Ο ποιητής Δημήτρης Γκότσης

Ποιητική εντροπία στον ώριμο Γκότση
Από την πολυμέρεια στους λυρικούς πυρήνες

Ο Δημήτρης Γκότσης είναι φυσιογνωμία ποιητική ιδιόμορφη στο είδος της. Κατέχει ένα θησαυρό εκφραστικών μέσων και δυνατοτήτων, που χειρίζεται μ’ ένα δικό του προσωπικό τρόπο για να εκφράσει τις όποιες καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Έχει δώσει ως σήμερα ικανό λογοτεχνικό έργο, άξιο να προσεχτεί και να μελετηθεί περισσότερο. Εντύπωσή μου είναι ωστόσο ότι πολλοί στάθηκαν – και στέκονται ακόμα- επιφυλακτικοί στο να καταθέσουν μια τελική και ξεκάθαρη κρίση. Κάτι τους κρατά στην αναμονή και την αμφιβολία, νιώθοντας ίσως ότι ο λόγος του ποιητικά ακόμα δεν αποκρυσταλλώθηκε. Σ’ αυτούς συγκαταλέγομαι κι εγώ κατά κάποιον τρόπο, αφού ανέμενα τον Δημήτρη Γκότση ως την κρίσιμη εκείνη καμπή, που θα σηματοδοτούσε το πέρασμά του από την πολλαπλότητα και διασπορά στο πιο ώριμο και καθοριστικό στάδιο ενός λιτότερου και πυκνότερου ποιητικού λόγου.
Κοντολογίς, από το βιβλίο του Της Ευφρόνης και μετά αρχίζει ν’ αποβάλλει σ’ ένα βαθμό προηγούμενές του αδυναμίες φυγόκεντρων ενατενίσεων κι επιτυγχάνει μια πιο καίρια και πιο εύστοχη συμβολιστική. Ξεφεύγει από τον εγκλωβισμό του υποκειμενικού και συμπίπτει ευκρινέστερα με το συλλογικά αναγνωρίσιμο. Από δω και πέρα, και προπάντων στο ποιητικά ομοιογενές Ομόκεντρον σε τρία πρόσωπα, ανευρίσκουμε συχνά μια ιδιαίτερα αποσταγματική και οντολογικά διεισδυτική ποίηση. Παραθέτω ένα πρώτο δείγμα:
Ελευθερία

Λευκή μέρα απέραντη
ένας ψηλός ουρανός
που με συνθλίβει,
κι όμως η θύελλα με κινεί
κι είμαι ελεύθερος,
ελεύθερος όπως οι χιονονιφάδες
χιλιάδες στόματα που τραγουδούν
σε ακατανόητο χαμόγελο
σε ανάκουστο τραγούδι

Χαμογελούν τα παιδιά
που έγιναν δικά μου
καθώς παίζουν ανάμεσα στα δέντρα
μές στο νυχτιάτικο δάσος της ψυχής μου,
αυτής της πανάρχαιας, πάντα που ρωτά, Σφίγγας.

Τί χαρακτηρίζει ιδιαίτερα μια τέτοια ποίηση; Μα η λυρική απόσταξη θα έλεγα και η συμπύκνωση μέχρι την αρχική, ριγηλά αναγνωρίσιμη ρίζα. Οι στίχοι ή μικρές ομάδες στίχων προβάλλουν με κρυστάλλινη διαύγεια και κινούνται τελετουργικά με φόντο ένα υπαρξιακά δραματικό κλίμα. Αρμονικές εναλλαγές ρυθμού και εικόνων διαπερνούν την αυστηρή γλωσσική επιφάνεια κι αγγίζουν τη ψυχή του αναγνώστη με τη ζεστασιά μιας εκλεκτικής ανθρώπινης ανάσας. Ας δούμε άλλο ένα ποίημα:

Το κυπαρίσσι

Καρδιά μου εξαγνίσου
μέσα σε λευκόν ήχο
ζήσε τον χειμώνα σου,
καθώς πετάς ξωπίσω
απ’ τα τελευταία πουλιά,

όλη τη γκρίζα ομίχλη
χειμώνων περασμένων
που ανίδεη πλανιόταν,
την έχεις εξαντλήσει.

Τώρα, λοιπόν, τραγούδα
τον ψίθυρο του μυστικού σου
μέσα στο αυτί των Θεών
και χλιαρές φέρε τις κρεμαστές βροχές
του χρόνου μου που θρηνεί,
αργά οδήγησέ τες
και τρυφερά
πάνω απ’ το κυπαρίσσι εκείνο,
που μπόρεσε μονάχο να σταθεί
στην κοιλάδα του κόσμου:

ρυτίδα σκοτεινή
του τραγουδιού.

Τα ποιήματα αυτά του Δημήτρη Γκότση δεν θυμίζουν πλέον τις δύσβατες κι αισθητικά δυσχερείς διανοίξεις της πρώτης του δημιουργικής περιόδου. Έχοντας αποβάλει τη λεκτική εκζήτηση και την πολυμέρεια που τον χαρακτήριζε, κέρδισε την οικονομία του στίχου και μια αίσθηση ιερατική, απορρέουσα από τα ενδότερα της ύπαρξης. Διαπιστώνουμε την απογύμνωση από το περιττό, όχι μόνο στην έκφραση αλλά και στις ψυχοπνευματικές κινήσεις, που προβάλλουν πια καθαρότερα, καθώς ο αναγνώστης εγκύπτει απερίσπαστος πάνω από τα λεκτικά όστρακα των περίτεχνα επεξεργασμένων στιχουργικών μονάδων του. Καταθέτω ένα ακόμη λήμμα:

Ω, εσύ, παγωμένη εικόνα
του αισθήματος της γυναίκας

μέσα στο κόκκινο της δύσης,
μέσα σ’ αυτό το τελευταίο σούρουπο
της αγάπης!
Την ομορφιά σου
δεν μπορεί αυτός να στερηθεί,
παφλάζει ακόμα
με μαργωμένη χαρά
πάνω στον βράχινο γκρεμό
της ακτής σου.

Μια φεγγαρίσια ψύχρα
πάνω σε ασημένια κύματα
μια παλίρροια που κράζει βουβά
είναι η θάλασσα της ψυχής της,
που μέσα της αυτός ξαπλώνει
παγωμένος ακόμη,

ένα αλλοτινό ψάρι
αρπαχτικό.

Μ’ αυτήν την ποιητική και μέσα από μια εντρόπια θα έλεγα σύμπτυξη, ο ποιητής κωδικοποιεί λυρικά ό,τι βαθύτερο τον απασχολεί, προσφέροντας ως πηγή συγκίνησης την πρωταρχική του συλλογικού βιώματος μήτρα. Τέτοια «εντροπία», δηλαδή προς τα έσω απόσυρση κι ελαχιστοποίηση μέχρι τα όρια κεκαθαρμένων πυρήνων, χρήζει αργής και προσεκτικής ανάγνωσης, για να κατορθωθεί η αποκωδικοποίηση της πυκνής γλωσσικής μορφοποίησης.

