Ποιητές και ποιήματα – του Ανδρέα Πετρίδη, γράφει ο Ανδρέας Χατζηχαμπής

Ποιητές και Ποιήματα – Μια Εμπειρική Αισθητική, του Ανδρέα Πετρίδη, 2010, Εκδ. Βιβλιεκδοτική, σελ. 121

Το βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη, Ποιητές και Ποιήματα: Μια εμπειρική αισθητική, έκδοση του 2010, αποτελεί ένα εξαιρετικό πόνημα εντρύφησης στην εμπειρική αισθητική και στη συνειδητοποίησή της, ως εργαλείο κριτικής των ποιητικών έργων.
Πολλές φορές η κριτική απαξιώνεται από τους δημιουργούς, είτε αυτοί είναι ποιητές, τεχνίτες του λόγου ή οποιοιδήποτε άλλοι δημιουργοί, καθότι αποτελεί, κατά πολλούς, απλώς την υποκειμενική αντίκριση ενός έργου μέσα από τους φακούς εστίασης του εκάστοτε κριτικού είτε αυτοί είναι ιδεολογικοί, φιλοσοφικοί, λογοτεχνικοί, υπό την άποψη των λογοτεχνικών ρευμάτων που ασπάζεται ο εκάστοτε κριτικός, ή οποιοιδήποτε άλλοι φακοί. Από την άλλη, δεν είναι λίγες οι φορές που η κριτική «υφαρπάζεται» από τους κριτικούς ως η ευκαιρία για επίδειξη γνώσεων μέσα από ένα επιτηδευμένο τεχνοκρατικό λόγο που ελάχιστα «μιλά», για την προώθηση ημετέρων και την απαξίωση αλλοφρόνων. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά, η εκάστοτε κριτική κινείται συνήθως στο μεθόριο της άρνησης και της αποδοχής, της αξίας και της απαξίωσης, της λογικής και του συναισθήματος.
Ο Ρολάν Μπαρτ έλεγε, ότι «η κριτική πρέπει να παραληρεί», εννοώντας ότι πρέπει να συμπεριφέρεται όπως η λογοτεχνία. Παρότι έχει επανειλημμένα υποστηριχθεί ότι η κριτική δεν είναι ομοούσια με τη λογοτεχνία, στο βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη, ενυπάρχει κατάφυτη η λογοτεχνία εν είδη πανεύοσμων λογοτεχνικών ανθέων. Πολύ συχνά ο συγγραφέας εμπνεόμενος από το έργο των ποιητών που κρίνει δημιουργεί κάλλιστα λογοτεχνικά ευρήματα χωρίς «φιλολογικές ή άλλες εξωποιητικές διανοίξεις». Ο συγγραφέας φωτίζει με επιδεξιότητα την «αισθητική δυναμική» των ποιητικών έργων που κρίνει και συλλαμβάνει με τα ευαίσθητα αισθητήριά του «την αύρα θαυμαστικής θέασης των πραγμάτων» που αυτά εκλύουν. Η λεπτομερής «διερευνητική περιδιάβαση» που κάνει δεν αφήνει περιθώρια να χαθούν από το «αισθητικό και ερμηνευτικό νυστέρι» του τα οποιαδήποτε «πλεονάζοντα φορτία ψυχοπνευματικής έντασης» και τη «μεταφυσική αχλή της εικονοποιΐας» όπου αυτή εντοπίζεται.
Τα σχόλιά του καίρια καλύπτουν τόσο τη δυναμική της ποιητικής δομής και τις διακυμάνσεις του «ποιητικού εκκρεμούς», τη μορφική διαστρωμάτωση των ποιημάτων, την αλληλουχία των στιχουργικών μονάδων, την «εύστοχη γλωσσική μορφοποίηση» και την «αρμονία στις κινήσεις κορύφωσης και ανάπτυξης του ποιητικού λόγου». Η «συγκινησιακή ένταση των στίχων», η αρχιτεκτονική στην «κίνηση και στους αρμούς των στίχων», είναι επίσης κριτικά κριτήρια για την εμπειρική αισθητική του Ανδρέα Πετρίδη. Η «ιχνηλάτηση κορυφώσεων» και η «αρμονικότητα της ταλάντωσης» της κειμενικής μορφής» επίσης εντοπίζονται και αξιολογούνται.

