Μεταφραστικό εργαστήρι – ο πάνθηρας του Ρίλκε- Ανδρέας Πετρίδης

 

O ΠΑΝΘΗΡΑΣ, του Ρ.Μ. Ρίλκε – 5 εναλλακτικές προτάσεις

Προλογικό Σημείωμα

Λαμβάνοντας υπόψη τον εργαστηριακό – δοκιμιακό χαρακτήρα της γραφής που ακολουθεί, και πάντα μέσα στο πλαίσιο μιας, έστω σιωπηρής, ενεργότερης επικοινωνίας μεταφραστή-αναγνώστη, επισυνάπτω σκόπιμα πολλαπλές μεταφραστικές προτάσεις για το ποίημα Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ, του Ρ.Μ. Ρίλκε, στις οποίες με μόχθο και πολλές ακόμα αμφιβολίες έχω καταλήξει. Το ελληνικό κείμενο – σε όλες τις εναλλακτικές επιλογές – πέρασε από δεκάδες βασανιστικές μικρο-αλλαγές, όχι πάντα εύστοχες και μόνιμα αποδεκτές. Υπήρξαν μάλιστα αρκετές περιπτώσεις όπου εκτέθηκα αχρείαστα, με τη ψευδαίσθηση ότι είχα πετύχει κάτι τελεσίδικο. Φεύ, όμως, ως μεταφραστικός Σίσυφος επανερχόμουν σχεδόν καθημερινά σε μια νέα αναθεώρηση. Ό,τι θα αναγνώσετε στη συνέχεια, ας ιδωθεί λοιπόν στο πνεύμα ενός ανοιχτού μεταφραστικού εργαστηρίου, που κατά τη γνώμη μου δεν τελειώνει ποτέ. Γιατί το άρτιο και το πλήρες μπορεί να συναντηθεί μόνο με την επιστροφή στο πρωτότυπο. Ας είναι όμως, αξίζει πιστεύω τον κόπο – και την περιέργεια ίσως – μια τέτοια πειραματική πνευματικήπρόκληση.

Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ του Ρ.Μ.Ρίλκε– 5 εναλλακτικές προτάσεις
ανοιχτό μεταφραστικό εργαστήρι

– 5 εναλλακτικές προτάσεις

α.1
Με τόσα κάγκελα ως να στριφογυρίζουν,
απόκαμε το βλέμμα του, εικόνα δεν κρατά.
Νομίζει χίλια κάγκελα τον περιτριγυρίζουν,
και παραέξω τίποτε, κόσμος κανένας πια.

α.2
Με τόσα κάγκελα ως να στριφογυρνούν,
εικόνα πια το βλέμμα του δεν συγκρατεί.
Νιώθει, σαν χίλια κάγκελα να ξεπηδούν-,
και παραπέρα τίποτε, όλα έχουν χαθεί.

α.3
Με τόσα κάγκελα το βλέμμα να τρυπούν,
εικόνα άλλη δεν μπορεί πια να κρατήσει.
Νιώθει, σαν χίλια κάγκελα να ξεπηδούν -.
πιο πέρα τίποτε, ο κόσμος έχει σβήσει.

α.4
Μέσα στα κάγκελα καθώς στριφογυρίζει,
απόκαμε το βλέμμα του, χάσκει αδειανό.
Τον περιζώνουν χίλια κάγκελα, νομίζει,
και παραπέρα ο κόσμος του ένα κενό.

α.5
Μέσα στα κάγκελα καθώς στριφογυρίζει,
απόκαμε το βλέμμα του, εικόνα δεν κρατά.
Τον περιζώνουν χίλια κάγκελα, νομίζει,
και παραπέρα τίποτε, o κόσμος σταματά.

β.1
Ο απαλός βηματισμός – στέρεος λυγερός,
σε κύκλο πιο μικρό κάθε φορά σαν μπαίνει,
είναι σαν κάποιας δύναμης κλειστός χορός,
όπου μια θέληση ισχυρή βαθιά σωπαίνει.

β.2
Η απαλή περπατησιά, στέρεο βήμα οικείο,
σε κύκλο πιο μικρό καθώς πάντα περνά,
μοιάζει χορός εκστατικός σ’ ένα σημείο,
όπου μεγάλη θέληση σε λήθαργο σιωπά.