Θετική συμβολή στην πρόσληψη και συναίσθηση του δύσβατου τούτου δρόμου, αποτελεί κι η εκτενής δοκιμιακή εργασία για την ποίηση του Γκότση, του γνωστού φιλόλογου και μελετητή Ζήνωνα Ζαννέτου, με τον τίτλο Ορεινού κήπου Σπορεύς ( ΑΚΤΗ, 2012 ). Καταθέτω χαρακτηριστικά μικρά αποσπάσματα, με αναφορές καταρχήν στην ποίηση της Ευφρόνης ( έκδοση 2001 ):…Τα παρόχθια λευκά λουλούδια, γλώσσα μιας Άνοιξης παιδικής, τα μαυροπούλια, φτερωτά μηνύματα θανάτου, προσγειωμένα πάντοτε στο λευκό της Άνοιξης, η μυστική ανάσα των φύλλων – θύμηση του Έρωτα – η Αγάπη, παλάμη που υποδέχεται, και η αδυναμία της γνώσης και της απάντησης, πότε η ψυχή αφήνει το φως και τον τόπο της για να ενοικήσει στον μικρό χώρο του σώματος, αποτελούν το ποιητικό τοπίο της Ευφρόνης. Μια τέτοια ποίηση δεν πτερυγεί παιγνιδιάρικα σαν ανέγνοιαστη λιμπελούλα, όπως επιτάσσει ο εφήμερος συρμός του «ποιητισμού», αλλά θεωρεί τον κόσμο και στοχάζεται. Συχνά, η ερμητική αυτή ποίηση του υπαρξιακού στοχασμού και της αινικτής συναισθηματικής της ατμόσφαιρας, γίνεται τραγούδι καθαρού λυρισμού, ευνόητη οδύνη της ιστορίας και ευκολοκατάληπτος πόνος της ανθρώπινης μοίρας, μέσα από την ποιητική διαπορία της Ζωής και του Θανάτου και το συ-ναίσθητο εκστασιακό θάμβος της ύπαρξης…

Για το επίσης αξιόλογο ποιητικό βιβλίο με τον τίτλο Ομόκεντρον σε τρία Πρόσωπα, καταγράφει ο Ζήνων Ζαννέτος μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

Όλη η ποιητική δημιουργία του Γκότση στο Ομόκεντρον έχει ως σκηνικό τοπίο τη νύχτα και τις λειτουργικές της σιωπηλές φωνές. Τα ποιήματα αυτά είναι μικρές δοκιμές στα βασανιστικά ερωτήματα της Ζωής, στις απορημένες και ανεξήγητες επαφές του πνεύματος με κάποιες αναδύσεις του μυστηρίου ή με τις διαρκείς καταδύσεις του ποιητικού εγώ στα τοπία της νύχτας και τους τόπους του άχρονου και άχρωμου (λευκού) βυθού του Όντος. Στο Ομόκεντρον, ο ποιητής αυτοπαρατηρείται, αυτοτεμαχίζεται, πλουτίζοντας τους ποιητικούς εστιακούς του τόπους, για να καταλάβει ουσιαστικότερα τον κόσμο που του δόθηκε μέσα στην πνευματική του ανησυχία.

Ο Δημήτρης Γκότσης, εξοπλισμένος εντέλει με τις λογοτεχνικές εμπειρίες της Ελληνικής, αλλά και Γερμανικής ποίησης, εμποτίζει τον πλούσιο λόγο του μ’ ένα αιθέριο αλλά και βαθύρριζο υπερβατικό κλίμα. Πού να στοχεύει όμως με τη μορφολογική συμπύκνωση που εντοπίσαμε παραπάνω; Μα στην επιστροφή βέβαια στο λυρικό βάθος και τη χαμένη ποιητικότητα, που κι άλλοι προσπάθησαν να επαναφέρουν στη σύγχρονη ποίηση.

 

Ο ποιητής Ανδρέας Γεωργιάδης-Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Η ιδιότυπη συμβολιστική
του Ανδρέα Γεωργιάδη

Η σπαρακτική στο είδος της ποιητική ενεργοποίηση στοιχείων και φαινομένων των θετικών επιστημών, κάνει τον Ανδρέα Γεωργιάδη να είναι και να φαίνεται ως ο πλέον ιδιότυπος – και ας τον γνωρίζουν ελάχιστοι – ποιητής του χώρου μας.
Η προσπάθειά του, τηρουμένων των αναλογιών, παραπέμπει στον κόσμο των πολλαπλών προσωπείων του Καβάφη, με μια βασική ωστόσο διαφορά. Ο Καβάφης χρησιμοποιεί προσωπεία και σύμβολα από τον ευκολότερα αναγνωρίσιμο χώρο της ιστορίας, κάτι που μειώνει σημαντικά τον βαθμό διακινδύνευσης της επικοινωνίας του με τον αναγνώστη. Ο Ανδρέας Γεωργιάδης κάνει τα πάνω κάτω και κόβει ολότελα τις γέφυρες με τη γνωστή και δοκιμασμένη συμβολιστική, αντλώντας το υλικό του σχεδόν αποκλειστικά από τον απάτητο ποιητικά κόσμο της Βιολογίας, της Φυσικής ή της Χημείας. Αναμετράται έτσι δημιουργικά με την ψυχρή και συναισθηματικά ανύπαρκτη επιφάνειά τους, μπαίνοντας σε ανάλογη καλλιτεχνική διακινδύνευση. Θέτει συχνά ενώπιον του ιδιόμορφες καλλιτεχνικές προκλήσεις, προκαλώντας με τη σειρά του κι εμάς να σκύψουμε χωρίς προκατάληψη πάνω απ’ τις δύσβατες εκφραστικές του αναζητήσεις. Κινείται έτσι διαρκώς σε τεντωμένο σχοινί, με υπαρκτό ρίσκο να διαταράξει λεπτές ισορροπίες και να περιπέσει στο πνευματικό ευφυολόγημα ή την ευρηματική ατάκα. Η δυσκολία για τον αναγνώστη έγκειται σχεδόν αποκλειστικά στην ειδική γνωσιολογική προπαίδεια, μια βασική προϋπόθεση για την άμεση και ακριβή πρόσληψη των νύξεων και υπονοουμένων των στίχων του.
Η προσεκτική όμως ανάγνωση ανταμείβει τελικά τον αναγνώστη, αφού τον φέρνει σε επαφή μ’ ένα πρωτόγνωρο αισθητικό κλίμα, σπάνιο στο είδος του. Και δεν είναι λίγες οι στιγμές που πραγματώνεται μ’ εκπληκτικό τρόπο μια σύμπνοια μορφής και ουσίας, όπου πνευματικές αγωνίες και ανθρώπινα πεπρωμένα αναδύονται δειλά – δειλά μέσα από απίθανα προσωπεία φυσικοχημικών και βιολογικών φαινομένων. Κι ενώ τούτο σε πρώτο πλάνο αιφνιδιάζει και προσλαμβάνεται καταρχήν ως διανοητικό παιγνίδι, εμβαθύνοντας στην ανάγνωση οδηγούμαστε στην εμβίωση μιας κρυπτικής κι επτασφράγιστης αισθαντικότητας.
Πρόκειται σίγουρα για μια ανοίκεια και διαφορετική φωνή με αναγνωρίσιμο ύφος, που διεκδικεί – παρά την ολιγογραφία και τις όποιες ουσιαστικές αντιρρήσεις- τον ελάχιστο χώρο της στο μωσαϊκό της νεότερης Κυπριακής ποίησης. Η επάνοδος εξάλλου του ποιητή, κάθε φορά με βελτιωμένους και εμπλουτισμένους ποιητικούς τρόπους, μας υποχρεώνει να του δώσουμε περισσότερη προσοχή κι ετοιμότητα αποδοχής αυτού που δεν συνηθίσαμε. Ακόμα κι αν δεν είναι πάντοτε βέβαιο, ότι κινείται εντός των ορίων της ποιητικής επικράτειας.

Δείγματα γραφής του Ανδρέα Γεωργιάδη:

Άκρατος έρως

Δε βιαστήκανε.
Αφήσανε τον έρωτα
να πάρει τον καιρό του,
να υποστεί τη ζύμωση.
Τώρα ακράτητοι
τον γεύονται άκρατο.

Ήρθες για να δεις

Ήρθες για να δεις
τα βαλσαμωμένα πουλιά.
Σε άγγιξα δοκιμαστικά
και μου απάντησες θετικά.
Σ’ έφερα στην αγκαλιά μου
και τα χείλη μου συνάντησαν
την παρειά σου.

