Ποίηση και Ποιητική του ΜΙΧΑΛΗ ΠΙΕΡΗ
Η “αστυ-κεντρική” ποιητική Οδύσσεια του Μιχάλη Πιερή – από Ανδρέα Πετρίδη
Στο δοκίμιο Τί είναι μείζων και τι ελάσσων ποιητής, από το βιβλίο του Επτά δοκίμια για την ποίηση, ο Τ.Σ. Έλιοτ μας συμβουλεύει ν’ αποφεύγουμε για τους σύγχρονούς μας ποιητές μια τέτοια προβληματική και να διερευνούμε μόνο αν διαθέτει κάποιος το στοιχείο της γνησιότητας. Ως ενδείξεις μάλιστα που θα ενίσχυαν αυτήν την εκτίμηση, αναφέρει το φαινόμενο να μας έρχονται επίμονα στη μνήμη φράσεις ή στίχοι, ώρες και μέρες μετά την ανάγνωση των κειμένων. Έτσι κι εγώ προσωπικά, διαβάζοντας φέτος για πρώτη φορά με κάποια συστηματικότητα το ποιητικό έργο του Μιχάλη Πιερή, έγινα κοινωνός της παραπάνω εμπειρίας. Διάφοροι στίχοι, ανεξάρτητοι ο ένας απ’ τον άλλο και διάσπαρτοι μέσα στα ποιήματά του, εισέβαλλαν απρόσκλητοι στο μυαλό μου, ως κομβικοί περίπου σηματωροί και αγγελιαφόροι ενός εκ βάθους αναδυόμενου ένσαρκου λόγου.
Ήμουν βέβαιος πια πως από τέτοια συγκινησιακά φορτισμένα κι αισθητικά αυτάρκη ερείσματα, προέκυπτε φυσιολογικά η γνησιότητα της ποιητικής φωνής του Μιχάλη Πιερή. Καταθέτω με τυχαία σειρά έναν αριθμό τέτοιων επιμόνως ηχούντων στ’ αυτιά μου λυρικών αντηχήσεων. Κι αν φανεί πως δένουν κάπως μαζί, προφανώς είναι γιατί τους συνδέει η ίδια εσωτερική διάθεση, καθώς και το ίδιο αναγνωρίσιμα προσωπικό ύφος.
Πάντα θα υπάρχει ένα ποίημα
να το κοιτάς να το παλεύεις.
*
Χάραζε φως αμείλικτο
με το σπαθί στο χέρι.
*
Χώρα της απομόνωσης
της μαύρης θλίψης.
*
Ας γίνουν όλα αργά στην ώρα τους
με το ρολόι της φύσης
*
Όταν ο έρωτας θα φύγει, θα είναι το κενό
χώρος που θα θυμίζει φονικό
*
Σε ικετεύω μνήμη
μείνε απόψε δυνατή
Αφήνω όμως ως εδώ το καθοδηγητικό τούτο εισαγωγικό άνοιγμα και μπαίνω απευθείας στην καθαυτό κατάθεση του ποιητή. Θα προτιμήσω να δώσω πρώτα το στίγμα του συνοπτικότερα, προτού αναφερθώ σε επιμέρους πτυχές της δημιουργίας του.
Οι καλές στιγμές στην ποίηση του Μιχάλη Πιερή καλύπτουν δεκάδες τίτλους του πολυσέλιδου έργου του. Σ’ αυτές επιτυγχάνει αισθητικές πραγματώσεις που αναγνωρίζονται εύκολα από τον κριτικό ή τον επαρκή αναγνώστη. Ο ποιητής ευστοχεί ιδιαίτερα εκεί όπου με περισσότερη εκφραστική αφαίρεση και δραστικότερο με-ταβολισμό των τεχνικών μέσων, προβάλλει καθαρά ένα αυθεντικότερο προσωπικό ύφος. Τέτοια αξιόλογα δείγματα ανευρίσκονται ευάριθμα σε όλο το αστυ-κεντρικό έργο του, σε μεγαλύτερη όμως πυκνότητα στα σχετικά μικρά ποιήματα της πολυφωνικής Αφήγησης, καθώς και σ’ εκείνα με τη θεματική της Γρανάδας. Ειδική μνεία ανήκει δικαίως και στο τρισέλιδο προγραμματικό τρίπτυχο Δός μου Ορισμόν (1993), μια γλωσσικά και δομικά πειραματική σύνθεση για τον έρωτα και την τέχνη γενικότερα. Τα παραπάνω αποτελούν κατά την κρίση μου τον
πιο ώριμο καρπό της συνολικής ποιητικής του δημιουργίας. Σ’ αυτά το σώμα της ποίησης διαμορφώνεται πιο συμπαγές, με πυκνή δομή και αρμονικά εναλλασσόμενη ανάπτυξη. Στα ποιήματα ειδικά για τη Γρανάδα, που θα χαρακτήριζα ως Ισπανική εμπειρία της ποιητικής του διαδρομής, αναδύεται συχνά ένας υποβλητικός λόγος, με άρωμα βαθιάς αισθαντικότητας και θαυμαστικής εμβίωσης του χώρου και της ιστορίας.
Στην γνωριμία μου με το ποιητικό έργο του Μιχάλη Πιερή, κάποιες ιδιαιτερότητες της ποιητολογικής μορφοποίησης μου τράβηξαν απ’ την πρώτη ανάγνωση την προσοχή. Τον κυρίαρχο στιχουργικό ρυθμό έδινε συνήθως μια σταθερή – σε παραλλαγές ιαμβικής μετρικής – αφηγηματική γραμμή, εις βάρος ενίοτε ενός πυκνότερου κι επιγραμματικότερου λόγου. Τούτο γινόταν πιο πολύ αισθητό στις πολύστιχες λυρικο-επικές συλλήψεις, όπως και σε μεμονωμένα ποιήματα χαμηλότερης πνοής.
Όπως όμως η ποιητική Οδύσσεια του δημιουργού αποτελούσε, όπως σχολιάστηκε κάπου, ένα ποίημα «εν προόδω», έτσι κι η δική μου προσέγγιση δεν μπορούσε να ’ναι κάτι στάσιμο και διαφορετικό. Εμβαθύνοντας στη μελέτη μιας ολοκληρωμένης ποιητικής διαδρομής, έκτιζα και ο ίδιος σταδιακά το δικό μου κείμενο, αλλάζοντάς το κατά τι σχεδόν κάθε μέρα. Ανέπτυσσα, επίσης «εν προόδω», τις εκτιμήσεις μου, με κάποιες λέξεις, φράσεις ή επισημάνσεις ν’ αποτελούν κάποτε κινούμενη άμμο. Για ένα πράγμα δεν είχα αμφιβολία: ότι η ποιητική προσπάθεια του Μιχάλη Πιερή, σε ένταση ψυχο-πνευματική, αλλά και σε έκταση δημιουργική, δεν μπορούσε παρά να χαρακτηριστεί εντυπωσιακή. Σε ποιο βαθμό τώρα αυτή η ανάλωση δυνάμεων και απόσβεση προσωπικής ζωής μπόρεσαν να βρουν και το ανάλογο σε ένταση ρηματικό ισοδύναμο, ας το αφήσουμε κατά τον Έλιοτ στην κρίση του χρόνου. Όμως ο ποιητής, όπως δείξαμε και στην αρχή, εκπέμπει τη γνησιότητα μιας σύνθετης ευαισθησίας και πείθει δίχως άλλο πως καίει στον βωμό της τέχνης κάθε ικμάδα του. Ας τον παρακολουθήσουμε τροχάδην και ανακεφαλαιωτικά.
