Ποίηση Νάσας Παταπίου- επιλογές Ανδρέας Πετρίδης

Ποίηση Νάσας Παταπίου-
Χωρίς τα βαρίδια της Ιστορίας

Η ΛΕΜΠΡΙΚΑΣΤΗ

Ακούς το σούρσιμο της κτένας
Στα μαλλιά μου
Ήχος αρχαίος
Και από τα βάθη των αιώνων
Έρχεσαι
Πίθο βυζαντινό κομίζεις
Γεμάτο υπέρπυρα
Όμως οι μάχαιρες οξείες
Και πυκνά τα βέλη
Σαν διασχίζεις
Ένα μαύρο πετρωμένο δάσος
όπου στο ξέφωτό του
Ρέει πυρίκαυστος
Ο έρως
Από τα χέρια μου
Η κτένα τότε πέφτει
Θρόισμα φτερών
Το χώρο κατακλύζει
Με πλημμυρίζουν ρήματα αγάπης
Στάζουν χυμοί
Από κόκκινα σταφύλια
Στον ποδόγυρό μου
Τον ίππο μου πτερνίζω
Και αναχωρώ
Χωρίς να είμαι έμπειρος ιππέας
Γνωρίζω είμαι το σήμερα

Και είσαι το τότε
Πατρίδα, Πατρίδα
Σε τέμνουν όρη
Και βουνοκορφές
Σε διασχίζουν ποταμοί
Με διατρέχουν παραπόταμοι
Μες στα νερά μας βουλιάζουν
Τα υδρόβια
Ενδημούν τα αμφίβια

Μα ως πότε λάθρα
Θα βιώνουν οι αλλόφυλοι ;
Στα έγκατά μου
Στα απώτατα σπλάχνα μου
Στις εσοχές μου τις ανύποπτες
Σε περισώζω
Θα κυνηγήσω τον εχθρό
Όπως οι εφιάλτες τον ύπνο μου
Θα συναντήσω αυτόν
Από τα βάθη των αιώνων
Που έρχεται
Τον αγύρτη, τον αλάστορα,
Τον μονομάχο
Τον βλέπω να εισέρχεται
Στις νότιες ακτές
Στο Σύλαιο λέγοντας
Μεγαλόνησο σε ονοματίζω
Και δεν θα συληθείς ποτέ.

ΑΝΑΠΛΟΥΣ

Κλείνω τα μάτια
Και ξυπνά ένας παφλασμός κυμάτων
Κατηφορίζει από το μεγάλο ακρωτήρι
Και προσεγγίζει τον μεγάλο κόλπο
Τα τείχη χαιρετώντας
Και ύστερα τέμνει την έρημη πεδιάδα
Τις νύχτες πάλι
Κάτω από την κλίνη μου περνά
Και αίφνης τη μεταβάλλει σε μικρή σχεδία
Έξω καλπάζει το άλογο του Μυροβλύτη
Να με καλούν οσμές του παρελθόντος
Στον ουρανό να ξεδιπλώνονται παραμυθιών εικόνες
Ψίθυροι αγνώστων
Να ερμηνεύουν τις γητειές και προφητείες
Θα ταξιδεύσω
Χαρτογραφώντας τις ακτές σου
Τα ιζολάρια, οι πορτολάνοι, οι πυξίδες
Δεν με σώζουν
Οι εφιάλτες πειρατές
Με συλλαμβάνουν
Δένουν τα χέρια μου πισθάγκωνα
Με ανακρίνουν
Χιλιάδες χρόνια με ανακρίνουν
Αναγνωρίζω τη σκουριά στις αλυσίδες
Τις ρίζες μου διεκδικώ
Το χώμα που με ανέθρεψε
Δηλώνω μια αυτοφυής
Λευκή ανεμώνη
Ανάλγητοι οι πειρατές
Δεν συγκινούνται

Αιτούν το αίμα μου ως αντίλυτρο
Μα δεν θα λυτρωθούν
Θα λυτρωθεί μόνον αυτή
Η αλσίφυλλος
Στο ίδιο αίμα κόκκινη
Βαθυκόκκινη
Σαν θα φυτρώσει.

ΑΣΑΝΔΑΛΗ

Ποιος αέρας φυσά
Κι έρχεται
Και από πού έρχεται
Κομίζοντας τα οιστρογόνα
Του έρωτα
Παραληρώντας σε φως μέθης
Αχ, να μπορούσα
Στη δίνη του να πετάξω
Ασάνδαλη
Χωρίς υπάρχοντα
Με φωτοστέφανο μόνο τον πόθο
Μόνο με τον πόθο
Περιδέραιο στο λαιμό μου
Για ένδυμα
Γυμνή
Και με ένδυμα
Μόνο το πάθος
Ως βυσσινί βελούδο
Το πάθος
Μα τι πάθος
Ρίγη, κραυγές ερωτικές
Επιθανάτιοι ρόγχοι

Ν’ αντηχούν στο απαλό βελούδο
Με ποτά δυνατά κατά του ιλίγγου
Στην ανύψωση
Στη νοητή ουράνια κλίμακα
Την περιστοιχισμένη
Με ευώδη άνθη
Ακανθοφόρα
Στην εξύψωση
Και στην άκρα ταπείνωση.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Είμαι ένα καθαρόαιμο άλογο
Που τρέχει μες στη νύχτα
Και γυαλίζουν τα μάτια του
Τρέχει για να προλάβει τη μέρα
Καλπάζει να διασχίσει
Και πάλι το σκοτάδι
Μεγάλωσα πολύ
Και μού’ λειψαν τα χάδια
Κι η μητέρα μου
Μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ
Κάθεται και ατενίζει τη δύση
Πώς λοιπόν να γείρω
Στην αγκαλιά της
Πώς να αρχίσουν
Ξανά τα παραμύθια
Έτσι μεταμορφώθηκα σε άλογο
Κι επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Αναδρομικά και αιώνια
Άκουσε το χλιμίντρισμά μου

Την αγωνία μου αφουγκράσου
Σκέψου πως φέρω
Και των προγόνων μου τα βάρη
Επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Ως ορμητίας ίππος
Και ανεμοκυκλοπόδης
Μαυρογόνατος και πετροκαταλύτης
Εγώ το άλογο
Και εσύ η γυναίκα
Έλα αναβάτης
Στην πλάτη μου πατρίδα
Μαζί να φύγουμε
Να σωθούμε μαζί
Μες στις σπηλιές των θρύλων σου
Αιλουροειδές ας ξεψυχήσω.

          Φασγάνου δίχα, 2009

Ποίηση Ευφροσύνης Μαντά – Λαζάρου ( επιλέγει ο Ανδρέας Πετρίδης )

Ευφροσύνη Μαντά – Λαζάρου
Αυτή η Άγνωστη

ΤΟ ΜΕΣΑ ΦΟΡΕΜΑ

Καθόλου δεν μου μοιάζει
αυτή που συναντήσατε προχθές,
Εκείνη έφευγε.
Εγώ ερχόμουν.
Επέστρεφα με ένα χαμόγελο ασφοδέλους.
Μα δεν υπάρχει πιο εγκάρδιο χαμόγελο
από τα χείλη που πόνεσαν θανατηφόρα.
Έτσι καθώς ανοίγει η καρδιά και πάλι σαν πρώτη φορά.

*
Με την αναπνοή της πάλλευκης σιωπής –
στο φως ανεβαίνει το σώμα χρυσίζοντας,
ανατολή μου ρόδινη, μεταξωτό σε τυλιγάδι.
Τον κόσμο τον υφαίνουνε τα μάτια.
Σαν γάτα που κοιμάται στα λουλούδια μας
τεντώνεται, ξυπνώντας από όνειρο η ζωή.
Ο κήπος με τ’ αγάλματα γέμισε πεταλούδες.
Στο φως ανεβαίνει το σώμα χρυσίζον,
τσαμπί από μέλι
που ο έρωτας πυκνώνει στις κηρήθρες του

και η ψυχή ψιχίον πέφτει στο δισάκι.
Είπα το σύννεφο που διασχίζω, χρόνο.

*

Με πήραν οι λέξεις και μ’ έντυσαν
σε κήπους δροσάτους, σπίτια ζεστά.
Με πήραν οι λέξεις σε κόσμους κτισμένους,
παράθυρο μου αφήκαν λυμένους τους φθόγγους τους
να ξεκουμπώνω τα στήθη μου λευκά γιασεμιά
στο χάδι του ήλιου μιας μέρας καινούργιας.
Να μιλώ με δικές μου φωνές
στις χορδές των δικών μου των σπλάχνων,
να υψώνω πανί στο κατάρτι του γέλιου μου,
να βυθίζω τον πόνο μου σε στεναγμούς δικούς μου
κι άς κρατάει το σώμα ίδιο υλικό από κτίσεως κόσμου.

*

( Όλοι καθόντουσαν φρόνιμα
κανένας δεν ήθελε
μιαν αταξία ακόμη στο κεφάλι του.
Αρκετός μπελάς ήταν κιόλας η νύχτα).

