Ποιητές και ποιήματα – του Ανδρέα Πετρίδη, γράφει ο Ανδρέας Χατζηχαμπής

Ποιητές και Ποιήματα – Μια Εμπειρική Αισθητική, του Ανδρέα Πετρίδη, 2010, Εκδ. Βιβλιεκδοτική, σελ. 121

Το βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη, Ποιητές και Ποιήματα: Μια εμπειρική αισθητική, έκδοση του 2010, αποτελεί ένα εξαιρετικό πόνημα εντρύφησης στην εμπειρική αισθητική και στη συνειδητοποίησή της, ως εργαλείο κριτικής των ποιητικών έργων.
Πολλές φορές η κριτική απαξιώνεται από τους δημιουργούς, είτε αυτοί είναι ποιητές, τεχνίτες του λόγου ή οποιοιδήποτε άλλοι δημιουργοί, καθότι αποτελεί, κατά πολλούς, απλώς την υποκειμενική αντίκριση ενός έργου μέσα από τους φακούς εστίασης του εκάστοτε κριτικού είτε αυτοί είναι ιδεολογικοί, φιλοσοφικοί, λογοτεχνικοί, υπό την άποψη των λογοτεχνικών ρευμάτων που ασπάζεται ο εκάστοτε κριτικός, ή οποιοιδήποτε άλλοι φακοί. Από την άλλη, δεν είναι λίγες οι φορές που η κριτική «υφαρπάζεται» από τους κριτικούς ως η ευκαιρία για επίδειξη γνώσεων μέσα από ένα επιτηδευμένο τεχνοκρατικό λόγο που ελάχιστα «μιλά», για την προώθηση ημετέρων και την απαξίωση αλλοφρόνων. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά, η εκάστοτε κριτική κινείται συνήθως στο μεθόριο της άρνησης και της αποδοχής, της αξίας και της απαξίωσης, της λογικής και του συναισθήματος.
Ο Ρολάν Μπαρτ έλεγε, ότι «η κριτική πρέπει να παραληρεί», εννοώντας ότι πρέπει να συμπεριφέρεται όπως η λογοτεχνία. Παρότι έχει επανειλημμένα υποστηριχθεί ότι η κριτική δεν είναι ομοούσια με τη λογοτεχνία, στο βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη, ενυπάρχει κατάφυτη η λογοτεχνία εν είδη πανεύοσμων λογοτεχνικών ανθέων. Πολύ συχνά ο συγγραφέας εμπνεόμενος από το έργο των ποιητών που κρίνει δημιουργεί κάλλιστα λογοτεχνικά ευρήματα χωρίς «φιλολογικές ή άλλες εξωποιητικές διανοίξεις». Ο συγγραφέας φωτίζει με επιδεξιότητα την «αισθητική δυναμική» των ποιητικών έργων που κρίνει και συλλαμβάνει με τα ευαίσθητα αισθητήριά του «την αύρα θαυμαστικής θέασης των πραγμάτων» που αυτά εκλύουν. Η λεπτομερής «διερευνητική περιδιάβαση» που κάνει δεν αφήνει περιθώρια να χαθούν από το «αισθητικό και ερμηνευτικό νυστέρι» του τα οποιαδήποτε «πλεονάζοντα φορτία ψυχοπνευματικής έντασης» και τη «μεταφυσική αχλή της εικονοποιΐας» όπου αυτή εντοπίζεται.
Τα σχόλιά του καίρια καλύπτουν τόσο τη δυναμική της ποιητικής δομής και τις διακυμάνσεις του «ποιητικού εκκρεμούς», τη μορφική διαστρωμάτωση των ποιημάτων, την αλληλουχία των στιχουργικών μονάδων, την «εύστοχη γλωσσική μορφοποίηση» και την «αρμονία στις κινήσεις κορύφωσης και ανάπτυξης του ποιητικού λόγου». Η «συγκινησιακή ένταση των στίχων», η αρχιτεκτονική στην «κίνηση και στους αρμούς των στίχων», είναι επίσης κριτικά κριτήρια για την εμπειρική αισθητική του Ανδρέα Πετρίδη. Η «ιχνηλάτηση κορυφώσεων» και η «αρμονικότητα της ταλάντωσης» της κειμενικής μορφής» επίσης εντοπίζονται και αξιολογούνται.

