ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ
Διαδικτυακές Συν- πυκνώσεις( ανέκδοτα )
Έμμετρα και Άλλα Τινά …
< ΤΟ ΣΚΙΕΡΟ ΒΑΘΟΣ >
Αχλύ στο φόντο κίτρινη- γαλαζωπή,
το «ραγισμένο ηλιόγερμα» στοιχειώνει,
καθώς διαβάτης ήρεμα μονολογεί:
Την πίσω όψη των πραγμάτων προτιμώ,
το σκιερό τους και μυστήριο βάθος…
το μαύρο, πού’ ναι απίθανα σεμνό
και μόνο περιγράμματα διαγράφει,
που μοιάζουν καταφύγια των ψυχών!
< Η ΦΥΣΗ ΜΑΣ …>
Με ρίζες να τρυπούν τη γη
και κλώνους προς τα ύψη,
με δέντρα μοιάζουμε όλοι –
στην πρόθεση αειθαλείς,
μα φύσει φυλλοβόλοι …
< ME ΒΑΡΥ ΜΕΛΑΝΙ… >
Λίμνες- καθρέφτες είδωλα κρατάνε,
πράγματα που ποτέ δεν μένουν τα ίδια-
ούτε καν πρόσωπα όταν κοιτάνε
της επιφάνειας τ’ ακύμαντα ριπίδια…
Αλλάζουν όλα διάθεση αυγή ή δείλι,
τα βήματά τους δεν αφήνουν χνάρι…
Μονάχα οι Άγρυπνοι στο μεσονύχτι
σ’ άσπρο χαρτί και με χλωμό λυχνάρι,
καρφώνουν στίχους με βαρύ μελάνι..!
< ΑΕΝΝΑΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ >
Σαν μεθυσμένο τρωκτικό συνέχεια σκάβω
για λίγη σκόνη- έστω αργυρή μου φτάνει…
Κρατήσου άστρο μου, κάπου κοντά τη ψαύω-
η μνήμη ας δυναμώσει το πυρό τρυπάνι!
< ΕΜΠΥΡΕΤΟ >
Ωχρό φως επλημμύρισε γη κι ουρανό,
με γύρη γονιμοποιεί τη στείρα σκέψη –
κι όταν σε λίγο ο οίστρος θα θεριέψει,
θα στάζει πάνω στο χαρτί αίμα ζεστό…
Κι εσύ που τη γραμμή τού ήλιου επήρες,
γνωρίζεις πως η αυγή δεν θ’ ανατείλει
αν δε διαβείς καρτερικός το δείλι…
< ΕΥΛΟΓΙΑ ΒΡΟΧΗΣ >
Πέφτει μια πράσινη πυκνή βροχή
μέσα στο ξάγναντο εσπέριας ώρας,
σαν ευλογία σαν βάφτιση αντηχεί,
κάτι σαν γεύση σπάνιας οπώρας !
< H ΕΜΠΝΕΥΣΗ >
Η έμπνευση από μια μνήμη ξεκινά,
τ’ ακύμαντά της τα νερά ταράζει
εικόνα-βότσαλο που έπεσε ξάφνου…
Κύκλους βλέπεις ν’ ανοίγουνε,
των βιωμάτων ο βυθός φεγγιάζει,
κι αλάργα οι λέξεις σαν πουλιά
ακόμα αόρατες κτυπούν φτερούγες…
Μη βιάζεσαι- έχεις ανάγκη τη σιωπή,
τη φλογερή διάθεση έχεις ανάγκη,
οι λέξεις να καθήσουν στο χαρτί
κάποια στιγμή σοφή κι ευλογημένη.
< ΦΥΣΗ ΑΝΤΙΡΡΟΠΗ >
Λεπίδι της αυγής το πρώτο φως,
το νύχτιο πέπλο διαμιάς ξεσχίζει –
είναι του βίου μας νόμος κρυφός,
μια φύση αντίρροπη να μας ορίζει…
< Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ >
Οι λέξεις λεν αυτό που λένε
μ’ αν τις υγράνει καυτό δάκρυ,
ακούς κρυφά να σιγοκλαίνε
στης μνήμης μας την άκρη…
Οι λέξεις τούτες πριν εκλείψει
του οίστρου το έμπυρο αγκάθι –
μ’ άσπρα φτερά πάνε στα ύψη,
και με πανιά τραβούν στα βάθη…
< Η ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ ΕΥΚΡΑΣΙΑ… >
Βράχοι ακτοφύλακες – σηματωροί,
σε βαθυγάλαζα πελάγη βλοσυροί…
Τα χρώματα να λεν της Εσπερίας
δεν είναι της δικής μας ευκρασίας,
που όταν εκεί φυσομανά τ’ αγιάζι,
στον ουρανό μας Πήγασος καλπάζει…
< ΣΙΓΗ ΣΑΝ ΠΕΣΕΙ… >
Σιγή σαν πέσει στ’ άπνοο δείλι
με τ’ αλμυρό του νόστου δάκρυ,
αηδονούν στης χλόης την άκρη
τα εύλαλα των Όντων χείλη!
< ΤΑ ΛΙΤΑ ΜΑΣ ΧΡΩΜΑΤΑ >
Πυκνά φυλλώματα σε φως χρυσίζον
πάνω από λίμνες, με νερό στο γκρίζο…
Τόση αφθονία- του Βορρά καμώματα,
μα εμείς κρατάμε τα λιτά μας χρώματα.
< ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ >
Ο λόγος στις καλές του ισορροπεί
σαν δάσος με πυκνά και ξάγναντα,
φορές ανοίγοντας βήμα ταχύ
και άλλες με σφιγμένο ανάσασμα –
ώσπου από μόχθο καθαρό ή τύχη
μπορεί και τούτο ξάφνου να συμβεί:
ν’ ανθίσουν απ’ τον λόγο οι στίχοι!
< ΙΣΟΡΡΟΠΟΥΝ… >
Ισορροπούνε κάποτε σε θάλασσα κι αιθέρα,
με αδρανή βαρύτητα, όγκοι και σχήματα –
ελεύθερα απ’ το παχύ του χρόνου στρώμα,
ίδια ψυχή που απόβαλε βαριά της κρίματα…
Και όλα τότε φαίνονται – αργά μέρα τη μέρα-
σαν νόμο αυστηρό ν’ ακολουθούν με πίστη,
μια να τραβάνε στα ψηλά και μια στο χώμα…
< ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ >
Ώρα φθινοπωριάτικη – βαρύθυμη ώρα,
μ’ ένα φαιό ψηφιδωτό ντύνει το σώμα.
Μα τις ψυχές ποιός θα τις ντύσει τώρα,
που σαν πουλιά δεν κούρνιασαν ακόμα!
< ΑΝΩΤΕΡΑ ΔΥΝΑΜΗ >
Μέσ’ από σύννεφο βαρύ πλησιάζεις,
μέσ’ από αύρα νεφική αναδύεσαι…
Κι αν είσαι αλήθεια μη Θεός, μ’ απλά
με νόμο φυσικό πιότερο μοιάζεις –
αφού δεν σώνεσαι, δεν εξαντλείσαι,
η Δύναμη πάνω από εμέ, ας Είσαι…
< ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ >
Είναι φορές που η βροχή πέφτει σαν μάννα
από τον ουρανό πολύ συνηθισμένης μέρας…
Παλάμη απλώνεις μιας στιγμής ευλογημένης
κι ευδαιμονείς δίχως μεγάλα να προσμένεις !
10 + 2 Φωτο-Βολές
< ΒΙΒΛΙΚΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ >
Χλόη φωτός λυτρωτικά σκεπάζει
το αυγινό ανάγλυφο της οικουμένης.
Δεν παίζει αυλός-μηδέ αμνός βελάζει,
μόνο η αχλύ διάχυτη της ειμαρμένης.
< Ο ΗΛΙΟΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ…>
Μας παίρνει όλα τα χρώματα,
στο μαύρο να μας δοκιμάσει –
να κρίνει πριν τα ξημερώματα
πώς θα ξαναμοιράσει …
< ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ >
Το λοίσθιο φως με σκιές σαν ζευγαρώνει,
τα σχήματα ζωής πιο καθαρά προβάλλει :
κόρη που αντίπερα το χέρι της απλώνει,
στιγμή του τώρα… και αύριο θάν’ άλλη…
< ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ >
Κάποια στιγμή του δειλινού
ήλιος και χρώμα κάνουν πίσω.
Ρωτά η καρδιά κρυφά τον νου:
”Τί απ’ τη μέρα να κρατήσω;»
< ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟ ΦΩΣ >
Στης Τέχνης τον καυτό κρατήρα
είναι η ψυχή σου πτερωτός ικέτης –
στ’ άχρονο φως σού’ ταξε η μοίρα
και συ το φως σου να προσθέτεις.
< ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΝΙΚΗ >
Σε νύχτας αυγουστιάτικης τον θόλο
φεγγάρι πάμφωτο μόλις ανέβει,
με το χρυσάφι του αρματώνει στόλο
και καταναυμαχεί τα ερέβη !
< ΣΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ >
Όταν το φως πέφτει στα δέντρα σαν βροχή,
αυλαία μνήμης μακρινής εντός σου ανοίγει-
στου δάσους μέσα την καρδιά τότε αντηχεί
μέλος θεσπέσιας μουσικής μ’ άρρητα ρίγη !
< ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΝΑ ΘΩΡΕΙ… >
Κάποτε πέφτει του φωτός βροχή
στα σκιερά του δάσους μονοπάτια-
να βόσκει των πλασμάτων η ψυχή,
το θαύμα να θωρεί με άλλα μάτια !
< ΦΩΤΟΠΗΜΜΥΡΑ >
Αίφνης πλημμύρα φωτερή
στα συννεφομαζώματα,
τη μαύρη τρύπα ν’ αναιρεί
με του φωτός τα χρώματα.
< ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ >
Κρουνό φωτός διάπλατα ανοίγει
ο ουρανός, ξάγναντο να φωτίσει…
Ν’ αφήσουν οι ψυχές ένοχα ρίγη,
μ’ άχραντο ρούχο να τις ντύσει.
< ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΕΡΑΣΜΑ >
Πικρό πουλί, που λίγο φως και χρώμα
να ρίξεις προσπαθείς μές στην καρδιά-
το ράμφος σου τρυπά σκοτάδι ακόμα
κι είναι η ψυχή σου μές στη συννεφιά…
< ΑΓΩΝΙΑ ΟΔΟΙΠΟΡΟΥ>
Κι αυτός που ακόμα οδοιπορεί
προς το χλωμό λυκόφως,
ν’ αφήσει χνάρια αδημονεί
προτού πυκνώσει ο ζόφος !
< ΤΗΝ ΑΛΩ ΑΥΓΑΖΟΝΤΑΣ… >
Ήλιος μέσα απ’ το σύννεφο σκορπά
με δίκαιη μοιρασιά το φως του –
μισό ψηλά κι άλλο μισό στα χαμηλά,
την άλω αυγάζοντας του Αγνώστου.
< ΙΑΜΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ >
Ένανθος κάμπος ξεδιπλώνει
στον ήλιο απέραντο χαλί –
με φως και κόκκινη ανεμώνη,
τη θλίψη να τοξοβολεί…
< ΔΥΟ ΚΥΚΝΟΙ >
Σμίγοντας τ’ άσπιλο λευκό τους,
από την έκταση αφαιρούν του σκότους!
< ΑΝΤΙΜΑΧΙΑ >
Το λυκαυγές είν’ αυγινός ψαλμός,
πένθος της φύσης το λυκόφως…
Στο ενδιάμεσο τού βίου ο παλμός:
πότε το φως νικά – πότε ο ζόφος!
< ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ >
Τα κυπαρίσσια, δες, μοιάζουν σταυροί
που τους κρατά του Γολγοθά ο λόφος –
πένθιμη φαντασίωση, που συντηρεί
συννέφιασμα βαρύ μές στο λυκόφως.
< ΥΠΕΡΚΟΣΜΗ ΑΥΡΑ >
Ανάμεσα σε θάλασσα και φλογερό ουρανό,
το λιόγερμα έχει ρίξει τη χρυσή του σκόνη-
ορθό και άφωνο μές σε πλεούμενο σκιερό,
υπέρκοσμη αύρα ριγηλά σε περιζώνει !
< ΑΝΤΙΜΑΧΙΑ ΑΙΩΝΙΑ >
Το φως από το μαύρο αφαιρεί
και δίνει στην καινούργια μέρα-
αντιμαχία αιώνια, πεισματερή,
Αρχή παντός και Πλατυτέρα!
< ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΦΩΤΟΣ >
Μια σπίθα κρύβει ο ουρανός
το σκότος πριν πυκνώσει,
να κρατηθεί σπόρος φωτός
μέχρι να ξημερώσει!
< ΕΠΙΚΑΛΕΟΜΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΙΝ…>
10 + 2 εκφωνήματα –
Στενεύει ο χρόνος σου πολύ
και με κλεψύδρα μοιάζει;
δόσ’ του με Τέχνη διαστολή,
αιώνιος να φαντάζει!
*
Ανοίγει ο λόγος τα λινά φτερά του,
την αφασία των στιγμών να κρύψει –
ανάμεσα Ευφρόνης και θανάτου,
μια πεταλούδα η ψυχή, μια τύψη!
*
Μια κουκουβάγια μέσα μου σοφή
με δαγκωτό φτερό – όχι στην τύχη,
αντί ψηλοπετάγματα κι αντί τροφή
ψάχνει μελάνι να γραφτούν οι στίχοι.
*
Απ’ της ψυχής τ’ απύθμενα νερά
στίχοι ορμούν στο φως της μέρας,
βαραίνουν από δάκρυα αλμυρά,
αλλιώς τους παίρνει ο αγέρας.
*
Πνεύμα της τέχνης, μείνε θαλερό
να αρμενίζει η ψυχή όλο πιο πέρα,
με γαληνό ή και με άσχημο καιρό
και με γεμάτο δίχτυ κάθε μέρα.
*
Η ποίηση σαν ξαφνική βροχή δεν πέφτει,
κι εύηχων λέξεων δεν είναι η κοιτίδα –
με πάχνη μοιάζει εσώτερου καθρέφτη,
όπου ανασαίνει εμπράγματη πατρίδα …
*
Η μοναξιά είναι της Τέχνης η κοιτίδα,
κρυφή σπηλιά που μάς κρατά ερημίτες-
να στάζουν τ’ αλμυρά δάκρυα της είδα
στο άγραφο χαρτί σαν σταλακτίτες …
*
Τη μοναξιά προκρίνει η ψυχή σου
σαν η πολλή συνάφεια γίνει στείρα.
Εντός σου ακούς φωνή: Κρατήσου,
ο λόγος στέρεψε – κι αργεί η λύρα!
*
Βότσαλα ξεκομμένα από τις κοίτες,
κοσμούν του δέλτα την υγρή αγκάλη –
ήταν κοτρώνια στα ψηλά κι ορείτες,
κι έγιναν σχήμα που σαν άνθος θάλλει.
*
Ψυχή που μές στη νύχτα ξαγρυπνά
και τα σκοτάδια της πέρα τα κάνει –
με χέρι αδύναμο, με δάκτυλα ρικνά,
χαράσσει στίχους με καυτό μελάνι.
*
Τη χάρη δίνε μας, Θεέ μου, περισσή,
να φτερουγά η ψυχή πάντα καθάρια –
κι οι στίχοι ν’ ανασαίνουν στο χαρτί
γαλήνια, όπως κολυμπούν τα ψάρια.
ΣΤΟΧΑΣΤΙΚEΣ ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΕΙΣ…
< ΑΝΘΙΣΗ ΚΑΙ ΜΑΡΑΣΜΟΣ >
Κοίτα η ακμή, πώς συνοδεύει τη φθορά
κι ο χρόνος νόμισμα στις δυο του όψεις –
μια μαργαρίτα σπόριασε, άλλη ανθοκοπά,
όποια κι αν σε καλεί, ω, μην την κόψεις…
< Ο ΤΟΚΕΤΟΣ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ >
Σκιρτά το έμβρυο του φωτός
στης σκοτεινιάς τη μήτρα –
κι η αγρύπνια γίνεται τροφός
και της αυγής γεννήτρα!
< ΑΠΝΟΙΑ >
Όλα το βράδυ σιωπηλά
τίποτε δεν σαλεύει,
μόνο η ψυχή δειλά- δειλά
άσπρο πανί γυρεύει.
< ΒΑΘΟΣ ΜΝΗΜΗΣ >
Μύρια κοχύλια συναντώ
στην αυγινή ραστώνη,
το σκήνωμά τους τ’ αδειανό
μνήμη βυθού στοιχειώνει.
< ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΔΟΣ ΜΟΥ… >
Θαμβωτικά τα πράγματα τού κόσμου
στη ρόδινη αυγή ή στην κροκάτη δύση –
της θέασης, ω μοίρα, διάρκεια δός μου,
το τέλος της όσο μπορεί ν’ αργήσει !
