Ποιητικό εργαστήρι: Καλό, καλύτερο, κάλλιστον, του ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ

-Σ’ ελεύθερη απόδοση από ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ –

Ποιητικό εργαστήρι – Καλό, καλύτερο, κάλλιστον :
( βασισμένο στο βιβλίο: Τι είναι καλή λογοτεχνία, 2004, του H.D. Gelfert, freie Universitaet Berlin )

Ακόμα και σήμερα, πάνω από δυο εκατονταετηρίδες λατρείας του «μεγαλοφυούς» κατά τον 18. αιώνα, υπάρχει ευρέως διαδεδομένη η άποψη, ότι η τέχνη είναι αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης, θεόπνευστης δημιουργικής πράξης. Πριν την εμφάνιση αυτής της αντίληψης, ζωγράφοι, γλύπτες και μουσικοί θεωρούσαν τους εαυτούς των περισσότερο ως τεχνίτες, που τηρούσαν κανόνες βατούς στην εκμάθηση. Ακόμα κι οι ποιητές, που είχαν ένα λόγο παραπάνω να νιώθουν ως εμπνευσμένοι δέκτες άνωθεν δωρεάς, θεωρούσαν τους εαυτούς των ως «ποιητές» με τη σημασία ότι έφτιαχναν κάτι. Όποιος ανοίγει μια Ανθολογία και διαβάζει τα ωραιότερα ποιήματα της γερμανικής λυρικής ποίησης, δεν υποπτεύεται τα προστάδια επεξεργασίας, που διάνυσαν αυτά τα δημιουργήματα για να φτάσουν στην τελική τους μορφή. Πόσο κοπιώδη ψιλοδουλειά εμπεριέχει η δημιουργική διαδικασία, το αντιλαμβάνεται κανείς μόνο όταν έχει μπροστά όλη τη σχετική προεργασία. Κι αυτό μπορεί πιο εύκολα να διαφανεί, αν παρακολουθήσουμε στη συνέχεια τη διαδικασία διαμόρφωσης ενός συγκεκριμένου ποιήματος, που προσμετράται στα γνωστότερα και αξιολογότερα του γερμανικού λυρισμού.
Θ’ αναφερθούμε όμως πρώτα στο θέμα: Πρόκειται για μια κρήνη σε τρία επίπεδα. Από το κέντρο μιας κυκλικής λεκάνης ριπή νερού εκτοξεύεται προς τα πάνω. Στη συνέχεια πέφτει, όπως αναμένεται, και γεμίζει τη λεκάνη που βρίσκεται από κάτω. Από εδώ το νερό ξεχειλίζει και γεμίζει αλληλοδιάδοχα, σε χαμηλότερα επίπεδα, μια δεύτερη και μια τρίτη λεκάνη, όπου μέσω μιας μη ορατής αντλίας επαναλαμβάνεται εκνέου η ίδια τροχιά. Μια τέτοια εικόνα κλειστού συστήματος, όπου μια κίνηση σταθερά επανέρχεται και επαναλαμβάνει τον εαυτό της, μας εντυπωσιάζει , ώστε να θέλουμε να την εκφράσουμε ποιητικά. Κι επειδή η ποίηση διαφορετικά απ’ ό,τι η ζωγραφική, πέρα απ’ την περιγραφή μπορεί να αποδώσει και τη ροή του χρόνου, θα προσπαθήσουμε να παραστήσουμε γλωσσικά την ανάπτυξη της πορείας του νερού της πιο πάνω κρήνης.

