Ο ποιητής Ανδρέας Παστελλάς – από Ανδρέα Πετρίδη

( απόσπασμα )

Το δεύτερο και τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Ανδρέα  Παστελλά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Μεταθανατίως αποσχηματισθείς,το 1995. Θα αναφερθώ κάπως αναλυτικότερα στα επιμέρους ποιήματα, αφού πρόκειται για συλλογή για την οποία δεν μπορεί κάποιος να μιλήσει ομοιόμορφα και ισοπεδωτικά. Τα πρώτα τρία ποιήματα είναι εξαίρετες λυρικο-δραματικές συνθέσεις, με στέρεη δομή και ισορροπημένη ανάπτυξη. Η γνήσια κατασταλαγμένη συγκίνηση ρίχνει επάνω στις λέξεις και εικόνες ένα τραγικό φως, που οδηγεί τον αναγνώστη με δέος και συγκλονισμό στην ψυχική κάθαρση. «Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974» είναι ποίημα λιτού και υποβλητικού λόγου, με θαυμάσια κορυφούμενη ανέλιξη του βασικού αφηγηματικού μύθου. Που στην πραγματικότητα είναι οτιδήποτε άλλο παρά μύθος, αφού αγγίζει άμεσα τη φριχτή σύγχρονη άλωση της πατρίδας μας, κάτω από τα απαθή βλέμματα δικών και ξένων. Η τραγική εδώ persona, που συμβολίζει και το δράμα της Κύπρου, προδομένη κι εγκαταλελειμμένη από άφρονες ηγέτες του μητροπολιτικού Ελληνισμού, εμφανίζεται στο κέντρο της Αθήνας ως φιγούρα εκτός τόπου και χρόνου, γι’ αυτό και βαθιά τραγική. Ας διαβάσουμε το ποίημα ολόκληρο:

Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974
«ες δάκρυε έπεσε
το θέητρον»(Ηρόδ.)

Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας
σαν από σκοτεινή καταπακτή
από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου
με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους
να ταξιδεύουν μαζί του,
δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι
καμωμένο από λίγα χορτάρια
πού ‘χαν μείνει στην έρημη γη.
Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα
μάτια θολά και κόκκινα απ’ τους καπνούς
τη στάχτη στα μαλλιά
απ’ τα καμένα δέντρα
πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρυνής,
χωρίς ακοή απ’ τις στριγγιές φωνές
σφαγμένων αγρινών,
με χέρια απλωμένα
αόμματος επαίτης
γωνία Σταδίου και Αιόλου
στάθηκε
μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν
κατηφορίζοντας
σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.

– Έλληνες αδελφοί…
η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.

Κάποιος περνώντας δίπλα
του ‘χωσε βιαστικά στη χούφτα
ένα τάλληρο.
Το δεύτερο εκλεκτό ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο «Του Χρυσοσώτηρου». Αναφέρεται στον αγνοούμενο σύζυγο γυναίκας που οπτασιάζεται κάποτε τον άντρα της να ’ρχεται όπως σε όνειρο τα βράδια, αλλά και να χάνεται πάλι μέσα απ’ τα χέρια της ως την επόμενη φορά. Τη νύχτα όμως της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στις 6 Αυ-γούστου δηλαδή, σύμφωνα με την παράδοση ανοίγουν τα επουράνια. Κι οι αγνοί στη ψυχή, σαν ξαγρυπνήσουν, θα δουν στον ουρανό «το χρυσό πλατάνι», που θα πραγ-ματοποιήσει την όποια ευχή τους. Μια τέτοια ακριβώς νύχτα έκανε την ευχή της κι η ευσεβής σύζυγος, έτσι που ο άντρας της ως εκ θαύματος μέσα σε σύννεφο φωτός ήρθε κοντά της. Και τότε εκτυλίσσεται, με κορυφούμενη ψυχική ένταση και δραματικό ποιητικό λόγο, ένας διάλογος που μας μεταφέρει απευθείας στην καρδιά και το κλίμα της μπαλάντας «Του νεκρού αδελφού». Ώσπου το χάραμα με το πρώτο φως, η οπτασία διαλύεται κι ο αγνοούμενος Κωνσταντής γλιστρά και φεύγει με θαυμαστό τρόπο:

Ένα περήφανο άλογο μ’ άσπρα φτερά
κωπηλατώντας αργά στη μελανή άβυσσο
ανάλαφρα, είδε, να τον ανεβάζει στ’ αντικρυνό βουνό.

