Η ιδιότυπη λυρική φωνή
της Έλενας Τουμαζή –Ρεμπελίνας
Α. « Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν το δρόμο »
Την Έλενα Τουμαζή πρωτοσυνάντησα ποιητικά πριν πολλά χρόνια, σε ένα τόμο των εκδόσεων Χρ. Ανδρέου για την Κυπριακή Λογοτεχνία. Η εντύπωση που μου άφησε ήταν και έντονη και διαρκής. Με κατέκλυσε απ’ την πρώτη στιγμή το σαγηνευτικό άρωμα μιας αποκλίνουσας στη ψυχική και καλλιτεχνική έκφραση ιδιοσυγκρασίας, που αναπαράσταινε την καθόλου βιωματική μνήμη της στον αντίποδα της όποιας κοινότοπης και αναμενόμενης εκφραστικής. Ήταν ένα ποίημα με πρωτογενή και καθαρά προσωπικό λυρισμό, σημειολογία αινιγματική και συγκρατημένη συναισθηματική κύμανση. Η αλληλοδιάδοχη κίνηση των στίχων, η εναλλαγή των πρωτότυπων εικόνων και το επανερχόμενο σε διαφορετικά συγκινησιακά επίπεδα μοτίβο («αυτοί οι άνθρωποι»), με έπειθαν πως δεν επρόκειτο για μια ποιήτρια της σειράς.
Το ποίημα «Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν το δρόμο», από τη συλλογή O μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, έκδοση 1972 (στο οποίο και αναφέρομαι), το κράτησα στη μνήμη-έστω με κάποια εξωποιητικά ερωτηματικά – και το διάβαζα κάθε φορά που δινόταν μια ευκαιρία σε γνωστούς μου, φίλους της ποίησης. Κίνητρό μου ήταν να επαναβεβαιώσω την αλήθεια, ότι την καλή ποίηση δεν τη φτιάχνει ο συναισθηματισμός, μήτε κι η βαθυστόχαστη νοησιαρχία, αλλά η αυθεντικότητα της φωνής και η ποιότητα της συνειρμικής δυναμικής. Αυτή η δραστικότητα της μορφής δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως εξωτερικό στοιχείο, αφού ταυτίζεται και αναδεικνύει το ίδιο το περιεχόμενο, από το οποίο και οργανικά προκύπτει. Καταθέτω προς σχολιασμό το κομβικό αυτό για τη δημιουργό ποίημα, που εμπεριέχει όλα τα στοιχεία της λυρικής της ιδιοτυπίας.
Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν τον δρόμο
με τους ωκεανούς των ματιών τους
και την εικόνα του παράδεισου
ζωγραφιστή στα βλέφαρα-
κατεβαίνουν αδιάκοπα, δυο-δυο, δέκα-δέκα, μυριάδες
από τις στέγες και τους καπνούς
της ξένης πολιτείας,
κι όπως η πνοή του άστρου στην άκρη κάθε κύκλου
πρασινίζει τα χόρτα
περνώντας σκύβουν και με φιλούν στο μέτωπο.
Αυτοί οι άνθρωποι ξεχάστηκαν στο δρόμο μου…
έχουν χτίσει τα σπίτια τους στα πόδια μου,
κάθονται λύνοντας ασκήσεις ή γράφοντας μουσική
μέσα στις παλάμες μου…
Κι αυτός που στέκεται στους ώμους μου γελώντας τρανταχτά
κι αυτός που τρώει τα μαλλιά μου παίρνοντάς τα για μολόχες…
πού να τους βάλω πού να τους αφήσω.
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν όμορφα μάτια
μα το σώμα τους είναι βαρύ σαν σίδερο.
Ακόμα και το φιλί τους χαράχτηκε στο δέρμα μου
όταν με πήραν για λειβάδι
Αναρωτιέμαι πώς θα σβήσω τις γραμμές και τα χρώματα
τώρα που φεύγουν.
