Ο ποιητής Παναγιώτης Νικολαϊδης- από Ανδρέα Πετρίδη

Η περίτεχνη απόσταξη του Παναγιώτη Νικολαϊδη
Λάξεμα φόρμας σε άσκηση βάθους

Μέσα σαλεύει το καρφί
Στο κύτταρο με πολεμά
με αφαιρεί και σβήνω

Γίνομαι χώμα και νερό
Να πάρω σχήμα φωτεινό
Ν’ ανοίξω μές στον ήλιο

*
Πάντα υπάρχει ένα ποίημα ένα ποτάμι ένα πουλί
Κάθε νύχτα το πουλί ξεδιψά στο ποτάμι
κι ύστερα κρύβεται βαθιά μέσα στο ποίημα
Κάθε πρωί ξυπνά στο γαλάζιο

*
Η νύχτα γυμνάζει τα όνειρα
Υφαίνει το ασημένιο δίχτυ του νερού
Έτσι κατοίκησες στο χέρι μου
Στην ανοιχτή παλάμη
Άναψες
πέρασμα υγρό
αποτυπώματα πουλιών
διαδρομή πολυσύλλαβη

Εγκλιτικό μου σώμα εύφλεκτο
σε ποιά γραμμή θα πληγωθείς

*
Γυρόν-γυρόν κατάμαυρα βουνά
τζι ο ουρανός στα ύψη
τ’ αστέρκα πάνω λάμπουσιν
το φως τους εν θα λείψει
Έτσι εν τζι η αγάπη μου
νεφανταρκά μϊάλη
ράβκει με φως τζιαί θάνατον
της μαύρης γης τ’ αρφάλλιν

*
Ευκάλυπτα τα όνειρα
Σαν ίαμβος καθρέφτης

*
Όσο και να τεντώνω
δέρμα του καιρού
βαθαίνουν στο σώμα οι ρωγμές
φλέβες στεγνώνουν
Όσο και να λυγίζω
κόκκοι θανάτου
διαστέλλουν την όραση
Κι όμως αόρατη χορδή
ρυθμός ζεστός
βαθιά μές στο σηκώτι
Είναι που σε περίμενα στα χείλη
να μάθω πάλι το νερό
Είναι που σε περίμενα στοφως
Κρυφός σφιγμός
στα δάχτυλα του χρόνου

*

Κάθε νύχτα στο ποτάμι σου
Βότσαλο δέντρο και νερό
στις φωτεινές σου όχθες

*
Απ’ το λευκό σεντόνι σου
ξεστρατημένο φως
Αδόκητο
το βάραθρο του χρόνου
Είμαστε σώματα που σκοτείνιασαν
χαλάσματα φωτός
κι άπτεροι διανύουμε
το σκότος

*
Όταν αγάπη αρχίζει
ανοίγει βάραθρο λευκό
Ξεμανταλώνει φως χρυσό
σε νυχτωμένο κήπο
Όταν αγάπη τελειώνει
ξεπλένει το αίμα βιαστικά
Μπαλώνει χάδια χρώματα φτερά
σε πεθαμένο σώμα
Όταν αγάπη πέσει στο κενό
δέντρο που έχασε το φως
αντίλαλος στο χρόνο

*

Οκτώβριος
Περίπατος στην πόλη
Πρόσωπα πίσω από άλλα πρόσωπα
γεμίζουν τις επώνυμες οδούς
κι ύστερα χάνονται
Περπατώ μαζί τους
Εσωτερική διαδρομή
με το χέρι στο διακόπτη
Και τότε φάνηκες εσύ
λευκό πουκάμισο
Προσπέρασες με κόκκινο
διάβαση πουλιών
Κράτησα την ανάσα σου
Μια εισπνοή μια εκπνοή
στο κύτταρο της μέρας

