“Ουδένα μισθόν έλαβεν” του Τ. Χατζηδημητρίου ( γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης )

ΤΑΚΗ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ : ΟΥΔΕΝΑ ΜΙΣΘΟΝ ΕΛΑΒΕΝ, έκδοση 2013
– Από Ανδρέα Πετρίδη

Το βιβλίο «Ουδένα μισθόν έλαβε», του Τάκη Χατζηδημητρίου, είναι αναφορά,μετά θάνατον, στον βίον και την πολιτεία του πατέρα του Ευστάθιου Χατζηδημητρίου. Η έκδοσή του δεν είναι απλά ένα μνημόσυνο στη μνήμη ενός αγαπημένου προσώπου της ιδιωτικής καθημερινότητας… Κι αυτό γιατί ο ήρωας της αφήγησης υπήρξε ζωντανή προσωπικότητα, που συμμετείχε ενεργά και για πολλά χρόνια, στα δρώμενα μιας ταραγμένης ιστορικής περιόδου. Μπήκε εθελοντικά στον ελληνικό στρατό με το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων, το 1912, κι αποστρατεύτηκε γυρίζοντας μόνιμα στην Κύπρο, το 1922, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Το μεγαλύτερο και πιο σπουδαίο παράσημο που έφερε μαζί του, ήταν οι αξέχαστες αναμνήσεις και το Φύλλον αορίστου αδείας, με την σπουδαία καταληκτική φράση: ΟΥΔΕΝΑ ΜΙΣΘΟΝ ΕΛΑΒΕΝ – που επιλέγηκε και ως τίτλος του.
Με καταγωγή την Πυργά της Μεσαορίας, από φτωχή αγροτική οικογένεια, συνηθισμένο φαινόμενο στην Κύπρο των αρχών του περασμένου αιώνα, και με φοίτηση μόνο στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ο Ευστάθιος ακολούθησε σύντομα τις επιταγές της ανήσυχης φύσης του. Κυνήγησε ενεργητικά και συνειδητά μια περιπετειώδη, αλλά κοινωνικά και εθνικά υποδειγματική πορεία, αφήνοντας αξιόλογη ηθική κληρονομιά στα παιδιά του και την πατρίδα του.
Ο πρώτος σταθμός ήταν η μετακόμισή του στην πρωτεύουσα, τη Λευκωσία, όπου προσαρμόστηκε με την φιλοπονία και την ευθύτητα του χαρακτήρα του. Επέπλευσε έτσι επαγγελματικά, αξιοποιώντας ευκαιρίες και κάνοντας φιλίες με βάθος και διάρκεια. Ανήσυχο πατριωτικό πνεύμα όπως ήταν, δεν μπόρεσε να μην ακούσει νωρίς τα αλυτρωτικά καλέσματα της ελληνικής ιστορίας. Γι’ αυτό κι ήταν από τους πρώτους που έτρεξαν να δώσουν ένα δυνατό και πολύχρονο παρόν στο εγερτήριο σάλπισμα των Βαλκανικών πολέμων. Τον Οκτώβρη του 1912, μαζί με πολλούς άλλους Κύπριους, ταξιδεύει με πλοίο στην Αθήνα, κι εγγράφεται ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό. Μια μεγάλη και συνταρακτική περίοδος της ζωής του αρχίζει. Οι σχετικά λιγοστές, γραπτές μαρτυρίες του, που ανευρίσκονται μετά τον θάνατό του αργότερα, είναι συγκλονιστικές. Μας μεταφέρουν, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, κάτι απ’ το άρωμα των αυθεντικών διηγήσεων του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Καταθέτω ένα απόσπασμα:

«Επήραμεν τες αετοράχαις.Μια φάλαγγα προς το Πιζάνι και μια άλλη προς τον Δρίσκο. Όταν πλησιάσαμεν τα φρούρια είχαν κανόνια βαριά, μας ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουμε νύκτα, πανικός , σκοτάδι, πολύς στρατός έφυγε προς τα Πέστα- και αξιωματικός ένας λοχίας ονόματι Λουτσάρης, παλαίμαχος του Κομιτάτου Μακεδονίας με τον Μελάν…»