Διακρίνουμε πέντε φάσεις δράσης, για τις οποίες απαιτείται η ανεύρεση της κατάλληλης ποιητικής έκφρασης. Τον συριγμό της απότομα εξερχόμενης υδάτινης ριπής θα μπορούσαμε να κάνουμε πιο αισθητό, βάζοντας ένα ρήμα έντονης κίνησης στον πρώτο στίχο. Τούτο γίνεται ακόμα πιο αισθητό με τη συχνή χρήση ηχητικά κατάλληλων φθόγγων. Επειδή τώρα το νερό συνεχίζει να πέφτει διακεκομμένα από τον ένα στον άλλο χώρο υποδοχής, πρέπει και η ροή του λόγου να γίνει με αντίστοιχες ανακοπές. Για να εκφραστεί ο χαρακτηριστικός εκείνος ήχος της εκτοξευόμενης υδάτινης μάζας, αλλά και το απαλό θρόϊσμά της όταν ξεχειλίζοντας κυλά σε χαμηλότερο επίπεδο, θα χρησιμοποιούσαμε στην πρώτη περίπτωση φθόγγους ιδιαίτερα ψηλής συχνότητας, ενώ στη δεύτερη απαλούς ρινικούς και υγρούς φθόγγους. Όσο για τη γλωσσική διαμόρφωση μιας τέτοιας ταχύρρυθμης κυκλοφορίας, θα επιλέγαμε ανάλογα γοργή ακολουθία πολλαπλών και σύντομων προτάσεων ( με συχνή χρήση του συνδετικού «και»).
Εντούτοις δεν είναι και τόσο εύκολο να γίνει ένα ποίημα, που να ανταποκρίνεται σε όλα όσα περιγράψαμε παραπάνω. Ο Conrad Ferdinand Meyer, συγγραφέας του υπό συγκριτική ανάλυση ποιήματος, χρειάστηκε 22 τόσα χρόνια για να το καταφέρει. Ας αρχίσουμε από την πρώτη γραφή του:

Ρώμη: Συντριβάνι ( 1860 )

Ριπή νερού βγαίνει απ’ την κρήνη
και σε μαρμάρινο πέφτει λαγήνι.
Το σκοτεινό νερό υπερχειλίζει
και να ρέει σε κογχύλι αρχίζει.
Μα το κογχύλι κι αυτό πλημμυρίζει
και λεκάνη χαμηλά γεμίζει.
Το καθένα παίρνει αλλά και δίνει
και όλα νιώθουνε μεστά και πλήρη.
Κι αν κάθε φάση τελεί εν κινήσει,
η όλη εικόνα – μια ήρεμη φύση.

Σ’ αυτή την πραγμάτωση, το ποίημα δύσκολα θα’ μπαινε σε μια Ανθολογία. Ακούοντάς το έχει κανείς την εντύπωση, ότι πρόκειται για μια διαδικασία σε πέντε φάσεις, επειδή οι στίχοι ομοιοκαταληκτούν σε ζεύγη που το καθένα λειτουργεί ως μια αυτόνομη ενότητα. Ούτε η ξαφνική εκτόξευση του νερού, μήτε η αλλαγή από τον συριγμό και το έντονο κελάρυσμα στον απαλό παφλασμό βρίσκουν την ανάλογη έκφραση. Γενικά το ποίημα φαίνεται χωρίς έμπνευση και φτιαγμένο εργαστηριακά. Προφανώς ο ποιητής δεν έμεινε ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα, αφού δυο χρόνια αργότερα έδωσε μια δεύτερη γραφή, την ακόλουθη:

Η κρήνη ( 1862 )

Ριπή νερού πηδά απ’ την κρήνη
σε φωτεινό κογχύλι πέφτει με δίνη.
Και το κοχύλι σαν ξεχειλίσει
σε τάσι χύνεται, που πλημμυρίζει
κι άλλη λεκάνη χαμηλά γεμίζει.
Ενέχει επάρκεια η κάθε φάση
συνέχεια παίρνοντας ό,τι έχει χάσει.
Κι αν όλες φαίνονται εν κινήσει,
η όλη εικόνα- μια ήρεμη φύση.

