Εισαγωγικό σημείωμα στο βιβλίο “Μια Εμπειρική Αισθητική”- του ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ
Κύριος σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η ερμηνευτική και διαισθητική διείσδυση εκεί, όπου το αισθητικό φαινόμενο εμφανίζεται σε κατάσταση γέννας ( status nascendi ). Δηλαδή ως ευχάριστη αισθητή αντίληψη, απορρέουσα από την αναγνώριση της μορφής ( ίδε Επίμετρο, στο τέλος του βιβλίου ).
Ακόμα κι αν τούτο δεν διαφαίνεται με την πρώτη ματιά σε όλα κείμενα που εμπεριέχονται στο βιβλίο, προβάλλει πιστεύω με ενάργεια η προσπάθεια να διερευνηθεί με πρακτικά εμπειρικό τρόπο η δημιουργική διαδικασία…Να εντοπιστεί η πηγή της αισθητικής ηδονής εκεί, όπου το ποίημα διαφέρει από τα μη ποιητικά κείμενα: δηλαδή στη γλωσσική μορφοποίηση.
Ένα πλεονάζον, μορφικά αξεπέραστο υπόλοιπο, αποτελεί όπως ξέρουμε πρόβλημα. Απαιτείται λοιπόν από τον επαρκή δημιουργό μια πλήρως διαμορφωμένη, αλλά και αναγνωρίσιμη γλωσσική φόρμα. Προσθέτει σίγουρα αξία και η διάνοιξη χώρων με συνειρμούς υπερβατικότερους. Πέραν όμως τούτων ισχύει αναντίρρητα μια βασικότερη προϋπόθεση: Η άφθορη και αυθεντική γλώσσα. Γιατί όλα τα άλλα μπορεί να τα πετύχει κι ένας χαρισματικός επίγονος. Όμως είναι η αυθεντικότητα της φωνής, που στηρίζει τον ποιητή και τον διασώζει, ακόμα κι όταν παρουσιάζει ενίοτε ανισότητες και δομικές αδυναμίες. Όταν λείπει αυτή, ο αναγνώστης βγαίνει μουδιασμένος – και δεν αντισταθμίζει οποιοσδήποτε υψιπετής στοχασμός ή μια άρτια τεχνική.
Οι επιλογές των ποιητών, των οποίων αντιπροσωπευτικά λήμματα σχολιάζονται σ’ αυτό το βιβλίο, δεν έχουν γραμματολογικά αξιολογικό χαρακτήρα. Προέκυψαν αυθόρμητα και σε μάκρος χρόνου ( τα δε κείμενα ακολούθησαν κατά κανόνα σειρά αντίστροφη από τον χρόνο γραφής των ) . Η επικέντρωση μάλιστα είναι πιο πολύ πάνω στα συγκεκριμένα ποιήματα, παρά στα ονόματα με το πραγματικό ή το τρέχον εκτόπισμά τους. Επίπονη εξάλλου και διαρκής ήταν η προσπάθειά μου, να κρατηθεί μια καλή αντιστοιχία των δειγματολογικών καταθέσεων με την ουσία των κριτικών προσεγγίσεων. Οι προσεγγίσεις αυτές, είναι σημαντικό να αναφέρω, δεν έχουν ποσώς φιλολογικό χαρακτήρα. Εκκινούν από μια αγαπητική σχέση με τα ποιητικά κείμενα, από τα οποία διαρκώς αιμοδοτούνται και δημιουργικά διαμορφώνονται. Η επιμέρους εστίαση αφορά στην καλύτερη ανάδειξη των κρυφών πηγών και των προεκτάσεων, που διανοίγονται. Αποβλέπει επίσης στον αισθητικό φωτισμό υποδειγματικών κορυφώσεων, σε αντιδιαστολή με πιο αδύνατες πλευρές εκάστου δημιουργού. Ορισμένες μάλιστα φορές αποτολμούνται τεκμηριωμένα και γενικότερες αποτιμήσεις.
Σ’ αυτή την αμοιβαίας επικοινωνίας διεργασία, θεωρώ τα κείμενα που ακολουθούν αξεχώριστα από την ποίηση, που τους έδωσε το πρώτο λάκτισμα. Ακόμα και κάποιες αναφορές θεωρητικής υφής παίρνουν το οξυγόνο της αλήθειας και της φρεσκάδας των από τα ποιήματα, που σχολιάζονται άμεσα.
