” Αιχμάλωτος του Τώρα” του Κώστα Αρμεύτη

 

Ο ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΟΥ ΤΩΡΑ – γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης
2010

Το μυθιστόρημα Ο Αιχμάλωτος του Τώρα, του Κώστα Αρμεύτη, από καθαρά λογοτεχνική σκοπιά συνιστά μια ενδιαφέρουσα κατάθεση στην Κυπριακή πεζογραφία Η γραφή του χαρακτηρίζεται από ζωντανή και παραστατική αφηγηματικότητα, με όχημα πάντα ένα σπαρταριστά γλαφυρό ύφος και μια πολυεπίπεδη αυτοσαρκαστική στοχαστικότητα.
Πέραν των γλωσσικών και εκφραστικών αρετών του, ακόμα και με πενιχρή εξωτερική πλοκή κατορθώνει να δημιουργήσει ένα ολοδικό του παρθενικό κόσμο, γεμάτο απτή ύλη και βιωματική εμπειρία. Αναπτύσσει πειστικά και με έντονα προσωπικό ύφος έναν εσωτερικό ψυχο-πνευματικό μύθο, τον οποίον και μας προτάσσει ως υπαλλακτικό τρόπο ζωής.
Είναι ένα σύγχρονο στη δομή και τα μέσα του μυθιστόρημα, που κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον και την προσοχή μας. Η επιμονή κι η αφοσίωσή του στην ανάδειξη του ταπεινού και της λεπτομέρειας, όχι μόνο μας συγκινεί, αλλά προσδίνει στον βιωμένο υλικό κόσμο του μια πνευματικότερη διάσταση. Γίνεται διαρκώς αισθητή μια εκ των πραγμάτων αναθρώσκουσα υπαρξιακή αύρα, πιο δραστική ακόμα κι από τις συχνές και άμεσες φιλοσοφικές του διανοίξεις… Οι οποίες ευτυχώς σπάνια αυτονομούνται ή μας κουράζουν, γιατί προσλαμβάνονται κατά περίεργο τρόπο ως απολογισμός και απόρροια της πλούσιας κι εσωστρεφούς αφηγηματικής ροής.
Ο συγγραφέας – ήρωας του ιδιόμορφου αυτού μυθιστορήματος, ως συγκαιρινός πνευματικός Ροβινσώνας, κατορθώνει τελικά με τον λόγο να εξυψώσει ένα πρωτόγονο σχεδόν κι αρχαϊκό βιοτικό περιβάλλον σε διαχρονικότερο σύμβολο της υπαρξιακής αγωνίας του. Πετυχαίνει προπάντων αυτό τον στόχο, όχι τόσο με τα μέσα της στεγνής γνωσιολογικής τεκμηρίωσης, αλλά πιο πολύ έμμεσα με τη λογοτεχνική υποβολή, δηλαδή με αισθητικά μέσα. Κι αυτό είναι το κύριο ζητούμενο.
Προσωπικά ως αναγνώστης, γυροφέρνοντας κάποτε με τη φαντασία μου στο Αιγαίο – ομολογώ, πως αν περνούσα τυχαία από ‘κείνα τα μέρη όπου εκτυλίσσεται ο μύθος του – θα μ’ έτρωε πολύ η περιέργεια να μού ’δειχνε κάποιος πού είναι η Νεάπολη, και πού είναι ψηλότερα το Μεσοχώρι, με το Φαρακλό και τις Καστανιές παραπίσω… Όπως ακριβώς μου συμβαίνει συχνά με τη Σκίαθο, όπου νοσταλγώ για παράδειγμα να κάνω περιηγητική αυτοψία στους ταπεινούς και λατρευτούς τόπους των ανεπανάληπτων διηγήσεων του κοσμοκαλόγερου της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Έτσι καταδεικνύεται πώς απαθανατίζεται ένα μέχρι χθες ασήμαντο κι άγνωστο μέρος… Μέσω δηλαδή της καταξιωμένης καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Κι αφού εκφράστηκα ανακεφαλαιωτικά στην αρχή, παρά στο τέλος όπως συνηθίζεται, θα αιτιολογήσω πιο συγκεκριμένα και με δειγματολογική τεκμηρίωση τα στοιχεία της πεζογραφικής του γραμμής, που με συγκίνησαν ιδιαίτερα. Μια συγκίνηση φυσικά όχι ρηχά συναισθηματική, αλλά βαθύτερα υπαρξιακή, εμποτισμένη με την αισθαντικότητα μιας πρωτογενούς συναίσθησης του φαινομένου της ίδιας της ζωής.
Ο Κώστας Αρμεύτης αναζητεί εθελούσια και πρακτικά τη διάσωση και τη δημιουργική βίωση της αυθεντικής του οντότητας… Η οποία οντότητα κινδυνεύει να εκμηδενιστεί μες στα σαγόνια μιας μαζικοποιημένης και υλοκρατούμενης κοινωνίας. Το μυθιστόρημά του, ενώ καταθέτει μερικές φορές κάπως εκτεταμένα κι αναλυτικά την υπαρξιακή του αναμέτρηση – με την ανάλογη λογοτεχνική διακινδύνευση – κατορθώνει εν πολλοίς ν’ αντισταθμίζει αυτή τη στοχαστικότητα, εμποτίζοντάς την με μια έντονα υποβλητική πνοή… Η πνοή τούτη μαγεύει και συνεπαίρνει τον αναγνώστη, ιδιαίτερα στα μέρη εκείνα του κειμένου, όπου η περιγραφή της φύσης και η επαφή με τον περιβάλλοντα χώρο δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα εξαίσια λυρική. Καταθέτω το πρώτο απόσπασμα:

Επιτέλους είχα μια μικρή στέγη να προστατεύει εμένα και τις σκέψεις μου. Εκεί έξω την προηγούμενη νύχτα ήμουν ένα παιδί του σύμπαντος, ένα μόριο ενός άγνωστου γαλαξία. Εδώ τώρα, αν και τα πράγματα περιορίζονταν στους τέσσερις τοίχους και τη σκεπή, μου έδιναν και πάλι το συναίσθημα ότι ξαναποκτούσα πια την παλιά μου ταυτότητα, την ταυτότητα των πιο νεανικών μου χρόνων πριν έρθω στην Αθήνα και τη χάσω μέσα στο ανώνυμο πλήθος. Εδώ τώρα ήμουν ο ναυτίλος του δικού μου καραβιού και μπορούσα να πλέω όποτε ήθελα στο αρχιπέλαγος της δικής μου σκέψης. Εδώ ήμουν ο άφοβος δύτης και μπορούσα να καταδυθώ στους δικούς μου, προσωπικούς, εσωτερικούς βυθούς, σ’ αυτούς που ανήκαν μόνο σ’ εμένα. Εδώ λοιπόν θα τους εξερευνούσα μέρα και νύχτα και θα κατέγραφα την παράξενη ομορφιά τους. Θα έφερνα ξανά στο φως τους κρυμμένους θησαυρούς τους και θα ξαναζωντάνευα τα μυστήριά τους.

Όπως αντιληφθήκατε, πρόκειται για ένα βιβλίο περισσότερο εσωτερικής πνευματικής αυτοβιογραφίας, όπου τα εξωτερικά γεγονότα και διαδραματιζόμενα επέχουν μόνο τον χαρακτήρα της ρεαλιστικής αφόρμησης ή και τον ρόλο του δευτερεύοντος σκηνικού.
Αυτά τα δύο επίπεδα εκτυλίσσονται παράλληλα και συχνά αντιπαραβαλλόμενα, δίνοντας στον αναγνώστη δυνατό το κίνητρο μιας ελκυστικής μέχρι το τέλος ανάγνωσης. Η σύνδεση με την σύγχρονη υλιστική και αγχώδη πραγματικότητα είναι εκεί – και συμβαίνει με περιστασιακές σύντομες επισκέψεις γνωστών και φίλων, όπως κι οι οραματισμοί κι οι περιγραφικές του εξάρσεις μέσα στις πολυποίκιλες εκφάνσεις του μεγαλείου της φύσης, εναλλάσσονται κι αυτές με αναφορές και εύστοχα σχόλια σε τρέχοντα γεγονότα της Κυπρο-ελλαδικής και της διεθνούς επικαιρότητας. Όλα όμως τούτα λειτουργούν απλώς ως εμβόλιμα, που μαζί με διακειμενικές, γλαφυρές και αυτοσαρκαστικές αναφορές σε μεγάλους της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δίνουν στην αφηγηματική τεχνική του Κώστα Αρμεύτη μια σχεδόν αυτοσχέδια και άνετη υφή. Οι κορυφαίες φυσικά στην αισθητική τους απόδοση στιγμές του, ανήκουν στις γεμάτες αισθαντικότητα και λυρισμό περιγραφές των πραγμάτων και φαινομένων τριγύρω . Ποτέ δεν δίνεται η αίσθηση της αχρείαστης και άσκοπης σχολαστικότητας, όπως συμβαίνει κατά κανόνα σε παρόμοιες περιπτώσεις, αντίθετα οι εικόνες εκρέουν παραστατικά απ’ την πένα του, διαποτισμένες από μια θαυμαστική ποιητική διάθεση. Να ,ένα τέτοιο δείγμα:
Η νύχτα έρχεται στ’ ακροδάχτυλα, μα βιαστική πατώντας. Χαμοσέρνονται οι σκιές ψηλαφητά, αναζητώντας γωνιές, φαράγγια, πλεύρες να κουρνιάσουν. Οι τελευταίοι παλμοί της μέρες κατασιγάζουν στα χαμόκλαδα. Στις φυλλωσιές των δέντρων, απλόχωρα στου αλαφρού ανέμου το χάδι πουλιά σιγονανουρίζονται. Φαντάζομαι πως κι οι δείχτες των ρολογιών αυτή την ώρα διπλώνουν τις φτερούγες τους. Και το κάθε χορταράκι αχνοπροσεύχεται, βουλιάζοντας στην προσμονή της άλλης μέρας. Το σκοτάδι, που όλο και προχωρά και απλώνεται τριγύρω, αφήνει κι ένα τριζόνι σε κάθε δρασκελιά του. Το κάθε μικρό εκείνο έντομο με τη σειρά του αμολάει μήνυμα λαχτάρας διαπεραστικό, σημαδεύοντας έτσι την αχαρτογράφητη μαύρη θάλασσα που θ’ ακολουθήσει.

