Όταν περνούν οι γερανοί – Διήγημα Ανδρέα Πετρίδη

ΟΤΑΝ ΠΕΡΝΟΥΝ ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ

  • Ένα διήγημα «κλασικής» δομής, του ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ –

Τον τύλιξε ανεπαίσθητα ο ύπνος, γερμένος όπως ήτανε στον κορμό της γέρικης ελιάς. Ο Φώτης είδε τότε το κορμί του, ανάλαφρο σαν αγγελούδι, να σηκώνεται ψηλά και να φεύγει μακριά, διασχίζοντας κάμπους και βουνά και πετώντας ανεμπόδιστα πάνω από φράκτες και συρματοπλέγματα. Σαν έφτασε στην τόσο γνώριμη των πρώτων παιδικών χρόνων πλαγιά, σταμάτησε να κτυπά δυνατά τα φτερά, χαμηλώνοντας πάνω από ερημωμένες αυλές και σπιτάκια, που του φαίνονταν να βόσκουν σαν πρόβατα στο ανοιξιάτικο φρέσκο χορτάρι… Αναγνώρισε το χωριό όπου γεννήθηκε – κι άρχισαν ξαφνικά μπροστά του να ζωντανεύουν όσα συνέβηκαν τόσο γοργά κι ανεξήγητα, πριν πάρει με τους γονείς του τον δρόμο της φυγής και της προσφυγιάς…

Θυμάται το πρώτο εκείνο καλοκαίρι που συνόδευσε τον πατέρα στη ρεματιά, πίσω από τρία μικρά προβατάκια. Τα παρακολουθούσε πώς έτρεχαν και χοροπηδούσαν, έτσι ακριβώς όπως έκανε κι ο ίδιος, γεμάτος χαρά και ζωντάνια μέσα στο ανθισμένο φυσικό περιβάλλον. Δεν χόρταινε να κοιτάζει και να ρωτά… Έμαθε για το ποτάμι που ξεκινά από πολύ μακριά, κουβαλώντας στις βροχερές μέρες του χειμώνα δασόξυλα απ’ τα ορεινά… Άκουε για τα χελιδόνια, που πετούσαν ώρες τιτιβίζοντας από πάνω του, πριν φύγουν με το φθινόπωρο για μακρινά και ζεστότερα μέρη… Για να επιστρέψουν πάλι την ίδια εποχή, κτίζοντας την καινούργια ή ξαναφτιάχνοντας την παλιά τους φωλιά.
Κάτι άλλο σπουδαίο που χαράκτηκε στη μνήμη του κάποτε, ήταν μια αρχαία κολώνα βγαλμένη τυχαία απ’ το χώμα με τ’ άροτρο… Τους εξήγησε ο δάσκαλος, σε κάποια σχολική εκδρομή, πως ήταν «πολύτιμο εύρημα, σημάδι ατράνταχτο της ιστορίας του τόπου», καθώς είπε. Και τους διαβεβαίωσε, πως κι άλλα πολλά πολύτιμα πράγματα υπήρχαν σίγουρα κρυμμένα στο χώμα. Ένιωθε τότε κι ο μικρός Φώτης παράξενα περήφανος για το χωριό του, άνκαι δεν μπορούσε με ακρίβεια να το εξηγήσει. Θαύμαζε τη στιλπνή λευκή ομορφιά της αμίλητης πέτρας με την περίτεχνα χαραγμένη επιφάνειά της… Ακόμα και κάτι περίεργα γράμματα στο πάνω μέρος της δεν μπορούσε να τα διαβάσει, μήτε καν ν’ αντιληφθεί το νόημά τους. Δεν τον πείραζε όμως. Φτάνει που ο δάσκαλος και κάποιοι γνωστικότεροι πιο μεγάλοι αναγνώριζαν την αξία της κολώνας, που ξεπετάχτηκε μια μέρα στο φως του ήλιου.

