ποίηση-ποιήματα-κατοχή-εισβολή-Ανδρέας Πετρίδης

ΣΧΟΛΙΑ ( «Αργοί Σταλακτίτες» 1991 )

Α.
Κωφεύεις
στη φωνή της μοίρας
όσο τ’ αντέχεις
σιγά-σιγά,

και μια μέρα
ούτε που ξέρεις
ποιο δρόμο να πάρεις
κι εύκολα ξεχνάς –

πού είναι η πλώρη
πού είναι η πρύμνη,
σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια
πολλούς δείχτες στη θάλασσα.

B.
Μ’ ανήσυχο του ματιού τον βολβό
λίγο πιο πάνω
απ’ το μοιρασμένο
μιας πόλης σχήμα,
στέκει του βουνού το σκοτεινό φρύδι.

Αποστρεφόμενο τον πέτρινο ύπνο του
και τ’ ανοιξιάτικο ξεδίπλωμα των πλαγιών του,
ποτέ-ποτέ δεν ένοιωσε
φτερούγα φόβου στο βλέμμα
μήτε ανάγκη κάποτε
το πενταδάκτυλο
χέρι να χαμηλώσει-

καθώς περνούν ξυστά λεπίδια
και του φουσκώνει
η φλέβα που έχει στο λαιμό,
σ’ ένα κατάμαυρο ουρανό
που λες θα ρίξει
στ’ άδικο χέρι τις βροντές του.

Γ.
Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε
για τον Πενταδάκτυλο
είναι γιατί
μοιάζει χτυπημένο πουλί
με δυο φτερούγες
καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος
με καταγωγή ίσως
τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη
μέρη Καυκάσου –
ένας αετός μάρτυρας
της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακρυά χαμηλώνοντας
για να κτίσει τελικά τη φωλιά του
σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί
αντίξοης μοίρας

Ποιητές και ποιήματα – του Ανδρέα Πετρίδη, γράφει ο Ανδρέας Χατζηχαμπής

Ποιητές και Ποιήματα – Μια Εμπειρική Αισθητική, του Ανδρέα Πετρίδη, 2010, Εκδ. Βιβλιεκδοτική, σελ. 121

Το βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη, Ποιητές και Ποιήματα: Μια εμπειρική αισθητική, έκδοση του 2010, αποτελεί ένα εξαιρετικό πόνημα εντρύφησης στην εμπειρική αισθητική και στη συνειδητοποίησή της, ως εργαλείο κριτικής των ποιητικών έργων.
Πολλές φορές η κριτική απαξιώνεται από τους δημιουργούς, είτε αυτοί είναι ποιητές, τεχνίτες του λόγου ή οποιοιδήποτε άλλοι δημιουργοί, καθότι αποτελεί, κατά πολλούς, απλώς την υποκειμενική αντίκριση ενός έργου μέσα από τους φακούς εστίασης του εκάστοτε κριτικού είτε αυτοί είναι ιδεολογικοί, φιλοσοφικοί, λογοτεχνικοί, υπό την άποψη των λογοτεχνικών ρευμάτων που ασπάζεται ο εκάστοτε κριτικός, ή οποιοιδήποτε άλλοι φακοί. Από την άλλη, δεν είναι λίγες οι φορές που η κριτική «υφαρπάζεται» από τους κριτικούς ως η ευκαιρία για επίδειξη γνώσεων μέσα από ένα επιτηδευμένο τεχνοκρατικό λόγο που ελάχιστα «μιλά», για την προώθηση ημετέρων και την απαξίωση αλλοφρόνων. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά, η εκάστοτε κριτική κινείται συνήθως στο μεθόριο της άρνησης και της αποδοχής, της αξίας και της απαξίωσης, της λογικής και του συναισθήματος.
Ο Ρολάν Μπαρτ έλεγε, ότι «η κριτική πρέπει να παραληρεί», εννοώντας ότι πρέπει να συμπεριφέρεται όπως η λογοτεχνία. Παρότι έχει επανειλημμένα υποστηριχθεί ότι η κριτική δεν είναι ομοούσια με τη λογοτεχνία, στο βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη, ενυπάρχει κατάφυτη η λογοτεχνία εν είδη πανεύοσμων λογοτεχνικών ανθέων. Πολύ συχνά ο συγγραφέας εμπνεόμενος από το έργο των ποιητών που κρίνει δημιουργεί κάλλιστα λογοτεχνικά ευρήματα χωρίς «φιλολογικές ή άλλες εξωποιητικές διανοίξεις». Ο συγγραφέας φωτίζει με επιδεξιότητα την «αισθητική δυναμική» των ποιητικών έργων που κρίνει και συλλαμβάνει με τα ευαίσθητα αισθητήριά του «την αύρα θαυμαστικής θέασης των πραγμάτων» που αυτά εκλύουν. Η λεπτομερής «διερευνητική περιδιάβαση» που κάνει δεν αφήνει περιθώρια να χαθούν από το «αισθητικό και ερμηνευτικό νυστέρι» του τα οποιαδήποτε «πλεονάζοντα φορτία ψυχοπνευματικής έντασης» και τη «μεταφυσική αχλή της εικονοποιΐας» όπου αυτή εντοπίζεται.
Τα σχόλιά του καίρια καλύπτουν τόσο τη δυναμική της ποιητικής δομής και τις διακυμάνσεις του «ποιητικού εκκρεμούς», τη μορφική διαστρωμάτωση των ποιημάτων, την αλληλουχία των στιχουργικών μονάδων, την «εύστοχη γλωσσική μορφοποίηση» και την «αρμονία στις κινήσεις κορύφωσης και ανάπτυξης του ποιητικού λόγου». Η «συγκινησιακή ένταση των στίχων», η αρχιτεκτονική στην «κίνηση και στους αρμούς των στίχων», είναι επίσης κριτικά κριτήρια για την εμπειρική αισθητική του Ανδρέα Πετρίδη. Η «ιχνηλάτηση κορυφώσεων» και η «αρμονικότητα της ταλάντωσης» της κειμενικής μορφής» επίσης εντοπίζονται και αξιολογούνται.