Ως προς το γλωσσικό τώρα ύφος που χρησιμοποίησα, χρωστώ μια διευκρίνιση. Ανήκε στην πρόθεσή μου να κρατήσω μια εκφραστική αμεσότητα, ακόμα και εκεί, όπου έπρεπε ν’ ανταποκριθώ σε λεπτές και σύνθετες ερμηνευτικές προκλήσεις. Κι αυτό με βοήθησε, πιστεύω, να μιλήσω με περισσότερη σαφήνεια και παραστατικότητα. Ενισχυτικό της ορθότητας μιας τέτοιας επιλογής, μου ήρθε αργότερα κι ένα σοφό δοκίμιο του Θ.Δ. Φραγκόπουλου, από τον τόμο «Κριτική της Κριτικής», Αθήνα 1978. Είναι χρήσιμο να καταθέσω ένα του απόσπασμα από το υποκεφάλαιο «Η πειραματική επιβεβαίωση της σαφήνειας»:
…Ωστόσο, φοβάμαι πως, στην τεχνική της συγγραφής του δοκιμίου, ελλοχεύει κάποιος κίνδυνος. Από πολλούς, που υπηρετούν τη δοκιμιογραφία, έχει αναπτυχθεί ένας τρόπος γραφής, που θα τολμούσα να τον ονομάσω «τεχνολογικό». Έχει για χαρακτηριστικά του κάποια ακαμψία στην έκφραση, κάποια εκζήτηση στο λεξιλόγιο, και κάποια θελημένη διατυπωσιακή συσκότιση. Για να θεωρηθεί ένα δοκίμιο «σοβαρό» οφείλει να είναι, κατά τους εραστές αυτής της γραφής, βαρύγδουπο, γριφώδες, σκοτεινό. Όσο πιο δύσκολη είναι η σύνταξή του, τόσο το καλύτερο…
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ – του ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ
για το “Εξ Αφορμής – Αισθητικές Προσεγγίσεις”
Το βιβλίο αυτό με τις Αισθητικές Προσεγγίσεις έργων μιας πλειάδας σύγχρονων Κυπρίων ποιητών,* έχει ως προτεραιότητα τον αισθητικό φωτισμό συγκεκριμένων ποιητικών επιτεύξεων, μέσω μιας κατά κύριον λόγο μορφοκεντρικής προσέγγισης. Στη βάση μιας τέτοιας θεώρησης (ίδε Επίμετρο στο τέλος του βιβλίου) γίνεται προσπάθεια δομικής κι ερμηνευτικής θεμελίωσης του αισθητικού φαινομένου στην ποίηση γενικότερα.
Με δεδομένη την πιο πάνω βασική στοχοθέτηση, οι επιλογές που έγιναν δεν έχουν κατά κανόνα αξιολογικό χαρακτήρα. Προέκυψαν, πρέπει να ομολογήσω, περισσότερο από συγκυριακές αναγνωστικές γνωριμίες ή και προκλήσεις, που αντιμετώπισα στη διαδρομή μιας στενής κι αγαπητικής σχέσης με σημαντικό μέρος της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας. Διαμόρφωσα έτσι αργά μα σταθερά κρίσεις και συναισθήσεις σε κείμενα, αντλώντας κι αιμοδοτούμενος κάθε φορά από τις έμμορφες, πολύτροπες και πολύσημες εκφάνσεις του έργου ενός εκάστου. Και μπορώ να πω ότι ευδαιμονούσα πραγματικά, όχι ισορροπώντας μετέωρος σε θεωρητική γνωσιολογική σφαίρα, αλλά μετέχοντας κατά δύναμιν στην πρωταρχική και ριγηλή ανάπτυξη της δημιουργικής διαδικασίας.
Στις προθέσεις μου φυσικά δεν είναι ν’ αναλύσω ναρκισσιστικά τη δική μου μεθοδολογία, αφού το ζητούμενο δεν είναι η εστίαση σε μια ετερόφωτη και δευτερογενή εργασία (όση δόση κριτικής και λογοτεχνικής αλήθειας κι αν ενέχει). Κύρια επιδίωξή μου αντίθετα, αν ευδοκιμήσει τελικά, είναι η διάνοιξη επικοινωνίας του αναγνώστη με την βαθύτερη καλλιτεχνική αλήθεια των ποιητών και της συγκεκριμένης δημιουργίας των.
* Μέρος αυτών των δοκιμιακών εργασιών έχουν προδημοσιευτεί σε προηγούμενό μου βιβλίο (2010), με τον τίτλο ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ – Μια Εμπειρική Αισθητική. Η επαναφορά τους γίνεται μετά από περαιτέρω κριτική επεξεργασία και επιμέρους αλλαγές που έχουν προκύψει.
Ανδρέας Πετρίδης