                       Σαν ίαμβος καθρέφτης, 2009
Ανοίγει φόβος
και φτερό Μάτι φιδιού
Ο χρόνος

*

Άλλαξα δέρμα
για ν’ ακούσεις τις παλιές
φωνές

*

Βαθιά του χρόνου
κοιταχτήκαμε και
τώρα πώς φέγγεις

*
Στιγμή χαραγμένη
στο φως
και στ’ ασήμι της πάχνης

*

Κέντρο βαθιά με
γκρέμισες
μές στου βουνού τη ρίζα

*

Σκλερή κυρά
έκαμες με και πεθυμώ
τα μάτια μου να ράψω
Ίτσου κοιμώντα καμμυτά
με δίχα φως αστράφτω

*

Βρέχω τ’ αλεύρι
πριν απ’ τη βροχή
με το κλαράκι στο ράμφος

*

Πάνω στο φρύδι του γκρεμού
εδώ φύτρωσα
στην πέτρα και στον φόβο

*

Ύφος πατρίδα μου
υφαντουργείς
το ιώδες

*

Pacta sunt servanda

Όταν τα σύμφωνα φλέγονται
ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν
ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν, 2012

 

 

 

 

 

 

 

Ο ποιητής Γιώργος Μοράρης – από Ανδρέα Πετρίδη

Ο χρησμικός τόνος στην ποίηση του Γιώργου Μοράρη –
Επιλογές: Ευάερα πυκνώματα, λιγότερος μύθος

ΤΟ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ ΤΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ

Πλησίασα τη δρυ
και σίγησαν
οι τρεμάμενες γλώσσες των πουλιών.
Έκανε η σπλαχνική τύχη τον φλοιό της
έμπιστο δόρυ στο χέρι του οπλίτη.
Δεν ήταν έρμαιο της εύνοιάς της
γνώριζε πόσο ασταθής
είναι η ζωή
πόσο πιστός είναι ο θάνατος.
Λαξεύτηκε με ευγένεια και χάρη
η πέτρα νά’ χει πεπρωμένο,
τον άδειασε πολλή σιωπή
που άφησε να ξοδευτεί
μέριμνα και ζήλος;
Τον αναζήτησα στη δρυ
κι άρπαξε τη θέση του
ζηλότυπος ο κενός ίσκιος.

ΣΤΗ ΜΗΤΡΙΚΗ ΕΛΙΑ

Ελιά ετοιμόγεννη
χάρισε τον καρπό στη γη
κι άσε το λάδι σου να φτάσει
στα τραύματα των αγαλμάτων.
Ριγούν τα νέα κλαδιά
που ενώνονται με τον αρχαίο κορμό σου.

Σε κάποιο χρόνο που δεν έδυε ποτέ
τελείωναν εκείνοι
φροντίζοντας τη μακρινή ζωή σου.
Όταν στην ανάσα τους οι ουρανοί κλείναν
ανάγκαζαν τη θάλασσα να γίνει
πεδίον της τόλμης τους ταξιδεύοντας για τους γάμους
του ανέστιου δαίμονα.

                                    Άνθη ράμνου, 1999

ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΉΣ

Ένα κοτσύφι τραγουδά μετά τη βροχή
κι επαργυρώνει τις σταγόνες της.
Καλεί να το συλλάβει χέρι μεγάλου τεχνίτη.
Εκεί που σταμάτησε ο χρόνος
σε μια στιγμή της χάριτος
φάνηκε μετέωρο το σχέδιο της ελαιογραφίας
στην κόψη των εποχών.
Στάθηκες σαν να’ βγαζες ρίζες
για να τραφείς με τα μυστικά της γης
διασχίζοντας σελίδες που χάθηκαν
απ’ το βιβλίο της φύσης,
επιθυμίες που σβήστηκαν
με το αίμα των νυμφών.
Αγροικίες του μέλανος δρυμού
κεφαλές κενταύρων
ενθύμια κυνηγετικά
από την παραφύση χρήση του μαχαιριού.
Για όσα γίνανε και θα γίνουν
το λείψανο της καρδιάς βρήκε το κενοτάφιό της.

ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Σαν από γιο κρεολής
που μαθήτεψε κοντά στους Ινδιάνους
ο συριγμός του βέλους απρόοπτος
βρήκε το στήθος μας κρυψώνα.
Η καρδιά μας ούτε στη συντριβή της
όταν μας έσβηνε, δεν έμαθε
το αθέατο πρόσωπο του κυνηγού της.
Οι φάλαινες εξαφανίζονται
μήνες πριν φτάσει το παλιρροϊκό κύμα
τελειώνοντας στα θερμά νερά
το τραγούδι του έρωτα
και το γαμήλιο παιχνίδι τους.
Χωρίς προαίσθημα κινδύνου
αγνοούμε πότε μπαίνει στην άμπωτη
η πλημμυρισμένη ορμή μας
και σταματάει το ρέμα.
Όταν αίφνης
η αναλαμπή της φλόγας μας
ενώνεται με την αποτέφρωσή της.
ΕΞΟΔΟΣ

Πριν χυθεί το ποτάμι στο πέλαγος
ο στόλος των κύκνων ξετυλίγει
την ανύποπτη μοίρα του.
Συνεχείς πνιγμοί
Στα γλυκά και στ’ αλμυρά νερά.

Κάθε πτηνό που αρρωσταίνει
με τ’ άνοιγμα των φτερών του
δίνει σινιάλο στ’ αγρίμια
και διαλέγουν τον κινούμενο στόχο
λίγο πάνω από τη γη
κι εκείνον τον μετέωρο
για σταύρωση.

Το δόντι στη λεία τους αποκαλύπτει
μ’ οδύνη τη γυμνή ζωή.
Τη μισή ζωή την αφαίρεσε στο νερό
την υπόλοιπη στη ξηρά
ο αμφίβιος θάνατος.

ΠΤΗΣΗ

Σαν τις χελώνες δεν είμαστε
που με τα βήματά τους
ο μέγας χρόνος τους αθροίζεται
στον μοναχικό τους δρόμο.
Μοιράζεται μ’ άλλους
ο δικός μας χρόνος ο βραχύς.
Κάποτε πέφτει πάνω τους σκιά
και κατεβαίνει η βουή του ανέμου
κι αυτές με τα ιερογλυφικά στην πλάτη
σέρνουν το καβούκι τους, έτοιμο τάφο
όταν αετοί τις αρπάζουν

προς ένα ουρανό
στεγνό κι αδάκρυτο.
Γύρω σμήνη των άστρων με το βόμβο τους
χλευάζουν
το περιορισμένο διάστημα της ύπαρξης.

Για κείνους που ιππεύουν αετούς
είναι το άπειρο μια τεράστια φάρσα.

*

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΑΣ ( απόσπασμα )

Βρήκαμε τον τάφο της
κάτω από τη φιλέρημη βελανιδιά.
Οι ρίζες της διέσχιζαν τη γη
σαν μυς αθλητή
κι αγκάλιαζαν την εταίρα.
Αναποδογύρισε την τεφροδόχο της
θέλοντας ν’ αποφύγει
τον μαύρο μαγνητισμό
πέφτοντας
από την όχθη του ερέβους της ανάσκελα
καθώς ήταν στο ανάκλιντρό της πάντα.
Πάνω της ξοδεύτηκαν ηφαιστειακές δυνάμεις
και κοσμήματα για το χρυσό της δέρμα.
Τώρα σκεπάζεται μ’ ένα στολίδι από μάρμαρο.

*

Ο ΦΑΥΝΟΣ

Πίσω τους άφησαν οι λουόμενες
φορέματα από χλόη
και τ’ άπλωσαν όαση στην ερημιά.
Παίζουν τα μαλλιά στον τράχηλό τους
ουρά της αλεπούς
εγερτήριο για το παλιρροϊκό μας αίμα.
Σε θάλασσα λεία σαν τη λεκάνη τους
η σωματική μας αιχμαλωσία λύνεται
μόνο με τον γάμο των πνευμάτων.