Ένα κατοπινό καλοκαίρι, ενώ βοσκούσε έξω στους αγρούς τα πρόβατα με τα μάτια ονειροπόλα και καρφωμένα μακριά, μετά από στιγμές σιωπής έβγαλε μια φωνή έκπληξης για κάτι που αντίκρυζε για πρώτη φορά:
 – Πατέρα, πατέρα…Τί είναι η σκούρα εκείνη και λεπτή γραμμή στον ορίζοντα, που σιμώνει, σφυρίζοντας ολοένα πιο δυνατά;

Σταμάτησε ο πατέρας να πελεκάει καυσόξυλα – και βάζοντας το χέρι αντήλιο, ξεχώρισε στην άκρη του ορίζοντα την καμπύλη σκούρα γραμμή πουλιών αποδημητικών που πλησίαζε, σφυρίζοντας κάθε τόσο μονότονα. Χαμογελώντας με κατανόηση, άφησε την αξίνα στο χώμα και βημάτισε με πατρική φροντίδα προς το μέρος του ξαφνιασμένου, από το πρωτο-ίδωτο θέαμα, Φώτη.

Περνούν οι γερανοί, παιδί μου…Έρχονται κάθε χρονιά σαν ζεστάνει ο καιρός στα μέρη μας, κουβαλώντας στις πλάτες των εκατοντάδες χελιδόνια. Κάθε χρονιά μέσα στην Άνοιξη, με το ίδιο απόμακρο σφύριγμα να τους προσμένεις… Είναι άκακα και φιλοτάξιδα πουλιά.

Από τότε ο Φώτης έτσι κι έκανε. Όταν ερχόταν Απρίλης- Μάης, με τις πρώτες δυνατές λιακάδες, κατέβαινε τακτικά στο ίδιο εκείνο αγαπημένο του μέρος, στο χωράφι με την σκαλισμένη κολώνα και ρέμβαζε ώρες πολλές, περιμένοντας τους γερανούς να φανούν- μικρές κουκκίδες στην άκρη του ορίζοντα. Ύστερα στιγμή τη στιγμή να φαίνονται καθαρότερα και να μεγαλώνουν, κρατώντας χέρι-χέρι σε μιαν απέραντη γραμμή πάνωθέ του, τακτικά και λυπημένα σφυρίζοντας. Κι εκείνος να ψηλώνει όλο και πιο κάθετα το κεφάλι του να μην τους χάσει, να τους παρακολουθήσει όσο μπορεί περισσότερο, μέχρι να χαθούν ξανά στην άλλη άκρη τ’ ουρανού, στα βάθη μακριά του. Και στο τέλος, με το γέρμα του ήλιου, να επιστρέφει μοναχός στο σπίτι, να το διηγηθεί στους γονείς, να το διηγηθεί στον παππού και στους φίλους του μ’ ένα ανάμικτο αίσθημα χαράς και λύπης…
Είδα ξανά τους γερανούς. Τους είδα όπως πάντα σαν αλυσίδα να έρχονται σφυρίζοντας…Έλεγε και ξανάλεγε, σάμπως και δεν τον πίστευαν. Το επαναλάμβανε, θέλοντας να εκφράσει δυνατά και ανακουφιστικά τα συναισθήματα που τον πλημμύριζαν. – Και του χρόνου θα τους περιμένω, στο ίδιο μέρος, τον ίδιο μήνα… Έλεγε και ξανάλεγε και μια κρυφή λαχτάρα τον συνέπαιρνε ολόκληρο.

Έτσι πράγματι γινόταν κάθε χρονιά, ώσπου ο Φώτης άκουγε πια τα πουλιά σχεδόν προτού καν φανούν, προτού φανερωθούν σαν μαύρες γραμμούλες στο γλαυκό του ορίζοντα. Φρόντιζε ο ίδιος νά’ ναι πάντα εκεί, στη σωστή θέση, στον σωστό χρόνο, γιατί κι όλας μια βαθύτερη σχέση ένωνε τη ψυχή του μαζί τους. Όχι δεν μπορούσε, δεν μπορούσε ποτέ στους υπολογισμούς που έκανε να λαθέψει…

Κι όμως φέτος, να που έρχονται τόσο παράκαιρα οι γερανοί, μονολόγησε ο Φώτης  έκπληκτος και συγχυσμένος… Έβαλε προσεκτικότερα το χέρι αντήλιο και ξανακοίταξε.
Ναί, ναί, ξαναψιθύρισε, αυτοί είναιΝα, οι μαυρόγκριζες φτερωτές κουκκίδες, που μεγαλώνουν ολοένα κι όλο πιότερο βουϊζουν σιμώνοντας.