Το μυθιστόρημα Ο Αιχμάλωτος του Τώρα, απασχόλησε τον συγγραφέα, καθώς γνωρίζω, αρκετά χρόνια. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Γιατί ο μύθος του δεν είναι εφεύρημα κι οι προβληματισμοί του δεν έχουν λόγιο χαρακτήρα. Το σώμα των κειμένων και των στοχασμών του νοιώθουμε να έχει προϋπάρξει και απασχολήσει τον Κώστα Αρμεύτη, πολύ προτού πάρει λογοτεχνική σάρκα και οστά στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Αποτελεί μπορούμε να πούμε, το βιωμένο υπαρξιακό έπος ενός ανθρώπου, που θέλει να ζήσει ελεύθερα και δημιουργικά την ευκαιρία της ζωής, που του δόθηκε. Σπάζει με πίστη και αποφασιστικότητα το καταπιεστικό φράγμα της συγκαιρινής αστικοποιημένης αιχμαλωσίας, κι αναζητεί στωικά στην αγκάλη της φύσης ένα ουσιαστικότερο νόημα. Η στέρηση κι η σωματική κακουχία δεν τον πτοούν, ενθαρρύνεται αντίθετα και σκληραγωγείται, αποκτώντας μια βαθύτερη κι αληθινότερη σχέση με τα διαρκώς εναλλασσόμενα γύρω του φυσικά στοιχεία. Κατακτά με τούτο τον τρόπο και συναισθάνεται τη μοναδικότητα κάθε στιγμής, όπως διαμορφώνεται στο μικροπεριβάλλον του απτού ένυλου κόσμου. Είναι τέτοιες στιγμές που το προσωπικό έπος εκπέμπει μια αδιόρατη αλλά πολύ δραστική αύρα γενικότερης και διαχρονικότερης ισχύος, που συγκινεί και διαπερνά με ρίγος τον δεκτικό αναγνώστη. Παραθέτω ακόμα ένα χαρακτηριστικό κομμάτι:

Αν κάποια στιγμή κάτι δεν πάει καλά με τον πολιτισμό μας, αν αρχίσουμε να οπισθοχωρούμε ή κι αν περιπέσουμε απότομα στον πρωτογονισμό, νομίζω δε θα δυσκολευτούμε σε μία και μόνο νύχτα να προσαρμοστούμε. Εγώ, τον λίγο καιρό που είμαι εδώ πάνω, έμαθα να παρατηρώ τη φύση και να προβλέπω με σιγουριά τον καιρό. Από τα πουλιά και τα έντομα, το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα μέχρι και τις αποχρώσεις και το σχήμα των συννέφων. Επίσης τη θέση τους στα σημεία του ορίζοντα και την ταχύτητα μετακίνησής τους.

Ταυτιζόμαστε εύκολα κι ευδαιμονούμε ταξιδεύοντας μέσα από τέτοιες παραμυθένιες και παρηγορητικές σελίδες, γιατί τις έχουμε όλοι ανάγκη, κι όλοι νοσταλγούμε τον χαμένο παράδεισο της πρωτοσυμπαντικής μας μνήμης. Κι αν είναι αδύνατη μια διαρκέστερη ανατροπή, εμείς παίρνουμε απ’ την ανάγνωση μιαν αναζωογονητική ανάσα, αραιώνοντας υποφερτά το σύγχρονο άγχος. Κι είναι τούτο μια σημαντική προσφορά της γνήσιας τέχνης, να μεταδίδει ριγηλά και βαθύτερα την αίσθηση μεταρσίωσης και εσωτερικής ευεξίας, ώστε να συνειδητοποιούμε καλύτερα τη θέση μας στον κόσμο και να προβαίνουμε σε διορθωτικές κινήσεις… Να κρατούμε στο μέτρο μια καρτερική και σώφρονα ισορροπία ανάμεσα στο άχθος των συμβατικών υποχρεώσεων και στις ανάγκες της άδολης και ονειροπόλας ψυχής μας. Μας το θυμίζει συχνά ο Κώστας Αρμεύτης:

Είχα ονειρευτεί να γίνω ένας μοναχικός θαλασσοπόρος, που κρατώντας σφιχτά το τιμόνι ενός ιστιοφόρου, θ’ άνοιγα δρόμους μέσα στο πέλαγος, δρόμους που κανείς πριν δεν τους είχε ταξιδέψει, σε χάρτες λευκούς που δεν τους είχε ακόμα πληγώσει πυξίδα, και θα έφτανα σε τόπους που θα με υποδέχονταν σαν γυναίκες μ’ αγκάλες έως τότε αναντάμωτες και κόρφους αφίλητους. Να που τώρα ευδόκησε ο Θεός ν’ ανοίξω ένα δρόμο κι ας μην ήταν τόσο μακρύς, κι ας μην ήταν στη θάλασσα, αλλά εδώ στην αμαρτωλή στεριά. κι ας μη βαστούσα σφιχτά το λατρεμένο ξύλο στο τιμόνι ενός ιστιοφόρου, παρά μονάχα το στειλιάρι μιας τσάπας και τη λαβή στο σιδερένιο βατοκόπι μου.

Διαβάζουμε τελικά ένα βιβλίο 350 τόσων σελίδων χωρίς να μας ενδιαφέρει ουσιαστικά η εξωτερική πλοκή. Αυτή, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, είναι επουσιώδης και χρησιμεύει απλά στο στήσιμο ενός βασικού σκηνικού. Η πραγματική φυσικά δράση εκτυλίσσεται αλλού. Ανευρίσκεται εύκολα στη νοσταλγική εικονοπλασία και τις τελετουργικές περιγραφικές κινήσεις για την επάνοδο της ταλαιπωρημένης ψυχής στο φυσικό της σπίτι, στην πρωταρχική ελευθερία της μάνας φύσης. Οι ιδέες που υποβάλλονται ή κι αναπτύσσονται στην πορεία, μόνο σε μερικές περιπτώσεις δεν αισθητοποιούνται επαρκώς, με την πλάστιγγα να γέρνει προς τον φιλοσοφικό στοχασμό. Ο συγγραφέας συνήθως διακόπτει εγκαίρως παρόμοια ξανοίγματα, διοχετεύοντας και εξατμίζοντας τον διαλογισμό του σε μοναδικής έντασης αισθητηριακές προσλήψεις. Που και που πάλι κάνει ένα σύντομο απολογισμό, ταλαντευόμενος διαλεκτικά ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ονειροπόληση:

Αν μείνω ακόμη κάποια χρόνια εδώ, θα έρθει κάποια μέρα που θα είμαι ο μόνος επιζών σ’ αυτό το στοιχειωμένο χωριό. Δε θα με πείραζε καθόλου νομίζω, και θα ένοιωθα πολύ καλά και θα προσπαθούσα να το απολαμβάνω, όπως το απολαμβάνω και τώρα. «Μια καθαρή και αγνή ψυχή ανάμεσα στα χαλάσματα» είναι μια από τις αγαπημένες μου σκέψεις που περνούν από το μυαλό μου, και με διασκεδάζουν όταν ξυπνώ καμιά φορά μέσα στη νύχτα και προσπαθώ προς στιγμήν να εντοπίσω πού βρίσκομαι.
Η ζωή μου εδώ πάνω μάλλον μοιάζει να είναι ένα αταχυδρόμητο γράμμα, γι’ αυτό ας προσπαθήσω να βγει καλογραμμένο. Μπορεί να’ ναι κι ένα μικρό κομμάτι απ’ το μεγάλο βιβλίο του πλανήτη με τον τίτλο «Ζωή», με τα τόσα κεφάλαιά του, που για ένα μικρό μέρος του μόνον εγώ είμαι υπεύθυνος, αλλά μου ανήκει. Κι αν ακόμη εμάς, τα εκατομμύρια ασήμαντους ανθρώπους, δε βρεθεί κάποιος να μας διαβάσει, σίγουρα κάποια στιγμή θα μας διαβάσει ο Θεός, σαν ανοιχτό σε όλες τις σελίδες του βιβλίο, με πάσα λεπτομέρεια.