< ΚΡΥΦΗ ΑΠΕΙΛΗ >
Όπως ελάφι σ’ έντρομη φυγή
είν’ η ψυχή στου ήλιου το γέρμα –
μα ο κυνηγός δεν είναι να φανεί,
μονάχα η ανάσα του στο τέρμα…
< ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ >
Άνθρωπος και φυτό μαζί – τα δυο αντάμα
στο θόλο τ’ ουρανού ανοίγουν την αγκάλη,
ίδια κάνουν προσευχή κι ίδιο κάνουν τάμα
ευλογημένο τ’ αύριο να ξαναρχίσει πάλι!
< ΕΤΣΙ ΑΠΛΑ >
Θάλασσα κι ουρανός γλαυκό σεντόνι,
ένα πράσινο γαλήνης η στεριά
και νέφη π’ αρμενίζουν σε ραστώνη,
βέβαιο πως ζωγράφισαν παιδιά.
< ΚΙ ΕΙΔΩΛΑ ΑΣ ΗΤΑΝ …>
Κι ως είδωλα να υψώνουνταν ακόμα
βουνοκορφές και δάση μές στον Άδη,
ας ήταν – θά’ χαμε σχήμα και χρώμα ,
των ομματιών μας γλυκασμό και χάδι.
< ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ >
Ο βίος είναι σύντομος- μόλις που επιτρέπει
να πεις το έπος σου, να δεις πια πού πατάς.
Και τ’ αγριολούλουδο να το μυρίσεις πρέπει,
το ίδιο όπως έκθαμβος σ’ ανθώνα σταματάς…
< ΣΕΜΝΟ ΓΚΡΙΖΟ >
Εύκολα το γκρίζο των πραγμάτων
ρυθμίζει των ματιών την υγρασία-
τη φωνασκία ακούω των χρωμάτων,
όμως βαθύτερη του γκρίζου η ουσία !
< ΔΕΟΣ >
Σε βράχο αν βγεις καμμιά φορά,
κι εκεί ψηλά στο χάος σκύψεις –
το δέος σου καλά κι αν κρύψεις,
το κάτι νιώθεις που τα πάντα ορά…
< ΔΕΗΤΙΚΟ >
Γυμνές – διάπυρες ας είναι οι ψυχές
ωσάν βουνά που τα σκεπάζει η λάβα-
φωτοπηγές να αποστρέφονται ρηχές,
αυτές που μας θολώνουνε το διάβα.
< ΔΡΟΜΟΥ ΙΧΝΗΛΑΤΕΣ >
Παντός καιρού οι ψυχές μας φανοστάτες
μές στην ομίχλη της νυκτός μές στην αιθάλη,
κι εμείς γι’ αλλού, δρόμου θολού ιχνηλάτες,
η φλόγα του άγνωστου όπου μας βγάλει !
< ΚΕΝΟ >
Σχεδόν να προσεγγίσουμε άκρα γαλήνη,
που ακούμε της ανάσας μας μόνο τον ήχο-
ακίνητη όμως η στιγμή τόσο έχει μείνει,
που όλα σιγούν, σαν πίνακας στον τοίχο…
< ΤΕΛΜΑ >
Γύρω δεν είναι θάλασσα, μήτε ουρανός,
μόνο βαρύτητα πυκνή που χαμηλώνει…
Ο νους σταμάτησε κι είναι σαν αδειανός
στης απραξίας τη μουντή, άκεφη ζώνη.
< ΖΥΓΩΝΕΙ ΕΣΠΕΡΑ… >
Κτυπά ο ήλιος νυσταγμένα τα φτερά,
τ’ ακούς όπως θροϊζουν στον αιθέρα…
Μα΄ναι πια σούρουπο, ριπίζει τα νερά
πλατάγισμα βαρύ…Ζυγώνει Εσπέρα.
< Η ΔΥΣΤΟΚΙΑ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ >
Σ’ άφεγγο δάσος σκοτεινό, στο βάθος δες,
ηλιοβασίλεμμα πυρρό απ’ ώρας μαίνεται –
σβήνει το σήμερα, γίνεται κι όλας χτες,
μα η γέννα του αύριο θ’ αργήσει φαίνεται !
< ΤΟ ΤΟΛΕΔΟ του ΕΛ ΓΚΡΕΚΟ >
Δεν τον αγγίζει μια τυχαία καταιγίδα
τον νοσταλγό επισκέπτη του Τολέδο…
Τον συγκλονίζει η άλλη, του χρωστήρα,
η καταιγίδα της ματιάς του Ελ Γκρέκο.
< ΕΞΑΡΣΗ >
Στ’ αυλάκια του μυαλού ο λογισμός
του οίστρου τα πανιά όταν σηκώνει,
γίνεται δίνη και αλόγου καλπασμός
που σαν το κύμα ολοένα γιγαντώνει!
< ΠΡΟΣΩ ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ >
Από κορφή σ’ άλλη κορφή
στον δρόμο νύχτα – μέρα,
πίσω δεν έχει επιστροφή,
μ΄άλλη κορφή πιο πέρα…
<ΑΘΑΝΑΣΙΑ minima…>
Αν είχε η ψυχή έστω ένα μάτι,
να βλέπει κάτω από ψηλά-
θ’ άξιζε τότε αυτό το κάτι,
γι’ αθανασία κάποιος να μιλά.
< ΠΛΗΚΤΙΚΟ >
Όλα φαντάζουν άνευρα,
κρατούν μόνο το σχήμα-
τα μέλη γίναν πληκτικά
κι ο λόγος κενό ρήμα.
< ΑΠΟΔΡΑΣΗ >
Ξάφνου η έγκλειστη ψυχή
παράθυρα ανοίγει πλέρια –
και φεύγουν τότε όλα μαζί
μύρια πανιά σαν περιστέρια.
< ΚΑΘΗΛΩΣΗ… >
Άλλο δεν αντέχουμε τη στεριανή μας μοίρα,
μα όπως διαφάνηκε λακτίζουμε προς κέντρα-
αντί πυξίδα έχουμε στα χέρια μας μια λύρα,
χωρίς Ιθάκες μείναμε – ακίνητοι σαν δέντρα!
< ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ >
Συνείδηση ζυγιάζεται – μετριέται
στου αιγιαλού τον λείο καθρέφτη,
μια πάει χάνεται και μια κρατιέται,
σαν αϊτός χτυπά φτερό-δεν πέφτει.
< ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ >
Κινούνται σαν σκιές στου πρωινού την πάχνη
άνθρωποι που λησμόνησαν ήχο και χρώμα –
η σκέψη τους αιχμάλωτη της μηχανής-αράχνη,
και μόνο μέσα στα όνειρα χαμογελούν ακόμα…
< ΑΛΓΟΣ ΕΣΠΕΡΑΣ >
Στο άλγος όσο η ψυχή περνά,
γίνεται όμοια μ’ αγία εικόνα –
σαν ώριμη τ’ αγρού ανεμώνα
που τη μαδήσανε, μα δεν πονά.
ΜΕ ΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ Μ’ ΟΝΕΙΡΟ…
< ΕΝΝΟΜΗ ΦΥΣΗ >
Στης λίμνης τ’ αδιατάραχτο ατλάζι,
βαθιά υποκλίνονται δάση και λόγγοι –
ιδές, πώς ανυψώνεται ό,τι βουλιάζει,
πώς αλαφραίνουν στα νερά οι όγκοι !
< ΕΓΚΙΒΩΤΙΣΜΟΣ >
Βαθίσκια αγκαλιά – άφεγγη στρώση
μάς περιέβαλλε σαν πρώτη μήτρα,
άχρονη αίσθηση- παμπάλαιη φύτρα,
πριν τη φωτιά και πριν τη γνώση.
< Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ… >
Στα σπλάχνα της νόμοι αυστηροί
ορίζουνε ψυχρά το πρόσωπό της-
κι αν σήμερα είναι μόνο Φυσική,
υπήρξε κάποτε τρανή Θεότης!
< Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΩΡΑ >
Ο ήλιος κάποια σαν τις άλλες μέρα
με τη ροδόχρου δε θα επιστρέψει αυγή,
θά’ναι μια πρόκληση-μια δοκιμή για σένα
αν με πληρότητα θα φύγεις, ή κραυγή !
< ΘΟΛΟ ΥΠΕΡΠΕΡΑΝ >
Βουνά, του αιώνιου ασάλευτοι πυλώνες,
την άλλη όχθη απ’τη θέαση μην κρύβετε-
καλά να βλέπουμε του δρόμου τις εικόνες
ως πέρα, που θολό ξάγναντο ανοίγεται.
< ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ >
Ένα παιδί – μονάχα ένα παιδί
στ’ άφυλλο δέντρο σαν ανέβει,
κάνει το θαύμα όσο τραγουδεί,
σύννεφο η στέγνια να μαζεύει.
