Ποίηση Νίκου Ορφανίδη – επιλέγει ο Ανδρέας Πετρίδης

Ο υπερβατικός λόγος του Νίκου Ορφανίδη –
Η αυθεντικότητα ως ζητούμενο

ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΕΑΡΙΝΗΣ ΑΙΘΡΙΑΣ

Απόψε
η Περσεφόνη βουλιάζει
γυμνή
στους ιριδισμούς του θανάτου.

Τον άλλο χρόνο
ταξίδεψες
στη δυναστεία των ουρανών
με το κορμί ανοιγμένο
στον ορίζοντα.
Τώρα
τα βλέφαρά σου
μετρούν την απελπισία
της ξεχασμένης αφής μας.

Τώρα
η γη
ταξιδεύει στο κορμί
της θύμησης
και το αντικρυνό βουνό
ακίνητο
μας ευτελίζει.
Τώρα
το πρόσωπό σου

σεντόνι
απλωμένο
στο μοιρασμένο ουρανό
της πατρίδας μου.

Οι ψυχές μας
σπασμένα μάρμαρα
στη βασιλεία του ήλιου.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Απόψε
περιφέρομαι στη βυθισμένη γειτονιά μου
σπίτια κατάκλειστα
κι η σιωπή παραμορφωμένη
εδώ
που το φεγγάρι
απομακρύνεται ολόγυμνο
κρατώντας
ένα μάτσο γιασεμιά μαδημένα.

Τα Τραγούδια της Περσεφόνης, 1979

Ο ΛΟΓΟΣ

Κοίταξα την πρωινή χλόη
ένα ουράνιο αντιφέγγισμα να την περιχύνει.
Κι ευθύς
τα πόδια του Αγίου της σκήτης να γεμίζουν πληγές
αγκάθια να περπατούν στα δάχτυλα
νέφος ακρίδες να τον σκεπάζουν,μια φλόγα πυρός να ταξιδεύει
πίσω από τους βράχους των βουνών.
«Καιρός να σπείρουμε το λόγο σου, Κύριε», ψιθύρισε
πύρινες ανταύγειες να τον ντύνουν
μηχανές μαρτυρίου ν’ ακονίζουν το σώμα του
οιμωγές ανθρώπων ν’ ανηφορίζουν
το νυχτωμένο στερέωμα του θόλου.
Κι ο Άγιος της σκήτης
ένα δάκρυ λυτρωτικό
να του αυλακώνει το πρόσωπο
ανοιγμένες βρύσες εωθινού ύδατος
να τον περιχύνουν
κισσοί και πλατάνια να του ισκιώνουν το σώμα.

Κι εγώ διψασμένος γέμισα νερό τις φούχτες,
ένα σμήνος σπουργίτια
να συνοδεύουν τον όρθρο της μέρας.

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ

Το φως

Βούτηξες τα δάχτυλα στο φως
και σμήνος πουλιά κατέβηκαν
στον άρτο που άπλωσε η παλάμη σου.
Ψιθυρίζοντας αίνους αγγέλων
ανηφόρισες
το ραγισμένο μου πρόσωπο.

Την άλλη μέρα
λευκασμένοι χιτώνες

ανέμιζαν στις φυλλωσιές των δέντρων
αναδυόμενα μάρμαρα
να τινάσσουν τα πόδια στον ουρανό
εωθινό άρωμα να τυλίγει το βήμα σου
κι η γη να φορτώνεται πρόωρα άνθη.

«Τι είναι η αγάπη;», σε ρώτησα.
Κι έδειξες το ανθισμένο σου χέρι
κατά το λεύκωμα της μέρας
πουλιά να τη ντύνουν τραγουδώντας
εωθινά άσματα.

«Δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτούς τους αιώνες
να τυραννούν το σώμα μου», ψιθύριζα,
«με πόδια βυθισμένα στις ρίζες των νεκρών
να κυνηγώ σκοτεινές νεκροπόλεις
και σκορπισμένα μάρμαρα».

Κι ο άγιος της σκήτης
αδράχνοντας δέσμες φωτός
ένα μπουκέτο ανθισμένα γιασεμιά στα δάχτυλα
ψίθυροι να κατεβαίνουν γιορταστικοί
και ορθρινός δρόσος.
«Αυτός είναι ο αιώνας», φώναξε
«Γεννηθήτω φως».

  Ανατολική Θάλασσα, 1989

ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Αργά τη νύχτα
βγαίνουν από το κύμα
όλα τα σώματα που αγάπησες

σου ψιθυρίζουν ξεχασμένους σκοπούς
παίρνουν γραμμή τους στενούς δρόμους
σ’ ακολουθούν
μαζί με το ματωμένο φεγγάρι
ή το άρρωστο φως
μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας
ή τους ψηλούς φεγγίτες
κάθονται στα έρημα μπαλκόνια
λέγοντας ιστορίες ως το πρωί
κι έπειτα ανεμίζοντας τα πουκάμισά τους
χάνονται βουβοί στο μακρινό ορίζοντα.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Τα πουλιά που περίμενες όλο το χειμώνα
χάθηκαν
άπλωσαν τις φτερούγες τους
σε ιστούς και σε κοντάρια
παρελαύνουν αναστενάζοντας
μαζί με τους στρατιώτες που επιστρέφουν
απ’ τη σκοπιά νυσταγμένοι,
ξαγρυπνούν.
Τα πουλιά που περίμενες
ξεστράτισαν σε άρρωστους ουρανούς
κάθονται μαρμαρωμένα
σε καλώδια ηλεκτρικά
σ’ έρημες φωλιές
πάνω σε σύννεφα σκοτωμένα.
Τα πουλιά που περίμενες
τα πήρε ένας κακός καιρός
ενώ στους δρόμους
στάζει μερόνυχτα μια πένθιμη βροχή.

ΚΙΡΚΗ

Όταν σε τύλιξε το απρόσμενο σκοτάδι
όλα τα φίδια που στόλισαν κάποτε τα μαλλιά σου
ξύπνησαν μεθυσμένα
σε ανάρπασαν θυσία για τους μενεξελιούς ουρανούς
κι εσύ ταξιδεύοντας
διαμέλιζες το σώμα σου
χαμένη μέσα σε καπνούς και νυχτερινές ιαχές
ιέρεια μιας στοιχειωμένης μνήμης,
σ’ ακολουθώ εξόριστος αιώνες τώρα
σε ανατιναγμένα κρησφύγετα, ηφαίστεια, πολυβολεία
ανάπηρος
κουβαλώντας την κραυγή που διέρρηξε το στερέωμα
την ώρα που παραδόθηκες σπαράσσοντας στη σφαγή.