Στη συγκεντρωτική έκδοση Μεταμορφώσεις πόλεων, 2010, με κοσμοπολίτικη εκ πρώτης όψεως σκηνογραφία, αναζητεί βαθύτερα θύοντας στον βωμό μιας εσωτερικής περιπέτειας, όπου το τελικό ζητούμενο είναι η περιπέτεια της καθαυτό καλλιτεχνικής δημιουργίας. Οι χώροι όπου κινείται αναπλάθονται φαντασιακά με αισθητοποιημένο λόγο, αφού η ιστορία ως υπόκρουση κεντρίζει απλά τον νόστο για το ονειρικά αποκαλυπτικό. Μια ποιητική Πολυνησία συνθέτει, με το βάθος και την πολυμορφία της, ένα ποιητικό σώμα αναγνωρίσιμου ύφους και αδιάλειπτης ψυχικής ενότητας. Διαπλέοντας αναγνωστικά ένα τέτοιο τοπίο, ο αναγνώστης δέχεται ευχάριστα στο πρόσωπό του αύρες πειστικής βιωματικής εμπειρίας. Αρκετά ποιήματα αναδύονται ολόδροσα και με αξιώσεις, μα κι ούτε αλλάζει κάτι ανατρεπτικά, αν ακούονται που και που αραιότεροι κι αναλυτικότεροι στίχοι. Αντισταθμίζει η ζέση της μνημονικής συγκίνησης κι η χαρισματική ευλυγισία ενός αγαπητικά αφομοιωμένου εκφραστικού οργάνου.
Η ποιητική ενότητα με θεματική τη Γρανάδα άσκησε πάνω μου μιαν εντονότερη έλξη, απ’ την πρώτη φορά που τη διάβασα. Πιστεύω με κέρδισε το άρωμα μυστηριακής ατμόσφαιρας και νεοτερικότερης δόμησης του λόγου (παρά τον κάποιο πλατυασμό στην ανάπτυξη), κι αυτό ως αντίρρηση στην όποια εντύπωση για συντηρητική χροιά της ποιητικής του. Για να εξηγηθώ καλύτερα, υπενθυμίζω ότι έχουμε να κάνουμε με ποιητή ευρύτερης εμβέλειας στοχεύσεων, έναν ποιητή του Όλου και του Άλλου (σύμφωνα με τον Γιατρομανωλάκη), με παλίμψηστο φωνών, ρυθμών και ιδιωμάτων από πλατιά διαχρονική κοίτη. Κι ως εκ τούτου δεν προκύπτει συμπόρευσή του με συρμούς και μοντερνιστικά φαινόμενα, που συνηθίζονται από περιστασιακές πρωτοπορίες. Τα ποιήματα λοιπόν της Γρανάδας ως ενότητα, αντιπροσωπεύουν κάτι εκφραστικά παρθενικότερο, μ’ ένα φόντο υποβλητικά βιωματικό της ιστορίας. Καταθέτω την πρώτη στροφή από το Carmen dela Victoria:
Νυχτώνει στη Γρανάδα και τότε κήποι
θορυβούν. Ακούγονται οι ήχοι
της νυχτός στα δέντρα και στα άνθη
του Carmen de la Victoria. Φτάνουν
πουλιά απ’ το Βουνό σμίγουν
με τα πουλιά του κάμπου. Φτάνεις κι εσύ
την ώρα που θολώνουν τα νερά
και σιωπηλίζουν τα πουλιά στα δέντρα.
Κεντρική όμως θέση στη σύνολη ποιητική κατάθεση του Μιχάλη Πιερή, κατέχει η φιλόδοξη λυρικο-επική σύνθεση με τον τίτλο Αφήγηση. Πολλοί έχουν καταπιαστεί κριτικά κι ερμηνευτικά μ’ αυτό το έργο, καρπό της ωριμότητας και της αποθησαυρισμένης σοφίας του. Είναι από τα ποιητικά συνθέματα, στα οποία ισχύουν ενότητα και οργανική ανάπτυξη δομής και θεματικού πυρήνα – και που πραγματώνεται πολυφωνικά και πολύτροπα το πέρασμα από το εγώ στο εμείς, με διαχρονική ενεργοποίηση παρελθοντικών, παροντικών και μελλοντικών διακείμενων. Αποτελεί σίγουρα μια ενορχήστρωση ικανή να τέρψει αισθητικά, αλλά και να ενισχύσει αρκούντως την πολιτισμική, φυλετική κι ευρύτερα ανθρώπινη αυτοσυνειδησία μας. Φτάνοντας κάποτε στο τέλος της πολυστρωματικής του Αφήγησης, ο Μιχάλης Πιερής αποσύρεται ως αφηγητής και σπρώχνει σαν καραβάκι στ’ ανοιχτά το τελειωμένο σώμα της γραφής του. Βιάζεται να το κατευοδώσει στον μελλοντικό χρόνο και στο δικό του αναγνωστικό πεπρωμένο, τώρα που ακόμα το νιώθει σπαρταριστά ζεστό κι ολοζώντανο. Έγνοια του είναι για την ακρίβεια, μήπως δεν φτάσει έγκαιρα εκεί που πρέπει και δεν προσεχτεί στην ουσία του. Δεν είναι της περίστασης να ξανοιχτώ περισσότερο, δεν μπορώ όμως να μην καταγράψω το σπαρακτικά τρυφερό καταληκτικό τρίστιχο από τον σύντομο επίλογο, με τον τίτλο Κιτάπι, που εκφράζει ακριβώς με ποιητική ένταση αυτή την αγωνία:
Φιλόλογοι θα σκύψουν στο κορμάκι σου
ν’ ασχοληθούν μ’ αυτό που φαίνεται.
Όχι μ’ αυτό που μόνο εσύ γνωρίζεις.
Μετά απ’ όλα αυτά, τι έχει να πει κανείς; Καλοτάξιδο ας είναι το σώμα της ποίησης του Μιχάλη Πιερή, μια σημαντική σε έκταση και ένταση ευαισθησίας κατάθεση. Ακόμη κι εκεί που αθέλητα ξεπροβάλλει κάποτε το πλάτος και το βάθος της φιλολογικής του γνώσης, ο χτύπος μιας ποιητικά συγκινημένης καρδιάς ορθώνει αδιαμφισβήτητη την αυθεντικότητα της φωνής του.
“Εξ Αφορμής” και “Εντόπιο Ρίγος” ( έγραψε η Μαρία Πυλιώτου)
ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ
1.Εξ αφορμής. Αισθητικές προσεγγίσεις. 2.Εντόπιο ρίγος: Αναγραφή τελευταία (ποίηση).
Της ΜΑΡΙΑΣ ΠΥΛΙΩΤΟΥ ( εφημερ. ΑΛΗΘΕΙΑ, 03.07.14 )
Με ιδιαίτερη χαρά η Σελίδα μας προτείνει σήμερα δύο βιβλία. Και τα δύο ανήκουν στον γνωστό ποιητή και μελετητή λογοτεχνίας Ανδρέα Πετρίδη. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1948 στην Τρεμιθούσα της Πάφου. Σπούδασε Ιατρική στη Γερμανία και ειδικεύτηκε στην Παιδιατρική. Από το 1980 εργάζεται ως ιδιώτης γιατρός. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και για μακρά περίοδο αντιπρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου. Υπήρξε συνανθολόγος της Παγκύπριας Ανθολογίας ποίησης «Οργής και Οδύνης – Εκατόν φωνές» (2000).
