( απόσπασμα )
Το δεύτερο και τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Ανδρέα Παστελλά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Μεταθανατίως αποσχηματισθείς,το 1995. Θα αναφερθώ κάπως αναλυτικότερα στα επιμέρους ποιήματα, αφού πρόκειται για συλλογή για την οποία δεν μπορεί κάποιος να μιλήσει ομοιόμορφα και ισοπεδωτικά. Τα πρώτα τρία ποιήματα είναι εξαίρετες λυρικο-δραματικές συνθέσεις, με στέρεη δομή και ισορροπημένη ανάπτυξη. Η γνήσια κατασταλαγμένη συγκίνηση ρίχνει επάνω στις λέξεις και εικόνες ένα τραγικό φως, που οδηγεί τον αναγνώστη με δέος και συγκλονισμό στην ψυχική κάθαρση. «Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974» είναι ποίημα λιτού και υποβλητικού λόγου, με θαυμάσια κορυφούμενη ανέλιξη του βασικού αφηγηματικού μύθου. Που στην πραγματικότητα είναι οτιδήποτε άλλο παρά μύθος, αφού αγγίζει άμεσα τη φριχτή σύγχρονη άλωση της πατρίδας μας, κάτω από τα απαθή βλέμματα δικών και ξένων. Η τραγική εδώ persona, που συμβολίζει και το δράμα της Κύπρου, προδομένη κι εγκαταλελειμμένη από άφρονες ηγέτες του μητροπολιτικού Ελληνισμού, εμφανίζεται στο κέντρο της Αθήνας ως φιγούρα εκτός τόπου και χρόνου, γι’ αυτό και βαθιά τραγική. Ας διαβάσουμε το ποίημα ολόκληρο:
Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974
«ες δάκρυε έπεσε
το θέητρον»(Ηρόδ.)
Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας
σαν από σκοτεινή καταπακτή
από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου
με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους
να ταξιδεύουν μαζί του,
δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι
καμωμένο από λίγα χορτάρια
πού ‘χαν μείνει στην έρημη γη.
Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα
μάτια θολά και κόκκινα απ’ τους καπνούς
τη στάχτη στα μαλλιά
απ’ τα καμένα δέντρα
πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρυνής,
χωρίς ακοή απ’ τις στριγγιές φωνές
σφαγμένων αγρινών,
με χέρια απλωμένα
αόμματος επαίτης
γωνία Σταδίου και Αιόλου
στάθηκε
μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν
κατηφορίζοντας
σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.
– Έλληνες αδελφοί…
η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.
Κάποιος περνώντας δίπλα
του ‘χωσε βιαστικά στη χούφτα
ένα τάλληρο.
Το δεύτερο εκλεκτό ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο «Του Χρυσοσώτηρου». Αναφέρεται στον αγνοούμενο σύζυγο γυναίκας που οπτασιάζεται κάποτε τον άντρα της να ’ρχεται όπως σε όνειρο τα βράδια, αλλά και να χάνεται πάλι μέσα απ’ τα χέρια της ως την επόμενη φορά. Τη νύχτα όμως της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στις 6 Αυ-γούστου δηλαδή, σύμφωνα με την παράδοση ανοίγουν τα επουράνια. Κι οι αγνοί στη ψυχή, σαν ξαγρυπνήσουν, θα δουν στον ουρανό «το χρυσό πλατάνι», που θα πραγ-ματοποιήσει την όποια ευχή τους. Μια τέτοια ακριβώς νύχτα έκανε την ευχή της κι η ευσεβής σύζυγος, έτσι που ο άντρας της ως εκ θαύματος μέσα σε σύννεφο φωτός ήρθε κοντά της. Και τότε εκτυλίσσεται, με κορυφούμενη ψυχική ένταση και δραματικό ποιητικό λόγο, ένας διάλογος που μας μεταφέρει απευθείας στην καρδιά και το κλίμα της μπαλάντας «Του νεκρού αδελφού». Ώσπου το χάραμα με το πρώτο φως, η οπτασία διαλύεται κι ο αγνοούμενος Κωνσταντής γλιστρά και φεύγει με θαυμαστό τρόπο:
Ένα περήφανο άλογο μ’ άσπρα φτερά
κωπηλατώντας αργά στη μελανή άβυσσο
ανάλαφρα, είδε, να τον ανεβάζει στ’ αντικρυνό βουνό.
Κι από τότε
πάνω στην πιο ψηλή κορφή του Πενταδάκτυλου
μέσα στο πηχτό σκοτάδι
ανάβει κάθε βράδυ
ένα μικρό φως που ολοένα μεγαλώνει
και το βλέπουν μόνο όσοι δεν έχουν μάτια.
Δεν γράφονται καθημερινά τέτοιοι στίχοι, με τόση ενοραματική δύναμη και βάθος.
Έρχομαι τώρα στην τρίτη αξιόλογη σύνθεση του Ανδρέα Παστελλά, που τιτλοφορείται «Τυρταίου λόγος επιμνημόσυνος». Αφιερώνεται στους Ελλαδίτες νέους που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της Κυπριακής ελευθερίας, με ιδιαίτερη μνεία στους καταδρομείς που έχασαν άδικα τη ζωή τους με τον γνωστό τρόπο πάνω απ’ το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Με προμετωπίδα τον γνωστό στίχο του Καβάφη «Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος», ο ποιητής εξαγνίζει, από αυτονόητο καθήκον, τους αθώους και ηρωικούς τούτους νέους από οιονδήποτε περιττό συνειρμό με τα αμαρτήματα και ελλείμματα των ταγών της εποχής εκείνης. Το ποίημα ξετυλίγεται με δραματικά κλιμακούμενη εικονοποιία, δίνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση μιας επιμνημόσυνης τελετουργίας. Η πράσινη χλόη που αγκαλιάζει τα καψαλισμένα κορμιά τους επιτείνει τον αποχωρισμό από τη ζωή σεμνά και χωρίς συναισθηματική διάχυση, παρόμοια όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις στο δημοτικό τραγούδι. Ας δούμε ένα απόσπασμα:
Δεν θα ξαναδούν ποτέ πια
τη χλόη ν’ ανηφορίζει στις πλαγιές
που σβήνεται χλωμή
προτού προλάβει να ντυθεί
το χρώμα του πράσινου.
Ξεσκλίδια τους παρασέρνει
ο άνεμος
κρεμασμένους σε πεθαμένα δέντρα
ψηλά στους βράχους της Γομαρίστρας
μπρούμυτα δαγκώνοντας
το χώμα της μάνας γης…