Ο ευαίσθητος ποιητής και κριτικός Ανδρέας Πετρίδης μας περιγράφει με ιατρική ακρίβεια τα συμπτώματα της συναισθηματικής έντασης που αισθάνεται όταν το εναργές κριτικό βλέμμα του αντικρύσει ένα ζωντανό και ομιλούντα στίχο. Μας εξηγεί: «Η συναισθηματική ένταση αυξάνεται απότομα, με αποτέλεσμα μια ανεξήγητα γλυκιά ταραχή. Ένα πρώτο κύμα αισθητικής ηδονής νιώθουμε ήδη να εκλύεται μέσα μας». Τα κύματα «ποιητικής δραστικότητας» που αισθάνεται ο Ανδρέας Πετρίδης είναι τεράστια και είναι φορές που κτυπούν καίρια τις «χορδές της υπαρξιακής του συνειδητοποίησης». Αλλού μας εξηγεί πώς οι εύστοχοι στίχοι οδηγούν τον αναγνώστη σε μια «δύσκολα αποτινάξιμη αιχμαλωσία» και τον «κατακλύζει ένα απροσδιόριστο ρίγος». Την «αφοπλιστική υποβολή και ενάργεια» διαδέχεται η «μοιραία φαντασιακή αναπόληση».
Μια «πηγή φωτακτίνων», μια «ριγηλά στοργική μελωδία», μερικές «εναλλασσόμενες υπερβατικές εικόνες», μια «υπόγεια ζωηφόρα αύρα» και κάποιοι «υποβλητικοί οραματικοί διάλογοι» είναι αρκετά για να διαπεράσουν, όλους τους σωματικούς και πνευματικούς «ιστούς της ύπαρξής του». Με τις «αισθητικές κεραίες» του δεν αφήνει να χαθούν στο ανερμήνευτο στίχοι που οδηγούν σε «δυνατές εκτινάξεις σε χώρους μια άλλης οντολογικής και υπαρξιακής εμπειρίας», συλλέγει το «επώδυνο απόσταγμά» τους και οδηγείται σε «απίθανους συνειρμούς μια ιδιότυπης αισθαντικότητας». Μεταπίπτει συχνά από τη «διέγερση του αισθητικού εκκρεμούς», στην «αισθητική ικανοποίηση» και στην «κλιμακούμενη προσμονή» και από την «αισθητική ηδονή» στην καθαρτική ικανοποίηση» και στη «λυτρωτική διέξοδο». Ένα απρόβλεπτο «κυμάτισμα της μορφής» είναι αρκετό για να νιώσει τον άυλο πτερυγισμό και τη «λαχτάρα στο στήθος» που «εκτινάσσουν συχνά τη ψυχή και το πνεύμα σε χώρους μιας ουσιαστικότερης και βαθύτερης εμπειρίας».
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί τα πνευματικά τοπία της αισθητικής και σκηνογραφεί το υπόστρωμα και τις λεπτές αναλογίες της εμπειρικής αισθητικής που βιώνει. Μετεωρίζεται σε «ασκήσεις βάθους» μας γνωρίζει γίγαντες στίχους για πολλούς αόρατους. Μας ζωγραφίζει με το λόγο του «συμπαγείς λυρικούς πυρήνες καλοδουλεμένων στίχων» και «δωρικούς αγαλμάτινους στίχους». Οι «διαιώνιες και μυστηριακές», οι χειμαρρώδεις διαδρομές» των λέξεων είναι αφετηρίες για να μια «υπερφυσική μεταβολή του τοπίου». Ενός τοπίου με διάσπαρτους «υψιπέτες στοχασμούς» και «συστοιχίες ιονικών κιόνων».