Το μυθιστόρημα «Ο Αιχμάλωτος του Τώρα» του Κώστα Αρμεύτη αξίζει να προσεχτεί και να διαβαστεί όσο το δυνατόν από περισσότερους. Αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση για την πεζογραφία μας, αφού προσφέρει αισθητική ποιότητα και υπαρξιακή μυσταγωγία, απαλλαγμένη από ρηχούς συναισθηματισμούς κι εντυπωσιασμούς κοινότοπης και ανούσιας δράσης. Η γραφή του ζωντανή και ανάλαφρη, μας μεταγγίζει πνευματικούς χυμούς με πηγή τις πρωταρχικές ρίζες των πραγμάτων. Κι η εσωστρεφής του αναζήτηση νιώθουμε να’ ναι και δική μας υπόθεση, που την έχει εκφράσει με τον πειστικότερο τρόπο. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της αφήγησης, μπόρεσε τελικά να περάσει ένα λογοτεχνικά πρωτότυπο και προσωπικά διακριτό στίγμα. Σας δίνω, πριν κλείσω, και την εύστοχη κατακλείδα αυτού του βιβλίου:

Σκέφτομαι όμως τώρα, πως κι αν όλα χαθούν, κι η ζωή κι ο άνθρωπος εξαφανιστούν από το σύμπαν, πάντα θα υπάρχει- δε γίνεται- σίγουρα θα υπάρχει μια δυνατότητα να ξαναρχίσουν όλα απ’ την αρχή. Υποθέτω ότι απλά μόνο θα σβήσουν προσωρινά σ’ ένα παρόν, όπως κλείνεις κάποια στιγμή τα εξώφυλλα ενός βιβλίου.

Κρατούμε τελικά με ικανοποίηση το επίτευγμά του συγγραφέα να μας αναζωογονήσει με λογοτεχνικά μέσα, εμβαπτίζοντάς μας στα νάματα μιας βαθύτερης κι αισθαντικότερης θέασης του κόσμου.
Ανδρέας Πετρίδης, Πάφος 01.11.2010

Ο ηδύφθογγος λόγος του Ανδρέα Μακρίδη ( από Ανδρέα Πετρίδη )

Ο ηδύφθογγος Λόγος του Ανδρέα Μακρίδη

Ο Ανδρέας Μακρίδης έχει εντρυφήσει με πάθος στη διαχρονική περιπέτεια της ελληνικής γλώσσας, καθιστώντας την επίκεντρο της έρευνας και της τέχνης του. Αντικείμενο της λατρευτικής του προσέγγισης είναι ειδικότερα οι λέξεις. Δεν χορταίνει να τις ανασύρει από το πολύμαθο και φλογερό του πνεύμα, προβάλλοντάς τες ως μοναδικό πολιτισμικό μνημείο, ή δίνοντάς τους μια ζωντανή και πρωτόγνωρη πνοή, που ευφραίνει και διεγείρει τη φαντασία. Παραθέτω χαρακτηριστικούς στίχους από το προλογικό ποίημα της συλλογής Βυθισμένες Θάλασσες, που λειτουργούν άνετα και ως προγραμματική διακήρυξη:

Κτίζω τους ναούς μου με λέξεις μνημεία
-Κάθε ουσιαστικό ένας ηνίοχος
-Κάθε επίθετο ένας αμφορέας
-Κάθε ρήμα ένας Παρθενών

Ο ποιητής διαισθάνεται και παρακολουθεί τη διαιώνια και μυστηριακή διαδρομή των λέξεων, εκστασιάζεται και παίζει ερωτικά με τις αναλλοίωτες ρίζες των, πλάθοντας- όχι σπάνια- δικές του μορφές παράξενου κάλλους. Τις διαβάζουμε και τις ακούμε, ευδαιμονώντας με τον εσώτερο ήχο τους και με τη μουσική, που αναβρύζει από τα αρχέγονα έγκατά τους. Καταγράφω ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα:

ιμεροθαλής, ειδωλόθυτο άστυ, ερωτόβρυτος, οδύσσομαι και δενδίλλω, ευνάσιμο άστρο, ευπύγιοι βωμοί, αμάραντη χλούνις

Στον Ανδρέα Μακρίδη, το εύκολα ανιχνεύσιμο σουρεαλιστικό στοιχείο δεν είναι μανιέρα ή τεχνική, αλλά προκύπτει από μια ανατρεπτική αντίληψη των πραγμάτων. Τροφοδοτείται με ένταση από την μύχια ανάγκη αναδημιουργίας του θαύματος…Κι αυτό το θαύμα συντελείται μέσα του νοερά στον χώρο και τον χρόνο της αρχαίας Ελλάδας. Λέει χαρακτηριστικά στο πρώτο ποίημα του βιβλίου, με τον τίτλο «Πεζός πρόλογος ολίγον ποιητικός περί ποιήσεως»:

Στεριώνω τους ναούς μου πάνω στην ακρόπολη του χρόνου
-Με το αίμα της φυλής μου
-Με το πανανθρώπινο φως
-Με την πανάρχαια ψυχή μου.
Τα ποιήματα είναι εφτάψυχα και αθάνατα γιατί
μαγεύουν τον ψυχαμοιβό χάροντα, τον αποκοιμίζουν
και του κλέβουν το κοφτερό δρεπάνι.

Ο ποιητής επιστρέφει αδιάκοπα και με θαυμαστική διάθεση σε λέξεις – προσκυνητάρια, με αρχέγονες καταβολές κι εκπληκτική διαχρονική επιβίωση, μέχρι τις μέρες μας…Μεταξύ άλλων σταματά κάθε τόσο την χειμαρρώδη του διαδρομή κι εστιάζει το βλέμμα του, σχολιάζοντας:

Εκστατικός ψηλαφώ το εκθαμβωτικό επίθετο
των Παφίων «λυχναφής» εκ του αρχαιοτάτου
«περί λύχνων αφάς».
π.χ. Ο εραστής ήλθεν λυχναφής. Δηλαδή
την ώρα που ανάβουν οι λύχνοι. Άρα κατά το σούρουπο…
Τόση στίλβη! Τόσον κάλλος! Τόση Ελλάδα σε μιαν λέξη!…
Είναι σαν να σηκώνεται η θάλασσα
όρθια και σε τυλίγει στα γαλανά της σεντόνια !

Ο Ανδρέας Μακρίδης δεν είναι απλώς εξωτερικός παρατηρητής του κόσμου, που με τόση δύναμη αναπαριστά. Είναι αντιθέτως μέρος του κόσμου τούτου. Γι’αυτό κι ο αναγνώστης τον νοιώθει να διακινείται εκστασιασμένος σε μιαν αρχαία πνευματική και υλική ατμόσφαιρα. Τον βλέπει να ερωτεύεται με πάθος ονειρικές έφηβες κόρες, ή να μνημονεύει -κάποτε λατρευτικά κάποτε παιγνιδιάρικα- τις ανεξάντλητες ψηφίδες της ελληνικής γλώσσας …Απ’ την οποία παίρνει σπάνια δείγματα, τα σπέρνει πυκνά μέσα στους στίχους του και μ’ ευλάβεια τα σιγομουρμουρίζει:

Φως – Φάος – Σέλας – Έαρ – Αήρ – Αθήρ – Αέλιος – Ταλαπείριος – Δολιόμυθος

Έχουμε να κάνουμε προφανώς με μια άκρως αισθησιακή και ιδιόμορφη καλλιτεχνική δημιουργία, στην οποία– και εις βάρος της καθιερωμένης αισθητικής πρακτικής- κυριαρχούν οι προσφιλείς στον ποιητή εκτεταμένες ερωτικές και γλωσσικές διανοίξεις. Παρατηρεί κανείς ένα παιγνιδιάρικα σκηνοθετημένο διανοητικό παιγνίδι, διαποτισμένο ευφυώς με ευρηματικότητα και σπαρακτικό αυτοσαρκασμό. Σε ποιο βαθμό αυτή του η προσπάθεια ξεπερνά το πρώτο θαυμαστικό ξάφνιασμα, αποσπώντας καινούργιο έδαφος από τον χώρο του καλλιτεχνικά αδιαμόρφωτου, δεν μπορούμε ακόμα να πούμε με βεβαιότητα. Σίγουρο όμως είναι, ότι ο ποιητής, με την υπέρβαση των καθιερωμένων ορίων, συνειδητά ριψοκινδυνεύει.

