Ποίηση Μυριάνθης Παπαονησιφόρου – Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Μυριάνθη  Παπαονησιφόρου,
Η αυθεντική και πολύτροπη

Στοχεύοντας να δώσω την αδρή λογοτεχνική φυσιογνωμία της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου, δεν έχω παρά να σχολιάσω συνοπτικά τη συλλογική της έκδοση Ανάδρομη Πλεύση, ένα βιβλίο που διατρέχει την ποιητική της παραγωγή μισού σχεδόν αιώνα (μέχρι πίσω στο 1965). Αλλά κι αυτό σίγουρα δεν είναι πλήρες, αφού η Μυριάνθη ευδοκίμησε με βραβεία και διακρίσεις και σε άλλα είδη, όπως την παιδική λογοτεχνία και το παραμύθι. Η πρώτη εκδοτική της εμφάνιση ανάγεται στο έτος 1978, με συλλογή ποιημάτων κάτω από τον τίτλο Επιστροφή. Τα πρώτα αυτά ποιήματα διακρίνονται από διάχυτο λυρισμό και την αγάπη του τόπου και της ιστορίας του. Κάποια μάλιστα αντέχουν αισθητικά μέχρι σήμερα και δεν είναι καθόλου παράξενο, που επιλέγονται επανειλημμένα στις Ανθολογίες. Πέντε χρόνια αργότερα βλέπουν το φως της δημοσιότητας οι Ηρωικοί Απόηχοι, χωρίς ποιητικές ιδιαιτερότητες και με θεματική τον αγώνα ελευθερίας του 1955–1959, στον οποίο η ποιήτρια έλαβε ενεργά μέρος.
Η τρίτη ποιητική συλλογή της με τον τίτλο Άχρονη Φύση (1988) ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Εδώ δεν μιλούσε πληθωρική και κυρίαρχη η καρδιά, αλλά ο συγκινημένος υπαρξιακός στοχασμός. Ο αυθορμητισμός έδινε τη θέση του στην αφηγηματική και νηφάλια γραφή, σε μια φιλόδοξη στόχευση μιας ποιητικής κοσμογονίας. Ξεκινώντας οριακά απ’ το χάος, η ποιήτρια διατρέχει λυρικο-επικά την ανθρώπινη εξελικτική περιπέτεια, φτάνοντας μέχρι τον κόσμο των δικών της προσωπικών αναμνήσεων. Σ’ αυτό το βιβλίο, άνισο ως προς τις αισθητικές του πραγματώσεις, βρίσκουμε εντούτοις και μερικά από τα πιο κατορθωμένα ποιήματα του συνόλου έργου της.

Μια δεκαετία αργότερα (1997) κυκλοφορεί το λυρικο-αφηγηματικό Γράμμα στον Αγνοούμενο, μαρτυρία και γραφή οδύνης για το ξαδέρφι που δεν γύρισε ποτές πίσω. Και σε μικρή μόνο χρονική απόσταση η ποιήτρια μάς εκπλήσσει ξανά με νέα δημιουργία, που της δίνει τον τίτλο Στον κρατήρα του Ήλιου. Καμιά σχέση με τον προηγούμενο χαμηλόφωνο κι εκφραστικά συγκρατημένο εκφραστικό τόνο. Οι στίχοι λυρικά μεγαλόστομοι και κοφτοί εξακοντίζονται με ένταση και σουρεαλιστικές εξάρσεις από τα βάθη μιας ψυχής, που αναμετριέται αξιοπρεπώς στην κονίστρα των λογής υπαρξιακών προκλήσεων. Έτσι γι’ άλλη μια φορά η ποιήτρια πείθει ότι μπορεί ν’ ανανεώνει με ευχέρεια το ψυχο-πνευματικό υπέδαφος που της αρδεύει την έμπνευση, προσφέροντας κάθε φορά μια νέα ανθοφορία. Είχα γράψει κάποτε γι’ αυτό το βιβλίο το ακόλουθο χαρακτηριστικό σχόλιο:

…Η Μυριάνθη κατορθώνει πλέον να αισθητοποιεί τις εμπειρίες και τις ιδέες της, μεταπλάθοντάς τες σε ψηλαφητή ύλη αυθεντικών και ζωντανών εικόνων από τη φύση, της οποίας γνωρίζει καλά τα μυστικά και τη γλώσσα. Συνδυάζει επιτυχώς τη λυρική ευαισθησία που πάντα τη διέκρινε, με εκφραστική τόλμη και ρωμαλεότητα. Συνθέτει τελικά ένα ποιητικό πανόραμα ενιαίο και συμπαγές, αλλά και στα μέρη του σφριγηλό και παλλόμενο, όπως είναι κάθε σωστή και ισορροπημένη δημιουργία.

Το 2004, με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, η Μυριάνθη πάλι καινοτομεί και δίνει το λογοτεχνικό της παρόν με το
Οδοιπορικό  Η πόρτα μου ήτανε μεράντι. Φωτίζει αθέατες πτυχές του δράματος των εκτοπισμένων, που στο πέρασμα του χρόνου υπόκεινται ψυχολογικά σε απρόβλεπτες προσαρμοστικές μεταβολές. Η ηρωίδα, μια ηλικιωμένη γυναίκα με πολλές προσδοκίες, κάνει το ταξίδι της επιστροφής στη γενέθλια γη και στο πατρικό σπίτι, όπου όμως σύντομα συνειδητοποιεί την ανατροπή των αγαπημένων παραστάσεων της μνήμης. Πίσω από την προφανή ικανοποίηση για την πραγματοποίηση του πολύχρονου πόθου της επιστροφής, το σαράκι της αποξένωσης σηκώνει ανεπαίσθητα κεφάλι… Και ταλαιπωρημένη στο τέλος της μέρας από τις έντονες συγκινήσεις, αυθόρμητα κάποια στιγμή εκδηλώνει ένοχα την πρόθεση να γυρίσει πίσω στον συνοικισμό, στο τωρινό της νέας πραγματικότητας σπίτι της.

Η τελευταία ποιητική συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου στην Πανελλήνια δημοτική, με τον τίτλο Άριες του περασμένου Καλοκαιριού, έκδοση 2007, συνιστά το αυθεντικότερο και γνησιότερο ανάβρυσμα της λυρικής της ιδιοσυγκρασίας. Αποτελεί ένα αρτεσιανής εκροής δημιουργικό συναπάντημα πρωτογενών βιωματικών παραστάσεων, με φόντο πια τη ζωή που γέρνει στη δύση της. Οι στίχοι, με έντονους δημοτικούς απόηχους, είναι προπάντων ρυθμός και τραγούδι, είναι ανάβρυσμα ψυχής κι αξιοπρεπής στάση ζωής, γεμάτης πληρότητα και δημιουργία.

Για το διαλεκτικό μέρος της ποίησης της Μυριάνθης, που αξιολογείται ως σημαντικό, ο χώρος μού επιβάλλει να κάνω μόνο μια σύντομη αναφορά. Έχει εκδώσει δυο βιβλία, Τα φκιόρα της πικραθασιάς (2003), και τα Τριαντάφυλλα τζ’ αγκάθκια (2009). Χωρίς την πρόθεση να μακρυγορήσω, παραθέτω μικρό μέρος από δικό μου προλογικό κείμενο, που δίνει και το στίγμα αυτής της ποίησης:
Τη διαλεκτική γλώσσα που χρησιμοποιεί στην ποίησή της η Μυριάνθη, θα τη χαρακτήριζα κατά κάποιο τρόπο ανεβασμένη κι αρχοντική, αφού αντιπροσωπεύει, πιστεύω, την παραδοσιακά πιο συνειδητοποιημένη μερίδα του λαού μας. Εξάλλου η εξεζητημένα βαριά και άκαμπτη κυπριακή διάλεκτος καταντά συχνά αντιαισθητική, καθότι φτιαχτή και άσχετη με τη γλωσσική πραγματικότητα. Κι ακόμα κάτι: Η ποίηση αυτή διακρίνεται κι από μια ευφρόσυνη διάθεση, γεμάτη πνευματικότητα και πηγαίο χιούμορ. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που μίλησα για ένα διάχυτο κλίμα λαϊκής αρχοντιάς, όχι μόνο στη μορφή αλλά και στον βαθύτερο χυμό που τη διατρέχει. Και τούτο δεν είναι απλά υπόθεση προσωπική της ποιήτριας, αλλά στάση του κόσμου εκείνου που ζωντανεύει με την τέχνη του λόγου της.

«Aνάδρομα» λήμματα από την ποίηση της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου:

Αν είσαι

Αν είσαι έρωτας
άσε τα βέλη στη φαρέτρα
τραύματα άλλα δεν μου πάνε πια
Αν είσαι αγάπη πάλι
άλλη δεν είναι εσθήτα να ντυθείς
θυσία δεν είναι άλλη
λύτρωση δεν είναι καμιά

μια λέξη είσαι
σε χλωμό χαρτί
Της μοίρας που με δέρνει
είσαι πλάνη.