Πού ήσουνα ταριχευτή
να βαλσαμώσεις τη στιγμή;
Το άνοιγμα του διακόπτη

Αποδεδειγμένα
το άγγιγμά τους
άνοιξε τον διακόπτη.
Κι άρχισαν να φωτοβολούν!

Αυτή η φωτοβολία τους
θα διαρκέσει πολύ.
Η ερωτική φόρτιση
είχε κρατήσει χρόνια.
Σύναψη

Από καιρό υπήρχε
μια αμοιβαία έλξις.

Μα εκείνο το απόγευμα

που βρέθηκαν τυχαία
-ήταν τυχαία η συνάντηση;-
είχαν πολλή δουλειά
να κάνουν οι συνάψεις.
Οι νευροδιαβιβαστές
ελευθερώνονταν κρουνηδόν·
άναψαν οι συνάψεις.

Αναπόφευκτα
συνήψαν σχέσεις.

Μετάλλαξη

Η ακτινοβολία σου
προκάλεσε μετάλλαξη*
στο γονίδιο του έρωτα.
Τον έκανε παράφορο.

Πόσο αισθάνομαι ευτυχής!
Μ’ αλοίμονο, το ξέρω:
μεταλλαγμένος
θα ’ναι θνησιγενής.

*Μετάλλαξη: αιφνίδια, τυχαία αλλαγή του γενετικού υλικού
με δυσμενή συνήθως αποτελέσματα.

Η διαδρομή ενός έρωτα

Από τον Ενεστώτα
φτάσαμε στον Παρατατικό.
Σιγά σιγά εγίναμε
και Αορίστου χρόνου.
Εν τέλει
καταλήξαμε στον Παρα – κείμενο
με το επιτύμβιον
«ενθάδε κείται»….

Ο γονότυπος του έρωτά μας

Ο έρως ο εφήμερος
ελέγχεται από υποτελές.
Ο έρως ο αιώνιος
ελέγχεται από επικρατές.

Εμείς φέρομε το επικρατές
σε ομόζυγη* κατάσταση.

*Ομοζυγία: Γονιδιακή κατάσταση μεγαλύτερης
βιολογικής δυναμικής

Η καταστροφή της βιβλιοθήκης

΄Ενας ειδωλολάτρης:

Και να το ξέρεις Θεοδόσιε.*
Η φωτιά που άναψες
θα μας φέρει το σκότος.
Και νυν και αεί
και εις τους αιώνας
των αιώνων.

* Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος έδωσε την άδειά του στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας για πράξεις θρησκευτικού φανατισμού, που οδήγησαν τελικά και στην καταστροφή της Μεγάλης Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, όπου εφυλάττετο η σοφία των αρχαίων.

Άγνοια

Μ’ έκοψαν
με κομμάτιασαν.
Αγνοούσαν
πως είμαι Ύδρα.

Στην ηλεκτρόλυση του ύδατος που ακολουθεί, περιγράφεται δήθεν η χημική διάσπαση του νερού, όπως τη μάθαμε, σε υδρογόνο και οξυγόνο, με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού και διαφόρων ηλεκτρολυτών… Που φυσικά δεν είναι άλλοι από τους σύγχρονους ψυχρούς συντελεστές της αποξένωσης και διάσπασης της ανθρώπινης ύπαρξης, στη συγκεκριμένη περίπτωση του ίδιου του ποιητή. Το ποίημα αναπτύσσεται με μια επιφανειακά παγερή πιστότητα στη χημική διαδικασία της ηλεκτρόλυσης του νερού, που συμβολίζει στην προκειμένη περίπτωση την ίδια την ψυχή και το σώμα του δημιουργού.

Η ηλεκτρόλυση του ύδατος

Από καιρό καραδοκούσαν
να με ηλεκτρολύσουν.
Με είχαν στο βολτάμετρο*
με είχαν εις την πρίζα·
τους έλειπαν οι ηλεκτρολύτες.

Μα πάντα υπάρχουν καλοθελητές
-και δη συγγενείς εξ αίματος-.
Η μία πρόσφερε οξύ
η άλλη πρόσφερε τη βάση
και με διέσπασαν.
Το οξυγόνο εις την άνοδο
το υδρογόνο εις την κάθοδο.

Εν ολίγοις
με έκαμαν αέρια.

Μην καρτεράς να επανέλθεις
στην προτέρα σου κατάσταση.
Ποιος να σου δώσει ευδιόμετρο;
Ποιος να σου δώσει ρεύμα;

* Βολτάμετρο, ηλεκτρολύτες: αναγκαία για την
ηλεκτρόλυση (διάσπαση) του νερού.
Ευδιόμετρο: συσκευή για την (ανα)σύνθεση του
νερού.

 

 

 

 

 

 

Ποίηση Μυριάνθης Παπαονησιφόρου – Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Μυριάνθη  Παπαονησιφόρου,
Η αυθεντική και πολύτροπη

Στοχεύοντας να δώσω την αδρή λογοτεχνική φυσιογνωμία της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου, δεν έχω παρά να σχολιάσω συνοπτικά τη συλλογική της έκδοση Ανάδρομη Πλεύση, ένα βιβλίο που διατρέχει την ποιητική της παραγωγή μισού σχεδόν αιώνα (μέχρι πίσω στο 1965). Αλλά κι αυτό σίγουρα δεν είναι πλήρες, αφού η Μυριάνθη ευδοκίμησε με βραβεία και διακρίσεις και σε άλλα είδη, όπως την παιδική λογοτεχνία και το παραμύθι. Η πρώτη εκδοτική της εμφάνιση ανάγεται στο έτος 1978, με συλλογή ποιημάτων κάτω από τον τίτλο Επιστροφή. Τα πρώτα αυτά ποιήματα διακρίνονται από διάχυτο λυρισμό και την αγάπη του τόπου και της ιστορίας του. Κάποια μάλιστα αντέχουν αισθητικά μέχρι σήμερα και δεν είναι καθόλου παράξενο, που επιλέγονται επανειλημμένα στις Ανθολογίες. Πέντε χρόνια αργότερα βλέπουν το φως της δημοσιότητας οι Ηρωικοί Απόηχοι, χωρίς ποιητικές ιδιαιτερότητες και με θεματική τον αγώνα ελευθερίας του 1955–1959, στον οποίο η ποιήτρια έλαβε ενεργά μέρος.
Η τρίτη ποιητική συλλογή της με τον τίτλο Άχρονη Φύση (1988) ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Εδώ δεν μιλούσε πληθωρική και κυρίαρχη η καρδιά, αλλά ο συγκινημένος υπαρξιακός στοχασμός. Ο αυθορμητισμός έδινε τη θέση του στην αφηγηματική και νηφάλια γραφή, σε μια φιλόδοξη στόχευση μιας ποιητικής κοσμογονίας. Ξεκινώντας οριακά απ’ το χάος, η ποιήτρια διατρέχει λυρικο-επικά την ανθρώπινη εξελικτική περιπέτεια, φτάνοντας μέχρι τον κόσμο των δικών της προσωπικών αναμνήσεων. Σ’ αυτό το βιβλίο, άνισο ως προς τις αισθητικές του πραγματώσεις, βρίσκουμε εντούτοις και μερικά από τα πιο κατορθωμένα ποιήματα του συνόλου έργου της.