Κι από τότε
πάνω στην πιο ψηλή κορφή του Πενταδάκτυλου
μέσα στο πηχτό σκοτάδι
ανάβει κάθε βράδυ
ένα μικρό φως που ολοένα μεγαλώνει
και το βλέπουν μόνο όσοι δεν έχουν μάτια.

Δεν γράφονται καθημερινά τέτοιοι στίχοι, με τόση ενοραματική δύναμη και βάθος.

Έρχομαι τώρα στην τρίτη αξιόλογη σύνθεση του Ανδρέα Παστελλά, που τιτλοφορείται «Τυρταίου λόγος επιμνημόσυνος». Αφιερώνεται στους Ελλαδίτες νέους που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της Κυπριακής ελευθερίας, με ιδιαίτερη μνεία στους καταδρομείς που έχασαν άδικα τη ζωή τους με τον γνωστό τρόπο πάνω απ’ το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Με προμετωπίδα τον γνωστό στίχο του Καβάφη «Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος», ο ποιητής εξαγνίζει, από αυτονόητο καθήκον, τους αθώους και ηρωικούς τούτους νέους από οιονδήποτε περιττό συνειρμό με τα αμαρτήματα και ελλείμματα των ταγών της εποχής εκείνης. Το ποίημα ξετυλίγεται με δραματικά κλιμακούμενη εικονοποιία, δίνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση μιας επιμνημόσυνης τελετουργίας. Η πράσινη χλόη που αγκαλιάζει τα καψαλισμένα κορμιά τους επιτείνει τον αποχωρισμό από τη ζωή σεμνά και χωρίς συναισθηματική διάχυση, παρόμοια όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις στο δημοτικό τραγούδι. Ας δούμε ένα απόσπασμα:

Δεν θα ξαναδούν ποτέ πια
τη χλόη ν’ ανηφορίζει στις πλαγιές
που σβήνεται χλωμή
προτού προλάβει να ντυθεί
το χρώμα του πράσινου.
Ξεσκλίδια τους παρασέρνει
ο άνεμος
κρεμασμένους σε πεθαμένα δέντρα
ψηλά στους βράχους της Γομαρίστρας
μπρούμυτα δαγκώνοντας
το χώμα της μάνας γης…

 

 

Ποίηση Ανδρέα Πετρίδη

« Τρεις νύξεις για τη ζωή »
Δωρική Γραμμή, 1989

Γ.

Φυσάει ένας αγέρας
στην αυλή απόψε
πεισματικά την πόρτα σειώντας,
αποτραβιέται και πάλι ορμά
φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη
αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…
Νύχτα βαθιά – κανένας
δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,
δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα
δίχως ξύλα στη φωτιά
χωρίς ένα σκύλλο
να τρέξει να ψάξει.

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης
ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.
Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως
στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,
άς έλθει οποιοσδήποτε
κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –

όχι εν λευκώ,
μα εκεί μπροστά στα μάτια
των ανθισμένων μυγδαλιών,
που μόνο αν είναι δίκαιο
θα συγκατανεύσουν.

ΜΑΥΡΟ ΠΟΥΛΙ  ( Αργοί Σταλακτίτες, 1991)

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί
που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει
το διάστημα των ημερών μας,
κράτα το ζωή λιγάκι
κλεισμένο στο κλουβί.