Εκείνος αναδύθηκε
μέσα από τα στρώματα του χρόνου
Έγιναν τα ρούχα διάφανα
που σχεδόν ενώθηκαν με το δέρμα του.
Βγάζει μόνο τα σάνδαλα
κι ορθώνεται στις οπλές.
Είναι Φαύνος.
Το δαιμόνιο ψάχνει το πνεύμα μας
να γίνει ταίρι.

*

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΡΥΪΔΑ

Ο Ιλισσός βυθίστηκε στη γη
σαν οδοιπόρος στον ύπνο του
αφήνοντας έξω μια σταγόνα.
Μετέωρη διαστέλλεται
να δω σ’ αυτή
το κάτοπτρο της ενηλικίωσής μου.

Ενώνομαι μαζί της
ποτάμι γίνομαι σιγά σιγά
απλώνομαι στις ερηπωμένες όχθες του
κι επιστρέφω πριν αιώνες
στην εκβολή του ρέμα
να βρω την καταγωγή του ρυθμού μου.
Είναι χειμώνας και δεν έχει χιόνι
να τροφοδοτήσει ανανεώνοντας τα φύλλα.
Πέφτουν απ’ τα κλαδιά τους πεθαμένα.
Αυτός ο αμνημόνευτος κορμός
μισάνοιξε βγαίνοντας από μέσα
βλαστός
η τελευταία Δρυϊδα.
Τη βλέπω αχνισμένος στον ιδρώτα
να ζητά τα ρυάκια του κορμιού μου
μην ξεραθεί το δέντρο της.
Όταν οι Χάριτες λύνουν τον δεσμό τους
ανάμεσα στη νύφη και στη δρυ
την ύπαρξή τους τη χωρίζει βάραθρο.
Για την τιμή του τοπίου
πέφτει στον πυθμένα του ποταμού
που τον λεηλατούν και τον απογυμνώνουν
από την ιεροπρέπειά του.
Καλώντας τη στάθμη του Ιλισσού
ν’’ ανέβει με τη σωρό της.

Ολόκληρη η ζωή μας ένα θαμμένο ποτάμι.

*

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

Ένα νησί ταξιδεύει
με την ψυχή στην άπνοια
κοντά στον φάρυγγα του Λεβιάθαν.
Η κιβωτός τον λησμόνησε
ωσότου βρήκε τον κρυψώνα του
στον κατακλυσμό.
Κύματα που κάποτε παίζαν
με την ανάσα τ’ ουρανού
κλωσσώντας στην άμμο
την πεμπτουσία τους,
ζωγράφιζαν την αστάθειά τους
επίορκοι στο κάλλος εγγυητές του
κύματα, κορυφές και βάραθρα.

 

 

 

 

 

 

Η Ποίηση του Ανδρέα Πετρίδη- από Γ. Φράγκο

Ανδρέας Πετρίδης: «Εντόπιο ρίγος»,  έκδοση, 2013-
Ποίηση από αυθεντικά παραδοσιακά υλικά – του Γ. Φράγκου

…Ο ποιητής ξαναζωντανεύει το κυπριακό τοπίο, χωρίς μεγαλόστομες πατριδολατρικές ρητορείες, αλλά με σεμνούς χαμηλότονους ήχους και εικόνες, νηφάλιες και απαλές, χωρίς φαντασμαγορικά εφέ επίπλαστης και κραυγαλέα επιδεικτικής νεωτερικότητας.

Ο Ανδρέας Πετρίδης φτιάχνει ποίηση από αγνά, αυθεντικά, παραδοσιακά υλικά. Τον εμπνέει το κυπριακό τοπίο, η χλωρίδα και η πανίδα της πατρίδας μας, η θάλασσα κι ο ουρανός της, τα ξεροτόπια της. Και σέβεται όλα τα υλικά του, τα περικλείει με περίσσια θαλπωρή κι αγάπη. Δεν τα μαγαρίζει νοθεύοντας ή εμβολιάζοντας τα με επισφαλείς πειραματισμούς εν είδει νεωτερικών προσεγγίσεων.