Μια δεκαετία αργότερα (1997) κυκλοφορεί το λυρικο-αφηγηματικό Γράμμα στον Αγνοούμενο, μαρτυρία και γραφή οδύνης για το ξαδέρφι που δεν γύρισε ποτές πίσω. Και σε μικρή μόνο χρονική απόσταση η ποιήτρια μάς εκπλήσσει ξανά με νέα δημιουργία, που της δίνει τον τίτλο Στον κρατήρα του Ήλιου. Καμιά σχέση με τον προηγούμενο χαμηλόφωνο κι εκφραστικά συγκρατημένο εκφραστικό τόνο. Οι στίχοι λυρικά μεγαλόστομοι και κοφτοί εξακοντίζονται με ένταση και σουρεαλιστικές εξάρσεις από τα βάθη μιας ψυχής, που αναμετριέται αξιοπρεπώς στην κονίστρα των λογής υπαρξιακών προκλήσεων. Έτσι γι’ άλλη μια φορά η ποιήτρια πείθει ότι μπορεί ν’ ανανεώνει με ευχέρεια το ψυχο-πνευματικό υπέδαφος που της αρδεύει την έμπνευση, προσφέροντας κάθε φορά μια νέα ανθοφορία. Είχα γράψει κάποτε γι’ αυτό το βιβλίο το ακόλουθο χαρακτηριστικό σχόλιο:

…Η Μυριάνθη κατορθώνει πλέον να αισθητοποιεί τις εμπειρίες και τις ιδέες της, μεταπλάθοντάς τες σε ψηλαφητή ύλη αυθεντικών και ζωντανών εικόνων από τη φύση, της οποίας γνωρίζει καλά τα μυστικά και τη γλώσσα. Συνδυάζει επιτυχώς τη λυρική ευαισθησία που πάντα τη διέκρινε, με εκφραστική τόλμη και ρωμαλεότητα. Συνθέτει τελικά ένα ποιητικό πανόραμα ενιαίο και συμπαγές, αλλά και στα μέρη του σφριγηλό και παλλόμενο, όπως είναι κάθε σωστή και ισορροπημένη δημιουργία.

Το 2004, με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, η Μυριάνθη πάλι καινοτομεί και δίνει το λογοτεχνικό της παρόν με το
Οδοιπορικό  Η πόρτα μου ήτανε μεράντι. Φωτίζει αθέατες πτυχές του δράματος των εκτοπισμένων, που στο πέρασμα του χρόνου υπόκεινται ψυχολογικά σε απρόβλεπτες προσαρμοστικές μεταβολές. Η ηρωίδα, μια ηλικιωμένη γυναίκα με πολλές προσδοκίες, κάνει το ταξίδι της επιστροφής στη γενέθλια γη και στο πατρικό σπίτι, όπου όμως σύντομα συνειδητοποιεί την ανατροπή των αγαπημένων παραστάσεων της μνήμης. Πίσω από την προφανή ικανοποίηση για την πραγματοποίηση του πολύχρονου πόθου της επιστροφής, το σαράκι της αποξένωσης σηκώνει ανεπαίσθητα κεφάλι… Και ταλαιπωρημένη στο τέλος της μέρας από τις έντονες συγκινήσεις, αυθόρμητα κάποια στιγμή εκδηλώνει ένοχα την πρόθεση να γυρίσει πίσω στον συνοικισμό, στο τωρινό της νέας πραγματικότητας σπίτι της.

Η τελευταία ποιητική συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου στην Πανελλήνια δημοτική, με τον τίτλο Άριες του περασμένου Καλοκαιριού, έκδοση 2007, συνιστά το αυθεντικότερο και γνησιότερο ανάβρυσμα της λυρικής της ιδιοσυγκρασίας. Αποτελεί ένα αρτεσιανής εκροής δημιουργικό συναπάντημα πρωτογενών βιωματικών παραστάσεων, με φόντο πια τη ζωή που γέρνει στη δύση της. Οι στίχοι, με έντονους δημοτικούς απόηχους, είναι προπάντων ρυθμός και τραγούδι, είναι ανάβρυσμα ψυχής κι αξιοπρεπής στάση ζωής, γεμάτης πληρότητα και δημιουργία.

Για το διαλεκτικό μέρος της ποίησης της Μυριάνθης, που αξιολογείται ως σημαντικό, ο χώρος μού επιβάλλει να κάνω μόνο μια σύντομη αναφορά. Έχει εκδώσει δυο βιβλία, Τα φκιόρα της πικραθασιάς (2003), και τα Τριαντάφυλλα τζ’ αγκάθκια (2009). Χωρίς την πρόθεση να μακρυγορήσω, παραθέτω μικρό μέρος από δικό μου προλογικό κείμενο, που δίνει και το στίγμα αυτής της ποίησης:
Τη διαλεκτική γλώσσα που χρησιμοποιεί στην ποίησή της η Μυριάνθη, θα τη χαρακτήριζα κατά κάποιο τρόπο ανεβασμένη κι αρχοντική, αφού αντιπροσωπεύει, πιστεύω, την παραδοσιακά πιο συνειδητοποιημένη μερίδα του λαού μας. Εξάλλου η εξεζητημένα βαριά και άκαμπτη κυπριακή διάλεκτος καταντά συχνά αντιαισθητική, καθότι φτιαχτή και άσχετη με τη γλωσσική πραγματικότητα. Κι ακόμα κάτι: Η ποίηση αυτή διακρίνεται κι από μια ευφρόσυνη διάθεση, γεμάτη πνευματικότητα και πηγαίο χιούμορ. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που μίλησα για ένα διάχυτο κλίμα λαϊκής αρχοντιάς, όχι μόνο στη μορφή αλλά και στον βαθύτερο χυμό που τη διατρέχει. Και τούτο δεν είναι απλά υπόθεση προσωπική της ποιήτριας, αλλά στάση του κόσμου εκείνου που ζωντανεύει με την τέχνη του λόγου της.

«Aνάδρομα» λήμματα από την ποίηση της Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου:

Αν είσαι

Αν είσαι έρωτας
άσε τα βέλη στη φαρέτρα
τραύματα άλλα δεν μου πάνε πια
Αν είσαι αγάπη πάλι
άλλη δεν είναι εσθήτα να ντυθείς
θυσία δεν είναι άλλη
λύτρωση δεν είναι καμιά

μια λέξη είσαι
σε χλωμό χαρτί
Της μοίρας που με δέρνει
είσαι πλάνη.

Ασήμωσε κυρά

Νύχτα, τί να γυρεύεις στο περβάζι μου.
μουγκή, σεληνοφόρα;
Φοράς τα ξεσκισμένα σου πουκάμισα
μισά φορείς τα τρύπια σου σαντάλια
λιανίζεις τ’ όνομά μου στα νερά
Ασήμωσε κυρά μου να σου πω
πως σκούζει απόψε το πουλί
λυπητερά πως κλαίει τ’ αηδόνι
δονεί τους κάμπους και ραγίζει τα βουνά
Ασήμωσε κυρά.

ΑΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, 2007

Η μέρα μπήκε αστραφτερή

Η μέρα μπήκε αστραφτερή στην υψικάμινο
δρασκέλισε το ουράνιο τόξο με τα χρώματα
κι άχρωμη εξήλθε
στην αντίπερα όχθη του λευκού χειμώνα
Κύκλοι
επάλληλοι κύκλοι
Στα κράσπεδα των μακρινών ερήμων
αρχέγονος άνεμος ιχνογραφεί ανεξίτηλα ίχνη
Τραχύ το μάγουλο της γης
στον τελευταίο ασπασμό των παγερών ονείρων
Ριπή οφθαλμού και φεύγει το πουλί
σε σφαλιστά ματόκλαδα πατώντας
μ’ ένα σφαγμένο λούλουδο στο στόμα του.

Στα μάτια ενός παιδιού

Στα μάτια ενός παιδιού θα ξημερώσω
μιαν αειπάρθενην αυγή
μ’ ένα πετράδι αμέθυστο στην κόμη μου
κι ένα αλάνθαστο σπαθί
στο αστραφτερό θηκάρι
να ξεπληρώσω την οδύνη ενός ρηχού χαμόγελου
του μισοτέλειωτου παραμυθιού την πίκρα
να απαλύνω
Ορκίζομαι
στα μάτια ενός παιδιού θα ξημερώσω.