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε
μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,
κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε
χωρίς την έγνοια της βαρειάς σκιάς του…
Γιατί συνέχεια μάς ξαφνιάζει. Έρχεται
μέσα στην κάψα του καλοκαιριού
ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’την πηγή,
ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα
τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει
τάχα γαλήνιους τάχα δυνατούς –
κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό
το μαύρο πουλί πρέπει
να τα βγάλουμε πέρα,
με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –
αστεία κάνοντας για σιγουριά,
δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,
μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη
και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

 

Άλγος Εσπέρας   ( Νόστου και Φυγής, 2001)

Πάνω σε πέτρα κάθησες
να πάρεις ανάσα καθώς είπες.
Ω, τι παράξενη ψυχή,
δεν πρόλαβε στον ίσκιο
το κεφάλι να γείρει
και το βλέμμα πώς αλλάζει τα χρώματα
μές στην αδύνατη στιγμή !

Τώρα μια διάθεση αόριστη
τον πρότερο μόχθο αραιώνει,
του ύπνου στρώνει την κλίνη
το πέλμα του πονεί.

Μ’αυτός είναι ο δρόμος του. Δεν θλίβεται
στα ενδιάμεσα κάποτε
η έφεσή του σαν λυγίζει,
μια παύση άς είναι ένα ξεδίψασμα
ως το πρωϊ.

Άς χαίρει λοιπόν κι άς ονειρεύεται
των αχναριών τη συνέχεια,
σε ό,τι κι αν τύχει, σε ό,τι συμβεί.
Τ’ αγριόχορτα κοίτα- προς το μέρος του,
δεμένα σ’ ανένδοτες ρίζες
γέρνουν το σώμα με κάποιο φθόνο
σε μάταιη κίνηση φυγής.

 

ΣΧΟΛΙΑ ( «Αργοί Σταλακτίτες» 1991 )

Α.
Κωφεύεις
στη φωνή της μοίρας
όσο τ’ αντέχεις
σιγά-σιγά,

και μια μέρα
ούτε που ξέρεις
ποιο δρόμο να πάρεις
κι εύκολα ξεχνάς –

πού είναι η πλώρη
πού είναι η πρύμνη,
σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια
πολλούς δείχτες στη θάλασσα.

B.
Μ’ ανήσυχο του ματιού τον βολβό
λίγο πιο πάνω
απ’ το μοιρασμένο
μιας πόλης σχήμα,
στέκει του βουνού το σκοτεινό φρύδι.

Αποστρεφόμενο τον πέτρινο ύπνο του
και τ’ ανοιξιάτικο ξεδίπλωμα των πλαγιών του,
ποτέ-ποτέ δεν ένοιωσε
φτερούγα φόβου στο βλέμμα
μήτε ανάγκη κάποτε
το πενταδάκτυλο
χέρι να χαμηλώσει-

καθώς περνούν ξυστά λεπίδια
και του φουσκώνει
η φλέβα που έχει στο λαιμό,
σ’ ένα κατάμαυρο ουρανό
που λες θα ρίξει
στ’ άδικο χέρι τις βροντές του.

Γ.
Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε
για τον Πενταδάκτυλο
είναι γιατί
μοιάζει χτυπημένο πουλί
με δυο φτερούγες
καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος
με καταγωγή ίσως
τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη
μέρη Καυκάσου –
ένας αετός μάρτυρας
της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακρυά χαμηλώνοντας
για να κτίσει τελικά τη φωλιά του
σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί
αντίξοης μοίρας.

 

“Ο Πενταδάκτυλος” του ποιητή Ανδρέα πετρίδη

 

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε
για τον Πενταδάκτυλο
είναι γιατί
μοιάζει χτυπημένο πουλί
με δυο φτερούγες
καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος
με καταγωγή ίσως
τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη
μέρη Καυκάσου –
ένας αετός μάρτυρας
της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακρυά χαμηλώνοντας
για να κτίσει τελικά τη φωλιά του
σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί
αντίξοης μοίρας.