Όταν ξημερώσει…
Θα περάσω στη σάλα
με όλα τα φώτα αναμμένα
λαμπεροί πολυέλαιοι κρύσταλλα λόγια.

Πές μου για τα πράγματα.
Όχι πώς είναι, αλλά πώς απλώνουν το χέρι τους
μές την ακίνητη ζωή μας.

Θα γλιστρήσω στην έναστρη νύχτα
που στρώνεις κρεβάτι
στην άφεγγη βραδιά των ματιών σου
γυναίκα ο πόθος σου
θα ξημερώσω το φως σου.

Πές μου για τα πράγματα.
Όχι πώς είναι, αλλά πώς νιώθεις το αίμα τους
όταν ξυπνάμε.

*

Εξοδούχος των πολέμων
και των βάναυσων ιδεών του γένους του
σαν στρατιώτης εν ώρα αναπαύσεως
είχε αποθέσει την πανοπλία του,
γυμνός πλάϊ της.

Η γυναίκα σηκώθηκε ανάλαφρη απ’ τα λευκά σεντόνια του έρωτά τους και γυμνή περπάτησε την πλέον πολυσύχναστη λεωφόρο της πόλης τους. Ο έρωτας είχε κηρύξει αθώα τη σάρκα της. Με τόση αθωότητα περπάτησε, που αόρατη πέρασε ανάμεσα σε στίφη βέβηλών πόθων και χυδαία βλέμματα δεν συνέλαβαν τη μορφή της. Ούτε καν τη λάμψη του περάσματός της, γιατί ήταν ολόκληρο το σύμπαν μές το φως της. Εκείνη ειρηνική, με τη σάρκα να αναπαύεται ηδονικά αξεχώριστη μέσα στο πνεύμα, το ίδιο θα μπορούσε, όπως εύκολα ζούσε μέσα στον κόσμο, να αποσυρθεί σε σκήτη ή μοναστήρι.
*

Στην πόλη αυτή θα ζήσουμε μοναχικά
καθένας με τους έρωτές του.

Καθώς τα λάβαρα και οι σημαίες αποσύρονται
δια παντός
αφήνουν τον ουρανό ελεύθερο
να κοιτάξει στα μάτια
καθένα ξεχωριστά
να σκύψει να ονοματίσει
όπως κοιτάζει η μάνα το νεογέννητο.

Μια νέα δόξα κυματίζει, αίφνης μεταξένια
στα σφριγηλά στήθη μιας γλυκιάς αγάπης νέας.
Μικρή μου πόλη, αγαπημένη Χώρα
δίχως συνθήματα θα ερωτευτούμε
στις στροφές των κλειστών δρόμων σου
παρατώντας ξόανα, ειδώλια, θεούς και δαίμονες
πρώτη φορά.

Δίχως συνθήματα θα ερωτευόμαστε εις τους αιώνας
στην πόλη την κλειστή
ώσπου ν’ ανοίξει -επιτέλους- η δειλή καρδιά μας.

*

Έφευγα
και το λικνιστικό περπάτημα της μοναξιάς σου
μπερδεύτηκε μέσα στα βήματά μου.

Έφευγες
και το αργό περπάτημα της λύπης μου
δρεπάνι γύριζε μέσα στα βήματά σου.

Σκόνταψα φεύγοντας στο αλύχτισμα μιας
σκοτεινής βεράντας

που με ακολούθησε στο βουερό δρόμο.

Παμφάγος λεωφόρος, τώρα, με καταπίνει.

*

Θα κατεβώ με το αστροπελέκι του έρωτα
από του ουρανού μου την αιώρα στη δική σου γη
Θα ξηλώσω κλωστή-κλωστή
κάθε σου ένδυμα, κάθε σου όστρακο
έτσι, καθώς τα φιλιά μου θα ξεκουμπώνουν
έναν-έναν τους λυγμούς των σιωπών
στο κλειδωμένο σου πουκάμισο.

Να γίνεσαι εσύ και να γεννιέσαι από δική σου ζύμη.
Ό,τι εναποθέτει η ύλη της ζωής
χαράζει σαν μαχαίρι της αλήθειες μου.

*

Όταν κλειδώνεις την καρδιά και με κρατάς απέξω
κλαίω, αγάπη μου πικρή, την ερημιά σου.
Τα βράδια την ποτίζει, φως μου, το φεγγάρι μου,
όταν κλειδώνεις την καρδιά και με κρατάς απέξω.

Έτσι στιλπνό που ήτανε το χάδι σου,
ήσουν καθρέφτης.
Επέστρεφες τις μορφές, που έμελλαν
μια μέρα να χαθούν μές στο κενό σου.
Κι ήταν μια μέρα που γλυστρούσε κι έφευγε.
Έγερνε το κορμί της μια απ’ εδώ και μια απ’ εκεί,
είχε τα πρωινά λυμένα τα μαλλιά στον άνεμο,

μάς κοίταζε με προσμονή με τα μεγάλα
δειλινά της μάτια.

Ώσπου τέλος
διάβηκε κι αυτή σαν και τις άλλες μέρες,
όταν κλειδώνεις την καρδιά και με κρατάς απ’ έξω.

*

Μπορεί να είναι η αγάπη σου
αυτά τα πλαγιασμένα κρίνα των λέξεών σου
αυτά τα λινά και βαμβακερά πουκαμισάκια
για το καλοκαίρι μας.

Μπορεί να είναι η αγάπη σου
αυτές οι ανθισμένες ομπρελίτσες
που σφυρίζεις με ανεμελιά
σκέπη τη σκέπη τους μές τη βροχή
καλά να μας φυλάξουνε στεγνούς
από το παγωμένο αιφνίδιο.

Θα σου χαρίσω μια σφενδόνη, αν μάθεις να κελαηδάς.
Για να μπορείς να κυνηγάς μακριά μου
τα όνειρά σου που νυκτοπορούν.
Φορούνε κίτρινες κάλτσες, πράσινα ζεστά κασκόλ,
παπούτσια γεμενιά στις σκανταλιές τους
και πολιορκούν τις τρυφερές
εκφορές της αγάπης μου.
Αλλά, αν μάθεις να κελαηδάς
τα όνειρά σου που υπνοβατούν
θα γίνουν ματοτσίνορα
στα γελαστά μου μάτια.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Κι όταν νυχτώνει όμορφα
ο ήλιος ξενυχτάει αθώρητος.
Το τρυφερό του φως στο παραθύρι μου ακουμπάει
στρογγυλό σημάδι της αγάπης μου.

Το ζήτημα είναι αυτό:
Να αγαπώ αθάνατα και θαμμένη στο χιόνι της ερήμου
να μπορώ ν’ αγαπώ κι εσένα κι εμένα χαρούμενα.
Το τι θα κάνεις και για ποιούς είναι η δική σου νύχτα.

Δεν μπορεί, κάτι θα έχει να σε ντύσει.

Γυμνός δεν έμεινε ποτέ κανείς
ούτε κι ο θάνατος ούτε και η αλήθεια.

                      Το Μέσα Φόρεμα, 2011

ΑΛΛΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ – Ανδρέα Πετρίδη

ΧΩΡΙΣ ΣΧΟΛΙΑ –
Άλλες 5 ποιητικές Συναντήσεις
A.
Ευφροσύνη Μαντά – Λαζάρου
Αυτή η Άγνωστη

ΤΟ ΜΕΣΑ ΦΟΡΕΜΑ

Καθόλου δεν μου μοιάζει
αυτή που συναντήσατε προχθές,
Εκείνη έφευγε.
Εγώ ερχόμουν.
Επέστρεφα με ένα χαμόγελο ασφοδέλους.
Μα δεν υπάρχει πιο εγκάρδιο χαμόγελο
από τα χείλη που πόνεσαν θανατηφόρα.
Έτσι καθώς ανοίγει η καρδιά και πάλι σαν πρώτη φορά.

*
Με την αναπνοή της πάλλευκης σιωπής –
στο φως ανεβαίνει το σώμα χρυσίζοντας,
ανατολή μου ρόδινη, μεταξωτό σε τυλιγάδι.
Τον κόσμο τον υφαίνουνε τα μάτια.
Σαν γάτα που κοιμάται στα λουλούδια μας
τεντώνεται, ξυπνώντας από όνειρο η ζωή.
Ο κήπος με τ’ αγάλματα γέμισε πεταλούδες.
Στο φως ανεβαίνει το σώμα χρυσίζον,
τσαμπί από μέλι
που ο έρωτας πυκνώνει στις κηρήθρες του

και η ψυχή ψιχίον πέφτει στο δισάκι.
Είπα το σύννεφο που διασχίζω, χρόνο.

*

Με πήραν οι λέξεις και μ’ έντυσαν
σε κήπους δροσάτους, σπίτια ζεστά.
Με πήραν οι λέξεις σε κόσμους κτισμένους,
παράθυρο μου αφήκαν λυμένους τους φθόγγους τους
να ξεκουμπώνω τα στήθη μου λευκά γιασεμιά
στο χάδι του ήλιου μιας μέρας καινούργιας.
Να μιλώ με δικές μου φωνές
στις χορδές των δικών μου των σπλάχνων,
να υψώνω πανί στο κατάρτι του γέλιου μου,
να βυθίζω τον πόνο μου σε στεναγμούς δικούς μου
κι άς κρατάει το σώμα ίδιο υλικό από κτίσεως κόσμου.