ΣΤΟΝ ΚΡΑΤΗΡΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ, 1999

Φυλακισμένος Απρίλης

Έσκαγε ο Απρίλης
σ’ ένα τριαντάφυλλο κατακόκκινο ρόδο
σφιχτό μαστάρι της παρθένας ξέγυμνο
ασυμμάζευτο στους κόρφους της
-Κουμπώσου, μ’ ορμήνεψε
κι ας μην είχα τίποτε καλύτερο
από τ’ απριλιάτικα ρόδα
που μ’ έντυναν ολόκληρη
ένα μπαξέ καλοκρυμμένο
από τα μάτια των περαστικών
Πέρασε ύστερα ο πραματευτής
ένας πλανόδιος έρωτας
διαλαλώντας πραμάτιες κι αρώματα
-Δεν τα χρειάζεσαι, είπε
κι ας μην είχα τίποτα καλύτερο
από το παλιό μου ρούχο
Έσκαγε ο Απρίλης φυλακισμένος

στα μπουμπούκια της μηλιάς
κι όπως ο ήλιος έγνεθε
χρυσό το νήμα για τ’ ακριβά προικιά
έσκαψα ένα πηγάδι
κι ακόμα ψάχνω
μια φλέβα κρύσταλλου νερού
που λαμπυρίζει στα βάθη του.

ΑΧΡΟΝΗ ΦΥΣΗ, 1998

Μέρα – Νύχτα

Πόσο αργά υφαίνει η μέρα το σεντόνι της
αναμετρώντας τις ατέλειωτες ώρες
στα μαλλιά τα ξέπλεκα του ήλιου
αναρριγώντας τ’ άγνωστα δευτερόλεπτα
στα ξεχασμένα στήθια του
ποδοβολώντας τη λαχτάρα της ζωής
στις σκονισμένες πατούσες του
Πόσο ταχιά ξηλώνει η νύχτα τα σκοτάδια της
Ριγμένο στη βιασύνη το φεγγάρι
μαζεύει τα χλωμά του πρόσωπα
Κι ο αυγερινός βαραίνοντας
του ύπνου τρομαγμένο βλέφαρο
να προλαλεί
με φωνή του αγουροξυπνημένου αλέκτορα
την έλευση της αγωνίας.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, 1978

Οι Όμορφες

Να γένετουν τζιαι τα δεντρά
να ρίφκαν τους αθθούς τους

τζιαι να γεμώναν τα στενά
τζι οι κάμποι με τους μούσκους
να ρέσσουσιν οι όμορφες
ν’ αλαφροπαρπατούσιν
σαν τες τριανταφυλιές του Μά
τες κότσινες ν’ αθκιούσιν

Να γένετουν τζ’ η θάλασσα
κραβάτιν παμπατζένον
τζι ο ουρανός με τ’ άστρη του
σεντόνιν πλουμισμένον
να ππέφτουσιν οι όμορφες
τζιαι να με συλλοούνται
να με θωρούν στον ύπνον τους
την νύχταν που τζοιμούνται.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΖ΄ ΑΓΚΑΘΚΙΑ, 2009

Δός μου αφορμήν να ζήσω

Πέ μου πού τρέχουν τα νερά
τζιαί πού κατρατζιλούσιν
αντρόσ’ιν εις το θκιάβαν τους
να βάλω να τα στήσω,
τες νιότες μου που γκρούζουσιν
μες στο λαμπρόν τζιαί λιούσιν
σαν το γλωμιάρικον τζιερίν
στο δρόσος τους να σβήσω.

Πέ μου πού πάσιν τα πουλιά
που φεύκουσιν αλάϊν
να ππέσω το κατόπιν τους
τζιί να τα στρέψω πίσω,
μερόνυχτον να τζιελαδούν

τούτ’ η καρκιά που ‘ράην
να ‘βρει μιαν στάξην νεπαμόν
τζι εγιώ αφορμήν να ζήσω.

ΤΑ ΦΚΙΟΡΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΑΘΑΣΙΑΣ, 2003

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ποιητής Κυριάκος Χατζηλουκάς

Η δυσχερής ποίηση
του Κυριάκου Χατζηλουκά –

Η πρώτη μου γνωριμία με την ποίηση του Κυριάκου Χατζηλουκά ανάγεται στο έτος 2000, όταν ως ένας από τους ανθολόγους του τόμου Οργής και Οδύνης – Εκατόν Φωνές, ερχόμουν σε ουσιαστική επαφή με το έργο του. Η ενασχόληση εκείνη όχι μόνο εμπλούτισε τη γνώση και την ποιητική μου ευαισθησία, αλλά μου δώρισε κάποιες φορές την ηδονική αίσθηση της έκπληξης, και της ανατροπής ακόμη. Εννοώ φυσικά κάποια διαφοροποίηση της δικής μου αποτίμησης από την τρέχουσα αξιολογική κλίμακα.

Η ποίηση του Κυριάκου Χατζηλουκά ήταν μια τέτοια, δυσχερής μεν, αλλά αναγνωρίσιμα ενδιαφέρουσα περίπτωση: Καλλίφθογγος στη γλωσσική εκφορά, ιερατική στο ύφος κι αινιγματική στη χασματική της ανάπτυξη. Ως εάν να αρθρώνονταν από τον ποιητή-προφήτη, που πολλά είδε και μνημόνευσε ήδη, γριφώδη εκφωνήματα δραματικά συντελεσθέντος ιστορικού βίου. Οι τίτλοι των τεσσάρων βιβλίων του, με την ποίηση που περιέγραψα, είναι χαρακτηριστικοί της καλλιτεχνικά ομοιογενούς και μακράς αυτής διαδρομής: Αρμοί, 1993, Αρμοί πλέοντες, 1995, Αρμοί Αιχμητές, 1998, Αρμοί Σταλαγμίτες, 2004.
Επρόκειτο σίγουρα για μια αποκλίνουσα και ιδιότυπη ποιητική δημιουργία. Αποκλίνουσα στα εκφραστικά μέσα, αλλά και στην ψυχοπνευματική διάθεση, ένα κράμα κρυπτικής αγγελίας όσο και Κάλβειας εποπτικής υψιπέτειας. Η μεγαλύτερη όμως απόκλιση αφορούσε στην ίδια την ποιητική δομή και πραγμάτωση, όπου η ελλειπτικότητα και η λεκτική απογύμνωση έτειναν προς το α-
ρηματικό επιφώνημα, την ανολοκλήρωτη φράση ή και τη σύζευξη δυο-τριών μόνο λέξεων.

Οι γύροι αναρίθμητοι
Οι γραφείς με το μέγα άχθος
τα κύτταρα
οι καημοί των γενών
οι γιοι
το Γένος στο γλυκασμό των οριζόντων

*
Ο χώρος πνίγει.
Ο παγιδευμένος χρόνος φρικιά στην παλαίστρα.

Ο ποιητής, θυμικά επαναλαμβανόμενος, ξετυλίγει χωρίς ορατό τέλος τους διακεκομμένους του στίχους, που γίνονται ανεπαίσθητα ατελείωτοι βηματισμοί κι εκ βάθους αντίλαλοι της ψυχής του. Οι στίχοι αυτοί αρθρώνονται αργά και μονότονα, χωρίς εναλλακτικότητα, σ’ ένα διαρκές τοπίο στωικής εγκαρτέρησης και πένθιμης υψηλοφροσύνης. Θέλει πολλή υπομονή και συμπάθεια για να παρακολουθήσει κανείς μέχρι τέλους τον ασθμαίνοντα και προοπτικά ατέρμονα δρόμο του Κυριάκου Χατζηλουκά. Οι περισσότεροι αναγνώστες τον εγκαταλείπουν, άλλοι στην αρχή κι άλλοι στη μέση. Ο καταιγισμός των Αρμών τούς φέρνει μια κόπωση και μια δυσφορία, αφού τους φαίνεται να μην συμπληρώνονται στοιχειωδώς στιχουργικά σύνολα, να μην προεκτείνονται στη φυσιολογική τους κορύφωση και την κάθαρση πνευματικά διλήμματα ή ψυχικά δρώμενα.
Και όμως: Παρόλο που προσωπικά δηλώνω κι ο ίδιος όχι εντελώς αμέτοχος μιας τέτοιας αναγνωστικής εμπειρίας, παρόλο που σε αρχική φάση μερικώς λιποψύχησα, μέσα
μου ένιωθα ότι η ποίηση αυτή κρύβει ικανοποιητικά ψήγματα πυκνών και πρωτότυπων στίχων. Στους σημερινούς καιρούς της στεγνής και άπνοης ατομοκεντρικής φλυαρίας, κάτι μ’ έσπρωχνε πεισματικά ν’ αφουγκραστώ προσεκτικότερα το απόκρυφο ανάβρυσμα ενός λυρισμού, που εξέπεμπε ένα περίεργο όσο και δύσβατο ποιητικό υπέδαφος.

