Μεταφραστικό εργαστήρι – ο πάνθηρας του Ρίλκε- Ανδρέας Πετρίδης

 

O ΠΑΝΘΗΡΑΣ, του Ρ.Μ. Ρίλκε – 5 εναλλακτικές προτάσεις

Προλογικό Σημείωμα

Λαμβάνοντας υπόψη τον εργαστηριακό – δοκιμιακό χαρακτήρα της γραφής που ακολουθεί, και πάντα μέσα στο πλαίσιο μιας, έστω σιωπηρής, ενεργότερης επικοινωνίας μεταφραστή-αναγνώστη, επισυνάπτω σκόπιμα πολλαπλές μεταφραστικές προτάσεις για το ποίημα Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ, του Ρ.Μ. Ρίλκε, στις οποίες με μόχθο και πολλές ακόμα αμφιβολίες έχω καταλήξει. Το ελληνικό κείμενο – σε όλες τις εναλλακτικές επιλογές – πέρασε από δεκάδες βασανιστικές μικρο-αλλαγές, όχι πάντα εύστοχες και μόνιμα αποδεκτές. Υπήρξαν μάλιστα αρκετές περιπτώσεις όπου εκτέθηκα αχρείαστα, με τη ψευδαίσθηση ότι είχα πετύχει κάτι τελεσίδικο. Φεύ, όμως, ως μεταφραστικός Σίσυφος επανερχόμουν σχεδόν καθημερινά σε μια νέα αναθεώρηση. Ό,τι θα αναγνώσετε στη συνέχεια, ας ιδωθεί λοιπόν στο πνεύμα ενός ανοιχτού μεταφραστικού εργαστηρίου, που κατά τη γνώμη μου δεν τελειώνει ποτέ. Γιατί το άρτιο και το πλήρες μπορεί να συναντηθεί μόνο με την επιστροφή στο πρωτότυπο. Ας είναι όμως, αξίζει πιστεύω τον κόπο – και την περιέργεια ίσως – μια τέτοια πειραματική πνευματικήπρόκληση.

Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ του Ρ.Μ.Ρίλκε– 5 εναλλακτικές προτάσεις
ανοιχτό μεταφραστικό εργαστήρι

– 5 εναλλακτικές προτάσεις

α.1
Με τόσα κάγκελα ως να στριφογυρίζουν,
απόκαμε το βλέμμα του, εικόνα δεν κρατά.
Νομίζει χίλια κάγκελα τον περιτριγυρίζουν,
και παραέξω τίποτε, κόσμος κανένας πια.

α.2
Με τόσα κάγκελα ως να στριφογυρνούν,
εικόνα πια το βλέμμα του δεν συγκρατεί.
Νιώθει, σαν χίλια κάγκελα να ξεπηδούν-,
και παραπέρα τίποτε, όλα έχουν χαθεί.

α.3
Με τόσα κάγκελα το βλέμμα να τρυπούν,
εικόνα άλλη δεν μπορεί πια να κρατήσει.
Νιώθει, σαν χίλια κάγκελα να ξεπηδούν -.
πιο πέρα τίποτε, ο κόσμος έχει σβήσει.

α.4
Μέσα στα κάγκελα καθώς στριφογυρίζει,
απόκαμε το βλέμμα του, χάσκει αδειανό.
Τον περιζώνουν χίλια κάγκελα, νομίζει,
και παραπέρα ο κόσμος του ένα κενό.

α.5
Μέσα στα κάγκελα καθώς στριφογυρίζει,
απόκαμε το βλέμμα του, εικόνα δεν κρατά.
Τον περιζώνουν χίλια κάγκελα, νομίζει,
και παραπέρα τίποτε, o κόσμος σταματά.

β.1
Ο απαλός βηματισμός – στέρεος λυγερός,
σε κύκλο πιο μικρό κάθε φορά σαν μπαίνει,
είναι σαν κάποιας δύναμης κλειστός χορός,
όπου μια θέληση ισχυρή βαθιά σωπαίνει.

β.2
Η απαλή περπατησιά, στέρεο βήμα οικείο,
σε κύκλο πιο μικρό καθώς πάντα περνά,
μοιάζει χορός εκστατικός σ’ ένα σημείο,
όπου μεγάλη θέληση σε λήθαργο σιωπά.

β.3
Η απαλή περπατησιά, με δύναμη με νάζι,
σε κύκλο πιο μικρό καθώς πάντα περνά -,
στροβίλισμα χορού πεισματικό φαντάζει,
με κέντρο θέληση ισχυρή, που πια σιωπά.