Είπε «βουίζουν» και δάγκωσε τα χείλη απορημένος με τον εαυτό του. Ήταν όμως βέβαιος πως δεν είχαν τούτη τη φορά το ίδιο σφύριγμα. Ίσως νά’ ταν κουρασμένοι, ίσως και νά’ νιωθαν για κάποιο λόγο ανήσυχοι κι έβγαζαν κάτι σαν βουητό, όσο έρχονταν πιο κοντά του. Ίσως ακόμα, τόσο που βιάστηκαν πριν βγει καλά ο χειμώνας, να βρήκαν στον δρόμο τους καταιγίδες που τους ταλαιπώρησαν. Αλλιώς δεν εξηγείται, συλλογιζότανε, που γιάλλιζαν τόσο παράξενα σαν μέταλλο οι μεγάλες και πλατιές φτερούγες των…
Όταν τελικά πέρασαν μ’ ένα τρομακτικό μουγγρητό  πάνω απ’ το κεφάλι του, όλο το χωριό γύρω τάραξε συθέμελα…Τ’ αγαπημένα του πουλιά, οι γερανοί που με κρυφή λαχτάρα πάντα περίμενε, καθόλου πια γνώριμοι, σχίσαν τ’ ουρανού το γαλάζιο με σιδερένια φτερά και φτύσαν φωτιά και σίδερο περνώντας. Μόνο το ψηλό κυπαρίσσι πριν πάρει φωτιά, κατάλαβε τί συνέβη και σιγοψιθύρισε:
«Όχι, όχι. Δεν ήταν αυτοί οι γνώριμοι γερανοί που φέρνουν την άνοιξη… Αυτοί είχαν σιδερένιες φτερούγες και στο διάβα τους έφτυσαν φωτιά…»
Αλλά και το χωριό ήξερε πια, έτσι βαριά λαβωμένο που το άφησαν οι φτερωτοί δαίμονες στο πέρασμά τους… Άδειες οι αυλές, τα σπίτια καπνισμένα χαλάσματα
κι οι δρόμοι γεμάτοι τρομαγμένα πρόσωπα, που φεύγαν βιαστικά και μ’ άδεια χέρια στο άγνωστο.

Ο Φώτης έμαθε για όλο τούτο το κακό αργότερα, όταν ξύπνησε κάπου αλλού και μ’ ένα πλατύ επίδεσμο στο κεφάλι, που αιμορραγούσε λιγάκι ακόμα. Όλα τού φαίνονταν θολά και μπερδεμένα, ως να τον ξερρίζωσαν και τον έριξαν σε μακρινά και ανοίκεια μέρη, σ’ ένα κόσμο που έπρεπε τώρα απ’ την αρχή να φτιάξει.

 

Τέτοια στο μισο-ύπνι ξετυλίγονταν συχνά στο μυαλό του και δεν μπορούσε εύκολα να πει αν του ήταν ευχάριστο ή δυσάρεστο. Η πραγματικότητα ήταν, ότι ζούσε τώρα με την οικογένειά του σ’ ένα ακριτικό προσφυγικό συνοικισμό, πλάι στη «νεκρή», όπως λεγότανε, «ζώνη». Οι γονείς του κάποτε- κάποτε του μιλούσαν για τον Δαυλό, το αγαπημένο χωριό τους, όπου πριν τον ξερριζωμό ζήσανε ευτυχισμένα χρόνια. Όλα αυτά όμως γίναν πια παρελθόν, που ιστορώντας το η φωνή τους τρεμούλιαζε και τα μάτια βουρκώνανε. Γι’ αυτό κι ο Φώτης με τον καιρό απόφευγε να τους ρωτά ο,τιδήποτε σχετικό, για να μην τους θυμίζει και να τους στενοχωρεί περισσότερο. Τους έφταναν οι άλλες σκοτούρες και τα λογής προβλήματα που αντιμετώπιζαν. Όμως ο ίδιος σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται παράξενα σιωπηλός και περίεργος… Περνούσε τις ελεύθερες ώρες του με διάφορες ασχολίες στην ύπαιθρο, όπως το σεργιάνι στους αγρούς και το μάζεμα λουλουδιών και αγριοβατόμουρων. Πιο πολύ όμως τον τραβούσε ένα καινούργιο παιγνίδι, δική του επινόηση… Όταν κάποια στιγμή βαρέθηκε να ζωγραφίζει με νερομπογιές στο χαρτί διάφορα πράγματα, άρχισε να βάφει εκεί κι εδώ με κόκκινο βαθύ χρώμα τα λευκά κυκλάμινα…Έτσι απλά για να χαλαρώσει, ή με την αίσθηση ότι δοκιμάζει κάτι τολμηρά πρωτότυπο. Κάτι σαν αθώα παρέμβαση στη φύση τριγύρω, δείχνοντας μάλιστα με καμάρι τα κατορθώματά του σε γονείς και φίλους. Και το έκανε συχνά, μετακινούμενος από μέρος σε μέρος, νιώθοντας κατά βάθος σαν ένας αρχάριος δημιουργός που ξαναφτιάχνει τον κόσμο. Φυσικά με την πρώτη βροχή οι πινελιές του στα πέταλα δεν κρατούσαν για πολύ και τα βαμμένα κυκλάμινα γρήγορα ξεπλένονταν. Ο Φώτης όμως, πεισματάρης καθώς ήταν, δεν απογοητευόταν εύκολα. Προπάντων σαν έβρισκε κάτι καινούργιο, για τη φαντασία του πιο ερεθιστικό. Κάτι που δεν άργησε να του παρουσιαστεί…