Ασήμωσε κυρά

Νύχτα, τί να γυρεύεις στο περβάζι μου.
μουγκή, σεληνοφόρα;
Φοράς τα ξεσκισμένα σου πουκάμισα
μισά φορείς τα τρύπια σου σαντάλια
λιανίζεις τ’ όνομά μου στα νερά
Ασήμωσε κυρά μου να σου πω
πως σκούζει απόψε το πουλί
λυπητερά πως κλαίει τ’ αηδόνι
δονεί τους κάμπους και ραγίζει τα βουνά
Ασήμωσε κυρά.

ΑΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, 2007

Η μέρα μπήκε αστραφτερή

Η μέρα μπήκε αστραφτερή στην υψικάμινο
δρασκέλισε το ουράνιο τόξο με τα χρώματα
κι άχρωμη εξήλθε
στην αντίπερα όχθη του λευκού χειμώνα
Κύκλοι
επάλληλοι κύκλοι
Στα κράσπεδα των μακρινών ερήμων
αρχέγονος άνεμος ιχνογραφεί ανεξίτηλα ίχνη
Τραχύ το μάγουλο της γης
στον τελευταίο ασπασμό των παγερών ονείρων
Ριπή οφθαλμού και φεύγει το πουλί
σε σφαλιστά ματόκλαδα πατώντας
μ’ ένα σφαγμένο λούλουδο στο στόμα του.

Στα μάτια ενός παιδιού

Στα μάτια ενός παιδιού θα ξημερώσω
μιαν αειπάρθενην αυγή
μ’ ένα πετράδι αμέθυστο στην κόμη μου
κι ένα αλάνθαστο σπαθί
στο αστραφτερό θηκάρι
να ξεπληρώσω την οδύνη ενός ρηχού χαμόγελου
του μισοτέλειωτου παραμυθιού την πίκρα
να απαλύνω
Ορκίζομαι
στα μάτια ενός παιδιού θα ξημερώσω.

ΣΤΟΝ ΚΡΑΤΗΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ, 1999

Φυλακισμένος Απρίλης

Έσκαγε ο Απρίλης
σ’ ένα τριαντάφυλλο κατακόκκινο ρόδο
σφιχτό μαστάρι της παρθένας ξέγυμνο
ασυμμάζευτο στους κόρφους της
-Κουμπώσου, μ’ ορμήνεψε
κι ας μην είχα τίποτε καλύτερο
από τ’ απριλιάτικα ρόδα
που μ’ έντυναν ολόκληρη
ένα μπαξέ καλοκρυμμένο
από τα μάτια των περαστικών
Πέρασε ύστερα ο πραματευτής
ένας πλανόδιος έρωτας
διαλαλώντας πραμάτιες κι αρώματα
-Δεν τα χρειάζεσαι, είπε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από το παλιό μου ρούχο
Έσκαγε ο Απρίλης φυλακισμένος

στα μπουμπούκια της μηλιάς
κι όπως ο ήλιος έγνεθε
χρυσό το νήμα για τ’ ακριβά προικιά
έσκαψα ένα πηγάδι
κι ακόμα ψάχνω
μια φλέβα κρύσταλλου νερού
που λαμπυρίζει στα βάθη του.

ΑΧΡΟΝΗ ΦΥΣΗ, 1998

Μέρα – Νύχτα

Πόσο αργά υφαίνει η μέρα το σεντόνι της
αναμετρώντας τις ατέλειωτες ώρες
στα μαλλιά τα ξέπλεκα του ήλιου
αναρριγώντας τ’ άγνωστα δευτερόλεπτα
στα ξεχασμένα στήθια του
ποδοβολώντας τη λαχτάρα της ζωής
στις σκονισμένες πατούσες του
Πόσο ταχιά ξηλώνει η νύχτα τα σκοτάδια της
Ριγμένο στη βιασύνη το φεγγάρι
μαζεύει τα χλωμά του πρόσωπα
Κι ο αυγερινός βαραίνοντας
του ύπνου τρομαγμένο βλέφαρο
να προλαλεί
με φωνή του αγουροξυπνημένου αλέκτορα
την έλευση της αγωνίας.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, 1978

Οι Όμορφες

Να γένετουν τζιαι τα δεντρά
να ρίφκαν τους αθθούς τους

τζιαι να γεμώναν τα στενά
τζι οι κάμποι με τους μούσκους
να ρέσσουσιν οι όμορφες
ν’ αλαφροπαρπατούσιν
σαν τες τριανταφυλιές του Μά
τες κότσινες ν’ αθκιούσιν

Να γένετουν τζ’ η θάλασσα
κραβάτιν παμπατζένον
τζι ο ουρανός με τ’ άστρη του
σεντόνιν πλουμισμένον
να ππέφτουσιν οι όμορφες
τζιαι να με συλλοούνται
να με θωρούν στον ύπνον τους
την νύχταν που τζοιμούνται.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΖ΄ ΑΓΚΑΘΚΙΑ, 2009

Δός μου αφορμήν να ζήσω

Πέ μου πού τρέχουν τα νερά
τζιαί πού κατρατζιλούσιν
αντρόσ’ιν εις το θκιάβαν τους
να βάλω να τα στήσω,
τες νιότες μου που γκρούζουσιν
μες στο λαμπρόν τζιαί λιούσιν
σαν το γλωμιάρικον τζιερίν
στο δρόσος τους να σβήσω.

Πέ μου πού πάσιν τα πουλιά
που φεύκουσιν αλάϊν
να ππέσω το κατόπιν τους
τζιί να τα στρέψω πίσω,
μερόνυχτον να τζιελαδούν

τούτ’ η καρκιά που ‘ράην
να ‘βρει μιαν στάξην νεπαμόν
τζι εγιώ αφορμήν να ζήσω.

ΤΑ ΦΚΙΟΡΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΑΘΑΣΙΑΣ, 2003

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Για την ποίηση της Μόνας Σαββίδου – Θεοδούλου

 

 

Ο κρυπτικός λυρισμός της Μόνας Σαββίδου-
Θεοδούλου – Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Το κύριο χαρακτηριστικό στην ποιητική γραφή της Μόνας Σαββίδου-Θεοδούλου είναι η σχεδόν επιγραμματική λιτότητα και μια μυθιστορική συμβολιστική, που κινδυνεύει κάποτε να εκληφθεί ως εγκεφαλική δημιουργία. Διαβάζοντας όμως προσεκτικά πίσω απ’ τις λέξεις, τις παύσεις ή και τα χάσματα, ανιχνεύει κανείς διόδους που οδηγούν σε χώρους μιας κρυπτικής, συγκρατημένα εκδηλούμενης ευαισθησίας. Γενικά πρόκειται για ποιήτρια γλωσσικής κι εκφραστικής εγκράτειας, που δεν παρασύρεται εύκολα από συναισθηματική υπερχείλιση και ρητορική μεγαληγορία. Ασκεί έτσι δημιουργικό έλεγχο στην έμπνευσή της, δοσολογώντας έντεχνα το λεκτικό υλικό και τις ποικίλες του εκφραστικές συναρμόσεις. Μιλάμε τελικά για απαιτητική γραφή, απευθυνόμενη σε ενήμερους και υποψιασμένους αναγνώστες.
Όλες οι πιο πάνω ιδιότητες που επεσήμανα ανευρίσκονται ήδη στη δεύτερη εκδοτική της εμφάνιση, την Ενεστίαση (1979), ένδειξη μιας προκαταβολικά συγκροτημένης ιδιοσυγκρασίας. Πρόκειται για πολυπρόσωπη και πολυφωνική σύνθεση, με ψηλά τοποθετημένο τον πήχυ. Διακρίνεται από έντονη λυρικο-δραματική χροιά, που προδιαγράφει νωρίς την εξέλιξή της σε ακάματο βάρδο του διαχρονικού φυλετικού άλγους. Στην αναμέτρησή της με μια ομολογουμένως δύσκολη κι ακαταστάλακτη θεματική, η ποιήτρια κερδίζει το στοίχημα με βεβαιότητα. Πότε αλαφροπετώντας με χάρη και λυρισμό, πότε δραματοποιώντας υποβλητικά και δίνοντας ουσιαστικά μια λυτρωτική προοπτική, καταφέρνει να ενορχηστρώσει και να φωτίσει πολύπλευρα την πιο πρόσφατη περιπέ-
τεια της πατρίδας μας. Αντλεί δυνάμεις από το κλεινό παρελθόν, αιμοδοτώντας το καχεκτικό παρόν κι οραματιζόμενη τη μελλοντική Ανάσταση. Ήρωες του ποιητικού της δράματος είναι οι μορφές της Κυπρίας, του Ποιητή, του Εγκλείστου, του Δασκάλου, της Ξορκίστρας. Σ’ επίπεδο τώρα ποιητικής πραγμάτωσης, η Μόνα Σαββίδου κατορθώνει στην Ενεστίαση να δώσει σχεδόν αδιάλειπτα δεκάδες αισθητικά καταξιωμένους στίχους ή ενότητες στίχων, σε μια συμπαγή σύνθεση πολυεπίπεδης δομής και ανάπτυξης. Σοφός, πυκνός και παρηγορητικός ακούγεται ο λόγος της σε κάθε σελίδα:
Κυπρία

Και σηκώνω τη γης
να ξεθάψω τα κουκούλια
να γητέψω τις όχεντρες
———————
Σύντροφος μόνος
η αυτάρκειά σου
κι ο μεταξοσκώληκας

Δάσκαλος

Τα τείχη που έκτισες
να μην τα κουβαλάς στον ώμο.
Κι ό,τι είν’ ταμένο της παράδοσης
υφαίνει τις ψυχές.