β.3
Η απαλή περπατησιά, με δύναμη με νάζι,
σε κύκλο πιο μικρό καθώς πάντα περνά -,
στροβίλισμα χορού πεισματικό φαντάζει,
με κέντρο θέληση ισχυρή, που πια σιωπά.

β.4
Η απαλή περπατησιά, ευλύγιστη μεγάλη,
σε κύκλο πιο μικρό καθώς πάντα περνά,
μοιάζει με ακατάλυτη χορευτική αγκάλη ,
γύρω από θέληση ισχυρή, που πια σιωπά.

β.5
Το απαλό του βάδισμα, στέρεο βήμα λυγερό,
σε κύκλο πιο μικρό κάθε φορά σαν μπαίνει,
μοιάζει χορός μιας δύναμης γύρω από κέντρο,
όπου μεγάλη θέληση σε λήθαργο σωπαίνει.
γ.1
Κάποτε μόνο του ματιού αθόρυβα ανοίγει
το παραπέτασμα. Μια εικόνα μέσα ορμά,
τα μουδιασμένα μέλη ριγηλά τυλίγει,
και σβήνει μέσα στην καρδιά.

γ.2
Κάποτε μόνο του ματιού αθόρυβα γλιστρά
το παραπέτασμα. Μέσα μια εικόνα αφήνει,
τη φορτισμένη των μελών σιγή διαπερνά,
και στην καρδιά για πάντα σβήνει.

γ.3
Κάποτε μόνο του ματιού ξάφνου ραγίζει
το παραπέτασμα. Μια εικόνα μέσα ορμά,
τα τεντωμένα μέλη σιωπηλά διασχίζει,
και πάει και σβήνει στην καρδιά.

γ.4
Κάποτε μόνο του ματιού η αυλαία ανοίγει
αθόρυβα. – Και μια εικόνα μέσα ορμά,
τα τεντωμένα μέλη σιωπηλά τυλίγει,
και πάει κα σβήνει στην καρδιά.

γ.5
Κάποτε μόνο του ματιού η αχλή σκορπά
αθόρυβα.- Να μπει μια εικόνα αφήνει,
τα τεντωμένα μέλη ριγηλά διαπερνά,
και στης καρδιάς τα βάθη σβήνει.

Υστερόγραφο: Όπως πολύ εύκολα συνάγεται από τα παραπάνω, αυτή η προσπάθεια μετάφρασης του ΠΑΝΘΗΡΑ, του Ρ.Μ. Ρίλκε, δεν έκλεισε, αλλά στις ερμηνευτικές λεπτομέρειες η τελική έκβαση ( αν υπάρχει) εκκρεμεί. Το ίδιο το ποίημα, ως μια σημαντική στο είδος της δημιουργία – αλλά κι η σχετική ισχύς μιας μετάφρασης – με ενθαρρύνουν να εκθέσω αυτά τα κείμενα σε ανοιχτό μεταφραστικό εργαστήρι. Όχι τόσο από σεβασμό στην ενδεχομένως διαφορετική- κατά περίπτωση – ευαισθησία του αναγνώστη, αλλά περισσότερο από την αμηχανία επιλογής ( ή απόρριψης ) ενός απρόβλεπτα πολύμορφου αποτελέσματος. Και για να χαλαρώσουμε λιγάκι: ας λειτουργήσει στο κάτω κάτω μια τέτοια πολυμορφία- ως παιγνίδι και άσκηση εκφραστικών δυνατοτήτων στην καθόλου μεταφραστική αναγραφή του ποιήματος.

ποίηση-ποιήματα-κατοχή-εισβολή-Ανδρέας Πετρίδης

ΣΧΟΛΙΑ ( «Αργοί Σταλακτίτες» 1991 )

Α.
Κωφεύεις
στη φωνή της μοίρας
όσο τ’ αντέχεις
σιγά-σιγά,

και μια μέρα
ούτε που ξέρεις
ποιο δρόμο να πάρεις
κι εύκολα ξεχνάς –

πού είναι η πλώρη
πού είναι η πρύμνη,
σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια
πολλούς δείχτες στη θάλασσα.