Για τον Ανδρέα Πετρίδη η αφαίρεση είναι η «απελευθέρωση του μυαλού από μια ενεργοβόρα φυγόκεντρη πολλαπλότητα», μια «χαλάρωση από τη στοχαστική πολλαπλότητα». Πολύ συχνά χρησιμοποιεί ιατρικούς και βιολογικούς όρους, οι οποίοι μέσα από τη λογοτεχνική του υπόσταση τους μεταποιεί σε ποιητικούς πυρήνες. Έτσι εντοπίζουμε μέσα στα κείμενά του το «ερμηνευτικό και αισθητικό νυστέρι», τα «καταπραϋντικά που τον κατακλύζουν», την «αισθητική εργαστηριακή λαβίδα», τη «στοχαστικότητα που μεταβολίζεται σε βαθύτερη αίσθηση». Εντοπίζει ακόμα την «εκτονωτική καλλιτεχνική βαλβίδα», τους «ιστούς της ύπαρξής μας», τις «αισθητικές κεραίες», τη «λεπταίσθητη ποιητική βελόνα» και τη «βιολογική ζωτικότητα»
Η «λογοτεχνική και αισθητική γεύση» του συγγραφέα μάς επιτρέπει να αισθανθούμε την «έμπνοη ύλη» και η πνευματική του υπόσταση να ταξιδέψουμε σε ενορατικές διαστάσεις που «διαχρονίζουν τους χρόνους και διαποτίζουν τους τόπους». Νιώθουμε μάς λέει «να φανερώνεται, ως ψηλαφητή αίσθηση, κάτι απ’ την ουσία του άρρητου και αυτό είναι που μας συναρπάζει». Ο «ερμηνευτικός και αναλυτικός φωτισμός» του είναι ικανός να φωτίσει τα στοιχεία των ποιημάτων που οδηγούν στην «ευδαιμονική ενατένιση», που συνδιαλέγονται με το συλλογικό υποσυνείδητο. Εντοπίζει την «μεταποίηση του επίκαιρου», τον «κρυσταλλωμένο λυγμό και το πικρό δάκρυ», τον «ασίγαστο ρεμβασμό», τη «νοσταλγική αναπόληση».
Λογοτεχνικότατοι είναι και οι ευρηματικοί τίτλοι που ο Ανδρέας Πετρίδης χαρίζει στα κριτικά κείμενά του. Αναφέρω τα εξής παραδείγματα: «Ανοίγοντας όστρακα της ποιητικής δημιουργίας», «Ιχνηλατώντας τα υψίπεδα της ποιητικής δημιουργίας», «Η ελλειπτική φωνή», «Η επίμοχθη ποιητική απόσταξη», «Ο ηδύφθογγος λόγος».
Το βιβλίο του Ανδρέα Πετρίδη Ποιητές και Ποιήματα: Μια εμπειρική αισθητική, αποτελεί και για μας που το μελετήσαμε μια «καλλιτεχνική βαλβίδα εκτόνωσης της ψυχικής και πνευματικής δοκιμασίας» που περνούμε σε καιρούς αφιλίας και σκληρότητας, σε χρόνους εξαθλίωσης και απαξίωσης, σε τόπους ιδιοτέλειας και αγανάκτησης. Αδιαμφισβήτητα το εν λόγω βιβλίο είναι ένα έργο που πρέπει ο κάθε ποιητής να διαβάσει, ένα έργο που ενδιαφέρει τα μέγιστα τον κάθε μελετητή της λογοτεχνικής παραγωγής του τόπου μας.

Δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής
Γεωργίου Αναστασίου 8
3070 Λεμεσός
a.chadjihambi@cytanet.com.cy

Ο ποιητής Παναγιώτης Νικολαϊδης- από Ανδρέα Πετρίδη

Η περίτεχνη απόσταξη του Παναγιώτη Νικολαϊδη
Λάξεμα φόρμας σε άσκηση βάθους

Μέσα σαλεύει το καρφί
Στο κύτταρο με πολεμά
με αφαιρεί και σβήνω

Γίνομαι χώμα και νερό
Να πάρω σχήμα φωτεινό
Ν’ ανοίξω μές στον ήλιο

*
Πάντα υπάρχει ένα ποίημα ένα ποτάμι ένα πουλί
Κάθε νύχτα το πουλί ξεδιψά στο ποτάμι
κι ύστερα κρύβεται βαθιά μέσα στο ποίημα
Κάθε πρωί ξυπνά στο γαλάζιο

*
Η νύχτα γυμνάζει τα όνειρα
Υφαίνει το ασημένιο δίχτυ του νερού
Έτσι κατοίκησες στο χέρι μου
Στην ανοιχτή παλάμη
Άναψες
πέρασμα υγρό
αποτυπώματα πουλιών
διαδρομή πολυσύλλαβη

Εγκλιτικό μου σώμα εύφλεκτο
σε ποιά γραμμή θα πληγωθείς

*
Γυρόν-γυρόν κατάμαυρα βουνά
τζι ο ουρανός στα ύψη
τ’ αστέρκα πάνω λάμπουσιν
το φως τους εν θα λείψει
Έτσι εν τζι η αγάπη μου
νεφανταρκά μϊάλη
ράβκει με φως τζιαί θάνατον
της μαύρης γης τ’ αρφάλλιν

*
Ευκάλυπτα τα όνειρα
Σαν ίαμβος καθρέφτης

*
Όσο και να τεντώνω
δέρμα του καιρού
βαθαίνουν στο σώμα οι ρωγμές
φλέβες στεγνώνουν
Όσο και να λυγίζω
κόκκοι θανάτου
διαστέλλουν την όραση
Κι όμως αόρατη χορδή
ρυθμός ζεστός
βαθιά μές στο σηκώτι
Είναι που σε περίμενα στα χείλη
να μάθω πάλι το νερό
Είναι που σε περίμενα στοφως
Κρυφός σφιγμός
στα δάχτυλα του χρόνου

*

Κάθε νύχτα στο ποτάμι σου
Βότσαλο δέντρο και νερό
στις φωτεινές σου όχθες

*
Απ’ το λευκό σεντόνι σου
ξεστρατημένο φως
Αδόκητο
το βάραθρο του χρόνου
Είμαστε σώματα που σκοτείνιασαν
χαλάσματα φωτός
κι άπτεροι διανύουμε
το σκότος

*
Όταν αγάπη αρχίζει
ανοίγει βάραθρο λευκό
Ξεμανταλώνει φως χρυσό
σε νυχτωμένο κήπο
Όταν αγάπη τελειώνει
ξεπλένει το αίμα βιαστικά
Μπαλώνει χάδια χρώματα φτερά
σε πεθαμένο σώμα
Όταν αγάπη πέσει στο κενό
δέντρο που έχασε το φως
αντίλαλος στο χρόνο