Ξορκίστρα

Της Αμαθούντας οι βοσκοί

ραψωδούσαν σκοπούς
και ριγούσαν τα κυκλάμινα
στις σκοτεινές εισόδους
των γυμνών τάφων.

Τα μεμονωμένα αυτά λήμματα απ’ την Ενεστίαση είναι από καλλιτεχνική άποψη μια αυθαίρετη πράξη, αφού ξεκόβουν από το λοιπό ποιητικό σώμα, χάνοντας σ’ ένα βαθμό την αισθητική δυναμική από την ένταξή τους στο Όλον.
Δεν ξέρω πόσο προσέχτηκε η ποίηση τούτη όταν εκδόθηκε πριν από 30 περίπου χρόνια. Προσωπικά ομολογώ πως με εξέπληξε η πρώιμη συνθετική ωριμότητα, ο εμπνευσμένος διαστρωματικός φωτισμός, όπως κι η καλή ισορροπία του αυθεντικά λυρικού με τη στέρεη δωρικότητα του δραματικού ή κι επικού στοιχείου. Κι όσο και αν έδωσε η ποιήτρια στη συνέχεια αρκετές ποιητικές συλλογές και δεκάδες αξιόλογα ποιήματα, που την καθιέρωσαν ως μια σημαντική ποιητική παρουσία, επιστρέφω κάθε τόσο στο σεπτό εικονοστάσι της Ενεστίασης, για να ευφρανθεί η ψυχή και το πνεύμα μου στα λυρικά νάματα μιας εμπνευσμένης δημιουργίας. Ν’ ακούσω πάλι ως λαμπριάτικους ψάλτες της Ανάστασης τον Δάσκαλο, τον Έγκλειστο, τον Ποιητή, την Ξορκίστρα, σ’ ένα λόγο εξαγνιστικό και σωτήριο.

Ποιητής, Έγκλειστος, Δάσκαλος

Πες
πως βαφτίστηκες ξανά
κι είσαι πια
έτοιμη Μαινάδα
για να ξεσχίζεις τους Ορφείς

που πλάθουν
και γητεύουν
Ευριδίκες.

Έγκλειστος

Χαϊδολογούν οι πευκοβελόνες τον ουρανό
σαν γυρίζει η γη
ανυποψίαστη και μοιρασμένη
Και τα ξύλινα μάνταλα
θα χτυπήσουν
ζωντανεύοντας την ανάληψη
από τον Άδη

Ποιητής

Κυνηγώ τον ήλιο
ξεφεύγω του σκοταδιού
κι ας λυώσω και καταποντιστώ
από ήλιο
κι ας γίνω Ηριδανός. Μνήμη της θάλασσας.

Συγκινημένος κλείνω αργά και προσεκτικά την τελευταία σελίδα, λες και μπορεί να τσαλακωθούν οι ποιητικές άγιες μορφές, που θα ξαναρχίσουν λυτρωτικά να κανοναρχούν σ’ ένα επόμενο άνοιγμα του βιβλίου.

Υστερογράφως:
Παρακάμπτοντας για την ώρα τη μετέπειτα αδιάλειπτη και πλούσια ποιητική κατάθεση της Μόνας Σαββίδου (από το Ένας Αργοναύτης ανάμεσα στις Συμπληγάδες,1986 – μέχρι και το τελευταίο και όγδοο στη σειρά – με τον τίτλο Το δέντρο στο σπίτι, 2007 ), θα σχολιάσω στη συνέχεια ένα μικρό ποίημα από την πιο πρόσφατη, ανέκδοτη
ακόμα δημιουργία της. Είναι αρκετά ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς κάποιες νέες τάσεις ή καινούργια στοιχεία που εισάγει στην ποιητική της. Προσλαμβάνω για την ακρίβεια με «αισθητική» ευαρέσκεια ένα διακριτά υπερβατικότερο κλίμα στο υπόστρωμα των στίχων της, κάτι που τους προσδίδει επιπρόσθετο βάθος. Κι επειδή τίποτε δεν φυτρώνει στο κενό, βάσιμα μπορεί να το αναγάγει κανείς και στη συγκλονιστική εμπειρία της απώλειας του αγαπημένου συντρόφου. Εδώ το φόντο του φυλετικού άλγους και της ιστορικής περιπέτειας – κυρίαρχο σε μεγάλο μέρος του έργου της – μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, για ν’ αναμετρηθεί ως άνθρωπος με υπαρξιακά διλήμματα και μια προσωπικότερη προβληματική. Καθώς φυσικά οι στίχοι ηλεκτρίζονται από γνήσια κι αυθεντική έμπνευση, ξεφεύγουν ανεπαίσθητα από τη στενή επικράτεια του ατομικού βιώματος, μεταδίδοντας μια καθολικότερη αίσθηση. Καταθέτω και σχολιάζω το ποίημα που τιτλοφορείται «Η γέφυρα»:

Η γέφυρα

Για να περάσεις τη ξύλινη γέφυρα
πάνω απ’ τα σμαραγδιά νερά
πρέπει να γίνεις θεατής
του χορού του θανάτου –
μιας πυρπολημένης απεικόνισης
αναγεννημένης από την τέφρα της,
εκεί που τελειώνει το ποτάμι
κι αρχίζει η λίμνη.
Αν φτάσεις ως την έξοδο,
θα συνεχίσεις να παίζεις
με τη ζωή.

Η δομή του ποιήματος είναι πυκνή και αρμονικά τελειωμένη. Οι πρώτοι τέσσερις στίχοι διακρίνονται από μια υποβλητικά παράξενη κι εξωλογική συμβολιστική. Εκλύουν μεταφυσική αχλύ, που διαπερνά ριγηλά κι ευδαιμονικά τον αναγνώστη, αφού η συναίσθηση της κοινής αρχέγονης μοίρας είναι φυλογενετικά ενοποιητική, κι ενδόμυχα μας ανακουφίζει. Τα «σμαραγδιά νερά» κάτω απ’ την αινιγματική ξύλινη γέφυρα, που οδηγεί απέναντι, εκπέμπουν μοναχά μια αίσθηση υπερβατικής υφής, αξεχώριστη από τη διαλεκτική συζυγία ζωής και θανάτου. Ούτε επιδέχονται εύκολα ορθολογική εξήγηση, που θα εξανέμιζε δίχως άλλο την ποιητική ουσία. Το καταληκτικό πάλι τρίστιχο ενέχει κίνηση βαθιάς ανακουφιστικής ανάσας. Ως να πέρασε κάποιος σε τεντωμένο σχοινί πάνω απ’ την άβυσσο κρατώντας την αναπνοή του, κι έφτασε αισίως στην άλλη όχθη. Τί ευφορία ψυχική, προπάντων όμως αισθητική!