Πλάνητα όνειρα ρήμαξαν τα άδεια καμίνια
βυθίστηκαν με τη στάχτη.
Φαρμακωμένη ελιά σκέπασε τη γενιά μου.

*
Η Κόρινθος κλείνει τα μάτια.
Οι λόφοι χάνονται.
Σκάβουν πατρίκιοι.

*
Το Αιγαίον παρόν.
Στους στεναγμούς οι δόγηδες.
Άληκτο το ταξίδι.
Η Βενετιά άβαθη λίμνη.
Νόστος για αυλές.

Το ποιητικό φαινόμενο Κυριάκος Χατζηλουκάς μπορεί να ήταν για πολλούς μη υπαρκτό, για τον γράφοντα όμως αποτέλεσε σταθερά αντικείμενο προβληματισμού κι αισθητικών εστιάσεων επί μακρόν χρόνο. Μέσα από φιλικές συνευρέσεις και παραγωγικούς διαλόγους έβγαινα κάθε φορά κατά τι σοφότερος, με εμπειρίες και συμπεράσματα συγκρουόμενα με δεδομένες αξίες ή εντυπώσεις. Ανιδιοτελώς και για αισθητική μονάχα άσκηση και τέρψη, αναζητούσα μ’ ευδαίμονα ζήλο το πραγματικά
γνήσιο κι αυθεντικό, μα και πρωτόγνωρα μεταπλασμένο σε ποίηση.
Διανύαμε στο μεταξύ μια περίοδο υφέρπουσας σιωπηρής αμφισβήτησης ιερών κι υπερτιμημένων τεράτων της εγχώριας ποίησης, κι αυτό όχι χωρίς λόγο. Ο Κώστας Μόντης για παράδειγμα είχε αρχίσει να γίνεται από καιρό στεγνός κι επαναλαμβανόμενος, αφού υπεράντλησε για δεκαετίες χωρίς ανανέωση τ’ αποθέματα των Στιγμών του. Άλλοι εξίσου δόκιμοι και καταξιωμένοι είχαν ήδη καταθέσει το κύριο σώμα του πραγματικά αξιόλογου έργου τους, χωρίς να έχουν να προσθέσουν κάτι άλλο εξίσου σημαντικό.

Διαβάζοντας τώρα με κάποια έκπληξη τους Αρμούς ενός ελάσσονος ποιητή, ανακάλυπτα τον βιβλικό ερειπιώνα μιας σχεδόν άναυδης μνήμης. Μιας μνήμης θεμελιακά τραγικής, που με λειψές λεκτικά συναρμόσεις «επιχειρεί απεγνωσμένα να αποκαταστήσει ακέραια τη συνολική εικόνα τού εκεί και του τότε, μέσα από τον θρυμματισμό τού εδώ και την κατάτμηση του τώρα» (Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή ). Καμιά κατηγοριοποίηση δεν είχε πια σημασία. Ήσσονες με καλή ποίηση (ή και μείζονες με αστοχήματα) ερέθιζαν εξίσου τη φαντασία για ελεύθερη έρευνα και κι απροκατάλυπτες αισθητικές καταδύσεις.

Μας κοίμιζαν ανεστραμμένοι μύθοι.
Εγέρσεις μ’ ασταθή βήματα.

*
Ζητάς να δέσεις αστύλωτους αρμούς
να σκεπάσεις αμαρτωλές γούβες.
Τον Κυριάκο Χατζηλουκά φυσικά κανείς δεν τον ανακήρυξε αφελώς μεγάλο ή κορυφαίο. Προσωπικά απλώς πίστεψα στην πρωτοτυπία και τη μοναδικότητα της φωνής του, που αντιστάθμιζε με βεβαιότητα τις προφανείς του αδυναμίες. Έτσι, όσο και ν’ ασχολήθηκα κατά καιρούς με πολλά και διάφορα, όσο και να προσέκρουα ενίοτε στη διαφωνία και τον αντίλογο, επανερχόμουν κάθε τόσο δριμύτερος, ως αισθησιοβόρο αρπακτικό κάνοντας κύκλους γύρω από τον σκληρό κι εύφθογγο ποιητικό του πυρήνα.
Στο μεταξύ το 2009 πρωτοδημοσιεύεται στην Ακτή ένα εξαίρετο και διεισδυτικό κείμενο του Δημήτρη Γκότση για την ποίηση του Χατζηλουκά, με τον μακρύ τίτλο Απορητική ποίηση – Μέσα από μιαν έρημο τραγικών απολιθωμάτων. Λίγοι όμως το πρόσεξαν, κι ακόμη λιγότεροι αποδέχτηκαν τα λεγόμενά του. Καταθέτω αποσπασματικά καίριες του επισημάνσεις (αναφέρεται στη συλλογή Αρμοί Σταλαγμίτες, 2004):
…Καθώς λοιπόν δεν περιγράφονται από τον ποιητή μας παροντικά γιγνόμενα ή ακόμη και συμβαίνοντα, παρά ηχούν εκ μέρους του πολύ χαμηλοφώνως και σχεδόν μονότονα τα ημιαφανή διαγράμματα και οι επιμνημόσυνες λεπτές σωρεύσεις, θαρρείς παλαιότατων γεγονότων και συμβεβηκότων, ακροαζόμαστε σαν μέσα σε μιαν αρχαιότατη πέτρα, σαν μέσα σε ένα απολίθωμα ιστορικού δράματος – αλλά και δράματος της ιστορικής συνείδησης – μιαν ομιλία που πρέπει πολύ να μοχθήσουμε για να αποτελέσουμε «όμιλο» μαζί της. Επειδή δεν θέλει οπωσδήποτε να συνομιλήσει μαζί μας, αλλά μονάχα να μας θυμίσει κάτι. Γι’ αυτό και προσπαθεί η εμπεριέχουσα αυτό το κάτι πέτρα να ανυψωθεί εμπρός μας αργά-αργά, σαν «σταλαγμίτης φέρων βάρος ιερόν».

Παρόμοια επίσης αγνοήθηκαν και δεν διαβάστηκαν οι εύστοχες παρατηρήσεις για την ποίηση των Αρμών της Χρυσοθέμιδος Χατζηπαναγή (Πνευματική Κύπρος, 2005), η οποία εντοπίζει την κύρια αιτία της αναγνωστικής της δυσχέρειας στο γεγονός ότι «ο συνδετικός ιστός της συνάρθρωσης δεν ανιχνεύεται λεκτικά ή σημειολογικά, αφού ως τέτοιος λειτουργεί μόνο ένας εσώτερος διαθεσιακός πυρήνας».