Κάνοντας στη συνέχεια μια κάπως αυθαίρετη κατηγοριοποίηση, θ’ αναφερθώ σε σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της ποίησης, αρχίζοντας από το κυρίαρχο στοιχείο του ερωτισμού, που κατακλύζει κυριολεκτικά τους περισσότερους στίχους. Εξιδανικευμένο σύμβολο του πόθου είναι η έφηβη κόρη ή κορασίδα, όπως συνήθως την αποκαλεί ο ποιητής. Αποτελεί πραγματική εμμονή η προσκόλλησή του στα θέλγητρα της νεανικής ωραιότητας, τα οποία κι εξυμνεί ποιητικά με μοναδικό τρόπο:

Θυμάσαι τότε…
που ξάπλωσε ο Μάϊος πάνω στα φουντωμένα
στήθη σου και άνθισαν οι αρχαίες θάλασσες!

Τώρα- κάθε χαραυγή- στα εύφορα καπούλια
των αλόγων του ορίζοντα βλαστούν μωβ

και άχρωμα χρυσάνθεμα. Στο βάθος του μαύρου
το μέλλον αναδύεται σαν τρυφερό κορίτσι που

λούζεται γυμνό κι ερωτοτροπεί με το νερό
στους δροσερούς καταρράκτες της νεότητας

( ποίημα «Βυζαντινή μελαγχολία» )

Αλλού πάλι απευθύνεται στην καλλίγραμμη νεάνιδα τρυφερά και παιγνιδιάρικα, με φόντο ένα αρχαιοπρεπές, σταματημένο στο δικό του χρόνο τοπίο…

Έλα γλυκολυπάμενη και αποστεωμένη οπτασία
θα ιππεύσουμε πάνγυμνοι το γαλάζιο δελφίνι
και θα ταξιδέψουμε σ’ όλες τις αρχαίες θάλασσες.
Σε ικετεύω…
έλα προτού ξημερώσει και σβήσουν τα όνειρα.

Ο ερωτισμός δεν είναι απλή παρεμβολή στα κείμενα του Ανδρέα Μακρίδη, αλλά συνεχής ροή αίματος που κατακλύζει το σώμα της ποίησής του. Ούτε η προσέγγισή του είναι ποσώς πλατωνική, αφού ο πόθος του απευθύνεται άμεσα στο υλικό κάλλος του σώματος, για το οποίο η καρδιά του, και προπάντων η λύρα του, με ένταση πάλλονται. Κι εντούτοις, παρά τα προωθημένα εκφραστικά του τολμήματα, καμιά αίσθηση του χυδαίου ή αντιαισθητικού δεν προκύπτει. Αφού τα νεανικά μέλη που αναδύονται προκλητικά και λικνιστικά στην άκρη της πέννας του, δίνουν στον αναγνώστη μόνο την αίσθηση μιας δροσερής και παρθενικής αντίληψης του κόσμου. Επιλέγω ένα απόσπασμα αδρού αισθησιακού κάλλους και λεπτής γλωσσικής συμβολιστικής, από το ποίημα «τελετή ανακήρυξης του θηλυπρεπούς γράμματος Θ σε αμεταφυσική θεότητα»:

Ναι! Η ομορφιά σου αποτελείται από πέντε ζευγολάτες και
δώδεκα βόδια που μπήκαν μέσα μου και όργωσαν
τα ξεροχώραφα των ημίθραυστων ονειροπολήσεών μου.
Τώρα κυματίζουν σε όλην την επικράτειαν των
οραμάτων τα μεστωμένα στάχυα και οι χρυσόξανθες
παντιέρες των σπαρτών.
Αναμφιβόλως είσαι το κάλλιστον Θ του βραδυφλεγούς
Θεού. Ανήκεις στις χρυσές θάλασσες τις μικρές μαινάδες
των ανέμων.

Η σωματική και πνευματική έξαρση σ’ όλο αυτό το έργο επικοινωνούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, με διαρκές το πέρασμα από το ένα στο άλλο. Είναι συνάμα ο Διόνυσος αλλά κι ο Απόλλωνας που εναλλάσσονται τη σκυτάλη, είναι ακόμα ο Παν με την απροκάλυπτή του λαγνεία, όμως κι ο ευγενικός Άδωνις που συνυπάρχουν στην εκφορά του ποιητικού λόγου. Σε τούτη ακριβώς την ισορροπία κρίνεται εντέλει και η καθαυτό αισθητική αποτίμηση των επιμέρους ποιητικών μονάδων. Μια αντικειμενική, όσο γίνεται, αξιολόγηση του σύνολου έργου, γέρνει ποσοτικά την πλάστιγγα προς μονόπλευρα λεξικεντρική και ερωτισμική μεριά, όσο ευχάριστα κι αν προσλαμβάνεται ο πλούσιος και αυτοσαρκαστικός του οίστρος. Δεν είναι όμως λίγες και οι στιγμές ουσιαστικών πραγματώσεων, εκεί όπου εκκινεί από συγκινησιακά φορτισμένη καθολικότερη έμπνευση. Παράδειγμα οι ακόλουθοι στίχοι:

Στις απύθμενες στέρνες και στα πηγάδια
κρύβουμε τον φοβερό θυμό μας. Κάτω
από κάθε βράχο έχουμε θαμμένο ένα παιδί μας
κι ένα ασημένιο διαμαντοστόλιστο ΟΧΙ.
———————————————-
Αύριο ένα ορτύκι θα κρώζει πάνω
στον θόλο της άρνησής μας – ένα τζιτζίκι θα
τραγουδά χωμένο στα φυλλώματα ενός κιονόκρανου.
———————————————–
Στ’ ανοιχτά της θάλασσας η Παναγία
καθισμένη σ’ ένα γαλάζιο δελφίνι παίζει
μαντολίνο ενώ η μικρή Ελλάδα μαζεύει
τα ανθάκια και τα δάκρυα των κυμάτων.

Στις καλύτερες στιγμές του Ανδρέα Μακρίδη – μιλώ πάντα με τα δοκιμασμένα κριτήρια της αρμονικής γλωσσικής μορφοποίησης- ανήκει και το καταληκτικό μέρος του ποιήματος «Σαλαμίνα», με τον περίεργο όπως συνήθως, υπότιτλο «Η εντός διαφανούς κεχριμπαριού απολιθωμένη ζωοπανήγυρις». Αρχίζει μ’ ένα διάχυτο κλίμα υπερφυσικής μεταβολής του τοπίου, παραπέμποντας κάπως στο ανάλογο κλίμα του αρχικού μέρους της «Έγκωμης», του Γιώργου Σεφέρη:

Έξοχο αυτό το κεχριμπάρι που βρήκα στην αμμουδιά
της Σαλαμίνας, συλλογιζόμουν άναυδος! Όλο αυτό
το πανηγύρι έγκλειστο στο διάφανο δάκρυ των πεύκων!…

Ξάφνου ακούστηκε η σφυρήχτρα. Ζωέμποροι πραμα-
τευτάδες, οπωροπώλες και περιδεραιοποιοί έδεσαν
τις ζώνες ασφαλείας και το τοπίο απογειώθηκε αύτανδρο!
Τώρα στη θέση της ωραίας πανήγυρις
κοιμούνται οι βουβοί αμμόλοφοι της Σαλαμίνας και
τα διάσπαρτα θραύσματα των αρχαίων αγγείων.

Τώρα αναδεύουν τη ψυχρή ραστώνη της ξανθής
άμμου οι ελαφρές αύρες ενώ πιο πέρα ο ταχυ-
βάτης και πανδαμάτωρ χρόνος ισοπεδώνει τα όνειρα.

Εμείς…ερωτοτροπούμε θεοειδώς εις την μαγευτι-
κήν ακρογιαλιά και κοιτάζουμε κατάπληκτοι – μια
το αιματοβαμμένο σούρουπο και μια τον κατάλευκο
ιωνικό ναό που αναδύθηκεν από τη θάλασσα!

