Ποιήματα εισβολής και κατοχής

– Ποιήματα του ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ για την εισβολή και κατοχή ( 1974 )

Εισβολή

Απότομος χειμώνας μπήκε
στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,
προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα
του ανέτοιμου ποδιού
πάνω από φύλλα σκόρπια
φθινοπωρινά.

Ευαίσθητη η ψυχή
και θέλει χρόνο,
λίγο προαύλι
ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,
για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει
από το ένα στο άλλο κλαρί.

Παράξενος αλήθεια φέτος
αυτός ο χειμώνας
που ενέσκηψε στις ακτές,
πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους
και στης λευκότητας τη δαντέλα
το μελάνι από χίλιες σουπιές.

Σχόλια

α.

Κωφεύεις
στη φωνή της μοίρας
όσο τ’ αντέχεις
σιγά – σιγά,

και μια μέρα
ούτε που ξέρεις
ποιο δρόμο να πάρεις
κι εύκολα ξεχνάς
πού είναι η πλώρη
πού είναι η πρύμνη,

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια
πολλούς δείκτες στη θάλασσα.

β΄

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε
για τον Πενταδάκτυλο
είναι γιατί
μοιάζει χτυπημένο πουλί
με δυο φτερούγες
καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος
με καταγωγή ίσως
τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη
μέρη Καυκάσου –
ένας αετός μάρτυρας
της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας
για να κτίσει τελικά τη φωλιά του
σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί
αντίξοης μοίρας.

Μνήμη

Γυναίκες – μορφές ανάμεσα
στο χρώμα της νύχτας και της μέρας
σκιές του σπιτιού καρτερικές
τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,
το έπος τους εξιστορούν
με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

Ξέπλυνε πρώτη βροχή
το κάρβουνο, το αίμα.
Ξέπλυνε και τη συνήθεια
του πόνου και του χαμού-
πέπλος κρυφός που κάθεται
στη ψυχή μου ανεπαίσθητα
σαν αόρατη άμμος.

Προσμονή

Κρυφή μου στέρνα της ψυχής
γέμισε χόρτο
το σώμα σου πυκνό,
μα δεν φυτρώνει λησμοσύνη.

Βάτος- θεριό τα γένια μου
άδεια σπηλιά το βλέμμα μου,
και περπατώ σαν μούλα
στον ίδιο κύκλο πού’ θρεψε
η προσμονή- ξερό πηγάδι.

Χρόνους οχτώ παιδεύομαι
κι αναζητώ σαν τη γοργόνα,
τα κύματα ξαναρωτώντας
που πέρασαν απ’ την Κερύνεια
και του Πενταδάκτυλου τα πουλιά
που πετούν προς το νότο…

Αν είδαν τον χαμένο γιο
να περπατά τη νύχτα
να κρύβεται τη μέρα,
νά’ χει θητεία στον θάνατο
χρόνους οχτώ.

Ναυάγιο «Κερύνεια»

Δεν είναι λίγο
στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη
τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,
μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις
στην αγκαλιά σου πως κρατείς
πήλινα αγγεία.

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις
μια μέρα το φως του ήλιου,
όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:
Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,
οι νέες φυλές
οι σκυθρωποί αιώνες…

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα
στον σκοτεινό βυθό,
ακολούθησες τη μοίρα
που σε πήρε απ’ το χέρι
και βγήκες στον κόσμο
να δώσεις έγκυρη μαρτυρία-
κατάθεση σε δίσεκτο καιρό
και σε όψιμους λογχοφόρους,
που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο
για δικά τους σημάδια

και γράμματα βρίσκουνε μόνο
που δεν μπορούν να διαβάσουν
πάνω στ’ αγγεία.

Φάρος

Έχεις ένα μάτι νυσταγμένο
κι ένα βλέφαρο ολοένα πιο βαρύ,
ωσάν η συνήθεια να σού’ γινε δέρμα
και πιο πολύ ακόμα, ίσως ψυχή.
Τα καράβια – τα παιδιά σου σκόρπισαν
σ’ άλλες ρότες, ενηλικιώθηκαν πια
κι εσύ ακόμα τους κουνάς μαντήλι.

Μα πώς ν’ αλλάξει τη ζωή του τώρα
ένας φάρος ή ο,τιδήποτε άλλο,
ακολουθώντας τον ρυθμό του αιώνα!
Στέκει σαν Κύκλωπας στην Κάτω Πάφο
δήθεν κοιτάζοντας τη θάλασσα,
με τεντωμένα κρυφά τ’ αυτιά
στο άλλο τοπίο την άλλη ώρα.
Γιατί με το σούρουπο δειλά – δειλά
μες στο μισόφωτο τ’ αρχαία χαλάσματα,
στα επιστρώματα της σιωπής ανοίγεται
η πρώτη ραγισματιά.
Κι αφού η πόλη κοιμάται
η πόλη που ξοδεύεται τόσο εφήμερα,
αυτός κοιτάζει μην τον βλέπει κανένας
και κλείνει με νόημα το μάτι
στον κήρυκα και τον ιερέα –

και το πλήθος ξάφνου κινείται
στου αρχαίου Ωδείου την κερκίδα,
όπου παίζεται το αιώνιο δράμα
της πατρίδας ξανά και ξανά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ποίηση και Ποιητική του ΜΙΧΑΛΗ ΠΙΕΡΗ