β.4
Η απαλή περπατησιά, ευλύγιστη μεγάλη,
σε κύκλο πιο μικρό καθώς πάντα περνά,
μοιάζει με ακατάλυτη χορευτική αγκάλη ,
γύρω από θέληση ισχυρή, που πια σιωπά.

β.5
Το απαλό του βάδισμα, στέρεο βήμα λυγερό,
σε κύκλο πιο μικρό κάθε φορά σαν μπαίνει,
μοιάζει χορός μιας δύναμης γύρω από κέντρο,
όπου μεγάλη θέληση σε λήθαργο σωπαίνει.
γ.1
Κάποτε μόνο του ματιού αθόρυβα ανοίγει
το παραπέτασμα. Μια εικόνα μέσα ορμά,
τα μουδιασμένα μέλη ριγηλά τυλίγει,
και σβήνει μέσα στην καρδιά.

γ.2
Κάποτε μόνο του ματιού αθόρυβα γλιστρά
το παραπέτασμα. Μέσα μια εικόνα αφήνει,
τη φορτισμένη των μελών σιγή διαπερνά,
και στην καρδιά για πάντα σβήνει.

γ.3
Κάποτε μόνο του ματιού ξάφνου ραγίζει
το παραπέτασμα. Μια εικόνα μέσα ορμά,
τα τεντωμένα μέλη σιωπηλά διασχίζει,
και πάει και σβήνει στην καρδιά.

γ.4
Κάποτε μόνο του ματιού η αυλαία ανοίγει
αθόρυβα. – Και μια εικόνα μέσα ορμά,
τα τεντωμένα μέλη σιωπηλά τυλίγει,
και πάει κα σβήνει στην καρδιά.

γ.5
Κάποτε μόνο του ματιού η αχλή σκορπά
αθόρυβα.- Να μπει μια εικόνα αφήνει,
τα τεντωμένα μέλη ριγηλά διαπερνά,
και στης καρδιάς τα βάθη σβήνει.

Υστερόγραφο: Όπως πολύ εύκολα συνάγεται από τα παραπάνω, αυτή η προσπάθεια μετάφρασης του ΠΑΝΘΗΡΑ, του Ρ.Μ. Ρίλκε, δεν έκλεισε, αλλά στις ερμηνευτικές λεπτομέρειες η τελική έκβαση ( αν υπάρχει) εκκρεμεί. Το ίδιο το ποίημα, ως μια σημαντική στο είδος της δημιουργία – αλλά κι η σχετική ισχύς μιας μετάφρασης – με ενθαρρύνουν να εκθέσω αυτά τα κείμενα σε ανοιχτό μεταφραστικό εργαστήρι. Όχι τόσο από σεβασμό στην ενδεχομένως διαφορετική- κατά περίπτωση – ευαισθησία του αναγνώστη, αλλά περισσότερο από την αμηχανία επιλογής ( ή απόρριψης ) ενός απρόβλεπτα πολύμορφου αποτελέσματος. Και για να χαλαρώσουμε λιγάκι: ας λειτουργήσει στο κάτω κάτω μια τέτοια πολυμορφία- ως παιγνίδι και άσκηση εκφραστικών δυνατοτήτων στην καθόλου μεταφραστική αναγραφή του ποιήματος.

Ο ποιητής Παναγιώτης Νικολαϊδης- από Ανδρέα Πετρίδη

Η περίτεχνη απόσταξη του Παναγιώτη Νικολαϊδη
Λάξεμα φόρμας σε άσκηση βάθους

Μέσα σαλεύει το καρφί
Στο κύτταρο με πολεμά
με αφαιρεί και σβήνω

Γίνομαι χώμα και νερό
Να πάρω σχήμα φωτεινό
Ν’ ανοίξω μές στον ήλιο

*
Πάντα υπάρχει ένα ποίημα ένα ποτάμι ένα πουλί
Κάθε νύχτα το πουλί ξεδιψά στο ποτάμι
κι ύστερα κρύβεται βαθιά μέσα στο ποίημα
Κάθε πρωί ξυπνά στο γαλάζιο

*
Η νύχτα γυμνάζει τα όνειρα
Υφαίνει το ασημένιο δίχτυ του νερού
Έτσι κατοίκησες στο χέρι μου
Στην ανοιχτή παλάμη
Άναψες
πέρασμα υγρό
αποτυπώματα πουλιών
διαδρομή πολυσύλλαβη