Ο Ανδρέας Πετρίδης έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές. Έχει, επίσης, μεταφράσει ποίηση του Μπρεχτ και του Ρίλκε. Παράλληλα δημοσιεύει κείμενα λογοτεχνικής κριτικής κι αποτελεί μια από τις πιο εξέχουσες πνευματικές μορφές της Πάφου.
Να ξεκινήσουμε με τις «Αισθητικές Προσεγγίσεις-Εξ αφορμής», που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Πρόκειται για ένα αξιόλογο τόμο άνω των 200 σελίδων, όπου περιλαμβάνονται κριτικές ποιητικών βιβλίων, μα και πιο εκτενείς μελέτες για ποιητές, γνωστών και λιγότερο γνωστών, που ωστόσο το έργο τους έχει αφήσει τα χνάρια του στη λογοτεχνία του τόπου μας. Πιστεύω πως αξίζει ν’ αναφερθούν όλα τα ονόματα των ποιητών μας που ο Ανδρέας Πετρίδης κάνει σύντομες αλλά σημαντικές κριτικές αναλύσεις κάποιου έργου τους ή ακόμα και στο σύνολο της προσφορά ς τους. Στον τόμο, λοιπόν, αναφέρονται τα ονόματα των Μάριου Αγαθοκλέους, Ανδρέα Γεωργιάδη, Δημήτρη Γκότση, Σοφοκλή Λαζάρου, Ανδρέα Μακρίδη, Γιώργου Μολέσκη, Πολύβιου Νικολάου, Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου, Ανδρέα Παστελλά, Μιχάλη Πιερή, Αντώνη Πιλλά, Γιάννη Ποδιναρά, Μόνας Σαββίδου-Θεοδούλου, Έλενας Τουμαζή-Ρεμπελίνας, Κυριάκου Χαραλαμπίδη και Κυριάκου Χατζηλουκά. Ακολουθούν «Χωρίς Σχόλια» άλλες πέντε ποιητικές αναφορές –«Συναντήσεις», όπου ο συγγραφέας επιλέγει και προτείνει ποιήματα, πολύ σημαντικά πιστεύω, και σωστά ο κ. Πετρίδης αποφεύγει τα σχόλια. Εξάλλου, δεν είναι πάντα απαραίτητα. Να μην ξεχνάμε πως και μονάχα η επιλογή ποιητών και ποιημάτων (π.χ. σε Ανθολογίες) αποτελεί κριτική αποτίμηση. Έτσι έχουμε δείγματα γραφής της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου, της Ειρήνης Χατζηλουκά-Μαυρή, της Νάσας Παταπίου, του Νίκου Ορφανίδη και της Αντριάνας Ιεροδιακόνου. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι κι αυτό με το οποίο ο συγγραφέας καταλήγει στο Προλογικό του Σημείωμα: «Κύρια επιδίωξή μου, αν ευδοκιμήσει τελικά, είναι η διάνοιξη επικοινωνίας του αναγνώστη με τη βαθύτερη καλλιτεχνική αλήθεια των ποιητών και της συγκεκριμένης δημιουργίας των».
Ο μελετητής Ανδρέας Πετρίδης, λοιπόν, κρίνει, προβληματίζει και προβληματίζεται και αυτοκρίνεται, σε μια προσπάθεια να φτάσει σ’ ένα αποτέλεσμα ικανοποιητικό για τον ίδιο πρώτιστα και για τον ενδιαφερόμενο, βέβαια, αναγνώστη: «Μέρος αυτών των δοκιμιακών εργασιών», όπως ο ίδιος υποσημειώνει, «έχουν προδημοσιευτεί στο προηγούμενό μου βιβλίο (2010) με τον τίτλο «Ποιητές και Ποιήματα – Μια Εμπειρική Αισθητική». Η επαναφορά τους γίνεται μετά από περαιτέρω κριτική επεξεργασία και επιμέρους αλλαγές που έχουν προκύψει».
Προτού προχωρήσω στο δεύτερο βιβλίο, το ποιητικό «Εντόπιο Ρίγος. Αναγραφή Τελευταία», θα ‘θελα να αναφέρω την εκδοτική αρτιότητα του «Εξ αφορμής» με το υπέροχο εξώφυλλο του Δημήτρη Κατσώνη.
Το «Εντόπιο Ρίγος» περιέχει 28 ποιήματα χωρισμένα σε τρεις ενότητες: Το Εντόπιο Ρίγος, Διαλογισμοί, Ένα Νησί. Όλα τα ποιήματα είναι γραμμένα σε μοντέρνα τεχνοτροπία, με σουρεαλιστικά σκόρπια στοιχεία που δένονται αισθητικά κι αποτελούν κάθε φορά κι ένα ενδιαφέρον σύνολο. Επίσης, και στις τρεις ενότητες κυριαρχεί το τοπίο, ιδιαίτερα της Πάφου, με το φως, το μύθο, τη θάλασσα, τον ουρανό, τη γη με τα κυκλάμινα, την ιστορία, τις παραδόσεις, τα μοναστήρια. Μαζί μ’ αυτά και η ψυχή του ανθρώπου. Κι η αγωνία του «σε μια ζωή που όλο αλλάζει/το πρόσωπό της κάθε μέρα» (Όστρακο, σελίδα 24).
Ενδιαφέρουσα και η ποίηση του Ανδρέα Πετρίδη, μια ποίηση που φέρει – κι αυτό είναι το πιο σημαντικό – την προσωπική σφραγίδα του ποιητή, μια γραφή ιδιόμορφη, κι αυτή η ιδιομορφία παρατηρείται και στις κριτικές και τα δοκίμιά του.
ΚΑΤΑΝΥΞΗ (ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ)
Περπατώντας ξανά
στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα
χωρίς καμιά πρόθεση – αντίθετα ίσως,
ξυπνά μια κατάνυξη από ένα
σαπισμένο που πέφτει καρύδι
μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,
που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα
και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο
της μνήμης θρουμπί.
ΟΔΥΝΗ
Γυναίκες – μορφές ανάμεσα
στο χρώμα της νύχτας και της μέρας
σκιές του σπιτιού καρτερικές
τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,
το έπος τους εξιστορούν
με διαπεραστικά τραγούδι θλιμμένο:
Ξέπλυνε πρώτη βροχή
το κάρβουνο, το αίμα.
Ξέπλυνε και τη συνήθεια
του πόνου και του χαμού-
πέπλος κρυφός που κάθεται
στην ψυχή μου ανεπαίσθητα
σαν αόρατη άμμος.
ΟΣΤΡΑΚΟ
Ξάφνου δεν είσαι πια ευτυχής
ξάφνου αμφιβάλλεις
για τον βοριά για τον νοτιά
που χαϊδεύει τα μαλλιά σου
και για το χρώμα του γιαλού
που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.
Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις
αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια,
κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο.
Ώσπου τ’ αφήνεις στην πρώτη στροφή-
ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,
χωρίς διόλου να λυπάσαι.