*

Οκτώβριος
Περίπατος στην πόλη
Πρόσωπα πίσω από άλλα πρόσωπα
γεμίζουν τις επώνυμες οδούς
κι ύστερα χάνονται
Περπατώ μαζί τους
Εσωτερική διαδρομή
με το χέρι στο διακόπτη
Και τότε φάνηκες εσύ
λευκό πουκάμισο
Προσπέρασες με κόκκινο
διάβαση πουλιών
Κράτησα την ανάσα σου
Μια εισπνοή μια εκπνοή
στο κύτταρο της μέρας

                       Σαν ίαμβος καθρέφτης, 2009
Ανοίγει φόβος
και φτερό Μάτι φιδιού
Ο χρόνος

*

Άλλαξα δέρμα
για ν’ ακούσεις τις παλιές
φωνές

*

Βαθιά του χρόνου
κοιταχτήκαμε και
τώρα πώς φέγγεις

*
Στιγμή χαραγμένη
στο φως
και στ’ ασήμι της πάχνης

*

Κέντρο βαθιά με
γκρέμισες
μές στου βουνού τη ρίζα

*

Σκλερή κυρά
έκαμες με και πεθυμώ
τα μάτια μου να ράψω
Ίτσου κοιμώντα καμμυτά
με δίχα φως αστράφτω

*

Βρέχω τ’ αλεύρι
πριν απ’ τη βροχή
με το κλαράκι στο ράμφος

*

Πάνω στο φρύδι του γκρεμού
εδώ φύτρωσα
στην πέτρα και στον φόβο

*

Ύφος πατρίδα μου
υφαντουργείς
το ιώδες

*

Pacta sunt servanda

Όταν τα σύμφωνα φλέγονται
ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν
ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν, 2012

 

 

 

 

 

 

 

Η Ποίηση του Ανδρέα Πετρίδη- από Γ. Φράγκο

Ανδρέας Πετρίδης: «Εντόπιο ρίγος»,  έκδοση, 2013-
Ποίηση από αυθεντικά παραδοσιακά υλικά – του Γ. Φράγκου

…Ο ποιητής ξαναζωντανεύει το κυπριακό τοπίο, χωρίς μεγαλόστομες πατριδολατρικές ρητορείες, αλλά με σεμνούς χαμηλότονους ήχους και εικόνες, νηφάλιες και απαλές, χωρίς φαντασμαγορικά εφέ επίπλαστης και κραυγαλέα επιδεικτικής νεωτερικότητας.

Ο Ανδρέας Πετρίδης φτιάχνει ποίηση από αγνά, αυθεντικά, παραδοσιακά υλικά. Τον εμπνέει το κυπριακό τοπίο, η χλωρίδα και η πανίδα της πατρίδας μας, η θάλασσα κι ο ουρανός της, τα ξεροτόπια της. Και σέβεται όλα τα υλικά του, τα περικλείει με περίσσια θαλπωρή κι αγάπη. Δεν τα μαγαρίζει νοθεύοντας ή εμβολιάζοντας τα με επισφαλείς πειραματισμούς εν είδει νεωτερικών προσεγγίσεων.

Στην υπό παρουσίαση συλλογή που φέρει τίτλο: «Εντόπιο ρίγος» και υπότιτλο: «Αναγραφή τελευταία» και κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 2013 με ιδιωτική έκδοση, ο ποιητής ξαναζωντανεύει το κυπριακό τοπίο, χωρίς μεγαλόστομες πατριδολατρικές ρητορείες, αλλά με σεμνούς χαμηλότονους ήχους και εικόνες, νηφάλιες και απαλές, χωρίς φαντασμαγορικά εφέ επίπλαστης και κραυγαλέα επιδεικτικής νεωτερικότητας. Τόσο ο χώρος, όσο και το ύφος είναι συνειδητές επιλογές.  Ο Α.Π. μοιάζει να μην θέλγεται από αυτό που συνηθίσαμε ν’ αποκαλούμε αστική ποίηση. Επιλέγει τον καμβά της υπαίθρου για να εξωτερικεύσει συναισθήματα, προβληματισμούς, σκέψεις, έγνοιες αλλά και μνήμες, μνήμες που είναι λειτουργικά ζώσες.