 

” Αιχμάλωτος του Τώρα” του Κώστα Αρμεύτη

 

Ο ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΟΥ ΤΩΡΑ – γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης
2010

Το μυθιστόρημα Ο Αιχμάλωτος του Τώρα, του Κώστα Αρμεύτη, από καθαρά λογοτεχνική σκοπιά συνιστά μια ενδιαφέρουσα κατάθεση στην Κυπριακή πεζογραφία Η γραφή του χαρακτηρίζεται από ζωντανή και παραστατική αφηγηματικότητα, με όχημα πάντα ένα σπαρταριστά γλαφυρό ύφος και μια πολυεπίπεδη αυτοσαρκαστική στοχαστικότητα.
Πέραν των γλωσσικών και εκφραστικών αρετών του, ακόμα και με πενιχρή εξωτερική πλοκή κατορθώνει να δημιουργήσει ένα ολοδικό του παρθενικό κόσμο, γεμάτο απτή ύλη και βιωματική εμπειρία. Αναπτύσσει πειστικά και με έντονα προσωπικό ύφος έναν εσωτερικό ψυχο-πνευματικό μύθο, τον οποίον και μας προτάσσει ως υπαλλακτικό τρόπο ζωής.
Είναι ένα σύγχρονο στη δομή και τα μέσα του μυθιστόρημα, που κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον και την προσοχή μας. Η επιμονή κι η αφοσίωσή του στην ανάδειξη του ταπεινού και της λεπτομέρειας, όχι μόνο μας συγκινεί, αλλά προσδίνει στον βιωμένο υλικό κόσμο του μια πνευματικότερη διάσταση. Γίνεται διαρκώς αισθητή μια εκ των πραγμάτων αναθρώσκουσα υπαρξιακή αύρα, πιο δραστική ακόμα κι από τις συχνές και άμεσες φιλοσοφικές του διανοίξεις… Οι οποίες ευτυχώς σπάνια αυτονομούνται ή μας κουράζουν, γιατί προσλαμβάνονται κατά περίεργο τρόπο ως απολογισμός και απόρροια της πλούσιας κι εσωστρεφούς αφηγηματικής ροής.
Ο συγγραφέας – ήρωας του ιδιόμορφου αυτού μυθιστορήματος, ως συγκαιρινός πνευματικός Ροβινσώνας, κατορθώνει τελικά με τον λόγο να εξυψώσει ένα πρωτόγονο σχεδόν κι αρχαϊκό βιοτικό περιβάλλον σε διαχρονικότερο σύμβολο της υπαρξιακής αγωνίας του. Πετυχαίνει προπάντων αυτό τον στόχο, όχι τόσο με τα μέσα της στεγνής γνωσιολογικής τεκμηρίωσης, αλλά πιο πολύ έμμεσα με τη λογοτεχνική υποβολή, δηλαδή με αισθητικά μέσα. Κι αυτό είναι το κύριο ζητούμενο.
Προσωπικά ως αναγνώστης, γυροφέρνοντας κάποτε με τη φαντασία μου στο Αιγαίο – ομολογώ, πως αν περνούσα τυχαία από ‘κείνα τα μέρη όπου εκτυλίσσεται ο μύθος του – θα μ’ έτρωε πολύ η περιέργεια να μού ’δειχνε κάποιος πού είναι η Νεάπολη, και πού είναι ψηλότερα το Μεσοχώρι, με το Φαρακλό και τις Καστανιές παραπίσω… Όπως ακριβώς μου συμβαίνει συχνά με τη Σκίαθο, όπου νοσταλγώ για παράδειγμα να κάνω περιηγητική αυτοψία στους ταπεινούς και λατρευτούς τόπους των ανεπανάληπτων διηγήσεων του κοσμοκαλόγερου της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Έτσι καταδεικνύεται πώς απαθανατίζεται ένα μέχρι χθες ασήμαντο κι άγνωστο μέρος… Μέσω δηλαδή της καταξιωμένης καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Κι αφού εκφράστηκα ανακεφαλαιωτικά στην αρχή, παρά στο τέλος όπως συνηθίζεται, θα αιτιολογήσω πιο συγκεκριμένα και με δειγματολογική τεκμηρίωση τα στοιχεία της πεζογραφικής του γραμμής, που με συγκίνησαν ιδιαίτερα. Μια συγκίνηση φυσικά όχι ρηχά συναισθηματική, αλλά βαθύτερα υπαρξιακή, εμποτισμένη με την αισθαντικότητα μιας πρωτογενούς συναίσθησης του φαινομένου της ίδιας της ζωής.
Ο Κώστας Αρμεύτης αναζητεί εθελούσια και πρακτικά τη διάσωση και τη δημιουργική βίωση της αυθεντικής του οντότητας… Η οποία οντότητα κινδυνεύει να εκμηδενιστεί μες στα σαγόνια μιας μαζικοποιημένης και υλοκρατούμενης κοινωνίας. Το μυθιστόρημά του, ενώ καταθέτει μερικές φορές κάπως εκτεταμένα κι αναλυτικά την υπαρξιακή του αναμέτρηση – με την ανάλογη λογοτεχνική διακινδύνευση – κατορθώνει εν πολλοίς ν’ αντισταθμίζει αυτή τη στοχαστικότητα, εμποτίζοντάς την με μια έντονα υποβλητική πνοή… Η πνοή τούτη μαγεύει και συνεπαίρνει τον αναγνώστη, ιδιαίτερα στα μέρη εκείνα του κειμένου, όπου η περιγραφή της φύσης και η επαφή με τον περιβάλλοντα χώρο δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα εξαίσια λυρική. Καταθέτω το πρώτο απόσπασμα:

Επιτέλους είχα μια μικρή στέγη να προστατεύει εμένα και τις σκέψεις μου. Εκεί έξω την προηγούμενη νύχτα ήμουν ένα παιδί του σύμπαντος, ένα μόριο ενός άγνωστου γαλαξία. Εδώ τώρα, αν και τα πράγματα περιορίζονταν στους τέσσερις τοίχους και τη σκεπή, μου έδιναν και πάλι το συναίσθημα ότι ξαναποκτούσα πια την παλιά μου ταυτότητα, την ταυτότητα των πιο νεανικών μου χρόνων πριν έρθω στην Αθήνα και τη χάσω μέσα στο ανώνυμο πλήθος. Εδώ τώρα ήμουν ο ναυτίλος του δικού μου καραβιού και μπορούσα να πλέω όποτε ήθελα στο αρχιπέλαγος της δικής μου σκέψης. Εδώ ήμουν ο άφοβος δύτης και μπορούσα να καταδυθώ στους δικούς μου, προσωπικούς, εσωτερικούς βυθούς, σ’ αυτούς που ανήκαν μόνο σ’ εμένα. Εδώ λοιπόν θα τους εξερευνούσα μέρα και νύχτα και θα κατέγραφα την παράξενη ομορφιά τους. Θα έφερνα ξανά στο φως τους κρυμμένους θησαυρούς τους και θα ξαναζωντάνευα τα μυστήριά τους.

Όπως αντιληφθήκατε, πρόκειται για ένα βιβλίο περισσότερο εσωτερικής πνευματικής αυτοβιογραφίας, όπου τα εξωτερικά γεγονότα και διαδραματιζόμενα επέχουν μόνο τον χαρακτήρα της ρεαλιστικής αφόρμησης ή και τον ρόλο του δευτερεύοντος σκηνικού.
Αυτά τα δύο επίπεδα εκτυλίσσονται παράλληλα και συχνά αντιπαραβαλλόμενα, δίνοντας στον αναγνώστη δυνατό το κίνητρο μιας ελκυστικής μέχρι το τέλος ανάγνωσης. Η σύνδεση με την σύγχρονη υλιστική και αγχώδη πραγματικότητα είναι εκεί – και συμβαίνει με περιστασιακές σύντομες επισκέψεις γνωστών και φίλων, όπως κι οι οραματισμοί κι οι περιγραφικές του εξάρσεις μέσα στις πολυποίκιλες εκφάνσεις του μεγαλείου της φύσης, εναλλάσσονται κι αυτές με αναφορές και εύστοχα σχόλια σε τρέχοντα γεγονότα της Κυπρο-ελλαδικής και της διεθνούς επικαιρότητας. Όλα όμως τούτα λειτουργούν απλώς ως εμβόλιμα, που μαζί με διακειμενικές, γλαφυρές και αυτοσαρκαστικές αναφορές σε μεγάλους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δίνουν στην αφηγηματική τεχνική του Κώστα Αρμεύτη μια σχεδόν αυτοσχέδια και άνετη υφή. Οι κορυφαίες φυσικά στην αισθητική τους απόδοση στιγμές του, ανήκουν στις γεμάτες αισθαντικότητα και λυρισμό περιγραφές των πραγμάτων και φαινομένων τριγύρω . Ποτέ δεν δίνεται η αίσθηση της αχρείαστης και άσκοπης σχολαστικότητας, όπως συμβαίνει κατά κανόνα σε παρόμοιες περιπτώσεις, αντίθετα οι εικόνες εκρέουν παραστατικά απ’ την πένα του, διαποτισμένες από μια θαυμαστική ποιητική διάθεση. Να ,ένα τέτοιο δείγμα:
Η νύχτα έρχεται στ’ ακροδάχτυλα, μα βιαστική πατώντας. Χαμοσέρνονται οι σκιές ψηλαφητά, αναζητώντας γωνιές, φαράγγια, πλεύρες να κουρνιάσουν. Οι τελευταίοι παλμοί της μέρες κατασιγάζουν στα χαμόκλαδα. Στις φυλλωσιές των δέντρων, απλόχωρα στου αλαφρού ανέμου το χάδι πουλιά σιγονανουρίζονται. Φαντάζομαι πως κι οι δείχτες των ρολογιών αυτή την ώρα διπλώνουν τις φτερούγες τους. Και το κάθε χορταράκι αχνοπροσεύχεται, βουλιάζοντας στην προσμονή της άλλης μέρας. Το σκοτάδι, που όλο και προχωρά και απλώνεται τριγύρω, αφήνει κι ένα τριζόνι σε κάθε δρασκελιά του. Το κάθε μικρό εκείνο έντομο με τη σειρά του αμολάει μήνυμα λαχτάρας διαπεραστικό, σημαδεύοντας έτσι την αχαρτογράφητη μαύρη θάλασσα που θ’ ακολουθήσει.