Ο ευαίσθητος ποιητής και κριτικός Ανδρέας Πετρίδης μας περιγράφει με ιατρική ακρίβεια τα συμπτώματα της συναισθηματικής έντασης που αισθάνεται όταν το εναργές κριτικό βλέμμα του αντικρύσει ένα ζωντανό και ομιλούντα στίχο. Μας εξηγεί: «Η συναισθηματική ένταση αυξάνεται απότομα, με αποτέλεσμα μια ανεξήγητα γλυκιά ταραχή. Ένα πρώτο κύμα αισθητικής ηδονής νιώθουμε ήδη να εκλύεται μέσα μας». Τα κύματα «ποιητικής δραστικότητας» που αισθάνεται ο Ανδρέας Πετρίδης είναι τεράστια και είναι φορές που κτυπούν καίρια τις «χορδές της υπαρξιακής του συνειδητοποίησης». Αλλού μας εξηγεί πώς οι εύστοχοι στίχοι οδηγούν τον αναγνώστη σε μια «δύσκολα αποτινάξιμη αιχμαλωσία» και τον «κατακλύζει ένα απροσδιόριστο ρίγος». Την «αφοπλιστική υποβολή και ενάργεια» διαδέχεται η «μοιραία φαντασιακή αναπόληση».
Μια «πηγή φωτακτίνων», μια «ριγηλά στοργική μελωδία», μερικές «εναλλασσόμενες υπερβατικές εικόνες», μια «υπόγεια ζωηφόρα αύρα» και κάποιοι «υποβλητικοί οραματικοί διάλογοι» είναι αρκετά για να διαπεράσουν, όλους τους σωματικούς και πνευματικούς «ιστούς της ύπαρξής του». Με τις «αισθητικές κεραίες» του δεν αφήνει να χαθούν στο ανερμήνευτο στίχοι που οδηγούν σε «δυνατές εκτινάξεις σε χώρους μια άλλης οντολογικής και υπαρξιακής εμπειρίας», συλλέγει το «επώδυνο απόσταγμά» τους και οδηγείται σε «απίθανους συνειρμούς μια ιδιότυπης αισθαντικότητας». Μεταπίπτει συχνά από τη «διέγερση του αισθητικού εκκρεμούς», στην «αισθητική ικανοποίηση» και στην «κλιμακούμενη προσμονή» και από την «αισθητική ηδονή» στην καθαρτική ικανοποίηση» και στη «λυτρωτική διέξοδο». Ένα απρόβλεπτο «κυμάτισμα της μορφής» είναι αρκετό για να νιώσει τον άυλο πτερυγισμό και τη «λαχτάρα στο στήθος» που «εκτινάσσουν συχνά τη ψυχή και το πνεύμα σε χώρους μιας ουσιαστικότερης και βαθύτερης εμπειρίας».
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί τα πνευματικά τοπία της αισθητικής και σκηνογραφεί το υπόστρωμα και τις λεπτές αναλογίες της εμπειρικής αισθητικής που βιώνει. Μετεωρίζεται σε «ασκήσεις βάθους» μας γνωρίζει γίγαντες στίχους για πολλούς αόρατους. Μας ζωγραφίζει με το λόγο του «συμπαγείς λυρικούς πυρήνες καλοδουλεμένων στίχων» και «δωρικούς αγαλμάτινους στίχους». Οι «διαιώνιες και μυστηριακές», οι χειμαρρώδεις διαδρομές» των λέξεων είναι αφετηρίες για να μια «υπερφυσική μεταβολή του τοπίου». Ενός τοπίου με διάσπαρτους «υψιπέτες στοχασμούς» και «συστοιχίες ιονικών κιόνων».
Για τον Ανδρέα Πετρίδη η αφαίρεση είναι η «απελευθέρωση του μυαλού από μια ενεργοβόρα φυγόκεντρη πολλαπλότητα», μια «χαλάρωση από τη στοχαστική πολλαπλότητα». Πολύ συχνά χρησιμοποιεί ιατρικούς και βιολογικούς όρους, οι οποίοι μέσα από τη λογοτεχνική του υπόσταση τους μεταποιεί σε ποιητικούς πυρήνες. Έτσι εντοπίζουμε μέσα στα κείμενά του το «ερμηνευτικό και αισθητικό νυστέρι», τα «καταπραϋντικά που τον κατακλύζουν», την «αισθητική εργαστηριακή λαβίδα», τη «στοχαστικότητα που μεταβολίζεται σε βαθύτερη αίσθηση». Εντοπίζει ακόμα την «εκτονωτική καλλιτεχνική βαλβίδα», τους «ιστούς της ύπαρξής μας», τις «αισθητικές κεραίες», τη «λεπταίσθητη ποιητική βελόνα» και τη «βιολογική ζωτικότητα»
Η «λογοτεχνική και αισθητική γεύση» του συγγραφέα μάς επιτρέπει να αισθανθούμε την «έμπνοη ύλη» και η πνευματική του υπόσταση να ταξιδέψουμε σε ενορατικές διαστάσεις που «διαχρονίζουν τους χρόνους και διαποτίζουν τους τόπους». Νιώθουμε μάς λέει «να φανερώνεται, ως ψηλαφητή αίσθηση, κάτι απ’ την ουσία του άρρητου και αυτό είναι που μας συναρπάζει». Ο «ερμηνευτικός και αναλυτικός φωτισμός» του είναι ικανός να φωτίσει τα στοιχεία των ποιημάτων που οδηγούν στην «ευδαιμονική ενατένιση», που συνδιαλέγονται με το συλλογικό υποσυνείδητο. Εντοπίζει την «μεταποίηση του επίκαιρου», τον «κρυσταλλωμένο λυγμό και το πικρό δάκρυ», τον «ασίγαστο ρεμβασμό», τη «νοσταλγική αναπόληση».
Λογοτεχνικότατοι είναι και οι ευρηματικοί τίτλοι που ο Ανδρέας Πετρίδης χαρίζει στα κριτικά κείμενά του. Αναφέρω τα εξής παραδείγματα: «Ανοίγοντας όστρακα της ποιητικής δημιουργίας», «Ιχνηλατώντας τα υψίπεδα της ποιητικής δημιουργίας», «Η ελλειπτική φωνή», «Η επίμοχθη ποιητική απόσταξη», «Ο ηδύφθογγος λόγος».
Το βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη Ποιητές και Ποιήματα: Μια εμπειρική αισθητική, αποτελεί και για μας που το μελετήσαμε μια «καλλιτεχνική βαλβίδα εκτόνωσης της ψυχικής και πνευματικής δοκιμασίας» που περνούμε σε καιρούς αφιλίας και σκληρότητας, σε χρόνους εξαθλίωσης και απαξίωσης, σε τόπους ιδιοτέλειας και αγανάκτησης. Αδιαμφισβήτητα το εν λόγω βιβλίο είναι ένα έργο που πρέπει ο κάθε ποιητής να διαβάσει, ένα έργο που ενδιαφέρει τα μέγιστα τον κάθε μελετητή της λογοτεχνικής παραγωγής του τόπου μας.

Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής
Γεωργίου Αναστασίου 8
3070 Λεμεσός
a.chadjihambi@cytanet.com.cy

Ποιητικό εργαστήρι: Καλό, καλύτερο, κάλλιστον, του ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ

-Σ’ ελεύθερη απόδοση από ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ –

Ποιητικό εργαστήρι – Καλό, καλύτερο, κάλλιστον :
( βασισμένο στο βιβλίο: Τι είναι καλή λογοτεχνία, 2004, του H.D. Gelfert, freie Universitaet Berlin )

Ακόμα και σήμερα, πάνω από δυο εκατονταετηρίδες λατρείας του «μεγαλοφυούς» κατά τον 18. αιώνα, υπάρχει ευρέως διαδεδομένη η άποψη, ότι η τέχνη είναι αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης, θεόπνευστης δημιουργικής πράξης. Πριν την εμφάνιση αυτής της αντίληψης, ζωγράφοι, γλύπτες και μουσικοί θεωρούσαν τους εαυτούς των περισσότερο ως τεχνίτες, που τηρούσαν κανόνες βατούς στην εκμάθηση. Ακόμα κι οι ποιητές, που είχαν ένα λόγο παραπάνω να νιώθουν ως εμπνευσμένοι δέκτες άνωθεν δωρεάς, θεωρούσαν τους εαυτούς των ως «ποιητές» με τη σημασία ότι έφτιαχναν κάτι. Όποιος ανοίγει μια Ανθολογία και διαβάζει τα ωραιότερα ποιήματα της γερμανικής λυρικής ποίησης, δεν υποπτεύεται τα προστάδια επεξεργασίας, που διάνυσαν αυτά τα δημιουργήματα για να φτάσουν στην τελική τους μορφή. Πόσο κοπιώδη ψιλοδουλειά εμπεριέχει η δημιουργική διαδικασία, το αντιλαμβάνεται κανείς μόνο όταν έχει μπροστά όλη τη σχετική προεργασία. Κι αυτό μπορεί πιο εύκολα να διαφανεί, αν παρακολουθήσουμε στη συνέχεια τη διαδικασία διαμόρφωσης ενός συγκεκριμένου ποιήματος, που προσμετράται στα γνωστότερα και αξιολογότερα του γερμανικού λυρισμού.
Θ’ αναφερθούμε όμως πρώτα στο θέμα: Πρόκειται για μια κρήνη σε τρία επίπεδα. Από το κέντρο μιας κυκλικής λεκάνης ριπή νερού εκτοξεύεται προς τα πάνω. Στη συνέχεια πέφτει, όπως αναμένεται, και γεμίζει τη λεκάνη που βρίσκεται από κάτω. Από εδώ το νερό ξεχειλίζει και γεμίζει αλληλοδιάδοχα, σε χαμηλότερα επίπεδα, μια δεύτερη και μια τρίτη λεκάνη, όπου μέσω μιας μη ορατής αντλίας επαναλαμβάνεται εκνέου η ίδια τροχιά. Μια τέτοια εικόνα κλειστού συστήματος, όπου μια κίνηση σταθερά επανέρχεται και επαναλαμβάνει τον εαυτό της, μας εντυπωσιάζει , ώστε να θέλουμε να την εκφράσουμε ποιητικά. Κι επειδή η ποίηση διαφορετικά απ’ ό,τι η ζωγραφική, πέρα απ’ την περιγραφή μπορεί να αποδώσει και τη ροή του χρόνου, θα προσπαθήσουμε να παραστήσουμε γλωσσικά την ανάπτυξη της πορείας του νερού της πιο πάνω κρήνης.

Διακρίνουμε πέντε φάσεις δράσης, για τις οποίες απαιτείται η ανεύρεση της κατάλληλης ποιητικής έκφρασης. Τον συριγμό της απότομα εξερχόμενης υδάτινης ριπής θα μπορούσαμε να κάνουμε πιο αισθητό, βάζοντας ένα ρήμα έντονης κίνησης στον πρώτο στίχο. Τούτο γίνεται ακόμα πιο αισθητό με τη συχνή χρήση ηχητικά κατάλληλων φθόγγων. Επειδή τώρα το νερό συνεχίζει να πέφτει διακεκομμένα από τον ένα στον άλλο χώρο υποδοχής, πρέπει και η ροή του λόγου να γίνει με αντίστοιχες ανακοπές. Για να εκφραστεί ο χαρακτηριστικός εκείνος ήχος της εκτοξευόμενης υδάτινης μάζας, αλλά και το απαλό θρόϊσμά της όταν ξεχειλίζοντας κυλά σε χαμηλότερο επίπεδο, θα χρησιμοποιούσαμε στην πρώτη περίπτωση φθόγγους ιδιαίτερα ψηλής συχνότητας, ενώ στη δεύτερη απαλούς ρινικούς και υγρούς φθόγγους. Όσο για τη γλωσσική διαμόρφωση μιας τέτοιας ταχύρρυθμης κυκλοφορίας, θα επιλέγαμε ανάλογα γοργή ακολουθία πολλαπλών και σύντομων προτάσεων ( με συχνή χρήση του συνδετικού «και»).
Εντούτοις δεν είναι και τόσο εύκολο να γίνει ένα ποίημα, που να ανταποκρίνεται σε όλα όσα περιγράψαμε παραπάνω. Ο Conrad Ferdinand Meyer, συγγραφέας του υπό συγκριτική ανάλυση ποιήματος, χρειάστηκε 22 τόσα χρόνια για να το καταφέρει. Ας αρχίσουμε από την πρώτη γραφή του:

Ρώμη: Συντριβάνι ( 1860 )

Ριπή νερού βγαίνει απ’ την κρήνη
και σε μαρμάρινο πέφτει λαγήνι.
Το σκοτεινό νερό υπερχειλίζει
και να ρέει σε κογχύλι αρχίζει.
Μα το κογχύλι κι αυτό πλημμυρίζει
και λεκάνη χαμηλά γεμίζει.
Το καθένα παίρνει αλλά και δίνει
και όλα νιώθουνε μεστά και πλήρη.
Κι αν κάθε φάση τελεί εν κινήσει,
η όλη εικόνα – μια ήρεμη φύση.