Η “αστυ-κεντρική” ποιητική Οδύσσεια του Μιχάλη Πιερή – από Ανδρέα Πετρίδη

Στο δοκίμιο  Τί είναι μείζων και τι ελάσσων ποιητής, από το βιβλίο του Επτά δοκίμια για την ποίηση, ο Τ.Σ. Έλιοτ μας συμβουλεύει ν’ αποφεύγουμε για τους σύγχρονούς μας ποιητές μια τέτοια προβληματική και να διερευνούμε μόνο αν διαθέτει κάποιος το στοιχείο της γνησιότητας. Ως ενδείξεις μάλιστα που θα ενίσχυαν αυτήν την εκτίμηση, αναφέρει το φαινόμενο να μας έρχονται επίμονα στη μνήμη φράσεις ή στίχοι, ώρες και μέρες μετά την ανάγνωση των κειμένων. Έτσι κι εγώ προσωπικά, διαβάζοντας φέτος για πρώτη φορά με κάποια συστηματικότητα το ποιητικό έργο του Μιχάλη Πιερή, έγινα κοινωνός της παραπάνω εμπειρίας. Διάφοροι στίχοι, ανεξάρτητοι ο ένας απ’ τον άλλο και διάσπαρτοι μέσα στα ποιήματά του, εισέβαλλαν απρόσκλητοι στο μυαλό μου, ως κομβικοί περίπου σηματωροί και αγγελιαφόροι ενός εκ βάθους αναδυόμενου ένσαρκου λόγου.
Ήμουν βέβαιος πια πως από τέτοια συγκινησιακά φορτισμένα κι αισθητικά αυτάρκη ερείσματα, προέκυπτε φυσιολογικά η γνησιότητα της ποιητικής φωνής του Μιχάλη Πιερή. Καταθέτω με τυχαία σειρά έναν αριθμό τέτοιων επιμόνως ηχούντων στ’ αυτιά μου λυρικών αντηχήσεων. Κι αν φανεί πως δένουν κάπως μαζί, προφανώς είναι γιατί τους συνδέει η ίδια εσωτερική διάθεση, καθώς και το ίδιο αναγνωρίσιμα προσωπικό ύφος.

Πάντα θα υπάρχει ένα ποίημα
να το κοιτάς να το παλεύεις.
*
Χάραζε φως αμείλικτο
με το σπαθί στο χέρι.
*
Χώρα της απομόνωσης
της μαύρης θλίψης.
*
Ας γίνουν όλα αργά στην ώρα τους
με το ρολόι της φύσης
*
Όταν ο έρωτας θα φύγει, θα είναι το κενό
χώρος που θα θυμίζει φονικό
*
Σε ικετεύω μνήμη
μείνε απόψε δυνατή

Αφήνω όμως ως εδώ το καθοδηγητικό τούτο εισαγωγικό άνοιγμα και μπαίνω απευθείας στην καθαυτό κατάθεση του ποιητή. Θα προτιμήσω να δώσω πρώτα το στίγμα του συνοπτικότερα, προτού αναφερθώ σε επιμέρους πτυχές της δημιουργίας του.
Οι καλές στιγμές στην ποίηση του Μιχάλη Πιερή καλύπτουν δεκάδες τίτλους του πολυσέλιδου έργου του. Σ’ αυτές επιτυγχάνει αισθητικές πραγματώσεις που αναγνωρίζονται εύκολα από τον κριτικό ή τον επαρκή αναγνώστη. Ο ποιητής ευστοχεί ιδιαίτερα εκεί όπου με περισσότερη εκφραστική αφαίρεση και δραστικότερο με-ταβολισμό των τεχνικών μέσων, προβάλλει καθαρά ένα αυθεντικότερο προσωπικό ύφος. Τέτοια αξιόλογα δείγματα ανευρίσκονται ευάριθμα σε όλο το αστυ-κεντρικό έργο του, σε μεγαλύτερη όμως πυκνότητα στα σχετικά μικρά ποιήματα της πολυφωνικής Αφήγησης, καθώς και σ’ εκείνα με τη θεματική της Γρανάδας. Ειδική μνεία ανήκει δικαίως και στο τρισέλιδο προγραμματικό τρίπτυχο Δός μου Ορισμόν (1993), μια γλωσσικά και δομικά πειραματική σύνθεση για τον έρωτα και την τέχνη γενικότερα. Τα παραπάνω αποτελούν κατά την κρίση μου τον
πιο ώριμο καρπό της συνολικής ποιητικής του δημιουργίας. Σ’ αυτά το σώμα της ποίησης διαμορφώνεται πιο συμπαγές, με πυκνή δομή και αρμονικά εναλλασσόμενη ανάπτυξη. Στα ποιήματα ειδικά για τη Γρανάδα, που θα χαρακτήριζα ως Ισπανική εμπειρία της ποιητικής του διαδρομής, αναδύεται συχνά ένας υποβλητικός λόγος, με άρωμα βαθιάς αισθαντικότητας και θαυμαστικής εμβίωσης του χώρου και της ιστορίας.
Στην γνωριμία μου με το ποιητικό έργο του Μιχάλη Πιερή, κάποιες ιδιαιτερότητες της ποιητολογικής μορφοποίησης μου τράβηξαν απ’ την πρώτη ανάγνωση την προσοχή. Τον κυρίαρχο στιχουργικό ρυθμό έδινε συνήθως μια σταθερή – σε παραλλαγές ιαμβικής μετρικής – αφηγηματική γραμμή, εις βάρος ενίοτε ενός πυκνότερου κι επιγραμματικότερου λόγου. Τούτο γινόταν πιο πολύ αισθητό στις πολύστιχες λυρικο-επικές συλλήψεις, όπως και σε μεμονωμένα ποιήματα χαμηλότερης πνοής.
Όπως όμως η ποιητική Οδύσσεια του δημιουργού αποτελούσε, όπως σχολιάστηκε κάπου, ένα ποίημα «εν προόδω», έτσι κι η δική μου προσέγγιση δεν μπορούσε να ’ναι κάτι στάσιμο και διαφορετικό. Εμβαθύνοντας στη μελέτη μιας ολοκληρωμένης ποιητικής διαδρομής, έκτιζα και ο ίδιος σταδιακά το δικό μου κείμενο, αλλάζοντάς το κατά τι σχεδόν κάθε μέρα. Ανέπτυσσα, επίσης «εν προόδω», τις εκτιμήσεις μου, με κάποιες λέξεις, φράσεις ή επισημάνσεις ν’ αποτελούν κάποτε κινούμενη άμμο. Για ένα πράγμα δεν είχα αμφιβολία: ότι η ποιητική προσπάθεια του Μιχάλη Πιερή, σε ένταση ψυχο-πνευματική, αλλά και σε έκταση δημιουργική, δεν μπορούσε παρά να χαρακτηριστεί εντυπωσιακή. Σε ποιο βαθμό τώρα αυτή η ανάλωση δυνάμεων και απόσβεση προσωπικής ζωής μπόρεσαν να βρουν και το ανάλογο σε ένταση ρηματικό ισοδύναμο, ας το αφήσουμε κατά τον Έλιοτ στην κρίση του χρόνου. Όμως ο ποιητής, όπως δείξαμε και στην αρχή, εκπέμπει τη γνησιότητα μιας σύνθετης ευαισθησίας και πείθει δίχως άλλο πως καίει στον βωμό της τέχνης κάθε ικμάδα του. Ας τον παρακολουθήσουμε τροχάδην και ανακεφαλαιωτικά.
Στη συγκεντρωτική έκδοση Μεταμορφώσεις πόλεων, 2010, με κοσμοπολίτικη εκ πρώτης όψεως σκηνογραφία, αναζητεί βαθύτερα θύοντας στον βωμό μιας εσωτερικής περιπέτειας, όπου το τελικό ζητούμενο είναι η περιπέτεια της καθαυτό καλλιτεχνικής δημιουργίας. Οι χώροι όπου κινείται αναπλάθονται φαντασιακά με αισθητοποιημένο λόγο, αφού η ιστορία ως υπόκρουση κεντρίζει απλά τον νόστο για το ονειρικά αποκαλυπτικό. Μια ποιητική Πολυνησία συνθέτει, με το βάθος και την πολυμορφία της, ένα ποιητικό σώμα αναγνωρίσιμου ύφους και αδιάλειπτης ψυχικής ενότητας. Διαπλέοντας αναγνωστικά ένα τέτοιο τοπίο, ο αναγνώστης δέχεται ευχάριστα στο πρόσωπό του αύρες πειστικής βιωματικής εμπειρίας. Αρκετά ποιήματα αναδύονται ολόδροσα και με αξιώσεις, μα κι ούτε αλλάζει κάτι ανατρεπτικά, αν ακούονται που και που αραιότεροι κι αναλυτικότεροι στίχοι. Αντισταθμίζει η ζέση της μνημονικής συγκίνησης κι η χαρισματική ευλυγισία ενός αγαπητικά αφομοιωμένου εκφραστικού οργάνου.