Εγκλιτικό μου σώμα εύφλεκτο
σε ποιά γραμμή θα πληγωθείς

*
Γυρόν-γυρόν κατάμαυρα βουνά
τζι ο ουρανός στα ύψη
τ’ αστέρκα πάνω λάμπουσιν
το φως τους εν θα λείψει
Έτσι εν τζι η αγάπη μου
νεφανταρκά μϊάλη
ράβκει με φως τζιαί θάνατον
της μαύρης γης τ’ αρφάλλιν

*
Ευκάλυπτα τα όνειρα
Σαν ίαμβος καθρέφτης

*
Όσο και να τεντώνω
δέρμα του καιρού
βαθαίνουν στο σώμα οι ρωγμές
φλέβες στεγνώνουν
Όσο και να λυγίζω
κόκκοι θανάτου
διαστέλλουν την όραση
Κι όμως αόρατη χορδή
ρυθμός ζεστός
βαθιά μές στο σηκώτι
Είναι που σε περίμενα στα χείλη
να μάθω πάλι το νερό
Είναι που σε περίμενα στοφως
Κρυφός σφιγμός
στα δάχτυλα του χρόνου

*

Κάθε νύχτα στο ποτάμι σου
Βότσαλο δέντρο και νερό
στις φωτεινές σου όχθες

*
Απ’ το λευκό σεντόνι σου
ξεστρατημένο φως
Αδόκητο
το βάραθρο του χρόνου
Είμαστε σώματα που σκοτείνιασαν
χαλάσματα φωτός
κι άπτεροι διανύουμε
το σκότος

*
Όταν αγάπη αρχίζει
ανοίγει βάραθρο λευκό
Ξεμανταλώνει φως χρυσό
σε νυχτωμένο κήπο
Όταν αγάπη τελειώνει
ξεπλένει το αίμα βιαστικά
Μπαλώνει χάδια χρώματα φτερά
σε πεθαμένο σώμα
Όταν αγάπη πέσει στο κενό
δέντρο που έχασε το φως
αντίλαλος στο χρόνο

*

Οκτώβριος
Περίπατος στην πόλη
Πρόσωπα πίσω από άλλα πρόσωπα
γεμίζουν τις επώνυμες οδούς
κι ύστερα χάνονται
Περπατώ μαζί τους
Εσωτερική διαδρομή
με το χέρι στο διακόπτη
Και τότε φάνηκες εσύ
λευκό πουκάμισο
Προσπέρασες με κόκκινο
διάβαση πουλιών
Κράτησα την ανάσα σου
Μια εισπνοή μια εκπνοή
στο κύτταρο της μέρας

                       Σαν ίαμβος καθρέφτης, 2009
Ανοίγει φόβος
και φτερό Μάτι φιδιού
Ο χρόνος

*

Άλλαξα δέρμα
για ν’ ακούσεις τις παλιές
φωνές

*

Βαθιά του χρόνου
κοιταχτήκαμε και
τώρα πώς φέγγεις

*
Στιγμή χαραγμένη
στο φως
και στ’ ασήμι της πάχνης

*

Κέντρο βαθιά με
γκρέμισες
μές στου βουνού τη ρίζα

*

Σκλερή κυρά
έκαμες με και πεθυμώ
τα μάτια μου να ράψω
Ίτσου κοιμώντα καμμυτά
με δίχα φως αστράφτω

*

Βρέχω τ’ αλεύρι
πριν απ’ τη βροχή
με το κλαράκι στο ράμφος

*

Πάνω στο φρύδι του γκρεμού
εδώ φύτρωσα
στην πέτρα και στον φόβο

*

Ύφος πατρίδα μου
υφαντουργείς
το ιώδες

*

Pacta sunt servanda

Όταν τα σύμφωνα φλέγονται
ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν
ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν, 2012

 

 

 

 

 

 

 

Αντριάνα Ιεροδιακόνου – ποίηση, επιλογές Ανδρέα Πετρίδη

Ο λυρικός ρεαλισμός
της Αντριάνας Ιεροδιακόνου

ΠΟΡΕΙΑ

Χρόνια πορευόμαστε
και θάλασσα δεν βρίσκουμε.
Τον πόνο τον κάμαμε ξημέρωμα
τον πόθο δρόμο
μα όλο πορευόμαστε
σε άσπρο χωματένιο κάμπο.