*

( Όλοι καθόντουσαν φρόνιμα
κανένας δεν ήθελε
μιαν αταξία ακόμη στο κεφάλι του.
Αρκετός μπελάς ήταν κιόλας η νύχτα).

Όταν ξημερώσει…
Θα περάσω στη σάλα
με όλα τα φώτα αναμμένα
λαμπεροί πολυέλαιοι κρύσταλλα λόγια.

Πές μου για τα πράγματα.
Όχι πώς είναι, αλλά πώς απλώνουν το χέρι τους
μές την ακίνητη ζωή μας.

Θα γλιστρήσω στην έναστρη νύχτα
που στρώνεις κρεβάτι
στην άφεγγη βραδιά των ματιών σου
γυναίκα ο πόθος σου
θα ξημερώσω το φως σου.

Πές μου για τα πράγματα.
Όχι πώς είναι, αλλά πώς νιώθεις το αίμα τους
όταν ξυπνάμε.

*

Εξοδούχος των πολέμων
και των βάναυσων ιδεών του γένους του
σαν στρατιώτης εν ώρα αναπαύσεως
είχε αποθέσει την πανοπλία του,
γυμνός πλάϊ της.

Η γυναίκα σηκώθηκε ανάλαφρη απ’ τα λευκά σεντόνια του έρωτά τους και γυμνή περπάτησε την πλέον πολυσύχναστη λεωφόρο της πόλης τους. Ο έρωτας είχε κηρύξει αθώα τη σάρκα της. Με τόση αθωότητα περπάτησε, που αόρατη πέρασε ανάμεσα σε στίφη βέβηλών πόθων και χυδαία βλέμματα δεν συνέλαβαν τη μορφή της. Ούτε καν τη λάμψη του περάσματός της, γιατί ήταν ολόκληρο το σύμπαν μές το φως της. Εκείνη ειρηνική, με τη σάρκα να αναπαύεται ηδονικά αξεχώριστη μέσα στο πνεύμα, το ίδιο θα μπορούσε, όπως εύκολα ζούσε μέσα στον κόσμο, να αποσυρθεί σε σκήτη ή μοναστήρι.
*

Στην πόλη αυτή θα ζήσουμε μοναχικά
καθένας με τους έρωτές του.

Καθώς τα λάβαρα και οι σημαίες αποσύρονται
δια παντός
αφήνουν τον ουρανό ελεύθερο
να κοιτάξει στα μάτια
καθένα ξεχωριστά
να σκύψει να ονοματίσει
όπως κοιτάζει η μάνα το νεογέννητο.

Μια νέα δόξα κυματίζει, αίφνης μεταξένια
στα σφριγηλά στήθη μιας γλυκιάς αγάπης νέας.
Μικρή μου πόλη, αγαπημένη Χώρα
δίχως συνθήματα θα ερωτευτούμε
στις στροφές των κλειστών δρόμων σου
παρατώντας ξόανα, ειδώλια, θεούς και δαίμονες
πρώτη φορά.

Δίχως συνθήματα θα ερωτευόμαστε εις τους αιώνας
στην πόλη την κλειστή
ώσπου ν’ ανοίξει -επιτέλους- η δειλή καρδιά μας.

*

Έφευγα
και το λικνιστικό περπάτημα της μοναξιάς σου
μπερδεύτηκε μέσα στα βήματά μου.

Έφευγες
και το αργό περπάτημα της λύπης μου
δρεπάνι γύριζε μέσα στα βήματά σου.

Σκόνταψα φεύγοντας στο αλύχτισμα μιας
σκοτεινής βεράντας

που με ακολούθησε στο βουερό δρόμο.

Παμφάγος λεωφόρος, τώρα, με καταπίνει.

*

Θα κατεβώ με το αστροπελέκι του έρωτα
από του ουρανού μου την αιώρα στη δική σου γη
Θα ξηλώσω κλωστή-κλωστή
κάθε σου ένδυμα, κάθε σου όστρακο
έτσι, καθώς τα φιλιά μου θα ξεκουμπώνουν
έναν-έναν τους λυγμούς των σιωπών
στο κλειδωμένο σου πουκάμισο.

Να γίνεσαι εσύ και να γεννιέσαι από δική σου ζύμη.
Ό,τι εναποθέτει η ύλη της ζωής
χαράζει σαν μαχαίρι της αλήθειες μου.

*

Όταν κλειδώνεις την καρδιά και με κρατάς απέξω
κλαίω, αγάπη μου πικρή, την ερημιά σου.
Τα βράδια την ποτίζει, φως μου, το φεγγάρι μου,
όταν κλειδώνεις την καρδιά και με κρατάς απέξω.

Έτσι στιλπνό που ήτανε το χάδι σου,
ήσουν καθρέφτης.
Επέστρεφες τις μορφές, που έμελλαν
μια μέρα να χαθούν μές στο κενό σου.
Κι ήταν μια μέρα που γλυστρούσε κι έφευγε.
Έγερνε το κορμί της μια απ’ εδώ και μια απ’ εκεί,
είχε τα πρωινά λυμένα τα μαλλιά στον άνεμο,

μάς κοίταζε με προσμονή με τα μεγάλα
δειλινά της μάτια.

Ώσπου τέλος
διάβηκε κι αυτή σαν και τις άλλες μέρες,
όταν κλειδώνεις την καρδιά και με κρατάς απ’ έξω.

*

Μπορεί να είναι η αγάπη σου
αυτά τα πλαγιασμένα κρίνα των λέξεών σου
αυτά τα λινά και βαμβακερά πουκαμισάκια
για το καλοκαίρι μας.

Μπορεί να είναι η αγάπη σου
αυτές οι ανθισμένες ομπρελίτσες
που σφυρίζεις με ανεμελιά
σκέπη τη σκέπη τους μές τη βροχή
καλά να μας φυλάξουνε στεγνούς
από το παγωμένο αιφνίδιο.

Θα σου χαρίσω μια σφενδόνη, αν μάθεις να κελαηδάς.
Για να μπορείς να κυνηγάς μακριά μου
τα όνειρά σου που νυκτοπορούν.
Φορούνε κίτρινες κάλτσες, πράσινα ζεστά κασκόλ,
παπούτσια γεμενιά στις σκανταλιές τους
και πολιορκούν τις τρυφερές
εκφορές της αγάπης μου.
Αλλά, αν μάθεις να κελαηδάς
τα όνειρά σου που υπνοβατούν
θα γίνουν ματοτσίνορα
στα γελαστά μου μάτια.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Κι όταν νυχτώνει όμορφα
ο ήλιος ξενυχτάει αθώρητος.
Το τρυφερό του φως στο παραθύρι μου ακουμπάει
στρογγυλό σημάδι της αγάπης μου.

Το ζήτημα είναι αυτό:
Να αγαπώ αθάνατα και θαμμένη στο χιόνι της ερήμου
να μπορώ ν’ αγαπώ κι εσένα κι εμένα χαρούμενα.
Το τι θα κάνεις και για ποιούς είναι η δική σου νύχτα.

Δεν μπορεί, κάτι θα έχει να σε ντύσει.

Γυμνός δεν έμεινε ποτέ κανείς
ούτε κι ο θάνατος ούτε και η αλήθεια.

                      Το Μέσα Φόρεμα, 2011

B.
Φωνή που σίγησε νωρίς –
Η νεοτερική Ειρήνη Χατζηλουκά – Μαυρή

( ΑΝΤΙΦΩΝΗΣΕΙΣ )

Σπλαχνική Μητέρα
Στην ανοξείδωτη ξαγρύπνια σου
Αναγιώνεις βλαστούς
Σαν δροσάτα άστρα
Τις νύχτες που λουφάζει η Ζωή
Γαληνεμένη ξαποσταίνεις
Με αυτάρκεια
Γνώσης
Και άγνοιας…
Ωραία η σιωπή
Ενώ οι φλοίσβοι του αύριο πλαταίνουν
Εσύ φυλάς παραφυάδες
Με νυσταγμένη στοργή
Δωροφορείς το στήθος των άστρων
-Αρμονίας μέστωμα και βάλσαμο ψυχής-
Γυναίκα
Άγουσα υποσχέσεις αποκάλυψης
Ροδαλά προσωπάκια
Και ισορροπίες σήμαντρα:
“H μήτρα κυοφορεί μέσα της
Το άγγιγμα των εποχών
Η γονική άνθιση
Προορισμός
Εκ των πιο σπουδαίων…”
Μπροστά η αγάπη
Τα οικόσημα τέκνα εν τη αγκάλη Σου κοιμώμενα

Απορώ
Ότι πρέπει Σοι
Πάσα τιμή
Και σελαγιστή ομολογία…
-Μητέρα γλυκιά μου
Σε φιλώ.