Έτσι η σπάνια όσο κι αμφιλεγόμενη ποίηση των Αρμών εξακολουθεί μέχρι σήμερα να βρίσκεται στην αφάνεια, αφού δεν προσφέρεται στην εύκολη πρόσβαση κι αποκλίνει τόσο αποτρεπτικά από τις εξοικειωμένες δομές. «Λείπουν οι ευχερείς επιφάνειες της αμετάπλαστης διήγησης και τα εμφανέστατα σκηνογραφικά της υλικά», σύμφωνα με τον Δημήτρη Γκότση. Και όμως η ποίηση, όπως και κάθε καλλιτέχνημα, δεν πρέπει ν’ αποτιμάται μόνο με το κριτήριο της εύκολης κι άνετης μεταδοτικότητας. Γιατί ο χρόνος αθόρυβα κάνει αργά ή γρήγορα τη δουλειά του, επανεκτιμώντας όπου χρειάζεται.

Εκεί λοιπόν που η προσδοκία μου για μια στοιχειώδη τουλάχιστον κατανόηση του συγκεκριμένου ποιητικού έργου άρχιζε να κλονίζεται, εκδίδεται ξαφνικά από τον Κυριάκο Χατζηλουκά (2009) ένα καινούργιο, πολυσέλιδο και σε πολλά διαφορετικό ποιητικό βιβλίο, με τον τίτλο Χρωμόφως. Το αντιμετώπισα καταρχήν με σκεπτικισμό κι επιφύλαξη, όταν το πρωτοδιάβασα σε προ-εκδοτική φάση. Ήταν μια πολυφωνική σύνθεση για τον αγώνα ελευθερίας του λαού μας, συνάμα όμως και επώδυνη καταβύθιση στον καθαγιασμένο χώρο και χρόνο της ιστορίας. Δομικά περιελάμβανε αλληλοδιαδόχως πολύστιχα έντιτ-
λα ποιήματα και ενδιάμεσο αφηγηματικό λόγο. Τα ποιήματα της ενότητας Ετέρα Γραφή, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, γράφτηκαν σε καταφανώς πιο κοσμοπολίτικο πλαίσιο. Τα διέκρινε μια ευρύτερη θεματική, με πάντα αισθητό τον φιλόπατρι νόστο κι ένα διάχυτο φυλετικό άλγος.
Το ποιητικό μου αισθητήριο εντόπισε γρήγορα μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη στη λειτουργικότητα των θραυσματικών και ιδιότυπων Αρμών. Δεν αιωρούνταν πλέον διάσπαρτες, ασύνδετες λογικά μεταξύ τους κι ελλειπτικές ως τα άκρα, οι γνωστές λεκτικές συναρθρώσεις των προηγουμένων του βιβλίων. Ενταγμένες τώρα μέσα σε καθορισμένη θεματική – και διατηρώντας την προτέρα τους ιδιομορφία – συνέβαλλαν οργανικά στην κεντρική κι ενιαία ανάπτυξη της εκάστοτε σύνθεσης.

Έρχονται φώτα που ξέχασες
αρώματα χαμένα σ’ ανέμους
σπιθίσματα από ταφόπετρες.
Μνημονεύονται πτωχοί γραφείς
κι αφρόντιστοι απόστολοι.

Στρέφεσαι στο πηδάλιο.

Από παλιά πρέσβεις σ’ ακτές.
Κοινωνείς νέου αίματος.
Ζητάς να ιχνεύσεις το κοίλο τ’ ουρανού.

Σε κινεί ζωή που δε βλέπεις.
Κρυφή αύρα υψούσα.
Σύρεσαι στη σιωπή μεγάλων στιγμών
να λυγίσεις την κίτρινη λαίλαπα.

Λύεις εμμονές.

Ωραιώνεις στοιχήσεις.
Απαντιέσαι με νέες πνοές.
Αναστρέφεις τα ρήγματα.

Έρχονται στάσεις
Θυμάσαι λευκανθούς.
Στοιχειωμένα αγάλματα θραύονται
Πέφτουν φαρέτρες από φέρετρα.

(απόσπασμα)

Το πρόβλημα όμως τώρα ήταν άλλο…Στην ποιητική συλλογή συστεγάζονταν διάφορα, αισθητικά ανόμοια και ασύμβατα πράγματα. Τα πεζά παρένθετα, για παράδειγμα, ήταν εντελώς εκτός κλίματος από κάθε άποψη, κατά τη γνώμη μου πολύ κατώτερα λογοτεχνικά. Θόλωναν τη γενικότερη εικόνα κι αποσπούσαν την προσοχή από το επίτευγμα που θα τιτλοφορούσα εμφατικά: «από τα θρύμματα των Αρμών στα δύσβατα συνθέματα του Χρωμόφωτος». Η αναμενόμενη όμως υπέρβαση είχε γίνει. Κι ο κυριότερος σκόπελος της αναγνωστικής προσβασιμότητας αναιρείτο σ’ ένα βαθμό. Επρόκειτο αναμφίβολα για μια συνθετικότερη προσπάθεια.
Αν τελικά μ’ αυτούς τους διαλογισμούς και τις κρίσεις φανώ ότι σχολίασα με κάποια υπερβολή και με πάθος, ελαφρυντικό μου ας είναι η αγάπη για την ποίηση και τους τρόπους που έχει να μας ξαφνιάζει.

 

Για την ποίηση της Μόνας Σαββίδου – Θεοδούλου

 

 

Ο κρυπτικός λυρισμός της Μόνας Σαββίδου-
Θεοδούλου – Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Το κύριο χαρακτηριστικό στην ποιητική γραφή της Μόνας Σαββίδου-Θεοδούλου είναι η σχεδόν επιγραμματική λιτότητα και μια μυθιστορική συμβολιστική, που κινδυνεύει κάποτε να εκληφθεί ως εγκεφαλική δημιουργία. Διαβάζοντας όμως προσεκτικά πίσω απ’ τις λέξεις, τις παύσεις ή και τα χάσματα, ανιχνεύει κανείς διόδους που οδηγούν σε χώρους μιας κρυπτικής, συγκρατημένα εκδηλούμενης ευαισθησίας. Γενικά πρόκειται για ποιήτρια γλωσσικής κι εκφραστικής εγκράτειας, που δεν παρασύρεται εύκολα από συναισθηματική υπερχείλιση και ρητορική μεγαληγορία. Ασκεί έτσι δημιουργικό έλεγχο στην έμπνευσή της, δοσολογώντας έντεχνα το λεκτικό υλικό και τις ποικίλες του εκφραστικές συναρμόσεις. Μιλάμε τελικά για απαιτητική γραφή, απευθυνόμενη σε ενήμερους και υποψιασμένους αναγνώστες.
Όλες οι πιο πάνω ιδιότητες που επεσήμανα ανευρίσκονται ήδη στη δεύτερη εκδοτική της εμφάνιση, την Ενεστίαση (1979), ένδειξη μιας προκαταβολικά συγκροτημένης ιδιοσυγκρασίας. Πρόκειται για πολυπρόσωπη και πολυφωνική σύνθεση, με ψηλά τοποθετημένο τον πήχυ. Διακρίνεται από έντονη λυρικο-δραματική χροιά, που προδιαγράφει νωρίς την εξέλιξή της σε ακάματο βάρδο του διαχρονικού φυλετικού άλγους. Στην αναμέτρησή της με μια ομολογουμένως δύσκολη κι ακαταστάλακτη θεματική, η ποιήτρια κερδίζει το στοίχημα με βεβαιότητα. Πότε αλαφροπετώντας με χάρη και λυρισμό, πότε δραματοποιώντας υποβλητικά και δίνοντας ουσιαστικά μια λυτρωτική προοπτική, καταφέρνει να ενορχηστρώσει και να φωτίσει πολύπλευρα την πιο πρόσφατη περιπέ-
τεια της πατρίδας μας. Αντλεί δυνάμεις από το κλεινό παρελθόν, αιμοδοτώντας το καχεκτικό παρόν κι οραματιζόμενη τη μελλοντική Ανάσταση. Ήρωες του ποιητικού της δράματος είναι οι μορφές της Κυπρίας, του Ποιητή, του Εγκλείστου, του Δασκάλου, της Ξορκίστρας. Σ’ επίπεδο τώρα ποιητικής πραγμάτωσης, η Μόνα Σαββίδου κατορθώνει στην Ενεστίαση να δώσει σχεδόν αδιάλειπτα δεκάδες αισθητικά καταξιωμένους στίχους ή ενότητες στίχων, σε μια συμπαγή σύνθεση πολυεπίπεδης δομής και ανάπτυξης. Σοφός, πυκνός και παρηγορητικός ακούγεται ο λόγος της σε κάθε σελίδα:
Κυπρία

Και σηκώνω τη γης
να ξεθάψω τα κουκούλια
να γητέψω τις όχεντρες
———————
Σύντροφος μόνος
η αυτάρκειά σου
κι ο μεταξοσκώληκας

Δάσκαλος

Τα τείχη που έκτισες
να μην τα κουβαλάς στον ώμο.
Κι ό,τι είν’ ταμένο της παράδοσης
υφαίνει τις ψυχές.