Στην υπό παρουσίαση συλλογή που φέρει τίτλο: «Εντόπιο ρίγος» και υπότιτλο: «Αναγραφή τελευταία» και κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 2013 με ιδιωτική έκδοση, ο ποιητής ξαναζωντανεύει το κυπριακό τοπίο, χωρίς μεγαλόστομες πατριδολατρικές ρητορείες, αλλά με σεμνούς χαμηλότονους ήχους και εικόνες, νηφάλιες και απαλές, χωρίς φαντασμαγορικά εφέ επίπλαστης και κραυγαλέα επιδεικτικής νεωτερικότητας. Τόσο ο χώρος, όσο και το ύφος είναι συνειδητές επιλογές.  Ο Α.Π. μοιάζει να μην θέλγεται από αυτό που συνηθίσαμε ν’ αποκαλούμε αστική ποίηση. Επιλέγει τον καμβά της υπαίθρου για να εξωτερικεύσει συναισθήματα, προβληματισμούς, σκέψεις, έγνοιες αλλά και μνήμες, μνήμες που είναι λειτουργικά ζώσες.

Συχνά – πυκνά, ο ποιητής αρέσκεται να αξιοποιεί τη θρησκευτική, εκκλησιαστική σημειολογία και ορολογία, προκειμένου όμως ν’ αναφερθεί σε μια καταφανώς ευρύτερη θεματική με μια κατά βάση υπαρξιακή απόχρωση: «Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια / αλλοτινής λατρείας / τώρα σημάδια / εμπύρετου μόνο περάσματος. / Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά / με κέρινα φτερά σωριάστηκαν / στο πρώτο άγγιγμα των ακτινών, / κι η βασιλεία των ουρανών / άδειος πια θρόνος…». (σελ. 23)

Σ’ ένα άλλο συναφές παράδειγμα – και χωρίς καμιά διάθεση ή πρόθεση θρησκευτικής νουθεσίας – ο ποιητής επιχειρεί ενδοσκοπικές βυθομετρήσεις, χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο ή βατήρα το τοπίο γύρω από τη Μονή Αγίου Νεοφύτου στην Πάφο, την εγκλείστρα του Αγίου κλπ, συνοψίζοντας: «μπορείς κι εσύ να λαξέψεις / την κρύπτη σου ή την πίστη σου / και να την δοξάσεις». (σελ.16)

Παρά το «υπαίθριο» εξωτερικό της περίβλημα, η ποίηση του Α.Π. είναι βαθιά ενδοσκοπική, είναι ποίηση εσωτερικού χώρου. Η ματιά του ποιητή είναι μονίμως στραμμένη προς τα μέσα: «Μοίρα μας να ταξιδεύουμε / σαν δέντρα με βαθιές ρίζες / σε υπόγεια νερά…». (σελ. 25) Στο ίδιο ποίημα, που φέρει τίτλο «Ταξίδι εντός μας», ο ποιητής ξεδιπλώνει διάφανα και πτυχές της ποιητικής του: «παρόμοια όπως / δέντρο φυτεύεις σαν κουραστείς / κι ο ποιητής ετοιμάζεται / για τον επόμενο στίχο». (σελ. 25)

Τον ποιητή απασχολεί έντονα εκείνο το μεταιχμιακό σημείο μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ χαράς και λύπης, φωτός και σκοταδιού. Και το προσεγγίζει με βαθύτατο λυρισμό και έντονη φιλοσοφική διάθεση: «… δεν θέλει πολύ να ξέρεις / κι απ’ τον ελάχιστο πηλό ακόμα / που σχηματίζει το δάκρυ στο χώμα, / για να προβάλουν σαν τ’ άστρα στον ουρανό / τ’ άνθη εκείνα τα χρυσά που ονόμασες / δάκρυα της Παναγίας…». (σελ. 27)