Συχνά – πυκνά, ο ποιητής αρέσκεται να αξιοποιεί τη θρησκευτική, εκκλησιαστική σημειολογία και ορολογία, προκειμένου όμως ν’ αναφερθεί σε μια καταφανώς ευρύτερη θεματική με μια κατά βάση υπαρξιακή απόχρωση: «Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια / αλλοτινής λατρείας / τώρα σημάδια / εμπύρετου μόνο περάσματος. / Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά / με κέρινα φτερά σωριάστηκαν / στο πρώτο άγγιγμα των ακτινών, / κι η βασιλεία των ουρανών / άδειος πια θρόνος…». (σελ. 23)

Σ’ ένα άλλο συναφές παράδειγμα – και χωρίς καμιά διάθεση ή πρόθεση θρησκευτικής νουθεσίας – ο ποιητής επιχειρεί ενδοσκοπικές βυθομετρήσεις, χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο ή βατήρα το τοπίο γύρω από τη Μονή Αγίου Νεοφύτου στην Πάφο, την εγκλείστρα του Αγίου κλπ, συνοψίζοντας: «μπορείς κι εσύ να λαξέψεις / την κρύπτη σου ή την πίστη σου / και να την δοξάσεις». (σελ.16)

Παρά το «υπαίθριο» εξωτερικό της περίβλημα, η ποίηση του Α.Π. είναι βαθιά ενδοσκοπική, είναι ποίηση εσωτερικού χώρου. Η ματιά του ποιητή είναι μονίμως στραμμένη προς τα μέσα: «Μοίρα μας να ταξιδεύουμε / σαν δέντρα με βαθιές ρίζες / σε υπόγεια νερά…». (σελ. 25) Στο ίδιο ποίημα, που φέρει τίτλο «Ταξίδι εντός μας», ο ποιητής ξεδιπλώνει διάφανα και πτυχές της ποιητικής του: «παρόμοια όπως / δέντρο φυτεύεις σαν κουραστείς / κι ο ποιητής ετοιμάζεται / για τον επόμενο στίχο». (σελ. 25)

Τον ποιητή απασχολεί έντονα εκείνο το μεταιχμιακό σημείο μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ χαράς και λύπης, φωτός και σκοταδιού. Και το προσεγγίζει με βαθύτατο λυρισμό και έντονη φιλοσοφική διάθεση: «… δεν θέλει πολύ να ξέρεις / κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα / που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα, / για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό / τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες / δάκρυα της Παναγίας…». (σελ. 27)

Η ποίηση του Α.Π., σχεδόν στο σύνολό της, έχει βαθύτατο υπαρξιακό υπογάστριο. Κι η μέγιστη αγωνία του ποιητή αφορά την έλευση του τέλους, σε συνάρτηση βεβαίως με τη φιλοσοφική κατηγορία του χρόνου, κυρίως του παρελθόντος. «Αργά – αργά περιστρέφεται / η σφαίρα της γης, / ίδια παιδικό παιγνίδι… / Κι άτακτα δεξιά ζερβά / μυρίζοντας το καθετί / ανήσυχα εντοπίζεις / τον χρόνο να τραβά τα λουριά / στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι…». (σελ. 28)

Στην ποίηση του Α.Π. οι θεματικές της εξύμνησης της πατρίδας με τις θεματικές της αναζήτησης του θείου, της θεότητας ή θεϊκότητας δηλαδή, συχνά συμπλέκονται και εφάπτονται. Έξαλλου και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ο καμβάς όπου στρώνει τα χρώματα του το πινέλο του ποιητή είναι το κυπριακό υπαίθριο τοπίο: «Στραγγίζεις τη λίγη υγρασία / από τον κόνιζο και τ’ άγριο θρουμπί / και ταπεινά δοξάζεις / μια στρογγυλή γούβα νερού – / του τόπου γνήσιο αγίασμα / και της Θεάς οπωσδήποτε / ιερά λουτρά». (σελ. 14)

Η ποίηση του Α.Π. είναι βεβαίως και βαθιά κυπροκεντρική. Το κυπριακό ηχόχρωμα υπάρχει παντού. Ενίοτε φυσικά προβάλλει και η κυπριακή προβληματική. Και κυρίως απασχολούν τον ποιητή τα αδιέξοδα μας: «Ούτε που ξέρεις / ποιο δρόμο να πάρεις, / κι εύκολα ξεχνάς / πού είναι η πλώρη / πού είναι η πρύμνη / σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια / πολλούς δείκτες στη θάλασσα». (σελ. 31)