Σ’ αυτή την πραγμάτωση, το ποίημα δύσκολα θα’ μπαινε σε μια Ανθολογία. Ακούοντάς το έχει κανείς την εντύπωση, ότι πρόκειται για μια διαδικασία σε πέντε φάσεις, επειδή οι στίχοι ομοιοκαταληκτούν σε ζεύγη που το καθένα λειτουργεί ως μια αυτόνομη ενότητα. Ούτε η ξαφνική εκτόξευση του νερού, μήτε η αλλαγή από τον συριγμό και το έντονο κελάρυσμα στον απαλό παφλασμό βρίσκουν την ανάλογη έκφραση. Γενικά το ποίημα φαίνεται χωρίς έμπνευση και φτιαγμένο εργαστηριακά. Προφανώς ο ποιητής δεν έμεινε ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα, αφού δυο χρόνια αργότερα έδωσε μια δεύτερη γραφή, την ακόλουθη:

Η κρήνη ( 1862 )

Ριπή νερού πηδά απ’ την κρήνη
σε φωτεινό κογχύλι πέφτει με δίνη.
Και το κοχύλι σαν ξεχειλίσει
σε τάσι χύνεται, που πλημμυρίζει
κι άλλη λεκάνη χαμηλά γεμίζει.
Ενέχει επάρκεια η κάθε φάση
συνέχεια παίρνοντας ό,τι έχει χάσει.
Κι αν όλες φαίνονται εν κινήσει,
η όλη εικόνα- μια ήρεμη φύση.

Εδώ η ροή του λόγου δεν παρουσιάζει διακοπές, αλλά με ενιαία ανάπτυξη οδηγείται στην τελική εικόνα. Οι τρεις υποδοχείς νερού διαχωρίζονται με βάση το μέγεθος, σε «κογχύλι», «τάσι» και «λεκάνη». Δεν μπορεί εντούτοις να παραβλέψει κανείς μια ισομετρική μονοτονία, επειδή ο στίχος εξακολουθεί να ομοιοκαταληκτεί κατά ζεύγη, με αποτέλεσμα την αίσθηση μιας διαχωριστικής τομής ανάμεσά τους. Αλλά κι η αλλαγή από τον ηχηρό συριγμό στον συνακόλουθο ήπιο παφλασμό του νερού, δεν αποδίδεται με επαρκή σαφήνεια. Και μ’ αυτή τη γραφή, καθώς προκύπτει, ο ποιητής δεν έμεινε ικανοποιημένος, γι’ αυτό και δοκίμασε να το ξαναγράψει τρία χρόνια αργότερα. Για ν’ αποφύγει την ενοχλητική μονορρυθμία, αντικαθιστά τώρα την κοφτή κατά ζεύγη ομοιοκαταληξία, με σταυρωτή ρίμα. Έτσι δημιουργείται μια βατή και απαλή στιχουργική ροή, η οποία όμως πάλι μόνο γενικά αναπαριστά την κυκλοφορία του νερού της συγκεκριμένης κρήνης.

Η κρήνη ( 1865 )

Μια κρήνη σε κήπο ρωμαϊκό
βρίσκεται βαθιά κρυμμένη,
απ’ το μεσημεριάτικο σκληρό φως
τόσο καλά προφυλαγμένη.
Ριπή νερού κάθε τόσο ανεβαίνει
σε νύχτα δασύφυλλη και σκοτεινή
και σε λεκάνη ύστερα μπαίνει,
που ξεχειλίζει με ροή σιγανή.

Το νερό γοργά κατακλύζει
της δεύτερης λεκάνης την κοίτη,
που κι αυτή πλέρια γεμίζει
ξεχειλώντας μέσα στην τρίτη:

Η καθεμιά παίρνει και δίνει
κι επάρκεια νιώθουν όλες μαζί,
η κάθε φάση από κίνηση σφύζει
μα κι ησυχάζει την ίδια στιγμή.

Η επιλογή της μορφής που έγινε πιο πάνω δημιουργεί ένα καινούργιο πρόβλημα. Αφού το μέτρο των στίχων θυμίζει στροφή από το έπος Nibelungen, που πολυχρησιμοποιήθηκε τον 19. αιώνα σε μπαλάντες, ώστε ο αναγνώστης να αναμένει την ανάπτυξη δράσης αντί μια συμβολικά διαμορφωμένη εικόνα. Μόνο 17 χρόνια αργότερα πέτυχε ο ποιητής την τελική γραφή, που με πολύ λιτά μέσα ανταποκρίνεται πιο ολοκληρωμένα στις αρχικές μας προδιαγραφές για την ποιητική επεξεργασία του θέματος. Ας το διαβάσουμε επιτέλους, για να δούμε πόσο μας πείθει:

Η Ρωμαϊκή κρήνη ( 1882 )

Νερό απ’ την κρήνη ξεπηδά
και τάσι από μάρμαρο γεμίζει,
μα σύντομα κι αυτό ξεχειλίζει
σε δεύτερης λεκάνης την κοίτη.

Και σαν πλημμυρίσει κι αυτή
με παφλασμό εκρέει στην τρίτη…
Όμοια η καθεμιά παίρνει και δίνει-
και ρέει συγχρόνως, κι ακινητεί.