ΑΥΡΙΟ

Αύριο θα περάσει η μαύρη βροχή
τα πουλιά που μαρμάρωσαν στα σύρματα
θ’ απογειωθούν ξαφνικά
με την πρώτη αποκάλυψη του φωτός
θα γίνουν κάθετες εξορμήσεις
σκοτώνοντας όλα τα σύννεφα
κι ο άρρωστος ήλιος θ’ αποδράσει
για να γυρίσει πίσω έφιππος
να ξεπλύνει τις στέγες από τη λάσπη
τα σεντόνια θ’ ανεμίζουν ψηλά
σημαίες θα σκεπάσουν τα πρόσωπα των νεκρών,
αύριο θα περάσει επιτέλους κι αυτή η Κυριακή

θα βγούμε και πάλι στους δρόμους
υψώνοντας άσματα χαιρετισμού
φορτωμένοι ουρανούς χρώματα αστραπές
θα πάρουμε ξανά το πρώτο λεωφορείο
που θα διασχίζει την πόλη
κορνάροντας θριαμβευτικά
ενώ χιλιάδες παράθυρα θ’ ανοιγοκλείνουν
δαιμονισμένα.

                      Η άλλη Βιογραφία, 1999

ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΞΟΔΟΣ

Έτσι είναι που κάθε βράδυ
ένας Αρχάγγελος καλπάζει στους δρόμους τ’ ουρανού
με τον άνεμο να πυρπολεί τα φυλλώματα των δέντρων
έτσι είναι που ανεβαίνει από τους τόπους της νυχτός
η Παντάνασσα, μέσα στο φως
έτσι είναι που ανασταίνονται και πάλι οι νεκροί
μέσα στο αόρατο φως που πλημμυρίζει τους δρόμους
έρχεται τότες η Λυπημένη
αιώνες λησμονημένη στα τοπία του θανάτου
με το φόρεμά της ν’ ανεμίζει με τα μαλλιά της λυτά
μαζεύει τη βροχή
μαζεύει τα πεσμένα σύννεφα
μαζεύει τα ματωμένα σινδόνια που τύλιξαν το σώμα σου
εισέρχεται ολόκληρη στο φως
μ’ όλους τους αναστημένους
κι έπειτα χάνεται μέσα στο δάσος
μέσα στα πετρωμένα κλαδιά
με τη σελήνη να αναπαύεται γυμνή
μέσα στα δωμάτια της μνήμης.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Ύπνε που παίρνεις τους καημούς
πάρε και τον πατέρα.

Πάρ’ τον στον άσπρο κόρφο σου
μές στις βαθιές σπηλιές σου.

Πάρε και τον πατέρα μας στα σύννεφα
στο άσπρο του πελάγους
ντύσε τον με το βαμβάκι της αυγής
τον ουρανό και τ’άστρα.

Ύπνε που παίρνεις τους λυγμούς
δέξου και τον πατέρα.

Στην αγκαλιά σου πάρε τον
μές στο ζεστό σου κόρφο
γίνε μητέρα και πηγή και όνειρο
για να ξεχάσει δώσε του
το ξόρκι
τη νύχτα με τα μάγια της
τις μαγεμένες βρύσες.

Ύπνε που παίρνεις το κακό
τύλιξε τον πατέρα
στα μαγικά σου σύννεφα
μές στην κροκάτη γάζα
στο μούχρωμα του δειλινού.
Μές στα στεφάνια κρύψε τον
στην αυγινή την ώρα.
« Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα μας»
στο σύννεφο
μές στο γαλάζιο στρώσε του
μαντήλι για να κοιμηθεί.
Η Λυπημένη στο μαγεμένο Δάσος-
  Σύναξις κεκοιμημένων, 2008

Ποίηση Νάσας Παταπίου- επιλογές Ανδρέας Πετρίδης

Ποίηση Νάσας Παταπίου-
Χωρίς τα βαρίδια της Ιστορίας

Η ΛΕΜΠΡΙΚΑΣΤΗ

Ακούς το σούρσιμο της κτένας
Στα μαλλιά μου
Ήχος αρχαίος
Και από τα βάθη των αιώνων
Έρχεσαι
Πίθο βυζαντινό κομίζεις
Γεμάτο υπέρπυρα
Όμως οι μάχαιρες οξείες
Και πυκνά τα βέλη
Σαν διασχίζεις
Ένα μαύρο πετρωμένο δάσος
όπου στο ξέφωτό του
Ρέει πυρίκαυστος
Ο έρως
Από τα χέρια μου
Η κτένα τότε πέφτει
Θρόισμα φτερών
Το χώρο κατακλύζει
Με πλημμυρίζουν ρήματα αγάπης
Στάζουν χυμοί
Από κόκκινα σταφύλια
Στον ποδόγυρό μου
Τον ίππο μου πτερνίζω
Και αναχωρώ
Χωρίς να είμαι έμπειρος ιππέας
Γνωρίζω είμαι το σήμερα

Και είσαι το τότε
Πατρίδα, Πατρίδα
Σε τέμνουν όρη
Και βουνοκορφές
Σε διασχίζουν ποταμοί
Με διατρέχουν παραπόταμοι
Μες στα νερά μας βουλιάζουν
Τα υδρόβια
Ενδημούν τα αμφίβια

Μα ως πότε λάθρα
Θα βιώνουν οι αλλόφυλοι ;
Στα έγκατά μου
Στα απώτατα σπλάχνα μου
Στις εσοχές μου τις ανύποπτες
Σε περισώζω
Θα κυνηγήσω τον εχθρό
Όπως οι εφιάλτες τον ύπνο μου
Θα συναντήσω αυτόν
Από τα βάθη των αιώνων
Που έρχεται
Τον αγύρτη, τον αλάστορα,
Τον μονομάχο
Τον βλέπω να εισέρχεται
Στις νότιες ακτές
Στο Σύλαιο λέγοντας
Μεγαλόνησο σε ονοματίζω
Και δεν θα συληθείς ποτέ.

ΑΝΑΠΛΟΥΣ

Κλείνω τα μάτια
Και ξυπνά ένας παφλασμός κυμάτων
Κατηφορίζει από το μεγάλο ακρωτήρι
Και προσεγγίζει τον μεγάλο κόλπο
Τα τείχη χαιρετώντας
Και ύστερα τέμνει την έρημη πεδιάδα
Τις νύχτες πάλι
Κάτω από την κλίνη μου περνά
Και αίφνης τη μεταβάλλει σε μικρή σχεδία
Έξω καλπάζει το άλογο του Μυροβλύτη
Να με καλούν οσμές του παρελθόντος
Στον ουρανό να ξεδιπλώνονται παραμυθιών εικόνες
Ψίθυροι αγνώστων
Να ερμηνεύουν τις γητειές και προφητείες
Θα ταξιδεύσω
Χαρτογραφώντας τις ακτές σου
Τα ιζολάρια, οι πορτολάνοι, οι πυξίδες
Δεν με σώζουν
Οι εφιάλτες πειρατές
Με συλλαμβάνουν
Δένουν τα χέρια μου πισθάγκωνα
Με ανακρίνουν
Χιλιάδες χρόνια με ανακρίνουν
Αναγνωρίζω τη σκουριά στις αλυσίδες
Τις ρίζες μου διεκδικώ
Το χώμα που με ανέθρεψε
Δηλώνω μια αυτοφυής
Λευκή ανεμώνη
Ανάλγητοι οι πειρατές
Δεν συγκινούνται

Αιτούν το αίμα μου ως αντίλυτρο
Μα δεν θα λυτρωθούν
Θα λυτρωθεί μόνον αυτή
Η αλσίφυλλος
Στο ίδιο αίμα κόκκινη
Βαθυκόκκινη
Σαν θα φυτρώσει.