Το κυπριακό τοπίο τον εμπνέει συνεχώς, πότε με ενδοσκοπική, πότε με λυρική ή φυσιολατρική διάθεση και πότε με προδιαγραφές αγνής φιλοπατρίας, αλλά μακριά από πομπώδεις εκφράσεις και ηχηρά λεκτικά σχήματα. Η φιλοπατρία του ποιητή εκδηλώνεται γήινα, χαμηλόφωνα και σεμνά: «Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε / για τον Πενταδάκτυλο / είναι γιατί / μοιάζει χτυπημένο πουλί / με δυο φτερούγες / καρφωμένες στο χώμα». (σελ. 32)

Ο ποιητής συνομιλεί και με το καράβι της Κερύνειας, από το ύψος του σήμερα και αναφερόμενος στο τώρα. Εκείνο που πρωτίστως τον ενδιαφέρει είναι οι ρίζες, οι ιστορικές καταβολές του τόπου του. Μιλά για «όψιμους λογχοφόρους», «που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο / για δικά τους σημάδια / και γράμματα βρίσκουνε μόνο / που δεν μπορούν να διαβάσουν / πάνω στ’ αγγεία». (σελ. 35).

Ο Α.Π. είναι γενικά ένας ολιγόγραφος ποιητής, που παιδεύει την δουλειά του, επεξεργαζόμενος τους στίχους του ξανά και ξανά. Κι αφήνει ένα ποίημα χρόνια και χρόνια στο συρτάρι του, να ωριμάσει και να δοκιμαστεί στο χρόνο. Έχω την άποψη πως το αισθητικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον στα πλείστα από τα 28 ποιήματα της συλλογής, τον δικαιώνει.

Γιώργος Φράγκος

 

 

Ποίηση Νάσας Παταπίου- επιλογές Ανδρέας Πετρίδης

Ποίηση Νάσας Παταπίου-
Χωρίς τα βαρίδια της Ιστορίας

Η ΛΕΜΠΡΙΚΑΣΤΗ

Ακούς το σούρσιμο της κτένας
Στα μαλλιά μου
Ήχος αρχαίος
Και από τα βάθη των αιώνων
Έρχεσαι
Πίθο βυζαντινό κομίζεις
Γεμάτο υπέρπυρα
Όμως οι μάχαιρες οξείες
Και πυκνά τα βέλη
Σαν διασχίζεις
Ένα μαύρο πετρωμένο δάσος
όπου στο ξέφωτό του
Ρέει πυρίκαυστος
Ο έρως
Από τα χέρια μου
Η κτένα τότε πέφτει
Θρόισμα φτερών
Το χώρο κατακλύζει
Με πλημμυρίζουν ρήματα αγάπης
Στάζουν χυμοί
Από κόκκινα σταφύλια
Στον ποδόγυρό μου
Τον ίππο μου πτερνίζω
Και αναχωρώ
Χωρίς να είμαι έμπειρος ιππέας
Γνωρίζω είμαι το σήμερα

Και είσαι το τότε
Πατρίδα, Πατρίδα
Σε τέμνουν όρη
Και βουνοκορφές
Σε διασχίζουν ποταμοί
Με διατρέχουν παραπόταμοι
Μες στα νερά μας βουλιάζουν
Τα υδρόβια
Ενδημούν τα αμφίβια

Μα ως πότε λάθρα
Θα βιώνουν οι αλλόφυλοι ;
Στα έγκατά μου
Στα απώτατα σπλάχνα μου
Στις εσοχές μου τις ανύποπτες
Σε περισώζω
Θα κυνηγήσω τον εχθρό
Όπως οι εφιάλτες τον ύπνο μου
Θα συναντήσω αυτόν
Από τα βάθη των αιώνων
Που έρχεται
Τον αγύρτη, τον αλάστορα,
Τον μονομάχο
Τον βλέπω να εισέρχεται
Στις νότιες ακτές
Στο Σύλαιο λέγοντας
Μεγαλόνησο σε ονοματίζω
Και δεν θα συληθείς ποτέ.