Η ποιητική ενότητα με θεματική τη Γρανάδα άσκησε πάνω μου μιαν εντονότερη έλξη, απ’ την πρώτη φορά που τη διάβασα. Πιστεύω με κέρδισε το άρωμα μυστηριακής ατμόσφαιρας και νεοτερικότερης δόμησης του λόγου (παρά τον κάποιο πλατυασμό στην ανάπτυξη), κι αυτό ως αντίρρηση στην όποια εντύπωση για συντηρητική χροιά της ποιητικής του. Για να εξηγηθώ καλύτερα, υπενθυμίζω ότι έχουμε να κάνουμε με ποιητή ευρύτερης εμβέλειας στοχεύσεων, έναν ποιητή του Όλου και του Άλλου (σύμφωνα με τον Γιατρομανωλάκη), με παλίμψηστο φωνών, ρυθμών και ιδιωμάτων από πλατιά διαχρονική κοίτη. Κι ως εκ τούτου δεν προκύπτει συμπόρευσή του με συρμούς και μοντερνιστικά φαινόμενα, που συνηθίζονται από περιστασιακές πρωτοπορίες. Τα ποιήματα λοιπόν της Γρανάδας ως ενότητα, αντιπροσωπεύουν κάτι εκφραστικά παρθενικότερο, μ’ ένα φόντο υποβλητικά βιωματικό της ιστορίας. Καταθέτω την πρώτη στροφή από το Carmen dela Victoria:

Νυχτώνει στη Γρανάδα και τότε κήποι
θορυβούν. Ακούγονται οι ήχοι
της νυχτός στα δέντρα και στα άνθη
του Carmen de la Victoria. Φτάνουν
πουλιά απ’ το Βουνό σμίγουν
με τα πουλιά του κάμπου. Φτάνεις κι εσύ
την ώρα που θολώνουν τα νερά
και σιωπηλίζουν τα πουλιά στα δέντρα.

Κεντρική όμως θέση στη σύνολη ποιητική κατάθεση του Μιχάλη Πιερή, κατέχει η φιλόδοξη λυρικο-επική σύνθεση με τον τίτλο Αφήγηση. Πολλοί έχουν καταπιαστεί κριτικά κι ερμηνευτικά μ’ αυτό το έργο, καρπό της ωριμότητας και της αποθησαυρισμένης σοφίας του. Είναι από τα ποιητικά συνθέματα, στα οποία ισχύουν ενότητα και οργανική ανάπτυξη δομής και θεματικού πυρήνα – και που πραγματώνεται πολυφωνικά και πολύτροπα το πέρασμα από το εγώ στο εμείς, με διαχρονική ενεργοποίηση παρελθοντικών, παροντικών και μελλοντικών διακείμενων. Αποτελεί σίγουρα μια ενορχήστρωση ικανή να τέρψει αισθητικά, αλλά και να ενισχύσει αρκούντως την πολιτισμική, φυλετική κι ευρύτερα ανθρώπινη αυτοσυνειδησία μας. Φτάνοντας κάποτε στο τέλος της πολυστρωματικής του Αφήγησης, ο Μιχάλης Πιερής αποσύρεται ως αφηγητής και σπρώχνει σαν καραβάκι στ’ ανοιχτά το τελειωμένο σώμα της γραφής του.  Βιάζεται να το κατευοδώσει στον μελλοντικό χρόνο και στο δικό του αναγνωστικό πεπρωμένο, τώρα που ακόμα το νιώθει σπαρταριστά ζεστό κι ολοζώντανο. Έγνοια του είναι για την ακρίβεια, μήπως δεν φτάσει έγκαιρα εκεί που πρέπει και δεν προσεχτεί στην ουσία του. Δεν είναι της περίστασης να ξανοιχτώ περισσότερο, δεν μπορώ όμως να μην καταγράψω το σπαρακτικά τρυφερό καταληκτικό τρίστιχο από τον σύντομο επίλογο, με τον τίτλο Κιτάπι,  που εκφράζει ακριβώς με ποιητική ένταση αυτή την αγωνία:

Φιλόλογοι θα σκύψουν στο κορμάκι σου
ν’ ασχοληθούν μ’ αυτό που φαίνεται.
Όχι μ’ αυτό που μόνο εσύ γνωρίζεις.