Εδώ η ροή του λόγου δεν παρουσιάζει διακοπές, αλλά με ενιαία ανάπτυξη οδηγείται στην τελική εικόνα. Οι τρεις υποδοχείς νερού διαχωρίζονται με βάση το μέγεθος, σε «κογχύλι», «τάσι» και «λεκάνη». Δεν μπορεί εντούτοις να παραβλέψει κανείς μια ισομετρική μονοτονία, επειδή ο στίχος εξακολουθεί να ομοιοκαταληκτεί κατά ζεύγη, με αποτέλεσμα την αίσθηση μιας διαχωριστικής τομής ανάμεσά τους. Αλλά κι η αλλαγή από τον ηχηρό συριγμό στον συνακόλουθο ήπιο παφλασμό του νερού, δεν αποδίδεται με επαρκή σαφήνεια. Και μ’ αυτή τη γραφή, καθώς προκύπτει, ο ποιητής δεν έμεινε ικανοποιημένος, γι’ αυτό και δοκίμασε να το ξαναγράψει τρία χρόνια αργότερα. Για ν’ αποφύγει την ενοχλητική μονορρυθμία, αντικαθιστά τώρα την κοφτή κατά ζεύγη ομοιοκαταληξία, με σταυρωτή ρίμα. Έτσι δημιουργείται μια βατή και απαλή στιχουργική ροή, η οποία όμως πάλι μόνο γενικά αναπαριστά την κυκλοφορία του νερού της συγκεκριμένης κρήνης.

Η κρήνη ( 1865 )

Μια κρήνη σε κήπο ρωμαϊκό
βρίσκεται βαθιά κρυμμένη,
απ’ το μεσημεριάτικο σκληρό φως
τόσο καλά προφυλαγμένη.
Ριπή νερού κάθε τόσο ανεβαίνει
σε νύχτα δασύφυλλη και σκοτεινή
και σε λεκάνη ύστερα μπαίνει,
που ξεχειλίζει με ροή σιγανή.

Το νερό γοργά κατακλύζει
της δεύτερης λεκάνης την κοίτη,
που κι αυτή πλέρια γεμίζει
ξεχειλώντας μέσα στην τρίτη:

Η καθεμιά παίρνει και δίνει
κι επάρκεια νιώθουν όλες μαζί,
η κάθε φάση από κίνηση σφύζει
μα κι ησυχάζει την ίδια στιγμή.

Η επιλογή της μορφής που έγινε πιο πάνω δημιουργεί ένα καινούργιο πρόβλημα. Αφού το μέτρο των στίχων θυμίζει στροφή από το έπος Nibelungen, που πολυχρησιμοποιήθηκε τον 19. αιώνα σε μπαλάντες, ώστε ο αναγνώστης να αναμένει την ανάπτυξη δράσης αντί μια συμβολικά διαμορφωμένη εικόνα. Μόνο 17 χρόνια αργότερα πέτυχε ο ποιητής την τελική γραφή, που με πολύ λιτά μέσα ανταποκρίνεται πιο ολοκληρωμένα στις αρχικές μας προδιαγραφές για την ποιητική επεξεργασία του θέματος. Ας το διαβάσουμε επιτέλους, για να δούμε πόσο μας πείθει:

Η Ρωμαϊκή κρήνη ( 1882 )

Νερό απ’ την κρήνη ξεπηδά
και τάσι από μάρμαρο γεμίζει,
μα σύντομα κι αυτό ξεχειλίζει
σε δεύτερης λεκάνης την κοίτη.

Και σαν πλημμυρίσει κι αυτή
με παφλασμό εκρέει στην τρίτη…
Όμοια η καθεμιά παίρνει και δίνει-
και ρέει συγχρόνως, κι ακινητεί.