ΑΣΑΝΔΑΛΗ

Ποιος αέρας φυσά
Κι έρχεται
Και από πού έρχεται
Κομίζοντας τα οιστρογόνα
Του έρωτα
Παραληρώντας σε φως μέθης
Αχ, να μπορούσα
Στη δίνη του να πετάξω
Ασάνδαλη
Χωρίς υπάρχοντα
Με φωτοστέφανο μόνο τον πόθο
Μόνο με τον πόθο
Περιδέραιο στο λαιμό μου
Για ένδυμα
Γυμνή
Και με ένδυμα
Μόνο το πάθος
Ως βυσσινί βελούδο
Το πάθος
Μα τι πάθος
Ρίγη, κραυγές ερωτικές
Επιθανάτιοι ρόγχοι

Ν’ αντηχούν στο απαλό βελούδο
Με ποτά δυνατά κατά του ιλίγγου
Στην ανύψωση
Στη νοητή ουράνια κλίμακα
Την περιστοιχισμένη
Με ευώδη άνθη
Ακανθοφόρα
Στην εξύψωση
Και στην άκρα ταπείνωση.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Είμαι ένα καθαρόαιμο άλογο
Που τρέχει μες στη νύχτα
Και γυαλίζουν τα μάτια του
Τρέχει για να προλάβει τη μέρα
Καλπάζει να διασχίσει
Και πάλι το σκοτάδι
Μεγάλωσα πολύ
Και μού’ λειψαν τα χάδια
Κι η μητέρα μου
Μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ
Κάθεται και ατενίζει τη δύση
Πώς λοιπόν να γείρω
Στην αγκαλιά της
Πώς να αρχίσουν
Ξανά τα παραμύθια
Έτσι μεταμορφώθηκα σε άλογο
Κι επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Αναδρομικά και αιώνια
Άκουσε το χλιμίντρισμά μου

Την αγωνία μου αφουγκράσου
Σκέψου πως φέρω
Και των προγόνων μου τα βάρη
Επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Ως ορμητίας ίππος
Και ανεμοκυκλοπόδης
Μαυρογόνατος και πετροκαταλύτης
Εγώ το άλογο
Και εσύ η γυναίκα
Έλα αναβάτης
Στην πλάτη μου πατρίδα
Μαζί να φύγουμε
Να σωθούμε μαζί
Μες στις σπηλιές των θρύλων σου
Αιλουροειδές ας ξεψυχήσω.

          Φασγάνου δίχα, 2009

Ποίηση και Ποιητική του ΜΙΧΑΛΗ ΠΙΕΡΗ

Η “αστυ-κεντρική” ποιητική Οδύσσεια του Μιχάλη Πιερή – από Ανδρέα Πετρίδη

Στο δοκίμιο  Τί είναι μείζων και τι ελάσσων ποιητής, από το βιβλίο του Επτά δοκίμια για την ποίηση, ο Τ.Σ. Έλιοτ μας συμβουλεύει ν’ αποφεύγουμε για τους σύγχρονούς μας ποιητές μια τέτοια προβληματική και να διερευνούμε μόνο αν διαθέτει κάποιος το στοιχείο της γνησιότητας. Ως ενδείξεις μάλιστα που θα ενίσχυαν αυτήν την εκτίμηση, αναφέρει το φαινόμενο να μας έρχονται επίμονα στη μνήμη φράσεις ή στίχοι, ώρες και μέρες μετά την ανάγνωση των κειμένων. Έτσι κι εγώ προσωπικά, διαβάζοντας φέτος για πρώτη φορά με κάποια συστηματικότητα το ποιητικό έργο του Μιχάλη Πιερή, έγινα κοινωνός της παραπάνω εμπειρίας. Διάφοροι στίχοι, ανεξάρτητοι ο ένας απ’ τον άλλο και διάσπαρτοι μέσα στα ποιήματά του, εισέβαλλαν απρόσκλητοι στο μυαλό μου, ως κομβικοί περίπου σηματωροί και αγγελιαφόροι ενός εκ βάθους αναδυόμενου ένσαρκου λόγου.
Ήμουν βέβαιος πια πως από τέτοια συγκινησιακά φορτισμένα κι αισθητικά αυτάρκη ερείσματα, προέκυπτε φυσιολογικά η γνησιότητα της ποιητικής φωνής του Μιχάλη Πιερή. Καταθέτω με τυχαία σειρά έναν αριθμό τέτοιων επιμόνως ηχούντων στ’ αυτιά μου λυρικών αντηχήσεων. Κι αν φανεί πως δένουν κάπως μαζί, προφανώς είναι γιατί τους συνδέει η ίδια εσωτερική διάθεση, καθώς και το ίδιο αναγνωρίσιμα προσωπικό ύφος.

Πάντα θα υπάρχει ένα ποίημα
να το κοιτάς να το παλεύεις.
*
Χάραζε φως αμείλικτο
με το σπαθί στο χέρι.
*
Χώρα της απομόνωσης
της μαύρης θλίψης.
*
Ας γίνουν όλα αργά στην ώρα τους
με το ρολόι της φύσης
*
Όταν ο έρωτας θα φύγει, θα είναι το κενό
χώρος που θα θυμίζει φονικό
*
Σε ικετεύω μνήμη
μείνε απόψε δυνατή