Τα χελιδόνια βρίσκουν μέρες πράσινες
χωρίς δισταγμό.

Χρόνια πορευόμαστε
και η θάλασσα μας ξέχασε
και απόγινε λέξη.

ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ

Την Τρίτη Άνοιξη
τα δάχτυλά μας έγιναν διάφανα
και ενωθήκαν ακριβώς στις άκρες.

Στάθηκε αδύνατο να επιστρέψουμε.

Μάθαμε να πίνουμε με μικρές γουλιές τον αέρα

να αντέχουμε τα τραγούδια και τα ταξίδια
να αγαπούμε τους ξένους και τα πράα ζώα
να φοράμε τρύπιο δέρμα
να ρωτάμε στον ύπνο μας
να βγαίνουμε στους δρόμους κάθε μέρα.

ΛΑΪΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Ο ήλιος στο κατώφλι.

Το ξεπόρτι κοιμάται
οι γρίλιες χτενίζουν τα μαλλιά τους.

Τα μπαούλα κεντούν προίκα:
είσαι το μέλι των ματιών μου
η αγκάλη σου πηγάδι καθαρό.
Στον αργαλειό γυναίκα σιγοφαίνει.

Το παλιό σταμνί
στάζει γλυκό νερό.

ΣΩΤΗΡΙΑ

Φίλοι, παγώνει σήμερα η καρδιά μου.

Έρχεται ο Λόρκα με αγκάλες ανοιχτές
και τον ήλιο του θανάτου ανάμεσα στα δόντια

έρχεται ο Βαγιέχο με τα μαύρα μάτια κατάκλειστα
και το στήθος γιομάτο πέτρες
ο Χίμενεθ με το τριανταφυλλί χαμόγελο

έρχεται ο Νερούντα επικεφαλής
σε μεγάλη παρέλαση ανθρώπων και ιγκουάνας.

Φίλοι μην αφήκετε
να μου δέσουν σε μαύρο μαντήλι τα πνευμόνια
να μου πνίξουν τ’ όνομα τη Δευτέρα και τον μήνα
Ιούλιο
να περάσω ακόμα ένα τέτοιο χειμώνα.

Παγώνει σήμερα η καρδιά μου.

ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Δάκρυσε η μάνα μου
την άκουσα και δάκρυσα κι εγώ.

Ήταν μαύρες ώρες στες μέρες της
και το νερό στο ποτήρι μου θόλωσε
και δάκρυσα κι εγώ.
Στην ποδιά της όνειρα ατέλειωτα
κι ένιωσα του τέλους το βάρος στα βλέφαρά μου
και δάκρυσα κι εγώ.
Ήρθαν σκιές και τα παιδιά της
είπαν «θέλουμε» και «δεν θέλουμε»
και το στόμα γιομάτο λάσπη
και γεύτηκα το χώμα στα χείλη μου,
και δάκρυσα κι εγώ.

Της μάνας μου τα χέρια είναι τριμμένα
τα ΄βαλε στο πρόσωπο να σκουπίσει τα δάκρυα
και δεν βρήκε πρόσωπο

και μάνα ποιός μπορεί
παιδί να σε ξαναγεννήσει;

ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ

Επειδή αν υπήρχε θεός
θα είχε το σχήμα του χεριού μου
ή εκείνου του μικρού ζώου στην άκρη του ορίζοντα
που τουλάχιστον διακρίνεται σαν αλεπού.

Πάντως τον υποψιάζονται κάθε Κυριακή
σε νεκρές γλώσσες, συστηματικά, και διαλέχτους
γιαγιάδες με αντίδωρα γαλήνια
και προσωπάκια δαντέλα σουρωμένη-

αν υπήρχε θεός
θα έσκυβε τουλάχιστον με τες γιαγιάδες
θα έβραζε το πρωϊνό τους ρόφημα, θα ήξερε
να σιδερώνει και σεντόνια

αν υπήρχε
θα σάπιζαν τα δόντια του όπως του κόσμου όλου
θα μετάγγιζε αίμα και θα έκανε λεφτά
και πίσω από ζεστά παράθυρα
θα ψωμοζούσε η ευχή του.

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΝΔΡΙΑΝΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Κάθε μέρα στο γυαλί
με θωρούν δυο μάτια πεθαμένα.

Η μαυροφορούσα που τά’ χε
είναι θαμμένη σε πευκότοπο
μα τα μάτια της θυμίζαν αγριοελιές.