B.
Μ’ ανήσυχο του ματιού τον βολβό
λίγο πιο πάνω
απ’ το μοιρασμένο
μιας πόλης σχήμα,
στέκει του βουνού το σκοτεινό φρύδι.

Αποστρεφόμενο τον πέτρινο ύπνο του
και τ’ ανοιξιάτικο ξεδίπλωμα των πλαγιών του,
ποτέ-ποτέ δεν ένοιωσε
φτερούγα φόβου στο βλέμμα
μήτε ανάγκη κάποτε
το πενταδάκτυλο
χέρι να χαμηλώσει-

καθώς περνούν ξυστά λεπίδια
και του φουσκώνει
η φλέβα που έχει στο λαιμό,
σ’ ένα κατάμαυρο ουρανό
που λες θα ρίξει
στ’ άδικο χέρι τις βροντές του.

Γ.
Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε
για τον Πενταδάκτυλο
είναι γιατί
μοιάζει χτυπημένο πουλί
με δυο φτερούγες
καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος
με καταγωγή ίσως
τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη
μέρη Καυκάσου –
ένας αετός μάρτυρας
της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακρυά χαμηλώνοντας
για να κτίσει τελικά τη φωλιά του
σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί
αντίξοης μοίρας

Άλλες Ποιητικές Συναντήσεις

Η ποιητική απόσταξη του Παναγιώτη Νικολαϊδη, λάξεμα φόρμας σε άσκηση βάθους –  Ο χρησμικός λόγος του Γιώργου Μοράρη – Εφροσύνη Μαντά Λαζάρου, αυτή η άγνωστη- Η νεωτερική Ειρήνη Χατζηλουκά- Μαυρή- Νάσα Παταπίου, χωρίς τα βαρίδια της ιστορίας- Ποίηση Νίκου Ορφανίδη, με υπομονή κι αφοσίωση- ο ποιητικός ρεαλισμός της Αντριάνας  Ιεροδιακόνου- Η ποιητική επάνοδος του Γιώργου Ρουσή-

Ο ποιητής Παναγιώτης Νικολαϊδης- από Ανδρέα Πετρίδη

Η περίτεχνη απόσταξη του Παναγιώτη Νικολαϊδη
Λάξεμα φόρμας σε άσκηση βάθους

Μέσα σαλεύει το καρφί
Στο κύτταρο με πολεμά
με αφαιρεί και σβήνω

Γίνομαι χώμα και νερό
Να πάρω σχήμα φωτεινό
Ν’ ανοίξω μές στον ήλιο

*
Πάντα υπάρχει ένα ποίημα ένα ποτάμι ένα πουλί
Κάθε νύχτα το πουλί ξεδιψά στο ποτάμι
κι ύστερα κρύβεται βαθιά μέσα στο ποίημα
Κάθε πρωί ξυπνά στο γαλάζιο

*
Η νύχτα γυμνάζει τα όνειρα
Υφαίνει το ασημένιο δίχτυ του νερού
Έτσι κατοίκησες στο χέρι μου
Στην ανοιχτή παλάμη
Άναψες
πέρασμα υγρό
αποτυπώματα πουλιών
διαδρομή πολυσύλλαβη

Εγκλιτικό μου σώμα εύφλεκτο
σε ποιά γραμμή θα πληγωθείς

*
Γυρόν-γυρόν κατάμαυρα βουνά
τζι ο ουρανός στα ύψη
τ’ αστέρκα πάνω λάμπουσιν
το φως τους εν θα λείψει
Έτσι εν τζι η αγάπη μου
νεφανταρκά μϊάλη
ράβκει με φως τζιαί θάνατον
της μαύρης γης τ’ αρφάλλιν

*
Ευκάλυπτα τα όνειρα
Σαν ίαμβος καθρέφτης

*
Όσο και να τεντώνω
δέρμα του καιρού
βαθαίνουν στο σώμα οι ρωγμές
φλέβες στεγνώνουν
Όσο και να λυγίζω
κόκκοι θανάτου
διαστέλλουν την όραση
Κι όμως αόρατη χορδή
ρυθμός ζεστός
βαθιά μές στο σηκώτι
Είναι που σε περίμενα στα χείλη
να μάθω πάλι το νερό
Είναι που σε περίμενα στοφως
Κρυφός σφιγμός
στα δάχτυλα του χρόνου