< ΚΡΑΤΑ ΜΑΣ, ΘΕ ΜΟΥ…>
Κράτα μας, Θέ μου, καθαρό
το βλέμμα κάθε μέρα –
να μη φανεί μαύρο φτερό
προτού σημάνει Ε σ π έ ρα …
< ΘΕΟΤΡΟΠΙΑ >
Τ’ αγριόχορτα κοίτα, προς το μέρος Του,
δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες –
τεντώνουν το σώμα με κάποιο πείσμα
σε μάταιη κίνηση φυγής…
< ΜΟΙΑΖΕΙ ΝΑΟΣ …>
Το δάσος, σαν απλώνεται βαθιά σιγή,
μοιάζει ναός την ώρα του “άνω σχώμεν”-
ο νους αγάλλεται και η ψυχή αναρριγεί,
με ψαλμικό στα χείλη “καλώς στώμεν”…
ΤΟΥ ΓΗΙΝΟΥ ΙΚΕΤΕΣ… >
Επάλληλες της ικεσίας καμπάνες
μάταια δονούν τα ουράνια δώματα…
Κάτω σιγή – ψιθυριστοί οι παιάνες
υμνούν το γήινο ψυχές και σώματα.
< ΕΞΙΛΑΣΜΟΣ >
Διπλοχτυπούν οι Ερινύες
βαριά φτερά πά’ στη σκηνή-
κι οι νύχτιες σβήνουν μανίες
το πρώτο φως μόλις φανεί.
< ΜΑΤΙΑ, ΜΗΝ ΚΛΕΙΝΕΤΕ… >
Μάτια- παράθυρα στον κόσμο ανοιγμένα,
που τόσα χρώματα μπορείτε να μας δώσετε-
ποτέ μην κλείνετε βαριά και νυσταγμένα,
ποτέ τα βλέφαρα- ποτέ μη χαμηλώσετε.
< ΜΕΣΣΙΑΝΙΚΟ >
Φεύγει μακριά με ένδυμα επίγειο,
του στρώνει η νύχτα αστρικό χαλί-
να βρει το θέλημά του καταφύγιο,
τα λόγια ν’ ακουστούν τ’ αειθαλή…
< ΠΕΣ ΣΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ ΜΙΑΝ ΕΥΧΗ… >
Σε συναπάντημα κρυφό με τον Εσπερινό
και τόξο πάνω ανοιχτό την αργυρή σελήνη,
πλατάνι αν ευτύχησες να δεις στον ουρανό,
ψέλλισε μόνο μιαν ευχή- κι αληθινή θα γίνει…
< ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ >
Από ένα φύσημα του ανέμου κρέμεται
η ευτυχία που ανθεί την κάθε μέρα,
μα η γύρη θα σωθεί – κι όλας ακούεται
των μελισσών ο βόμβος στον αέρα !
< ΣΤ’ ΑΠΛΑ ΤΟ ΑΠΑΝ >
Ευδαιμονία ανθίζει εκεί, όπου
με καθαρή καρδιά και πνεύμα
και τα μικρά σού κάνουν νεύμα…
< Η ΠΙΟ ΨΗΛΗ ΚΟΡΦΗ >
Του βίου πάτησες ψηλές κορφές
κι όμοια άγγιξες βυθό και πτώση,
μ’ αν έγινες σοφός – τώρα θα λες,
η πιο ψηλή κορφή είναι η γνώση.
< ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ >
Μοναχικός, νά’ ναι το πνεύμα, λύκος,
σ’ ακρώρειες λογισμών ν’ ακροπατά –
της νύχτας ν’ αψηφά το μαύρο κήτος,
πυρής ανταύγειας τη σπίθα να κρατά…
< ΥΛΙΣΤΙΚΟ >
Τ’ ανάγλυφο του σώματος μας δέρμα
στο κοίλο τ’ ουρανού ψηλά αυγαταίνει…
Στ’ αυλάκια του μυαλού είναι το τέρμα,
το δέντρο της ψυχής εκεί ανασαίνει…
< ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΗΣΗ >
Τα δέντρα είναι κάποτε σαν ναυαγοί,
ψυχές σκιερές μοναχικής ορφάνιας –
το φύλλωμα στον άνεμο κάνουν πανί
και πλώρη βάζουνε πλεύσης ουράνιας…
< ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ >
Άλλο η ψυχή στο γήινο δεμένη δεν αντέχει,
τη ρίζα αποτάσσεται χωρίς αιδώ και τύψη –
επί πτερών αόρατων κι επί ανέμων τρέχει,
χορευτική ανάληψη που τόσο έχει λείψει…
< ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ >
Του κόσμου το παράθυρο να μένει ανοιχτό,
σε χίλια τόσα χρώματα να βόσκουνε τα μάτια-
κι αν πέσει παραπέτασμα βαρύ- πούσι πηχτό,
του ριζικού μια αστραπή ν’ ανοίγει μονοπάτια.
< ΡΟΔΟΧΡΟΥΣ ΣΥΣΤΟΛΗ >
Κυκλάμινο, μοναχική την παρουσία υψώνει
και του Αδιαμόρφωτου το σύμπαν προκαλεί…
Δείχνει με ταπεινότητα ως αρετή του μόνη,
παρθενική στα πέταλα ροδόχρου συστολή!
< ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΙΑ ΠΥΛΗ >
Ανάμεσα σε θάλασσας πηχτό μολύβι
και σκοτεινού ουρανού βαριά σκιά –
στο αιχμηρό ενδιάμεσο ως να φρικιά
ψυχή που το δικό της βάρος κρύβει.
< ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΑ >
Ζωή που αρκείται στα ρηχά νερά-
αλαφροπάτημα γλάρου στο κύμα.
Κύλισε ο χρόνος τόσο ταπεινά,
σχεδόν στο γκρίζο κάθε βήμα…
< ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ >
Δέντρο ξερό, δέντρο γυμνό εν καμίνω,
μοιάζει η ψυχή που ξέμεινε από σώμα –
κι όλας ακούω στη γη το θαύμα εκείνο:
ο σπόρος να σκιρτά πάλι στο χώμα !
< ΔΥΣΒΑΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ >
Νά’ μουνα δέντρο στην ακτή
την άλλη όχθη ν’ αγναντεύω,
κέρβερο – κύμα να υλακτεί
κι εγώ να το παλεύω…
”ΕΝΟΧΗ” ΑΘΩΟΤΗΤΑ
Παιδί τον ήλιο σαν θωρεί στο βάθος
φεύγοντας σκοτεινιά πίσω ν’ αφήνει,
αναρωτιέται αν έκανε σε κάτι λάθος –
κι υπόσχεται πως δεν θα ξαναγίνει…
< ΜΕΤΑ- ΖΩΗ >
Μια πεταλούδα μέσα στον ανθό
ομοιάζει με ψυχή από άλλο σώμα –
ψυχή που έζησε σ’ ανήλιαγο βυθό
και δεν χορταίνει φως και χρώμα.
ΠΙΣΩ ΚΟΙΤΑ …
Σε ζώνη εμπύρετη και διακεκαυμένη
κατέβασε πανιά του βίου η πιρόγα –
σ’ άπνοο πέρασμα τώρα σταματημένη,
πίσω κοιτά- και τρεμοσβηεί σαν φλόγα!
< ΜΝΗΜΗ ΑΛΜΥΡΗ >
Ο πόνος πάγωσε το δάκρυ
και η ψυχή βαθιά απορεί,
πού’ γινε τώρα σταλακτίτης
με γεύση μνήμης αλμυρή !
< ΑΗΧΑ ΒΗΜΑΤΑ >
Ω, ράχες των βουνών, κανείς δεν ξέρει
πότε μας περιτυλίγετε με αύρας νήματα,
και πότε μας εγκλείετε σ’ ανοίκεια μέρη
όπου μουντά- χωρίς αντήχηση τα βήματα.
< ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ >
Τ’ αγριόχορτα μ’ ανθέων χείλη
βυζαίνουν του ήλιου τις θηλές,
ν’ αντέξουν πάλι όπως και χτες
ως την αυγή που θ’ ανατείλει…
< ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΓΟΝΥΚΛΙΣΙΑ >
Άνθη τ’ αγρού όταν νυχτώνει
σ’ ανένδοτες ρίζες δεμένα,
ευλαβικά κλείνουν το γόνυ
σε τωρινά και περασμένα !
ΕΥΔΑΙΜΩΝ ΘΕΑΣΗ…
< ΑΓΙΕΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ >
Όλα του κόσμου ταπεινά κι εμπράγματα,
με ρόδινη κάθε αυγή κι άγνωστο τέρμα.