Η ιδέα του ήρθε μια μέρα, όταν, περπατώντας αφηρημένα σ’ ένα μικρό μονοπάτι κάμποση ώρα, σκόνταψε πάνω σε μια μισοπεσμένη ταμπέλα με την επιγραφή: «Προς νεκρή ζώνη». Έκανε να την προσπεράσει, αλλά μετά κοντοστάθηκε και συλλογίστηκε…Τί σημαίνει άραγε νεκρή ζώνη; Είναι μήπως τόσο νεκρή, που δεν βλαστάει τίποτε στο χώμα της; Ούτε ένα κυκλάμινο, μήτε μια μοναχική ανεμώνη; Φυσικά, από κάποια τυχαία ακούσματα πήγαινε ο νους του σε κάτι… Ίσως ακόμα και να υποψιαζόταν αδρά περί τίνος πρόκειται…Το απόδιωχνε όμως από τη σκέψη του, για να μη λειτουργήσει απαγορευτικά στη γοητεία της πρόκλησης να μπει μέσα, να δει τί συμβαίνει.

Το σούρουπο γύρισε σκεφτικός στο σπίτι κι απ’ το μυαλό του περνούσαν ένα σωρό πράγματα. Στην πραγματικότητα όμως, μόνο μια σκέψη ήταν κυρίαρχα βασανιστική και πυρπολούσε κυριολεκτικά τη φαντασία του. Πριν πέσει για ύπνο, ετοίμασε με κάποια νευρικότητα τα σύνεργα για την επιχείρηση της επόμενης μέρας. Δεν ξέχασε να βάλει στο ρούχινο σακκίδιο το πινέλο και τις αγαπημένες του νερομπογιές. «Πώς είναι, πώς είναι η νεκρή ζώνη», μονολογούσε με μια κρυφή λαχτάρα. Σκεφτόταν πως δεν μπορεί νά’ ναι τόσο νεκρή, θα ξετρυπώσει αυτός κάπου καμμιά βατομουριά, θ’ ανακαλύψει ανεμώνες και κυκλάμινα ανάμεσα στα βράχια… Κι ύστερα παίρνοντας πινέλο και χρώμα, ιδιαίτερα το κόκκινο που τόσο του αρέσει, θα σκύψει ηδονικά να βάψει τ’ άσπρα γύρω κυκλάμινα ολοπόρφυρα… Έτσι ακριβώς όπως έμαθε να τα μεταμορφώνει με τον δικό του μοναδικό τρόπο!