Όταν διαβάζει κανείς δυνατά αυτό το ποίημα, νιώθει καλύτερα τη γλωσσική αναπαράσταση της πορείας του νερού στις διάφορες φάσεις. Το απότομο τίναγμα του νερού αποδίδεται δραστικότερα με την τοποθέτηση ενός έντονα «κινητικού» ρήματος στον πρώτο στίχο…. Ακόμα και με λίγη άσκηση στην ανάγνωση ποίησης, διαισθητικά μπορεί κάποιος να νιώσει, πότε ένα ποίημα μορφικά είναι τελειότερο από ένα άλλο…Άρα, πρέπει να υπάρχουν κριτήρια που καθορίζουν τι είναι καλύτερο και τι λιγότερο καλό. Το γεγονός ότι η τέταρτη γραφή του ποιήματος της αισθητικής μας ανάλυσης ανευρίσκεται σε όλες τις Ανθολογίες Γερμανικής λυρικής ποίησης, ενώ οι προηγούμενες τρεις έχουν ξεχαστεί, αποτελεί μια ένδειξη αντικειμενικότητας κάποιων κριτηρίων. Το υποκειμενικό απλά γούστο δεν μπορεί να είναι φερέγγυο, καθοδηγητικό στοιχείο. Κι επειδή οι πρώτες τρεις δοκιμές ουσιαστικά έχουν το ίδιο περιεχόμενο όπως κι η τέταρτη τελική γραφή, η αισθητική ανωτερότητα της τελευταίας δεν μπορεί παρά να έγκειται στην τελειότερη της μορφή.

Υ.Γ. Ο Γερμανός αναλυτής επιχειρηματολογεί υπέρ της αισθητικής υπεροχής της τελευταίας εκδοχής, παρόλο που προσωπικά δεν είμαι σίγουρος αν είναι καλύτερη από την προτελευταία ( την 3. στη σειρά), για την οποία έχω μια προτίμηση.

 

 

 
 

 

 

 

 

 

Ο ηδύφθογγος λόγος του Ανδρέα Μακρίδη ( από Ανδρέα Πετρίδη )

Ο ηδύφθογγος Λόγος του Ανδρέα Μακρίδη

Ο Ανδρέας Μακρίδης έχει εντρυφήσει με πάθος στη διαχρονική περιπέτεια της ελληνικής γλώσσας, καθιστώντας την επίκεντρο της έρευνας και της τέχνης του. Αντικείμενο της λατρευτικής του προσέγγισης είναι ειδικότερα οι λέξεις. Δεν χορταίνει να τις ανασύρει από το πολύμαθο και φλογερό του πνεύμα, προβάλλοντάς τες ως μοναδικό πολιτισμικό μνημείο, ή δίνοντάς τους μια ζωντανή και πρωτόγνωρη πνοή, που ευφραίνει και διεγείρει τη φαντασία. Παραθέτω χαρακτηριστικούς στίχους από το προλογικό ποίημα της συλλογής Βυθισμένες Θάλασσες, που λειτουργούν άνετα και ως προγραμματική διακήρυξη:

Κτίζω τους ναούς μου με λέξεις μνημεία
-Κάθε ουσιαστικό ένας ηνίοχος
-Κάθε επίθετο ένας αμφορέας
-Κάθε ρήμα ένας Παρθενών

Ο ποιητής διαισθάνεται και παρακολουθεί τη διαιώνια και μυστηριακή διαδρομή των λέξεων, εκστασιάζεται και παίζει ερωτικά με τις αναλλοίωτες ρίζες των, πλάθοντας- όχι σπάνια- δικές του μορφές παράξενου κάλλους. Τις διαβάζουμε και τις ακούμε, ευδαιμονώντας με τον εσώτερο ήχο τους και με τη μουσική, που αναβρύζει από τα αρχέγονα έγκατά τους. Καταγράφω ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα:

ιμεροθαλής, ειδωλόθυτο άστυ, ερωτόβρυτος, οδύσσομαι και δενδίλλω, ευνάσιμο άστρο, ευπύγιοι βωμοί, αμάραντη χλούνις

Στον Ανδρέα Μακρίδη, το εύκολα ανιχνεύσιμο σουρεαλιστικό στοιχείο δεν είναι μανιέρα ή τεχνική, αλλά προκύπτει από μια ανατρεπτική αντίληψη των πραγμάτων. Τροφοδοτείται με ένταση από την μύχια ανάγκη αναδημιουργίας του θαύματος…Κι αυτό το θαύμα συντελείται μέσα του νοερά στον χώρο και τον χρόνο της αρχαίας Ελλάδας. Λέει χαρακτηριστικά στο πρώτο ποίημα του βιβλίου, με τον τίτλο «Πεζός πρόλογος ολίγον ποιητικός περί ποιήσεως»:

Στεριώνω τους ναούς μου πάνω στην ακρόπολη του χρόνου
-Με το αίμα της φυλής μου
-Με το πανανθρώπινο φως
-Με την πανάρχαια ψυχή μου.
Τα ποιήματα είναι εφτάψυχα και αθάνατα γιατί
μαγεύουν τον ψυχαμοιβό χάροντα, τον αποκοιμίζουν
και του κλέβουν το κοφτερό δρεπάνι.