Της Φύσης προσκυνώ τ’ άγια πετάγματα
στην όραση, στην ακοή, στ’ άφωνο δέρμα.
< Ι ε ρ ο τ ε λ ε σ τ ί α τ η ς Α υ γ ή ς >
Βουνών κυματισμός γλυκοχαράζει
σαν μουσική σχεδόν σταματημένη,
δεν παίζει αυλός μήτε αμνός βελάζει-
μονόλεπτος σιγή στην Οικουμένη !
< Ο ΜΕΛΩΔΟΣ ΑΟΡΑΤΟΣ >
Βουνογραμμές επάλληλες στα βάθη τ’ αχανή,
των ομματιών κυματιστή υψώνουν μελωδία –
ο μελωδός αόρατος, ίσως εντός μας αηδονεί,
στα φυλλοκάρδια μας μ’ αγγέλων συνοδεία!
< Η ΟΜΟΡΦΙΑ >
Η ομορφιά είναι λυσίπονη πατρίδα,
παρηγορεί- ποτέ δεν μας πληγώνει.
Μέσα από χίλια κύματα Θεά την είδα,
ναυάγια ψυχών ψηλά να ορθώνει…
< ΥΜΕΝΑΙΟ ΥΦΑΙΝΟΥΝ…>
Της πεταλούδας τ’ άλικο φτερό
και των ανθών τ΄άσπρο σεντόνι,
υμέναιο ως να υφαίνουν θαλερό –
θαύμα ζωής που δεν τελειώνει!
< ΤΟ ΝΥΧΤΩΜΑ Ν’ ΑΡΓΗΣΕΙ… >
Δέντρο με μαύρο απαντά
τη φλογισμένη δύση –
κρύβει τον ήλιο στα κλαδιά,
το νύχτωμα ν’ αργήσει…
< ΟΠΤΙΚΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ >
Μάτια, που δεν χορταίνετε τα χρώματα
δάσος κοιτώντας θαλερό και μυρωδάτο –
κι αισθήσεις άγρυπνες στα τόσα αρώματα,
καλάθι μνήμες φέρνετε, πλούσια γεμάτο !
< ΟΥΡΑΝΙΑ ΑΡΜΟΝΙΑ >
Έναστρος ουρανός από ψηλά θεωρεί
τ’ άχραντο φως, που κυνηγά τα ερέβη…
Τα μάτια μοιάζουν μ’ άστρα- κι απορεί,
πώς ούτε ένα τους δεν περισσεύει…
< ΕΥΔΑΙΜΩΝ ΘΕΑΣΗ >
Παράδεισος απλά είναι κι ο τρόπος
που δέχονται τα μάτια τόσα χρώματα-
ξεφάντωμα πυκνό του πράσινου, όπως
μοιράζεται σε λίμνη και σε υψώματα!
< ΠΙΣΤΗ ΣΤΟ ΓΗΙΝΟ…>
Κι ας είναι τόσο θαυμαστά
στον ουρανό όσα αντικρύζω,
μ’ αρκούν τα πιο χειροπιαστά-
χάδι νερού, χώμα που αγγίζω..
< ΑΝΘΕΩΝ ΚΟΙΜΗΣΗ >
α) Βραδιάζει- και οι κηπανθοί
στον χώρο έχουν παγώσει-
της μοναξιάς όντα ευπαθή
στην κρύα νύχτια στρώση…
Β> Άνθη στου κήπου τις γωνιές
τα βλέφαρα έχουν κλείσει –
σ’ όνειρο αμάραντο, ευθαλές
χλωρή τη γύρη να κρατήσει…
< ΑΝΘΕΩΝ Νόστος …>
Αφού ανθίζουν πλάι στο κύμα τάχα,
ανοίγουν πέταλα, στον άνεμο πανιά-
μα η μοίρα τους είναι αυτή μονάχα,
τις αύρες να ευωδιάζουν του νοτιά.
< ΤΑΠΕΙΝΗ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ >
Τη μαργαρίτα η ψυχή μαδά
με μιαν ευχή στα χείλη,
να γίνει αστράκι τόσο δα
στων ουρανών την πύλη …
<ΝΥΚΤΟΣ ΙΜΕΡΟΣ >
Νύχτα που κρύβεις τόσα ρίγη
από ένα κόσμο μακρινό,
σε διάβα πάρε με που ανοίγει
θέα στον έναστρο ουρανό!
< ΘΡΙΑΜΒΙΚΟ ΑΝΘΙΣΜΑ >
Ανθεί η κάππαρη- σε νύχτια φωταψία,
μ’ ανθήρες ν’ ακτινοβολούν τα ερέβη.
Άγρυπνους μόνο μάς κρατά μια υποψία:
Ζωή που ξέπεσε μπορεί πάλι ν’ ανέβει.
< Η ΕΓΝΟΙΑ ΤΟΥ…>
Ήλιος, πίσω απ’ το σύννεφο,
λίγο πριν βασιλέψει –
τη νύχτα αν την αντέξουμε,
τον βασανίζει η σκέψη!
< Ο ΑΞΟΝΑΣ ΤΗΣ ΓΗΣ >
Στροβίλισμα γαλαζωπό του αιθέρα,
πνίγει στον ίλιγγο τη γκρίζα Εσπέρα-
κι ο άξονας της γης κάνει μια πάψη,
στον ύπνο τ’ όνειρο να μη σκοντάψει.
< ΑΛΓΟΣ ΕΣΠΕΡΑΣ >
Στο άλγος όσο η ψυχή περνά,
γίνεται η όψη της αγία εικόνα –
σαν ώριμη τ’ αγρού ανεμώνα
που τη μαδήσανε, μα δεν πονά.
< ΕΙΚΟΝΑ >
Αστράφτει πέρα – σκοτεινιάζει,
τα σύννεφα μαύρο πυκνό –
της ίριδας έγχρωμο ατλάζι
τον ουρανό κόβει στα δυο !
< ΑΥΓΗΣ ΠΡΟΑΓΓΕΛΟΣ >
Της νύχτας δυναμώνουν οι τριγμοί,
ωχριούν οι αστρικές πυγολαμπίδες –
αυγής προάγγελος γίνεται η στιγμή ,
παγώνει τρυφερά το θαύμα που είδες!
< ΑΝΟΙΓΜΕΝΟΣ ΑΝΘΟΣ >
Και γίνηκαν τα πέταλα λευκή αγκαλιά
που μέσα τους η μέλισσα, το σαλιγκάρι,
πίνουν από το νέκταρ μια μικρή σταλιά
καλώντας κι όποιονε περνά να πάρει…
< ΠΕΛΑΓΙΣΙΑ ΣΕΙΡΗΝΑ >
Σε Αργοναύτη ανέβηκες την πλάτη,
που “παρά θιν αλός” έχει πετρώσει –
δέρας χρυσόμαλλο μισόκλεισε το μάτι,
πέρα- όπου χάνονται τόσοι και τόσοι!
ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ στο ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΜΑ
Μα ο ήλιος πάει- χαμήλωσε,
μ’ άγγιγμα Μίδα τα νερά χρυσώνει,
σκύβει να μπει στη θάλασσα
και πάλι μετανοιώνει…
Γιατί πίσω απ’ το σύννεφο
καθώς παραμονεύει,
άνεγνοιο ζεύγος πτερωτών
τον κάνει να ζηλεύει…
< ΑΎ’ΛΟ ΔΙΧΤΥ >
Ανθέων στόμα αίφνης σκάζει
σαν πυροτέχνημα στο μεσονύχτι,
στρώνει με πέταλα άυλο δίχτυ –
ψυχή στο χάος να μη βουλιάζει !