Αφήνω όμως ως εδώ το καθοδηγητικό τούτο εισαγωγικό άνοιγμα και μπαίνω απευθείας στην καθαυτό κατάθεση του ποιητή. Θα προτιμήσω να δώσω πρώτα το στίγμα του συνοπτικότερα, προτού αναφερθώ σε επιμέρους πτυχές της δημιουργίας του.
Οι καλές στιγμές στην ποίηση του Μιχάλη Πιερή καλύπτουν δεκάδες τίτλους του πολυσέλιδου έργου του. Σ’ αυτές επιτυγχάνει αισθητικές πραγματώσεις που αναγνωρίζονται εύκολα από τον κριτικό ή τον επαρκή αναγνώστη. Ο ποιητής ευστοχεί ιδιαίτερα εκεί όπου με περισσότερη εκφραστική αφαίρεση και δραστικότερο με-ταβολισμό των τεχνικών μέσων, προβάλλει καθαρά ένα αυθεντικότερο προσωπικό ύφος. Τέτοια αξιόλογα δείγματα ανευρίσκονται ευάριθμα σε όλο το αστυ-κεντρικό έργο του, σε μεγαλύτερη όμως πυκνότητα στα σχετικά μικρά ποιήματα της πολυφωνικής Αφήγησης, καθώς και σ’ εκείνα με τη θεματική της Γρανάδας. Ειδική μνεία ανήκει δικαίως και στο τρισέλιδο προγραμματικό τρίπτυχο Δός μου Ορισμόν (1993), μια γλωσσικά και δομικά πειραματική σύνθεση για τον έρωτα και την τέχνη γενικότερα. Τα παραπάνω αποτελούν κατά την κρίση μου τον
πιο ώριμο καρπό της συνολικής ποιητικής του δημιουργίας. Σ’ αυτά το σώμα της ποίησης διαμορφώνεται πιο συμπαγές, με πυκνή δομή και αρμονικά εναλλασσόμενη ανάπτυξη. Στα ποιήματα ειδικά για τη Γρανάδα, που θα χαρακτήριζα ως Ισπανική εμπειρία της ποιητικής του διαδρομής, αναδύεται συχνά ένας υποβλητικός λόγος, με άρωμα βαθιάς αισθαντικότητας και θαυμαστικής εμβίωσης του χώρου και της ιστορίας.
Στην γνωριμία μου με το ποιητικό έργο του Μιχάλη Πιερή, κάποιες ιδιαιτερότητες της ποιητολογικής μορφοποίησης μου τράβηξαν απ’ την πρώτη ανάγνωση την προσοχή. Τον κυρίαρχο στιχουργικό ρυθμό έδινε συνήθως μια σταθερή – σε παραλλαγές ιαμβικής μετρικής – αφηγηματική γραμμή, εις βάρος ενίοτε ενός πυκνότερου κι επιγραμματικότερου λόγου. Τούτο γινόταν πιο πολύ αισθητό στις πολύστιχες λυρικο-επικές συλλήψεις, όπως και σε μεμονωμένα ποιήματα χαμηλότερης πνοής.
Όπως όμως η ποιητική Οδύσσεια του δημιουργού αποτελούσε, όπως σχολιάστηκε κάπου, ένα ποίημα «εν προόδω», έτσι κι η δική μου προσέγγιση δεν μπορούσε να ’ναι κάτι στάσιμο και διαφορετικό. Εμβαθύνοντας στη μελέτη μιας ολοκληρωμένης ποιητικής διαδρομής, έκτιζα και ο ίδιος σταδιακά το δικό μου κείμενο, αλλάζοντάς το κατά τι σχεδόν κάθε μέρα. Ανέπτυσσα, επίσης «εν προόδω», τις εκτιμήσεις μου, με κάποιες λέξεις, φράσεις ή επισημάνσεις ν’ αποτελούν κάποτε κινούμενη άμμο. Για ένα πράγμα δεν είχα αμφιβολία: ότι η ποιητική προσπάθεια του Μιχάλη Πιερή, σε ένταση ψυχο-πνευματική, αλλά και σε έκταση δημιουργική, δεν μπορούσε παρά να χαρακτηριστεί εντυπωσιακή. Σε ποιο βαθμό τώρα αυτή η ανάλωση δυνάμεων και απόσβεση προσωπικής ζωής μπόρεσαν να βρουν και το ανάλογο σε ένταση ρηματικό ισοδύναμο, ας το αφήσουμε κατά τον Έλιοτ στην κρίση του χρόνου. Όμως ο ποιητής, όπως δείξαμε και στην αρχή, εκπέμπει τη γνησιότητα μιας σύνθετης ευαισθησίας και πείθει δίχως άλλο πως καίει στον βωμό της τέχνης κάθε ικμάδα του. Ας τον παρακολουθήσουμε τροχάδην και ανακεφαλαιωτικά.
Στη συγκεντρωτική έκδοση Μεταμορφώσεις πόλεων, 2010, με κοσμοπολίτικη εκ πρώτης όψεως σκηνογραφία, αναζητεί βαθύτερα θύοντας στον βωμό μιας εσωτερικής περιπέτειας, όπου το τελικό ζητούμενο είναι η περιπέτεια της καθαυτό καλλιτεχνικής δημιουργίας. Οι χώροι όπου κινείται αναπλάθονται φαντασιακά με αισθητοποιημένο λόγο, αφού η ιστορία ως υπόκρουση κεντρίζει απλά τον νόστο για το ονειρικά αποκαλυπτικό. Μια ποιητική Πολυνησία συνθέτει, με το βάθος και την πολυμορφία της, ένα ποιητικό σώμα αναγνωρίσιμου ύφους και αδιάλειπτης ψυχικής ενότητας. Διαπλέοντας αναγνωστικά ένα τέτοιο τοπίο, ο αναγνώστης δέχεται ευχάριστα στο πρόσωπό του αύρες πειστικής βιωματικής εμπειρίας. Αρκετά ποιήματα αναδύονται ολόδροσα και με αξιώσεις, μα κι ούτε αλλάζει κάτι ανατρεπτικά, αν ακούονται που και που αραιότεροι κι αναλυτικότεροι στίχοι. Αντισταθμίζει η ζέση της μνημονικής συγκίνησης κι η χαρισματική ευλυγισία ενός αγαπητικά αφομοιωμένου εκφραστικού οργάνου.

Η ποιητική ενότητα με θεματική τη Γρανάδα άσκησε πάνω μου μιαν εντονότερη έλξη, απ’ την πρώτη φορά που τη διάβασα. Πιστεύω με κέρδισε το άρωμα μυστηριακής ατμόσφαιρας και νεοτερικότερης δόμησης του λόγου (παρά τον κάποιο πλατυασμό στην ανάπτυξη), κι αυτό ως αντίρρηση στην όποια εντύπωση για συντηρητική χροιά της ποιητικής του. Για να εξηγηθώ καλύτερα, υπενθυμίζω ότι έχουμε να κάνουμε με ποιητή ευρύτερης εμβέλειας στοχεύσεων, έναν ποιητή του Όλου και του Άλλου (σύμφωνα με τον Γιατρομανωλάκη), με παλίμψηστο φωνών, ρυθμών και ιδιωμάτων από πλατιά διαχρονική κοίτη. Κι ως εκ τούτου δεν προκύπτει συμπόρευσή του με συρμούς και μοντερνιστικά φαινόμενα, που συνηθίζονται από περιστασιακές πρωτοπορίες. Τα ποιήματα λοιπόν της Γρανάδας ως ενότητα, αντιπροσωπεύουν κάτι εκφραστικά παρθενικότερο, μ’ ένα φόντο υποβλητικά βιωματικό της ιστορίας. Καταθέτω την πρώτη στροφή από το Carmen dela Victoria:

Νυχτώνει στη Γρανάδα και τότε κήποι
θορυβούν. Ακούγονται οι ήχοι
της νυχτός στα δέντρα και στα άνθη
του Carmen de la Victoria. Φτάνουν
πουλιά απ’ το Βουνό σμίγουν
με τα πουλιά του κάμπου. Φτάνεις κι εσύ
την ώρα που θολώνουν τα νερά
και σιωπηλίζουν τα πουλιά στα δέντρα.