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Ευστάθιος δεν είναι ομοιογενής, αλλά ένα κράμα των ακουσμάτων που έχει βιωματικά αποθησαυρίσει. Το ύφος του όμως είναι εύκολα αναγνωρίσιμο, στοιχείο γνήσιας και αυθεντικής ιδιοσυγκρασίας. Είναι κρίμα που οι περιστάσεις δεν τον ενθάρρυναν να γράψει πολύ περισσότερα, γιατί όλα όσα έζησε αποκτούν μιαν άλλη λάμψη μέσα από τον πρωτογενώς βιωματικό λόγο του.
Κάπου αλλού, αναφερόμενος πάλι στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Ηπείρου, διηγείται παραστατικά και με πολυ γλαφυρό τρόπο:
«Εφτάσαμεν εις το Τεπελένι, χωργιόν του Αλή Πασά. Μέχρι εκεί εδόθην διαταγή να προχωρήσουμε…Το Τεπελένι ένα χωργιόν μικρόν με ένα φρούριον κτισμένο εις το άκρον του χωργιού, κτισμένον από τα νερά του ποταμού Αώου και έχει εμβαδόν 500 μέτρα όλο πέτρα πελεκητή, εις τας 4 γωνίας έχει ψηλά και μια σκοπιά, όπου τη φύλαγαν. Μέσα έχει κτισμένο το τζαμί του, το ανάκτορόν του, διάφορα σπίτια της υπηρεσίας. Από μέσα από το φρούριον προς τον ποταμόν έχει πολλά πονδρόμια, δεν ξέρω πόσα, με πολλά σκαλιά μέχρι το νερόν, διότι ένας τοίχος είναι κτισμένος από το νερόν του ποταμού. Εκατέβηκα κάτω, είναι περί τα είκοσι σκαλιά μέχρι κάτω από την υγρασίαν του νερού, (λέγω μόνος) πόσοι εδώ μέσα εσαπίθηκαν και έλιοσαν! »

Οι καταγραμμένες αναμνήσεις του Ευστάθιου Χατζηδημητρίου βρέθηκαν και αξιοποιήθηκαν από τον συγγραφέα του βιβλίου- και υιόν του- Τάκη Χατζηδημητρίου. Σταματούν δυστυχώς μέχρι τα γεγονότα των Βαλκανικών πολέμων, ενώ περαιτέρω πληροφορίες για τη συμμετοχή του Ευστάθιου στη Μικρασιατική εκστρατεία, προκύπτουν από κατοπινές προφορικές διηγήσεις ή συνεντεύξεις του ήρωα σ’ εφημερίδες. Είναι χαρακτηριστικά κάποια σχόλια, που κάνει με συγκίνηση ο Τάκης, στο προλόγισμά του:

…Όσα ο πατέρας μου μας έλεγε τις μακρές νύχτες του χειμώνα, ή τις καλοκαιρινές βραδιές κάτω από την κληματαριά, μας εντυπώθηκαν βαθιά. Χρειάστηκε όμως να περάσουν χρόνια πολλά για να ξαναλογαριάσουμε όσα ακούσαμε, για να καταλάβουμε πόσο σημαντικά ήταν. Βρήκαμε ακόμη, ότι μας δημιουργήθηκαν πολλά ερωτήματα, όμως ο Ευστάθιος δεν ήταν πια ανάμεσά μας για να μας απαντήσει…

Διαβάζουμε ακόμα στον πρόλογο του βιβλίου για το σημαντικό, έστω και ολιγοσέλιδο, χειρόγραφο του Ευστάθιου, και τη προφανή του αξία:

Στο τετράδιο δεν μιλά μόνο για τους πολέμους. Περιγράφει τη ζωή στο χωριό του, την Πυργά της Μεσαορίας, τη μετάβασή του στην πόλη, τις συνθήκες ζωής στις αρχές του εικοστού αιώνα. Κι αυτό είναι που κάνει τη διαφορά: Πώς ένας νέος, με μόνο στοιχειώδεις γνώσεις των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, θεώρησε καθήκον του να πάει στην Ελλάδα να πολεμήσει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν πήγε σαν μισθοφόρος, αλλά ως άνθρωπος που υπάκουσε στη φωνή της συνείδησής του.