*
Στρατιώτη
των ωχρών άκρων
των φευγάτων χορών
δεν πρόλαβες
να πιείς γλυκό κρασί
από τη λόγχη του όπλου σου
ή από το μαχαίρι στο θηλιόζωνό σου,
αγνόησες τις κλήσεις της ζωής-
μπροστά το ηφαίστειο
πίσω η λύρα
έπρεπε να διαλέξεις
προδομένε άγγελε
πριν δρομολατήσεις
μικρό παλληκαράκι
με τον μενεξέ στ’ αυτί
την αποκοτιά στο στέρνο,
δήλωσες απών
τις μέρες που σε ψάχναμε
εγκλιματισμένος στα υπόγεια
κράτησες ανέπαφο τον χυμό
που δοκίμαζες
προτού σφαλιστούν οι Πύλες,
ανάπαυση.
Έφυγες χθές
φορώντας το παράπονο
επιλέγοντας μη αναστρέψιμες λύσεις
γενόμενος αιώνιος αθάνατος
– Ώρα καλή σου!
Η μόνωση σε προστατεύει.

( ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ )

Πέμψε Κύριε
παρηγοριάς ευαγγέλια
και χρίσμα θείο
στ’ άτομα της μοναξιάς
που ολοένα οδεύουν σε χιαστί αδιέξοδα
παλεύοντας με την περίμετρο και το εμβαδό τους,
στερημένα «αμφί» και «προς»
από τους παράλυτους περπατητές
τους αναβάτες των ψευδαισθήσεων
τους ψυχρούς υπολογιστές του τέλους.
Αφάνισε
τα άπλυτα φαινόμενα
τ’ ατέρμονα μαρτύρια
τα θλιμμένα Σάββατα,
δικαίωσε τα φτηνά όνειρα
των οικούντων στην αμαρτία
αναμένοντας τη Σωτηρία
πρόσφερε έλεος δωρούμενο
Σώμα και Αίμα σου
σ’ ευσπλαχνικό δισκοπότηρο…
Λάφυρο
η βάπτιση των εντεταγμένων
στα σενάρια των Ουρανών,
πιστεύω.

( Λεπτομέρειες )

Η ολολυγή του φεγγαριού
στον μεσαρίτικο κάμπο
το πολύ προχωρημένο δείλι,
μαρτυρία
προαίσθημα
οιωνός
ευθεία το μετασούρουπο
η Άλωση…
-στο χέρι προγονικός φανός παμπάλαιος-
η εστία φωτός
σ’ αλλοτινούς καιρούς
σε σιτοβολώνες πυρωμένους
π’ αναγιωθήκαμε
με ψωμί και χαλούμι
με την αστροφεγγιά
τις σκιές και τα φαντάσματα,
σεκόντο
του δίχωρου της αναβροχιάς
της σπρογιασμένης καμάρας
του φούρνου
της μάντρας
των ψάθινων πανεριών…
Άπαντα
συνάμενα είδωλα
ασαφήνιστων ημερών
ξεμπρατσωμένα αλήθειες θερισμένες
και Γοργόνες ξανθές
να φονεύουν από αγάπη
για τον Αλέξανδρο
τη ρήση-απάντηση:

«ο Αδελφός πέθανε
έναν Ιούληαύγουστο
στο στερνογύρισμα του Ιούλη
στις δέκα και τέσσερις του Αυγούστου
περίπου…
κάπου εκεί».
Η επιλογή του τέλους;
Οι άφεγγες νύχτες
οι φερέγγυες.

*

Ο μέρμηγκας
Αγουροξυπνημένος αχθοφόρος
Πρώτο κέρασμα λυπημένης μέρας
Κινητή μαυριδερή καρφιτσούλα
Σε μια νωχελική κατωφέρεια
Ακροβάτης
Μ’ ένα λιλιπούτειο σποράκι στο στόμα
Παράκαιρη καλοκαιρινή αμοιβή
-Όλο ανομβρία τα φθινόπωρά μας
Ύπνος τοις άλλοις
Στους ξέγνιαστους άρχοντες του κάποτε-
Τιποτένιο μιντέρι
Το χαμόκλαδο
Φαντασμένος μπελάς πριν απ’ το τέρμα
Εμπόδιο απροσπέλαστο…
Ο καιροφυλάκτης κλώνος
-Αυτός ο αντίπαλος
Ο μηδαμινός
Ο πανίσχυρος-
Αρνείται

Την προσέγγιση
Τη συμφιλίωση
Την υποχώρηση
Ώρες σειρά…
(Η ανάγκη θέλει υπομονή να νικήσεις)
Δεσμώτης ο αεί υπό της τύχης
Χωρίς επιούσιον
Χωρίς πληρωμή
Χωρίς την καμπανοτρίγωνη κρύπτη του
Στιγματισμένος
μ’ έναν τεράστιο όσο κι η μύτη του βελονιού λίθο
Στον καταπιώνα μέσα έξω
Αλέθει ολημερίς στον ήλιο
Και σε μασκαρεμένα φεγγάρια μπροστά
Καταβυθισμένος
Σε ξεμωραμένες γητειές
Τον ίδιο μονότονο σκοπό:
“Πρόσφυγας
Πρόσφυγας
Πρόσφυγας…”

( από τη συλλογή Σε –εις και – ες, 1997 )

Γ.
Ποίηση Νάσας Παταπίου-
Χωρίς τα βαρίδια της Ιστορίας

Η ΛΕΜΠΡΙΚΑΣΤΗ

Ακούς το σούρσιμο της κτένας
Στα μαλλιά μου
Ήχος αρχαίος
Και από τα βάθη των αιώνων
Έρχεσαι
Πίθο βυζαντινό κομίζεις
Γεμάτο υπέρπυρα
Όμως οι μάχαιρες οξείες
Και πυκνά τα βέλη
Σαν διασχίζεις
Ένα μαύρο πετρωμένο δάσος
όπου στο ξέφωτό του
Ρέει πυρίκαυστος
Ο έρως
Από τα χέρια μου
Η κτένα τότε πέφτει
Θρόισμα φτερών
Το χώρο κατακλύζει
Με πλημμυρίζουν ρήματα αγάπης
Στάζουν χυμοί
Από κόκκινα σταφύλια
Στον ποδόγυρό μου
Τον ίππο μου πτερνίζω
Και αναχωρώ
Χωρίς να είμαι έμπειρος ιππέας
Γνωρίζω είμαι το σήμερα

Και είσαι το τότε
Πατρίδα, Πατρίδα
Σε τέμνουν όρη
Και βουνοκορφές
Σε διασχίζουν ποταμοί
Με διατρέχουν παραπόταμοι
Μες στα νερά μας βουλιάζουν
Τα υδρόβια
Ενδημούν τα αμφίβια

Μα ως πότε λάθρα
Θα βιώνουν οι αλλόφυλοι ;
Στα έγκατά μου
Στα απώτατα σπλάχνα μου
Στις εσοχές μου τις ανύποπτες
Σε περισώζω
Θα κυνηγήσω τον εχθρό
Όπως οι εφιάλτες τον ύπνο μου
Θα συναντήσω αυτόν
Από τα βάθη των αιώνων
Που έρχεται
Τον αγύρτη, τον αλάστορα,
Τον μονομάχο
Τον βλέπω να εισέρχεται
Στις νότιες ακτές
Στο Σύλαιο λέγοντας
Μεγαλόνησο σε ονοματίζω
Και δεν θα συληθείς ποτέ.

ΑΝΑΠΛΟΥΣ

Κλείνω τα μάτια
Και ξυπνά ένας παφλασμός κυμάτων
Κατηφορίζει από το μεγάλο ακρωτήρι
Και προσεγγίζει τον μεγάλο κόλπο
Τα τείχη χαιρετώντας
Και ύστερα τέμνει την έρημη πεδιάδα
Τις νύχτες πάλι
Κάτω από την κλίνη μου περνά
Και αίφνης τη μεταβάλλει σε μικρή σχεδία
Έξω καλπάζει το άλογο του Μυροβλύτη
Να με καλούν οσμές του παρελθόντος
Στον ουρανό να ξεδιπλώνονται παραμυθιών εικόνες
Ψίθυροι αγνώστων
Να ερμηνεύουν τις γητειές και προφητείες
Θα ταξιδεύσω
Χαρτογραφώντας τις ακτές σου
Τα ιζολάρια, οι πορτολάνοι, οι πυξίδες
Δεν με σώζουν
Οι εφιάλτες πειρατές
Με συλλαμβάνουν
Δένουν τα χέρια μου πισθάγκωνα
Με ανακρίνουν
Χιλιάδες χρόνια με ανακρίνουν
Αναγνωρίζω τη σκουριά στις αλυσίδες
Τις ρίζες μου διεκδικώ
Το χώμα που με ανέθρεψε
Δηλώνω μια αυτοφυής
Λευκή ανεμώνη
Ανάλγητοι οι πειρατές
Δεν συγκινούνται

Αιτούν το αίμα μου ως αντίλυτρο
Μα δεν θα λυτρωθούν
Θα λυτρωθεί μόνον αυτή
Η αλσίφυλλος
Στο ίδιο αίμα κόκκινη
Βαθυκόκκινη
Σαν θα φυτρώσει.