Ήταν μάνα του πατέρα μου
μακριά, πολύ μακριά
μοιάζαμε, ιδίως στα μάτια.
Μου τ’ άφησε να κλαίω για λόγου της
και βλέπω του θανάτου τον άγγελο καταπρόσωπα
κάθε μέρα, στο γυαλί.

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ

Λέξεις ανοίγουν τα φτερά τους.

Το αλαφρύτερο βήμα με σηκώνει.

Ακόμα και το τελευταίο ποίημα θα το γράψω
με μια γοργή ματιά στο πλάϊ
με μια μικρή κίνηση στα χαμόκλαδα.

Ένας κυνηγός στο σούρουπο.
     Της Κώμης Αιγιαλού, 1983

 

Ποίηση Νίκου Ορφανίδη – επιλέγει ο Ανδρέας Πετρίδης

Ο υπερβατικός λόγος του Νίκου Ορφανίδη –
Η αυθεντικότητα ως ζητούμενο

ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΕΑΡΙΝΗΣ ΑΙΘΡΙΑΣ

Απόψε
η Περσεφόνη βουλιάζει
γυμνή
στους ιριδισμούς του θανάτου.

Τον άλλο χρόνο
ταξίδεψες
στη δυναστεία των ουρανών
με το κορμί ανοιγμένο
στον ορίζοντα.
Τώρα
τα βλέφαρά σου
μετρούν την απελπισία
της ξεχασμένης αφής μας.

Τώρα
η γη
ταξιδεύει στο κορμί
της θύμησης
και το αντικρυνό βουνό
ακίνητο
μας ευτελίζει.
Τώρα
το πρόσωπό σου

σεντόνι
απλωμένο
στο μοιρασμένο ουρανό
της πατρίδας μου.

Οι ψυχές μας
σπασμένα μάρμαρα
στη βασιλεία του ήλιου.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Απόψε
περιφέρομαι στη βυθισμένη γειτονιά μου
σπίτια κατάκλειστα
κι η σιωπή παραμορφωμένη
εδώ
που το φεγγάρι
απομακρύνεται ολόγυμνο
κρατώντας
ένα μάτσο γιασεμιά μαδημένα.

Τα Τραγούδια της Περσεφόνης, 1979

Ο ΛΟΓΟΣ

Κοίταξα την πρωινή χλόη
ένα ουράνιο αντιφέγγισμα να την περιχύνει.
Κι ευθύς
τα πόδια του Αγίου της σκήτης να γεμίζουν πληγές
αγκάθια να περπατούν στα δάχτυλα
νέφος ακρίδες να τον σκεπάζουν,μια φλόγα πυρός να ταξιδεύει
πίσω από τους βράχους των βουνών.
«Καιρός να σπείρουμε το λόγο σου, Κύριε», ψιθύρισε
πύρινες ανταύγειες να τον ντύνουν
μηχανές μαρτυρίου ν’ ακονίζουν το σώμα του
οιμωγές ανθρώπων ν’ ανηφορίζουν
το νυχτωμένο στερέωμα του θόλου.
Κι ο Άγιος της σκήτης
ένα δάκρυ λυτρωτικό
να του αυλακώνει το πρόσωπο
ανοιγμένες βρύσες εωθινού ύδατος
να τον περιχύνουν
κισσοί και πλατάνια να του ισκιώνουν το σώμα.

Κι εγώ διψασμένος γέμισα νερό τις φούχτες,
ένα σμήνος σπουργίτια
να συνοδεύουν τον όρθρο της μέρας.

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ

Το φως

Βούτηξες τα δάχτυλα στο φως
και σμήνος πουλιά κατέβηκαν
στον άρτο που άπλωσε η παλάμη σου.
Ψιθυρίζοντας αίνους αγγέλων
ανηφόρισες
το ραγισμένο μου πρόσωπο.

Την άλλη μέρα
λευκασμένοι χιτώνες

ανέμιζαν στις φυλλωσιές των δέντρων
αναδυόμενα μάρμαρα
να τινάσσουν τα πόδια στον ουρανό
εωθινό άρωμα να τυλίγει το βήμα σου
κι η γη να φορτώνεται πρόωρα άνθη.

«Τι είναι η αγάπη;», σε ρώτησα.
Κι έδειξες το ανθισμένο σου χέρι
κατά το λεύκωμα της μέρας
πουλιά να τη ντύνουν τραγουδώντας
εωθινά άσματα.

«Δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτούς τους αιώνες
να τυραννούν το σώμα μου», ψιθύριζα,
«με πόδια βυθισμένα στις ρίζες των νεκρών
να κυνηγώ σκοτεινές νεκροπόλεις
και σκορπισμένα μάρμαρα».

Κι ο άγιος της σκήτης
αδράχνοντας δέσμες φωτός
ένα μπουκέτο ανθισμένα γιασεμιά στα δάχτυλα
ψίθυροι να κατεβαίνουν γιορταστικοί
και ορθρινός δρόσος.
«Αυτός είναι ο αιώνας», φώναξε
«Γεννηθήτω φως».

  Ανατολική Θάλασσα, 1989

ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Αργά τη νύχτα
βγαίνουν από το κύμα
όλα τα σώματα που αγάπησες

σου ψιθυρίζουν ξεχασμένους σκοπούς
παίρνουν γραμμή τους στενούς δρόμους
σ’ ακολουθούν
μαζί με το ματωμένο φεγγάρι
ή το άρρωστο φως
μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας
ή τους ψηλούς φεγγίτες
κάθονται στα έρημα μπαλκόνια
λέγοντας ιστορίες ως το πρωί
κι έπειτα ανεμίζοντας τα πουκάμισά τους
χάνονται βουβοί στο μακρινό ορίζοντα.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Τα πουλιά που περίμενες όλο το χειμώνα
χάθηκαν
άπλωσαν τις φτερούγες τους
σε ιστούς και σε κοντάρια
παρελαύνουν αναστενάζοντας
μαζί με τους στρατιώτες που επιστρέφουν
απ’ τη σκοπιά νυσταγμένοι,
ξαγρυπνούν.
Τα πουλιά που περίμενες
ξεστράτισαν σε άρρωστους ουρανούς
κάθονται μαρμαρωμένα
σε καλώδια ηλεκτρικά
σ’ έρημες φωλιές
πάνω σε σύννεφα σκοτωμένα.
Τα πουλιά που περίμενες
τα πήρε ένας κακός καιρός
ενώ στους δρόμους
στάζει μερόνυχτα μια πένθιμη βροχή.

ΚΙΡΚΗ

Όταν σε τύλιξε το απρόσμενο σκοτάδι
όλα τα φίδια που στόλισαν κάποτε τα μαλλιά σου
ξύπνησαν μεθυσμένα
σε ανάρπασαν θυσία για τους μενεξελιούς ουρανούς
κι εσύ ταξιδεύοντας
διαμέλιζες το σώμα σου
χαμένη μέσα σε καπνούς και νυχτερινές ιαχές
ιέρεια μιας στοιχειωμένης μνήμης,
σ’ ακολουθώ εξόριστος αιώνες τώρα
σε ανατιναγμένα κρησφύγετα, ηφαίστεια, πολυβολεία
ανάπηρος
κουβαλώντας την κραυγή που διέρρηξε το στερέωμα
την ώρα που παραδόθηκες σπαράσσοντας στη σφαγή.

ΑΥΡΙΟ

Αύριο θα περάσει η μαύρη βροχή
τα πουλιά που μαρμάρωσαν στα σύρματα
θ’ απογειωθούν ξαφνικά
με την πρώτη αποκάλυψη του φωτός
θα γίνουν κάθετες εξορμήσεις
σκοτώνοντας όλα τα σύννεφα
κι ο άρρωστος ήλιος θ’ αποδράσει
για να γυρίσει πίσω έφιππος
να ξεπλύνει τις στέγες από τη λάσπη
τα σεντόνια θ’ ανεμίζουν ψηλά
σημαίες θα σκεπάσουν τα πρόσωπα των νεκρών,
αύριο θα περάσει επιτέλους κι αυτή η Κυριακή

θα βγούμε και πάλι στους δρόμους
υψώνοντας άσματα χαιρετισμού
φορτωμένοι ουρανούς χρώματα αστραπές
θα πάρουμε ξανά το πρώτο λεωφορείο
που θα διασχίζει την πόλη
κορνάροντας θριαμβευτικά
ενώ χιλιάδες παράθυρα θ’ ανοιγοκλείνουν
δαιμονισμένα.

                      Η άλλη Βιογραφία, 1999

ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΞΟΔΟΣ

Έτσι είναι που κάθε βράδυ
ένας Αρχάγγελος καλπάζει στους δρόμους τ’ ουρανού
με τον άνεμο να πυρπολεί τα φυλλώματα των δέντρων
έτσι είναι που ανεβαίνει από τους τόπους της νυχτός
η Παντάνασσα, μέσα στο φως
έτσι είναι που ανασταίνονται και πάλι οι νεκροί
μέσα στο αόρατο φως που πλημμυρίζει τους δρόμους
έρχεται τότες η Λυπημένη
αιώνες λησμονημένη στα τοπία του θανάτου
με το φόρεμά της ν’ ανεμίζει με τα μαλλιά της λυτά
μαζεύει τη βροχή
μαζεύει τα πεσμένα σύννεφα
μαζεύει τα ματωμένα σινδόνια που τύλιξαν το σώμα σου
εισέρχεται ολόκληρη στο φως
μ’ όλους τους αναστημένους
κι έπειτα χάνεται μέσα στο δάσος
μέσα στα πετρωμένα κλαδιά
με τη σελήνη να αναπαύεται γυμνή
μέσα στα δωμάτια της μνήμης.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Ύπνε που παίρνεις τους καημούς
πάρε και τον πατέρα.

Πάρ’ τον στον άσπρο κόρφο σου
μές στις βαθιές σπηλιές σου.

Πάρε και τον πατέρα μας στα σύννεφα
στο άσπρο του πελάγους
ντύσε τον με το βαμβάκι της αυγής
τον ουρανό και τ’άστρα.

Ύπνε που παίρνεις τους λυγμούς
δέξου και τον πατέρα.

Στην αγκαλιά σου πάρε τον
μές στο ζεστό σου κόρφο
γίνε μητέρα και πηγή και όνειρο
για να ξεχάσει δώσε του
το ξόρκι
τη νύχτα με τα μάγια της
τις μαγεμένες βρύσες.

Ύπνε που παίρνεις το κακό
τύλιξε τον πατέρα
στα μαγικά σου σύννεφα
μές στην κροκάτη γάζα
στο μούχρωμα του δειλινού.
Μές στα στεφάνια κρύψε τον
στην αυγινή την ώρα.
« Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα μας»
στο σύννεφο
μές στο γαλάζιο στρώσε του
μαντήλι για να κοιμηθεί.
Η Λυπημένη στο μαγεμένο Δάσος-
  Σύναξις κεκοιμημένων, 2008

Ποίηση Νάσας Παταπίου- επιλογές Ανδρέας Πετρίδης

Ποίηση Νάσας Παταπίου-
Χωρίς τα βαρίδια της Ιστορίας

Η ΛΕΜΠΡΙΚΑΣΤΗ

Ακούς το σούρσιμο της κτένας
Στα μαλλιά μου
Ήχος αρχαίος
Και από τα βάθη των αιώνων
Έρχεσαι
Πίθο βυζαντινό κομίζεις
Γεμάτο υπέρπυρα
Όμως οι μάχαιρες οξείες
Και πυκνά τα βέλη
Σαν διασχίζεις
Ένα μαύρο πετρωμένο δάσος
όπου στο ξέφωτό του
Ρέει πυρίκαυστος
Ο έρως
Από τα χέρια μου
Η κτένα τότε πέφτει
Θρόισμα φτερών
Το χώρο κατακλύζει
Με πλημμυρίζουν ρήματα αγάπης
Στάζουν χυμοί
Από κόκκινα σταφύλια
Στον ποδόγυρό μου
Τον ίππο μου πτερνίζω
Και αναχωρώ
Χωρίς να είμαι έμπειρος ιππέας
Γνωρίζω είμαι το σήμερα

Και είσαι το τότε
Πατρίδα, Πατρίδα
Σε τέμνουν όρη
Και βουνοκορφές
Σε διασχίζουν ποταμοί
Με διατρέχουν παραπόταμοι
Μες στα νερά μας βουλιάζουν
Τα υδρόβια
Ενδημούν τα αμφίβια

Μα ως πότε λάθρα
Θα βιώνουν οι αλλόφυλοι ;
Στα έγκατά μου
Στα απώτατα σπλάχνα μου
Στις εσοχές μου τις ανύποπτες
Σε περισώζω
Θα κυνηγήσω τον εχθρό
Όπως οι εφιάλτες τον ύπνο μου
Θα συναντήσω αυτόν
Από τα βάθη των αιώνων
Που έρχεται
Τον αγύρτη, τον αλάστορα,
Τον μονομάχο
Τον βλέπω να εισέρχεται
Στις νότιες ακτές
Στο Σύλαιο λέγοντας
Μεγαλόνησο σε ονοματίζω
Και δεν θα συληθείς ποτέ.