Ο ποιητής επιστρέφει αδιάκοπα και με θαυμαστική διάθεση σε λέξεις – προσκυνητάρια, με αρχέγονες καταβολές κι εκπληκτική διαχρονική επιβίωση, μέχρι τις μέρες μας…Μεταξύ άλλων σταματά κάθε τόσο την χειμαρρώδη του διαδρομή κι εστιάζει το βλέμμα του, σχολιάζοντας:

Εκστατικός ψηλαφώ το εκθαμβωτικό επίθετο
των Παφίων «λυχναφής» εκ του αρχαιοτάτου
«περί λύχνων αφάς».
π.χ. Ο εραστής ήλθεν λυχναφής. Δηλαδή
την ώρα που ανάβουν οι λύχνοι. Άρα κατά το σούρουπο…
Τόση στίλβη! Τόσον κάλλος! Τόση Ελλάδα σε μιαν λέξη!…
Είναι σαν να σηκώνεται η θάλασσα
όρθια και σε τυλίγει στα γαλανά της σεντόνια !

Ο Ανδρέας Μακρίδης δεν είναι απλώς εξωτερικός παρατηρητής του κόσμου, που με τόση δύναμη αναπαριστά. Είναι αντιθέτως μέρος του κόσμου τούτου. Γι’αυτό κι ο αναγνώστης τον νοιώθει να διακινείται εκστασιασμένος σε μιαν αρχαία πνευματική και υλική ατμόσφαιρα. Τον βλέπει να ερωτεύεται με πάθος ονειρικές έφηβες κόρες, ή να μνημονεύει -κάποτε λατρευτικά κάποτε παιγνιδιάρικα- τις ανεξάντλητες ψηφίδες της ελληνικής γλώσσας …Απ’ την οποία παίρνει σπάνια δείγματα, τα σπέρνει πυκνά μέσα στους στίχους του και μ’ ευλάβεια τα σιγομουρμουρίζει:

Φως – Φάος – Σέλας – Έαρ – Αήρ – Αθήρ – Αέλιος – Ταλαπείριος – Δολιόμυθος

Έχουμε να κάνουμε προφανώς με μια άκρως αισθησιακή και ιδιόμορφη καλλιτεχνική δημιουργία, στην οποία– και εις βάρος της καθιερωμένης αισθητικής πρακτικής- κυριαρχούν οι προσφιλείς στον ποιητή εκτεταμένες ερωτικές και γλωσσικές διανοίξεις. Παρατηρεί κανείς ένα παιγνιδιάρικα σκηνοθετημένο διανοητικό παιγνίδι, διαποτισμένο ευφυώς με ευρηματικότητα και σπαρακτικό αυτοσαρκασμό. Σε ποιο βαθμό αυτή του η προσπάθεια ξεπερνά το πρώτο θαυμαστικό ξάφνιασμα, αποσπώντας καινούργιο έδαφος από τον χώρο του καλλιτεχνικά αδιαμόρφωτου, δεν μπορούμε ακόμα να πούμε με βεβαιότητα. Σίγουρο όμως είναι, ότι ο ποιητής, με την υπέρβαση των καθιερωμένων ορίων, συνειδητά ριψοκινδυνεύει.