Το μυθιστόρημα Ο Αιχμάλωτος του Τώρα, απασχόλησε τον συγγραφέα, καθώς γνωρίζω, αρκετά χρόνια. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Γιατί ο μύθος του δεν είναι εφεύρημα κι οι προβληματισμοί του δεν έχουν λόγιο χαρακτήρα. Το σώμα των κειμένων και των στοχασμών του νοιώθουμε να έχει προϋπάρξει και απασχολήσει τον Κώστα Αρμεύτη, πολύ προτού πάρει λογοτεχνική σάρκα και οστά στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Αποτελεί μπορούμε να πούμε, το βιωμένο υπαρξιακό έπος ενός ανθρώπου, που θέλει να ζήσει ελεύθερα και δημιουργικά την ευκαιρία της ζωής, που του δόθηκε. Σπάζει με πίστη και αποφασιστικότητα το καταπιεστικό φράγμα της συγκαιρινής αστικοποιημένης αιχμαλωσίας, κι αναζητεί στωικά στην αγκάλη της φύσης ένα ουσιαστικότερο νόημα. Η στέρηση κι η σωματική κακουχία δεν τον πτοούν, ενθαρρύνεται αντίθετα και σκληραγωγείται, αποκτώντας μια βαθύτερη κι αληθινότερη σχέση με τα διαρκώς εναλλασσόμενα γύρω του φυσικά στοιχεία. Κατακτά με τούτο τον τρόπο και συναισθάνεται τη μοναδικότητα κάθε στιγμής, όπως διαμορφώνεται στο μικροπεριβάλλον του απτού ένυλου κόσμου. Είναι τέτοιες στιγμές που το προσωπικό έπος εκπέμπει μια αδιόρατη αλλά πολύ δραστική αύρα γενικότερης και διαχρονικότερης ισχύος, που συγκινεί και διαπερνά με ρίγος τον δεκτικό αναγνώστη. Παραθέτω ακόμα ένα χαρακτηριστικό κομμάτι:

Αν κάποια στιγμή κάτι δεν πάει καλά με τον πολιτισμό μας, αν αρχίσουμε να οπισθοχωρούμε ή κι αν περιπέσουμε απότομα στον πρωτογονισμό, νομίζω δε θα δυσκολευτούμε σε μία και μόνο νύχτα να προσαρμοστούμε. Εγώ, τον λίγο καιρό που είμαι εδώ πάνω, έμαθα να παρατηρώ τη φύση και να προβλέπω με σιγουριά τον καιρό. Από τα πουλιά και τα έντομα, το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα μέχρι και τις αποχρώσεις και το σχήμα των συννέφων. Επίσης τη θέση τους στα σημεία του ορίζοντα και την ταχύτητα μετακίνησής τους.

Ταυτιζόμαστε εύκολα κι ευδαιμονούμε ταξιδεύοντας μέσα από τέτοιες παραμυθένιες και παρηγορητικές σελίδες, γιατί τις έχουμε όλοι ανάγκη, κι όλοι νοσταλγούμε τον χαμένο παράδεισο της πρωτοσυμπαντικής μας μνήμης. Κι αν είναι αδύνατη μια διαρκέστερη ανατροπή, εμείς παίρνουμε απ’ την ανάγνωση μιαν αναζωογονητική ανάσα, αραιώνοντας υποφερτά το σύγχρονο άγχος. Κι είναι τούτο μια σημαντική προσφορά της γνήσιας τέχνης, να μεταδίδει ριγηλά και βαθύτερα την αίσθηση μεταρσίωσης και εσωτερικής ευεξίας, ώστε να συνειδητοποιούμε καλύτερα τη θέση μας στον κόσμο και να προβαίνουμε σε διορθωτικές κινήσεις… Να κρατούμε στο μέτρο μια καρτερική και σώφρονα ισορροπία ανάμεσα στο άχθος των συμβατικών υποχρεώσεων και στις ανάγκες της άδολης και ονειροπόλας ψυχής μας. Μας το θυμίζει συχνά ο Κώστας Αρμεύτης:

Είχα ονειρευτεί να γίνω ένας μοναχικός θαλασσοπόρος, που κρατώντας σφιχτά το τιμόνι ενός ιστιοφόρου, θ’ άνοιγα δρόμους μέσα στο πέλαγος, δρόμους που κανείς πριν δεν τους είχε ταξιδέψει, σε χάρτες λευκούς που δεν τους είχε ακόμα πληγώσει πυξίδα, και θα έφτανα σε τόπους που θα με υποδέχονταν σαν γυναίκες μ’ αγκάλες έως τότε αναντάμωτες και κόρφους αφίλητους. Να που τώρα ευδόκησε ο Θεός ν’ ανοίξω ένα δρόμο κι ας μην ήταν τόσο μακρύς, κι ας μην ήταν στη θάλασσα, αλλά εδώ στην αμαρτωλή στεριά. κι ας μη βαστούσα σφιχτά το λατρεμένο ξύλο στο τιμόνι ενός ιστιοφόρου, παρά μονάχα το στειλιάρι μιας τσάπας και τη λαβή στο σιδερένιο βατοκόπι μου.

Διαβάζουμε τελικά ένα βιβλίο 350 τόσων σελίδων χωρίς να μας ενδιαφέρει ουσιαστικά η εξωτερική πλοκή. Αυτή, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, είναι επουσιώδης και χρησιμεύει απλά στο στήσιμο ενός βασικού σκηνικού. Η πραγματική φυσικά δράση εκτυλίσσεται αλλού. Ανευρίσκεται εύκολα στη νοσταλγική εικονοπλασία και τις τελετουργικές περιγραφικές κινήσεις για την επάνοδο της ταλαιπωρημένης ψυχής στο φυσικό της σπίτι, στην πρωταρχική ελευθερία της μάνας φύσης. Οι ιδέες που υποβάλλονται ή κι αναπτύσσονται στην πορεία, μόνο σε μερικές περιπτώσεις δεν αισθητοποιούνται επαρκώς, με την πλάστιγγα να γέρνει προς τον φιλοσοφικό στοχασμό. Ο συγγραφέας συνήθως διακόπτει εγκαίρως παρόμοια ξανοίγματα, διοχετεύοντας και εξατμίζοντας τον διαλογισμό του σε μοναδικής έντασης αισθητηριακές προσλήψεις. Που και που πάλι κάνει ένα σύντομο απολογισμό, ταλαντευόμενος διαλεκτικά ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ονειροπόληση:

Αν μείνω ακόμη κάποια χρόνια εδώ, θα έρθει κάποια μέρα που θα είμαι ο μόνος επιζών σ’ αυτό το στοιχειωμένο χωριό. Δε θα με πείραζε καθόλου νομίζω, και θα ένοιωθα πολύ καλά και θα προσπαθούσα να το απολαμβάνω, όπως το απολαμβάνω και τώρα. «Μια καθαρή και αγνή ψυχή ανάμεσα στα χαλάσματα» είναι μια από τις αγαπημένες μου σκέψεις που περνούν από το μυαλό μου, και με διασκεδάζουν όταν ξυπνώ καμιά φορά μέσα στη νύχτα και προσπαθώ προς στιγμήν να εντοπίσω πού βρίσκομαι.
Η ζωή μου εδώ πάνω μάλλον μοιάζει να είναι ένα αταχυδρόμητο γράμμα, γι’ αυτό ας προσπαθήσω να βγει καλογραμμένο. Μπορεί να’ ναι κι ένα μικρό κομμάτι απ’ το μεγάλο βιβλίο του πλανήτη με τον τίτλο «Ζωή», με τα τόσα κεφάλαιά του, που για ένα μικρό μέρος του μόνον εγώ είμαι υπεύθυνος, αλλά μου ανήκει. Κι αν ακόμη εμάς, τα εκατομμύρια ασήμαντους ανθρώπους, δε βρεθεί κάποιος να μας διαβάσει, σίγουρα κάποια στιγμή θα μας διαβάσει ο Θεός, σαν ανοιχτό σε όλες τις σελίδες του βιβλίο, με πάσα λεπτομέρεια.