*

Κάθε νύχτα στο ποτάμι σου
Βότσαλο δέντρο και νερό
στις φωτεινές σου όχθες

*
Απ’ το λευκό σεντόνι σου
ξεστρατημένο φως
Αδόκητο
το βάραθρο του χρόνου
Είμαστε σώματα που σκοτείνιασαν
χαλάσματα φωτός
κι άπτεροι διανύουμε
το σκότος

*
Όταν αγάπη αρχίζει
ανοίγει βάραθρο λευκό
Ξεμανταλώνει φως χρυσό
σε νυχτωμένο κήπο
Όταν αγάπη τελειώνει
ξεπλένει το αίμα βιαστικά
Μπαλώνει χάδια χρώματα φτερά
σε πεθαμένο σώμα
Όταν αγάπη πέσει στο κενό
δέντρο που έχασε το φως
αντίλαλος στο χρόνο

*

Οκτώβριος
Περίπατος στην πόλη
Πρόσωπα πίσω από άλλα πρόσωπα
γεμίζουν τις επώνυμες οδούς
κι ύστερα χάνονται
Περπατώ μαζί τους
Εσωτερική διαδρομή
με το χέρι στο διακόπτη
Και τότε φάνηκες εσύ
λευκό πουκάμισο
Προσπέρασες με κόκκινο
διάβαση πουλιών
Κράτησα την ανάσα σου
Μια εισπνοή μια εκπνοή
στο κύτταρο της μέρας

                       Σαν ίαμβος καθρέφτης, 2009
Ανοίγει φόβος
και φτερό Μάτι φιδιού
Ο χρόνος

*

Άλλαξα δέρμα
για ν’ ακούσεις τις παλιές
φωνές

*

Βαθιά του χρόνου
κοιταχτήκαμε και
τώρα πώς φέγγεις

*
Στιγμή χαραγμένη
στο φως
και στ’ ασήμι της πάχνης

*

Κέντρο βαθιά με
γκρέμισες
μές στου βουνού τη ρίζα

*

Σκλερή κυρά
έκαμες με και πεθυμώ
τα μάτια μου να ράψω
Ίτσου κοιμώντα καμμυτά
με δίχα φως αστράφτω

*

Βρέχω τ’ αλεύρι
πριν απ’ τη βροχή
με το κλαράκι στο ράμφος

*

Πάνω στο φρύδι του γκρεμού
εδώ φύτρωσα
στην πέτρα και στον φόβο

*

Ύφος πατρίδα μου
υφαντουργείς
το ιώδες

*

Pacta sunt servanda

Όταν τα σύμφωνα φλέγονται
ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν
ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν, 2012

 

 

 

 

 

 

 

Αντριάνα Ιεροδιακόνου – ποίηση, επιλογές Ανδρέα Πετρίδη

Ο λυρικός ρεαλισμός
της Αντριάνας Ιεροδιακόνου

ΠΟΡΕΙΑ

Χρόνια πορευόμαστε
και θάλασσα δεν βρίσκουμε.
Τον πόνο τον κάμαμε ξημέρωμα
τον πόθο δρόμο
μα όλο πορευόμαστε
σε άσπρο χωματένιο κάμπο.

Τα χελιδόνια βρίσκουν μέρες πράσινες
χωρίς δισταγμό.

Χρόνια πορευόμαστε
και η θάλασσα μας ξέχασε
και απόγινε λέξη.

ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ

Την Τρίτη Άνοιξη
τα δάχτυλά μας έγιναν διάφανα
και ενωθήκαν ακριβώς στις άκρες.

Στάθηκε αδύνατο να επιστρέψουμε.

Μάθαμε να πίνουμε με μικρές γουλιές τον αέρα

να αντέχουμε τα τραγούδια και τα ταξίδια
να αγαπούμε τους ξένους και τα πράα ζώα
να φοράμε τρύπιο δέρμα
να ρωτάμε στον ύπνο μας
να βγαίνουμε στους δρόμους κάθε μέρα.

ΛΑΪΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Ο ήλιος στο κατώφλι.

Το ξεπόρτι κοιμάται
οι γρίλιες χτενίζουν τα μαλλιά τους.