Καθώς το όστρακό σου ανοίγει πάλι
μπάζοντας φως χάνοντας αίμα,
σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει
το πρόσωπό της κάθε μέρα.
Ο ποιητής Γιάννης Ποδιναράς- Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης
Η επίμοχθη απόσταξη του Γιάννη Ποδιναρά
Ο Γιάννης Ποδιναράς πρωτοεμφανίστηκε εκδοτικά στην ποίηση το 1996, με την ποιητική συλλογή Ένα πράσινο θολό. Απ’ ό,τι γνωρίζω κι από τις κριτικές που έχω υπόψη, η δουλειά του κρίθηκε ως σοβαρή και ποιοτική για πρώτη εμφάνιση.
Μια δωδεκαετία αργότερα, επανήλθε ο Ποδιναράς, όχι φυσικά δριμύτερος – όπως συνηθίζουμε να λέμε – αλλά πιο έμπειρος και αποσταγματικότερος. Το νέο ποιητικό του βιβλίο έχει τον τίτλο Φαράγγια των Αγγέλων, με ό,τι θα μπορούσε συνειρμικά να σημαίνει κάτι τέτοιο. Πάνω από τα συμβολικά αυτά φαράγγια των αγγέλων σηκώνει συχνά ο ποιητής με τους στίχους του την ψυχή μας, και τη μετεωρίζει σε μια άσκηση βάθους. Τον διαβάζουμε σ’ ένα απόσπασμα από τα «Ταξίδια στο άπειρο»:
Υπάρχεις στο σκοτεινό ποτάμι
της μύχιας ταραχής.
Στην τεντωμένη χορδή της πλήρωσης
και της λιγοθυμιάς του ονείρου.
Γύρισε ο καιρός.
Σήκωσε το τραγούδι μας
να οριοθετήσει ταξίδια στο άπειρο.
Το πρώτο μέρος της συλλογής, με οκτώ σχετικά σύντομα ποιήματα, μας πείθει χωρίς αμφιβολία για την τεχνική και καλλιτεχνική ωρίμανση του ποιητή. Με πρόδηλη την ερωτική θεματική, διαβάζουμε λιτούς και άρτιους στίχους, που διανοίγουν σχεδόν πάντοτε μια υπερβατική προοπτική:
Ένα κύμα στα μέλη.
Ένα μαχαίρι από ήλιο
χάραξε το γυμνό σώμα
βυθίζοντας το φως
σ’ αμμουδερά πηγάδια.
Θαλασσινά νερά
στέγνωσαν τη δίψα μας.
από το ποίημα «Στους βυθούς του ανείπωτου»
Στο δυνατής λυρικής έντασης ποίημα «Κραυγή της Άνοιξης», η κορύφωση επιτυγχάνεται με την κλιμακωτή επανάληψη της λέξης «λευκό», η οποία, επανερχόμενη κάθε φορά σε διαφορετικό σημασιολογικό επίπεδο, φορτίζει το ποίημα με μια ιδιαίτερη δυναμική. Μια δυναμική που οδηγεί τελικά σε λυτρωτική διέξοδο. Κι έτσι φαίνεται να δημιουργείται η καλή τέχνη, ακολουθώντας συνειδητά ή ασυνείδητα αρχετυπικά πρότυπα ρυθμών και παραστάσεων, που εμφωλεύουν βαθιά μέσα μας. Καταγράφω το ποίημα, για να μπορέσω στη συνέχεια να συμπληρώσω τον σχολιασμό μου.
Αγγίζω τη φωνή
κι ο νους μου σαλεύει.
Λευκό του ρίγους,
των αθώων στεναγμών.
Λευκό της πέτρας που ακινητεί προσμένοντας.
Της αέναης αφής.
Της αμφίδρομης ροής.
Της πλήρους αποδοχής και άφεσης.
Λευκό των βέβαιων χρόνων.
Άτρωτη όχθη στων ημερών την οργή.
Γυμνό βύθισμα στο γενναίο φως
που χύνεται στο λευκό χέρι
και σε παίρνει πέρα
στην ανελέητη κραυγή
της Άνοιξης.
Αυτό το τελευταίο, το «βύθισμα στο γενναίο φως, / που χύνεται στο λευκό χέρι / και σε παίρνει πέρα στην ανελέητη κραυγή / της Άνοιξης», είναι η εκτόνωση και η «λύση» της υπαρξιακής αγωνίας που κορυφώθηκε στους προηγούμενους στίχους, με το «λευκό» ως δυναμικό λάϊτ-μοτίβ στην ανάπτυξη του ποιήματος.
Δεν θα σταθώ αναλυτικά στα ολιγόστιχα, αλλά και τόσο πυκνά μικρότερα ποιήματα του πρώτου μέρους της συλλογής. Θέλω μόνο να γενικεύσω ότι αυτά αποτελούν συμπαγείς λυρικούς πυρήνες, με μορφική αρτιότητα και υπαινικτικό βάθος. Διαβάζω τον ολιγόστιχο τίτλο «Σημάδια»:
Ένα κρίνο ταράζει το αίμα.
Κρατήσαμε τη γεύση δυνατή.
Τα μάτια υγρά
στη δίνη της ομορφιάς,
ραγίζουν τη μέρα.
Εδώ η επιγραμματικότητα και η λιτότητα ανεβάζουν με κάθε στίχο το επίπεδο διέγερσης του αισθητικού εκκρεμούς εντός μας, και το επαναφέρουν χωρίς απώλειες σε μια επόμενη ή μεθεπόμενη ανάγνωση. Το καλλιτεχνικό αντικείμενο μπόρεσε, μέσω της κατορθωμένης μορφής, να παγώσει εσαεί σε μια άφθορη κατάσταση. «Ένα κρίνο ταράζει το αίμα», διαβάζουμε ξανά και ξανά, και ο στίχος αυτόνομος σχεδόν και αυτάρκης μάς γεμίζει ένα κενό, σαν να περιμέναμε τον ερχομό του. Υποκύπτω στον πειρασμό να πω λίγα λόγια και για το τελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας, ένα από τα καλύτερα αυτού του βιβλίου. Έχει τον τίτλο «Ώρα καλή», που μας προϊδεάζει για ένα ζεστότερο και νοσταλγικότερο κλίμα, προκαλώντας ταυτόχρονα συνειρμικά κύματα βαθύτερου προβληματισμού για τα ανθρώπινα δρώμενα. Το καταθέτω αυτούσιο:
Έρχεται κάποτε η ώρα
που μιλά η αυγή
και καλπάζουμε στα λειβάδια
των τρελλών καιρών και του νοτιά.
Ανατριχίλα του κορμιού
σαν γνώση του θανάτου,
κοχλάζει το αίμα.
Ταράζει τ’ ακραίο κύτταρο.
Άνοιξε πανιά
κι έβαλε πλώρη
για ταξίδια – και την άγρα των πουλιών.
Ώρα καλή
στον ήλιο και το σκοτάδι των κοχυλιών.
Ώρα καλή
στους ανέμους που κρατάνε
της αγάπης τον λυγμό και το φανέρωμα.