Μετά απ’ όλα αυτά, τι έχει να πει κανείς; Καλοτάξιδο ας είναι το σώμα της ποίησης του Μιχάλη Πιερή, μια σημαντική σε έκταση και ένταση ευαισθησίας κατάθεση. Ακόμη κι εκεί που αθέλητα ξεπροβάλλει κάποτε το πλάτος και το βάθος της φιλολογικής του γνώσης, ο χτύπος μιας ποιητικά συγκινημένης καρδιάς ορθώνει αδιαμφισβήτητη την αυθεντικότητα της φωνής του.

 

“Εξ Αφορμής” και “Εντόπιο Ρίγος” ( έγραψε η Μαρία Πυλιώτου)

ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ
1.Εξ αφορμής. Αισθητικές προσεγγίσεις.     2.Εντόπιο ρίγος: Αναγραφή τελευταία (ποίηση).
Της ΜΑΡΙΑΣ ΠΥΛΙΩΤΟΥ ( εφημερ. ΑΛΗΘΕΙΑ, 03.07.14 )

Με ιδιαίτερη χαρά η Σελίδα μας προτείνει σήμερα δύο βιβλία. Και τα δύο ανήκουν στον γνωστό ποιητή και μελετητή λογοτεχνίας Ανδρέα Πετρίδη. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1948 στην Τρεμιθούσα της Πάφου. Σπούδασε Ιατρική στη Γερμανία και ειδικεύτηκε στην Παιδιατρική. Από το 1980 εργάζεται ως ιδιώτης γιατρός. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και για μακρά περίοδο αντιπρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου. Υπήρξε συνανθολόγος της Παγκύπριας Ανθολογίας ποίησης «Οργής και Οδύνης – Εκατόν φωνές» (2000).
Ο Ανδρέας Πετρίδης έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές. Έχει, επίσης, μεταφράσει ποίηση του Μπρεχτ και του Ρίλκε. Παράλληλα δημοσιεύει κείμενα λογοτεχνικής κριτικής κι αποτελεί μια από τις πιο εξέχουσες πνευματικές μορφές της Πάφου.

Να ξεκινήσουμε με τις «Αισθητικές Προσεγγίσεις-Εξ αφορμής», που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Πρόκειται για ένα αξιόλογο τόμο άνω των 200 σελίδων, όπου περιλαμβάνονται κριτικές ποιητικών βιβλίων, μα και πιο εκτενείς μελέτες για ποιητές, γνωστών και λιγότερο γνωστών, που ωστόσο το έργο τους έχει αφήσει τα χνάρια του στη λογοτεχνία του τόπου μας. Πιστεύω πως αξίζει ν’ αναφερθούν όλα τα ονόματα των ποιητών μας που ο Ανδρέας Πετρίδης κάνει σύντομες αλλά σημαντικές κριτικές αναλύσεις κάποιου έργου τους ή ακόμα και στο σύνολο της προσφορά ς τους. Στον τόμο, λοιπόν, αναφέρονται τα ονόματα των Μάριου Αγαθοκλέους, Ανδρέα Γεωργιάδη, Δημήτρη Γκότση, Σοφοκλή Λαζάρου, Ανδρέα Μακρίδη, Γιώργου Μολέσκη, Πολύβιου Νικολάου, Μυριάνθης Παναγιώτου-Παπαονησιφόρου, Ανδρέα Παστελλά, Μιχάλη Πιερή, Αντώνη Πιλλά, Γιάννη Ποδιναρά, Μόνας Σαββίδου-Θεοδούλου, Έλενας Τουμαζή-Ρεμπελίνας, Κυριάκου Χαραλαμπίδη και Κυριάκου Χατζηλουκά.  Ακολουθούν «Χωρίς Σχόλια» άλλες πέντε ποιητικές αναφορές –«Συναντήσεις», όπου ο συγγραφέας επιλέγει και προτείνει ποιήματα, πολύ σημαντικά πιστεύω, και σωστά ο κ. Πετρίδης αποφεύγει τα σχόλια. Εξάλλου, δεν είναι πάντα απαραίτητα. Να μην ξεχνάμε πως και μονάχα η επιλογή ποιητών και ποιημάτων (π.χ. σε Ανθολογίες) αποτελεί κριτική αποτίμηση. Έτσι έχουμε δείγματα γραφής της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου, της Ειρήνης Χατζηλουκά-Μαυρή, της Νάσας Παταπίου, του Νίκου Ορφανίδη και της Αντριάνας Ιεροδιακόνου. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι κι αυτό με το οποίο ο συγγραφέας καταλήγει στο Προλογικό του Σημείωμα: «Κύρια επιδίωξή μου, αν ευδοκιμήσει τελικά, είναι η διάνοιξη επικοινωνίας του αναγνώστη με τη βαθύτερη καλλιτεχνική αλήθεια των ποιητών και της συγκεκριμένης δημιουργίας των».