Ο συγγραφέας εκτιμά, ότι το χειρόγραφο του πατέρα του είναι η βάση και η εκκίνηση συγγραφής αυτού του βιβλίου. Αποτελεί τη ψυχή μιας εργοβιογραφίας, η οποία συμπληρώθηκε με επιπρόσθετη βιβλιογραφική συγκομιδή. Ανήκει στη συνθετική μαεστρία του Τάκη Χατζηδημητρίου, η άντληση διασταυρούμενων και ποικίλης υφής πληροφοριών για πρόσωπα και γεγονότα…Τα οποία εντάσσει αρμονικά στο κτίσιμο μιας ζωντανής και ολοκληρωμένης προσωπογραφίας. Οι πηγές του είναι συγκεκριμένες, μερικές από ιστορικά εγχειρίδια, κι άλλες – εξίσου ενδιαφέρουσες – από δημοσιευμένες συνεντεύξεις και λογοτεχνικά βιβλία. Όλα μαζι συνδομούνται όχι στεγνά και παρατακτικά, αλλά πολυεπίπεδα και με εκφραστική ευλυγισία… Τον πρόλογο ακολουθεί το χειρόγραφο, μετά το χειρόγραφο αντλούνται και αναφέρονται σημαντικά στοιχεία από ιστορικές μελέτες, όπως των Πέτρου Παπαπολυβίου και Δημήτρη Ταλιαδώρου. Παρεμβάλλονται ακόμα ως ζωντανό συμπλήρωμα επίκαιρες επετειακές αναδρομές, με απαντήσεις και σχόλια, που δημοσιεύονται σε Κυπριακές εφημερίδες (παράδειγμα οι συνεντεύξεις με τον Γιάννη Κατσούρη). Δεν μένουν επίσης αναξιοποίητες σημαντικές πολύτομες εκδόσεις από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, οι οποίες φωτίζουν και εντάσσουν στη μεγάλη εικόνα τα δραματικά γεγονότα των χρόνων εκείνων. Απ’ όλα τούτα σχηματίζει ο αναγνώστης πλούσια και αντικειμενική γνώση, αποκομίζοντας ιστορικά και ηθικά διδάγματα συγχρόνως. Διαβάζουμε κάπου, σε μια συνέντευξη που δόθηκε στην εφημερίδα ΑΓΩΝΑΣ:

Σαν έκλεισε ο πόλεμος στάληκα στο Δεμίρ- Ισά, που ήταν το Αρχιστρατηγείο μας, να πάρω ένα έγγραφο. Πέρασα πάνω από την τεχνητή γέφυρα του Στρυμώνα, που έφτιαξε ο στρατός μας, μια και χάλασε η κύρια γέφυρα, και πήρα το έγγραφο. Όμως κεί που περιεργαζόμουν τα γύρω, είδα κάτι κάρρα φορτωμένα με τραυματίες. Σ’ ένα μάλιστα απ’ αυτά νόμισα πως διέκρινα τον αδερφό μου ( Ευτύχιο σαββίδη ), που είχα να τον δω απ’ την Κύπρο! Πάντως δεν ήμουν σίγουρος, γιατί είχε τα μαύρα του χάλια…Τον πλησίασα. Η έκπληξή του είναι κάτι που δεν λέγεται. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε.Μείναμε εκείνο το βράδυ μαζί και τά’ παμε, και το άλλο πρωί χωριστήκαμε…

Ενδιαφέρον εύρημα προς ανάγνωσιν- συνάμα και κάποιαν χαλάρωσιν του αναγνώστη-, είναι και μια ακροστιχίδα, γραμμένη πάνω σε κάρτα, που γράφτηκε (χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες) για τον Ευστάθιο Ζατζηδημητρίου το 1920. Σχηματίζει τη λέξη ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ, και σας τη διαβάζω για να μπείτε για λίγο στο πνεύμα μιας άλλης μακρυνής εποχής:

Έφθασεν πάλιν η στιγμή να δης συ την Ελλάδα
Υπέρ την Δόξαν που φορεί ατίμητη στολή,
Στεφάνια Δόξης στέφουσι την εύμορφη Παλλάδα,
Τρανήν εις τόσην εύκλειαν που δεν έχει χολή.
Ανθείς λεβέντη στην ακμή για πόλεμον και πάλιν
Θεού είναι το θέλημαν Λεύθερη η φωνή
Ια να έχεις Αγαθών εις Άρεως αγκάλην
Οι γώριμοι το εύχονται: Τιμή χρυσή φωνεί,
Στέψε τον μοίρα μ’ εύχαρι της Δόξης το στεφάνι
νέος χρυσός εφάνη

Ο τότε Κυπριακός τύπος εκάλυπτε με ιδιαίτερο ζήλο τις επιδόσεις του Κυπριακού εθελοντισμού, κι αυτό διαφαίνεται καθαρά από λήμματα δημοσιεύσεων, που παραθέτει ο συγγραφέας του βιβλίου. Να, μια ανακοίνωση της εφημερίδας ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, προς το τέλος του πολέμου, ημερ. 16.11.22 :

