάθε φορά από τις έμμορφες, πολύτροπες και πολύσημες εκφάνσεις του έργου ενός εκάστου. Και μπορώ να πω ότι ευδαιμονούσα πραγματικά, όχι ισορροπώντας μετέωρος σε θεωρητική γνωσιολογική σφαίρα, αλλά μετέχοντας κατά δύναμιν στην πρωταρχική και ριγηλή ανάπτυξη της δημιουργικής διαδικασίας.

Στις προθέσεις μου φυσικά δεν είναι ν’ αναλύσω ναρκισσιστικά τη δική μου μεθοδολογία, αφού το ζητούμενο δεν είναι η εστίαση σε μια ετερόφωτη και δευτερογενή εργασία (όση δόση κριτικής και λογοτεχνικής αλήθειας κι αν ενέχει). Κύρια επιδίωξή μου αντίθετα, αν ευδοκιμήσει τελικά, είναι η διάνοιξη επικοινωνίας του αναγνώστη με την βαθύτερη καλλιτεχνική αλήθεια των ποιητών και της συγκεκριμένης δημιουργίας των.

* Μέρος αυτών των δοκιμιακών εργασιών έχουν προδημοσιευτεί σε προηγούμενό μου βιβλίο (2010), με τον τίτλο ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ – Μια Εμπειρική Αισθητική. Η επαναφορά τους γίνεται μετά από περαιτέρω κριτική επεξεργασία και επιμέρους αλλαγές που έχουν προκύψει.

Ανδρέας Πετρίδης