Ο ποιητής Γιώργος Ρουσής

Η ποιητική επάνοδος του Γιώργου Ρουσή –
Κλασικό μέτρο και λυρική καθαρότητα

ΑΝΑΜΟΝΗ

Ντυμένη στα λευκά κατέβηκε τα σκαλοπάτια
κι έβαλε πλάϊ μου το σπαθί και δυο τριαντάφυλλα.
Θα μ’ αγαπήσεις, είπε, είμαι η μοίρα σου,
εκεί που η έρημος τελειώνει θα συναντηθούμε.

Ήταν η φωτεινή πύλη, ήταν η κλίμακα.
Τώρα
στο σκοτεινό κατώφλι στέκει ο θάνατος.
Αγγίζω τα σιδερένια κάγκελα και περιμένω.
Θα φέρει ο άνεμος και πάλι
τη μουσική των άστρων απ’ την έρημο.
Θα φέρει το μήνυμα πως ήρθεν η ώρα
για το ταξίδι της επιστροφής.
Λοιπόν –
Η πατρίδα μου σκεπάστηκε απ’ τη νύχτα
και στα βουνά της τα θεϊκά μονάχα ο θρήνος
για το χαμένο φως.

Κοντά στην πύλη στέκω κι ετοιμάζομαι.
Αργεί το μήνυμα. Αργεί.
Πατέρα, ο θάνατος δεν περιμένει.

 

Σ Ο Υ Ν Ι Ο

Ο ναός να χτιστεί σ’ αυτή την άκρη
λίγο πιο πάνω από τη θάλασσα
λίγο πιο κάτω από τον ουρανό
για να μπορεί όποιος φτάνει εδώ να ταξιδεύει
με το τραγούδι των κυμάτων μές στη νύχτα
με το τραγούδι των άστρων μές στο φως.

Ήλιε μου, πριν σβηστείς παρακαλώ σε
πάρε το μήνυμα στην άλλη γη
πως περιμένω μιαν απάντηση, πως περιμένω.
Με τον άνεμο, με τη βροχή, με τη σιωπή
κάποιος κρυφομιλά και κάποιος λέει
ούτε το χτες, ούτε το αύριο μόνο το τώρα.
Ήλιε μου, πως μόνη αλήθεια είναι το τώρα
και πώς να λησμονήσω και πώς να το δεχτώ.

Ένα ναό θα χτίσω εδώ σ’ αυτή την άκρη
λίγο πιο πάνω από τη θάλασσα
λίγο πιο κάτω από τον ουρανό
να κατεβαίνουν οι άγγελοι τις νύχτες και να σμίγουν
με τις θεές της γης και να γεννούν
τα μαύρα μάτια, τα γαλάζια και τα πράσινα
με τη σιωπή και με το φως των άστρων
με τον αχό και το τραγούδι του γιαλού.

Ήλιε μου, πριν σβηστείς παρακαλώ σε
ν’ αφήσεις μια στιγμή το φως ν’ αγγίξει
τα κύματα και μια στιγμή την άκρη τ’ ουρανού
να πάρει η Νύχτα χίλια χρώματα
και νά’ ναι η μνήμη πάντα ζωντανή
κι η πύλη του άλλου κόσμου να μην κλείσει.
Ήλιε μου, δεν έχει τέλος το ταξίδι
δεν έχει τέλος η ομορφιά σ’ αυτή τη γη.

Ένα ναό θα χτίσω πάνω από τη θάλασσα
ένα ναό θα χτίσω κάτω από τ’ αστέρια
με πύλες δυο να μένουν πάντοτε ανοιχτές.
Η μια να βλέπει στην Ανατολή
κι η δεύτερη ν’ ανοίγει προς τη Δύση
να σμίγει αυτό που θά’ ρθει με ό,τι πέρασε.
Να σμίγει η νύχτα με το φως την κάθε αυγή
κι ο Θάνατος με τη ζωή το κάθε δείλι.

Ήλιε μου, πριν σβηστείς παρακαλώ σε
χαιρέτισέ μου την πατρίδα που αγαπώ
και στους ανθρώπους που ζουν μέσα στη νύχτα
δώσε κουράγιο. Όλα είναι ψέμα να τους πεις.
Η μόνη αλήθεια η ομορφιά κι όποιος αγγίξει
μ’ ένα του δάκτυλο το πέπλο της αθάνατος.
Ήλιε μου, η μόνη αλήθεια η ομορφιά
και μήνυμα άλλο πια δεν περιμένω.

Ο ναός να χτιστεί σ’ αυτή την άκρη
λίγο πιο πάνω από τη θάλασσα
λίγο πιο κάτω από τον ουρανό
για να μπορεί όποιος φτάνει εδώ να ταξιδεύει
με το τραγούδι των κυμάτων μές στη νύχτα
με το τραγούδι των άστρων μές στο φως.

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΟΡΥΔΑΛΟΥ ( απόσπασμα)

Ω αυτοί οι Θεοί πόσο σκληροί που έτσι το θέλησαν
μέσα στον πόνο να γεννιέται η ομορφιά,
μές στον χαμό νά’ ναι το χρέος υδρία
της ιερής φλόγας. Ω να μπορούσε
χωρίς να λυώσει το κερί να γίνει φως,
να γίνει πάλι ο μόχθος μου στα τείχη ένα τραγούδι.