ΕΝΤΟΠΙΑ και Άλλα…
ΔΙΑΤΤΟΥΣΑ ΤΡΟΧΙΑ…
(αναδρομικός Μονόλογος)
Μακριά η θολή τ’ άστρου καμπύλη,
μακριά από μάς- μην πέσει στο κενό
κι η χίμαιρα που στο φλογάτο δείλι
μάς πλημμυρούσε με όνειρα – ενώ
τον κόσμο ζούσαμε μ’αναίτιο τρόμο,
ως νά’ μασταν στο πέλαγο μαδέρια,
σκισμένα απ’ τη φουρτούνα – δρόμο
γυρεύοντας σ’ αιώνια καλοκαίρια…
Κτύπος βαρύς πάνω στη θύρα τώρα –
ποιός να κτυπά; M’ακόμα δεν εφάνη
τί τέλος θα συμβεί – στην ενδοχώρα
βαθύσκιωτης ψυχής με πυροφάνι
γυρνούμε, που το σβηούν οι ανέμοι –
κρατώντας άσβεστο σε μύχια βάθη
το λίγο φως που ριγηλά αχνοτρέμει,
ως τρέμουμε κι εμείς. Θέ μου, τί πάθη
στον κήπο μας φυτρώσαν ξαφνικά,
που κι όλας πέταξαν άνθινο αγκάθι –
βουλιάζοντας στην αγωνία τελικά
κόσμου, όπου η παλιά γαλήνη εχάθη…
< ΓΝΩΡΙΜΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ >
Της αναθρήκας τ’ άγια μέρη
μνήμες κρατούν απ’ τα παλιά –
ο τόπος δείχνει πως με ξέρει,
γι’ αυτό ανθεί κι αναγαλλιά…
< ΨΥΧΙΚΟ ΤΟΠΙΟ >
Κάτω απ’ την πράσινη, βουνίσια ελιά
πυκνή μολόχα και σκληρή τσουκνίδα –
κι ο νάρκισσος λίγο ψηλότερα ευωδιά,
ξυπνά την πρώτη μέσα μας πατρίδα…
< ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΦΟ >
Ξημέρωσε, σε χρώμα γκρίζο –
και θέλει κάτι λίγο ακόμα,
να πάρει το ροδί του χρώμα
ο ουρανός, οπού καλά γνωρίζω…
< ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ >
Αν τύχει, ξένε, να περάσεις απ’ την Πάφο,
στο βουλιαγμένο δάπεδο αρχαίας οικίας,
ανάγνωσμα θα βρεις γλώσσας οικείας –
λέξεις που ως σήμερα παρόμοια γράφω…
< ΚΑΣΤΡΟ ΣΤΗ ΚΑΤΩ ΠΑΦΟ >
Του Έσπερου το προαιώνιο άστρο
το βλέφαρο στη γη σαν χαμηλώνει –
τα λούζει όλα στη χρυσή του σκόνη,
με πάμφωτο του λιμανιού το κάστρο…
< ΠΑΓΩΜΑ ΜΝΗΜΗΣ …>
Ζωή πια πέτρωσε βαθιά στη μνήμη
γυμνή από κίνηση, γυμνή από χρώμα –
με ήλιο άφαντο σαν έμφοβο αγρίμι,
όλα στο μαύρο να κρατεί ακόμα…
“ΑΓΙΩΝ” ΤΟΠΩΝ ΕΠΙΚΛΗΣΗ…
Άχρονη πέτρα με το τρύπιο σώμα,
πάνω σου άνθισε λευκό κυκλάμινο –
με ρίζα που άντεξε στο λίγο χώμα
στου λίβα την καυτή υψικάμινο…
Ω, πέτρα φαγωμένη σαν σφουγγάρι
στην υγρασία κράτησες λευκάνθη,
να μη μπορέσει ο χρόνος να τα πάρει…
Κι η μνήμη άντεξε, δεν εξηράνθη.
< ΑΓΕΡΑΣΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ >
Γυμνά βουνά κρατάν το μέτωπο ψηλά,
πιο χαμηλά μια πράσινη, τραχιά ρυτίδα-
πνοή στα θάμνα υψώνεται δειλά-δειλά
όλα ονομάζοντας αγέραστη πατρίδα!
< ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΔΕΝΤΡΟΥ…>
Δέντρο στο γκρίζο, δίχως χρώματα,
του χρόνου ένιωσε καυτά τα χνώτα –
κάποτε νοσταλγεί λίγα φυλλώματα,
να κρύψει μέσα τα πουλιά σαν πρώτα…
< ΑΝΘΑΚΙΑ ΛΙΜΝΗΣ >
Ανθάκια- μάτια του γλυκού νερού
που ελεύθερο κρατάτε το κεφάλι,
είσαστε τ’άστρα χαμηλού ουρανού
στην παιδική μας μνήμη, τη μεγάλη.
< ΔΕΝΤΡΑ ΣΗΜΑΤΩΡΟΙ >
Συμβαίνει, από μόνο του ένα δέντρο
νά’ναι στα μέρη μας σημείο αναφοράς-
γνώριμου τόπου η καρδιά ή το κέντρο,
που σε βουρκώνει σαν το προσπερνάς.
< ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΟ ΑΝΘΙΣΜΑ >
Πώς κατορθώνουν, πώς, στη ξηρασία
λευκά να υψώνονται άνθη κι αρώματα –
στου φράκτη πλάι τη λιτή χαλκογραφία,
με όλα τα γήινα του τόπου χρώματα !
< Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ >
Η μηχανή του χρόνου ας ξεκινήσει,
εξώπορτας το μάνταλο να πέσει –
μαρμαρωμένο κόσμο να ξυπνήσει,
να ζωντανέψει ό,τι έμεινε στη μέση…
< ΒΙΟΣ ΔΙΑΒΑΤΙΚΟΣ >
Έβγα Κυρά, πάνω ψηλά στο παραθύρι,
τα στάχυα να εποπτεύσεις, το περβόλι…
Πές αν σού’ κανε ο χρόνος το χατήρι,
ή αν έφυγες κι εσύ σαν φεύγουνε όλοι!
< ΧΟΥΣ ΕΣΜΕΝ… >
Σώμα, που ανθείς κάθε φορά
τροχιά διαγράφοντας με χάρη,
του χρόνου έγινες πλέον βορά
και δίνεις πίσω ό,τι έχεις πάρει.
< Η ΕΚΛΙΠΟΥΣΑ ΜΑΝΑ…>
Η λατρεμένη που μας έφυγε ψυχή,
έρχεται κάποτε σαν πεφταστέρι –
διασχίζει τη βραδιά σαν αστραπή
και το τρεμάμενο μάς δίνει χέρι…
< ΙΘΑΚΗ >
Κάποτε ακούς να σε καλεί γενέθλια κοιτίδα,
κι ο Αργοναύτης μέσα σου θέλει ν’ αράξει –
ρίχνεις την άγκυρα λοιπόν και λες εντάξει,
τα Ελδοράδο τέρμα πια κι η μυθική Κολχίδα !
< ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ >
Όλο και πιο αβέβαια διαπλέουμε νερά
και πού το πούσι σταματά μην το ρωτάμε.
” Εάλω η νήσος; “, αντηχεί σαν μαχαιριά,
μα ήταν βραχνάς- ακόμη ας ξαγρυπνάμε.
< ΒΡΑΧΝΑΣ >
Ο ύπνος πια δεν έρχεται σαν πρώτα,
μα και του ονείρου δύσκολη η στιγμή:
στην άβυσσο να χάσκει μια αιώρα
και να πληθαίνει το βουβό γιατί …
< ΣΑΝ ΕΝΟΧΗ… >
Πέφτει ασταμάτητα πυκνή βροχή
σ’ άφεγγης νύχτας τα βαθιά ερέβη,
είναι βροχή παράξενη – σαν ενοχή
που της ψυχής το ένδυμα μουσκεύει.
< Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΔΟΛΟΣ>
Υδάτων ποία κιβωτός – ποιός άνω στόλος
από κατακλυσμούς ψυχών θα μας διασώζει;
Ολίγοι μόνο θα σωθούν, οι άσημοι ουδόλως-
όχι τυχαίο, που παντού αρχαίος δόλος όζει !
< ΠΑΡΑΝΑΛΩΜΑ ΠΥΡΟΣ…>
( Μάτι Αττικής, 1918 )
Πώς γύρισε ανάποδα του ριζικού τ’ αδράχτι,
του τόπου αφανίζοντας κάθε χλωρή ικμάδα…
Εβάρυναν τα βλέφαρα από καπνό και στάχτη –
παλίμψηστο εικόνισμα η όψη σου Ελλάδα !
< ΝΕΟ- ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ >
Γενναία αρμενίσαμε στου Μίνωα το παλάτι
μα τον Μινώταυρο δεν βρήκαμε ποτές –
μας είπαν μετακόμισε σε αίθουσα χλιδάτη
κι αντί για σάρκες μασουλά ενέχυρες ψυχές.
< ΟΠΟΥ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΓΕΡΝΕΙ…>
(πάνω σε γλυπτό του Νορβηγού Fredrik Raddum)
Όπου το πλάσμα ανήμπορο πια γέρνει
σ’ ελεύθερη του σώματός του πτώση,
ράμφος πουλιού ανάλαφρα τον παίρνει –
μα δεν μπορεί το βάρος να σηκώσει…
< ΜΟΝΑΧΑ ΚΕΛΥΦΟΣ >
Τον άδειασε βαρύ και μαύρο κύμα
κι έμεινε πίσω μια φρικτή σκιά –
μονάχα κέλυφος- πένθιμο ντύμα,
ξερριζωμένο στήθος και καρδιά.