Με παρόμοια άρτιους και υποβλητικούς στίχους νιώθει κανείς να ανταμείβεται για την υπομονή του να διανύσει ένα, ποιητικά γεμάτο ερωτηματικά, αναγνωστικό δρόμο…Αφού το Ελδοράδο των προσδοκιών του αποκαλύπτει, έστω και σποραδικά, πολύτιμα πετράδια υψηλής αισθητικής στάθμης.
Όσον αφορά τώρα το ιστορικό και πολιτισμικό φόντο, όπου εκτυλίσσεται η συγκεκριμένη δημιουργία, δεν θά’ ταν υπερβολή να πω και κάτι, που περνά ως φευγαλέα εντύπωση απ’ τη σκέψη μου: Ότι δηλαδή ο Ανδρέας Μακρίδης είναι κάτι περισσότερο από ελληνολάτρης, αφού προσωπικά προσλαμβάνω την πολυσχιδή προσωπικότητά του ως τέτοια γνήσια κλασικού Έλληνα, που ξέκοψε παραδόξως στις μέρες μας και κινείται αναχρονιστικά ανάμεσά μας. Εκπέμπει με τη λύρα του εγερτήρια σαλπίσματα, διαλαλώντας χαρισματικά την πραμάτεια της ομορφιάς, που θα σώσει τον κόσμο:

Επιτέλους ροδοχαράζει! Οι λευκές μπαλλαρίνες του φωτός
προγυμνάζονται στα πορφυρά σανίδια της ανατολής.
Νυμφοστολίζονται οι παρθένες αύρες και αναθάλλουν οι
εσταυρωμένοι ζέφυροι. Ο παγερός ζόφος της νύχτας
γίνεται κλεψύδρα από κρύσταλλο και μυρωδάτο ξύλο.

Σε παρόμοιες στιγμές νιώθουμε τη λεπταίσθητη βελόνα του ποιητή να πηγαινοέρχεται με ψυχική θέρμη και καθαρό καλλιτεχνικό μετάξι, εξακοντίζοντας τις αισθήσεις μας σε ριγηλά ύψη. Είναι φυσικά αλήθεια, ότι στο έργο του Ανδρέα Μακρίδη βρίσκουμε αρκετές φορές κουραστικά στις λεπτομέρειές τους σημεία, αφού οι στίχοι του εκρέουν ποταμηδόν και υπερχειλίζουν τις όχθες της έμπνευσής του. Ίσως και πολλοί τίτλοι ποιημάτων να είναι αχρείαστα μακροσκελείς και υπερρεαλιστικοί…Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία, ότι ο ποιητής έχει δημιουργήσει έναν ολοδικό του κόσμο, έναν κόσμο όπου ο ίδιος ευδαιμονεί, ακόμα κι όταν με κάποιες υπερβολές μας ξαφνιάζει. Πριν κλείσω συμπερασματικά τούτο το κείμενο, καταθέτω ως τελευταία γεύση ακόμα μερικούς στίχους, γεμάτους τρυφεράδα και καλλιτεχνική ευφορία:

Όποιος κοιτάξει γυμνή την θεά χάνει για πάντα
το φως του. Η ποίηση κρυώνει χωρίς τους
βαμβακερούς και βελούδινους μύθους της.
Έλα…Θα σου αποκαλύψω το αόρατο
μυστήριο που αιωρείται και το σεπτό
κάλλος που θεώνεται. Κοίταξε ψηλά!…

Μπορώ να πω, κλείνοντας, ότι ο Ανδρέας Μακρίδης δεν στοχεύει να γράψει απλώς ποίηση. Η πρωτεϊκή του ιδιοσυγκρασία πάει πιο πέρα από αυστηρά λογοτεχνικά πλαίσια, κι ο στόχος του ρήματός του είναι κατά πολύ ευρύτερος της αισθητικής ηδονής. Ο λόγος του ξεχειλίζει από βιολογική ζωτικότητα. Ένας σύμμεικτα Απολλώνιος και Διονυσιακός αισθησιασμός διατρέχει ως λάβα τα κείμενά του, κατακλύζοντας καταρρακτωδώς τον αναγνώστη. Αποτελεί σίγουρα μια ιδιόμορφη, σε πολλά αμφιλεγόμενη, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική περίπτωση.

( με αφόρμηση τη συλλογή Βυθισμένες Θάλασσες, 2005 )

 

“Η Προδιαγραφή…” του Πολύβιου Νικολάου

Προδιαγραφή
για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο– του Πολύβιου Νικολάου
– Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Το ποιητικό βιβλίο Προδιαγραφή για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο (1976), του Πολύβιου Νικολάου, όπως και να εννοούσε ο ίδιος αυτόν τον τίτλο, αποδείχτηκε τελικά – στο ειδικό αισθητικό του βάρος – δικαίως προφητικός. Γιατί όχι μόνο όταν εκδόθηκε έκανε αίσθηση στη λογοτεχνική κριτική, αλλά και σήμερα, που το καλύπτει αδικαιολόγητα μια ανεξήγητη λήθη, εξακολουθεί να είναι δείκτης και κανόνας μιας άρτιας και υποδειγματικής ποιητικής σύνθεσης.

Είναι γεγονός ότι βλέπουμε καλά ποιήματα σε πολλών το ποιητικό έργο, πραγματικά όμως συνθετικές δημιουργίες με όλη τη σημασία της λέξης, σπάνια βρίσκουμε. Επειδή κάτι τέτοιο προϋποθέτει ικανότητα ολικής σύλληψης του βασικού θεματικού και μορφολογικού πυρήνα. Προϋποθέτει, ακριβέστερα, μια διαισθητική, έστω αρχικά ακαθόριστη στις λεπτομέρειές της, μορφική προλάξευση, που θα υποδεχτεί οργανικά την έμπνοη ύλη. Τουλάχιστον έτσι περίπου αντιλήφθηκα και μια περιθωριακή πληροφορία που μου έδωσε ο ίδιος ο ποιητής, σε χαλαρή συζήτηση που είχαμε κάποτε. Είχε λέει – το μεταφέρω με δικά μου λόγια – περίπου έτοιμο στο μυαλό του το μορφικό εκμαγείο και τις ράγες, όπου θα έμπαινε μέσα και θα ζωντάνευε με ρυθμό και κίνηση η συσσωρευμένη μέσα του βιωματική ύλη. Και κάτι ακόμη εκπληκτικότερο: Υπήρχε, κατά τα λεγόμενά του, ανοιχτή μπροστά του κι η επιλογή, να γεμίσει τους αδειανούς τούτους χώρους της μορφοπλαστικής φαντασίας όχι αποκλειστικά μ’ ένα προκαθορισμένο θεματικό κύκλο.

Εμείς φυσικά χαιρόμαστε ιδιαίτερα που η έμπνευσή του οδηγήθηκε θεματικά στο δράμα του ’74, από το οποίο αιμοδοτήθηκε τόσο γόνιμα και αποτελεσματικά. Η ποιητική σύνθεση, που ερμηνευτικά και μικροδομικά διανοίγουμε, εκτυλίσσεται σχεδόν προγραμματικά με εναρκτήριο ερέθισμα μικρές, χαρακτηριστικές χειρονομίες. Παρατηρείται μια γλωσσικά απέριττη και ιερατικού ύφους εκφραστική, που κρατεί τον αναγνώστη σε συγκέντρωση κι επιφυλακή, υποσχόμενη μια αδιάλειπτα ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Η εκάστοτε επίκληση, μια τελετουργική σχεδόν συνομιλία σε δεύτερο πρόσωπο, διανοίγει ανάλογη τοπογραφική και ιστορική θέαση. Στήνει βαθμιαία το θαμβωτικό, και για την ώρα αδιατάραχτο σκηνικό, μιας συγκρατημένα διαχρονικής οδοιπορίας.

Ανοίγεις το πόδι σου
ελαφρά
κι ο δρόμος του Αγίου μικραίνει
κι ο δρόμος στενεύει
ίδιος η ακρότατη άκρα της γενειάδας του
πολιά αρχαία θαλασσινή ποσειδώνια
όπως βρέχεται σε μια θάλασσα στητή
όλη μανία και αφρό…

Παρακολουθούμε με προσοχή το κλιμακωτό ξετύλιγμα μιας ένυλης, συνάμα όμως και ενορατικής ανθρωπογεωγραφίας, με τη γενειάδα του Αγίου να υπερβαίνει τη βυζαντινή της αταραξία… Να διαχρονίζει τους χρόνους και να διατοπίζει τους τόπους, έτσι όπως παγανιστικά καταβρέχεται από μια θάλασσα ζώσα. Ο πρώτος βηματισμός έχει θαυμαστικά συντελεστεί, σειρά έχει τώρα η επόμενη κίνηση:

Τεντώνεις τα δάχτυλα
του πιο αδύνατου χεριού σου
και προφτάνεις την Αχώρα
και την μακρινήν Αφέντρικα
να ξαναπαρθενεύουν

αίγες της Μεσογείου
που τες φύτεψαν ξαφνικά
σε βραχόκλειστες παραλίες

Σε αποκαλυπτική σχεδόν ατμόσφαιρα, αλλά αξεχώριστα από το πρωτογενές υλικό τους βάρος, προβάλλουν στα μάτια του αναγνώστη αυθεντικές, σχεδόν αρχαϊκές εικόνες του γενέθλιου τόπου… Οικισμοί που διστάζεις να καταχωρήσεις απόλυτα στο μακρινό χτες ή στο εφήμερο σήμερα, μια ευδαιμονική εντέλει ενατένιση μέσα από έρωτα ψυχής και ηδύφθογγο λόγο. Έχουμε ακόμη στο οπτικό μας πεδίο τον συνεπαρμένο προσκυνητή, που θα μπορούσε να είμαστε κι εμείς οι ίδιοι, αφού ο ποιητής απευθυνόμενος άμεσα στο δεύτερο πρόσωπο, συνδιαλέγεται εξίσου με το συλλογικό υποσυνείδητο.