Ο μελετητής Ανδρέας Πετρίδης, λοιπόν, κρίνει, προβληματίζει και προβληματίζεται και αυτοκρίνεται, σε μια προσπάθεια να φτάσει σ’ ένα αποτέλεσμα ικανοποιητικό για τον ίδιο πρώτιστα και για τον ενδιαφερόμενο, βέβαια, αναγνώστη: «Μέρος αυτών των δοκιμιακών εργασιών», όπως ο ίδιος υποσημειώνει, «έχουν προδημοσιευτεί στο προηγούμενό μου βιβλίο (2010) με τον τίτλο «Ποιητές και Ποιήματα – Μια Εμπειρική Αισθητική». Η επαναφορά τους γίνεται μετά από περαιτέρω κριτική επεξεργασία και επιμέρους αλλαγές που έχουν προκύψει».
Προτού προχωρήσω στο δεύτερο βιβλίο, το ποιητικό «Εντόπιο Ρίγος. Αναγραφή Τελευταία», θα ‘θελα να αναφέρω την εκδοτική αρτιότητα του «Εξ αφορμής» με το υπέροχο εξώφυλλο του Δημήτρη Κατσώνη.
Το «Εντόπιο Ρίγος» περιέχει 28 ποιήματα χωρισμένα σε τρεις ενότητες: Το Εντόπιο Ρίγος, Διαλογισμοί, Ένα Νησί. Όλα τα ποιήματα είναι γραμμένα σε μοντέρνα τεχνοτροπία, με σουρεαλιστικά σκόρπια στοιχεία που δένονται αισθητικά κι αποτελούν κάθε φορά κι ένα ενδιαφέρον σύνολο. Επίσης, και στις τρεις ενότητες κυριαρχεί το τοπίο, ιδιαίτερα της Πάφου, με το φως, το μύθο, τη θάλασσα, τον ουρανό, τη γη με τα κυκλάμινα, την ιστορία, τις παραδόσεις, τα μοναστήρια. Μαζί μ’ αυτά και η ψυχή του ανθρώπου. Κι η αγωνία του «σε μια ζωή που όλο αλλάζει/το πρόσωπό της κάθε μέρα» (Όστρακο, σελίδα 24).
Ενδιαφέρουσα και η ποίηση του Ανδρέα Πετρίδη, μια ποίηση που φέρει – κι αυτό είναι το πιο σημαντικό – την προσωπική σφραγίδα του ποιητή, μια γραφή ιδιόμορφη, κι αυτή η ιδιομορφία παρατηρείται και στις κριτικές και τα δοκίμιά του.

ΚΑΤΑΝΥΞΗ (ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ)

Περπατώντας ξανά
στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα
χωρίς καμιά πρόθεση – αντίθετα ίσως,
ξυπνά μια κατάνυξη από ένα
σαπισμένο που πέφτει καρύδι
μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,
που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα
και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο
της μνήμης θρουμπί.

ΟΔΥΝΗ

Γυναίκες – μορφές ανάμεσα
στο χρώμα της νύχτας και της μέρας
σκιές του σπιτιού καρτερικές
τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,
το έπος τους εξιστορούν
με διαπεραστικά τραγούδι θλιμμένο:
Ξέπλυνε πρώτη βροχή
το κάρβουνο, το αίμα.
Ξέπλυνε και τη συνήθεια
του πόνου και του χαμού-
πέπλος κρυφός που κάθεται
στην ψυχή μου ανεπαίσθητα
σαν αόρατη άμμος.

ΟΣΤΡΑΚΟ

Ξάφνου δεν είσαι πια ευτυχής
ξάφνου αμφιβάλλεις
για τον βοριά για τον νοτιά
που χαϊδεύει τα μαλλιά σου
και για το χρώμα του γιαλού
που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.
Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις
αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια,
κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο.
Ώσπου τ’ αφήνεις στην πρώτη στροφή-
ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,
χωρίς διόλου να λυπάσαι.
Καθώς το όστρακό σου ανοίγει πάλι
μπάζοντας φως χάνοντας αίμα,
σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει
το πρόσωπό της κάθε μέρα.

Ο ποιητής Γιάννης Ποδιναράς- Γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης

Η επίμοχθη απόσταξη του Γιάννη Ποδιναρά

Ο Γιάννης Ποδιναράς πρωτοεμφανίστηκε εκδοτικά στην ποίηση το 1996, με την ποιητική συλλογή Ένα πράσινο θολό. Απ’ ό,τι γνωρίζω κι από τις κριτικές που έχω υπόψη, η δουλειά του κρίθηκε ως σοβαρή και ποιοτική για πρώτη εμφάνιση.
Μια δωδεκαετία αργότερα, επανήλθε ο Ποδιναράς, όχι φυσικά δριμύτερος – όπως συνηθίζουμε να λέμε – αλλά πιο έμπειρος και αποσταγματικότερος. Το νέο ποιητικό του βιβλίο έχει τον τίτλο Φαράγγια των Αγγέλων, με ό,τι θα μπορούσε συνειρμικά να σημαίνει κάτι τέτοιο. Πάνω από τα συμβολικά αυτά φαράγγια των αγγέλων σηκώνει συχνά ο ποιητής με τους στίχους του την ψυχή μας, και τη μετεωρίζει σε μια άσκηση βάθους. Τον διαβάζουμε σ’ ένα απόσπασμα από τα «Ταξίδια στο άπειρο»:

Υπάρχεις στο σκοτεινό ποτάμι
της μύχιας ταραχής.
Στην τεντωμένη χορδή της πλήρωσης
και της λιγοθυμιάς του ονείρου.
Γύρισε ο καιρός.
Σήκωσε το τραγούδι μας
να οριοθετήσει ταξίδια στο άπειρο.

Το πρώτο μέρος της συλλογής, με οκτώ σχετικά σύντομα ποιήματα, μας πείθει χωρίς αμφιβολία για την τεχνική και καλλιτεχνική ωρίμανση του ποιητή. Με πρόδηλη την ερωτική θεματική, διαβάζουμε λιτούς και άρτιους στίχους, που διανοίγουν σχεδόν πάντοτε μια υπερβατική προοπτική:

Ένα κύμα στα μέλη.

Ένα μαχαίρι από ήλιο
χάραξε το γυμνό σώμα
βυθίζοντας το φως
σ’ αμμουδερά πηγάδια.
Θαλασσινά νερά
στέγνωσαν τη δίψα μας.