ΑΣΑΝΔΑΛΗ

Ποιος αέρας φυσά
Κι έρχεται
Και από πού έρχεται
Κομίζοντας τα οιστρογόνα
Του έρωτα
Παραληρώντας σε φως μέθης
Αχ, να μπορούσα
Στη δίνη του να πετάξω
Ασάνδαλη
Χωρίς υπάρχοντα
Με φωτοστέφανο μόνο τον πόθο
Μόνο με τον πόθο
Περιδέραιο στο λαιμό μου
Για ένδυμα
Γυμνή
Και με ένδυμα
Μόνο το πάθος
Ως βυσσινί βελούδο
Το πάθος
Μα τι πάθος
Ρίγη, κραυγές ερωτικές
Επιθανάτιοι ρόγχοι

Ν’ αντηχούν στο απαλό βελούδο
Με ποτά δυνατά κατά του ιλίγγου
Στην ανύψωση
Στη νοητή ουράνια κλίμακα
Την περιστοιχισμένη
Με ευώδη άνθη
Ακανθοφόρα
Στην εξύψωση
Και στην άκρα ταπείνωση.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Είμαι ένα καθαρόαιμο άλογο
Που τρέχει μες στη νύχτα
Και γυαλίζουν τα μάτια του
Τρέχει για να προλάβει τη μέρα
Καλπάζει να διασχίσει
Και πάλι το σκοτάδι
Μεγάλωσα πολύ
Και μού’ λειψαν τα χάδια
Κι η μητέρα μου
Μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ
Κάθεται και ατενίζει τη δύση
Πώς λοιπόν να γείρω
Στην αγκαλιά της
Πώς να αρχίσουν
Ξανά τα παραμύθια
Έτσι μεταμορφώθηκα σε άλογο
Κι επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Αναδρομικά και αιώνια
Άκουσε το χλιμίντρισμά μου

Την αγωνία μου αφουγκράσου
Σκέψου πως φέρω
Και των προγόνων μου τα βάρη
Επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Ως ορμητίας ίππος
Και ανεμοκυκλοπόδης
Μαυρογόνατος και πετροκαταλύτης
Εγώ το άλογο
Και εσύ η γυναίκα
Έλα αναβάτης
Στην πλάτη μου πατρίδα
Μαζί να φύγουμε
Να σωθούμε μαζί
Μες στις σπηλιές των θρύλων σου
Αιλουροειδές ας ξεψυχήσω.

          Φασγάνου δίχα, 2009

Δ.
Ο υπερβατικός λόγος του Νίκου Ορφανίδη –
Η αυθεντικότητα ως ζητούμενο

ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΕΑΡΙΝΗΣ ΑΙΘΡΙΑΣ

Απόψε
η Περσεφόνη βουλιάζει
γυμνή
στους ιριδισμούς του θανάτου.

Τον άλλο χρόνο
ταξίδεψες
στη δυναστεία των ουρανών
με το κορμί ανοιγμένο
στον ορίζοντα.
Τώρα
τα βλέφαρά σου
μετρούν την απελπισία
της ξεχασμένης αφής μας.

Τώρα
η γη
ταξιδεύει στο κορμί
της θύμησης
και το αντικρυνό βουνό
ακίνητο
μας ευτελίζει.
Τώρα
το πρόσωπό σου

σεντόνι
απλωμένο
στο μοιρασμένο ουρανό
της πατρίδας μου.

Οι ψυχές μας
σπασμένα μάρμαρα
στη βασιλεία του ήλιου.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Απόψε
περιφέρομαι στη βυθισμένη γειτονιά μου
σπίτια κατάκλειστα
κι η σιωπή παραμορφωμένη
εδώ
που το φεγγάρι
απομακρύνεται ολόγυμνο
κρατώντας
ένα μάτσο γιασεμιά μαδημένα.

Τα Τραγούδια της Περσεφόνης, 1979

Ο ΛΟΓΟΣ

Κοίταξα την πρωινή χλόη
ένα ουράνιο αντιφέγγισμα να την περιχύνει.
Κι ευθύς
τα πόδια του Αγίου της σκήτης να γεμίζουν πληγές
αγκάθια να περπατούν στα δάχτυλα
νέφος ακρίδες να τον σκεπάζουν,μια φλόγα πυρός να ταξιδεύει
πίσω από τους βράχους των βουνών.
«Καιρός να σπείρουμε το λόγο σου, Κύριε», ψιθύρισε
πύρινες ανταύγειες να τον ντύνουν
μηχανές μαρτυρίου ν’ ακονίζουν το σώμα του
οιμωγές ανθρώπων ν’ ανηφορίζουν
το νυχτωμένο στερέωμα του θόλου.
Κι ο Άγιος της σκήτης
ένα δάκρυ λυτρωτικό
να του αυλακώνει το πρόσωπο
ανοιγμένες βρύσες εωθινού ύδατος
να τον περιχύνουν
κισσοί και πλατάνια να του ισκιώνουν το σώμα.

Κι εγώ διψασμένος γέμισα νερό τις φούχτες,
ένα σμήνος σπουργίτια
να συνοδεύουν τον όρθρο της μέρας.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ

Το φως

Βούτηξες τα δάχτυλα στο φως
και σμήνος πουλιά κατέβηκαν
στον άρτο που άπλωσε η παλάμη σου.
Ψιθυρίζοντας αίνους αγγέλων
ανηφόρισες
το ραγισμένο μου πρόσωπο.

Την άλλη μέρα
λευκασμένοι χιτώνες

ανέμιζαν στις φυλλωσιές των δέντρων
αναδυόμενα μάρμαρα
να τινάσσουν τα πόδια στον ουρανό
εωθινό άρωμα να τυλίγει το βήμα σου
κι η γη να φορτώνεται πρόωρα άνθη.

«Τι είναι η αγάπη;», σε ρώτησα.
Κι έδειξες το ανθισμένο σου χέρι
κατά το λεύκωμα της μέρας
πουλιά να τη ντύνουν τραγουδώντας
εωθινά άσματα.

«Δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτούς τους αιώνες
να τυραννούν το σώμα μου», ψιθύριζα,
«με πόδια βυθισμένα στις ρίζες των νεκρών
να κυνηγώ σκοτεινές νεκροπόλεις
και σκορπισμένα μάρμαρα».

Κι ο άγιος της σκήτης
αδράχνοντας δέσμες φωτός
ένα μπουκέτο ανθισμένα γιασεμιά στα δάχτυλα
ψίθυροι να κατεβαίνουν γιορταστικοί
και ορθρινός δρόσος.
«Αυτός είναι ο αιώνας», φώναξε
«Γεννηθήτω φως».

Ανατολική Θάλασσα, 1989

ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Αργά τη νύχτα
βγαίνουν από το κύμα
όλα τα σώματα που αγάπησες

σου ψιθυρίζουν ξεχασμένους σκοπούς
παίρνουν γραμμή τους στενούς δρόμους
σ’ ακολουθούν
μαζί με το ματωμένο φεγγάρι
ή το άρρωστο φως
μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας
ή τους ψηλούς φεγγίτες
κάθονται στα έρημα μπαλκόνια
λέγοντας ιστορίες ως το πρωί
κι έπειτα ανεμίζοντας τα πουκάμισά τους
χάνονται βουβοί στο μακρινό ορίζοντα.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Τα πουλιά που περίμενες όλο το χειμώνα
χάθηκαν
άπλωσαν τις φτερούγες τους
σε ιστούς και σε κοντάρια
παρελαύνουν αναστενάζοντας
μαζί με τους στρατιώτες που επιστρέφουν
απ’ τη σκοπιά νυσταγμένοι,
ξαγρυπνούν.
Τα πουλιά που περίμενες
ξεστράτισαν σε άρρωστους ουρανούς
κάθονται μαρμαρωμένα
σε καλώδια ηλεκτρικά
σ’ έρημες φωλιές
πάνω σε σύννεφα σκοτωμένα.
Τα πουλιά που περίμενες
τα πήρε ένας κακός καιρός
ενώ στους δρόμους
στάζει μερόνυχτα μια πένθιμη βροχή.

ΚΙΡΚΗ

Όταν σε τύλιξε το απρόσμενο σκοτάδι
όλα τα φίδια που στόλισαν κάποτε τα μαλλιά σου
ξύπνησαν μεθυσμένα
σε ανάρπασαν θυσία για τους μενεξελιούς ουρανούς
κι εσύ ταξιδεύοντας
διαμέλιζες το σώμα σου
χαμένη μέσα σε καπνούς και νυχτερινές ιαχές
ιέρεια μιας στοιχειωμένης μνήμης,
σ’ ακολουθώ εξόριστος αιώνες τώρα
σε ανατιναγμένα κρησφύγετα, ηφαίστεια, πολυβολεία
ανάπηρος
κουβαλώντας την κραυγή που διέρρηξε το στερέωμα
την ώρα που παραδόθηκες σπαράσσοντας στη σφαγή.
ΑΥΡΙΟ

Αύριο θα περάσει η μαύρη βροχή
τα πουλιά που μαρμάρωσαν στα σύρματα
θ’ απογειωθούν ξαφνικά
με την πρώτη αποκάλυψη του φωτός
θα γίνουν κάθετες εξορμήσεις
σκοτώνοντας όλα τα σύννεφα
κι ο άρρωστος ήλιος θ’ αποδράσει
για να γυρίσει πίσω έφιππος
να ξεπλύνει τις στέγες από τη λάσπη
τα σεντόνια θ’ ανεμίζουν ψηλά
σημαίες θα σκεπάσουν τα πρόσωπα των νεκρών,
αύριο θα περάσει επιτέλους κι αυτή η Κυριακή

θα βγούμε και πάλι στους δρόμους
υψώνοντας άσματα χαιρετισμού
φορτωμένοι ουρανούς χρώματα αστραπές
θα πάρουμε ξανά το πρώτο λεωφορείο
που θα διασχίζει την πόλη
κορνάροντας θριαμβευτικά
ενώ χιλιάδες παράθυρα θ’ ανοιγοκλείνουν
δαιμονισμένα.