Κεντρική όμως θέση στη σύνολη ποιητική κατάθεση του Μιχάλη Πιερή, κατέχει η φιλόδοξη λυρικο-επική σύνθεση με τον τίτλο Αφήγηση. Πολλοί έχουν καταπιαστεί κριτικά κι ερμηνευτικά μ’ αυτό το έργο, καρπό της ωριμότητας και της αποθησαυρισμένης σοφίας του. Είναι από τα ποιητικά συνθέματα, στα οποία ισχύουν ενότητα και οργανική ανάπτυξη δομής και θεματικού πυρήνα – και που πραγματώνεται πολυφωνικά και πολύτροπα το πέρασμα από το εγώ στο εμείς, με διαχρονική ενεργοποίηση παρελθοντικών, παροντικών και μελλοντικών διακείμενων. Αποτελεί σίγουρα μια ενορχήστρωση ικανή να τέρψει αισθητικά, αλλά και να ενισχύσει αρκούντως την πολιτισμική, φυλετική κι ευρύτερα ανθρώπινη αυτοσυνειδησία μας. Φτάνοντας κάποτε στο τέλος της πολυστρωματικής του Αφήγησης, ο Μιχάλης Πιερής αποσύρεται ως αφηγητής και σπρώχνει σαν καραβάκι στ’ ανοιχτά το τελειωμένο σώμα της γραφής του.  Βιάζεται να το κατευοδώσει στον μελλοντικό χρόνο και στο δικό του αναγνωστικό πεπρωμένο, τώρα που ακόμα το νιώθει σπαρταριστά ζεστό κι ολοζώντανο. Έγνοια του είναι για την ακρίβεια, μήπως δεν φτάσει έγκαιρα εκεί που πρέπει και δεν προσεχτεί στην ουσία του. Δεν είναι της περίστασης να ξανοιχτώ περισσότερο, δεν μπορώ όμως να μην καταγράψω το σπαρακτικά τρυφερό καταληκτικό τρίστιχο από τον σύντομο επίλογο, με τον τίτλο Κιτάπι,  που εκφράζει ακριβώς με ποιητική ένταση αυτή την αγωνία:

Φιλόλογοι θα σκύψουν στο κορμάκι σου
ν’ ασχοληθούν μ’ αυτό που φαίνεται.
Όχι μ’ αυτό που μόνο εσύ γνωρίζεις.

Μετά απ’ όλα αυτά, τι έχει να πει κανείς; Καλοτάξιδο ας είναι το σώμα της ποίησης του Μιχάλη Πιερή, μια σημαντική σε έκταση και ένταση ευαισθησίας κατάθεση. Ακόμη κι εκεί που αθέλητα ξεπροβάλλει κάποτε το πλάτος και το βάθος της φιλολογικής του γνώσης, ο χτύπος μιας ποιητικά συγκινημένης καρδιάς ορθώνει αδιαμφισβήτητη την αυθεντικότητα της φωνής του.

 

Ο ποιητής Δημήτρης Γκότσης

Ποιητική εντροπία στον ώριμο Γκότση
Από την πολυμέρεια στους λυρικούς πυρήνες

Ο Δημήτρης Γκότσης είναι φυσιογνωμία ποιητική ιδιόμορφη στο είδος της. Κατέχει ένα θησαυρό εκφραστικών μέσων και δυνατοτήτων, που χειρίζεται μ’ ένα δικό του προσωπικό τρόπο για να εκφράσει τις όποιες καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Έχει δώσει ως σήμερα ικανό λογοτεχνικό έργο, άξιο να προσεχτεί και να μελετηθεί περισσότερο. Εντύπωσή μου είναι ωστόσο ότι πολλοί στάθηκαν – και στέκονται ακόμα- επιφυλακτικοί στο να καταθέσουν μια τελική και ξεκάθαρη κρίση. Κάτι τους κρατά στην αναμονή και την αμφιβολία, νιώθοντας ίσως ότι ο λόγος του ποιητικά ακόμα δεν αποκρυσταλλώθηκε. Σ’ αυτούς συγκαταλέγομαι κι εγώ κατά κάποιον τρόπο, αφού ανέμενα τον Δημήτρη Γκότση ως την κρίσιμη εκείνη καμπή, που θα σηματοδοτούσε το πέρασμά του από την πολλαπλότητα και διασπορά στο πιο ώριμο και καθοριστικό στάδιο ενός λιτότερου και πυκνότερου ποιητικού λόγου.
Κοντολογίς, από το βιβλίο του Της Ευφρόνης και μετά αρχίζει ν’ αποβάλλει σ’ ένα βαθμό προηγούμενές του αδυναμίες φυγόκεντρων ενατενίσεων κι επιτυγχάνει μια πιο καίρια και πιο εύστοχη συμβολιστική. Ξεφεύγει από τον εγκλωβισμό του υποκειμενικού και συμπίπτει ευκρινέστερα με το συλλογικά αναγνωρίσιμο. Από δω και πέρα, και προπάντων στο ποιητικά ομοιογενές Ομόκεντρον σε τρία πρόσωπα, ανευρίσκουμε συχνά μια ιδιαίτερα αποσταγματική και οντολογικά διεισδυτική ποίηση. Παραθέτω ένα πρώτο δείγμα:
Ελευθερία

Λευκή μέρα απέραντη
ένας ψηλός ουρανός
που με συνθλίβει,
κι όμως η θύελλα με κινεί
κι είμαι ελεύθερος,
ελεύθερος όπως οι χιονονιφάδες
χιλιάδες στόματα που τραγουδούν
σε ακατανόητο χαμόγελο
σε ανάκουστο τραγούδι

Χαμογελούν τα παιδιά
που έγιναν δικά μου
καθώς παίζουν ανάμεσα στα δέντρα
μές στο νυχτιάτικο δάσος της ψυχής μου,
αυτής της πανάρχαιας, πάντα που ρωτά, Σφίγγας.

Τί χαρακτηρίζει ιδιαίτερα μια τέτοια ποίηση; Μα η λυρική απόσταξη θα έλεγα και η συμπύκνωση μέχρι την αρχική, ριγηλά αναγνωρίσιμη ρίζα. Οι στίχοι ή μικρές ομάδες στίχων προβάλλουν με κρυστάλλινη διαύγεια και κινούνται τελετουργικά με φόντο ένα υπαρξιακά δραματικό κλίμα. Αρμονικές εναλλαγές ρυθμού και εικόνων διαπερνούν την αυστηρή γλωσσική επιφάνεια κι αγγίζουν τη ψυχή του αναγνώστη με τη ζεστασιά μιας εκλεκτικής ανθρώπινης ανάσας. Ας δούμε άλλο ένα ποίημα:

Το κυπαρίσσι

Καρδιά μου εξαγνίσου
μέσα σε λευκόν ήχο
ζήσε τον χειμώνα σου,
καθώς πετάς ξωπίσω
απ’ τα τελευταία πουλιά,

όλη τη γκρίζα ομίχλη
χειμώνων περασμένων
που ανίδεη πλανιόταν,
την έχεις εξαντλήσει.

Τώρα, λοιπόν, τραγούδα
τον ψίθυρο του μυστικού σου
μέσα στο αυτί των Θεών
και χλιαρές φέρε τις κρεμαστές βροχές
του χρόνου μου που θρηνεί,
αργά οδήγησέ τες
και τρυφερά
πάνω απ’ το κυπαρίσσι εκείνο,
που μπόρεσε μονάχο να σταθεί
στην κοιλάδα του κόσμου:

ρυτίδα σκοτεινή
του τραγουδιού.