Μια αύρα αγάπης και αισιοδοξίας αναδύεται μέσα απ’ τους πιο πάνω στίχους. Ένας μετρημένος θαυμασμός για το δώρο της ζωής και μια υπόγεια ανατριχίλα για τα πρόδηλα όρια και το πεπερασμένο της επίγειας ευτυχίας. Ο επίλογος, με το χαρακτηριστικά επαναλαμβανόμενο «Ώρα καλή», εκπέμπει μιαν ανάλαφρη τραγουδιστική αύρα, που συνεπαίρνει τον αναγνώστη με την πηγαιότητά της. Το αισθητικό αποτέλεσμα, και πιο συγκεκριμένα η αισθητική ηδονή, εκρέει απ’ το συνήθως απρόβλεπτο κυμάτισμα της μορφής, προσλαμβανόμενη σαν «πτερυγισμός και λαχτάρα στο στήθος».
Μπαίνω τώρα απευθείας στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, για να δώσω ένα σύντομο στίγμα του. Στα είκοσι έξι τόσα ποιήματα αυτής της ενότητας το αισθητικό αποτέλεσμα δεν είναι παντού το ίδιο. Αλλά κι εδώ, όταν κάτι μας ικανοποιεί λιγότερο, οφείλεται προφανώς στον πειρασμό του διανοούμενου δημιουργού να διαλογιστεί καθαρότερα και να φιλοσοφήσει αμεσότερα. Πιο συγκεκριμένα -και σε συνάρτηση με τα πιο πάνω- μιλάμε για τη χρήση ενίοτε ποιητικά αδρανών αφηρημένων εκφράσεων ή καθαρά λογικών προσδιορισμών, όπως για παράδειγμα:
Περαστικοί μαχόμαστε λαθραία
την παράταιρη ιαχή του συρφετού
ή
Πλανιέσαι σ’ ένα πέλαγος
αφροντισιάς και πλήρωσης.
Να μη μας διαφεύγει, ότι στην καλή ποίηση φτάνει κανείς μόνο όταν εκκινεί από το συγκεκριμένο και ρεαλιστικό, το οποίο εμποτίζει διακριτικά και ισορροπημένα με μια υπέρλογη αισθαντικότητα. Γενικότερα όμως βρίσκουμε και στη δεύτερη ενότητα καλά ποιήματα, ιδιαίτερα τα πιο σύντομα, στα οποία ο δημιουργός αισθητοποιεί ικανοποιητικά τις ιδέες και τα συναισθήματά του, αποφεύγοντας τους πειρασμούς των άμεσα διανοητικών ρήσεων. Σας μεταφέρω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το λυρικά νευρώδες ποίημα με τον τίτλο «Στα κατάρτια της άπνοιας»:
Νερό, νερό που σπάζει
στην άκρη της βαθιάς κουφάλας.
Νερό που αναβλύζει
τη λαχτάρα των εφησυχασμένων.
Νερό, καταφύγιο στα κατάρτια
της άπνοιας.
Νερό, να ξεπλύνουμε τη ξαβαμμένη
σκόνη
της ακμής των αετών.
Νερό, νερό
να ξεπλύνουμε τη ψυχή μας.
Τέτοιοι στίχοι νιώθεις πως προϋπήρχαν, γιατί έτσι έπρεπε να είναι, χωρίς ορατά τα σημάδια επεξεργασίας από τον ποιητή, ο οποίος απλώς τους ανέσυρε στην επιφάνεια για να γίνουν αναγνωρίσιμοι και δραστικοί. Παρόμοια κατορθωμένα κομμάτια απαντούν καίρια και αφοπλιστικά στην αχρείαστη συζήτηση περί μορφής και περιεχομένου. Αφού επιβεβαιώνουν ότι η ίδια η μορφή είναι αξεχώριστη από το περιεχόμενο, το οποίο ενυπάρχει σ’ αυτήν ως βαθύτερη εμπνοή, στη σπερματική ήδη σύλληψη του ποιήματος. Για να βγουν όμως με τέτοια παρθενικότητα και πληρότητα χρειάζεται μια επώαση μακρόχρονη και οδυνηρή. Κι ο Γιάννης Ποδιναράς είναι ένας δύστοκος δημιουργός. Ρίχνει στα βάθη της ψυχής του σκληρούς σπόρους. Η σπορά του, παίρνοντας χρόνο για να ριζώσει και να πετάξει ανθούς, δείχνει κάθε φορά να τον εξαντλεί. Τι πιο φυσιολογικό όμως, από το να νιώθει ο ποιητής, ύστερα από κάθε προσπάθεια, ότι τα έδωσε όλα;
Κλείνω και τη δεύτερη αυτή ενότητα της συλλογής, δίνοντας ακόμα ένα λυρικά υποβλητικό εξάστιχο:
Γυρεύουμε ένα δέντρο
να κρυφτούμε.
Να λυθούν οι πλάνες
στο οξύ αγιάζι των ίσκιων.
Στο θρόισμα της σιγανής φωτιάς.
Στην αρμυρή ηδονή της θάλασσας.
από το ποίημα «Εδέμ»
Οι στίχοι μιλούν από μόνοι τους, αφού εκφράζουν με επιγραμματική υποβλητικότητα το υποστασιακό δράμα του ανθρώπινου όντος, που αναζητεί ζεστασιά και ασφάλεια στον κόρφο της μάνας φύσης. Μιας φύσης, που μόνη αυτή με την αιωνιότητά της μπορεί να σκεπάσει -έστω για λίγο- το γυμνό κορμί της θνητότητάς μας. Τι μαγική στ’ αλήθεια παραμυθία; Η ποίηση μάς βοηθά να νιώθουμε πιο ελαφρύ το διαχρονικό οντολογικό μας άλγος. Και πέραν οποιασδήποτε άλλης εξαντλήσιμης και ρηχής ηδονής, έχει απ’ τη φύση της τη δυνατότητα να προκαλεί κάθε φορά μέσα μας τη φευγαλέα έστω αίσθηση της υπέρβασης της προσωρινότητάς μας.
Περνώ τώρα στην τρίτη ενότητα του βιβλίου, με τον παράξενα υποβλητικό τίτλο Φαράγγια των Αγγέλων. Τίτλος, που ανεβάζει ονειρικά τον αναγνώστη πάνω σε μια ιλιγγιώδη αιώρα, όπου η ανάγνωση κάθε ποιήματος είναι και μια ριγηλή ώθηση σε μια εναλλασσόμενη ταλάντευση. Μια ταλάντευση, που έχοντας για αφετηρία το συγκεκριμένο κι επίγειο, εκτινάσσει συχνά την ψυχή και το πνεύμα σε χώρους μιας ουσιαστικότερης και βαθύτερης εμπειρίας. Καταθέτω το καταληκτικό μέρος από το ποίημα «Συνάντηση»:
Μαντατοφόρος η μοίρα των πουλιών
ζωγράφισε τ’ ονειρεμένο ταξίδι
απ’ τους ρόζους της γης
ως τις παρυφές του φεγγαριού.
Και το μήνυμα πήγε διάτρητο
απ’ τις πληγές των ανθρώπων-
ν’ απαλύνει το λευκό των άστρων
και ν’ αφήσει το βάρος της λάσπης
μετέωρο στους γαλαξίες.