                      Η άλλη Βιογραφία, 1999

ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΞΟΔΟΣ

Έτσι είναι που κάθε βράδυ
ένας Αρχάγγελος καλπάζει στους δρόμους τ’ ουρανού
με τον άνεμο να πυρπολεί τα φυλλώματα των δέντρων
έτσι είναι που ανεβαίνει από τους τόπους της νυχτός
η Παντάνασσα, μέσα στο φως
έτσι είναι που ανασταίνονται και πάλι οι νεκροί
μέσα στο αόρατο φως που πλημμυρίζει τους δρόμους
έρχεται τότες η Λυπημένη
αιώνες λησμονημένη στα τοπία του θανάτου
με το φόρεμά της ν’ ανεμίζει με τα μαλλιά της λυτά
μαζεύει τη βροχή
μαζεύει τα πεσμένα σύννεφα
μαζεύει τα ματωμένα σινδόνια που τύλιξαν το σώμα σου
εισέρχεται ολόκληρη στο φως
μ’ όλους τους αναστημένους
κι έπειτα χάνεται μέσα στο δάσος
μέσα στα πετρωμένα κλαδιά
με τη σελήνη να αναπαύεται γυμνή
μέσα στα δωμάτια της μνήμης.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Ύπνε που παίρνεις τους καημούς
πάρε και τον πατέρα.

Πάρ’ τον στον άσπρο κόρφο σου
μές στις βαθιές σπηλιές σου.

Πάρε και τον πατέρα μας στα σύννεφα
στο άσπρο του πελάγους
ντύσε τον με το βαμβάκι της αυγής
τον ουρανό και τ’άστρα.

Ύπνε που παίρνεις τους λυγμούς
δέξου και τον πατέρα.

Στην αγκαλιά σου πάρε τον
μές στο ζεστό σου κόρφο
γίνε μητέρα και πηγή και όνειρο
για να ξεχάσει δώσε του
το ξόρκι
τη νύχτα με τα μάγια της
τις μαγεμένες βρύσες.

Ύπνε που παίρνεις το κακό
τύλιξε τον πατέρα
στα μαγικά σου σύννεφα
μές στην κροκάτη γάζα
στο μούχρωμα του δειλινού.
Μές στα στεφάνια κρύψε τον
στην αυγινή την ώρα.
« Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα μας»
στο σύννεφο
μές στο γαλάζιο στρώσε του
μαντήλι για να κοιμηθεί.
Η Λυπημένη στο μαγεμένο Δάσος-
Σύναξις κεκοιμημένων, 2008

Ε.
Ο λυρικός ρεαλισμός
της Αντριάνας Ιεροδιακόνου

ΠΟΡΕΙΑ

Χρόνια πορευόμαστε
και θάλασσα δεν βρίσκουμε.
Τον πόνο τον κάμαμε ξημέρωμα
τον πόθο δρόμο
μα όλο πορευόμαστε
σε άσπρο χωματένιο κάμπο.

Τα χελιδόνια βρίσκουν μέρες πράσινες
χωρίς δισταγμό.

Χρόνια πορευόμαστε
και η θάλασσα μας ξέχασε
και απόγινε λέξη.

ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ

Την Τρίτη Άνοιξη
τα δάχτυλά μας έγιναν διάφανα
και ενωθήκαν ακριβώς στις άκρες.

Στάθηκε αδύνατο να επιστρέψουμε.

Μάθαμε να πίνουμε με μικρές γουλιές τον αέρα

να αντέχουμε τα τραγούδια και τα ταξίδια
να αγαπούμε τους ξένους και τα πράα ζώα
να φοράμε τρύπιο δέρμα
να ρωτάμε στον ύπνο μας
να βγαίνουμε στους δρόμους κάθε μέρα.

ΛΑΪΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Ο ήλιος στο κατώφλι.

Το ξεπόρτι κοιμάται
οι γρίλιες χτενίζουν τα μαλλιά τους.

Τα μπαούλα κεντούν προίκα:
είσαι το μέλι των ματιών μου
η αγκάλη σου πηγάδι καθαρό.
Στον αργαλειό γυναίκα σιγοφαίνει.

Το παλιό σταμνί
στάζει γλυκό νερό.
ΣΩΤΗΡΙΑ

Φίλοι, παγώνει σήμερα η καρδιά μου.

Έρχεται ο Λόρκα με αγκάλες ανοιχτές
και τον ήλιο του θανάτου ανάμεσα στα δόντια

έρχεται ο Βαγιέχο με τα μαύρα μάτια κατάκλειστα
και το στήθος γιομάτο πέτρες
ο Χίμενεθ με το τριανταφυλλί χαμόγελο

έρχεται ο Νερούντα επικεφαλής
σε μεγάλη παρέλαση ανθρώπων και ιγκουάνας.

Φίλοι μην αφήκετε
να μου δέσουν σε μαύρο μαντήλι τα πνευμόνια
να μου πνίξουν τ’ όνομα τη Δευτέρα και τον μήνα
Ιούλιο
να περάσω ακόμα ένα τέτοιο χειμώνα.

Παγώνει σήμερα η καρδιά μου.
ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Δάκρυσε η μάνα μου
την άκουσα και δάκρυσα κι εγώ.

Ήταν μαύρες ώρες στες μέρες της
και το νερό στο ποτήρι μου θόλωσε
και δάκρυσα κι εγώ.
Στην ποδιά της όνειρα ατέλειωτα
κι ένιωσα του τέλους το βάρος στα βλέφαρά μου
και δάκρυσα κι εγώ.
Ήρθαν σκιές και τα παιδιά της
είπαν «θέλουμε» και «δεν θέλουμε»
και το στόμα γιομάτο λάσπη
και γεύτηκα το χώμα στα χείλη μου,
και δάκρυσα κι εγώ.

Της μάνας μου τα χέρια είναι τριμμένα
τα ΄βαλε στο πρόσωπο να σκουπίσει τα δάκρυα
και δεν βρήκε πρόσωπο

και μάνα ποιός μπορεί
παιδί να σε ξαναγεννήσει;
ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ

Επειδή αν υπήρχε θεός
θα είχε το σχήμα του χεριού μου
ή εκείνου του μικρού ζώου στην άκρη του ορίζοντα
που τουλάχιστον διακρίνεται σαν αλεπού.

Πάντως τον υποψιάζονται κάθε Κυριακή
σε νεκρές γλώσσες, συστηματικά, και διαλέχτους
γιαγιάδες με αντίδωρα γαλήνια
και προσωπάκια δαντέλα σουρωμένη-

αν υπήρχε θεός
θα έσκυβε τουλάχιστον με τες γιαγιάδες
θα έβραζε το πρωϊνό τους ρόφημα, θα ήξερε
να σιδερώνει και σεντόνια

αν υπήρχε
θα σάπιζαν τα δόντια του όπως του κόσμου όλου
θα μετάγγιζε αίμα και θα έκανε λεφτά
και πίσω από ζεστά παράθυρα
θα ψωμοζούσε η ευχή του.
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΝΔΡΙΑΝΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Κάθε μέρα στο γυαλί
με θωρούν δυο μάτια πεθαμένα.

Η μαυροφορούσα που τά’ χε
είναι θαμμένη σε πευκότοπο
μα τα μάτια της θυμίζαν αγριοελιές.

Ήταν μάνα του πατέρα μου
μακριά, πολύ μακριά
μοιάζαμε, ιδίως στα μάτια.
Μου τ’ άφησε να κλαίω για λόγου της
και βλέπω του θανάτου τον άγγελο καταπρόσωπα
κάθε μέρα, στο γυαλί.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ

Λέξεις ανοίγουν τα φτερά τους.

Το αλαφρύτερο βήμα με σηκώνει.

Ακόμα και το τελευταίο ποίημα θα το γράψω
με μια γοργή ματιά στο πλάϊ
με μια μικρή κίνηση στα χαμόκλαδα.