Τα ποιήματα αυτά του Δημήτρη Γκότση δεν θυμίζουν πλέον τις δύσβατες κι αισθητικά δυσχερείς διανοίξεις της πρώτης του δημιουργικής περιόδου. Έχοντας αποβάλει τη λεκτική εκζήτηση και την πολυμέρεια που τον χαρακτήριζε, κέρδισε την οικονομία του στίχου και μια αίσθηση ιερατική, απορρέουσα από τα ενδότερα της ύπαρξης. Διαπιστώνουμε την απογύμνωση από το περιττό, όχι μόνο στην έκφραση αλλά και στις ψυχοπνευματικές κινήσεις, που προβάλλουν πια καθαρότερα, καθώς ο αναγνώστης εγκύπτει απερίσπαστος πάνω από τα λεκτικά όστρακα των περίτεχνα επεξεργασμένων στιχουργικών μονάδων του. Καταθέτω ένα ακόμη λήμμα:

Ω, εσύ, παγωμένη εικόνα
του αισθήματος της γυναίκας

μέσα στο κόκκινο της δύσης,
μέσα σ’ αυτό το τελευταίο σούρουπο
της αγάπης!
Την ομορφιά σου
δεν μπορεί αυτός να στερηθεί,
παφλάζει ακόμα
με μαργωμένη χαρά
πάνω στον βράχινο γκρεμό
της ακτής σου.

Μια φεγγαρίσια ψύχρα
πάνω σε ασημένια κύματα
μια παλίρροια που κράζει βουβά
είναι η θάλασσα της ψυχής της,
που μέσα της αυτός ξαπλώνει
παγωμένος ακόμη,

ένα αλλοτινό ψάρι
αρπαχτικό.

Μ’ αυτήν την ποιητική και μέσα από μια εντρόπια θα έλεγα σύμπτυξη, ο ποιητής κωδικοποιεί λυρικά ό,τι βαθύτερο τον απασχολεί, προσφέροντας ως πηγή συγκίνησης την πρωταρχική του συλλογικού βιώματος μήτρα. Τέτοια «εντροπία», δηλαδή προς τα έσω απόσυρση κι ελαχιστοποίηση μέχρι τα όρια κεκαθαρμένων πυρήνων, χρήζει αργής και προσεκτικής ανάγνωσης, για να κατορθωθεί η αποκωδικοποίηση της πυκνής γλωσσικής μορφοποίησης.

Θετική συμβολή στην πρόσληψη και συναίσθηση του δύσβατου τούτου δρόμου, αποτελεί κι η εκτενής δοκιμιακή εργασία για την ποίηση του Γκότση, του γνωστού φιλόλογου και μελετητή Ζήνωνα Ζαννέτου, με τον τίτλο Ορεινού κήπου Σπορεύς ( ΑΚΤΗ, 2012 ). Καταθέτω χαρακτηριστικά μικρά αποσπάσματα, με αναφορές καταρχήν στην ποίηση της Ευφρόνης ( έκδοση 2001 ):…Τα παρόχθια λευκά λουλούδια, γλώσσα μιας Άνοιξης παιδικής, τα μαυροπούλια, φτερωτά μηνύματα θανάτου, προσγειωμένα πάντοτε στο λευκό της Άνοιξης, η μυστική ανάσα των φύλλων – θύμηση του Έρωτα – η Αγάπη, παλάμη που υποδέχεται, και η αδυναμία της γνώσης και της απάντησης, πότε η ψυχή αφήνει το φως και τον τόπο της για να ενοικήσει στον μικρό χώρο του σώματος, αποτελούν το ποιητικό τοπίο της Ευφρόνης. Μια τέτοια ποίηση δεν πτερυγεί παιγνιδιάρικα σαν ανέγνοιαστη λιμπελούλα, όπως επιτάσσει ο εφήμερος συρμός του «ποιητισμού», αλλά θεωρεί τον κόσμο και στοχάζεται. Συχνά, η ερμητική αυτή ποίηση του υπαρξιακού στοχασμού και της αινικτής συναισθηματικής της ατμόσφαιρας, γίνεται τραγούδι καθαρού λυρισμού, ευνόητη οδύνη της ιστορίας και ευκολοκατάληπτος πόνος της ανθρώπινης μοίρας, μέσα από την ποιητική διαπορία της Ζωής και του Θανάτου και το συ-ναίσθητο εκστασιακό θάμβος της ύπαρξης…

Για το επίσης αξιόλογο ποιητικό βιβλίο με τον τίτλο Ομόκεντρον σε τρία Πρόσωπα, καταγράφει ο Ζήνων Ζαννέτος μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

Όλη η ποιητική δημιουργία του Γκότση στο Ομόκεντρον έχει ως σκηνικό τοπίο τη νύχτα και τις λειτουργικές της σιωπηλές φωνές. Τα ποιήματα αυτά είναι μικρές δοκιμές στα βασανιστικά ερωτήματα της Ζωής, στις απορημένες και ανεξήγητες επαφές του πνεύματος με κάποιες αναδύσεις του μυστηρίου ή με τις διαρκείς καταδύσεις του ποιητικού εγώ στα τοπία της νύχτας και τους τόπους του άχρονου και άχρωμου (λευκού) βυθού του Όντος. Στο Ομόκεντρον, ο ποιητής αυτοπαρατηρείται, αυτοτεμαχίζεται, πλουτίζοντας τους ποιητικούς εστιακούς του τόπους, για να καταλάβει ουσιαστικότερα τον κόσμο που του δόθηκε μέσα στην πνευματική του ανησυχία.

Ο Δημήτρης Γκότσης, εξοπλισμένος εντέλει με τις λογοτεχνικές εμπειρίες της Ελληνικής, αλλά και Γερμανικής ποίησης, εμποτίζει τον πλούσιο λόγο του μ’ ένα αιθέριο αλλά και βαθύρριζο υπερβατικό κλίμα. Πού να στοχεύει όμως με τη μορφολογική συμπύκνωση που εντοπίσαμε παραπάνω; Μα στην επιστροφή βέβαια στο λυρικό βάθος και τη χαμένη ποιητικότητα, που κι άλλοι προσπάθησαν να επαναφέρουν στη σύγχρονη ποίηση.