Κάνοντας στη συνέχεια μια κάπως αυθαίρετη κατηγοριοποίηση, θ’ αναφερθώ σε σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της ποίησης, αρχίζοντας από το κυρίαρχο στοιχείο του ερωτισμού, που κατακλύζει κυριολεκτικά τους περισσότερους στίχους. Εξιδανικευμένο σύμβολο του πόθου είναι η έφηβη κόρη ή κορασίδα, όπως συνήθως την αποκαλεί ο ποιητής. Αποτελεί πραγματική εμμονή η προσκόλλησή του στα θέλγητρα της νεανικής ωραιότητας, τα οποία κι εξυμνεί ποιητικά με μοναδικό τρόπο:

Θυμάσαι τότε…
που ξάπλωσε ο Μάϊος πάνω στα φουντωμένα
στήθη σου και άνθισαν οι αρχαίες θάλασσες!

Τώρα- κάθε χαραυγή- στα εύφορα καπούλια
των αλόγων του ορίζοντα βλαστούν μωβ

και άχρωμα χρυσάνθεμα. Στο βάθος του μαύρου
το μέλλον αναδύεται σαν τρυφερό κορίτσι που

λούζεται γυμνό κι ερωτοτροπεί με το νερό
στους δροσερούς καταρράκτες της νεότητας

( ποίημα «Βυζαντινή μελαγχολία» )

Αλλού πάλι απευθύνεται στην καλλίγραμμη νεάνιδα τρυφερά και παιγνιδιάρικα, με φόντο ένα αρχαιοπρεπές, σταματημένο στο δικό του χρόνο τοπίο…

Έλα γλυκολυπάμενη και αποστεωμένη οπτασία
θα ιππεύσουμε πάνγυμνοι το γαλάζιο δελφίνι
και θα ταξιδέψουμε σ’ όλες τις αρχαίες θάλασσες.
Σε ικετεύω…
έλα προτού ξημερώσει και σβήσουν τα όνειρα.

Ο ερωτισμός δεν είναι απλή παρεμβολή στα κείμενα του Ανδρέα Μακρίδη, αλλά συνεχής ροή αίματος που κατακλύζει το σώμα της ποίησής του. Ούτε η προσέγγισή του είναι ποσώς πλατωνική, αφού ο πόθος του απευθύνεται άμεσα στο υλικό κάλλος του σώματος, για το οποίο η καρδιά του, και προπάντων η λύρα του, με ένταση πάλλονται. Κι εντούτοις, παρά τα προωθημένα εκφραστικά του τολμήματα, καμιά αίσθηση του χυδαίου ή αντιαισθητικού δεν προκύπτει. Αφού τα νεανικά μέλη που αναδύονται προκλητικά και λικνιστικά στην άκρη της πέννας του, δίνουν στον αναγνώστη μόνο την αίσθηση μιας δροσερής και παρθενικής αντίληψης του κόσμου. Επιλέγω ένα απόσπασμα αδρού αισθησιακού κάλλους και λεπτής γλωσσικής συμβολιστικής, από το ποίημα «τελετή ανακήρυξης του θηλυπρεπούς γράμματος Θ σε αμεταφυσική θεότητα»:

Ναι! Η ομορφιά σου αποτελείται από πέντε ζευγολάτες και
δώδεκα βόδια που μπήκαν μέσα μου και όργωσαν
τα ξεροχώραφα των ημίθραυστων ονειροπολήσεών μου.
Τώρα κυματίζουν σε όλην την επικράτειαν των
οραμάτων τα μεστωμένα στάχυα και οι χρυσόξανθες
παντιέρες των σπαρτών.
Αναμφιβόλως είσαι το κάλλιστον Θ του βραδυφλεγούς
Θεού. Ανήκεις στις χρυσές θάλασσες τις μικρές μαινάδες
των ανέμων.