Τα μπαούλα κεντούν προίκα:
είσαι το μέλι των ματιών μου
η αγκάλη σου πηγάδι καθαρό.
Στον αργαλειό γυναίκα σιγοφαίνει.

Το παλιό σταμνί
στάζει γλυκό νερό.

ΣΩΤΗΡΙΑ

Φίλοι, παγώνει σήμερα η καρδιά μου.

Έρχεται ο Λόρκα με αγκάλες ανοιχτές
και τον ήλιο του θανάτου ανάμεσα στα δόντια

έρχεται ο Βαγιέχο με τα μαύρα μάτια κατάκλειστα
και το στήθος γιομάτο πέτρες
ο Χίμενεθ με το τριανταφυλλί χαμόγελο

έρχεται ο Νερούντα επικεφαλής
σε μεγάλη παρέλαση ανθρώπων και ιγκουάνας.

Φίλοι μην αφήκετε
να μου δέσουν σε μαύρο μαντήλι τα πνευμόνια
να μου πνίξουν τ’ όνομα τη Δευτέρα και τον μήνα
Ιούλιο
να περάσω ακόμα ένα τέτοιο χειμώνα.

Παγώνει σήμερα η καρδιά μου.

ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Δάκρυσε η μάνα μου
την άκουσα και δάκρυσα κι εγώ.

Ήταν μαύρες ώρες στες μέρες της
και το νερό στο ποτήρι μου θόλωσε
και δάκρυσα κι εγώ.
Στην ποδιά της όνειρα ατέλειωτα
κι ένιωσα του τέλους το βάρος στα βλέφαρά μου
και δάκρυσα κι εγώ.
Ήρθαν σκιές και τα παιδιά της
είπαν «θέλουμε» και «δεν θέλουμε»
και το στόμα γιομάτο λάσπη
και γεύτηκα το χώμα στα χείλη μου,
και δάκρυσα κι εγώ.

Της μάνας μου τα χέρια είναι τριμμένα
τα ΄βαλε στο πρόσωπο να σκουπίσει τα δάκρυα
και δεν βρήκε πρόσωπο

και μάνα ποιός μπορεί
παιδί να σε ξαναγεννήσει;

ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ

Επειδή αν υπήρχε θεός
θα είχε το σχήμα του χεριού μου
ή εκείνου του μικρού ζώου στην άκρη του ορίζοντα
που τουλάχιστον διακρίνεται σαν αλεπού.

Πάντως τον υποψιάζονται κάθε Κυριακή
σε νεκρές γλώσσες, συστηματικά, και διαλέχτους
γιαγιάδες με αντίδωρα γαλήνια
και προσωπάκια δαντέλα σουρωμένη-

αν υπήρχε θεός
θα έσκυβε τουλάχιστον με τες γιαγιάδες
θα έβραζε το πρωϊνό τους ρόφημα, θα ήξερε
να σιδερώνει και σεντόνια

αν υπήρχε
θα σάπιζαν τα δόντια του όπως του κόσμου όλου
θα μετάγγιζε αίμα και θα έκανε λεφτά
και πίσω από ζεστά παράθυρα
θα ψωμοζούσε η ευχή του.

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΝΔΡΙΑΝΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Κάθε μέρα στο γυαλί
με θωρούν δυο μάτια πεθαμένα.

Η μαυροφορούσα που τά’ χε
είναι θαμμένη σε πευκότοπο
μα τα μάτια της θυμίζαν αγριοελιές.

Ήταν μάνα του πατέρα μου
μακριά, πολύ μακριά
μοιάζαμε, ιδίως στα μάτια.
Μου τ’ άφησε να κλαίω για λόγου της
και βλέπω του θανάτου τον άγγελο καταπρόσωπα
κάθε μέρα, στο γυαλί.

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ

Λέξεις ανοίγουν τα φτερά τους.

Το αλαφρύτερο βήμα με σηκώνει.

Ακόμα και το τελευταίο ποίημα θα το γράψω
με μια γοργή ματιά στο πλάϊ
με μια μικρή κίνηση στα χαμόκλαδα.

Ένας κυνηγός στο σούρουπο.
     Της Κώμης Αιγιαλού, 1983