 

Ποίηση Μυριάνθης Παπαονησιφόρου – Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Μυριάνθη  Παπαονησιφόρου,
Η αυθεντική και πολύτροπη

Στοχεύοντας να δώσω την αδρή λογοτεχνική φυσιογνωμία της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου, δεν έχω παρά να σχολιάσω συνοπτικά τη συλλογική της έκδοση Ανάδρομη Πλεύση, ένα βιβλίο που διατρέχει την ποιητική της παραγωγή μισού σχεδόν αιώνα (μέχρι πίσω στο 1965). Αλλά κι αυτό σίγουρα δεν είναι πλήρες, αφού η Μυριάνθη ευδοκίμησε με βραβεία και διακρίσεις και σε άλλα είδη, όπως την παιδική λογοτεχνία και το παραμύθι. Η πρώτη εκδοτική της εμφάνιση ανάγεται στο έτος 1978, με συλλογή ποιημάτων κάτω από τον τίτλο Επιστροφή. Τα πρώτα αυτά ποιήματα διακρίνονται από διάχυτο λυρισμό και την αγάπη του τόπου και της ιστορίας του. Κάποια μάλιστα αντέχουν αισθητικά μέχρι σήμερα και δεν είναι καθόλου παράξενο, που επιλέγονται επανειλημμένα στις Ανθολογίες. Πέντε χρόνια αργότερα βλέπουν το φως της δημοσιότητας οι Ηρωικοί Απόηχοι, χωρίς ποιητικές ιδιαιτερότητες και με θεματική τον αγώνα ελευθερίας του 1955–1959, στον οποίο η ποιήτρια έλαβε ενεργά μέρος.
Η τρίτη ποιητική συλλογή της με τον τίτλο Άχρονη Φύση (1988) ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Εδώ δεν μιλούσε πληθωρική και κυρίαρχη η καρδιά, αλλά ο συγκινημένος υπαρξιακός στοχασμός. Ο αυθορμητισμός έδινε τη θέση του στην αφηγηματική και νηφάλια γραφή, σε μια φιλόδοξη στόχευση μιας ποιητικής κοσμογονίας. Ξεκινώντας οριακά απ’ το χάος, η ποιήτρια διατρέχει λυρικο-επικά την ανθρώπινη εξελικτική περιπέτεια, φτάνοντας μέχρι τον κόσμο των δικών της προσωπικών αναμνήσεων. Σ’ αυτό το βιβλίο, άνισο ως προς τις αισθητικές του πραγματώσεις, βρίσκουμε εντούτοις και μερικά από τα πιο κατορθωμένα ποιήματα του συνόλου έργου της.

Μια δεκαετία αργότερα (1997) κυκλοφορεί το λυρικο-αφηγηματικό Γράμμα στον Αγνοούμενο, μαρτυρία και γραφή οδύνης για το ξαδέρφι που δεν γύρισε ποτές πίσω. Και σε μικρή μόνο χρονική απόσταση η ποιήτρια μάς εκπλήσσει ξανά με νέα δημιουργία, που της δίνει τον τίτλο Στον κρατήρα του Ήλιου. Καμιά σχέση με τον προηγούμενο χαμηλόφωνο κι εκφραστικά συγκρατημένο εκφραστικό τόνο. Οι στίχοι λυρικά μεγαλόστομοι και κοφτοί εξακοντίζονται με ένταση και σουρεαλιστικές εξάρσεις από τα βάθη μιας ψυχής, που αναμετριέται αξιοπρεπώς στην κονίστρα των λογής υπαρξιακών προκλήσεων. Έτσι γι’ άλλη μια φορά η ποιήτρια πείθει ότι μπορεί ν’ ανανεώνει με ευχέρεια το ψυχο-πνευματικό υπέδαφος που της αρδεύει την έμπνευση, προσφέροντας κάθε φορά μια νέα ανθοφορία. Είχα γράψει κάποτε γι’ αυτό το βιβλίο το ακόλουθο χαρακτηριστικό σχόλιο:

…Η Μυριάνθη κατορθώνει πλέον να αισθητοποιεί τις εμπειρίες και τις ιδέες της, μεταπλάθοντάς τες σε ψηλαφητή ύλη αυθεντικών και ζωντανών εικόνων από τη φύση, της οποίας γνωρίζει καλά τα μυστικά και τη γλώσσα. Συνδυάζει επιτυχώς τη λυρική ευαισθησία που πάντα τη διέκρινε, με εκφραστική τόλμη και ρωμαλεότητα. Συνθέτει τελικά ένα ποιητικό πανόραμα ενιαίο και συμπαγές, αλλά και στα μέρη του σφριγηλό και παλλόμενο, όπως είναι κάθε σωστή και ισορροπημένη δημιουργία.

Το 2004, με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, η Μυριάνθη πάλι καινοτομεί και δίνει το λογοτεχνικό της παρόν με το
Οδοιπορικό  Η πόρτα μου ήτανε μεράντι. Φωτίζει αθέατες πτυχές του δράματος των εκτοπισμένων, που στο πέρασμα του χρόνου υπόκεινται ψυχολογικά σε απρόβλεπτες προσαρμοστικές μεταβολές. Η ηρωίδα, μια ηλικιωμένη γυναίκα με πολλές προσδοκίες, κάνει το ταξίδι της επιστροφής στη γενέθλια γη και στο πατρικό σπίτι, όπου όμως σύντομα συνειδητοποιεί την ανατροπή των αγαπημένων παραστάσεων της μνήμης. Πίσω από την προφανή ικανοποίηση για την πραγματοποίηση του πολύχρονου πόθου της επιστροφής, το σαράκι της αποξένωσης σηκώνει ανεπαίσθητα κεφάλι… Και ταλαιπωρημένη στο τέλος της μέρας από τις έντονες συγκινήσεις, αυθόρμητα κάποια στιγμή εκδηλώνει ένοχα την πρόθεση να γυρίσει πίσω στον συνοικισμό, στο τωρινό της νέας πραγματικότητας σπίτι της.

Η τελευταία ποιητική συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου στην Πανελλήνια δημοτική, με τον τίτλο Άριες του περασμένου Καλοκαιριού, έκδοση 2007, συνιστά το αυθεντικότερο και γνησιότερο ανάβρυσμα της λυρικής της ιδιοσυγκρασίας. Αποτελεί ένα αρτεσιανής εκροής δημιουργικό συναπάντημα πρωτογενών βιωματικών παραστάσεων, με φόντο πια τη ζωή που γέρνει στη δύση της. Οι στίχοι, με έντονους δημοτικούς απόηχους, είναι προπάντων ρυθμός και τραγούδι, είναι ανάβρυσμα ψυχής κι αξιοπρεπής στάση ζωής, γεμάτης πληρότητα και δημιουργία.

Για το διαλεκτικό μέρος της ποίησης της Μυριάνθης, που αξιολογείται ως σημαντικό, ο χώρος μού επιβάλλει να κάνω μόνο μια σύντομη αναφορά. Έχει εκδώσει δυο βιβλία, Τα φκιόρα της πικραθασιάς (2003), και τα Τριαντάφυλλα τζ’ αγκάθκια (2009). Χωρίς την πρόθεση να μακρυγορήσω, παραθέτω μικρό μέρος από δικό μου προλογικό κείμενο, που δίνει και το στίγμα αυτής της ποίησης:
Τη διαλεκτική γλώσσα που χρησιμοποιεί στην ποίησή της η Μυριάνθη, θα τη χαρακτήριζα κατά κάποιο τρόπο ανεβασμένη κι αρχοντική, αφού αντιπροσωπεύει, πιστεύω, την παραδοσιακά πιο συνειδητοποιημένη μερίδα του λαού μας. Εξάλλου η εξεζητημένα βαριά και άκαμπτη κυπριακή διάλεκτος καταντά συχνά αντιαισθητική, καθότι φτιαχτή και άσχετη με τη γλωσσική πραγματικότητα. Κι ακόμα κάτι: Η ποίηση αυτή διακρίνεται κι από μια ευφρόσυνη διάθεση, γεμάτη πνευματικότητα και πηγαίο χιούμορ. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που μίλησα για ένα διάχυτο κλίμα λαϊκής αρχοντιάς, όχι μόνο στη μορφή αλλά και στον βαθύτερο χυμό που τη διατρέχει. Και τούτο δεν είναι απλά υπόθεση προσωπική της ποιήτριας, αλλά στάση του κόσμου εκείνου που ζωντανεύει με την τέχνη του λόγου της.