ΑΛΛΑ ΤΙΝΑ …
< Τρεις νύξεις για τη ζωή >
α. Γέννηση
Γέννηση μικρού παιδιού
σε κλίνη με ρούχινο θόλο –
κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου
και φως αυγερινό στον φεγγίτη…
Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος
ο ναός της ζωής
κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,
ο κτύπος της καρδιάς
τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει…
Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν
από το γνώριμο παραμύθι
με καλάθια στα χέρια,
τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω
το μερτικό του διαχωρίζουν…
Και λίγο πιο πέρα
απ’ τα’ ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,
αλόγου οπλές να σβήνουν –
και σκιά φευγαλέα που μόλις
παίρνει το μάτι
να χάνεται, βέβαιη πως
θα ξαναγυρίσει…
β. Μεσουράνημα
Ώρα μεσημεριού ο ήλιος
στη μέση τα’ ουρανού
ζυγιάζει το βάρος της γης.
Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή –
μισά ελιόδεντρα στη μια
μισά στην άλλη,
τόσα πρόβατα απ’ εδώ τόσα απ’ εκεί…
Μα πιο χαμηλά
άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι
κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,
τον βίο μετρώντας μ’ άπληστο μάτι.
Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω
σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά
-μ’ άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα-
παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο
κι από βαριές άχρονες στάλες
μισοφαγωμένα οστά…
Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι
στη γνώριμη ρουτίνα επάνω
που τώρα τρέχει βιαστικά-
με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο
τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,
και το χνούδι να γίνεται
ως το πρωί γενειάδα.
γ. Το γήρας
Φυσάει ένας αγέρας
στην αυλή απόψε
πεισματικά την πόρτα σειώντας-
αποτραβιέται και πάλι ορμά,
φοβερίζοντας
-στον γυάλινο φεγγίτη-
αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…
Νύχτα βαθιά – κανένας
δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,
δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα
δίχως ξύλα στη φωτιά
χωρίς ένα σκύλο
να τρέξει να ψάξει…
Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης
ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.
Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως
στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,
άς έλθει οποιοσδήποτε
κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –
όχι εν λευκώ,
μα εκεί μπροστά στα μάτια
των ανθισμένων μυγδαλιών,
που μόνο αν είναι δίκαιο
θα συγκατανεύσουν.
Όστρακο ( η αένναη κίνηση )
Όστρακο- ντύμα σκληρό
μιας έγκλειστης ζωής,
δεν μπόρεσες πολύ ν’ αντέξεις…
Με υπομονή, με επιμονή
σαν τη σταγόνα που τρώει την πέτρα,
η γνώση λύγισε- σώμα καυτό
την άτεγκτη σκληρότητά σου.
Τώρα δεν είσαι πια ευτυχής,
ξάφνου αμφιβάλλεις
για τον βοριά για τον νοτιά
που χαϊδεύει τα μαλλιά σου,
και για το χρώμα του γιαλού
που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.
Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις
αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια,
κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο…
Ώσπου τ’ αφήνεις στην πρώτη στροφή-
ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,
χωρίς διόλου να λυπάσαι…
Καθώς το όστρακό σου ανοίγει πάλι
μπάζοντας φως χάνοντας αίμα,
σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει
το πρόσωπό της κάθε μέρα.
Μές στο νερό
Απλώνεις έτσι το κορμί στο νερό
σαν πράσινo φύκι κι αισθάνεσαι
το άλλο άγγιγμα, την πρώτη μήτρα.
Μα το δειλινό το δειλινό
που οι πρώτες σκιές καλούν εις οίκον –
σπεύδεις αντίθετα με των ψαριών τη γραμμή
κρυφοκοιτάζοντας
παράξενα θλιμμένα πίσω .
< Ξημέρωμα >
Μικρός αυλός στο στόμα
του πρώτου τσοπάνη χαιρετά
την έλευση καινούργιας μέρας.
Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει
για να πατήσει στον ρυθμό του,
κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…
Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές
έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,
κι αρχινάει μετά να ψάχνει
σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές
ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο-
έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει
όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.
Ήδη στο θρόνο του ο βασιλιάς
του φωτός έχει καθήσει
μ’ ένα βουητό ζωής
το πήγαινε – έλα μυριάδων ακτίνων,
που ξύπνησαν το καθετί
που μοίρασαν το χρώμα,
έτσι όπως πάντοτε –
δουλειά αιώνια,
δουλειά γνωστή τους…
Ένυλη εμβίωση
Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια
αλλοτινής λατρείας-
τώρα σημάδια
εμπύρετου μόνο περάσματος.
Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά
με κέρινα φτερά, σωριάστηκαν
στο πρώτο άγγιγμα των ακτίνων
κι η βασιλεία των ουρανών
άδειος πια θρόνος…
Τώρα εκεί θα καθήσει
με πόδια τις ρίζες των βουνών
με μάτια τις ατάραχες λίμνες,
ο κόσμος που ξυπνά το πρωί
και με τη δύση του ήλιου πάει για ύπνο.
Τίποτε άλλο τώρα εμπρός σου
απ’ ό,τι φωτίζεται κάθε αυγή
κι ό,τι ακούς στις φυλλωσιές των δέντρων
ή με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα.
Τίποτε άλλο εκτός
απ’ τα αιώνια των γενιών μονοπάτια
τ’ ακρογιάλια όπου σπάει το κύμα
και το ρίγος της πηγής πάνω στο δέρμα.
Ταξίδι εντός μας
Μοίρα μας να ταξιδεύουμε
σαν δέντρα με βαθιές ρίζες
σε υπόγεια νερά…Ίδια όπως
με το λυχνάρι μια ζωή
ή κάτω απ’ την ηλεκτρική λάμπα,
σαλπάρουμε κι εμείς
σε θάλασσα άσπρο χαρτί
γράφοντας πάντα μια νωπή ρότα.
Ταξίδι – εμπύρετη έφεση
ψυχών που άλλα γυρεύουν,
έσχατη επιθυμία της φτέρνας
που αισθάνεται ν’ αγγίζει το τέρμα…
Μ’ αφού οι δρόμοι είναι κλειστοί
κι ο περίπλους φέρνει στο ίδιο σημείο,
δέχεται η ψυχή
την περίκλειστη μοίρα της
απαλύνοντάς την
στο κύμα στον άνεμο
ρίχνοντας σπόρους,
παρόμοια όπως
δέντρο φυτεύεις σαν κουραστείς,
κι ο ποιητής ετοιμάζεται
για τον επόμενο στίχο.
Μαύρο πουλί
Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί
που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει
το διάστημα των ημερών μας,
κράτα το ζωή λιγάκι
κλεισμένο στο κλουβί.
Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε
μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,
κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε
χωρίς την έγνοια της βαριάς σκιάς του…
Γιατί συνέχεια μάς ξαφνιάζει. Έρχεται
μέσα στην κάψα του καλοκαιριού
ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’ την πηγή,
ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα
τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει
τάχα γαλήνιους τάχα δυνατούς –
κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.
Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό
το μαύρο πουλί πρέπει
να τα βγάλουμε πέρα,
με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –
αστεία κάνοντας για σιγουριά,
δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,
μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη
και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.
Από μια κλωστή
Από μια κλωστή ίσως κρέμεται
η χαρά μας κι η λύπη-
αισθήματα σαν δέντρα τριγύρω μας
φαινομενικά αειθαλή.
Ανέμισμα φτερούγας κάποτε
πάνω απ’ τον ύπνο μας περνά,
ρίχνοντας ίσκιο βαρύ.
Μη σκιάζεσαι τότε μην απελπίζεσαι
γιατί δεν θέλει πολύ να ξέρεις
κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα
που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα,
για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό
πίσω απ’ των λυγμών τα βήματα
τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες
δάκρυα της Παναγίας…
Κι αν από μια κλωστή τελικά κρέμεται
το σχήμα των χειλιών και το χρώμα
της επόμενης μέρας,
την ελπίδα σώζει το ατάραχο βλέμμα
και τη γύρη ο βόμβος των μελισσών
πάνω από κάθε τέφρα.
Άλγος Εσπέρας
α.
Φωτεινή μια γραμμή
εμπρός του αχνοτρέμει,
με το ρώτημα αν είναι
κι αυτή οπτασία…
Απάντηση μόνη
το πιο ταχύ βήμα,
κι η ανάγκη που νιώθει
πιο καλά να προσέξει
τ’ αγριολούλουδα στου δρόμου την άκρη,
τον χρόνο στα χέρια
βιαστικής κλεψύδρας.