ΑΝΑΠΛΟΥΣ

Κλείνω τα μάτια
Και ξυπνά ένας παφλασμός κυμάτων
Κατηφορίζει από το μεγάλο ακρωτήρι
Και προσεγγίζει τον μεγάλο κόλπο
Τα τείχη χαιρετώντας
Και ύστερα τέμνει την έρημη πεδιάδα
Τις νύχτες πάλι
Κάτω από την κλίνη μου περνά
Και αίφνης τη μεταβάλλει σε μικρή σχεδία
Έξω καλπάζει το άλογο του Μυροβλύτη
Να με καλούν οσμές του παρελθόντος
Στον ουρανό να ξεδιπλώνονται παραμυθιών εικόνες
Ψίθυροι αγνώστων
Να ερμηνεύουν τις γητειές και προφητείες
Θα ταξιδεύσω
Χαρτογραφώντας τις ακτές σου
Τα ιζολάρια, οι πορτολάνοι, οι πυξίδες
Δεν με σώζουν
Οι εφιάλτες πειρατές
Με συλλαμβάνουν
Δένουν τα χέρια μου πισθάγκωνα
Με ανακρίνουν
Χιλιάδες χρόνια με ανακρίνουν
Αναγνωρίζω τη σκουριά στις αλυσίδες
Τις ρίζες μου διεκδικώ
Το χώμα που με ανέθρεψε
Δηλώνω μια αυτοφυής
Λευκή ανεμώνη
Ανάλγητοι οι πειρατές
Δεν συγκινούνται

Αιτούν το αίμα μου ως αντίλυτρο
Μα δεν θα λυτρωθούν
Θα λυτρωθεί μόνον αυτή
Η αλσίφυλλος
Στο ίδιο αίμα κόκκινη
Βαθυκόκκινη
Σαν θα φυτρώσει.

ΑΣΑΝΔΑΛΗ

Ποιος αέρας φυσά
Κι έρχεται
Και από πού έρχεται
Κομίζοντας τα οιστρογόνα
Του έρωτα
Παραληρώντας σε φως μέθης
Αχ, να μπορούσα
Στη δίνη του να πετάξω
Ασάνδαλη
Χωρίς υπάρχοντα
Με φωτοστέφανο μόνο τον πόθο
Μόνο με τον πόθο
Περιδέραιο στο λαιμό μου
Για ένδυμα
Γυμνή
Και με ένδυμα
Μόνο το πάθος
Ως βυσσινί βελούδο
Το πάθος
Μα τι πάθος
Ρίγη, κραυγές ερωτικές
Επιθανάτιοι ρόγχοι

Ν’ αντηχούν στο απαλό βελούδο
Με ποτά δυνατά κατά του ιλίγγου
Στην ανύψωση
Στη νοητή ουράνια κλίμακα
Την περιστοιχισμένη
Με ευώδη άνθη
Ακανθοφόρα
Στην εξύψωση
Και στην άκρα ταπείνωση.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Είμαι ένα καθαρόαιμο άλογο
Που τρέχει μες στη νύχτα
Και γυαλίζουν τα μάτια του
Τρέχει για να προλάβει τη μέρα
Καλπάζει να διασχίσει
Και πάλι το σκοτάδι
Μεγάλωσα πολύ
Και μού’ λειψαν τα χάδια
Κι η μητέρα μου
Μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ
Κάθεται και ατενίζει τη δύση
Πώς λοιπόν να γείρω
Στην αγκαλιά της
Πώς να αρχίσουν
Ξανά τα παραμύθια
Έτσι μεταμορφώθηκα σε άλογο
Κι επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Αναδρομικά και αιώνια
Άκουσε το χλιμίντρισμά μου

Την αγωνία μου αφουγκράσου
Σκέψου πως φέρω
Και των προγόνων μου τα βάρη
Επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Ως ορμητίας ίππος
Και ανεμοκυκλοπόδης
Μαυρογόνατος και πετροκαταλύτης
Εγώ το άλογο
Και εσύ η γυναίκα
Έλα αναβάτης
Στην πλάτη μου πατρίδα
Μαζί να φύγουμε
Να σωθούμε μαζί
Μες στις σπηλιές των θρύλων σου
Αιλουροειδές ας ξεψυχήσω.

          Φασγάνου δίχα, 2009