Σηκώνεσαι ελάχιστα
και βλέπεις στον άλλο Πενταδάκτυλο
Φλαμούδι Δαυλό ιερή Ακαθθού

μικρές πατρίδες της μέλισσας
που δεν τες τρυγάει κανείς
ξεροί βολβοί κυκλάμινων
που δεν τους χωρά η γη
σημεία των πολυβολείων
τώρα ν’ αδιαφορούν

λιοχώρια των αιώνων
ν’ αποστρέφονται τον άνεμο
και τη μάνα του
και τη γενιά του
καρτζί στην άλλη θάλασσα

Η κεκαλυμμένη με απέριττο γλωσσικό ένδυμα αποστροφή και μεταποίηση του επίκαιρου, συνεχίζεται με ανασήκωμα στις μύτες των ποδιών κι αποκάλυψη κάποια στιγμή της μαγευτικής άλλης πλευράς του Πενταδάκτυλου, ταυτόχρονα με το πρώτο επώδυνο τσίμπημα απ’ τη βίαιη μετάλλαξη πανάρχαιων κοιτίδων.
Εξιδανικεύοντας οπτικά και αναδημιουργώντας διορατικά τους τόπους του μαρτυρίου, ο ποιητής φτάνει προς τη δύση του ηλίου σε γνώριμα μέρη, που φαντάζουν να έ-μειναν απαράλλακτα ίδια… Η Ταύρου και η Βοκολίδα με τα αρχαϊκά γιορτινά παιγνίδια τους, σε μια ονοματολογι-κή παιγνιδιάρικη ιεροτελεστία, ακόμη και τώρα που οι Βοκολιδιάτες «αδάκρυτοι γλυκοί πρώην» στέκουν στην άκρη σκεπτικοί και περίλυποι.

Ο ποιητής, συνεπής στη σφιχτοδεμένη αρχιτεκτονική του γραμμή, μετακινεί στη συνέχεια το σκηνικό σ’ εποπτικότερο σημείο, ανεβαίνοντας αυτή τη φορά την ελικοειδή σκάλα του μιναρέ τ’ Άη Θεοδώρου. Εδώ η καλλιτεχνική του φύση, βαθιά ανθρωπιστική, οδηγεί σε αυτο-αναφορική ενδοσκόπηση και υπέρβαση της καθιερωμένης συμβατικής αντίληψης:

…σκάλα ενός άλλου ουρανού σχεδόν δικού σου
θαυμαστή αν τη θαυμάζει

κι όλο ανεβαίνει ο μιναρές
τ’ Άη Θεόδωρου
μικρός θηλυκός Ελικών
σε σημείο ψηλότερο

Η σκληρή όμως πραγματικότητα προσγειώνει. «Υψώνοντας λίγο τη φωνή» γίνεται αναφορά στην αντίστροφη υστερομυκηναϊκή προσφυγιά, παραπέμποντας με νόημα στον εποικισμό και τη δημογραφική αλλοίωση. Με ιστορικές πάλι παραπομπές στα θαμμένα και παροπλισμένα των Αχαιών βασίλεια, γίνονται νύξεις για τη συγκαιρινή αγωνιστική ανεπάρκεια, με στίχους γεμάτους αιχμηρή σημασιολογία:

άνακτες που αγνόησαν οι χιλιετηρίδες
μέσα στους χωματόλοφους
αναίμονες από αιώνων ανώνυμοι οριστικά
σχεδόν απρόσωποι
με χείλη από χρυσάφι ενωμένα
να μη μιλούν να μην ακούν
να τους βαριούνται τ’ άλογα στους τάφους τους
ασήμαντ’ άλογα
για όσους ξέρουν ότι πέρασαν μια ζωή
ακαβαλλίκευτα
σέρνοντας αργυρόηλ’ αμαξάκια σε τελετές
κέρατο βερνικωμένο οι οπλές τους
στες τελετές

Μπαίνουμε έτσι στο δεύτερο μέρος της σωματοκεντρικής αυτής αφηγηματικής γραμμής. Η αυλαία ανοίγει με απρόσμενη τραχύτητα, ώστε να μπορεί να εκφράσει τη συγκλονιστική αλλαγή που έχει επισυμβεί. Η εισβολή είναι γεγονός, όπως κι η εγκατάλειψη της Αμμοχώστου κι οι χιλιάδες αγνοούμενοι του προδομένου πολέμου. Η μορφολογική μεταλλαγή καθίσταται επειγόντως αναγκαία, με τη χρήση από δω και πέρα μιας βαναυσότερης εικονοποιίας.

Ξεδιπλώνεις τα έντερά σου
κι έχεις να περιζώνεις
άνετα
τα όρια του αποδημούντος Δήμου
όπως ανοίγουν
λεκάνη νέας λεχώνας
δεμένη στο πλέξιμο των καλαμιώνων
να ορίζει το άπλωμα της υγρασίας
και της πορτοκαλιάς…

Ο Πολύβιος Νικολάου μπορεί να μας καθηλώνει σε κάθε σημείο του λόγου του, αφήνοντας ανοιχτό κι ελκτικό τον αναγνωστικό δρόμο για περαιτέρω κλιμάκωση. Ο εκάστοτε νέος ποιητικός ελιγμός προσλαμβάνεται κατά περίεργο τρόπο ως αναμενόμενος, ενώ ο καταληκτικός στίχος της κάθε ενότητας μας προετοιμάζει για κάτι εξίσου σπουδαίο που ακολουθεί.

Κάνεις μικρή σχισμή
στη μέση του μετώπου σου
και βγαίν’ η άγγελος νέο πουλί
περιπολάρχης
ένοπλη εκ γενετής γνωστική
να σου πει πού στέκεσαι αν στέκεσαι
να σου πει τίνος είσαι
και πόσος έμεινες
μέσα στην καλοκαιρινή πλημμύρα
των ανθρώπων
ανθισμένη ρίζα που αναδρομίζεις στάζοντας αγωνία
καθώς μετράς τα παιδιά σου

τους γονιούς σου
τους αδερφούς σου
μετράς και ξαναμετράς δεκατέσσερις δεκαπέντε
δεκαέξι Αυγούστου…

Οι στίχοι αυτοί αποτελούν και την πρώτη κορυφαία στιγμή της ποιητικής σύνθεσης. Γεγονότα νωπά κι επίκαιρα δεν εμποδίζουν τον εμπνευσμένο τεχνίτη να εξατμίσει την πεζότητά τους, να τα μεταπλάσει ποιητικά και να τα αναγάγει σε σύμβολα με πολυσήμαντη δυναμική. Έχω τη βάσιμη άποψη πως τούτη η καυτή και τραυματική επικαιρότητα λειτούργησε μάλλον προστατευτικά για τον Πολύβιο Νικολάου. Γνωρίζοντας την αισθητική του ιδιοσυστασία, θα διέτρεχε – υπό άλλες συνθήκες – τον κίνδυνο εκφραστικών πειραματισμών και κάποιας ίσως γλωσσικής μανιέρας. Η ποιητική όμως ανάγνωση μας σπρώχνει ξανά στην επόμενη σωματολογική κίνηση, που ανεβάζει τη σύνθεση σε περαιτέρω λυρικο-δραματική κορύφωση:

…κάνεις μικρές κινήσεις μαζεύεσαι
μα δε γλυτώνεις
το ανακάλημα των γυναικών τους
όπως σηκώνεται
ελαστική βέργα κοπετού που μαστιγώνει τον αέρα
όπως σηκώνεται
ξαφνικό πέταγμα πουλιού που το πλήγωσαν
σηκώνεται και ξανασηκώνεται
στις κοινόχρηστες αυλές του Άη Αθανάση
καθώς πιάνουν να κλαίουν
τους αντράδες τους μαζί
και χωριστά τους θέλουν
στη μοναξιά του κρεβατιού τους…

Παρατηρούμε στη συνέχεια μια παρατεταμένη και σε υψηλό επίπεδο διατηρούμενη κλιμάκωση, όπου με εντυπωσιακή ποιητική επάρκεια διοχετεύεται όλη η ψυχική ένταση και ο άπελπις θρήνος του Κυπριακού δράματος. Ως βασικά στηρίγματα της συνθετικής ανάπτυξης προβάλλουν δυο πρωτόγνωρα και συνταρακτικά λάϊτ-μοτίβ, γύρω από τα οποία περιστρέφονται και αυξητικά επανέρχονται πραγματικές σκηνές αρχαίας τραγωδίας. Είναι οι στίχοι «εμφιαλωμένα φιδάκια οι γυναίκες τους» και «μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους». Διαβάζουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