Μεταξύ των αφιχθέντων Κυπρίων προσφύγων, ευρίσκεται και ο από του 1912 σχεδόν αδιαλείπτως υπηρετών εν τω Ελληνικώ Στρατώ, και επαξίως προβιβασθείς εις επιλοχίαν, κ. Ευστάθιος Χατζηδημητρίου. Παρηκολούθησεν τον Μικρασιατικόν πόλεμον σχεδόν απαρχής αυτού, τελευταίως μάλιστα ευρίσκετο μεταξύ του αιχμαλωτισθέντος Σώματος Κλαδά. Κατώρθωσε όμως ευτυχώς να αποδράση και να σωθή, ευρισκόμενος νυν εν τω λοιμοκαθαρτηρίω.

*

Ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό κεφάλαιο του βιβλίου ΟΥΔΕΝΑ ΜΙΣΘΟΝ ΕΛΑΒΕ, του Τάκη Χατζηδημητρίου, είναι και το πέρασμα του άγνωστου στον περισσότερο κόσμο ήρωα Ευστάθιου, στον χώρο της λογοτεχνίας. Το ήθος και η δράση του, αφού έγιναν πρώτα αντικείμενο θαυμασμού του άμεσου περίγυρου και ανθρώπων που τον έζησαν, ενσαρκώθηκαν σε ήρωες μυθιστορημάτων, απαθανατίζοντας έτσι το παράδειγμά του. Η κόρη του, γνωστή μυθιστοριογράφος Ήβη Μελεάγρου, τον ξαναζωντανεύει δίνοντάς του καθοδηγητικό για τον αναγνώστη ρόλο, στα πλαίσια των νέων ιστορικών προκλήσεων. Στο μυθιστόρημά της Ανατολική Μεσόγειος, οι αναφορές της – σημειώνει ο συγγραφέας, αναδύονται μέσα στις σελίδες από μόνες τους, σαν μια αναγκαιότητα. Δεν παίρνουν πολλές σελίδες, όμως αποτελούν αναφορές κλειδιά σε ανθρώπους και γεγονότα, που χρησιμεύουν για την κατανόηση και την εμβάθυνση της ιστορικότητας του έργου της. Και πολύ σωστά ο φίλος Τάκης, δίνει την και την ακόλουθη πειστική εξήγηση:
Τα γεγονότα που η κόρη του τώρα ζει, ο Ευστάθιος τα έζησε πριν πενήντα χρόνια. Η μεταφορά τους στα σημερινά είναι δύσκολη, αλλά κάνει και τα σημερινά εξηγήσιμα. Πώς εμπλακήκαμε σε πολέμους, πόσο μόνοι είμαστε στις δύσκολες ώρες, πόσα πάθη καλλιεργήθηκαν, και πόσα τραγικά περιστατικά τα συνόδεψαν !
Στα επίκαιρα αδιέξοδα των διακοινοτικών ταραχών και της απειλής ενός νέου πολέμου, η μεγαλοκόρη του Ήβη τον εντάσσει συχνά στην αφήγηση, αφήνοντάς τον μέσα από την πένα της, να μας ταξιδέψει αναδρομικά πέραν της ανιαρής καθημερινότητας και της προκαθορισμένη συμβατικής ζωής, που τόσο απέφευγε στη ζωή του ο Ευστάθιος. Σας διαβάζω μια δυνατή αφηγηματική σκηνή:

...Σαγγάριος, Αλμυρά Έρημος…φτάνουμε στα υψώματα της Άγκυρας. Εκεί διατάχτηκε οπισθοχώρηση…Χειμώνας, βροχές, χιόνια. ¨ολα κάτασπρα , βουνά δέντρα…δέντρα μεγάλα, σαν πολυέλαιοι, από την κορφή μέχρι τη γη κρουσταλιασμένα, σαν λαμπάδες…δέντρα; Πολυέλαιοι, φαντάσου! Νά’ ναι αληθινά όλ’ αυτά;…Τί τόποι!…Δάση πυκνά, αγριογούρουνα, λέει…θεόρατα βουνά, χιλιάδες κοπάδια…
Η συγραφέας είναι στιγμές που τον σταματά, θέλει να ρωτήσει, θέλει να μάθει, οδηγεί την εξέλιξη διαλογικά, εκφράζει απορίες που θέλουν απαντήσεις – μα αυτός φεύγει ολοένα μακρυά της.