Όταν διαβάζει κανείς δυνατά αυτό το ποίημα, νιώθει καλύτερα τη γλωσσική αναπαράσταση της πορείας του νερού στις διάφορες φάσεις. Το απότομο τίναγμα του νερού αποδίδεται δραστικότερα με την τοποθέτηση ενός έντονα «κινητικού» ρήματος στον πρώτο στίχο…. Ακόμα και με λίγη άσκηση στην ανάγνωση ποίησης, διαισθητικά μπορεί κάποιος να νιώσει, πότε ένα ποίημα μορφικά είναι τελειότερο από ένα άλλο…Άρα, πρέπει να υπάρχουν κριτήρια που καθορίζουν τι είναι καλύτερο και τι λιγότερο καλό. Το γεγονός ότι η τέταρτη γραφή του ποιήματος της αισθητικής μας ανάλυσης ανευρίσκεται σε όλες τις Ανθολογίες Γερμανικής λυρικής ποίησης, ενώ οι προηγούμενες τρεις έχουν ξεχαστεί, αποτελεί μια ένδειξη αντικειμενικότητας κάποιων κριτηρίων. Το υποκειμενικό απλά γούστο δεν μπορεί να είναι φερέγγυο, καθοδηγητικό στοιχείο. Κι επειδή οι πρώτες τρεις δοκιμές ουσιαστικά έχουν το ίδιο περιεχόμενο όπως κι η τέταρτη τελική γραφή, η αισθητική ανωτερότητα της τελευταίας δεν μπορεί παρά να έγκειται στην τελειότερη της μορφή.

Υ.Γ. Ο Γερμανός αναλυτής επιχειρηματολογεί υπέρ της αισθητικής υπεροχής της τελευταίας εκδοχής, παρόλο που προσωπικά δεν είμαι σίγουρος αν είναι καλύτερη από την προτελευταία ( την 3. στη σειρά), για την οποία έχω μια προτίμηση.

 

 

 
 

 

 

 

 

 

Ποίηση και Ποιητική του ΜΙΧΑΛΗ ΠΙΕΡΗ

Η “αστυ-κεντρική” ποιητική Οδύσσεια του Μιχάλη Πιερή – από Ανδρέα Πετρίδη

Στο δοκίμιο  Τί είναι μείζων και τι ελάσσων ποιητής, από το βιβλίο του Επτά δοκίμια για την ποίηση, ο Τ.Σ. Έλιοτ μας συμβουλεύει ν’ αποφεύγουμε για τους σύγχρονούς μας ποιητές μια τέτοια προβληματική και να διερευνούμε μόνο αν διαθέτει κάποιος το στοιχείο της γνησιότητας. Ως ενδείξεις μάλιστα που θα ενίσχυαν αυτήν την εκτίμηση, αναφέρει το φαινόμενο να μας έρχονται επίμονα στη μνήμη φράσεις ή στίχοι, ώρες και μέρες μετά την ανάγνωση των κειμένων. Έτσι κι εγώ προσωπικά, διαβάζοντας φέτος για πρώτη φορά με κάποια συστηματικότητα το ποιητικό έργο του Μιχάλη Πιερή, έγινα κοινωνός της παραπάνω εμπειρίας. Διάφοροι στίχοι, ανεξάρτητοι ο ένας απ’ τον άλλο και διάσπαρτοι μέσα στα ποιήματά του, εισέβαλλαν απρόσκλητοι στο μυαλό μου, ως κομβικοί περίπου σηματωροί και αγγελιαφόροι ενός εκ βάθους αναδυόμενου ένσαρκου λόγου.
Ήμουν βέβαιος πια πως από τέτοια συγκινησιακά φορτισμένα κι αισθητικά αυτάρκη ερείσματα, προέκυπτε φυσιολογικά η γνησιότητα της ποιητικής φωνής του Μιχάλη Πιερή. Καταθέτω με τυχαία σειρά έναν αριθμό τέτοιων επιμόνως ηχούντων στ’ αυτιά μου λυρικών αντηχήσεων. Κι αν φανεί πως δένουν κάπως μαζί, προφανώς είναι γιατί τους συνδέει η ίδια εσωτερική διάθεση, καθώς και το ίδιο αναγνωρίσιμα προσωπικό ύφος.

Πάντα θα υπάρχει ένα ποίημα
να το κοιτάς να το παλεύεις.
*
Χάραζε φως αμείλικτο
με το σπαθί στο χέρι.
*
Χώρα της απομόνωσης
της μαύρης θλίψης.
*
Ας γίνουν όλα αργά στην ώρα τους
με το ρολόι της φύσης
*
Όταν ο έρωτας θα φύγει, θα είναι το κενό
χώρος που θα θυμίζει φονικό
*
Σε ικετεύω μνήμη
μείνε απόψε δυνατή