Τα περισσότερα φυσικά από τα ποιήματα της τρίτης ενότητας είναι μια ακόμα οφειλόμενη σπονδή στον χαμένο χρόνο και τον χαμένο γενέθλιο τόπο της κατεχόμενης Μόρφου. Ο Γιάννης Ποδιναράς δεν ξετυλίγει καμιά μακρόπνοη ή μεγαλόπνοη Ιερεμιάδα στη μνήμη των τόπων που κρατούν στα σπλάχνα τους την κιβωτό της παιδικής του ηλικίας. Ο λόγος του ακούγεται συγκρατημένος και αξιοπρεπής, και τα δάκρυά του έχουν πια αποκρυσταλλωθεί σε δωρικούς αγαλμάτινους στίχους, όπως οι ακόλουθοι:
Φύλλα διάφανα
νερά της άμμου
πότισαν τη φυγή μας.
Βυθός του πράσινου κήπου
χάραξε την αφή της θάλασσας.
Πρώτο άγγιγμα
παλμοί της ζωής μας
στέρεψαν την κοίτη της λήθης.
Μόρφου, γεφύρι στην καρδιά
της ξένης γης.
Μόρφου, γεφύρι στο βαθύ πηγάδι
του νόστου.
Σ’ ένα άλλο κάπως μεγαλύτερο ποίημα για τη Μόρφου, γραμμένο το 2005, με βαρύ και αποκαλυπτικό βηματισμό, ο οραματισμός για το πλήρωμα του χρόνου που θα φέρει την πανηγυρική λύτρωση δίνει στους στίχους μια ριγηλή και τελετουργική πνοή. Ας δούμε το μέρος τούτο:
Μη…μου ψιθύρισες.
Μη θερμαίνεις το πεσμένο μου σώμα.
Μην ανοίγεις διάπλατα τον κλειστό δρόμο της ψυχής μου.
Μίλα μου μόνο σαν θα είσαι σίγουρος
πως τα όνειρα θα ορθώσουν επί τέλους το ανάστημά τους.
Θα περάσουν τις γραμμές και θα ενωθούν
με το μεγάλο διάφανο άστρο
σ’ ένα θρίαμβο απροσπέλαστο
που σαρώνει τους παλιούς καιρούς
και στεφανώνει την έγερση των καινούργιων ασμάτων.
Ακούγεται η μακρινή καμπάνα μιας Ανάστασης σε τούτο το ποίημα. Κι αν η πραγματική ανάσταση ίσως αργεί να έλθει ακόμα, ο Γιάννης Ποδιναράς μπορεί με την τέχνη του να προκαλέσει μέσα μας τα αισθήματα τέτοιας γιορτής και να μας γεμίσει κατάνυξη. Κι η καλλιτεχνικής προέλευσης κατάνυξη δεν είναι, καθώς προείπαμε, ποτέ εξαντλήσιμη, αλλά βιώνεται τελετουργικά σε κάθε ανάγνωση.
Τι έμεινε τώρα να σχολιάσω από το ποιητικό βιβλίο του Γιάννη Ποδιναρά; Μα φυσικά τα «Ελεγεία», και συγκεκριμένα εκείνα που αναφέρονται σε αγαπητούς λογοτέχνες, που έφυγαν αφήνοντας πίσω υποδειγματική ζωή και έργο. Τα ελεγεία αυτά μου αρέσουν, γιατί είναι συνθέσεις που αναπτύσσονται με πολλαπλές ψυχικές και πνευματικές κινήσεις, κάτι που απαιτεί ανάλογη μορφική αντιστοιχία. Δοκιμάζονται εν ολίγοις οι δυνατότητες του δημιουργού στη συνθετική δημιουργία, όπου το λυρικό διαπλέκεται με το αφηγηματικό και το δραματικό οδηγείται λυτρωτικά στη λύση του. Με τράβηξε ιδιαίτερα η αρμονική κλασική συμμετρία και η διανοητική υπαινικτικότητα του αφιερώματος στον αξέχαστο Θεοδόση Νικολάου, προπάντων η λιτή κι ελλειπτική εισαγωγή, με το ακόλουθο επιγραμματικό τετράστιχο:
Στην ταβέρνα, καθώς πίναμε κονιάκ,
μου είπες πως πρέπει να κλείνουμε καλά το μπουκάλι
για να μη χάνεται το άρωμα.
Φύλακας της πεμπτουσίας.
Κι εδώ να σταματούσε το ποίημα, θα ήταν μια πολύ δυνατή επιγραμματική προσωπογραφία. Ό,τι παρακάτω με διανοητική διεισδυτικότητα ακολουθεί, πλεονέκτημα ή μειονέκτημα δεν με απασχολεί, αναλύει κι εδραιώνει μια δυνατή σύλληψη.
Το δεύτερο ελεγείο στο οποίο θ’ αναφερθώ μνημονεύει τον προώρως εκδημήσαντα, αξέχαστο λογοτέχνη Θεόδωρο Στυλιανού. Η αυθεντική του προσωπικότητα ζωντανεύει παραστατικά μέσα από την επιγραμματική και συγκινημένη πένα του Γιάννη Ποδιναρά:
Το λεωφορείο της γραμμής,
το υπεραστικό ταξί και το τηλέφωνο
κουβάλησαν τα δώρα σου
Σεριάνισαν την αρχοντιά
των ταπεινών και των αθώων
στην άκρη της ανόθευτης ματιάς σου.
Στην άκρη της γαλήνης σου.
(απόσπασμα)
Ένιωσα πραγματική συγκίνηση, όταν διάβασα πρώτη φορά αυτό το ποίημα. Σίγουρα όχι μόνο επειδή μου θύμισε
το γεγονός της απουσίας ενός πολύ αγαπητού φίλου, αλλά εξίσου και για τον τρόπο που μου τον έφερε στη μνήμη η ποίηση. Τούτο σημαίνει ότι το καλλιτεχνικό γεγονός πραγματώθηκε με επιτυχία. Κι αυτό είναι ταυτόσημο με την αισθητική καταξίωση του δημιουργού.
Ο Ποιητής Αντώνης Πιλλάς – Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης
Η ένυλη μεταφυσική του Αντώνη Πιλλά
Προτού αναφερθώ στο πιο πρόσφατο έργο του, ξετυλίγω το νήμα αναδρομικά και φτάνω στο έτος 1991, όταν με το βιβλίο Επιστροφή ο Αντώνης Πιλλάς άφηνε πίσω τη γνωστή παλιά γραφή του και περνούσε τελεσίδικα στην επικράτεια του σύγχρονου στίχου. Με αισθητά ακόμη τα κατάλοιπα του οικείου του παραδοσιακού λυρισμού, ο ποιητής βρισκόταν πλέον στην αντίπερα όχθη, πυκνώνοντας κι εμβαθύνοντας τον λόγο του. Παράλληλα σε θεματικό επίπεδο ενστερνιζόταν τη μεταφυσική προβληματική, που θα του γέμιζε εφεξής κυριαρχικά τον υπόλοιπο ποιητικό βίο. Για την κομβική εκείνη στροφή έκανα τότε τις κάτωθι χαρακτηριστικές επισημάνσεις:
Τα ποιήματα αυτά είναι ένας ασίγαστος μελαγχολικός νόστος της θείας αγκάλης, ένα τάνυσμα επίμονο της ψυχής προς την επέκεινα ουράνια γαλήνη. Κι αυτό με φόντο μια βαρύθυμη νοσταλγική διάθεση, που μορφοποιείται από το ασήκωτο βάρος της τραυματικής πραγματικότητας και την αίσθηση απώλειας μιας ονειρικής ανάμνησης βίου. Είναι ποιήματα συντριβής και ταυτόχρονα ελπίδας,, μιας ελπίδας που αχνοχαράζει παρηγορητικά κι αναδύεται ως άρωμα μέσα απ’ την τέχνη του. Διαβάζουμε συχνά δροσερούς κι αξιόλογους στίχους:
…Ω ν’ άδειαζα
απ’ την καρδιά μου το σκοτάδι,
τα χέρια μου απ’ το κάθε μάταιο βάρος
και σαν πουλιά ορφανά να τα ύψωνα σε Σένα!