Με την κατάρευση του Μικρασιατικού μετώπου λίγο αργότερα, και την αιχμαλωσία του ήρωά μας, ο Ευστάθιος είδε κάποια στιγμή ένα όνειρο, που προανάγγελλε την επιτυχή του απόδραση…Είχε γείρει, λέει, στον κορμό ενός πεύλου, κι έτσι όπως ήταν κατάκοπος αποκοιμήθηκε. Είδε στον ύπνο του να τον περιζώνουν φίδια, έτοιμα να τον κατασπαράξουν. Τότε ακριβώς εμφανίστηκε ένας γέρος με άσπρη γενειάδα, όπως ακριβώς στο εικόνισμα του Αποστόλου Ανδρέα, τον πήρε από το χέρι και του έδειξε προς την κατεύθυνση ενός ποταμού. Το όνειρο που είδε ήταν συμβολικό και καθοδηγητικό, γιατί τον ενθάρρυνε και τον βοήθησε τελικά να δραπετεύει, διακόπτοντας την αιχμαλωσία.
Στην Προτελευταία εποχή αναφέρεται κι η γενναία του στάση με το επαναστατικό κήρυγμα σ΄ένα παραλιακό καφενείο της Ραιδεστού της Ανατολικής Θράκης, που αποκάλυπτε μια τίμια , τολμηρή και ανιδιοτελή φυσιογνωμία. Ας δούμε πως αναπλάθει η συγγραφέας αυτή την κορυφαία στιγμή του: …Στη Ραιδεστό, που λες…ξέρεις τη Ραιδεστό, Ίων;…Στο καφενείο κοντά στη θάλασσα, γεμάτο στρατιώτες, ανέβηκα σ’ ένα τραπέζι, κήρυξα την επανάσταση, ζητωκραύγασα. Κι ο τόπος παντού σπιούνους…μ’ άρπαξαν…Έτσι παιδί, κι εσύ σαν τον παππού να μοιάζεις, να μη φοβάσαι. Όταν είναι για το σωστό και το δίκαιο…για καλό της πατρίδας, να μην κάνεις ποτέ πίσω…Σου αφήνω όρκο!…
Να σημειώσουμε ότι η αποστράτευσή του συνοδεύτηκε από την παραλαβή Φύλλου αδείας αορίστου διαρκείας, όπου αναγράφεται ότι έλαβε μόνον κατάσταση επιβίβασης και τριήμερον τροφοδοσίαν, και καταλήγει: «Ουδένα μισθόν έλαβε»
Όταν με χίλια βάσανα κατάφερε τελικά να φτάσει στην Κύπρο, οι άνθρωποι εκεί έζησαν συγκλονιστικές εκπλήξεις. Είπαν σκοτώθηκε ( γράφει κάπου στο βιβλίο της, η Ήβη)… Τον κλάψαν, του κάναν μνημόσυνα. Όταν γύρισε, τον έφερε στο χωριό του το τραίνο. Βγήκαν με τα εξαπτέρυγα οι παπάδες, κι όλα γύρω τα χωριά με σημαίες, τον υποδέχτηκαν στο σταθμό. Δεν έβαλε τα παράσημά του, τα είχε φυλαγμένα, και την ευζωνική στολή στο μπαούλο. Όλα τ’ άλλα χάθηκαν στην αιχμαλωσία..

Τα άλλα λογοτεχνικά έργα, στα οποία παρεισφρύει με τη δράση και τις αναμνήσεις του ο Ευστάθιος Χατζηδημητρίου, είναι Ο νέος με καλάς συστάσεις , του κουνιάδου του Λουκή Ακρίτα, και Στυλιανού Ανάβασις, του Γιάννη Κατσούρη. Και σ’ αυτά τα βιβλία δίνει άμεσα ή έμμεσα ένα καθαρό στίγμα, ενεργοποιώντας την ιστορική μνήμη σε ρόλους που κέρδισε με το σπαθί του χαρακτήρα και των πράξεών του. Έμεινε μέχρι τέλους ένας αγνός και ασυμβίβαστος στις αρχές του ιδεολόγος, που δεν έμεινε απαρατήρητος στην τροχιά που διέγραψε. Στον «Νέο με καλάς συστάσεις» του Λουκή Ακρίτα, γίνεται αντιπαράθεση δυο παλιών συμπολεμιστών, του Στακέα, που δέκα χρόνια μετά τον πόλεμο εξελίσσεται σε στεγνό, χωρίς αισθήματα κερδοσκόπο, και του Βαγγέλη ( δηλ. Ευστάθιου ), που παραμένει γνήσιος άνθρωπος, με πίστη στη φιλία και στην αλληλεγγύη.
Στην άλλη διήγηση, τη «Στυλιανού Ανάβαση» του Γιάννη κατσούρη, ο Ευστάθιος ευρίσκεται ανάμεσα παρελθόν και παρόν, ένα δυσάρεστο συγκρουσιακό δυστυχώς παρόν, όπου ο ήρωάς μας καταφεύγει σχεδόν καταναγκαστικά στων παράδεισο των αναμνήσεών του, του 12, του 15 και του 22 .