Ένας κυνηγός στο σούρουπο.
Της Κώμης Αιγιαλού, 1983

 

Ποιητικό εργαστήρι: Καλό, καλύτερο, κάλλιστον, του ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ

-Σ’ ελεύθερη απόδοση από ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ –

Ποιητικό εργαστήρι – Καλό, καλύτερο, κάλλιστον :
( βασισμένο στο βιβλίο: Τι είναι καλή λογοτεχνία, 2004, του H.D. Gelfert, freie Universitaet Berlin )

Ακόμα και σήμερα, πάνω από δυο εκατονταετηρίδες λατρείας του «μεγαλοφυούς» κατά τον 18. αιώνα, υπάρχει ευρέως διαδεδομένη η άποψη, ότι η τέχνη είναι αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης, θεόπνευστης δημιουργικής πράξης. Πριν την εμφάνιση αυτής της αντίληψης, ζωγράφοι, γλύπτες και μουσικοί θεωρούσαν τους εαυτούς των περισσότερο ως τεχνίτες, που τηρούσαν κανόνες βατούς στην εκμάθηση. Ακόμα κι οι ποιητές, που είχαν ένα λόγο παραπάνω να νιώθουν ως εμπνευσμένοι δέκτες άνωθεν δωρεάς, θεωρούσαν τους εαυτούς των ως «ποιητές» με τη σημασία ότι έφτιαχναν κάτι. Όποιος ανοίγει μια Ανθολογία και διαβάζει τα ωραιότερα ποιήματα της γερμανικής λυρικής ποίησης, δεν υποπτεύεται τα προστάδια επεξεργασίας, που διάνυσαν αυτά τα δημιουργήματα για να φτάσουν στην τελική τους μορφή. Πόσο κοπιώδη ψιλοδουλειά εμπεριέχει η δημιουργική διαδικασία, το αντιλαμβάνεται κανείς μόνο όταν έχει μπροστά όλη τη σχετική προεργασία. Κι αυτό μπορεί πιο εύκολα να διαφανεί, αν παρακολουθήσουμε στη συνέχεια τη διαδικασία διαμόρφωσης ενός συγκεκριμένου ποιήματος, που προσμετράται στα γνωστότερα και αξιολογότερα του γερμανικού λυρισμού.
Θ’ αναφερθούμε όμως πρώτα στο θέμα: Πρόκειται για μια κρήνη σε τρία επίπεδα. Από το κέντρο μιας κυκλικής λεκάνης ριπή νερού εκτοξεύεται προς τα πάνω. Στη συνέχεια πέφτει, όπως αναμένεται, και γεμίζει τη λεκάνη που βρίσκεται από κάτω. Από εδώ το νερό ξεχειλίζει και γεμίζει αλληλοδιάδοχα, σε χαμηλότερα επίπεδα, μια δεύτερη και μια τρίτη λεκάνη, όπου μέσω μιας μη ορατής αντλίας επαναλαμβάνεται εκνέου η ίδια τροχιά. Μια τέτοια εικόνα κλειστού συστήματος, όπου μια κίνηση σταθερά επανέρχεται και επαναλαμβάνει τον εαυτό της, μας εντυπωσιάζει , ώστε να θέλουμε να την εκφράσουμε ποιητικά. Κι επειδή η ποίηση διαφορετικά απ’ ό,τι η ζωγραφική, πέρα απ’ την περιγραφή μπορεί να αποδώσει και τη ροή του χρόνου, θα προσπαθήσουμε να παραστήσουμε γλωσσικά την ανάπτυξη της πορείας του νερού της πιο πάνω κρήνης.

Διακρίνουμε πέντε φάσεις δράσης, για τις οποίες απαιτείται η ανεύρεση της κατάλληλης ποιητικής έκφρασης. Τον συριγμό της απότομα εξερχόμενης υδάτινης ριπής θα μπορούσαμε να κάνουμε πιο αισθητό, βάζοντας ένα ρήμα έντονης κίνησης στον πρώτο στίχο. Τούτο γίνεται ακόμα πιο αισθητό με τη συχνή χρήση ηχητικά κατάλληλων φθόγγων. Επειδή τώρα το νερό συνεχίζει να πέφτει διακεκομμένα από τον ένα στον άλλο χώρο υποδοχής, πρέπει και η ροή του λόγου να γίνει με αντίστοιχες ανακοπές. Για να εκφραστεί ο χαρακτηριστικός εκείνος ήχος της εκτοξευόμενης υδάτινης μάζας, αλλά και το απαλό θρόϊσμά της όταν ξεχειλίζοντας κυλά σε χαμηλότερο επίπεδο, θα χρησιμοποιούσαμε στην πρώτη περίπτωση φθόγγους ιδιαίτερα ψηλής συχνότητας, ενώ στη δεύτερη απαλούς ρινικούς και υγρούς φθόγγους. Όσο για τη γλωσσική διαμόρφωση μιας τέτοιας ταχύρρυθμης κυκλοφορίας, θα επιλέγαμε ανάλογα γοργή ακολουθία πολλαπλών και σύντομων προτάσεων ( με συχνή χρήση του συνδετικού «και»).
Εντούτοις δεν είναι και τόσο εύκολο να γίνει ένα ποίημα, που να ανταποκρίνεται σε όλα όσα περιγράψαμε παραπάνω. Ο Conrad Ferdinand Meyer, συγγραφέας του υπό συγκριτική ανάλυση ποιήματος, χρειάστηκε 22 τόσα χρόνια για να το καταφέρει. Ας αρχίσουμε από την πρώτη γραφή του:

Ρώμη: Συντριβάνι ( 1860 )

Ριπή νερού βγαίνει απ’ την κρήνη
και σε μαρμάρινο πέφτει λαγήνι.
Το σκοτεινό νερό υπερχειλίζει
και να ρέει σε κογχύλι αρχίζει.
Μα το κογχύλι κι αυτό πλημμυρίζει
και λεκάνη χαμηλά γεμίζει.
Το καθένα παίρνει αλλά και δίνει
και όλα νιώθουνε μεστά και πλήρη.
Κι αν κάθε φάση τελεί εν κινήσει,
η όλη εικόνα – μια ήρεμη φύση.

Σ’ αυτή την πραγμάτωση, το ποίημα δύσκολα θα’ μπαινε σε μια Ανθολογία. Ακούοντάς το έχει κανείς την εντύπωση, ότι πρόκειται για μια διαδικασία σε πέντε φάσεις, επειδή οι στίχοι ομοιοκαταληκτούν σε ζεύγη που το καθένα λειτουργεί ως μια αυτόνομη ενότητα. Ούτε η ξαφνική εκτόξευση του νερού, μήτε η αλλαγή από τον συριγμό και το έντονο κελάρυσμα στον απαλό παφλασμό βρίσκουν την ανάλογη έκφραση. Γενικά το ποίημα φαίνεται χωρίς έμπνευση και φτιαγμένο εργαστηριακά. Προφανώς ο ποιητής δεν έμεινε ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα, αφού δυο χρόνια αργότερα έδωσε μια δεύτερη γραφή, την ακόλουθη:

Η κρήνη ( 1862 )

Ριπή νερού πηδά απ’ την κρήνη
σε φωτεινό κογχύλι πέφτει με δίνη.
Και το κοχύλι σαν ξεχειλίσει
σε τάσι χύνεται, που πλημμυρίζει
κι άλλη λεκάνη χαμηλά γεμίζει.
Ενέχει επάρκεια η κάθε φάση
συνέχεια παίρνοντας ό,τι έχει χάσει.
Κι αν όλες φαίνονται εν κινήσει,
η όλη εικόνα- μια ήρεμη φύση.

Εδώ η ροή του λόγου δεν παρουσιάζει διακοπές, αλλά με ενιαία ανάπτυξη οδηγείται στην τελική εικόνα. Οι τρεις υποδοχείς νερού διαχωρίζονται με βάση το μέγεθος, σε «κογχύλι», «τάσι» και «λεκάνη». Δεν μπορεί εντούτοις να παραβλέψει κανείς μια ισομετρική μονοτονία, επειδή ο στίχος εξακολουθεί να ομοιοκαταληκτεί κατά ζεύγη, με αποτέλεσμα την αίσθηση μιας διαχωριστικής τομής ανάμεσά τους. Αλλά κι η αλλαγή από τον ηχηρό συριγμό στον συνακόλουθο ήπιο παφλασμό του νερού, δεν αποδίδεται με επαρκή σαφήνεια. Και μ’ αυτή τη γραφή, καθώς προκύπτει, ο ποιητής δεν έμεινε ικανοποιημένος, γι’ αυτό και δοκίμασε να το ξαναγράψει τρία χρόνια αργότερα. Για ν’ αποφύγει την ενοχλητική μονορρυθμία, αντικαθιστά τώρα την κοφτή κατά ζεύγη ομοιοκαταληξία, με σταυρωτή ρίμα. Έτσι δημιουργείται μια βατή και απαλή στιχουργική ροή, η οποία όμως πάλι μόνο γενικά αναπαριστά την κυκλοφορία του νερού της συγκεκριμένης κρήνης.

Η κρήνη ( 1865 )

Μια κρήνη σε κήπο ρωμαϊκό
βρίσκεται βαθιά κρυμμένη,
απ’ το μεσημεριάτικο σκληρό φως
τόσο καλά προφυλαγμένη.
Ριπή νερού κάθε τόσο ανεβαίνει
σε νύχτα δασύφυλλη και σκοτεινή
και σε λεκάνη ύστερα μπαίνει,
που ξεχειλίζει με ροή σιγανή.

Το νερό γοργά κατακλύζει
της δεύτερης λεκάνης την κοίτη,
που κι αυτή πλέρια γεμίζει
ξεχειλώντας μέσα στην τρίτη:

Η καθεμιά παίρνει και δίνει
κι επάρκεια νιώθουν όλες μαζί,
η κάθε φάση από κίνηση σφύζει
μα κι ησυχάζει την ίδια στιγμή.

Η επιλογή της μορφής που έγινε πιο πάνω δημιουργεί ένα καινούργιο πρόβλημα. Αφού το μέτρο των στίχων θυμίζει στροφή από το έπος Nibelungen, που πολυχρησιμοποιήθηκε τον 19. αιώνα σε μπαλάντες, ώστε ο αναγνώστης να αναμένει την ανάπτυξη δράσης αντί μια συμβολικά διαμορφωμένη εικόνα. Μόνο 17 χρόνια αργότερα πέτυχε ο ποιητής την τελική γραφή, που με πολύ λιτά μέσα ανταποκρίνεται πιο ολοκληρωμένα στις αρχικές μας προδιαγραφές για την ποιητική επεξεργασία του θέματος. Ας το διαβάσουμε επιτέλους, για να δούμε πόσο μας πείθει:

Η Ρωμαϊκή κρήνη ( 1882 )

Νερό απ’ την κρήνη ξεπηδά
και τάσι από μάρμαρο γεμίζει,
μα σύντομα κι αυτό ξεχειλίζει
σε δεύτερης λεκάνης την κοίτη.

Και σαν πλημμυρίσει κι αυτή
με παφλασμό εκρέει στην τρίτη…
Όμοια η καθεμιά παίρνει και δίνει-
και ρέει συγχρόνως, κι ακινητεί.

Όταν διαβάζει κανείς δυνατά αυτό το ποίημα, νιώθει καλύτερα τη γλωσσική αναπαράσταση της πορείας του νερού στις διάφορες φάσεις. Το απότομο τίναγμα του νερού αποδίδεται δραστικότερα με την τοποθέτηση ενός έντονα «κινητικού» ρήματος στον πρώτο στίχο…. Ακόμα και με λίγη άσκηση στην ανάγνωση ποίησης, διαισθητικά μπορεί κάποιος να νιώσει, πότε ένα ποίημα μορφικά είναι τελειότερο από ένα άλλο…Άρα, πρέπει να υπάρχουν κριτήρια που καθορίζουν τι είναι καλύτερο και τι λιγότερο καλό. Το γεγονός ότι η τέταρτη γραφή του ποιήματος της αισθητικής μας ανάλυσης ανευρίσκεται σε όλες τις Ανθολογίες Γερμανικής λυρικής ποίησης, ενώ οι προηγούμενες τρεις έχουν ξεχαστεί, αποτελεί μια ένδειξη αντικειμενικότητας κάποιων κριτηρίων. Το υποκειμενικό απλά γούστο δεν μπορεί να είναι φερέγγυο, καθοδηγητικό στοιχείο. Κι επειδή οι πρώτες τρεις δοκιμές ουσιαστικά έχουν το ίδιο περιεχόμενο όπως κι η τέταρτη τελική γραφή, η αισθητική ανωτερότητα της τελευταίας δεν μπορεί παρά να έγκειται στην τελειότερη της μορφή.

Υ.Γ. Ο Γερμανός αναλυτής επιχειρηματολογεί υπέρ της αισθητικής υπεροχής της τελευταίας εκδοχής, παρόλο που προσωπικά δεν είμαι σίγουρος αν είναι καλύτερη από την προτελευταία ( την 3. στη σειρά), για την οποία έχω μια προτίμηση.

 

 

 
 

 

 

 

 

 

Ποιήματα εισβολής και κατοχής

– Ποιήματα του ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ για την εισβολή και κατοχή ( 1974 )

Εισβολή

Απότομος χειμώνας μπήκε
στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,
προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα
του ανέτοιμου ποδιού
πάνω από φύλλα σκόρπια
φθινοπωρινά.

Ευαίσθητη η ψυχή
και θέλει χρόνο,
λίγο προαύλι
ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,
για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει
από το ένα στο άλλο κλαρί.

Παράξενος αλήθεια φέτος
αυτός ο χειμώνας
που ενέσκηψε στις ακτές,
πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους
και στης λευκότητας τη δαντέλα
το μελάνι από χίλιες σουπιές.

Σχόλια

α.

Κωφεύεις
στη φωνή της μοίρας
όσο τ’ αντέχεις
σιγά – σιγά,

και μια μέρα
ούτε που ξέρεις
ποιο δρόμο να πάρεις
κι εύκολα ξεχνάς
πού είναι η πλώρη
πού είναι η πρύμνη,

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια
πολλούς δείκτες στη θάλασσα.

β΄

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε
για τον Πενταδάκτυλο
είναι γιατί
μοιάζει χτυπημένο πουλί
με δυο φτερούγες
καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος
με καταγωγή ίσως
τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη
μέρη Καυκάσου –
ένας αετός μάρτυρας
της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας
για να κτίσει τελικά τη φωλιά του
σ’ ένα νησί-χλωρό κλαρί
αντίξοης μοίρας.

Μνήμη

Γυναίκες – μορφές ανάμεσα
στο χρώμα της νύχτας και της μέρας
σκιές του σπιτιού καρτερικές
τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,
το έπος τους εξιστορούν
με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

Ξέπλυνε πρώτη βροχή
το κάρβουνο, το αίμα.
Ξέπλυνε και τη συνήθεια
του πόνου και του χαμού-
πέπλος κρυφός που κάθεται
στη ψυχή μου ανεπαίσθητα
σαν αόρατη άμμος.

Προσμονή

Κρυφή μου στέρνα της ψυχής
γέμισε χόρτο
το σώμα σου πυκνό,
μα δεν φυτρώνει λησμοσύνη.

Βάτος- θεριό τα γένια μου
άδεια σπηλιά το βλέμμα μου,
και περπατώ σαν μούλα
στον ίδιο κύκλο πού’ θρεψε
η προσμονή- ξερό πηγάδι.

Χρόνους οχτώ παιδεύομαι
κι αναζητώ σαν τη γοργόνα,
τα κύματα ξαναρωτώντας
που πέρασαν απ’ την Κερύνεια
και του Πενταδάκτυλου τα πουλιά
που πετούν προς το νότο…

Αν είδαν τον χαμένο γιο
να περπατά τη νύχτα
να κρύβεται τη μέρα,
νά’ χει θητεία στον θάνατο
χρόνους οχτώ.

Ναυάγιο «Κερύνεια»

Δεν είναι λίγο
στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη
τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,
μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις
στην αγκαλιά σου πως κρατείς
πήλινα αγγεία.

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις
μια μέρα το φως του ήλιου,
όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:
Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,
οι νέες φυλές
οι σκυθρωποί αιώνες…

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα
στον σκοτεινό βυθό,
ακολούθησες τη μοίρα
που σε πήρε απ’ το χέρι
και βγήκες στον κόσμο
να δώσεις έγκυρη μαρτυρία-
κατάθεση σε δίσεκτο καιρό
και σε όψιμους λογχοφόρους,
που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο
για δικά τους σημάδια

και γράμματα βρίσκουνε μόνο
που δεν μπορούν να διαβάσουν
πάνω στ’ αγγεία.

Φάρος

Έχεις ένα μάτι νυσταγμένο
κι ένα βλέφαρο ολοένα πιο βαρύ,
ωσάν η συνήθεια να σού’ γινε δέρμα
και πιο πολύ ακόμα, ίσως ψυχή.
Τα καράβια – τα παιδιά σου σκόρπισαν
σ’ άλλες ρότες, ενηλικιώθηκαν πια
κι εσύ ακόμα τους κουνάς μαντήλι.

Μα πώς ν’ αλλάξει τη ζωή του τώρα
ένας φάρος ή ο,τιδήποτε άλλο,
ακολουθώντας τον ρυθμό του αιώνα!
Στέκει σαν Κύκλωπας στην Κάτω Πάφο
δήθεν κοιτάζοντας τη θάλασσα,
με τεντωμένα κρυφά τ’ αυτιά
στο άλλο τοπίο την άλλη ώρα.
Γιατί με το σούρουπο δειλά – δειλά
μες στο μισόφωτο τ’ αρχαία χαλάσματα,
στα επιστρώματα της σιωπής ανοίγεται
η πρώτη ραγισματιά.
Κι αφού η πόλη κοιμάται
η πόλη που ξοδεύεται τόσο εφήμερα,
αυτός κοιτάζει μην τον βλέπει κανένας
και κλείνει με νόημα το μάτι
στον κήρυκα και τον ιερέα –

και το πλήθος ξάφνου κινείται
στου αρχαίου Ωδείου την κερκίδα,
όπου παίζεται το αιώνιο δράμα
της πατρίδας ξανά και ξανά.