 

“Η Προδιαγραφή…” του Πολύβιου Νικολάου

Προδιαγραφή
για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο– του Πολύβιου Νικολάου
– Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Το ποιητικό βιβλίο Προδιαγραφή για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο (1976), του Πολύβιου Νικολάου, όπως και να εννοούσε ο ίδιος αυτόν τον τίτλο, αποδείχτηκε τελικά – στο ειδικό αισθητικό του βάρος – δικαίως προφητικός. Γιατί όχι μόνο όταν εκδόθηκε έκανε αίσθηση στη λογοτεχνική κριτική, αλλά και σήμερα, που το καλύπτει αδικαιολόγητα μια ανεξήγητη λήθη, εξακολουθεί να είναι δείκτης και κανόνας μιας άρτιας και υποδειγματικής ποιητικής σύνθεσης.

Είναι γεγονός ότι βλέπουμε καλά ποιήματα σε πολλών το ποιητικό έργο, πραγματικά όμως συνθετικές δημιουργίες με όλη τη σημασία της λέξης, σπάνια βρίσκουμε. Επειδή κάτι τέτοιο προϋποθέτει ικανότητα ολικής σύλληψης του βασικού θεματικού και μορφολογικού πυρήνα. Προϋποθέτει, ακριβέστερα, μια διαισθητική, έστω αρχικά ακαθόριστη στις λεπτομέρειές της, μορφική προλάξευση, που θα υποδεχτεί οργανικά την έμπνοη ύλη. Τουλάχιστον έτσι περίπου αντιλήφθηκα και μια περιθωριακή πληροφορία που μου έδωσε ο ίδιος ο ποιητής, σε χαλαρή συζήτηση που είχαμε κάποτε. Είχε λέει – το μεταφέρω με δικά μου λόγια – περίπου έτοιμο στο μυαλό του το μορφικό εκμαγείο και τις ράγες, όπου θα έμπαινε μέσα και θα ζωντάνευε με ρυθμό και κίνηση η συσσωρευμένη μέσα του βιωματική ύλη. Και κάτι ακόμη εκπληκτικότερο: Υπήρχε, κατά τα λεγόμενά του, ανοιχτή μπροστά του κι η επιλογή, να γεμίσει τους αδειανούς τούτους χώρους της μορφοπλαστικής φαντασίας όχι αποκλειστικά μ’ ένα προκαθορισμένο θεματικό κύκλο.

Εμείς φυσικά χαιρόμαστε ιδιαίτερα που η έμπνευσή του οδηγήθηκε θεματικά στο δράμα του ’74, από το οποίο αιμοδοτήθηκε τόσο γόνιμα και αποτελεσματικά. Η ποιητική σύνθεση, που ερμηνευτικά και μικροδομικά διανοίγουμε, εκτυλίσσεται σχεδόν προγραμματικά με εναρκτήριο ερέθισμα μικρές, χαρακτηριστικές χειρονομίες. Παρατηρείται μια γλωσσικά απέριττη και ιερατικού ύφους εκφραστική, που κρατεί τον αναγνώστη σε συγκέντρωση κι επιφυλακή, υποσχόμενη μια αδιάλειπτα ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Η εκάστοτε επίκληση, μια τελετουργική σχεδόν συνομιλία σε δεύτερο πρόσωπο, διανοίγει ανάλογη τοπογραφική και ιστορική θέαση. Στήνει βαθμιαία το θαμβωτικό, και για την ώρα αδιατάραχτο σκηνικό, μιας συγκρατημένα διαχρονικής οδοιπορίας.

Ανοίγεις το πόδι σου
ελαφρά
κι ο δρόμος του Αγίου μικραίνει
κι ο δρόμος στενεύει
ίδιος η ακρότατη άκρα της γενειάδας του
πολιά αρχαία θαλασσινή ποσειδώνια
όπως βρέχεται σε μια θάλασσα στητή
όλη μανία και αφρό…

Παρακολουθούμε με προσοχή το κλιμακωτό ξετύλιγμα μιας ένυλης, συνάμα όμως και ενορατικής ανθρωπογεωγραφίας, με τη γενειάδα του Αγίου να υπερβαίνει τη βυζαντινή της αταραξία… Να διαχρονίζει τους χρόνους και να διατοπίζει τους τόπους, έτσι όπως παγανιστικά καταβρέχεται από μια θάλασσα ζώσα. Ο πρώτος βηματισμός έχει θαυμαστικά συντελεστεί, σειρά έχει τώρα η επόμενη κίνηση:

Τεντώνεις τα δάχτυλα
του πιο αδύνατου χεριού σου
και προφτάνεις την Αχώρα
και την μακρινήν Αφέντρικα
να ξαναπαρθενεύουν

αίγες της Μεσογείου
που τες φύτεψαν ξαφνικά
σε βραχόκλειστες παραλίες

Σε αποκαλυπτική σχεδόν ατμόσφαιρα, αλλά αξεχώριστα από το πρωτογενές υλικό τους βάρος, προβάλλουν στα μάτια του αναγνώστη αυθεντικές, σχεδόν αρχαϊκές εικόνες του γενέθλιου τόπου… Οικισμοί που διστάζεις να καταχωρήσεις απόλυτα στο μακρινό χτες ή στο εφήμερο σήμερα, μια ευδαιμονική εντέλει ενατένιση μέσα από έρωτα ψυχής και ηδύφθογγο λόγο. Έχουμε ακόμη στο οπτικό μας πεδίο τον συνεπαρμένο προσκυνητή, που θα μπορούσε να είμαστε κι εμείς οι ίδιοι, αφού ο ποιητής απευθυνόμενος άμεσα στο δεύτερο πρόσωπο, συνδιαλέγεται εξίσου με το συλλογικό υποσυνείδητο.

Σηκώνεσαι ελάχιστα
και βλέπεις στον άλλο Πενταδάκτυλο
Φλαμούδι Δαυλό ιερή Ακαθθού

μικρές πατρίδες της μέλισσας
που δεν τες τρυγάει κανείς
ξεροί βολβοί κυκλάμινων
που δεν τους χωρά η γη
σημεία των πολυβολείων
τώρα ν’ αδιαφορούν

λιοχώρια των αιώνων
ν’ αποστρέφονται τον άνεμο
και τη μάνα του
και τη γενιά του
καρτζί στην άλλη θάλασσα

Η κεκαλυμμένη με απέριττο γλωσσικό ένδυμα αποστροφή και μεταποίηση του επίκαιρου, συνεχίζεται με ανασήκωμα στις μύτες των ποδιών κι αποκάλυψη κάποια στιγμή της μαγευτικής άλλης πλευράς του Πενταδάκτυλου, ταυτόχρονα με το πρώτο επώδυνο τσίμπημα απ’ τη βίαιη μετάλλαξη πανάρχαιων κοιτίδων.
Εξιδανικεύοντας οπτικά και αναδημιουργώντας διορατικά τους τόπους του μαρτυρίου, ο ποιητής φτάνει προς τη δύση του ηλίου σε γνώριμα μέρη, που φαντάζουν να έ-μειναν απαράλλακτα ίδια… Η Ταύρου και η Βοκολίδα με τα αρχαϊκά γιορτινά παιγνίδια τους, σε μια ονοματολογι-κή παιγνιδιάρικη ιεροτελεστία, ακόμη και τώρα που οι Βοκολιδιάτες «αδάκρυτοι γλυκοί πρώην» στέκουν στην άκρη σκεπτικοί και περίλυποι.

Ο ποιητής, συνεπής στη σφιχτοδεμένη αρχιτεκτονική του γραμμή, μετακινεί στη συνέχεια το σκηνικό σ’ εποπτικότερο σημείο, ανεβαίνοντας αυτή τη φορά την ελικοειδή σκάλα του μιναρέ τ’ Άη Θεοδώρου. Εδώ η καλλιτεχνική του φύση, βαθιά ανθρωπιστική, οδηγεί σε αυτο-αναφορική ενδοσκόπηση και υπέρβαση της καθιερωμένης συμβατικής αντίληψης:

…σκάλα ενός άλλου ουρανού σχεδόν δικού σου
θαυμαστή αν τη θαυμάζει

κι όλο ανεβαίνει ο μιναρές
τ’ Άη Θεόδωρου
μικρός θηλυκός Ελικών
σε σημείο ψηλότερο

Η σκληρή όμως πραγματικότητα προσγειώνει. «Υψώνοντας λίγο τη φωνή» γίνεται αναφορά στην αντίστροφη υστερομυκηναϊκή προσφυγιά, παραπέμποντας με νόημα στον εποικισμό και τη δημογραφική αλλοίωση. Με ιστορικές πάλι παραπομπές στα θαμμένα και παροπλισμένα των Αχαιών βασίλεια, γίνονται νύξεις για τη συγκαιρινή αγωνιστική ανεπάρκεια, με στίχους γεμάτους αιχμηρή σημασιολογία:

άνακτες που αγνόησαν οι χιλιετηρίδες
μέσα στους χωματόλοφους
αναίμονες από αιώνων ανώνυμοι οριστικά
σχεδόν απρόσωποι
με χείλη από χρυσάφι ενωμένα
να μη μιλούν να μην ακούν
να τους βαριούνται τ’ άλογα στους τάφους τους
ασήμαντ’ άλογα
για όσους ξέρουν ότι πέρασαν μια ζωή
ακαβαλλίκευτα
σέρνοντας αργυρόηλ’ αμαξάκια σε τελετές
κέρατο βερνικωμένο οι οπλές τους
στες τελετές

Μπαίνουμε έτσι στο δεύτερο μέρος της σωματοκεντρικής αυτής αφηγηματικής γραμμής. Η αυλαία ανοίγει με απρόσμενη τραχύτητα, ώστε να μπορεί να εκφράσει τη συγκλονιστική αλλαγή που έχει επισυμβεί. Η εισβολή είναι γεγονός, όπως κι η εγκατάλειψη της Αμμοχώστου κι οι χιλιάδες αγνοούμενοι του προδομένου πολέμου. Η μορφολογική μεταλλαγή καθίσταται επειγόντως αναγκαία, με τη χρήση από δω και πέρα μιας βαναυσότερης εικονοποιίας.

Ξεδιπλώνεις τα έντερά σου
κι έχεις να περιζώνεις
άνετα
τα όρια του αποδημούντος Δήμου
όπως ανοίγουν
λεκάνη νέας λεχώνας
δεμένη στο πλέξιμο των καλαμιώνων
να ορίζει το άπλωμα της υγρασίας
και της πορτοκαλιάς…

Ο Πολύβιος Νικολάου μπορεί να μας καθηλώνει σε κάθε σημείο του λόγου του, αφήνοντας ανοιχτό κι ελκτικό τον αναγνωστικό δρόμο για περαιτέρω κλιμάκωση. Ο εκάστοτε νέος ποιητικός ελιγμός προσλαμβάνεται κατά περίεργο τρόπο ως αναμενόμενος, ενώ ο καταληκτικός στίχος της κάθε ενότητας μας προετοιμάζει για κάτι εξίσου σπουδαίο που ακολουθεί.

Κάνεις μικρή σχισμή
στη μέση του μετώπου σου
και βγαίν’ η άγγελος νέο πουλί
περιπολάρχης
ένοπλη εκ γενετής γνωστική
να σου πει πού στέκεσαι αν στέκεσαι
να σου πει τίνος είσαι
και πόσος έμεινες
μέσα στην καλοκαιρινή πλημμύρα
των ανθρώπων
ανθισμένη ρίζα που αναδρομίζεις στάζοντας αγωνία
καθώς μετράς τα παιδιά σου

τους γονιούς σου
τους αδερφούς σου
μετράς και ξαναμετράς δεκατέσσερις δεκαπέντε
δεκαέξι Αυγούστου…

Οι στίχοι αυτοί αποτελούν και την πρώτη κορυφαία στιγμή της ποιητικής σύνθεσης. Γεγονότα νωπά κι επίκαιρα δεν εμποδίζουν τον εμπνευσμένο τεχνίτη να εξατμίσει την πεζότητά τους, να τα μεταπλάσει ποιητικά και να τα αναγάγει σε σύμβολα με πολυσήμαντη δυναμική. Έχω τη βάσιμη άποψη πως τούτη η καυτή και τραυματική επικαιρότητα λειτούργησε μάλλον προστατευτικά για τον Πολύβιο Νικολάου. Γνωρίζοντας την αισθητική του ιδιοσυστασία, θα διέτρεχε – υπό άλλες συνθήκες – τον κίνδυνο εκφραστικών πειραματισμών και κάποιας ίσως γλωσσικής μανιέρας. Η ποιητική όμως ανάγνωση μας σπρώχνει ξανά στην επόμενη σωματολογική κίνηση, που ανεβάζει τη σύνθεση σε περαιτέρω λυρικο-δραματική κορύφωση:

…κάνεις μικρές κινήσεις μαζεύεσαι
μα δε γλυτώνεις
το ανακάλημα των γυναικών τους
όπως σηκώνεται
ελαστική βέργα κοπετού που μαστιγώνει τον αέρα
όπως σηκώνεται
ξαφνικό πέταγμα πουλιού που το πλήγωσαν
σηκώνεται και ξανασηκώνεται
στις κοινόχρηστες αυλές του Άη Αθανάση
καθώς πιάνουν να κλαίουν
τους αντράδες τους μαζί
και χωριστά τους θέλουν
στη μοναξιά του κρεβατιού τους…

Παρατηρούμε στη συνέχεια μια παρατεταμένη και σε υψηλό επίπεδο διατηρούμενη κλιμάκωση, όπου με εντυπωσιακή ποιητική επάρκεια διοχετεύεται όλη η ψυχική ένταση και ο άπελπις θρήνος του Κυπριακού δράματος. Ως βασικά στηρίγματα της συνθετικής ανάπτυξης προβάλλουν δυο πρωτόγνωρα και συνταρακτικά λάϊτ-μοτίβ, γύρω από τα οποία περιστρέφονται και αυξητικά επανέρχονται πραγματικές σκηνές αρχαίας τραγωδίας. Είναι οι στίχοι «εμφιαλωμένα φιδάκια οι γυναίκες τους» και «μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους». Διαβάζουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

κι ο κοπετός της μοναξιάς του κρεβατιού τους
ξετυλίγεται πρώτη κλωστή γλυφή
δακρυόεσσα
καθώς πιάνεται στες σκαλωσιές του λυγμού τους
η επιθυμία
δεύτερη κλωστή αργοβγαίνει
μεταξωτή λεπτή αδιόρατη ο ιδρώτας που πυρώνει
τη μοναξιά του κρεβατιού τους
εμφιαλωμένα φιδάκια οι γυναίκες τους
κι ο Ίμερος μεγαλόσωμος μεταξοσκώληκας
κοιτάζει μέσα τους ασταμάτητα
μια τη ζωή μια το θάνατο
ώσπου να βγει ο ήλιος

Κινδυνεύοντας να υποπέσω στην επανάληψη, επισημαίνω την πυκνή και πολυεπίπεδη δόμηση του ποιητικού λόγου, ως σύνολο αλλά και ως επιμέρους στιχουργικές μονάδες. Οι εικόνες ανοίγουν αδιάλειπτα την αυλαία σε ολοένα απρόβλεπτες και συγκλονιστικές σκηνές, όπου ο ποιητής χρονομετρεί κάθε φορά τα όρια της συναισθηματικής και αναγνωστικής αντοχής μας…Για να μας οδηγήσει τελικά σε μια καινούργια, αισθητικά δραστικότερη σπειροειδή κίνηση, με τελική εκτόνωση και καθαρτική ικανοποίηση.  Κλείνω αυτή την ενότητα περνώντας στο δεύτερο – εξίσου παραστατικό – λάιτ μοτίβ, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως:

μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους
τρεις τρεις τέσσερις τέσσερις
δεξιότερα να ξεχωρίζουν
όρθιες κυρίες που μιλούν πολύ
κουδουνίζοντας λυπητερό ασήμι και ψηφίσματα

μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους
μπροστά στους κεροστάτες των Δυνάμεων
τρεις τρεις τέσσερις τέσσερις
μ’ ένα χέρι όλο θυμό
να προεχτείνεται
μ’ ένα χέρι εισαγγελέας σηκωμένος
να προεχτείνεται
κι όπως τελειώνει χάρτινο καρφί
ο μικρός στρατιώτης
γυρεύει τον αίτιο
ο αίτιος
ιδού ο δύσπαρις ου πολέμου ιδού
μολυβένος
ηπεροπεύεται στη μεγάλη στολή του…

Ο κύκλος της τραγωδίας ποιητικά πάει να κλείσει, όπως και το υπερτέντωμα της δημιουργικής φαντασίας του Πολύβιου Νικολάου, που δεν βιάζεται όμως να κλείσει απότομα την αυλαία. Πάνω απ’ τα ερείπια της ψυχής και του τόπου του, δεν αποτραβιέται στην εγκλείστρα της ποιητικής του σιωπής. Στριφογυρίζει ακόμα στο κρανίο του και του τρυπά τα μυαλά το γιατί και το πώς. Αγανακτεί κι εξάπτεται, σπάζοντας αντίστοιχα την αρμονία του λόγου του, που κολλώντας στερεότυπα στις παραλλαγές μιας ένοχης λέξης, ακούεται ασυνήθιστα παραληρηματικός και μονότονος:

ενώ ευωχείται και εφάλλεται ο υπεραίτιος
ο υπαίτιος ο προαίτιος ο προσαίτιος ο διαίτιος
ο εναίτιος ο εξαίτιος ο συναίτιος ο μεταίτιος ο παραίτιος
ο καταίτιος
πλήρως αναίτιος
μέσα στη μεγάλη ασύρματη κοιλιά του
ερπετό που διανοείται με ωριμότητα

Η γλωσσική τούτη αποδιοργάνωση προκύπτει από θυμό και απόγνωση. Προκύπτει ακόμα απ’ την αδιέξοδη έγνοια και την επίγνωση της ευθύνης για την ανασύσταση της ζωής και την ιστορική επιβίωση, κάνοντας μια νέα αρχή πάνω στα ερείπια. Οι αναφορές στην αδικοχαμένη γενέθλια πόλη της Αμμοχώστου αποπνέουν ασίγαστο πόνο ψυχής, που δυσχεραίνει τη ροή της ομιλίας του· μιας ομιλίας που αποδιοργανώνεται πλήρως, πνιγμένη τελικά μέσα στον εσωτερικό της λυγμό:

ελευθερίαν ποίει κι όλες τες τέχνες
με τραγούδια τεχνοοικονομικά
και ποιήματ’ αναπτύξεως
να εμποδίσεις το αρμύρισμα των νερών
μην τύχει και ξεραθούν οι πορτοκαλιές
μην τύχει και ξεραθούν οι ψυχές
μην τύχει και η πόλη
μην τύχει και
μην τύχει καιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμην
τύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχ

Η ποιητική σύνθεση κλείνει με μια ενδοστρεφή ευχετική επίκληση στον Θεό του φωτός, παίρνοντας σχεδόν αυτούσια θραύσματα του Ομηρικού λόγου. Ο προσκυνητής – οδοιπόρος απαθανάτισε με τα μάτια του νου και της ψυχής τις χαμένες μικρές πατρίδες, αφού τις αναβάπτισε πρώτα εικονιστικά με την τέχνη του.

Συνοψίζοντας σε μια φράση τις ερμηνευτικές και αισθητικές μου παρατηρήσεις, μπορώ τεκμηριωμένα να ισχυριστώ το εξής: Μ’ ένα κράμα καλοδουλεμένου λυρικού και δραματικού λόγου, με ανάπτυξη ενιαία και οργανική, ο Πολύβιος Νικολάου έχει δώσει με την Προδιαγραφή συνάμα και τις προδιαγραφές μιας υποδειγματικής ποιητικής σύνθεσης.