ΗΣΣΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΙΖΟΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
-Κριτική συνανάγνωση χωρίς προκατάληψη-
Κριτική συνανάγνωση χωρίς προκατάληψη ( πρώτη δημοσ. στη ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ )
Προκαταβολικά θέτω ως στόχο μου την παραστατική ανάδειξη βασικών σημείων, που προσδιορίζουν την αξία της ποίησης- και ειδικότερα ενός συγκεκριμένου ποιήματος- ανεξάρτητα από το συνολικό εκτόπισμα ενός εκάστου δημιουργού. Ξεκινώ από δυο δείγματα γραφής με αφόρμηση το ίδιο ακριβώς θέμα, πρόδηλα όμως αποκλίνουσα ποιητική. Το ζητούμενο είνα ι- μέσα από την ερμηνευτική και αισθητική ανάλυση- να μπορέσει ο αναγνώστης να αντιληφθεί, πότε πετυχαίνει ένα ποίημα και ποιοί κίνδυνοι περιορίζουν κατά τεκμήριον τη δραστικότητά του. Μια πρώτη κρίσιμη ερώτηση αναφύεται αυθόρμητα για κάθε φίλο της τέχνης και υποψιασμένο αναγνώστη: Μήπως η καλλιτεχνική πραγμάτωση κερδίζεται κάθε φορά εκ νέου, με την ίδια σε ένταση δημιουργική δυστοκία; Και μήπως η ευχέρεια και η εμπειρία, ακόμα και στους πιο δόκιμους, δεν εγγυώνται ποσώς την αυτόματη καταξίωση οποιασδήποτε νέας γραφής; Ίσως όλα αυτά ακούονται ως κοινός τόπος, δεν είναι όμως και ευρέως συνειδητοποιημένη αντίληψη.
Μπορώ, έστω με κάποια επιφύλαξη, ν’ αποφανθώ προκαταβολικά τα εξής: Από τα δυο ποιήματα με την ίδια θεματική, που καταγράφονται αντικριστά παραπάνω, εκείνο του «ήσσονος» Άντη Κανάκη μου φαίνεται δομικά αρτιότερο και «σεναριογραφικά » πειστικότερο από το αντίστοιχο του μείζονος – κατά γενικήν αποδοχήν – Κυριάκου Χαραλαμπίδη…Χωρίς μια τέτοια επιμέρους παρατήρηση να ενέχει οιασδήποτε μορφής γενικότερη αμφισβήτηση ( τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη θεωρώ – παρά τις επιφυλάξεις μου για ένα μέρος του όψιμου έργου του – ως ένα από τους καλύτερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές), ισχυρίζομαι ότι και «ήσσονες» ποιητές, στις καλύτερές τους στιγμές, μπορούν να δώσουν καλή ποίηση… Κάτι που επιβάλλει και το ανάλογο για τον αναγνώστη ( ή τεχνοκρίτη ) καθήκον, ν’ αναζητεί και να ευρίσκει σε πολλούς κήπους τα άξια της ποίησης άνθη. Ας μη θεωρητικολογώ όμως περισσότερο. Παίρνω το ποίημα του Άντη Κανάκη με τον τίτλο «Ο γάμος» », έκδοση 1980
Δυο γυναίκες μόνες
απ’ το συνοικισμό,
στην εκκλησιά παντρεύαν τα παιδιά τους.
Είναι μια ρεαλιστική εικόνα γάμου, που ανοίγει το σκηνικό για ό,τι σύνηθες αλλά και ασύνηθες πρόκειται να ακολουθήσει. Δυο στοιχεία ξεχωρίζουν αμέσως, που παραπέμπουν στην ιδιαιτερότητα της περίστασης: Η λέξη «μόνες» για τις μάνες των νεονύμφων, και «συνοικισμός» ως ο τόπος διαβίωσής των. Ένα πρώτο χαμηλό κύμα διέγερσης περνά μέσα μας, ως απόρροια της πρόδηλης απουσίας των πα-τεράδων του γαμπρού και της νύμφης από ένα τέτοιο σημαντικό γεγονός. Και φυσικά αντιλαμβανόμαστε τί δυσάρεστο έχει επισυμβεί – με τον πόλεμο και την ημικατοχή της πατρίδας μας – γι’ αυτό κι η περιέργεια επικεντρώνεται περισσότερο στον ποιητικό χειρισμό της υπόθεσης…Κάτι που συμβαίνει ακαριαία στη συνέχεια, με το ξεδίπλωμα μιας έντονα εξωκοσμικής εικονοποιϊας :
Κι ενώ έψαλλε ο παπάς
βλέπαν τους άλλους δυο
νά’ ρχονται από μακρυά
κοντά τους.
Ο ένας σκιά λευκή.
Ο άλλος κίτρινη.
Ένα ποτάμι
τους έκοβε τον δρόμο.