Ο ευαίσθητος ποιητής και κριτικός Ανδρέας Πετρίδης μας περιγράφει με ιατρική ακρίβεια τα συμπτώματα της συναισθηματικής έντασης που αισθάνεται όταν το εναργές κριτικό βλέμμα του αντικρύσει ένα ζωντανό και ομιλούντα στίχο. Μας εξηγεί: «Η συναισθηματική ένταση αυξάνεται απότομα, με αποτέλεσμα μια ανεξήγητα γλυκιά ταραχή. Ένα πρώτο κύμα αισθητικής ηδονής νιώθουμε ήδη να εκλύεται μέσα μας». Τα κύματα «ποιητικής δραστικότητας» που αισθάνεται ο Ανδρέας Πετρίδης είναι τεράστια και είναι φορές που κτυπούν καίρια τις «χορδές της υπαρξιακής του συνειδητοποίησης». Αλλού μας εξηγεί πώς οι εύστοχοι στίχοι οδηγούν τον αναγνώστη σε μια «δύσκολα αποτινάξιμη αιχμαλωσία» και τον «κατακλύζει ένα απροσδιόριστο ρίγος». Την «αφοπλιστική υποβολή και ενάργεια» διαδέχεται η «μοιραία φαντασιακή αναπόληση».
Μια «πηγή φωτακτίνων», μια «ριγηλά στοργική μελωδία», μερικές «εναλλασσόμενες υπερβατικές εικόνες», μια «υπόγεια ζωηφόρα αύρα» και κάποιοι «υποβλητικοί οραματικοί διάλογοι» είναι αρκετά για να διαπεράσουν, όλους τους σωματικούς και πνευματικούς «ιστούς της ύπαρξής του». Με τις «αισθητικές κεραίες» του δεν αφήνει να χαθούν στο ανερμήνευτο στίχοι που οδηγούν σε «δυνατές εκτινάξεις σε χώρους μια άλλης οντολογικής και υπαρξιακής εμπειρίας», συλλέγει το «επώδυνο απόσταγμά» τους και οδηγείται σε «απίθανους συνειρμούς μια ιδιότυπης αισθαντικότητας». Μεταπίπτει συχνά από τη «διέγερση του αισθητικού εκκρεμούς», στην «αισθητική ικανοποίηση» και στην «κλιμακούμενη προσμονή» και από την «αισθητική ηδονή» στην καθαρτική ικανοποίηση» και στη «λυτρωτική διέξοδο». Ένα απρόβλεπτο «κυμάτισμα της μορφής» είναι αρκετό για να νιώσει τον άυλο πτερυγισμό και τη «λαχτάρα στο στήθος» που «εκτινάσσουν συχνά τη ψυχή και το πνεύμα σε χώρους μιας ουσιαστικότερης και βαθύτερης εμπειρίας».
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί τα πνευματικά τοπία της αισθητικής και σκηνογραφεί το υπόστρωμα και τις λεπτές αναλογίες της εμπειρικής αισθητικής που βιώνει. Μετεωρίζεται σε «ασκήσεις βάθους» μας γνωρίζει γίγαντες στίχους για πολλούς αόρατους. Μας ζωγραφίζει με το λόγο του «συμπαγείς λυρικούς πυρήνες καλοδουλεμένων στίχων» και «δωρικούς αγαλμάτινους στίχους». Οι «διαιώνιες και μυστηριακές», οι χειμαρρώδεις διαδρομές» των λέξεων είναι αφετηρίες για να μια «υπερφυσική μεταβολή του τοπίου». Ενός τοπίου με διάσπαρτους «υψιπέτες στοχασμούς» και «συστοιχίες ιονικών κιόνων».
Για τον Ανδρέα Πετρίδη η αφαίρεση είναι η «απελευθέρωση του μυαλού από μια ενεργοβόρα φυγόκεντρη πολλαπλότητα», μια «χαλάρωση από τη στοχαστική πολλαπλότητα». Πολύ συχνά χρησιμοποιεί ιατρικούς και βιολογικούς όρους, οι οποίοι μέσα από τη λογοτεχνική του υπόσταση τους μεταποιεί σε ποιητικούς πυρήνες. Έτσι εντοπίζουμε μέσα στα κείμενά του το «ερμηνευτικό και αισθητικό νυστέρι», τα «καταπραϋντικά που τον κατακλύζουν», την «αισθητική εργαστηριακή λαβίδα», τη «στοχαστικότητα που μεταβολίζεται σε βαθύτερη αίσθηση». Εντοπίζει ακόμα την «εκτονωτική καλλιτεχνική βαλβίδα», τους «ιστούς της ύπαρξής μας», τις «αισθητικές κεραίες», τη «λεπταίσθητη ποιητική βελόνα» και τη «βιολογική ζωτικότητα»
Η «λογοτεχνική και αισθητική γεύση» του συγγραφέα μάς επιτρέπει να αισθανθούμε την «έμπνοη ύλη» και η πνευματική του υπόσταση να ταξιδέψουμε σε ενορατικές διαστάσεις που «διαχρονίζουν τους χρόνους και διαποτίζουν τους τόπους». Νιώθουμε μάς λέει «να φανερώνεται, ως ψηλαφητή αίσθηση, κάτι απ’ την ουσία του άρρητου και αυτό είναι που μας συναρπάζει». Ο «ερμηνευτικός και αναλυτικός φωτισμός» του είναι ικανός να φωτίσει τα στοιχεία των ποιημάτων που οδηγούν στην «ευδαιμονική ενατένιση», που συνδιαλέγονται με το συλλογικό υποσυνείδητο. Εντοπίζει την «μεταποίηση του επίκαιρου», τον «κρυσταλλωμένο λυγμό και το πικρό δάκρυ», τον «ασίγαστο ρεμβασμό», τη «νοσταλγική αναπόληση».
Λογοτεχνικότατοι είναι και οι ευρηματικοί τίτλοι που ο Ανδρέας Πετρίδης χαρίζει στα κριτικά κείμενά του. Αναφέρω τα εξής παραδείγματα: «Ανοίγοντας όστρακα της ποιητικής δημιουργίας», «Ιχνηλατώντας τα υψίπεδα της ποιητικής δημιουργίας», «Η ελλειπτική φωνή», «Η επίμοχθη ποιητική απόσταξη», «Ο ηδύφθογγος λόγος».
Το βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη Ποιητές και Ποιήματα: Μια εμπειρική αισθητική, αποτελεί και για μας που το μελετήσαμε μια «καλλιτεχνική βαλβίδα εκτόνωσης της ψυχικής και πνευματικής δοκιμασίας» που περνούμε σε καιρούς αφιλίας και σκληρότητας, σε χρόνους εξαθλίωσης και απαξίωσης, σε τόπους ιδιοτέλειας και αγανάκτησης. Αδιαμφισβήτητα το εν λόγω βιβλίο είναι ένα έργο που πρέπει ο κάθε ποιητής να διαβάσει, ένα έργο που ενδιαφέρει τα μέγιστα τον κάθε μελετητή της λογοτεχνικής παραγωγής του τόπου μας.

Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής
Γεωργίου Αναστασίου 8
3070 Λεμεσός
a.chadjihambi@cytanet.com.cy