Παρόμοιοι στίχοι επανέρχονται συχνά ως διάθεση, με την ίδια ένταση και το ίδιο μεταφυσικό άλγος. Συγκινούν και υποβάλλουν με το υπόγειο ρίγος και την καίρια εικονοπλασία τους, επιτυγχάνοντας με θαυμαστό τρόπο την αισθητοποίηση των νοημάτων. Μόνη μου επιφύλαξη η ομοιομορφία του θεματικού πυρήνα κι η έκταση της επανάληψής του. Ας δούμε ένα ακόμη τρίστιχο:
πυκνώνει ο χρόνος
και τις παρουσίας σου
το δέντρο μόνο ορθρίζει.
Τηρουμένων των αναλογιών, ομολογώ πως μόνο στον Ρίλκε αποκόμισα σκιρτήματα αυτής της κατηγορίας. Η θρησκευτική μας ποίηση κατά κανόνα είναι εγκεφαλική στην ουσία και τη διατύπωσή της, κάτι περίπου σαν προσευχή ή απευθείας δήλωση πίστης. Στην ανάλογη ποίηση του Αντώνη Πιλλά, ίδια περίπου όπως και στον Παπαδιαμάντη, το θρησκευτικό αίσθημα εκφράζεται έμμεσο και εικονοποιημένο, παίρνει δηλαδή υπόσταση εμπράγματη. Οι κεραίες του αναγνώστη δεν παύουν να δέχονται διαρκή και έντονη τη ροή ενός απαρηγόρητου εσωτερικού θρήνου, μιας ασίγαστης έφεσης αιώνιου γυρισμού στη γαλήνη του Θείου ( ακριβέστερα στη γαλήνη των αισθητηριακά προσλήψιμων δημιουργημάτων Του). Παντού ο ίδιος διχασμός, η ζωή και ο θάνατος, το υπαρξιακό αδιέξοδο σ’ αντίθεση με το ποθούμενο ξέφωτο, όπου:
η κάθε αναβολή
είναι μαστίγωμα του ανέμου.
Η ποιητική μεταβολή στον Αντώνη Πιλλά είχε επομένως με την Επιστροφή σε σημαντικό βαθμό συντελεστεί. Από εκεί και πέρα αναμενόταν μια πορεία προς εμπέδωση και βελτίωση μιας σύγχρονης ποιητικής, υπερβαίνοντας το πρώτο ημίχρονο του κατεξοχήν παραδοσιακού λυρισμού. Με τα βιβλία που έγραψε στη συνέχεια, πραγματικά επιβεβαίωσε τις προβλέψεις. Ιδιαίτερα στο Αλάβαστρον Μύρου, έκδοση 1993, βλέπουν το φως της δημοσιότητας μερικά από τα πιο άρτια λυρικά συνθέματα του ποιητή, άξια να παραβληθούν με τα καλύτερα της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής. Μόνον οι λίγοι που έσκυψαν προσεκτικά πάνω απ’ τα εξαίρετα αυτά κομμάτια δεν θα θεωρήσουν αυτή την εκτίμηση υπερβολική (αν φυσικά το ζητούμενο είναι -και πρέπει να είναι – όχι η «εγκυρότητα» των καθιερωμένων ονομάτων, αλλά η ανεξαρτήτως προέλευσης κατορθωμένη ποιητική μονάδα). Προς επίρρωση της συγκεκριμένης μου άποψης, καταθέτω δύο δείγματα:
Ωσεί χόρτος
Και ξάφνω μιαν αυγή κοιτώντας τα βουνά
τον μέγα ύπνο συλλογιέσαι-
χρόνια που φτερουγίσανε – πουλιά
μέσα σου αφήνοντας
την πληγωμένη εκείνη αίσθηση του απείρου,
στιγμές που κλείσαν μέσα τους
τον χρόνο και το φως
όπως μικρή σταγόνα
τον μέγαν ωκεανό.
Κοιτάζεις κι ασταμάτητα
χιονίζει εντός σου ο καιρός
και λές: ώρα να φύγω γέρνοντας
σιμά στο χώμα
όπως ανθός
τα πέταλά του κλείνοντας.
Αλάβαστρον Μύρου, 1993
Ωραίο πρωί
Ωραίο πρωί εσφύριζε
σαν το κοτσύφι μέσα στο φιλί σου.
Ανάλαφρα βουνά
ήσυχα μνήματα
φιλιά καθρεφτισμένα στο νερό
στα νέα τα φύλλα.
Ήσυχα μνήματα, στις λεύκες
αμέτρητων φιλιών ψιθυρισμοί
μές στον αγέρα.
Αλλού θ’ αράξει πάλι η μέρα.
Αμφίβληστρον, 2004
Μας αγγίζουν ευδαιμονικά τέτοια ποιήματα, με στέρεη δομική οργάνωση και πολύσημη μορφοποιητική ανάπτυξη. Η εκάστοτε επιλογή του σημαίνοντος φαντάζει καίρια κι αναντικατάστατη, κάτι που εξωθεί χωρίς κορεσμό σε πολλαπλές αναγνώσεις. Ειδικά το ποίημα «Ωσεί χόρτος», το οποίο κατατάσσω στα καλύτερά του, παίζοντας με καλλιτεχνική μαεστρία σε λεπτές ισορροπίες μιας εμπράγματης βάσης, αφήνει ν’ αναδυθεί ένας εξαιρετικά αισθητοποιημένος υπερβατικός λόγος.
Το πιο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του Αντώνη Πιλλά κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2012, με τον τίτλο Σε κήπο ξένο. Επιβεβαιώνει τη σταθεροποίηση του κατακτημένου ποιητικού εδάφους και την ικανότητα του ποιητή να αναπαράγει με ευχέρεια πια σε υψηλή αισθητική κλίμακα. Στην κλίμακα αυτή κινείται φυσικά με σκαμπανεβάσματα, όπου ως αδυναμίες προβάλλουν ο επαναλαμβανόμενος συχνά και μονότονος χαρακτήρας των θεοκεντρικών του μοτίβων. Ένα μέρος της γνώριμης εικονοποιίας του αναδίνει εξάλλου μια χροιά εξοικείωσης, ένα είδος déjà vu για τον αναγνώστη, που μειώνει την αισθητικά αναγκαία εκφραστική έκπληξη. Παρόλο τούτο, αρκετά ποιήματα της συλλογής παρουσιάζονται με αξιώσεις, μερικοί δε τίτλοι ανεβάζουν τον αύξοντα αριθμό των αρτιότερων προσωπικών του επιτευγμάτων. Καταγράφω ένα τέτοιο υποδειγματικό κομμάτι:
Στο πένθος
Ο έρωτάς σου είναι στο πένθος
που γέμει αστερισμών
και ελαιώνων ίσκιους
χώρες λευκές για θερισμό
μικρά στεφάνια ουρανικά, που χέρια
βέβηλα απομακρύνουν.