Η συγκίνηση της στιγμής – υποβοηθούμενη κι απ’ την υποβλητική εκκλησιαστική ψαλμωδία, γεννά στις δακρύβρεκτες και πονεμένες μορφές τη ψευδαίσθηση του ερχομού εκείνων που λείπουν. Τους βλέπουν με τα μάτια της ψυχής «νά’ ρχονται από μακρυά κοντά τους». Θά’ ταν πολύ κοινότοπη και καλλιτεχνικά καθόλου πειστική δραματοποίηση, αν η εμφάνιση των αγνοούμενων γινόταν άμεσα, χωρίς δυσκολία και με φυσική των εικόνων χρήση. Οι γυναίκες – μάνες όμως δεν κοιτούσαν αναίτια γεμάτες αγωνία…Αφού μπροστά τους συντελείτο- δίκην αποκάλυψης- το πέρασμα από το πουθενά στον παρόντα κόσμο. Με κομμένη ανάσα τούς παρακολουθούν, να προσπαθούν πεισματικά να υπερπηδήσουν το απροσπέραστο ποτάμι που τους χωρίζει. Το υπερφυσικό σκηνικό επιτείνεται πιο πολύ με την παρομοίωση του ενός αντρός ως σκιάς λευκής και του άλλου ως σκιάς κίτρινης. Μια φευγαλέα απορία διατρέχει το μυαλό του συμμετέχοντος αναγνώστη… Θα γίνει το θαύμα να διαβούν το βαθύ ρέμα; Η ψυχική μας ένταση κορυφώνεται στο έπακρον, όταν με δύναμη ο ποιητής- σε επικούς δημοτικούς τόνους – βάζει τους ασώματους αυτούς πρωταγωνιστές να πηδούν μια και δυο και τρείς φορές, χωρίς να μπορούν τελικά να περάσουν.
Τρεις φορές
πήδηξαν οι σκιές
για να περάσουν.
Τρεις φορές
πέσαν στο νερό
Τέλειωσε ο γάμος.
Τους πήρε το ποτάμι.
Τέλος καλό όλα καλά δεν ισχύουν- καθώς βλέπουμε- στην αισθητικά κατορθωμένη τέχνη, η οποία έχει τον δικό της τρόπο να αποφορτίσει και να χαλαρώσει τον αναγνώστη από τη συσσωρευμένη συγκινησιακή αγωνία. Η λυτρωτική διάθεση σίγουρα επέρχεται από το γεγονός της συγκλονιστικά βιωμένης- με τα μάτια της ψυχής – υπερφυσικής μαρτυρίας. Κι αυτό ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα. Μήπως κι ο Διγενής του δημοτικού έπους δεν νικάται στο τέλος, στην υπεράνθρωπη πάλη του στα μαρμαρένια αλώνια, αφήνοντάς μας παρόμοια παρηγορητική ανακούφιση;
Η συνέχεια για τις δυο «οπτασιαζόμενες» γυναίκες – τραγικές φιγούρες του δράματος των αγνοουμένων- είναι η κυριαρχημένη, ανάλογη με την περίσταση θλίψη, που αφήνει περιθώριο στην ελπίδα και την προοπτική ευτυχίας των αγαπημένων προσώπων.
Τα στέφανα φιλώντας
οι δυο μάννες
-Φιλιά πικρά
-Φιλιά αλμυρά
μοιράζαν στα παιδιά τους.
Τίποτε δεν αφήνουν απ’ τον πικρό καημό τους να βγει προς τα έξω, κανένα ξέσπασμα που θα θόλωνε την καλοτάξιδη γαμήλια ατμόσφαιρα. Αντίθετα, με αξιοπρέπεια φιλώντας τα στέφανα, μοιράζουν στο ζευγάρι ευχές και φιλιά. Κι αν τα φιλιά, όπως διαβάζουμε, είναι πικρά κι αλμυρά, αυτό μόνο εμείς το ξέρουμε – κι ο ποιητής φυσικά, που πέτυχε να μας το μεταδώσει με τούτο το ποίημα.
Το δεύτερο ποίημα – με πανομοιότυπη θεματική – που θα σχολιάσω, ανήκει στον έγκριτο και πολυβραβευμένο ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη. Είναι μεταγενέστερο, αφού είδε επίσημα το φως της δημοσιότητας το 1989, με την έκδοση της συλλογής «ΘΟΛΟΣ» ( του Άντη Κανάκη «Ο γάμος» προηγήθηκε εκδοτικά, 1980 ).
Το ποίημα « ΣΤΑ ΣΤΕΦΑΝΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ », του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, από άποψη δομής και γενικότερης ποιητικής στέκει στον αντίποδα του ποιήματος, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως. Η ανάπτυξή του είναι γραμμική και με κυρίαρχο ένα, σκόπιμα υποθέτω, απλοϊκό αφηγηματικό τόνο. Αυτό δεν είναι προκαταβολικά μειονέκτημα, αντίθετα θα μπορούσε να του προσδώσει- υπό κάποιες προϋποθέσεις – μια υποβλητική επικότητα.. Επειδή όμως ο λόγος μου δεν ευδοκιμεί ιδιαίτερα στο κενό, προτιμώ και σ’ αυτή την περίπτωση να με ταξιδέψει το ίδιο το ποίημα… Ν’ ακροαστώ τον κρυφό του παλμό, ν’ αφεθώ στην όποια του υπέρλογη θέαση και να νοιώσω, αν μ’ άγγιξε επαρκώς εκείνο το κάτι βαθύτερο και υπερβατικότερο του γεγονότος, που λειτούργησε ως έναυσμα έμπνευσης.
Είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής.
Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.
Κανένα προς το παρόν ιδιαίτερο σχόλιο, θα σημείωνα.. Οι εισαγωγικοί τούτοι στίχοι ανοίγουν με εντυπωσιακή απλότητα και οικειότητα την αυλαία του γάμου της κόρης ενός αγνοούμενου. Οι πρώτοι δυο στίχοι δίνουν λιτά και χωρίς συναισθηματισμό το ιστορικό δραματικό φόντο, στα πλαίσια του οποίου θα εξελιχθεί η γαμήλια διαδικασία. Η αφελής στη διατύπωση αθωότητα, που εκπέμπει ο τρίτος στίχος, μας συγκινεί – αν όχι τόσο ποιητικά – τουλάχιστον σε ανθρώπινο επίπεδο. Σημαντικό είναι εξάλλου, να μη βιαστεί ο απαιτητικός αναγνώστης στην κρίση που θα εκφέρει για παρόμοιους μεμονωμένους στίχους, των οποίων η αισθητική δυναμική ενισχύεται κάποτε στην εξέλιξη (το ίδιο άλλωστε ισχύει εν πολλοίς και για την ποίηση του Καβάφη, όχι όμως και για τον εξαρχής πυκνό και αυτάρκη Σολωμικό στίχο ).
Έτσι, και στο λαϊκής εκφραστικής χροιάς «Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί», μένουμε προς στιγμή ποιητικά αμήχανοι και ανικανοποίητοι, προσδοκώντας στην πορεία σε μια αντίστροφη αισθητική αναζωογόνηση της υποτονικότητας του στίχου. Κάτι τέτοιο όμως δεν το βλέπουμε στη συνέχεια. Ο αγνοούμενος πατέρας, που με πάσαν άνεση σηκώνεται κι έρχεται στην εκκλησία, καμαρώνοντας τη νύφη κρυμμένος πίσω από μια κολώνα, μου δίνει την αίσθηση της επιτηδευμένα γραφικής εξιστόρησης, που στοχεύει προφανώς στον αιφνιδιασμό και την ανατροπή του άτονου κλίματος σε κατοπινό στάδιο. Η πρόθεση όμως αυτή δεν βρίσκει μορφολογικό ισοδύναμο, ικανό να προκαλέσει- χωρίς επίπλαστη δραματοποίηση- το έλεος και την κάθαρση. Ως εκ τούτου υποβαθμισμένη προκύπτει και η δραστικότητα τού καθόλου αισθητικού αποτελέσματος. Καταθέτω τους σχετικούς μ’ αυτό στίχους :
Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ’ το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μια κολώνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.
Εδώ ο πατέρας έρχεται από μόνος του και εν αγνοία των στενών συγγενών του. Η εμφάνισή του συνδέεται καθηκόντως με την ημέρα του γάμου και η υπέρβαση της πραγματικότητας του θανάτου εδράζεται λογικά στη σχέση αγάπης προς την ακριβή του κόρη. ( Στο αντίστοιχο ποίημα του Άντη Κανάκη, η υπερφυσική αυτή φανέρωση συμβαίνει μέσα στις χαροκαμένες κι ευάλωτες στην οπτική φαντασίωση ψυχές των γυναικών – συζύγων και μανάδων. Κι ούτε είναι απλός περίπατος το πέρασμα απ’ τα σύνορα του Άδη, αλλά εναγώνια ηρωική πράξη, που διαδραματίζεται με συμβολικό τριπλό σάλτο μπροστά στα έκθαμβα μάτια τους ).
Για να μην είμαι όμως κι άδικος, το ποίημα «ΣΤΑ ΣΤΕΦΑΝΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ», του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, μπορεί να μη φαίνεται «μείζονος» αισθητικής πραγμάτωσης, διασώζεται εντούτοις σ’ ένα βαθμό από την καταληκτική τραγική του διάσταση, που δίνεται στους τελευταίους έξη στίχους:
Τελειώνει ο γάμος, και να χαίρεστε τα στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν
καθένας στ’ αυτοκίνητο του, χάνονται.
Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτός
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.
Οι του πάνω κόσμου παίρνουν τον εύκολο ξέγνοιαστο δρόμο τους, παίρνει κι ο αγνοούμενος πατέρας τον μοναχικό δικό του δρόμο: Ξαναμπαίνει φρόνιμα στο μνήμα, ως να είναι η φυσική κατοικία του. Η έξοδος, που λίγο μόνο διήρκεσε, είναι μοιραίο να μην έχει συνέχεια. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, οι καλλιτεχνικές του αναγνώστη κεραίες αρχίζουν για πρώτη φορά πραγματικά να δονούνται…Αν τα παλινδρομικά κύματα που εκπέμπουν είναι τόσο δυνατά, ώστε να αιμοδοτούν επαρκώς και ό,τι τόσο χαλαρά προηγήθηκε, δεν είμαι τόσο βέβαιος.