IN MEMORIAM
Εις μνήμην 1
Σαν πέρασε ο καιρός
κατάλαβα
πόσο είχαν χαράξει τη μορφή του,
οι νύχτες του σπιτιού οι μικρές
κι οι μέρες οι μεγάλες
μες στον κάμπο.
Εις μνήμην 2
Σκύβει ακόμα όλη μέρα
πάνω απ’ την πέτρινη γούρνα,
που μισοφαγώθηκε
δαν τα δικά της χέρια.Υφαίνει ως τα μεσάνυχτα
το παραγγελμένο χαλί
και το ξημέρωμα
πάλι στο πόδι…
Έτσι γέρασε.
Κι η φωτογραφία στον τοίχο
που την έδειχνε νύφη δίχως έγνοιες,
γέμισε σκόνη. Τρύπια,
πέρασε πάνω της το σαράκι.
Εις μνήμην 3
Παγερές κι αφιλόξενες
οι νύχτες του χειμώνα,
με τον άνεμο να ουρλιάζει
πάνω στα δέντρα της αυλής
και στα σκυλιά που ξέκοψαν
κι αναζητούν κρυψώνα…
Μ’ αυτό συμβαίνει λίγο πιο πέρα
από το σπίτι της θειάς μου,
που θά’ καμνε η κακοκαιριά τρεις χρόνους
να της κάψει τα κουζάλια
που τάϊζε στο τζάκι τις φλόγες.
Όμως χτες βράδυ που τη βρήκαμε
κρλυα και λευκή στο στρώμα,
σαν ήλιος μικρός σπάταλος
που ξόδεψε το φως του,
δεν μπορούσε να μιλήσει…
Τις είχε πει
τις ιστορίες της πικρής ζωής της.