Η σωματική και πνευματική έξαρση σ’ όλο αυτό το έργο επικοινωνούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, με διαρκές το πέρασμα από το ένα στο άλλο. Είναι συνάμα ο Διόνυσος αλλά κι ο Απόλλωνας που εναλλάσσονται τη σκυτάλη, είναι ακόμα ο Παν με την απροκάλυπτή του λαγνεία, όμως κι ο ευγενικός Άδωνις που συνυπάρχουν στην εκφορά του ποιητικού λόγου. Σε τούτη ακριβώς την ισορροπία κρίνεται εντέλει και η καθαυτό αισθητική αποτίμηση των επιμέρους ποιητικών μονάδων. Μια αντικειμενική, όσο γίνεται, αξιολόγηση του σύνολου έργου, γέρνει ποσοτικά την πλάστιγγα προς μονόπλευρα λεξικεντρική και ερωτισμική μεριά, όσο ευχάριστα κι αν προσλαμβάνεται ο πλούσιος και αυτοσαρκαστικός του οίστρος. Δεν είναι όμως λίγες και οι στιγμές ουσιαστικών πραγματώσεων, εκεί όπου εκκινεί από συγκινησιακά φορτισμένη καθολικότερη έμπνευση. Παράδειγμα οι ακόλουθοι στίχοι:

Στις απύθμενες στέρνες και στα πηγάδια
κρύβουμε τον φοβερό θυμό μας. Κάτω
από κάθε βράχο έχουμε θαμμένο ένα παιδί μας
κι ένα ασημένιο διαμαντοστόλιστο ΟΧΙ.
———————————————-
Αύριο ένα ορτύκι θα κρώζει πάνω
στον θόλο της άρνησής μας – ένα τζιτζίκι θα
τραγουδά χωμένο στα φυλλώματα ενός κιονόκρανου.
———————————————–
Στ’ ανοιχτά της θάλασσας η Παναγία
καθισμένη σ’ ένα γαλάζιο δελφίνι παίζει
μαντολίνο ενώ η μικρή Ελλάδα μαζεύει
τα ανθάκια και τα δάκρυα των κυμάτων.

Στις καλύτερες στιγμές του Ανδρέα Μακρίδη – μιλώ πάντα με τα δοκιμασμένα κριτήρια της αρμονικής γλωσσικής μορφοποίησης- ανήκει και το καταληκτικό μέρος του ποιήματος «Σαλαμίνα», με τον περίεργο όπως συνήθως, υπότιτλο «Η εντός διαφανούς κεχριμπαριού απολιθωμένη ζωοπανήγυρις». Αρχίζει μ’ ένα διάχυτο κλίμα υπερφυσικής μεταβολής του τοπίου, παραπέμποντας κάπως στο ανάλογο κλίμα του αρχικού μέρους της «Έγκωμης», του Γιώργου Σεφέρη:

Έξοχο αυτό το κεχριμπάρι που βρήκα στην αμμουδιά
της Σαλαμίνας, συλλογιζόμουν άναυδος! Όλο αυτό
το πανηγύρι έγκλειστο στο διάφανο δάκρυ των πεύκων!…

Ξάφνου ακούστηκε η σφυρήχτρα. Ζωέμποροι πραμα-
τευτάδες, οπωροπώλες και περιδεραιοποιοί έδεσαν
τις ζώνες ασφαλείας και το τοπίο απογειώθηκε αύτανδρο!
Τώρα στη θέση της ωραίας πανήγυρις
κοιμούνται οι βουβοί αμμόλοφοι της Σαλαμίνας και
τα διάσπαρτα θραύσματα των αρχαίων αγγείων.

Τώρα αναδεύουν τη ψυχρή ραστώνη της ξανθής
άμμου οι ελαφρές αύρες ενώ πιο πέρα ο ταχυ-
βάτης και πανδαμάτωρ χρόνος ισοπεδώνει τα όνειρα.

Εμείς…ερωτοτροπούμε θεοειδώς εις την μαγευτι-
κήν ακρογιαλιά και κοιτάζουμε κατάπληκτοι – μια
το αιματοβαμμένο σούρουπο και μια τον κατάλευκο
ιωνικό ναό που αναδύθηκεν από τη θάλασσα!