Το μυθιστόρημα «Ο Αιχμάλωτος του Τώρα» του Κώστα Αρμεύτη αξίζει να προσεχτεί και να διαβαστεί όσο το δυνατόν από περισσότερους. Αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση για την πεζογραφία μας, αφού προσφέρει αισθητική ποιότητα και υπαρξιακή μυσταγωγία, απαλλαγμένη από ρηχούς συναισθηματισμούς κι εντυπωσιασμούς κοινότοπης και ανούσιας δράσης. Η γραφή του ζωντανή και ανάλαφρη, μας μεταγγίζει πνευματικούς χυμούς με πηγή τις πρωταρχικές ρίζες των πραγμάτων. Κι η εσωστρεφής του αναζήτηση νιώθουμε να’ ναι και δική μας υπόθεση, που την έχει εκφράσει με τον πειστικότερο τρόπο. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της αφήγησης, μπόρεσε τελικά να περάσει ένα λογοτεχνικά πρωτότυπο και προσωπικά διακριτό στίγμα. Σας δίνω, πριν κλείσω, και την εύστοχη κατακλείδα αυτού του βιβλίου:

Σκέφτομαι όμως τώρα, πως κι αν όλα χαθούν, κι η ζωή κι ο άνθρωπος εξαφανιστούν από το σύμπαν, πάντα θα υπάρχει- δε γίνεται- σίγουρα θα υπάρχει μια δυνατότητα να ξαναρχίσουν όλα απ’ την αρχή. Υποθέτω ότι απλά μόνο θα σβήσουν προσωρινά σ’ ένα παρόν, όπως κλείνεις κάποια στιγμή τα εξώφυλλα ενός βιβλίου.

Κρατούμε τελικά με ικανοποίηση το επίτευγμά του συγγραφέα να μας αναζωογονήσει με λογοτεχνικά μέσα, εμβαπτίζοντάς μας στα νάματα μιας βαθύτερης κι αισθαντικότερης θέασης του κόσμου.
Ανδρέας Πετρίδης, Πάφος 01.11.2010

Ο ηδύφθογγος λόγος του Ανδρέα Μακρίδη ( από Ανδρέα Πετρίδη )

Ο ηδύφθογγος Λόγος του Ανδρέα Μακρίδη

Ο Ανδρέας Μακρίδης έχει εντρυφήσει με πάθος στη διαχρονική περιπέτεια της ελληνικής γλώσσας, καθιστώντας την επίκεντρο της έρευνας και της τέχνης του. Αντικείμενο της λατρευτικής του προσέγγισης είναι ειδικότερα οι λέξεις. Δεν χορταίνει να τις ανασύρει από το πολύμαθο και φλογερό του πνεύμα, προβάλλοντάς τες ως μοναδικό πολιτισμικό μνημείο, ή δίνοντάς τους μια ζωντανή και πρωτόγνωρη πνοή, που ευφραίνει και διεγείρει τη φαντασία. Παραθέτω χαρακτηριστικούς στίχους από το προλογικό ποίημα της συλλογής Βυθισμένες Θάλασσες, που λειτουργούν άνετα και ως προγραμματική διακήρυξη:

Κτίζω τους ναούς μου με λέξεις μνημεία
-Κάθε ουσιαστικό ένας ηνίοχος
-Κάθε επίθετο ένας αμφορέας
-Κάθε ρήμα ένας Παρθενών

Ο ποιητής διαισθάνεται και παρακολουθεί τη διαιώνια και μυστηριακή διαδρομή των λέξεων, εκστασιάζεται και παίζει ερωτικά με τις αναλλοίωτες ρίζες των, πλάθοντας- όχι σπάνια- δικές του μορφές παράξενου κάλλους. Τις διαβάζουμε και τις ακούμε, ευδαιμονώντας με τον εσώτερο ήχο τους και με τη μουσική, που αναβρύζει από τα αρχέγονα έγκατά τους. Καταγράφω ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα:

ιμεροθαλής, ειδωλόθυτο άστυ, ερωτόβρυτος, οδύσσομαι και δενδίλλω, ευνάσιμο άστρο, ευπύγιοι βωμοί, αμάραντη χλούνις

Στον Ανδρέα Μακρίδη, το εύκολα ανιχνεύσιμο σουρεαλιστικό στοιχείο δεν είναι μανιέρα ή τεχνική, αλλά προκύπτει από μια ανατρεπτική αντίληψη των πραγμάτων. Τροφοδοτείται με ένταση από την μύχια ανάγκη αναδημιουργίας του θαύματος…Κι αυτό το θαύμα συντελείται μέσα του νοερά στον χώρο και τον χρόνο της αρχαίας Ελλάδας. Λέει χαρακτηριστικά στο πρώτο ποίημα του βιβλίου, με τον τίτλο «Πεζός πρόλογος ολίγον ποιητικός περί ποιήσεως»:

Στεριώνω τους ναούς μου πάνω στην ακρόπολη του χρόνου
-Με το αίμα της φυλής μου
-Με το πανανθρώπινο φως
-Με την πανάρχαια ψυχή μου.
Τα ποιήματα είναι εφτάψυχα και αθάνατα γιατί
μαγεύουν τον ψυχαμοιβό χάροντα, τον αποκοιμίζουν
και του κλέβουν το κοφτερό δρεπάνι.

Ο ποιητής επιστρέφει αδιάκοπα και με θαυμαστική διάθεση σε λέξεις – προσκυνητάρια, με αρχέγονες καταβολές κι εκπληκτική διαχρονική επιβίωση, μέχρι τις μέρες μας…Μεταξύ άλλων σταματά κάθε τόσο την χειμαρρώδη του διαδρομή κι εστιάζει το βλέμμα του, σχολιάζοντας:

Εκστατικός ψηλαφώ το εκθαμβωτικό επίθετο
των Παφίων «λυχναφής» εκ του αρχαιοτάτου
«περί λύχνων αφάς».
π.χ. Ο εραστής ήλθεν λυχναφής. Δηλαδή
την ώρα που ανάβουν οι λύχνοι. Άρα κατά το σούρουπο…
Τόση στίλβη! Τόσον κάλλος! Τόση Ελλάδα σε μιαν λέξη!…
Είναι σαν να σηκώνεται η θάλασσα
όρθια και σε τυλίγει στα γαλανά της σεντόνια !

Ο Ανδρέας Μακρίδης δεν είναι απλώς εξωτερικός παρατηρητής του κόσμου, που με τόση δύναμη αναπαριστά. Είναι αντιθέτως μέρος του κόσμου τούτου. Γι’αυτό κι ο αναγνώστης τον νοιώθει να διακινείται εκστασιασμένος σε μιαν αρχαία πνευματική και υλική ατμόσφαιρα. Τον βλέπει να ερωτεύεται με πάθος ονειρικές έφηβες κόρες, ή να μνημονεύει -κάποτε λατρευτικά κάποτε παιγνιδιάρικα- τις ανεξάντλητες ψηφίδες της ελληνικής γλώσσας …Απ’ την οποία παίρνει σπάνια δείγματα, τα σπέρνει πυκνά μέσα στους στίχους του και μ’ ευλάβεια τα σιγομουρμουρίζει:

Φως – Φάος – Σέλας – Έαρ – Αήρ – Αθήρ – Αέλιος – Ταλαπείριος – Δολιόμυθος

Έχουμε να κάνουμε προφανώς με μια άκρως αισθησιακή και ιδιόμορφη καλλιτεχνική δημιουργία, στην οποία– και εις βάρος της καθιερωμένης αισθητικής πρακτικής- κυριαρχούν οι προσφιλείς στον ποιητή εκτεταμένες ερωτικές και γλωσσικές διανοίξεις. Παρατηρεί κανείς ένα παιγνιδιάρικα σκηνοθετημένο διανοητικό παιγνίδι, διαποτισμένο ευφυώς με ευρηματικότητα και σπαρακτικό αυτοσαρκασμό. Σε ποιο βαθμό αυτή του η προσπάθεια ξεπερνά το πρώτο θαυμαστικό ξάφνιασμα, αποσπώντας καινούργιο έδαφος από τον χώρο του καλλιτεχνικά αδιαμόρφωτου, δεν μπορούμε ακόμα να πούμε με βεβαιότητα. Σίγουρο όμως είναι, ότι ο ποιητής, με την υπέρβαση των καθιερωμένων ορίων, συνειδητά ριψοκινδυνεύει.

Κάνοντας στη συνέχεια μια κάπως αυθαίρετη κατηγοριοποίηση, θ’ αναφερθώ σε σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της ποίησης, αρχίζοντας από το κυρίαρχο στοιχείο του ερωτισμού, που κατακλύζει κυριολεκτικά τους περισσότερους στίχους. Εξιδανικευμένο σύμβολο του πόθου είναι η έφηβη κόρη ή κορασίδα, όπως συνήθως την αποκαλεί ο ποιητής. Αποτελεί πραγματική εμμονή η προσκόλλησή του στα θέλγητρα της νεανικής ωραιότητας, τα οποία κι εξυμνεί ποιητικά με μοναδικό τρόπο:

Θυμάσαι τότε…
που ξάπλωσε ο Μάϊος πάνω στα φουντωμένα
στήθη σου και άνθισαν οι αρχαίες θάλασσες!