από το ποίημα «Στους βυθούς του ανείπωτου»

Στο δυνατής λυρικής έντασης ποίημα «Κραυγή της Άνοιξης», η κορύφωση επιτυγχάνεται με την κλιμακωτή επανάληψη της λέξης «λευκό», η οποία, επανερχόμενη κάθε φορά σε διαφορετικό σημασιολογικό επίπεδο, φορτίζει το ποίημα με μια ιδιαίτερη δυναμική. Μια δυναμική που οδηγεί τελικά σε λυτρωτική διέξοδο. Κι έτσι φαίνεται να δημιουργείται η καλή τέχνη, ακολουθώντας συνειδητά ή ασυνείδητα αρχετυπικά πρότυπα ρυθμών και παραστάσεων, που εμφωλεύουν βαθιά μέσα μας. Καταγράφω το ποίημα, για να μπορέσω στη συνέχεια να συμπληρώσω τον σχολιασμό μου.

Αγγίζω τη φωνή
κι ο νους μου σαλεύει.
Λευκό του ρίγους,
των αθώων στεναγμών.
Λευκό της πέτρας που ακινητεί προσμένοντας.
Της αέναης αφής.
Της αμφίδρομης ροής.
Της πλήρους αποδοχής και άφεσης.
Λευκό των βέβαιων χρόνων.
Άτρωτη όχθη στων ημερών την οργή.
Γυμνό βύθισμα στο γενναίο φως
που χύνεται στο λευκό χέρι
και σε παίρνει πέρα

στην ανελέητη κραυγή
της Άνοιξης.

Αυτό το τελευταίο, το «βύθισμα στο γενναίο φως, / που χύνεται στο λευκό χέρι / και σε παίρνει πέρα στην ανελέητη κραυγή / της Άνοιξης», είναι η εκτόνωση και η «λύση» της υπαρξιακής αγωνίας που κορυφώθηκε στους προηγούμενους στίχους, με το «λευκό» ως δυναμικό λάϊτ-μοτίβ στην ανάπτυξη του ποιήματος.
Δεν θα σταθώ αναλυτικά στα ολιγόστιχα, αλλά και τόσο πυκνά μικρότερα ποιήματα του πρώτου μέρους της συλλογής. Θέλω μόνο να γενικεύσω ότι αυτά αποτελούν συμπαγείς λυρικούς πυρήνες, με μορφική αρτιότητα και υπαινικτικό βάθος. Διαβάζω τον ολιγόστιχο τίτλο «Σημάδια»:

Ένα κρίνο ταράζει το αίμα.
Κρατήσαμε τη γεύση δυνατή.
Τα μάτια υγρά
στη δίνη της ομορφιάς,
ραγίζουν τη μέρα.

Εδώ η επιγραμματικότητα και η λιτότητα ανεβάζουν με κάθε στίχο το επίπεδο διέγερσης του αισθητικού εκκρεμούς εντός μας, και το επαναφέρουν χωρίς απώλειες σε μια επόμενη ή μεθεπόμενη ανάγνωση. Το καλλιτεχνικό αντικείμενο μπόρεσε, μέσω της κατορθωμένης μορφής, να παγώσει εσαεί σε μια άφθορη κατάσταση. «Ένα κρίνο ταράζει το αίμα», διαβάζουμε ξανά και ξανά, και ο στίχος αυτόνομος σχεδόν και αυτάρκης μάς γεμίζει ένα κενό, σαν να περιμέναμε τον ερχομό του. Υποκύπτω στον πειρασμό να πω λίγα λόγια και για το τελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας, ένα από τα καλύτερα αυτού του βιβλίου. Έχει τον τίτλο «Ώρα καλή», που μας προϊδεάζει για ένα ζεστότερο και νοσταλγικότερο κλίμα, προκαλώντας ταυτόχρονα συνειρμικά κύματα βαθύτερου προβληματισμού για τα ανθρώπινα δρώμενα. Το καταθέτω αυτούσιο:

Έρχεται κάποτε η ώρα
που μιλά η αυγή
και καλπάζουμε στα λειβάδια
των τρελλών καιρών και του νοτιά.
Ανατριχίλα του κορμιού
σαν γνώση του θανάτου,
κοχλάζει το αίμα.
Ταράζει τ’ ακραίο κύτταρο.
Άνοιξε πανιά
κι έβαλε πλώρη
για ταξίδια – και την άγρα των πουλιών.
Ώρα καλή
στον ήλιο και το σκοτάδι των κοχυλιών.
Ώρα καλή
στους ανέμους που κρατάνε
της αγάπης τον λυγμό και το φανέρωμα.

Μια αύρα αγάπης και αισιοδοξίας αναδύεται μέσα απ’ τους πιο πάνω στίχους. Ένας μετρημένος θαυμασμός για το δώρο της ζωής και μια υπόγεια ανατριχίλα για τα πρόδηλα όρια και το πεπερασμένο της επίγειας ευτυχίας. Ο επίλογος, με το χαρακτηριστικά επαναλαμβανόμενο «Ώρα καλή», εκπέμπει μιαν ανάλαφρη τραγουδιστική αύρα, που συνεπαίρνει τον αναγνώστη με την πηγαιότητά της. Το αισθητικό αποτέλεσμα, και πιο συγκεκριμένα η αισθητική ηδονή, εκρέει απ’ το συνήθως απρόβλεπτο κυμάτισμα της μορφής, προσλαμβανόμενη σαν «πτερυγισμός και λαχτάρα στο στήθος».

Μπαίνω τώρα απευθείας στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, για να δώσω ένα σύντομο στίγμα του. Στα είκοσι έξι τόσα ποιήματα αυτής της ενότητας το αισθητικό αποτέλεσμα δεν είναι παντού το ίδιο. Αλλά κι εδώ, όταν κάτι μας ικανοποιεί λιγότερο, οφείλεται προφανώς στον πειρασμό του διανοούμενου δημιουργού να διαλογιστεί καθαρότερα και να φιλοσοφήσει αμεσότερα. Πιο συγκεκριμένα -και σε συνάρτηση με τα πιο πάνω- μιλάμε για τη χρήση ενίοτε ποιητικά αδρανών αφηρημένων εκφράσεων ή καθαρά λογικών προσδιορισμών, όπως για παράδειγμα:

Περαστικοί μαχόμαστε λαθραία
την παράταιρη ιαχή του συρφετού
ή
Πλανιέσαι σ’ ένα πέλαγος
αφροντισιάς και πλήρωσης.

Να μη μας διαφεύγει, ότι στην καλή ποίηση φτάνει κανείς μόνο όταν εκκινεί από το συγκεκριμένο και ρεαλιστικό, το οποίο εμποτίζει διακριτικά και ισορροπημένα με μια υπέρλογη αισθαντικότητα. Γενικότερα όμως βρίσκουμε και στη δεύτερη ενότητα καλά ποιήματα, ιδιαίτερα τα πιο σύντομα, στα οποία ο δημιουργός αισθητοποιεί ικανοποιητικά τις ιδέες και τα συναισθήματά του, αποφεύγοντας τους πειρασμούς των άμεσα διανοητικών ρήσεων. Σας μεταφέρω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το λυρικά νευρώδες ποίημα με τον τίτλο «Στα κατάρτια της άπνοιας»:

Νερό, νερό που σπάζει
στην άκρη της βαθιάς κουφάλας.
Νερό που αναβλύζει

τη λαχτάρα των εφησυχασμένων.
Νερό, καταφύγιο στα κατάρτια
της άπνοιας.
Νερό, να ξεπλύνουμε τη ξαβαμμένη
σκόνη
της ακμής των αετών.
Νερό, νερό
να ξεπλύνουμε τη ψυχή μας.

Τέτοιοι στίχοι νιώθεις πως προϋπήρχαν, γιατί έτσι έπρεπε να είναι, χωρίς ορατά τα σημάδια επεξεργασίας από τον ποιητή, ο οποίος απλώς τους ανέσυρε στην επιφάνεια για να γίνουν αναγνωρίσιμοι και δραστικοί. Παρόμοια κατορθωμένα κομμάτια απαντούν καίρια και αφοπλιστικά στην αχρείαστη συζήτηση περί μορφής και περιεχομένου. Αφού επιβεβαιώνουν ότι η ίδια η μορφή είναι αξεχώριστη από το περιεχόμενο, το οποίο ενυπάρχει σ’ αυτήν ως βαθύτερη εμπνοή, στη σπερματική ήδη σύλληψη του ποιήματος. Για να βγουν όμως με τέτοια παρθενικότητα και πληρότητα χρειάζεται μια επώαση μακρόχρονη και οδυνηρή. Κι ο Γιάννης Ποδιναράς είναι ένας δύστοκος δημιουργός. Ρίχνει στα βάθη της ψυχής του σκληρούς σπόρους. Η σπορά του, παίρνοντας χρόνο για να ριζώσει και να πετάξει ανθούς, δείχνει κάθε φορά να τον εξαντλεί. Τι πιο φυσιολογικό όμως, από το να νιώθει ο ποιητής, ύστερα από κάθε προσπάθεια, ότι τα έδωσε όλα;
Κλείνω και τη δεύτερη αυτή ενότητα της συλλογής, δίνοντας ακόμα ένα λυρικά υποβλητικό εξάστιχο:

Γυρεύουμε ένα δέντρο
να κρυφτούμε.
Να λυθούν οι πλάνες
στο οξύ αγιάζι των ίσκιων.

Στο θρόισμα της σιγανής φωτιάς.
Στην αρμυρή ηδονή της θάλασσας.

                    από το ποίημα «Εδέμ»

Οι στίχοι μιλούν από μόνοι τους, αφού εκφράζουν με επιγραμματική υποβλητικότητα το υποστασιακό δράμα του ανθρώπινου όντος, που αναζητεί ζεστασιά και ασφάλεια στον κόρφο της μάνας φύσης. Μιας φύσης, που μόνη αυτή με την αιωνιότητά της μπορεί να σκεπάσει -έστω για λίγο- το γυμνό κορμί της θνητότητάς μας. Τι μαγική στ’ αλήθεια παραμυθία; Η ποίηση μάς βοηθά να νιώθουμε πιο ελαφρύ το διαχρονικό οντολογικό μας άλγος. Και πέραν οποιασδήποτε άλλης εξαντλήσιμης και ρηχής ηδονής, έχει απ’ τη φύση της τη δυνατότητα να προκαλεί κάθε φορά μέσα μας τη φευγαλέα έστω αίσθηση της υπέρβασης της προσωρινότητάς μας.

Περνώ τώρα στην τρίτη ενότητα του βιβλίου, με τον παράξενα υποβλητικό τίτλο Φαράγγια των Αγγέλων. Τίτλος, που ανεβάζει ονειρικά τον αναγνώστη πάνω σε μια ιλιγγιώδη αιώρα, όπου η ανάγνωση κάθε ποιήματος είναι και μια ριγηλή ώθηση σε μια εναλλασσόμενη ταλάντευση. Μια ταλάντευση, που έχοντας για αφετηρία το συγκεκριμένο κι επίγειο, εκτινάσσει συχνά την ψυχή και το πνεύμα σε χώρους μιας ουσιαστικότερης και βαθύτερης εμπειρίας. Καταθέτω το καταληκτικό μέρος από το ποίημα «Συνάντηση»:

Μαντατοφόρος η μοίρα των πουλιών
ζωγράφισε τ’ ονειρεμένο ταξίδι
απ’ τους ρόζους της γης
ως τις παρυφές του φεγγαριού.
Και το μήνυμα πήγε διάτρητο
απ’ τις πληγές των ανθρώπων-
ν’ απαλύνει το λευκό των άστρων
και ν’ αφήσει το βάρος της λάσπης
μετέωρο στους γαλαξίες.

Τα περισσότερα φυσικά από τα ποιήματα της τρίτης ενότητας είναι μια ακόμα οφειλόμενη σπονδή στον χαμένο χρόνο και τον χαμένο γενέθλιο τόπο της κατεχόμενης Μόρφου. Ο Γιάννης Ποδιναράς δεν ξετυλίγει καμιά μακρόπνοη ή μεγαλόπνοη Ιερεμιάδα στη μνήμη των τόπων που κρατούν στα σπλάχνα τους την κιβωτό της παιδικής του ηλικίας. Ο λόγος του ακούγεται συγκρατημένος και αξιοπρεπής, και τα δάκρυά του έχουν πια αποκρυσταλλωθεί σε δωρικούς αγαλμάτινους στίχους, όπως οι ακόλουθοι:

Φύλλα διάφανα
νερά της άμμου
πότισαν τη φυγή μας.
Βυθός του πράσινου κήπου
χάραξε την αφή της θάλασσας.
Πρώτο άγγιγμα
παλμοί της ζωής μας
στέρεψαν την κοίτη της λήθης.
Μόρφου, γεφύρι στην καρδιά
της ξένης γης.
Μόρφου, γεφύρι στο βαθύ πηγάδι
του νόστου.

Σ’ ένα άλλο κάπως μεγαλύτερο ποίημα για τη Μόρφου, γραμμένο το 2005, με βαρύ και αποκαλυπτικό βηματισμό, ο οραματισμός για το πλήρωμα του χρόνου που θα φέρει την πανηγυρική λύτρωση δίνει στους στίχους μια ριγηλή και τελετουργική πνοή. Ας δούμε το μέρος τούτο:

Μη…μου ψιθύρισες.
Μη θερμαίνεις το πεσμένο μου σώμα.
Μην ανοίγεις διάπλατα τον κλειστό δρόμο της ψυχής μου.
Μίλα μου μόνο σαν θα είσαι σίγουρος
πως τα όνειρα θα ορθώσουν επί τέλους το ανάστημά τους.
Θα περάσουν τις γραμμές και θα ενωθούν
με το μεγάλο διάφανο άστρο
σ’ ένα θρίαμβο απροσπέλαστο
που σαρώνει τους παλιούς καιρούς
και στεφανώνει την έγερση των καινούργιων ασμάτων.

Ακούγεται η μακρινή καμπάνα μιας Ανάστασης σε τούτο το ποίημα. Κι αν η πραγματική ανάσταση ίσως αργεί να έλθει ακόμα, ο Γιάννης Ποδιναράς μπορεί με την τέχνη του να προκαλέσει μέσα μας τα αισθήματα τέτοιας γιορτής και να μας γεμίσει κατάνυξη. Κι η καλλιτεχνικής προέλευσης κατάνυξη δεν είναι, καθώς προείπαμε, ποτέ εξαντλήσιμη, αλλά βιώνεται τελετουργικά σε κάθε ανάγνωση.

Τι έμεινε τώρα να σχολιάσω από το ποιητικό βιβλίο του Γιάννη Ποδιναρά; Μα φυσικά τα «Ελεγεία», και συγκεκριμένα εκείνα που αναφέρονται σε αγαπητούς λογοτέχνες, που έφυγαν αφήνοντας πίσω υποδειγματική ζωή και έργο. Τα ελεγεία αυτά μου αρέσουν, γιατί είναι συνθέσεις που αναπτύσσονται με πολλαπλές ψυχικές και πνευματικές κινήσεις, κάτι που απαιτεί ανάλογη μορφική αντιστοιχία. Δοκιμάζονται εν ολίγοις οι δυνατότητες του δημιουργού στη συνθετική δημιουργία, όπου το λυρικό διαπλέκεται με το αφηγηματικό και το δραματικό οδηγείται λυτρωτικά στη λύση του. Με τράβηξε ιδιαίτερα η αρμονική κλασική συμμετρία και η διανοητική υπαινικτικότητα του αφιερώματος στον αξέχαστο Θεοδόση Νικολάου, προπάντων η λιτή κι ελλειπτική εισαγωγή, με το ακόλουθο επιγραμματικό τετράστιχο:

Στην ταβέρνα, καθώς πίναμε κονιάκ,
μου είπες πως πρέπει να κλείνουμε καλά το μπουκάλι
για να μη χάνεται το άρωμα.
Φύλακας της πεμπτουσίας.

Κι εδώ να σταματούσε το ποίημα, θα ήταν μια πολύ δυνατή επιγραμματική προσωπογραφία. Ό,τι παρακάτω με διανοητική διεισδυτικότητα ακολουθεί, πλεονέκτημα ή μειονέκτημα δεν με απασχολεί, αναλύει κι εδραιώνει μια δυνατή σύλληψη.

Το δεύτερο ελεγείο στο οποίο θ’ αναφερθώ μνημονεύει τον προώρως εκδημήσαντα, αξέχαστο λογοτέχνη Θεόδωρο Στυλιανού. Η αυθεντική του προσωπικότητα ζωντανεύει παραστατικά μέσα από την επιγραμματική και συγκινημένη πένα του Γιάννη Ποδιναρά:

Το λεωφορείο της γραμμής,
το υπεραστικό ταξί και το τηλέφωνο
κουβάλησαν τα δώρα σου
Σεριάνισαν την αρχοντιά
των ταπεινών και των αθώων
στην άκρη της ανόθευτης ματιάς σου.
Στην άκρη της γαλήνης σου.
                                                (απόσπασμα)

Ένιωσα πραγματική συγκίνηση, όταν διάβασα πρώτη φορά αυτό το ποίημα. Σίγουρα όχι μόνο επειδή μου θύμισε
το γεγονός της απουσίας ενός πολύ αγαπητού φίλου, αλλά εξίσου και για τον τρόπο που μου τον έφερε στη μνήμη η ποίηση. Τούτο σημαίνει ότι το καλλιτεχνικό γεγονός πραγματώθηκε με επιτυχία. Κι αυτό είναι ταυτόσημο με την αισθητική καταξίωση του δημιουργού.