Ξορκίστρα

Της Αμαθούντας οι βοσκοί

ραψωδούσαν σκοπούς
και ριγούσαν τα κυκλάμινα
στις σκοτεινές εισόδους
των γυμνών τάφων.

Τα μεμονωμένα αυτά λήμματα απ’ την Ενεστίαση είναι από καλλιτεχνική άποψη μια αυθαίρετη πράξη, αφού ξεκόβουν από το λοιπό ποιητικό σώμα, χάνοντας σ’ ένα βαθμό την αισθητική δυναμική από την ένταξή τους στο Όλον.
Δεν ξέρω πόσο προσέχτηκε η ποίηση τούτη όταν εκδόθηκε πριν από 30 περίπου χρόνια. Προσωπικά ομολογώ πως με εξέπληξε η πρώιμη συνθετική ωριμότητα, ο εμπνευσμένος διαστρωματικός φωτισμός, όπως κι η καλή ισορροπία του αυθεντικά λυρικού με τη στέρεη δωρικότητα του δραματικού ή κι επικού στοιχείου. Κι όσο και αν έδωσε η ποιήτρια στη συνέχεια αρκετές ποιητικές συλλογές και δεκάδες αξιόλογα ποιήματα, που την καθιέρωσαν ως μια σημαντική ποιητική παρουσία, επιστρέφω κάθε τόσο στο σεπτό εικονοστάσι της Ενεστίασης, για να ευφρανθεί η ψυχή και το πνεύμα μου στα λυρικά νάματα μιας εμπνευσμένης δημιουργίας. Ν’ ακούσω πάλι ως λαμπριάτικους ψάλτες της Ανάστασης τον Δάσκαλο, τον Έγκλειστο, τον Ποιητή, την Ξορκίστρα, σ’ ένα λόγο εξαγνιστικό και σωτήριο.

Ποιητής, Έγκλειστος, Δάσκαλος

Πες
πως βαφτίστηκες ξανά
κι είσαι πια
έτοιμη Μαινάδα
για να ξεσχίζεις τους Ορφείς

που πλάθουν
και γητεύουν
Ευριδίκες.

Έγκλειστος

Χαϊδολογούν οι πευκοβελόνες τον ουρανό
σαν γυρίζει η γη
ανυποψίαστη και μοιρασμένη
Και τα ξύλινα μάνταλα
θα χτυπήσουν
ζωντανεύοντας την ανάληψη
από τον Άδη

Ποιητής

Κυνηγώ τον ήλιο
ξεφεύγω του σκοταδιού
κι ας λυώσω και καταποντιστώ
από ήλιο
κι ας γίνω Ηριδανός. Μνήμη της θάλασσας.

Συγκινημένος κλείνω αργά και προσεκτικά την τελευταία σελίδα, λες και μπορεί να τσαλακωθούν οι ποιητικές άγιες μορφές, που θα ξαναρχίσουν λυτρωτικά να κανοναρχούν σ’ ένα επόμενο άνοιγμα του βιβλίου.

Υστερογράφως:
Παρακάμπτοντας για την ώρα τη μετέπειτα αδιάλειπτη και πλούσια ποιητική κατάθεση της Μόνας Σαββίδου (από το Ένας Αργοναύτης ανάμεσα στις Συμπληγάδες,1986 – μέχρι και το τελευταίο και όγδοο στη σειρά – με τον τίτλο Το δέντρο στο σπίτι, 2007 ), θα σχολιάσω στη συνέχεια ένα μικρό ποίημα από την πιο πρόσφατη, ανέκδοτη
ακόμα δημιουργία της. Είναι αρκετά ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς κάποιες νέες τάσεις ή καινούργια στοιχεία που εισάγει στην ποιητική της. Προσλαμβάνω για την ακρίβεια με «αισθητική» ευαρέσκεια ένα διακριτά υπερβατικότερο κλίμα στο υπόστρωμα των στίχων της, κάτι που τους προσδίδει επιπρόσθετο βάθος. Κι επειδή τίποτε δεν φυτρώνει στο κενό, βάσιμα μπορεί να το αναγάγει κανείς και στη συγκλονιστική εμπειρία της απώλειας του αγαπημένου συντρόφου. Εδώ το φόντο του φυλετικού άλγους και της ιστορικής περιπέτειας – κυρίαρχο σε μεγάλο μέρος του έργου της – μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, για ν’ αναμετρηθεί ως άνθρωπος με υπαρξιακά διλήμματα και μια προσωπικότερη προβληματική. Καθώς φυσικά οι στίχοι ηλεκτρίζονται από γνήσια κι αυθεντική έμπνευση, ξεφεύγουν ανεπαίσθητα από τη στενή επικράτεια του ατομικού βιώματος, μεταδίδοντας μια καθολικότερη αίσθηση. Καταθέτω και σχολιάζω το ποίημα που τιτλοφορείται «Η γέφυρα»:

Η γέφυρα

Για να περάσεις τη ξύλινη γέφυρα
πάνω απ’ τα σμαραγδιά νερά
πρέπει να γίνεις θεατής
του χορού του θανάτου –
μιας πυρπολημένης απεικόνισης
αναγεννημένης από την τέφρα της,
εκεί που τελειώνει το ποτάμι
κι αρχίζει η λίμνη.
Αν φτάσεις ως την έξοδο,
θα συνεχίσεις να παίζεις
με τη ζωή.

Η δομή του ποιήματος είναι πυκνή και αρμονικά τελειωμένη. Οι πρώτοι τέσσερις στίχοι διακρίνονται από μια υποβλητικά παράξενη κι εξωλογική συμβολιστική. Εκλύουν μεταφυσική αχλύ, που διαπερνά ριγηλά κι ευδαιμονικά τον αναγνώστη, αφού η συναίσθηση της κοινής αρχέγονης μοίρας είναι φυλογενετικά ενοποιητική, κι ενδόμυχα μας ανακουφίζει. Τα «σμαραγδιά νερά» κάτω απ’ την αινιγματική ξύλινη γέφυρα, που οδηγεί απέναντι, εκπέμπουν μοναχά μια αίσθηση υπερβατικής υφής, αξεχώριστη από τη διαλεκτική συζυγία ζωής και θανάτου. Ούτε επιδέχονται εύκολα ορθολογική εξήγηση, που θα εξανέμιζε δίχως άλλο την ποιητική ουσία. Το καταληκτικό πάλι τρίστιχο ενέχει κίνηση βαθιάς ανακουφιστικής ανάσας. Ως να πέρασε κάποιος σε τεντωμένο σχοινί πάνω απ’ την άβυσσο κρατώντας την αναπνοή του, κι έφτασε αισίως στην άλλη όχθη. Τί ευφορία ψυχική, προπάντων όμως αισθητική!