Αφήνω όμως ως εδώ το καθοδηγητικό τούτο εισαγωγικό άνοιγμα και μπαίνω απευθείας στην καθαυτό κατάθεση του ποιητή. Θα προτιμήσω να δώσω πρώτα το στίγμα του συνοπτικότερα, προτού αναφερθώ σε επιμέρους πτυχές της δημιουργίας του.
Οι καλές στιγμές στην ποίηση του Μιχάλη Πιερή καλύπτουν δεκάδες τίτλους του πολυσέλιδου έργου του. Σ’ αυτές επιτυγχάνει αισθητικές πραγματώσεις που αναγνωρίζονται εύκολα από τον κριτικό ή τον επαρκή αναγνώστη. Ο ποιητής ευστοχεί ιδιαίτερα εκεί όπου με περισσότερη εκφραστική αφαίρεση και δραστικότερο με-ταβολισμό των τεχνικών μέσων, προβάλλει καθαρά ένα αυθεντικότερο προσωπικό ύφος. Τέτοια αξιόλογα δείγματα ανευρίσκονται ευάριθμα σε όλο το αστυ-κεντρικό έργο του, σε μεγαλύτερη όμως πυκνότητα στα σχετικά μικρά ποιήματα της πολυφωνικής Αφήγησης, καθώς και σ’ εκείνα με τη θεματική της Γρανάδας. Ειδική μνεία ανήκει δικαίως και στο τρισέλιδο προγραμματικό τρίπτυχο Δός μου Ορισμόν (1993), μια γλωσσικά και δομικά πειραματική σύνθεση για τον έρωτα και την τέχνη γενικότερα. Τα παραπάνω αποτελούν κατά την κρίση μου τον
πιο ώριμο καρπό της συνολικής ποιητικής του δημιουργίας. Σ’ αυτά το σώμα της ποίησης διαμορφώνεται πιο συμπαγές, με πυκνή δομή και αρμονικά εναλλασσόμενη ανάπτυξη. Στα ποιήματα ειδικά για τη Γρανάδα, που θα χαρακτήριζα ως Ισπανική εμπειρία της ποιητικής του διαδρομής, αναδύεται συχνά ένας υποβλητικός λόγος, με άρωμα βαθιάς αισθαντικότητας και θαυμαστικής εμβίωσης του χώρου και της ιστορίας.
Στην γνωριμία μου με το ποιητικό έργο του Μιχάλη Πιερή, κάποιες ιδιαιτερότητες της ποιητολογικής μορφοποίησης μου τράβηξαν απ’ την πρώτη ανάγνωση την προσοχή. Τον κυρίαρχο στιχουργικό ρυθμό έδινε συνήθως μια σταθερή – σε παραλλαγές ιαμβικής μετρικής – αφηγηματική γραμμή, εις βάρος ενίοτε ενός πυκνότερου κι επιγραμματικότερου λόγου. Τούτο γινόταν πιο πολύ αισθητό στις πολύστιχες λυρικο-επικές συλλήψεις, όπως και σε μεμονωμένα ποιήματα χαμηλότερης πνοής.
Όπως όμως η ποιητική Οδύσσεια του δημιουργού αποτελούσε, όπως σχολιάστηκε κάπου, ένα ποίημα «εν προόδω», έτσι κι η δική μου προσέγγιση δεν μπορούσε να ’ναι κάτι στάσιμο και διαφορετικό. Εμβαθύνοντας στη μελέτη μιας ολοκληρωμένης ποιητικής διαδρομής, έκτιζα και ο ίδιος σταδιακά το δικό μου κείμενο, αλλάζοντάς το κατά τι σχεδόν κάθε μέρα. Ανέπτυσσα, επίσης «εν προόδω», τις εκτιμήσεις μου, με κάποιες λέξεις, φράσεις ή επισημάνσεις ν’ αποτελούν κάποτε κινούμενη άμμο. Για ένα πράγμα δεν είχα αμφιβολία: ότι η ποιητική προσπάθεια του Μιχάλη Πιερή, σε ένταση ψυχο-πνευματική, αλλά και σε έκταση δημιουργική, δεν μπορούσε παρά να χαρακτηριστεί εντυπωσιακή. Σε ποιο βαθμό τώρα αυτή η ανάλωση δυνάμεων και απόσβεση προσωπικής ζωής μπόρεσαν να βρουν και το ανάλογο σε ένταση ρηματικό ισοδύναμο, ας το αφήσουμε κατά τον Έλιοτ στην κρίση του χρόνου. Όμως ο ποιητής, όπως δείξαμε και στην αρχή, εκπέμπει τη γνησιότητα μιας σύνθετης ευαισθησίας και πείθει δίχως άλλο πως καίει στον βωμό της τέχνης κάθε ικμάδα του. Ας τον παρακολουθήσουμε τροχάδην και ανακεφαλαιωτικά.
Στη συγκεντρωτική έκδοση Μεταμορφώσεις πόλεων, 2010, με κοσμοπολίτικη εκ πρώτης όψεως σκηνογραφία, αναζητεί βαθύτερα θύοντας στον βωμό μιας εσωτερικής περιπέτειας, όπου το τελικό ζητούμενο είναι η περιπέτεια της καθαυτό καλλιτεχνικής δημιουργίας. Οι χώροι όπου κινείται αναπλάθονται φαντασιακά με αισθητοποιημένο λόγο, αφού η ιστορία ως υπόκρουση κεντρίζει απλά τον νόστο για το ονειρικά αποκαλυπτικό. Μια ποιητική Πολυνησία συνθέτει, με το βάθος και την πολυμορφία της, ένα ποιητικό σώμα αναγνωρίσιμου ύφους και αδιάλειπτης ψυχικής ενότητας. Διαπλέοντας αναγνωστικά ένα τέτοιο τοπίο, ο αναγνώστης δέχεται ευχάριστα στο πρόσωπό του αύρες πειστικής βιωματικής εμπειρίας. Αρκετά ποιήματα αναδύονται ολόδροσα και με αξιώσεις, μα κι ούτε αλλάζει κάτι ανατρεπτικά, αν ακούονται που και που αραιότεροι κι αναλυτικότεροι στίχοι. Αντισταθμίζει η ζέση της μνημονικής συγκίνησης κι η χαρισματική ευλυγισία ενός αγαπητικά αφομοιωμένου εκφραστικού οργάνου.

Η ποιητική ενότητα με θεματική τη Γρανάδα άσκησε πάνω μου μιαν εντονότερη έλξη, απ’ την πρώτη φορά που τη διάβασα. Πιστεύω με κέρδισε το άρωμα μυστηριακής ατμόσφαιρας και νεοτερικότερης δόμησης του λόγου (παρά τον κάποιο πλατυασμό στην ανάπτυξη), κι αυτό ως αντίρρηση στην όποια εντύπωση για συντηρητική χροιά της ποιητικής του. Για να εξηγηθώ καλύτερα, υπενθυμίζω ότι έχουμε να κάνουμε με ποιητή ευρύτερης εμβέλειας στοχεύσεων, έναν ποιητή του Όλου και του Άλλου (σύμφωνα με τον Γιατρομανωλάκη), με παλίμψηστο φωνών, ρυθμών και ιδιωμάτων από πλατιά διαχρονική κοίτη. Κι ως εκ τούτου δεν προκύπτει συμπόρευσή του με συρμούς και μοντερνιστικά φαινόμενα, που συνηθίζονται από περιστασιακές πρωτοπορίες. Τα ποιήματα λοιπόν της Γρανάδας ως ενότητα, αντιπροσωπεύουν κάτι εκφραστικά παρθενικότερο, μ’ ένα φόντο υποβλητικά βιωματικό της ιστορίας. Καταθέτω την πρώτη στροφή από το Carmen dela Victoria:

Νυχτώνει στη Γρανάδα και τότε κήποι
θορυβούν. Ακούγονται οι ήχοι
της νυχτός στα δέντρα και στα άνθη
του Carmen de la Victoria. Φτάνουν
πουλιά απ’ το Βουνό σμίγουν
με τα πουλιά του κάμπου. Φτάνεις κι εσύ
την ώρα που θολώνουν τα νερά
και σιωπηλίζουν τα πουλιά στα δέντρα.