Μα κάπου όταν σκύβοντας
τους ιμάντες να δέσει
-πολύ ακόμα, πολύ
ο κύκλος πριν κλείσει-
βλέπει τη σκόνη να επικάθεται
υγρή κι αμετακίνητη στο δέρμα,
«όχι, ακόμα» αναφωνεί
με υπόκωφη φωνή πρωτόγνωρη
τινάζοντας μακριά του το χώμα.
Είναι απόγεμα και παντού
τη γύρω γνωστή επιφάνεια
η πορφύρα του ήλιου βαραίνει.
β.
Πάνω σε πέτρα κάθησες
να πάρεις ανάσα καθώς είπες.
Ω, τι παράξενη ψυχή,
δεν πρόλαβε στον ίσκιο
το κεφάλι να γείρει
και το βλέμμα πώς αλλάζει τα χρώματα
μές στην αδύνατη στιγμή !
Τώρα μια διάθεση αόριστη
τον πρότερο μόχθο αραιώνει,
του ύπνου στρώνει την κλίνη
το πέλμα του πονεί.
Μ’ αυτός είναι ο δρόμος του. Δεν θλίβεται
στα ενδιάμεσα κάποτε
η έφεσή του σαν λυγίζει,
μια παύση άς είναι ένα ξεδίψασμα
ως το πρωϊ.
Άς χαίρει λοιπόν κι άς ονειρεύεται
των αχναριών τη συνέχεια,
σε ό,τι κι αν τύχει, σε ό,τι συμβεί.
Τ’ αγριόχορτα κοίτα- προς το μέρος του,
δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες
γέρνουν το σώμα με κάποιο φθόνο
σε μάταιη κίνηση φυγής.
< Μια κατάνυξη…
(Μονή Αγίου Νεοφύτου)
Περπατώντας ξανά
στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα
χωρίς κάποια πρόθεση-αντίθετα ίσως,
ξυπνά μια κατάνυξη από ένα
σάπιο – που πέφτει καρύδι
μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,
που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα
και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο
της μνήμης θρουμπί.
Κοιτίδα μνήμης
Βάζεις το πόδι στο λιγοστό
νερό που βγαίνει απ’ το χώμα
αφήνοντάς το να το γαργαλά
παράξενα- σχεδόν μεταφυσικά,
μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους
με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα…
Κι εκεί ανάμεσα
στη σαύρα που σέρνεται στη γη
και το φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη πτήση,
στα σύνορα πάντα
αυτού που θά’ θελες
κι αυτού που πρέπει,
περνά ένα παράπονο το σώμα
ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη
να πέσει σταγόνα:
Ποιός κόβει των παιδικών
χρόνων τα δέντρα μας,
διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά
τ’ αγαπημένα φαντάσματα
και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα!
Τελική ευθεία
Ας διαπλεύσει το κορμί
των εκβολών το δέλτα,
μες στην αγρύπνια ας κρατηθεί
προτού λυγίσει
κατά το τέρμα.
Με πέντε αισθήσεις στήθηκε
η καθημερινή πανδαισία-
ω, τί χαρά, ω, τί γιορτή,
στα μάτια συνωστίζονται, στην ακοή
και στο αθόρυβο δέρμα
τα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι!
Αργά – αργά περιστρέφεται
η σφαίρα της γης,
ίδια παιδικό παιγνίδι…
Κι άτακτα δεξιά ζερβά
μυρίζοντας το καθετί
ανήσυχα εντοπίζεις,
τον χρόνο να τραβά τα λουριά
στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι.
Τώρα μπορείς να βυθιστείς
στο δάκρυ που διστάζει ακόμα,
και τη φθορά ν’ αντικρύσεις-
καθώς η κίνηση σχεδόν σταματά
κι εξέρχεσαι ευπρεπής και πλήρης,
κάνοντας τόπο σε μικρά παιδιά…
< Βιότοπος >
Βράδυασε. Γυρνούν στα σπίτια
μαζί με τις μέλισσες των θρουμπιών,
τα βήματα που άνοιξαν τα μονοπάτια
τα χέρια που τρύγησαν τους ελαιώνες-
και το δέρμα που δέχτηκε,
το ρίγος του πρωινού
και του μεσημεριού τις βελόνες.
Επεισόδιο του Ιούλη…
Παράξενος αλήθεια φέτος
αυτός ο Ιούλης
που ενέσκηψε στις ακτές,
πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους –
και στης λευκότητας τη δαντέλα
το μελάνι από χίλιες σουπιές.
Κύπριδος Θρήνος
Γυναίκες – μορφές ανάμεσα
στο χρώμα της νύχτας και της μέρας
σκιές του σπιτιού καρτερικές
τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,
το έπος τους εξιστορούν
με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:
Ξέπλυνε πρώτη βροχή
το κάρβουνο, το αίμα.
Ξέπλυνε και τη συνήθεια
του πόνου και του χαμού-
πέπλος κρυφός που κάθεται
στη ψυχή μου ανεπαίσθητα
σαν αόρατη άμμος.
< Απολογία ποιητή…>
Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε
για τον Πενταδάκτυλο
είναι γιατί
μοιάζει χτυπημένο πουλί
με δυο φτερούγες
καρφωμένες στο χώμα.
Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος
με καταγωγή ίσως
τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη
μέρη Καυκάσου –
ένας αετός μάρτυρας
της σταύρωσης και της οδύνης,
που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας
για να κτίσει τελικά τη φωλιά του
σ’ ένα νησί- χλωρό κλαρί
αντίξοης μοίρας.
< Σταυρικό Όραμα >
Στο πενταδάκτυλο βουνό
έκλειψη ήλιου ως να συνέβη –
και πάνω σ’ αστραπής σταυρό
σβηστός ο δίσκος του ανέβη…
Μά όνειρο ήτανε, αφού
της πλάσης είναι ο κανόνας,
η επικράτεια τ’ ουρανού
νάν’ του φωτός πυλώνας.
< Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ >
Αυτή η κόκκινη γραμμή –
δάκτυλα πέντε ματωμένα,
στα δυο χωρίζει το κορμί,
που όμως πονεί σαν ένα …
Φάρος
Έχεις ένα μάτι νυσταγμένο
κι ένα βλέφαρο ολοένα πιο βαρύ,
ωσάν η συνήθεια να σού’ γινε δέρμα
και πιο πολύ ακόμα, ίσως ψυχή.
Τα καράβια – τα παιδιά σου σκόρπισαν
σ’ άλλες ρότες, ενηλικιώθηκαν πια
κι εσύ ακόμα τους κουνάς μαντήλι…
Μα πώς ν’ αλλάξει τη ζωή του τώρα
ένας φάρος ή ο,τιδήποτε άλλο,
ακολουθώντας τον ρυθμό του αιώνα!
Στέκει σαν Κύκλωπας στην Κάτω Πάφο
δήθεν κοιτάζοντας τη θάλασσα,
με τεντωμένα κρυφά τ’ αυτιά
στο άλλο τοπίο την άλλη ώρα.
Γιατί με το σούρουπο δειλά – δειλά
μες στο μισόφωτο τ’ αρχαία χαλάσματα,
στα επιστρώματα της σιωπής ανοίγεται
η πρώτη ραγισματιά.
Κι αφού η πόλη κοιμάται
η πόλη που ξοδεύεται τόσο εφήμερα,
αυτός κοιτάζει μην τον βλέπει κανένας
και κλείνει με νόημα το μάτι
στον κήρυκα και τον ιερέα –
και το πλήθος ξάφνου κινείται
στου αρχαίου Ωδείου την κερκίδα,
όπου παίζεται το αιώνιο δράμα
της πατρίδας ξανά και ξανά.
Αρχαίο ναυάγιο «Κερύνεια»
Δεν είναι λίγο
στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη
τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,
μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις
στην αγκαλιά σου πως κρατείς
πήλινα αγγεία.
Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις
μια μέρα το φως του ήλιου,
όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:
Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,
οι νέες φυλές
οι σκυθρωποί αιώνες…
Κρατώντας λοιπόν την ανάσα
στον σκοτεινό βυθό,
ακολούθησες τη μοίρα
που σε πήρε απ’ το χέρι
και βγήκες στον κόσμο
να δώσεις έγκυρη μαρτυρία-
κατάθεση σε δίσεκτο καιρό
και σε όψιμους λογχοφόρους,
που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο
για δικά τους σημάδια –
και γράμματα βρίσκουνε μόνο
που δεν μπορούν να διαβάσουν
πάνω στ’ αγγεία.