Έτσι θλιμμένος κάθομαι κι αναπολώ.
Μα της μνήμης το μονοπάτι είναι γεμάτο
παγίδες. Ένας ψίθυρος μονάχα φτάνει
για ν’ ακουστεί μές στα βαθειά μεσάνυχτα ένα σήμαντρο
και να ξυπνήσει η πολιτεία η κοιμισμένη.
Αυτός ο συρφετός είναι τ’ αγάλματα
κι αυτά τα μάτια είναι τα μάτια που δακρύζαν
κι αγαπούσαν;
Ω πώς τρυπάει το γέλιο τους σαν βέλος την καρδιά μου.
Θά’ ρθει κι απόψε η μοίρα δεν με ξέχασε
για ν’ αναβάλει όπως και πάντα κάποιο τέλος,
σκεπάζοντας με τον μανδύα της τ’ άγρυπνα μάτια.
Μένουν στη μνήμη πια, μένουν μές στ’ όνειρο
λευκές μορφές που χάνονται μέσα στο μαύρο φως.

Τραγούδησε, τραγούδησε μές στ’ όνειρό μου
πρωϊνό πουλί και σβήσε τη φωτιά που καίει
το ιερό δάσος με τα δάκρυα των αγνών.
Ω να μπορούσα μές στο φως να τραγουδήσω
την ομορφιά. Ω να μην έσβηναν με την αυγή
τα παραμύθια.
Τραγούδησε πρωϊνό πουλί μές στ’ όνειρό μου
κι ας μείνει μόνο ένας ρυθμός να γεμίζει την άβυσσο,
τότε που χάνεται η γαλήνη και στο χάος
κατρακυλάει με κλεισμένα φτερά ο κορυδαλός.

 

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ

Έσβησε ο ήλιος, χάθηκε στη θάλασσα του Αιγαίου,
Μα θά’ ναι ακόμη δειλινό στην άλλη ακρογιαλιά.
Εκεί στη γη την Αττική. Κλείνει τα μάτια και θυμάται.
Μετρά πώς έφτασε ως εδώ, ποιους δρόμους πέρασε.
Δόξα και φθόνος, ιαχές θριάμβου κι οιμωγές.
Ήταν απότομος κι αυταρχικός, το παραδέχεται,
αλλά να πουν πως ήταν και προδότης της αγάπης του!
Τι πίκρα και φαρμάκι στην καρδιά του, τι ντροπή,
να τρέχει να σωθεί, να ταπεινώνεται, να γονατίζει
μπροστά στον βασιλιά των Μολοσσών.
Και τώρα τα χειρότερα, πως είναι φίλος,
αν είναι δυνατόν, σε ποιον ; στον γιο του Ξέρξη,
της πολυαγαπημένης του πατρίδας τον εχθρό.
Τέτοιος καημός. Θλίψη θανάσιμη. Δεν άντεξε.
Τον βρήκαν ένα δειλινό νεκρό στο ακροθαλάσσι.
Είπαν πως φαρμακώθηκε, πως ήπιε ταύρειον αίμα.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Στις όχθες του Συμαίθου και του Αλκάνταρα
υμνούν οι νύμφες με τραγούδι και χορό
τον ιεροφάντη που πρωτοείδε το φως στην Ελευσίνα.
Και το τραγούδι τους το παίρνουν οι άνεμοι
στης Σαλαμίνας τις ακτές, στο Μαραθώνα, στις Πλαταιές,
εκεί που γέμισε πληγές το θείο κορμί του
από τις μάχες που έδωσε για την πατρίδα.
Και οι ποντοπόροι που περνούν το ακούουν να σμίγει
με τις κλαγγές των όπλων και των ιππέων τον καλπασμό,
με αλαλαγμούς, με νικητήριες ιαχές και θρήνους.
Και ταξιδεύουν άγρυπνοι στην πετρωμένη νύχτα
κι έχουν τα λόγια του στο νού τους σαν σφυριές:
«Όταν μιλάς για τους Θεούς και για το Δίκαιο
πρέπει τις λέξεις σου μες στη φωτιά να πυρακτώνεις
να γίνουν διάπυρες, να ξεχυθούν κρουνοί φωτός,
όπως όταν απ’ τις πλαγιές ξεχύνεται της Αίτνας
πυρακτωμένη λάβα ποταμός μέχρι τη θάλασσα.
Κι όταν ο ημεροδρόμος έρθει με το μήνυμα της ήττας
και συ πονάς για των αθώων το αίμα και για το άδικο,
να μην ελπίζεις να σε λυπηθούν, να μη παρακαλείς.
Τιμή για σένα να σφραγίσουν την αγάπη τους με θάνατο.
Να ξέρεις, πάντα στην κορυφή των ηφαιστείων η στάχτη
μα τη σκεπάζει με μαντύα λευκό η στοργή των ουρανών.
Και πάντα στα άντρα της σκοτεινής καρδιάς τους
οι πηγές οι αιώνιες των αγνορύτων ποταμών.

( από τα βιβλία ΒΗΜΑΤΑ, 1966
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ, 2003 )