Τώρα- κάθε χαραυγή- στα εύφορα καπούλια
των αλόγων του ορίζοντα βλαστούν μωβ

και άχρωμα χρυσάνθεμα. Στο βάθος του μαύρου
το μέλλον αναδύεται σαν τρυφερό κορίτσι που

λούζεται γυμνό κι ερωτοτροπεί με το νερό
στους δροσερούς καταρράκτες της νεότητας

( ποίημα «Βυζαντινή μελαγχολία» )

Αλλού πάλι απευθύνεται στην καλλίγραμμη νεάνιδα τρυφερά και παιγνιδιάρικα, με φόντο ένα αρχαιοπρεπές, σταματημένο στο δικό του χρόνο τοπίο…

Έλα γλυκολυπάμενη και αποστεωμένη οπτασία
θα ιππεύσουμε πάνγυμνοι το γαλάζιο δελφίνι
και θα ταξιδέψουμε σ’ όλες τις αρχαίες θάλασσες.
Σε ικετεύω…
έλα προτού ξημερώσει και σβήσουν τα όνειρα.

Ο ερωτισμός δεν είναι απλή παρεμβολή στα κείμενα του Ανδρέα Μακρίδη, αλλά συνεχής ροή αίματος που κατακλύζει το σώμα της ποίησής του. Ούτε η προσέγγισή του είναι ποσώς πλατωνική, αφού ο πόθος του απευθύνεται άμεσα στο υλικό κάλλος του σώματος, για το οποίο η καρδιά του, και προπάντων η λύρα του, με ένταση πάλλονται. Κι εντούτοις, παρά τα προωθημένα εκφραστικά του τολμήματα, καμιά αίσθηση του χυδαίου ή αντιαισθητικού δεν προκύπτει. Αφού τα νεανικά μέλη που αναδύονται προκλητικά και λικνιστικά στην άκρη της πέννας του, δίνουν στον αναγνώστη μόνο την αίσθηση μιας δροσερής και παρθενικής αντίληψης του κόσμου. Επιλέγω ένα απόσπασμα αδρού αισθησιακού κάλλους και λεπτής γλωσσικής συμβολιστικής, από το ποίημα «τελετή ανακήρυξης του θηλυπρεπούς γράμματος Θ σε αμεταφυσική θεότητα»:

Ναι! Η ομορφιά σου αποτελείται από πέντε ζευγολάτες και
δώδεκα βόδια που μπήκαν μέσα μου και όργωσαν
τα ξεροχώραφα των ημίθραυστων ονειροπολήσεών μου.
Τώρα κυματίζουν σε όλην την επικράτειαν των
οραμάτων τα μεστωμένα στάχυα και οι χρυσόξανθες
παντιέρες των σπαρτών.
Αναμφιβόλως είσαι το κάλλιστον Θ του βραδυφλεγούς
Θεού. Ανήκεις στις χρυσές θάλασσες τις μικρές μαινάδες
των ανέμων.

Η σωματική και πνευματική έξαρση σ’ όλο αυτό το έργο επικοινωνούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, με διαρκές το πέρασμα από το ένα στο άλλο. Είναι συνάμα ο Διόνυσος αλλά κι ο Απόλλωνας που εναλλάσσονται τη σκυτάλη, είναι ακόμα ο Παν με την απροκάλυπτή του λαγνεία, όμως κι ο ευγενικός Άδωνις που συνυπάρχουν στην εκφορά του ποιητικού λόγου. Σε τούτη ακριβώς την ισορροπία κρίνεται εντέλει και η καθαυτό αισθητική αποτίμηση των επιμέρους ποιητικών μονάδων. Μια αντικειμενική, όσο γίνεται, αξιολόγηση του σύνολου έργου, γέρνει ποσοτικά την πλάστιγγα προς μονόπλευρα λεξικεντρική και ερωτισμική μεριά, όσο ευχάριστα κι αν προσλαμβάνεται ο πλούσιος και αυτοσαρκαστικός του οίστρος. Δεν είναι όμως λίγες και οι στιγμές ουσιαστικών πραγματώσεων, εκεί όπου εκκινεί από συγκινησιακά φορτισμένη καθολικότερη έμπνευση. Παράδειγμα οι ακόλουθοι στίχοι:

Στις απύθμενες στέρνες και στα πηγάδια
κρύβουμε τον φοβερό θυμό μας. Κάτω
από κάθε βράχο έχουμε θαμμένο ένα παιδί μας
κι ένα ασημένιο διαμαντοστόλιστο ΟΧΙ.
———————————————-
Αύριο ένα ορτύκι θα κρώζει πάνω
στον θόλο της άρνησής μας – ένα τζιτζίκι θα
τραγουδά χωμένο στα φυλλώματα ενός κιονόκρανου.
———————————————–
Στ’ ανοιχτά της θάλασσας η Παναγία
καθισμένη σ’ ένα γαλάζιο δελφίνι παίζει
μαντολίνο ενώ η μικρή Ελλάδα μαζεύει
τα ανθάκια και τα δάκρυα των κυμάτων.

Στις καλύτερες στιγμές του Ανδρέα Μακρίδη – μιλώ πάντα με τα δοκιμασμένα κριτήρια της αρμονικής γλωσσικής μορφοποίησης- ανήκει και το καταληκτικό μέρος του ποιήματος «Σαλαμίνα», με τον περίεργο όπως συνήθως, υπότιτλο «Η εντός διαφανούς κεχριμπαριού απολιθωμένη ζωοπανήγυρις». Αρχίζει μ’ ένα διάχυτο κλίμα υπερφυσικής μεταβολής του τοπίου, παραπέμποντας κάπως στο ανάλογο κλίμα του αρχικού μέρους της «Έγκωμης», του Γιώργου Σεφέρη:

Έξοχο αυτό το κεχριμπάρι που βρήκα στην αμμουδιά
της Σαλαμίνας, συλλογιζόμουν άναυδος! Όλο αυτό
το πανηγύρι έγκλειστο στο διάφανο δάκρυ των πεύκων!…

Ξάφνου ακούστηκε η σφυρήχτρα. Ζωέμποροι πραμα-
τευτάδες, οπωροπώλες και περιδεραιοποιοί έδεσαν
τις ζώνες ασφαλείας και το τοπίο απογειώθηκε αύτανδρο!
Τώρα στη θέση της ωραίας πανήγυρις
κοιμούνται οι βουβοί αμμόλοφοι της Σαλαμίνας και
τα διάσπαρτα θραύσματα των αρχαίων αγγείων.

Τώρα αναδεύουν τη ψυχρή ραστώνη της ξανθής
άμμου οι ελαφρές αύρες ενώ πιο πέρα ο ταχυ-
βάτης και πανδαμάτωρ χρόνος ισοπεδώνει τα όνειρα.

Εμείς…ερωτοτροπούμε θεοειδώς εις την μαγευτι-
κήν ακρογιαλιά και κοιτάζουμε κατάπληκτοι – μια
το αιματοβαμμένο σούρουπο και μια τον κατάλευκο
ιωνικό ναό που αναδύθηκεν από τη θάλασσα!

Με παρόμοια άρτιους και υποβλητικούς στίχους νιώθει κανείς να ανταμείβεται για την υπομονή του να διανύσει ένα, ποιητικά γεμάτο ερωτηματικά, αναγνωστικό δρόμο…Αφού το Ελδοράδο των προσδοκιών του αποκαλύπτει, έστω και σποραδικά, πολύτιμα πετράδια υψηλής αισθητικής στάθμης.
Όσον αφορά τώρα το ιστορικό και πολιτισμικό φόντο, όπου εκτυλίσσεται η συγκεκριμένη δημιουργία, δεν θά’ ταν υπερβολή να πω και κάτι, που περνά ως φευγαλέα εντύπωση απ’ τη σκέψη μου: Ότι δηλαδή ο Ανδρέας Μακρίδης είναι κάτι περισσότερο από ελληνολάτρης, αφού προσωπικά προσλαμβάνω την πολυσχιδή προσωπικότητά του ως τέτοια γνήσια κλασικού Έλληνα, που ξέκοψε παραδόξως στις μέρες μας και κινείται αναχρονιστικά ανάμεσά μας. Εκπέμπει με τη λύρα του εγερτήρια σαλπίσματα, διαλαλώντας χαρισματικά την πραμάτεια της ομορφιάς, που θα σώσει τον κόσμο:

Επιτέλους ροδοχαράζει! Οι λευκές μπαλλαρίνες του φωτός
προγυμνάζονται στα πορφυρά σανίδια της ανατολής.
Νυμφοστολίζονται οι παρθένες αύρες και αναθάλλουν οι
εσταυρωμένοι ζέφυροι. Ο παγερός ζόφος της νύχτας
γίνεται κλεψύδρα από κρύσταλλο και μυρωδάτο ξύλο.