ΑΝΑΠΛΟΥΣ

Κλείνω τα μάτια
Και ξυπνά ένας παφλασμός κυμάτων
Κατηφορίζει από το μεγάλο ακρωτήρι
Και προσεγγίζει τον μεγάλο κόλπο
Τα τείχη χαιρετώντας
Και ύστερα τέμνει την έρημη πεδιάδα
Τις νύχτες πάλι
Κάτω από την κλίνη μου περνά
Και αίφνης τη μεταβάλλει σε μικρή σχεδία
Έξω καλπάζει το άλογο του Μυροβλύτη
Να με καλούν οσμές του παρελθόντος
Στον ουρανό να ξεδιπλώνονται παραμυθιών εικόνες
Ψίθυροι αγνώστων
Να ερμηνεύουν τις γητειές και προφητείες
Θα ταξιδεύσω
Χαρτογραφώντας τις ακτές σου
Τα ιζολάρια, οι πορτολάνοι, οι πυξίδες
Δεν με σώζουν
Οι εφιάλτες πειρατές
Με συλλαμβάνουν
Δένουν τα χέρια μου πισθάγκωνα
Με ανακρίνουν
Χιλιάδες χρόνια με ανακρίνουν
Αναγνωρίζω τη σκουριά στις αλυσίδες
Τις ρίζες μου διεκδικώ
Το χώμα που με ανέθρεψε
Δηλώνω μια αυτοφυής
Λευκή ανεμώνη
Ανάλγητοι οι πειρατές
Δεν συγκινούνται

Αιτούν το αίμα μου ως αντίλυτρο
Μα δεν θα λυτρωθούν
Θα λυτρωθεί μόνον αυτή
Η αλσίφυλλος
Στο ίδιο αίμα κόκκινη
Βαθυκόκκινη
Σαν θα φυτρώσει.

ΑΣΑΝΔΑΛΗ

Ποιος αέρας φυσά
Κι έρχεται
Και από πού έρχεται
Κομίζοντας τα οιστρογόνα
Του έρωτα
Παραληρώντας σε φως μέθης
Αχ, να μπορούσα
Στη δίνη του να πετάξω
Ασάνδαλη
Χωρίς υπάρχοντα
Με φωτοστέφανο μόνο τον πόθο
Μόνο με τον πόθο
Περιδέραιο στο λαιμό μου
Για ένδυμα
Γυμνή
Και με ένδυμα
Μόνο το πάθος
Ως βυσσινί βελούδο
Το πάθος
Μα τι πάθος
Ρίγη, κραυγές ερωτικές
Επιθανάτιοι ρόγχοι

Ν’ αντηχούν στο απαλό βελούδο
Με ποτά δυνατά κατά του ιλίγγου
Στην ανύψωση
Στη νοητή ουράνια κλίμακα
Την περιστοιχισμένη
Με ευώδη άνθη
Ακανθοφόρα
Στην εξύψωση
Και στην άκρα ταπείνωση.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Είμαι ένα καθαρόαιμο άλογο
Που τρέχει μες στη νύχτα
Και γυαλίζουν τα μάτια του
Τρέχει για να προλάβει τη μέρα
Καλπάζει να διασχίσει
Και πάλι το σκοτάδι
Μεγάλωσα πολύ
Και μού’ λειψαν τα χάδια
Κι η μητέρα μου
Μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ
Κάθεται και ατενίζει τη δύση
Πώς λοιπόν να γείρω
Στην αγκαλιά της
Πώς να αρχίσουν
Ξανά τα παραμύθια
Έτσι μεταμορφώθηκα σε άλογο
Κι επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Αναδρομικά και αιώνια
Άκουσε το χλιμίντρισμά μου

Την αγωνία μου αφουγκράσου
Σκέψου πως φέρω
Και των προγόνων μου τα βάρη
Επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Ως ορμητίας ίππος
Και ανεμοκυκλοπόδης
Μαυρογόνατος και πετροκαταλύτης
Εγώ το άλογο
Και εσύ η γυναίκα
Έλα αναβάτης
Στην πλάτη μου πατρίδα
Μαζί να φύγουμε
Να σωθούμε μαζί
Μες στις σπηλιές των θρύλων σου
Αιλουροειδές ας ξεψυχήσω.

          Φασγάνου δίχα, 2009