Κεντρική όμως θέση στη σύνολη ποιητική κατάθεση του Μιχάλη Πιερή, κατέχει η φιλόδοξη λυρικο-επική σύνθεση με τον τίτλο Αφήγηση. Πολλοί έχουν καταπιαστεί κριτικά κι ερμηνευτικά μ’ αυτό το έργο, καρπό της ωριμότητας και της αποθησαυρισμένης σοφίας του. Είναι από τα ποιητικά συνθέματα, στα οποία ισχύουν ενότητα και οργανική ανάπτυξη δομής και θεματικού πυρήνα – και που πραγματώνεται πολυφωνικά και πολύτροπα το πέρασμα από το εγώ στο εμείς, με διαχρονική ενεργοποίηση παρελθοντικών, παροντικών και μελλοντικών διακείμενων. Αποτελεί σίγουρα μια ενορχήστρωση ικανή να τέρψει αισθητικά, αλλά και να ενισχύσει αρκούντως την πολιτισμική, φυλετική κι ευρύτερα ανθρώπινη αυτοσυνειδησία μας. Φτάνοντας κάποτε στο τέλος της πολυστρωματικής του Αφήγησης, ο Μιχάλης Πιερής αποσύρεται ως αφηγητής και σπρώχνει σαν καραβάκι στ’ ανοιχτά το τελειωμένο σώμα της γραφής του.  Βιάζεται να το κατευοδώσει στον μελλοντικό χρόνο και στο δικό του αναγνωστικό πεπρωμένο, τώρα που ακόμα το νιώθει σπαρταριστά ζεστό κι ολοζώντανο. Έγνοια του είναι για την ακρίβεια, μήπως δεν φτάσει έγκαιρα εκεί που πρέπει και δεν προσεχτεί στην ουσία του. Δεν είναι της περίστασης να ξανοιχτώ περισσότερο, δεν μπορώ όμως να μην καταγράψω το σπαρακτικά τρυφερό καταληκτικό τρίστιχο από τον σύντομο επίλογο, με τον τίτλο Κιτάπι,  που εκφράζει ακριβώς με ποιητική ένταση αυτή την αγωνία:

Φιλόλογοι θα σκύψουν στο κορμάκι σου
ν’ ασχοληθούν μ’ αυτό που φαίνεται.
Όχι μ’ αυτό που μόνο εσύ γνωρίζεις.

Μετά απ’ όλα αυτά, τι έχει να πει κανείς; Καλοτάξιδο ας είναι το σώμα της ποίησης του Μιχάλη Πιερή, μια σημαντική σε έκταση και ένταση ευαισθησίας κατάθεση. Ακόμη κι εκεί που αθέλητα ξεπροβάλλει κάποτε το πλάτος και το βάθος της φιλολογικής του γνώσης, ο χτύπος μιας ποιητικά συγκινημένης καρδιάς ορθώνει αδιαμφισβήτητη την αυθεντικότητα της φωνής του.

 

“Εξ Αφορμής” και “Εντόπιο Ρίγος” ( έγραψε η Μαρία Πυλιώτου)

ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ
1.Εξ αφορμής. Αισθητικές προσεγγίσεις.     2.Εντόπιο ρίγος: Αναγραφή τελευταία (ποίηση).
Της ΜΑΡΙΑΣ ΠΥΛΙΩΤΟΥ ( εφημερ. ΑΛΗΘΕΙΑ, 03.07.14 )

Με ιδιαίτερη χαρά η Σελίδα μας προτείνει σήμερα δύο βιβλία. Και τα δύο ανήκουν στον γνωστό ποιητή και μελετητή λογοτεχνίας Ανδρέα Πετρίδη. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1948 στην Τρεμιθούσα της Πάφου. Σπούδασε Ιατρική στη Γερμανία και ειδικεύτηκε στην Παιδιατρική. Από το 1980 εργάζεται ως ιδιώτης γιατρός. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και για μακρά περίοδο αντιπρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου. Υπήρξε συνανθολόγος της Παγκύπριας Ανθολογίας ποίησης «Οργής και Οδύνης – Εκατόν φωνές» (2000).
Ο Ανδρέας Πετρίδης έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές. Έχει, επίσης, μεταφράσει ποίηση του Μπρεχτ και του Ρίλκε. Παράλληλα δημοσιεύει κείμενα λογοτεχνικής κριτικής κι αποτελεί μια από τις πιο εξέχουσες πνευματικές μορφές της Πάφου.