Η επιστροφή του Ευστάθιου από τον πόλεμο, σήμανε όχι απλά την επάνοδο του πολεμιστή σε έργα ειρήνης, αλλά και το τέρμα μιας μοναδικής και ανεπανάληπτης περιόδου της ζωής του. Ό,τι θα ακολουθούσε, θα ήταν πια κάτι το διαφορετικό. Γι’ αυτό εκλήσσεται και απορεί, που οι δυσάρεστες καταστάσεις επανέρχονται επικίνδυνα και απειλούν την ιδιαίτερή του πατρίδα. Γίνεται ολοένα πιο μοναχικός, αποσυρόμενος συχνά στη σταθερή ηρεμία του σπιτιού και της αυλής του, ανάμεσα στ’ αγαπημένα του πρόσωπα. Ας παρακολουθήσουμε λίγο την ωραία και τρυφερή περιγραφή αυτού του μικρόκοσμου: «Ένας κισσός σκέπαζε από τη μια μεριά τη μπροστινή βεράντα, κι απο την άλλη σε ψηλό υποστύλωμα το γιασεμί, στο τέλι του περιφράγματος με τις τριανταφυλιές. Μπροστά δυο θεόρατα πεύκα και πιο μέσα δυο φοινικιές. Στην άκρη του οικοπέδου μια μεγάλη δεξαμενή για το πότισμα των δέντρων, δυο συκαμιές στην είσοδο και παρακάτω λεμονιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές, συκιές, μεσπιλιές, ελιές, δυο κακόμοιρες μηλιές, μια γλυκολεμονιά πλάϊ στη ροδιά, που βρίσκονταν κάτω από το ντεπόζιτο, περιτριγυρισμένο από μια αναρριχητική μυρωδάτη τριανταφυλιά, το πιο δροσερό μέρος του κήπου τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες, και τον χειμώνα να παγώνει το νερό, όταν ξεχείλιζε το ντεπόζιτο, κάνοντας κρυστάλλους σαν σταλακτίτες, όπως δεν τους είδα ποτέ ξανά» Μπήκα επίτηδες σ’ αυτή την τρυφερή και οργιαστική περιγραφή, γιατί στη δική μου αίσθηση ξεχειλίζει αθωότητα και αγάπη, πραγματική αγάπη στον γενέθλιο τόπο, ένα άρωμα σαγηνευτικό που προσλαμβάνεται ως φωνή πατρίδας, κατά τον μεγάλο μας ποιητή, τον Σεφέρη.

Ο Τάκης Χατζηδημητρίου, με την έκδοση αυτού του βιβλίου, έκανε το οφειλόμενο χρέος του απέναντι σ’ ένα πατέρα, που το άξιζε και με το παραπάνω. Εκπλήρωσε όμως κι ένα χρέος απέναντι στην υπόλοιπη κοινωνία, που θα έχανε αλλιώς μια ιστορία ζωής ενός λαμπρού αγωνιστή και ανθρώπου. Τέτοιες υποδειγματικές περιπτώσεις ανδρών πρέπει να διασώζονται στη μνήμη για να εμπνέουν, στο μέτρο που τους αναλογεί, τις νεώτερες γενιές μας. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, ο αναγνώστης μαθαίνει, αλλά και συγκινείται. Προσωπικά συντάσσομαι ανεπιφύλακτα με τις τελευταίες αράδες της αφήγησης του συγγραφέα, που είναι επιγραμματικά συγκλονιστικές:
…Πόσο σπουδαίο είναι ένας πατέρας να πει μια ιστορία στα παιδιά του. Κι ακόμη πιο σπουδαίο, να είναι η ιστορία της δικής του ζωής!