Σε παρόμοιες στιγμές νιώθουμε τη λεπταίσθητη βελόνα του ποιητή να πηγαινοέρχεται με ψυχική θέρμη και καθαρό καλλιτεχνικό μετάξι, εξακοντίζοντας τις αισθήσεις μας σε ριγηλά ύψη. Είναι φυσικά αλήθεια, ότι στο έργο του Ανδρέα Μακρίδη βρίσκουμε αρκετές φορές κουραστικά στις λεπτομέρειές τους σημεία, αφού οι στίχοι του εκρέουν ποταμηδόν και υπερχειλίζουν τις όχθες της έμπνευσής του. Ίσως και πολλοί τίτλοι ποιημάτων να είναι αχρείαστα μακροσκελείς και υπερρεαλιστικοί…Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία, ότι ο ποιητής έχει δημιουργήσει έναν ολοδικό του κόσμο, έναν κόσμο όπου ο ίδιος ευδαιμονεί, ακόμα κι όταν με κάποιες υπερβολές μας ξαφνιάζει. Πριν κλείσω συμπερασματικά τούτο το κείμενο, καταθέτω ως τελευταία γεύση ακόμα μερικούς στίχους, γεμάτους τρυφεράδα και καλλιτεχνική ευφορία:

Όποιος κοιτάξει γυμνή την θεά χάνει για πάντα
το φως του. Η ποίηση κρυώνει χωρίς τους
βαμβακερούς και βελούδινους μύθους της.
Έλα…Θα σου αποκαλύψω το αόρατο
μυστήριο που αιωρείται και το σεπτό
κάλλος που θεώνεται. Κοίταξε ψηλά!…

Μπορώ να πω, κλείνοντας, ότι ο Ανδρέας Μακρίδης δεν στοχεύει να γράψει απλώς ποίηση. Η πρωτεϊκή του ιδιοσυγκρασία πάει πιο πέρα από αυστηρά λογοτεχνικά πλαίσια, κι ο στόχος του ρήματός του είναι κατά πολύ ευρύτερος της αισθητικής ηδονής. Ο λόγος του ξεχειλίζει από βιολογική ζωτικότητα. Ένας σύμμεικτα Απολλώνιος και Διονυσιακός αισθησιασμός διατρέχει ως λάβα τα κείμενά του, κατακλύζοντας καταρρακτωδώς τον αναγνώστη. Αποτελεί σίγουρα μια ιδιόμορφη, σε πολλά αμφιλεγόμενη, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική περίπτωση.

( με αφόρμηση τη συλλογή Βυθισμένες Θάλασσες, 2005 )

 

Ο ποιητής Ανδρέας Παστελλάς – από Ανδρέα Πετρίδη

( απόσπασμα )

Το δεύτερο και τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Ανδρέα  Παστελλά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Μεταθανατίως αποσχηματισθείς,το 1995. Θα αναφερθώ κάπως αναλυτικότερα στα επιμέρους ποιήματα, αφού πρόκειται για συλλογή για την οποία δεν μπορεί κάποιος να μιλήσει ομοιόμορφα και ισοπεδωτικά. Τα πρώτα τρία ποιήματα είναι εξαίρετες λυρικο-δραματικές συνθέσεις, με στέρεη δομή και ισορροπημένη ανάπτυξη. Η γνήσια κατασταλαγμένη συγκίνηση ρίχνει επάνω στις λέξεις και εικόνες ένα τραγικό φως, που οδηγεί τον αναγνώστη με δέος και συγκλονισμό στην ψυχική κάθαρση. «Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974» είναι ποίημα λιτού και υποβλητικού λόγου, με θαυμάσια κορυφούμενη ανέλιξη του βασικού αφηγηματικού μύθου. Που στην πραγματικότητα είναι οτιδήποτε άλλο παρά μύθος, αφού αγγίζει άμεσα τη φριχτή σύγχρονη άλωση της πατρίδας μας, κάτω από τα απαθή βλέμματα δικών και ξένων. Η τραγική εδώ persona, που συμβολίζει και το δράμα της Κύπρου, προδομένη κι εγκαταλελειμμένη από άφρονες ηγέτες του μητροπολιτικού Ελληνισμού, εμφανίζεται στο κέντρο της Αθήνας ως φιγούρα εκτός τόπου και χρόνου, γι’ αυτό και βαθιά τραγική. Ας διαβάσουμε το ποίημα ολόκληρο:

Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974
«ες δάκρυε έπεσε
το θέητρον»(Ηρόδ.)

Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας
σαν από σκοτεινή καταπακτή
από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου
με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους
να ταξιδεύουν μαζί του,
δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι
καμωμένο από λίγα χορτάρια
πού ‘χαν μείνει στην έρημη γη.
Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα
μάτια θολά και κόκκινα απ’ τους καπνούς
τη στάχτη στα μαλλιά
απ’ τα καμένα δέντρα
πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρυνής,
χωρίς ακοή απ’ τις στριγγιές φωνές
σφαγμένων αγρινών,
με χέρια απλωμένα
αόμματος επαίτης
γωνία Σταδίου και Αιόλου
στάθηκε
μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν
κατηφορίζοντας
σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.

– Έλληνες αδελφοί…
η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.

Κάποιος περνώντας δίπλα
του ‘χωσε βιαστικά στη χούφτα
ένα τάλληρο.
Το δεύτερο εκλεκτό ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο «Του Χρυσοσώτηρου». Αναφέρεται στον αγνοούμενο σύζυγο γυναίκας που οπτασιάζεται κάποτε τον άντρα της να ’ρχεται όπως σε όνειρο τα βράδια, αλλά και να χάνεται πάλι μέσα απ’ τα χέρια της ως την επόμενη φορά. Τη νύχτα όμως της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στις 6 Αυ-γούστου δηλαδή, σύμφωνα με την παράδοση ανοίγουν τα επουράνια. Κι οι αγνοί στη ψυχή, σαν ξαγρυπνήσουν, θα δουν στον ουρανό «το χρυσό πλατάνι», που θα πραγ-ματοποιήσει την όποια ευχή τους. Μια τέτοια ακριβώς νύχτα έκανε την ευχή της κι η ευσεβής σύζυγος, έτσι που ο άντρας της ως εκ θαύματος μέσα σε σύννεφο φωτός ήρθε κοντά της. Και τότε εκτυλίσσεται, με κορυφούμενη ψυχική ένταση και δραματικό ποιητικό λόγο, ένας διάλογος που μας μεταφέρει απευθείας στην καρδιά και το κλίμα της μπαλάντας «Του νεκρού αδελφού». Ώσπου το χάραμα με το πρώτο φως, η οπτασία διαλύεται κι ο αγνοούμενος Κωνσταντής γλιστρά και φεύγει με θαυμαστό τρόπο:

Ένα περήφανο άλογο μ’ άσπρα φτερά
κωπηλατώντας αργά στη μελανή άβυσσο
ανάλαφρα, είδε, να τον ανεβάζει στ’ αντικρυνό βουνό.

Κι από τότε
πάνω στην πιο ψηλή κορφή του Πενταδάκτυλου
μέσα στο πηχτό σκοτάδι
ανάβει κάθε βράδυ
ένα μικρό φως που ολοένα μεγαλώνει
και το βλέπουν μόνο όσοι δεν έχουν μάτια.

Δεν γράφονται καθημερινά τέτοιοι στίχοι, με τόση ενοραματική δύναμη και βάθος.

Έρχομαι τώρα στην τρίτη αξιόλογη σύνθεση του Ανδρέα Παστελλά, που τιτλοφορείται «Τυρταίου λόγος επιμνημόσυνος». Αφιερώνεται στους Ελλαδίτες νέους που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της Κυπριακής ελευθερίας, με ιδιαίτερη μνεία στους καταδρομείς που έχασαν άδικα τη ζωή τους με τον γνωστό τρόπο πάνω απ’ το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Με προμετωπίδα τον γνωστό στίχο του Καβάφη «Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος», ο ποιητής εξαγνίζει, από αυτονόητο καθήκον, τους αθώους και ηρωικούς τούτους νέους από οιονδήποτε περιττό συνειρμό με τα αμαρτήματα και ελλείμματα των ταγών της εποχής εκείνης. Το ποίημα ξετυλίγεται με δραματικά κλιμακούμενη εικονοποιία, δίνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση μιας επιμνημόσυνης τελετουργίας. Η πράσινη χλόη που αγκαλιάζει τα καψαλισμένα κορμιά τους επιτείνει τον αποχωρισμό από τη ζωή σεμνά και χωρίς συναισθηματική διάχυση, παρόμοια όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις στο δημοτικό τραγούδι. Ας δούμε ένα απόσπασμα:

Δεν θα ξαναδούν ποτέ πια
τη χλόη ν’ ανηφορίζει στις πλαγιές
που σβήνεται χλωμή
προτού προλάβει να ντυθεί
το χρώμα του πράσινου.
Ξεσκλίδια τους παρασέρνει
ο άνεμος
κρεμασμένους σε πεθαμένα δέντρα
ψηλά στους βράχους της Γομαρίστρας
μπρούμυτα δαγκώνοντας
το χώμα της μάνας γης…