Στο πένθος είναι ο έρωτάς σου
πάνω από βουλιαγμένες θάλασσες του πόνου,
ήπια λάμψη ολόγοργη
που βγάνει ανθούς και κρίνα
κάτωθε και πλησίον του σταυρού.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο ποιητής συνειδητά επιδιώκει να κλείσει στον μορφοποιημένο του λόγο τη μαγεία, όχι μόνο του περιβάλλοντος κόσμου, αλλά και τη συν-αίσθηση ενός πολύπτυχου εσώτερου βάθους. Ενός υπαρξιακού διαλεκτικού βάθους, που διανοίγει χώρο ενοποιητικής μέθεξης κι αποκαλυπτικής εμπειρίας. Η επιτυχία φυσικά του δημιουργού δεν έγκειται στην ορθολογική σπουδαιότητα των λεγομένων, αλλά στην πυκνότητα και ευστοχία της μορφής, που ενεργοποιεί αποτελεσματικά τη συνειρμική διαδικασία. Κλείνω τη σύντομη αυτή αποτίμηση με το καταληκτικό μέρος ενός άλλου εξαίρε-
του ποιήματος του Αντώνη Πιλλά, ομότιτλο με το τελευταίο βιβλίο του.
Σε κήπο ξένο
Σε ξένο κήπο ηχούν τα βήματά σου
κι ειν’ ο αχός τους κομπολόι αργό
στου χρόνου και της ξενητείας τα χέρια
κι όλο καλούν και ζωντανεύουν τη μορφή σου
πιο τρυφερή και πιο ωραία, μονάχα
μ’ έναν πικρόν ανθό της λησμονιάς στα χείλη.
Στους σημερινούς καιρούς της ρηχότητας, της κακογουστιάς και του συρμού διάλυσης κάθε φόρμας, ο Αντώνης Πιλλάς επιμένει να γράφει σωστή ποίηση. Αν θέλουμε να τον κρίνουμε αντικειμενικά, πρέπει να αφαιρέσουμε από το οπτικό πεδίο την ανισότητα και την πολυγραφία της πρώτης, ανώριμης περιόδου του. Να επικεντρωθούμε πρέπει στη δεύτερη φάση της ποιητικής του διαδρομής, όπου αφομοιώνει και κατακτά μια ανανεωμένη ποιητική, με εκφραστική οικονομία, εσωτερικότητα και βάθος. Αλλά κι εδώ, για να μην τον αδικήσουμε πάλι, πρέπει ν’ αποβάλουμε κι εμείς τα δικά μας εξωποιητικά βαρίδια της ιδεολογικής προκατάληψης, ανεπηρέαστοι από τη μεταφυσική και τη χριστιανική του πίστη. Θα μπορέσουμε τότε να εντοπίσουμε και να εκτιμήσουμε σωστά ευάριθμα δείγματα πραγματικά κατορθωμένης ποίησης, γιατί ο Αντώνης Πιλλάς είναι πρώτα απ’ όλα ένας έμφυτα παγανιστής μεταφυσικός. Η έμπνευσή του πηγάζει και ισχυροποιείται από τα φυσικά πράγματα και φαινόμενα γύρω του, πραγματώνεται λογοτεχνικά με τη θαυμαστική θέαση της ένυλης δημιουργίας, μέσω της οποίας απευθύνεται στο Θείον. Έχει δηλαδή μια γνήσια καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Και είναι ορθό να εστιάσουμε σ’ αυτή την προσοχή μας, αφού συμβάλλει αποφασιστικά στη γνησιότητα του ποιητικού του έργου.
Άλλες επιλογές από το έργο του Αντώνη Πιλλά:
Κάθε που πεθαίνει ένα παιδί
Ο Θεός προστάζει κάθε τόσο να κατέβει
στον Άδη ένα παιδί, ν’ ανάψει φως καθάριο,
να σύρει σιγαλά στο καρπερό σκοτάδι του
τη μήτρα της καρδιάς μέσ’ απ’ του κόσμου
την εξαίσιαν αδικία. Η αυγή
στα χείλη της να φέρει πτερωτή, πανάρχαια σάλπιγγα
με όσα τραγούδια δεν προφτάσαμε να πούμε,
να ιδεί μές στη ψυχή μας πόση απόμεινε
μήτρα στοργής και θέση ποια
για τ’ Όνειρο, το εκτεθειμένο δάκρυ.
Εσπέρα
Έπιασες το παλιό, αγαπημένο σου τραγούδι, εσπέρα,
σαν τότες που στο φόβο μέσα άκουγα
καθάριο του πουλιού το λάλημα,
το φως των άστρων πρωτογέννητο
πάνω στη σάρκα μου και μές
στην πρώτη αφή του χώματος,
τον ήχο του νερού,
του αδελφού μου τη φωνή,
καθώς εχιόνιζε ασταμάτητα ο καιρός
κι ανθούσε του Θεού το πρόσωπο.
Έπιασες το παλιό τραγούδι σου
μές στην καρδιά μου να ξαναπεθάνεις
με τόσους ήχους από ξένα βήματα,
έπιασες το παλιό, αγαπημένο σου τραγούδι εδώ
που χρόνου ρίγη πιο λευκή
του αιωνίου τη λάμψη ανακαλούνε.
Περιδιάβαση
Σαν ίσκιος άλλου κόσμου πέφτει
πάνω στα όρη η σιγή,
σαν ίσκιος περιφέροντας στην ερημιά
έως του αμίλητου ουρανού την άκρη
την παιδική φωνή σου τη χαμένη.
Ποια σκέψη μυστική του Θεού να ‘χεις κλεμμένη,
φτωχό πουλί που φτερουγάς εκεί
πάνω απ’ την καινούργια χλόη,
πριν φύγεις παίζοντας με τη
στερνή του ήλιου αχτίδα,
ποιο μυστικό του Θεού, κι εσύ
μές στην ιερατική γαλήνη πιο στιλπνό,
μοναχικό μου, εξαίσιο ρόδο;
Εμένα ο θάνατος ο θάνατος βιάζει
κι αλλού το χαμογέλιο σου,
αλλού η λάμψη σου η λιανή χαράζει.
Όταν ξυπνήσεις
Όταν ξυπνήσεις, τα πουλιά θα ‘χουνε φύγει.
Δεν ξέρεις πότε κι από πού
ο άνεμος φυσάει κι έρχεται
η ώρα της αναχώρησης.
Θα μείνει μόνο η ανταύγεια
απ’ τα χρυσά φτερά τους στον αγέρα
σαν μουσικής νοσταλγημένος ήχος
στους άσπρους τοίχους που η σκόνη κατακάθισε,
να συνεχίσει μέσα σου εκείνο το φτερούγισμα,
ωραίο, αστραφτερό, λιγάκι πιο βαρύ μονάχα.
ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΜΥΡΟΥ, 1993
Απουσία
Όταν νυχτώνει
αυτή η αδειανή καρέκλα βγαίνει
μονάχη στην αυλή μας. Ύστερα
ανεβαίνει στο φεγγάρι.
Κάπου βαθιά φρίσσουν φυλλώματα
σκοτεινιασμένου δάσους
δακρύζουν άστρα
έως την αυγή.
ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΝ, 2004