«Aνάδρομα» λήμματα από την ποίηση της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου:

Αν είσαι

Αν είσαι έρωτας
άσε τα βέλη στη φαρέτρα
τραύματα άλλα δεν μου πάνε πια
Αν είσαι αγάπη πάλι
άλλη δεν είναι εσθήτα να ντυθείς
θυσία δεν είναι άλλη
λύτρωση δεν είναι καμιά

μια λέξη είσαι
σε χλωμό χαρτί
Της μοίρας που με δέρνει
είσαι πλάνη.

Ασήμωσε κυρά

Νύχτα, τί να γυρεύεις στο περβάζι μου.
μουγκή, σεληνοφόρα;
Φοράς τα ξεσκισμένα σου πουκάμισα
μισά φορείς τα τρύπια σου σαντάλια
λιανίζεις τ’ όνομά μου στα νερά
Ασήμωσε κυρά μου να σου πω
πως σκούζει απόψε το πουλί
λυπητερά πως κλαίει τ’ αηδόνι
δονεί τους κάμπους και ραγίζει τα βουνά
Ασήμωσε κυρά.

ΑΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, 2007

Η μέρα μπήκε αστραφτερή

Η μέρα μπήκε αστραφτερή στην υψικάμινο
δρασκέλισε το ουράνιο τόξο με τα χρώματα
κι άχρωμη εξήλθε
στην αντίπερα όχθη του λευκού χειμώνα
Κύκλοι
επάλληλοι κύκλοι
Στα κράσπεδα των μακρινών ερήμων
αρχέγονος άνεμος ιχνογραφεί ανεξίτηλα ίχνη
Τραχύ το μάγουλο της γης
στον τελευταίο ασπασμό των παγερών ονείρων
Ριπή οφθαλμού και φεύγει το πουλί
σε σφαλιστά ματόκλαδα πατώντας
μ’ ένα σφαγμένο λούλουδο στο στόμα του.

Στα μάτια ενός παιδιού

Στα μάτια ενός παιδιού θα ξημερώσω
μιαν αειπάρθενην αυγή
μ’ ένα πετράδι αμέθυστο στην κόμη μου
κι ένα αλάνθαστο σπαθί
στο αστραφτερό θηκάρι
να ξεπληρώσω την οδύνη ενός ρηχού χαμόγελου
του μισοτέλειωτου παραμυθιού την πίκρα
να απαλύνω
Ορκίζομαι
στα μάτια ενός παιδιού θα ξημερώσω.

ΣΤΟΝ ΚΡΑΤΗΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ, 1999

Φυλακισμένος Απρίλης

Έσκαγε ο Απρίλης
σ’ ένα τριαντάφυλλο κατακόκκινο ρόδο
σφιχτό μαστάρι της παρθένας ξέγυμνο
ασυμμάζευτο στους κόρφους της
-Κουμπώσου, μ’ ορμήνεψε
κι ας μην είχα τίποτε καλύτερο
από τ’ απριλιάτικα ρόδα
που μ’ έντυναν ολόκληρη
ένα μπαξέ καλοκρυμμένο
από τα μάτια των περαστικών
Πέρασε ύστερα ο πραματευτής
ένας πλανόδιος έρωτας
διαλαλώντας πραμάτιες κι αρώματα
-Δεν τα χρειάζεσαι, είπε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από το παλιό μου ρούχο
Έσκαγε ο Απρίλης φυλακισμένος

στα μπουμπούκια της μηλιάς
κι όπως ο ήλιος έγνεθε
χρυσό το νήμα για τ’ ακριβά προικιά
έσκαψα ένα πηγάδι
κι ακόμα ψάχνω
μια φλέβα κρύσταλλου νερού
που λαμπυρίζει στα βάθη του.

ΑΧΡΟΝΗ ΦΥΣΗ, 1998

Μέρα – Νύχτα

Πόσο αργά υφαίνει η μέρα το σεντόνι της
αναμετρώντας τις ατέλειωτες ώρες
στα μαλλιά τα ξέπλεκα του ήλιου
αναρριγώντας τ’ άγνωστα δευτερόλεπτα
στα ξεχασμένα στήθια του
ποδοβολώντας τη λαχτάρα της ζωής
στις σκονισμένες πατούσες του
Πόσο ταχιά ξηλώνει η νύχτα τα σκοτάδια της
Ριγμένο στη βιασύνη το φεγγάρι
μαζεύει τα χλωμά του πρόσωπα
Κι ο αυγερινός βαραίνοντας
του ύπνου τρομαγμένο βλέφαρο
να προλαλεί
με φωνή του αγουροξυπνημένου αλέκτορα
την έλευση της αγωνίας.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, 1978

Οι Όμορφες

Να γένετουν τζιαι τα δεντρά
να ρίφκαν τους αθθούς τους

τζιαι να γεμώναν τα στενά
τζι οι κάμποι με τους μούσκους
να ρέσσουσιν οι όμορφες
ν’ αλαφροπαρπατούσιν
σαν τες τριανταφυλιές του Μά
τες κότσινες ν’ αθκιούσιν

Να γένετουν τζ’ η θάλασσα
κραβάτιν παμπατζένον
τζι ο ουρανός με τ’ άστρη του
σεντόνιν πλουμισμένον
να ππέφτουσιν οι όμορφες
τζιαι να με συλλοούνται
να με θωρούν στον ύπνον τους
την νύχταν που τζοιμούνται.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΖ΄ ΑΓΚΑΘΚΙΑ, 2009

Δός μου αφορμήν να ζήσω

Πέ μου πού τρέχουν τα νερά
τζιαί πού κατρατζιλούσιν
αντρόσ’ιν εις το θκιάβαν τους
να βάλω να τα στήσω,
τες νιότες μου που γκρούζουσιν
μες στο λαμπρόν τζιαί λιούσιν
σαν το γλωμιάρικον τζιερίν
στο δρόσος τους να σβήσω.

Πέ μου πού πάσιν τα πουλιά
που φεύκουσιν αλάϊν
να ππέσω το κατόπιν τους
τζιί να τα στρέψω πίσω,
μερόνυχτον να τζιελαδούν

τούτ’ η καρκιά που ‘ράην
να ‘βρει μιαν στάξην νεπαμόν
τζι εγιώ αφορμήν να ζήσω.

ΤΑ ΦΚΙΟΡΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΑΘΑΣΙΑΣ, 2003