Ο χρησμικός τόνος στην ποίηση του Γιώργου Μοράρη –
Επιλογές: Ευάερα πυκνώματα, λιγότερος μύθος
ΤΟ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ ΤΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ
Πλησίασα τη δρυ
και σίγησαν
οι τρεμάμενες γλώσσες των πουλιών.
Έκανε η σπλαχνική τύχη τον φλοιό της
έμπιστο δόρυ στο χέρι του οπλίτη.
Δεν ήταν έρμαιο της εύνοιάς της
γνώριζε πόσο ασταθής
είναι η ζωή
πόσο πιστός είναι ο θάνατος.
Λαξεύτηκε με ευγένεια και χάρη
η πέτρα νά’ χει πεπρωμένο,
τον άδειασε πολλή σιωπή
που άφησε να ξοδευτεί
μέριμνα και ζήλος;
Τον αναζήτησα στη δρυ
κι άρπαξε τη θέση του
ζηλότυπος ο κενός ίσκιος.
ΣΤΗ ΜΗΤΡΙΚΗ ΕΛΙΑ
Ελιά ετοιμόγεννη
χάρισε τον καρπό στη γη
κι άσε το λάδι σου να φτάσει
στα τραύματα των αγαλμάτων.
Ριγούν τα νέα κλαδιά
που ενώνονται με τον αρχαίο κορμό σου.
Σε κάποιο χρόνο που δεν έδυε ποτέ
τελείωναν εκείνοι
φροντίζοντας τη μακρινή ζωή σου.
Όταν στην ανάσα τους οι ουρανοί κλείναν
ανάγκαζαν τη θάλασσα να γίνει
πεδίον της τόλμης τους ταξιδεύοντας για τους γάμους
του ανέστιου δαίμονα.
Άνθη ράμνου, 1999
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΉΣ
Ένα κοτσύφι τραγουδά μετά τη βροχή
κι επαργυρώνει τις σταγόνες της.
Καλεί να το συλλάβει χέρι μεγάλου τεχνίτη.
Εκεί που σταμάτησε ο χρόνος
σε μια στιγμή της χάριτος
φάνηκε μετέωρο το σχέδιο της ελαιογραφίας
στην κόψη των εποχών.
Στάθηκες σαν να’ βγαζες ρίζες
για να τραφείς με τα μυστικά της γης
διασχίζοντας σελίδες που χάθηκαν
απ’ το βιβλίο της φύσης,
επιθυμίες που σβήστηκαν
με το αίμα των νυμφών.
Αγροικίες του μέλανος δρυμού
κεφαλές κενταύρων
ενθύμια κυνηγετικά
από την παραφύση χρήση του μαχαιριού.
Για όσα γίνανε και θα γίνουν
το λείψανο της καρδιάς βρήκε το κενοτάφιό της.
ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Σαν από γιο κρεολής
που μαθήτεψε κοντά στους Ινδιάνους
ο συριγμός του βέλους απρόοπτος
βρήκε το στήθος μας κρυψώνα.
Η καρδιά μας ούτε στη συντριβή της
όταν μας έσβηνε, δεν έμαθε
το αθέατο πρόσωπο του κυνηγού της.
Οι φάλαινες εξαφανίζονται
μήνες πριν φτάσει το παλιρροϊκό κύμα
τελειώνοντας στα θερμά νερά
το τραγούδι του έρωτα
και το γαμήλιο παιχνίδι τους.
Χωρίς προαίσθημα κινδύνου
αγνοούμε πότε μπαίνει στην άμπωτη
η πλημμυρισμένη ορμή μας
και σταματάει το ρέμα.
Όταν αίφνης
η αναλαμπή της φλόγας μας
ενώνεται με την αποτέφρωσή της.
ΕΞΟΔΟΣ
Πριν χυθεί το ποτάμι στο πέλαγος
ο στόλος των κύκνων ξετυλίγει
την ανύποπτη μοίρα του.
Συνεχείς πνιγμοί
Στα γλυκά και στ’ αλμυρά νερά.
Κάθε πτηνό που αρρωσταίνει
με τ’ άνοιγμα των φτερών του
δίνει σινιάλο στ’ αγρίμια
και διαλέγουν τον κινούμενο στόχο
λίγο πάνω από τη γη
κι εκείνον τον μετέωρο
για σταύρωση.
Το δόντι στη λεία τους αποκαλύπτει
μ’ οδύνη τη γυμνή ζωή.
Τη μισή ζωή την αφαίρεσε στο νερό
την υπόλοιπη στη ξηρά
ο αμφίβιος θάνατος.
ΠΤΗΣΗ
Σαν τις χελώνες δεν είμαστε
που με τα βήματά τους
ο μέγας χρόνος τους αθροίζεται
στον μοναχικό τους δρόμο.