Με τέτοιους συλλογισμούς να του εξάπτουν το μυαλό αποκοιμήθηκε λίγο αργά, σηκώθηκε όμως νωρίς με το πρώτο που έπεσε φως. Το σχολείο καθόλου δεν τον κούρασε εκείνη τη μέρα κι οι ώρες κύλισαν αναπάντεχα γρήγορα. Το απόγεμα ήταν όλα ήσυχα στο σπίτι, κι ο Φώτης πανέτοιμος για τη μεγάλη του έξοδο…
Κρέμασε το σακκίδιο στο ώμο κι ανυπόμονα πήρε το μονοπάτι που οδηγούσε στη «νεκρή ζώνη». Πέρασε δίπλα από την μισοπεσμένη επιγραφή και μ’ ανάλαφρα βήματα βρέθηκε απέναντι. Ένα ακαθόριστο αίσθημα φόβου κατέβαινε απ’ το λαιμό στο στομάχι του, δεν ήταν όμως αρκετό για να τον εμποδίσει. Στο βάθος η κορυφογραμμή του Πενταδάκτυλου απλωνόταν ακίνητη σαν κοιμισμένο φίδι. Έφτασε σ’ ένα ξέφωτο τριγυρισμένο από θάμνους. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη, όταν διαπίστωσε, πως κι εδώ υπήρχαν κυκλάμινα. Και μάλιστα πολύ λευκότερα και πολύ πιο μεγάλα…Παρθενικά κι ατσαλάκωτα απ’ την ανθρώπινη παρουσία.
– Ω, συλλογίστηκε ο Φώτης. – Τόσον καιρό γιατί μου κρυβόσαστε; Και γονάτισε για ν’ απολαύσει το θέαμα.

– Θα βάψω αυτά τα κυκλάμινα ολοκόκκινα, έτσι που καμμιά βροχή δεν θα μπορεί να τα ξεβάψει πια,… Μονολόγησε με πείσμα. – Όχι όμως τώρα, αλλά αύριο το πρωινό, που έχουμε, καθώς είπε κι ο δάσκαλος, την επετειακή σχολική αργία.
Και κάνοντας ξάφνου στροφή πήρε τον δρόμο του γυρισμού, πριν πέσει το σούρουπο και  σκοτεινιάσει. Απ’ τους αντίπερα λόφους, εξάλλου, κάτι σαν ψίθυροι ακαταλαβίστικοι και περίεργοι βηματισμοί τον έκαναν να δειλιάσει λιγάκι…

Ξημερώματα της επόμενης μέρας, όλος αγωνία και λαχτάρα, έπαιρνε αποφασισμένος τον δρόμο προς τη «νεκρή ζώνη», με τα πινέλα και τις νερομπογιές να κουδουνίζουν στην πλάτη του. Ανυπόμονος περπατούσε νευρικά κι απρόσεκτα, κλωτσώντας δεξιά κι αριστερά τα χαλίκια, ή ποδοπατώντας ξεράγκαθα. Βυθισμένος στις σκέψεις και τις οργιαστικές φαντασίες του, ο μικρός Φώτης δεν κατάλαβε πως μπήκε κιόλας βαθιά μέσα στην λεγόμενη νεκρή ζώνη, με ολόλευκα μεγάλα κυκλάμινα να ορθώνονται προκλητικά γύρω του… Κι ούτε που πρόσεξε, σκυφτός όπως έφτιαχνε τα σύνεργά του, τις ανθρώπινες σιλουέτες απέναντι, που χειρονομούσαν νευρικά προς το μέρος του… Μήτε φυσικά μπορούσε πια να ξέρει, τί έγινε με τις νερομπογιές, τί έγινε με τα πινέλα και πώς βάφτηκαν τα κοντινά του κυκλάμινα πράγματι ολοκόκκινα… Ένα κόκκινο τόσο ζωντανό και ζεστό, ίδιο με αχνιστό αίμα… Που ήταν το δικό του τελικά, χυμένο ολόγυρα/παιδικό/αίμα.
Το κορμάκι του, πεσμένο και σκεπασμένο μ’ ένα χνούδι απ’ την πρωινή δροσιά, έσμιγε τώρα με τη φύση, τη μεγάλη του αγαπημένη. Τη φύση την ολοζώντανη στο κάθε της μόριο, την αιώνια ελεύθερη και πουθενά νεκρή κι απαγορευμένη. Τα ολάνοιχτα ακίνητα μάτια του κοιτάζουν, δες, για πάντα τον ουρανό σαν δυο μεγάλες/απορημένες/νεροσταγόνες.
Κι άρχισε ύστερα μια ψιλή βροχή, που κράτησε μέχρι το ηλιοβασίλεμμα. Και ήταν η πρώτη φορά, που δεν μπόρεσε να ξεπλύνει εντελώς τα αιματοβαμμένα κυκλάμινα της «νεκρής ζώνης¨.