κι ο κοπετός της μοναξιάς του κρεβατιού τους
ξετυλίγεται πρώτη κλωστή γλυφή
δακρυόεσσα
καθώς πιάνεται στες σκαλωσιές του λυγμού τους
η επιθυμία
δεύτερη κλωστή αργοβγαίνει
μεταξωτή λεπτή αδιόρατη ο ιδρώτας που πυρώνει
τη μοναξιά του κρεβατιού τους
εμφιαλωμένα φιδάκια οι γυναίκες τους
κι ο Ίμερος μεγαλόσωμος μεταξοσκώληκας
κοιτάζει μέσα τους ασταμάτητα
μια τη ζωή μια το θάνατο
ώσπου να βγει ο ήλιος

Κινδυνεύοντας να υποπέσω στην επανάληψη, επισημαίνω την πυκνή και πολυεπίπεδη δόμηση του ποιητικού λόγου, ως σύνολο αλλά και ως επιμέρους στιχουργικές μονάδες. Οι εικόνες ανοίγουν αδιάλειπτα την αυλαία σε ολοένα απρόβλεπτες και συγκλονιστικές σκηνές, όπου ο ποιητής χρονομετρεί κάθε φορά τα όρια της συναισθηματικής και αναγνωστικής αντοχής μας…Για να μας οδηγήσει τελικά σε μια καινούργια, αισθητικά δραστικότερη σπειροειδή κίνηση, με τελική εκτόνωση και καθαρτική ικανοποίηση.  Κλείνω αυτή την ενότητα περνώντας στο δεύτερο – εξίσου παραστατικό – λάιτ μοτίβ, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως:

μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους
τρεις τρεις τέσσερις τέσσερις
δεξιότερα να ξεχωρίζουν
όρθιες κυρίες που μιλούν πολύ
κουδουνίζοντας λυπητερό ασήμι και ψηφίσματα

μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους
μπροστά στους κεροστάτες των Δυνάμεων
τρεις τρεις τέσσερις τέσσερις
μ’ ένα χέρι όλο θυμό
να προεχτείνεται
μ’ ένα χέρι εισαγγελέας σηκωμένος
να προεχτείνεται
κι όπως τελειώνει χάρτινο καρφί
ο μικρός στρατιώτης
γυρεύει τον αίτιο
ο αίτιος
ιδού ο δύσπαρις ου πολέμου ιδού
μολυβένος
ηπεροπεύεται στη μεγάλη στολή του…

Ο κύκλος της τραγωδίας ποιητικά πάει να κλείσει, όπως και το υπερτέντωμα της δημιουργικής φαντασίας του Πολύβιου Νικολάου, που δεν βιάζεται όμως να κλείσει απότομα την αυλαία. Πάνω απ’ τα ερείπια της ψυχής και του τόπου του, δεν αποτραβιέται στην εγκλείστρα της ποιητικής του σιωπής. Στριφογυρίζει ακόμα στο κρανίο του και του τρυπά τα μυαλά το γιατί και το πώς. Αγανακτεί κι εξάπτεται, σπάζοντας αντίστοιχα την αρμονία του λόγου του, που κολλώντας στερεότυπα στις παραλλαγές μιας ένοχης λέξης, ακούεται ασυνήθιστα παραληρηματικός και μονότονος:

ενώ ευωχείται και εφάλλεται ο υπεραίτιος
ο υπαίτιος ο προαίτιος ο προσαίτιος ο διαίτιος
ο εναίτιος ο εξαίτιος ο συναίτιος ο μεταίτιος ο παραίτιος
ο καταίτιος
πλήρως αναίτιος
μέσα στη μεγάλη ασύρματη κοιλιά του
ερπετό που διανοείται με ωριμότητα

Η γλωσσική τούτη αποδιοργάνωση προκύπτει από θυμό και απόγνωση. Προκύπτει ακόμα απ’ την αδιέξοδη έγνοια και την επίγνωση της ευθύνης για την ανασύσταση της ζωής και την ιστορική επιβίωση, κάνοντας μια νέα αρχή πάνω στα ερείπια. Οι αναφορές στην αδικοχαμένη γενέθλια πόλη της Αμμοχώστου αποπνέουν ασίγαστο πόνο ψυχής, που δυσχεραίνει τη ροή της ομιλίας του· μιας ομιλίας που αποδιοργανώνεται πλήρως, πνιγμένη τελικά μέσα στον εσωτερικό της λυγμό:

ελευθερίαν ποίει κι όλες τες τέχνες
με τραγούδια τεχνοοικονομικά
και ποιήματ’ αναπτύξεως
να εμποδίσεις το αρμύρισμα των νερών
μην τύχει και ξεραθούν οι πορτοκαλιές
μην τύχει και ξεραθούν οι ψυχές
μην τύχει και η πόλη
μην τύχει και
μην τύχει καιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμην
τύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχ

Η ποιητική σύνθεση κλείνει με μια ενδοστρεφή ευχετική επίκληση στον Θεό του φωτός, παίρνοντας σχεδόν αυτούσια θραύσματα του Ομηρικού λόγου. Ο προσκυνητής – οδοιπόρος απαθανάτισε με τα μάτια του νου και της ψυχής τις χαμένες μικρές πατρίδες, αφού τις αναβάπτισε πρώτα εικονιστικά με την τέχνη του.

Συνοψίζοντας σε μια φράση τις ερμηνευτικές και αισθητικές μου παρατηρήσεις, μπορώ τεκμηριωμένα να ισχυριστώ το εξής: Μ’ ένα κράμα καλοδουλεμένου λυρικού και δραματικού λόγου, με ανάπτυξη ενιαία και οργανική, ο Πολύβιος Νικολάου έχει δώσει με την Προδιαγραφή συνάμα και τις προδιαγραφές μιας υποδειγματικής ποιητικής σύνθεσης.

“Η πέτρα” του Σοφοκλή Λαζάρου – σχολιάζει ο Ανδρέας Πετρίδης

Σοφοκλή Λαζάρου” Η  πέτρα
( Ενδοσκόπιο, 1961 )

-σχολιάζει ο Ανδρέας Πετρίδης

«Κανένας, ακόμα και από τους μεγάλους ποιητές του καιρού μας, δεν άφησε περισσότερα από έξη μέχρι οκτώ τελειωμένα ποιήματα. Τα υπόλοιπα μπορεί να είναι ενδιαφέροντα από τη σκοπιά της βιογραφίας και εξέλιξης του συγγραφέα, όμως καθαυτά, αυτόφωτα, πλήρη διαρκούς γοητείας είναι μόνο εκείνα τα λίγα. Γι’ αυτά λοιπόν τα έξη ποιήματα τριάντα με πενήντα χρόνια άσκηση, αγώνας και οδύνη». (Gοttfried Benn)

Πρέπει να ομολογήσω πως διαχρονικά με απασχόλησε πολύ το ειδικό βάρος του ποιήματος «Η πέτρα», γραμμένο πριν από σαράντα πέντε τόσα χρόνια από τον γνωστό Πάφιο ποιητή – και καθηγητή μου κάποτε- Σοφοκλή Λαζάρου. Μια ενδότερη πιεστική ανάγκη μ’ έσπρωχνε να μοιραστώ το αισθητικό φορτίο μιας γραφής που μ’ αιχμαλώτιζε πραγματικά. Έτσι, όσο κι αν άλλαξαν στο μεταξύ πολλά πράγματα, όσο κι αν ο ίδιος ο δημιουργός ταλαιπωρήθηκε κι αναλώθηκε στη συνέχεια σε μύριες τόσες υπαρξιακές αναζητήσεις, πιστεύω ακόμη και σήμερα πως το ποίημά του «Η πέτρα», της πρώτης εκείνης αισθητηριακής και πηγαίας πρόσληψης του κόσμου, είναι από τα καλύτερα που έχουν γραφεί στη σύγχρονη ποίηση του τόπου μας. Ας αρχίσουμε λοιπόν σιγά-σιγά την ερμηνευτική κι αισθητική του προσέγγιση.

Η πέτρα

Η γυμνή πέτρα ασπράδι ματιού που ξέχασε
Να δει τα μυστικά του κάμπου την αυγή
Σκοτώνει την επιθυμία να γιατρευτείς από τον τόπο σου.
Το φως, έπεσε απάνω της βαρύ.
Δεν το σκοτώνεις με χιλιάδες μαχαιριές
Δεν το σηκώνεις με χιλιάδες χέρια.