Μοιράζεται μ’ άλλους
ο δικός μας χρόνος ο βραχύς.
Κάποτε πέφτει πάνω τους σκιά
και κατεβαίνει η βουή του ανέμου
κι αυτές με τα ιερογλυφικά στην πλάτη
σέρνουν το καβούκι τους, έτοιμο τάφο
όταν αετοί τις αρπάζουν
προς ένα ουρανό
στεγνό κι αδάκρυτο.
Γύρω σμήνη των άστρων με το βόμβο τους
χλευάζουν
το περιορισμένο διάστημα της ύπαρξης.
Για κείνους που ιππεύουν αετούς
είναι το άπειρο μια τεράστια φάρσα.
*
Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΑΣ ( απόσπασμα )
Βρήκαμε τον τάφο της
κάτω από τη φιλέρημη βελανιδιά.
Οι ρίζες της διέσχιζαν τη γη
σαν μυς αθλητή
κι αγκάλιαζαν την εταίρα.
Αναποδογύρισε την τεφροδόχο της
θέλοντας ν’ αποφύγει
τον μαύρο μαγνητισμό
πέφτοντας
από την όχθη του ερέβους της ανάσκελα
καθώς ήταν στο ανάκλιντρό της πάντα.
Πάνω της ξοδεύτηκαν ηφαιστειακές δυνάμεις
και κοσμήματα για το χρυσό της δέρμα.
Τώρα σκεπάζεται μ’ ένα στολίδι από μάρμαρο.
*
Ο ΦΑΥΝΟΣ
Πίσω τους άφησαν οι λουόμενες
φορέματα από χλόη
και τ’ άπλωσαν όαση στην ερημιά.
Παίζουν τα μαλλιά στον τράχηλό τους
ουρά της αλεπούς
εγερτήριο για το παλιρροϊκό μας αίμα.
Σε θάλασσα λεία σαν τη λεκάνη τους
η σωματική μας αιχμαλωσία λύνεται
μόνο με τον γάμο των πνευμάτων.
Εκείνος αναδύθηκε
μέσα από τα στρώματα του χρόνου
Έγιναν τα ρούχα διάφανα
που σχεδόν ενώθηκαν με το δέρμα του.
Βγάζει μόνο τα σάνδαλα
κι ορθώνεται στις οπλές.
Είναι Φαύνος.
Το δαιμόνιο ψάχνει το πνεύμα μας
να γίνει ταίρι.
*
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΡΥΪΔΑ
Ο Ιλισσός βυθίστηκε στη γη
σαν οδοιπόρος στον ύπνο του
αφήνοντας έξω μια σταγόνα.
Μετέωρη διαστέλλεται
να δω σ’ αυτή
το κάτοπτρο της ενηλικίωσής μου.
Ενώνομαι μαζί της
ποτάμι γίνομαι σιγά σιγά
απλώνομαι στις ερηπωμένες όχθες του
κι επιστρέφω πριν αιώνες
στην εκβολή του ρέμα
να βρω την καταγωγή του ρυθμού μου.
Είναι χειμώνας και δεν έχει χιόνι
να τροφοδοτήσει ανανεώνοντας τα φύλλα.
Πέφτουν απ’ τα κλαδιά τους πεθαμένα.
Αυτός ο αμνημόνευτος κορμός
μισάνοιξε βγαίνοντας από μέσα
βλαστός
η τελευταία Δρυϊδα.
Τη βλέπω αχνισμένος στον ιδρώτα
να ζητά τα ρυάκια του κορμιού μου
μην ξεραθεί το δέντρο της.
Όταν οι Χάριτες λύνουν τον δεσμό τους
ανάμεσα στη νύφη και στη δρυ
την ύπαρξή τους τη χωρίζει βάραθρο.
Για την τιμή του τοπίου
πέφτει στον πυθμένα του ποταμού
που τον λεηλατούν και τον απογυμνώνουν
από την ιεροπρέπειά του.
Καλώντας τη στάθμη του Ιλισσού
ν’’ ανέβει με τη σωρό της.
Ολόκληρη η ζωή μας ένα θαμμένο ποτάμι.
*
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ
Ένα νησί ταξιδεύει
με την ψυχή στην άπνοια
κοντά στον φάρυγγα του Λεβιάθαν.
Η κιβωτός τον λησμόνησε
ωσότου βρήκε τον κρυψώνα του
στον κατακλυσμό.
Κύματα που κάποτε παίζαν
με την ανάσα τ’ ουρανού
κλωσσώντας στην άμμο
την πεμπτουσία τους,
ζωγράφιζαν την αστάθειά τους
επίορκοι στο κάλλος εγγυητές του
κύματα, κορυφές και βάραθρα.