Μια προφανής αντιμαχία διατρέχει το ποίημα. Οι επιμέρους στίχοι, όπως και η αλληλουχία των στιχουργικών μονάδων, μεταφέρουν διαλεκτικά συγκρουόμενα φορτία, σε μια κρίσιμα κορυφούμενη εσωτερική διελκυστίνδα. Οι κατ’ αίσθησιν μνήμες της δημιουργού δεν διαγράφονται μονοεπίπεδα, αλλά με σύνθετη δομή κρατιούνται – επώδυνα ως φαίνεται- σε αγωνιώδη ισορροπία :
Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν τον δρόμο
με τους ωκεανούς των ματιών τους
και την εικόνα του παράδεισου
ζωγραφιστή στα βλέφαρα
«Οι ωκεανοί των ματιών» και «η εικόνα του παράδεισου» διχάζουν και βασανίζουν τη ψυχή, αφού την οδηγούν σε μια γλυκιά και δύσκολα αποτινάξιμη αιχμαλωσία. Είναι το αντικείμενο του πόθου, συνάμα όμως κι ο ιστός της αράχνης που παρεμβάλλεται ως εμπόδιο σε μιαν άλλη ανάγκη, εκείνη της ελεύθερης ανοιχτής θέασης. Από τον επιτυχή διττό συμβολισμό των πρώτων τούτων εικόνων, εκπηγάζει και το πρώτο ευχάριστο ξάφνιασμα του αναγνώστη. Τον κατακλύζει ένα απροσδιόριστο ρίγος, από το γεγονός ότι εκφράζεται ενοποιητικά και με αφοπλιστική υποβολή και ενάργεια μια θεμελιακή και αντίρροπη στη φύση της κατάσταση της ύπαρξης.
Το ποίημα όμως δεν είναι στατικό, κι εντείνει με περαιτέρω εικονοπλαστικές εκπλήξεις το προηγούμενο διλημματικό κλίμα. Η μοιραία φαντασιακή αναπόληση γίνεται στους επόμενους στίχους πολυπρόσωπη και κατακλυσμιαία, αφού σε μυριάδες εκδοχές κατεβαίνει από παντού κι επαυξάνει την αμφιθυμία της ποιητικής ηρωϊδας. Η φευγαλέα εντούτοις εντύπωση μιας αρνητικά προσλήψιμης εισβολής στον ψυχικό της κόσμο, αναιρείται σχεδόν ταυτόχρονα με καθαρά δεκτική κίνηση, όπως είναι και το ακόλουθο, απαράμιλλα τρυφερό τρίστιχο:
κι όπως η πνοή του άστρου στην άκρη κάθε κύκλου
πρασινίζει τα χόρτα
περνώντας σκύβουν και με φιλούν στο μέτωπο.
Το ρίγος που μας φέρνουν οι παραπάνω στίχοι δεν οφείλεται μόνο στην εξωτερική ομορφιά τους. Αναρριγούμε πιο πολύ από τη συναρπαστική λύση της έντασης και τη λυτρωτική σ’ ένα βαθμό έκβαση μιας βασανιστικής αναμέτρησης, που βλέπουμε στη συνέχεια να μετριάζεται και να κοπάζει. Η ψυχική αντιμαχία, που προαναφέραμε, βρίσκει έτσι καλλιτεχνική διέξοδο, με ενδυνάμωση του αισθητικού αποτελέσματος.
Όμως «αυτοί οι άνθρωποι», παρείσακτοι ή καλοδεχούμενοι μέσα στον κόσμο μας, προφανώς και τα δυο μαζί, φαίνεται πως είναι η μοίρα μας και το αιώνιο δράμα της υπαρξιακής ιδιοσυστασίας μας. Η διάθεση να τους συγκρατήσουμε είναι συνάμα και ροπή βαθύτερη να τους δεχτούμε και να τους αγαπήσουμε, όσο κι αν μας καταπιέζει που άραξαν τόσο άτσαλα, υπερκεράζοντας τους δισταγμούς μας. Μπορεί η έμπνευση της Έλενας Τουμαζή σ’ αυτό το ποίημα να έχει κύρια (ή αποκλειστικά) ερωτική εκκίνηση, όμως για τον αναγνώστη, κι ανάλογα με τη βιωματική φαντασία του, οι ποιητικοί συμβολισμοί διανοίγουν δρόμους πολύ πιο πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα ή συμβάντα. Κι αυτό, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι ίδιον της καλής ποίησης.
Η τελευταία στροφή του αξιόλογου τούτου και σπάνιου στο είδος του ποιήματος, με την υπέρλογη πολλές φορές εικονοποιΐα, επιβεβαιώνει και ενισχύει τα προηγούμενα σχόλια.
Έτσι λοιπόν, συμφιλιωμένη με την πραγματικότητα της αποδοχής μιας κατά βάθος συγκρουσιακής ερωτικής εμπειρίας – προσωπικά θα μπορούσα να το εκλάβω και ως μια γενικότερη κατάσταση ψυχοπνευματικής δοκιμασίας – η Έλενα Τουμαζή περιγράφει με πρωτότυπους και αρχετυπικής χροιάς στίχους, τον ανεξίτηλο χαρακτήρα της καταλυτικής αυτής βίωσης. Η λυτρωτική ανακούφιση, που φυσιολογικά προκύπτει μέσω της καλλιτεχνικής μετάπλασης, μεταδίδεται επαρκώς και σε μας τους αναγνώστες, άσχετα με το πώς εκτυλίσσεται και πού αναφέρεται η δική μας συνειρμική διαδικασία.