Με παρόμοια άρτιους και υποβλητικούς στίχους νιώθει κανείς να ανταμείβεται για την υπομονή του να διανύσει ένα, ποιητικά γεμάτο ερωτηματικά, αναγνωστικό δρόμο…Αφού το Ελδοράδο των προσδοκιών του αποκαλύπτει, έστω και σποραδικά, πολύτιμα πετράδια υψηλής αισθητικής στάθμης.
Όσον αφορά τώρα το ιστορικό και πολιτισμικό φόντο, όπου εκτυλίσσεται η συγκεκριμένη δημιουργία, δεν θά’ ταν υπερβολή να πω και κάτι, που περνά ως φευγαλέα εντύπωση απ’ τη σκέψη μου: Ότι δηλαδή ο Ανδρέας Μακρίδης είναι κάτι περισσότερο από ελληνολάτρης, αφού προσωπικά προσλαμβάνω την πολυσχιδή προσωπικότητά του ως τέτοια γνήσια κλασικού Έλληνα, που ξέκοψε παραδόξως στις μέρες μας και κινείται αναχρονιστικά ανάμεσά μας. Εκπέμπει με τη λύρα του εγερτήρια σαλπίσματα, διαλαλώντας χαρισματικά την πραμάτεια της ομορφιάς, που θα σώσει τον κόσμο:

Επιτέλους ροδοχαράζει! Οι λευκές μπαλλαρίνες του φωτός
προγυμνάζονται στα πορφυρά σανίδια της ανατολής.
Νυμφοστολίζονται οι παρθένες αύρες και αναθάλλουν οι
εσταυρωμένοι ζέφυροι. Ο παγερός ζόφος της νύχτας
γίνεται κλεψύδρα από κρύσταλλο και μυρωδάτο ξύλο.

Σε παρόμοιες στιγμές νιώθουμε τη λεπταίσθητη βελόνα του ποιητή να πηγαινοέρχεται με ψυχική θέρμη και καθαρό καλλιτεχνικό μετάξι, εξακοντίζοντας τις αισθήσεις μας σε ριγηλά ύψη. Είναι φυσικά αλήθεια, ότι στο έργο του Ανδρέα Μακρίδη βρίσκουμε αρκετές φορές κουραστικά στις λεπτομέρειές τους σημεία, αφού οι στίχοι του εκρέουν ποταμηδόν και υπερχειλίζουν τις όχθες της έμπνευσής του. Ίσως και πολλοί τίτλοι ποιημάτων να είναι αχρείαστα μακροσκελείς και υπερρεαλιστικοί…Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία, ότι ο ποιητής έχει δημιουργήσει έναν ολοδικό του κόσμο, έναν κόσμο όπου ο ίδιος ευδαιμονεί, ακόμα κι όταν με κάποιες υπερβολές μας ξαφνιάζει. Πριν κλείσω συμπερασματικά τούτο το κείμενο, καταθέτω ως τελευταία γεύση ακόμα μερικούς στίχους, γεμάτους τρυφεράδα και καλλιτεχνική ευφορία:

Όποιος κοιτάξει γυμνή την θεά χάνει για πάντα
το φως του. Η ποίηση κρυώνει χωρίς τους
βαμβακερούς και βελούδινους μύθους της.
Έλα…Θα σου αποκαλύψω το αόρατο
μυστήριο που αιωρείται και το σεπτό
κάλλος που θεώνεται. Κοίταξε ψηλά!…

Μπορώ να πω, κλείνοντας, ότι ο Ανδρέας Μακρίδης δεν στοχεύει να γράψει απλώς ποίηση. Η πρωτεϊκή του ιδιοσυγκρασία πάει πιο πέρα από αυστηρά λογοτεχνικά πλαίσια, κι ο στόχος του ρήματός του είναι κατά πολύ ευρύτερος της αισθητικής ηδονής. Ο λόγος του ξεχειλίζει από βιολογική ζωτικότητα. Ένας σύμμεικτα Απολλώνιος και Διονυσιακός αισθησιασμός διατρέχει ως λάβα τα κείμενά του, κατακλύζοντας καταρρακτωδώς τον αναγνώστη. Αποτελεί σίγουρα μια ιδιόμορφη, σε πολλά αμφιλεγόμενη, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική περίπτωση.

( με αφόρμηση τη συλλογή Βυθισμένες Θάλασσες, 2005 )