Να ξεκινήσουμε με τις «Αισθητικές Προσεγγίσεις-Εξ αφορμής», που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Πρόκειται για ένα αξιόλογο τόμο άνω των 200 σελίδων, όπου περιλαμβάνονται κριτικές ποιητικών βιβλίων, μα και πιο εκτενείς μελέτες για ποιητές, γνωστών και λιγότερο γνωστών, που ωστόσο το έργο τους έχει αφήσει τα χνάρια του στη λογοτεχνία του τόπου μας. Πιστεύω πως αξίζει ν’ αναφερθούν όλα τα ονόματα των ποιητών μας που ο Ανδρέας Πετρίδης κάνει σύντομες αλλά σημαντικές κριτικές αναλύσεις κάποιου έργου τους ή ακόμα και στο σύνολο της προσφορά ς τους. Στον τόμο, λοιπόν, αναφέρονται τα ονόματα των Μάριου Αγαθοκλέους, Ανδρέα Γεωργιάδη, Δημήτρη Γκότση, Σοφοκλή Λαζάρου, Ανδρέα Μακρίδη, Γιώργου Μολέσκη, Πολύβιου Νικολάου, Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου, Ανδρέα Παστελλά, Μιχάλη Πιερή, Αντώνη Πιλλά, Γιάννη Ποδιναρά, Μόνας Σαββίδου-Θεοδούλου, Έλενας Τουμαζή-Ρεμπελίνας, Κυριάκου Χαραλαμπίδη και Κυριάκου Χατζηλουκά.  Ακολουθούν «Χωρίς Σχόλια» άλλες πέντε ποιητικές αναφορές –«Συναντήσεις», όπου ο συγγραφέας επιλέγει και προτείνει ποιήματα, πολύ σημαντικά πιστεύω, και σωστά ο κ. Πετρίδης αποφεύγει τα σχόλια. Εξάλλου, δεν είναι πάντα απαραίτητα. Να μην ξεχνάμε πως και μονάχα η επιλογή ποιητών και ποιημάτων (π.χ. σε Ανθολογίες) αποτελεί κριτική αποτίμηση. Έτσι έχουμε δείγματα γραφής της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου, της Ειρήνης Χατζηλουκά-Μαυρή, της Νάσας Παταπίου, του Νίκου Ορφανίδη και της Αντριάνας Ιεροδιακόνου. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι κι αυτό με το οποίο ο συγγραφέας καταλήγει στο Προλογικό του Σημείωμα: «Κύρια επιδίωξή μου, αν ευδοκιμήσει τελικά, είναι η διάνοιξη επικοινωνίας του αναγνώστη με τη βαθύτερη καλλιτεχνική αλήθεια των ποιητών και της συγκεκριμένης δημιουργίας των».

Ο μελετητής Ανδρέας Πετρίδης, λοιπόν, κρίνει, προβληματίζει και προβληματίζεται και αυτοκρίνεται, σε μια προσπάθεια να φτάσει σ’ ένα αποτέλεσμα ικανοποιητικό για τον ίδιο πρώτιστα και για τον ενδιαφερόμενο, βέβαια, αναγνώστη: «Μέρος αυτών των δοκιμιακών εργασιών», όπως ο ίδιος υποσημειώνει, «έχουν προδημοσιευτεί στο προηγούμενό μου βιβλίο (2010) με τον τίτλο «Ποιητές και Ποιήματα – Μια Εμπειρική Αισθητική». Η επαναφορά τους γίνεται μετά από περαιτέρω κριτική επεξεργασία και επιμέρους αλλαγές που έχουν προκύψει».
Προτού προχωρήσω στο δεύτερο βιβλίο, το ποιητικό «Εντόπιο Ρίγος. Αναγραφή Τελευταία», θα ‘θελα να αναφέρω την εκδοτική αρτιότητα του «Εξ αφορμής» με το υπέροχο εξώφυλλο του Δημήτρη Κατσώνη.
Το «Εντόπιο Ρίγος» περιέχει 28 ποιήματα χωρισμένα σε τρεις ενότητες: Το Εντόπιο Ρίγος, Διαλογισμοί, Ένα Νησί. Όλα τα ποιήματα είναι γραμμένα σε μοντέρνα τεχνοτροπία, με σουρεαλιστικά σκόρπια στοιχεία που δένονται αισθητικά κι αποτελούν κάθε φορά κι ένα ενδιαφέρον σύνολο. Επίσης, και στις τρεις ενότητες κυριαρχεί το τοπίο, ιδιαίτερα της Πάφου, με το φως, το μύθο, τη θάλασσα, τον ουρανό, τη γη με τα κυκλάμινα, την ιστορία, τις παραδόσεις, τα μοναστήρια. Μαζί μ’ αυτά και η ψυχή του ανθρώπου. Κι η αγωνία του «σε μια ζωή που όλο αλλάζει/το πρόσωπό της κάθε μέρα» (Όστρακο, σελίδα 24).
Ενδιαφέρουσα και η ποίηση του Ανδρέα Πετρίδη, μια ποίηση που φέρει – κι αυτό είναι το πιο σημαντικό – την προσωπική σφραγίδα του ποιητή, μια γραφή ιδιόμορφη, κι αυτή η ιδιομορφία παρατηρείται και στις κριτικές και τα δοκίμιά του.

ΚΑΤΑΝΥΞΗ (ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ)

Περπατώντας ξανά
στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα
χωρίς καμιά πρόθεση – αντίθετα ίσως,
ξυπνά μια κατάνυξη από ένα
σαπισμένο που πέφτει καρύδι
μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,
που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα
και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο
της μνήμης θρουμπί.

ΟΔΥΝΗ

Γυναίκες – μορφές ανάμεσα
στο χρώμα της νύχτας και της μέρας
σκιές του σπιτιού καρτερικές
τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,
το έπος τους εξιστορούν
με διαπεραστικά τραγούδι θλιμμένο:
Ξέπλυνε πρώτη βροχή
το κάρβουνο, το αίμα.
Ξέπλυνε και τη συνήθεια
του πόνου και του χαμού-
πέπλος κρυφός που κάθεται
στην ψυχή μου ανεπαίσθητα
σαν αόρατη άμμος.

ΟΣΤΡΑΚΟ

Ξάφνου δεν είσαι πια ευτυχής
ξάφνου αμφιβάλλεις
για τον βοριά για τον νοτιά
που χαϊδεύει τα μαλλιά σου
και για το χρώμα του γιαλού
που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.
Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις
αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια,
κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο.
Ώσπου τ’ αφήνεις στην πρώτη στροφή-
ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,
χωρίς διόλου να λυπάσαι.
Καθώς το όστρακό σου ανοίγει πάλι
μπάζοντας φως χάνοντας αίμα,
σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει
το πρόσωπό της κάθε μέρα.