Στέρεος κι αρμονικός ο βηματισμός των στίχων στο αρχικό τούτο απόσπασμα. Καμιά έννοια και κανένας υψιπετής στοχασμός δεν μας παίρνει απ’ ευθείας από το χέρι, χωρίς να γίνει πρώτα εικόνα, μεταφορά και γενικότερα αίσθηση ζωής. Η λιτότητα δεν συγχέεται με την απλοϊκότητα, η ελλειπτικότητα δεν αναιρεί την εκφραστική καθαρότητα και ο ένας στίχος διαδέχεται τον άλλο υποβλητικά, ως μια συστοιχία κιόνων με στήριγμα στη γη και τάνυσμα στο αιώνιο υπαρξιακό δράμα. Αυτή η πέτρα δεν είναι τυχαίο σύμβολο μες στον δικό μας ανατολικο-μεσογειακό χώρο, με τη διαιώνια αμετακίνητη παρουσία της, την ανεξάντλητη στην κάψα του ήλιου αντοχή της και τη γύμνια της που δεν υπόσχεται. Στέκει στη μέση του κάμπου αντίθετα με την κίνηση και την αλλαγή, ως διαχρονική σκληρή μοίρα. Ο σπαρακτικά τραγικός στίχος «σκοτώνει την επιθυμία να γιατρευτείς από τον τόπο σου», σ’ αυτή τη μοίρα αναφέρεται. Συνειρμικά μας πάει στο «Μυθιστόρημα Ι» του Γιώργου Σεφέρη, όπου συναντούμε ένα ανάλογο κλίμα:

…Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή τον χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.

Δεν πρόκειται φυσικά για την ίδια ποιητική, αφού ο λόγος του Σεφέρη είναι στοχαστικότερος και πιο άμεσος, ενώ στον Σ. Λαζάρου – μέσω μιας κρυπτικής εικονοποιίας – διανοίγονται δρόμοι ερμηνείας αρχετυπικότεροι. Το ασπράδι ματιού, που κατακλύζεται εξουθενωτικά από το βαρύ φως της ηλιοφάνειας και του καθημερινού βιοτικού άλγους, εμποδίζεται στην ευδαίμονα και αποκαλυπτική θέαση του περιβάλλοντος κόσμου. Αυτή λοιπόν η καθηλωμένη μέσα στον κάμπο κι εγκλωβισμένη στη μοίρα της πέτρα αντιπροσωπεύει δίχως άλλο το πρόσωπο το καρτερικό και βασανισμένο του γενέθλιου χώρου, που κρατά ο ποιητής ως φυλακτό μέσα στο άσπιλο αρχειο-φυλάκιο της παιδικής μνήμης.
Προχωρούμε όμως παρακάτω, ακολουθώντας την ισορροπημένη εναλλαγή σκηνικού ενός ποιήματος με αρμονική αρχιτεκτονική ανάπτυξη. Γιατί ο Σ. Λαζάρου, πρέπει να παρατηρήσουμε, έχει επαρκή την αίσθηση των διακειμενικών αναλογιών και της συνολικής ενορχήστρωσης των επιμέρους. Έτσι, μετά από την πρώτη πυκνή και πολύσημη λυρική διατύπωση, γίνεται αναλυτικότερος στην επόμενη φάση, εγείροντας έστω κάποια ερωτηματικά και αμφιβολίες στον παρατηρητικό τεχνοκρίτη, αλλά δίνοντας ταυτόχρονα και την ευκαιρία στον αναγνώστη να χαλαρώσει μέσα από νοσταλγικές εικόνες αυθεντικής φυσιολατρείας. Εδώ, με κεντρικό άξονα τον ήλιο και τη διαλεκτική αντιθετική πρόσληψη της ενέργειας που εκπέμπει, απολαμβάνουμε ωραίους και σφριγηλούς στίχους από μορφές ζωής μιας αλησμόνητης εποχής. Παραθέτω ένα δείγμα:

Βγάζει χιλιάδες κόκκινα βελόνια που κεντούνε
Το ιδρωμένο μέτωπο του χωρικού
Στραγγίζει το σάλιο του διψασμένου λαρυγγιού
Πήζει το αίμα των πληγών που χάσκουν σαν τα νεροπήγαδα
Στα κορμιά που δουλεύουν μεροκάματο να ξεχρεώσουν.

Η επίμοχθη καθημερινότητα του κόσμου της Κύπρου, όπως τη θυμόμαστε ακόμα οι πιο παλιοί, στήνεται από τον ποιητή με εκφραστική δεξιοτεχνία και πειστικότητα. Όμως ο Σ. Λαζάρου στοχεύει πολύ πιο πέρα από ωραιόλογες ηθογραφικές αναπαραστάσεις. Είναι αλήθεια ότι η μεταφορά και η εικόνα του χαρακτηρίζονται από καιριότητα και ενάργεια, τα στοιχεία όμως αυτά είναι μόνο τα μέσα της καθόλου ενορχηστρωτικής του προσπάθειας. Το περαιτέρω ξετύλιγμα του νήματος μας επαναφέρει στο αρχικό σύμβολο της γυμνής πέτρας, υπερβαίνοντας συνειδητά τον απλώς αντικειμενικό προσδιορισμό της και εστιάζοντας κυρίως την προσοχή στη σχέση της με την ανθρώπινη παρουσία και την υπαρξιακή περιπέτεια.

Η γυμνή πέτρα
Που δεν τη νοιάζει να κοιτάξει στον ορίζοντα τη μπόρα
Και το πουλί στη ράχη της κυνηγημένο ζητώντας ένα φόρεμα
Ταρακουνάει την ουρά του τρομαγμένο
Γύμνωσε τη ψυχή μας από περιττά στολίδια.

Αποτελεί μια δυνατή κορύφωση το πιο πάνω κομμάτι, γιατί οδηγεί τη σύνθεση σε μια πύκνωση με ιδιαίτερο βάθος και αισθητική δυναμική. Το οντολογικό δέος, που νιώθουμε προς στιγμή να μας προκαλεί, εκτονώνεται λυτρωτικά μέσω της ποιητικής μαγείας. Με τον κομβικό στίχο «Γύμνωσε τη ψυχή μας από περιττά στολίδια», ξαλαφραίνουμε έστω παροδικά από ένα απροσδιόριστο άλγος. Μας διαπερνά η διάθεση ν’ αντικρύσουμε με διαφορετική ματιά τις αγωνίες μας, για να μπορέσουμε να επαναπροσδιορίσουμε την ύπαρξή μας. Και στο μέτρο της θνητότητας να ευδαιμονήσουμε. Κι αν τούτο στις συγκαιρινές συνθήκες φαντάζει λιγάκι δύσκολο, ο ποιητής υπερβαίνοντας το φράγμα του χρόνου ανασύρει απ’ τη μνήμη τη μυθική σχεδόν εποχή, όπου κατά τον Σεφέρη «ανοίγουν τα επουράνια κι ειν’ όλα μπορετά». Ας δούμε όμως τους σχετικούς με την περίπτωση στίχους του ποιητή της «Πέτρας», που αποτελούν την επόμενη και προτελευταία κίνηση στην ανάπτυξη της σπουδαίας αυτής λυρικής σύνθεσης.

Το ποτάμι που ακινητεί στην όχθη με τα βούρλα
Περιμένοντας τη νύχτα να κοιμηθεί αγκαλιά με τ’ άστρα
Περιμένοντας τη νύχτα να παίξει έρωτα με τις νεράιδες
Που θα ‘ρτουν αγκαλιά με το φεγγάρι
Το ποτάμι που κυλώντας στα βότσαλα
Γαρ-γαρ-γαρ τραγουδάει το γέλιο των ανθρώπων
Ήταν μια περιπέτεια κι ένα στολίδι της έφηβης ψυχής μας.

Αυτή τη συναρπαστική «περιπέτεια της έφηβης ψυχής μας» αναπολεί και νοσταλγεί ο δημιουργός. Κι επειδή ακριβώς ξέρει πως ό,τι πέρασε δεν επιστρέφει πια, το αναπαριστά με την τέχνη του, δίνοντάς του καλλιτεχνική μορφή και παραδίνοντάς το στην αθανασία. Στο καταληκτικό μέρος του ποιήματος η ατμόσφαιρα γίνεται στοχαστικότερη, με τον ίδιο τον ποιητή να κάνει τον τελικό απολογισμό:

Δεν είναι τούτος λόγος να σε πούνε τόπακα ή κλειστομάτη
Όταν παίρνεις το χρέος της πέτρας
Όταν η πέτρα είναι η μοίρα σου
Κι ο ήλιος σε κάνει να ξεχνάς την πλερωμή του κάμπου:
Είναι μέρες, που ο Θεός σπέρνει σε μας τον ήλιο
Όπως ο σποριάς σπέρνει το ξανθό σιτάρι.
Ένα κομμάτι φως το τρως με βουλιμία.

Έχοντας πια κατακτήσει τη σοφία της γνώσης και της εμπειρίας, ο Σοφοκλής Λαζάρου δηλώνει καταφατικά την ταύτιση με τον τόπο του και την κοινή που τους ενώνει μοίρα. Έμπλεος πίστης και γαλήνης εκφράζει κλείνοντας, με αδρές και μεστές εικόνες, την εσωτερική του πληρότητα και ικανοποίηση για τα δώρα της ζωής που γενναιόδωρα μοιράζει η θεϊκή χάρις. Η ποιητική πράξη μπόρεσε τελικά αισίως να πραγματωθεί.