Η ποίηση του Α.Π., σχεδόν στο σύνολό της, έχει βαθύτατο υπαρξιακό υπογάστριο. Κι η μέγιστη αγωνία του ποιητή αφορά την έλευση του τέλους, σε συνάρτηση βεβαίως με τη φιλοσοφική κατηγορία του χρόνου, κυρίως του παρελθόντος. «Αργά – αργά περιστρέφεται / η σφαίρα της γης, / ίδια παιδικό παιγνίδι… / Κι άτακτα δεξιά ζερβά / μυρίζοντας το καθετί / ανήσυχα εντοπίζεις / τον χρόνο να τραβά τα λουριά / στα δάκτυλα ξάφνου να μετριούνται οι γύροι…». (σελ. 28)

Στην ποίηση του Α.Π. οι θεματικές της εξύμνησης της πατρίδας με τις θεματικές της αναζήτησης του θείου, της θεότητας ή θεϊκότητας δηλαδή, συχνά συμπλέκονται και εφάπτονται. Έξαλλου και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ο καμβάς όπου στρώνει τα χρώματα του το πινέλο του ποιητή είναι το κυπριακό υπαίθριο τοπίο: «Στραγγίζεις τη λίγη υγρασία / από τον κόνιζο και τ’ άγριο θρουμπί / και ταπεινά δοξάζεις / μια στρογγυλή γούβα νερού – / του τόπου γνήσιο αγίασμα / και της Θεάς οπωσδήποτε / ιερά λουτρά». (σελ. 14)

Η ποίηση του Α.Π. είναι βεβαίως και βαθιά κυπροκεντρική. Το κυπριακό ηχόχρωμα υπάρχει παντού. Ενίοτε φυσικά προβάλλει και η κυπριακή προβληματική. Και κυρίως απασχολούν τον ποιητή τα αδιέξοδα μας: «Ούτε που ξέρεις / ποιο δρόμο να πάρεις, / κι εύκολα ξεχνάς / πού είναι η πλώρη / πού είναι η πρύμνη / σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια / πολλούς δείκτες στη θάλασσα». (σελ. 31)

Το κυπριακό τοπίο τον εμπνέει συνεχώς, πότε με ενδοσκοπική, πότε με λυρική ή φυσιολατρική διάθεση και πότε με προδιαγραφές αγνής φιλοπατρίας, αλλά μακριά από πομπώδεις εκφράσεις και ηχηρά λεκτικά σχήματα. Η φιλοπατρία του ποιητή εκδηλώνεται γήινα, χαμηλόφωνα και σεμνά: «Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε / για τον Πενταδάκτυλο / είναι γιατί / μοιάζει χτυπημένο πουλί / με δυο φτερούγες / καρφωμένες στο χώμα». (σελ. 32)

Ο ποιητής συνομιλεί και με το καράβι της Κερύνειας, από το ύψος του σήμερα και αναφερόμενος στο τώρα. Εκείνο που πρωτίστως τον ενδιαφέρει είναι οι ρίζες, οι ιστορικές καταβολές του τόπου του. Μιλά για «όψιμους λογχοφόρους», «που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο / για δικά τους σημάδια / και γράμματα βρίσκουνε μόνο / που δεν μπορούν να διαβάσουν / πάνω στ’ αγγεία». (σελ. 35).

Ο Α.Π. είναι γενικά ένας ολιγόγραφος ποιητής, που παιδεύει την δουλειά του, επεξεργαζόμενος τους στίχους του ξανά και ξανά. Κι αφήνει ένα ποίημα χρόνια και χρόνια στο συρτάρι του, να ωριμάσει και να δοκιμαστεί στο χρόνο. Έχω την άποψη πως το αισθητικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον στα πλείστα από τα 28 ποιήματα της συλλογής, τον δικαιώνει.

Γιώργος Φράγκος

 

 

Αντριάνα Ιεροδιακόνου – ποίηση, επιλογές Ανδρέα Πετρίδη

Ο λυρικός ρεαλισμός
της Αντριάνας Ιεροδιακόνου

ΠΟΡΕΙΑ

Χρόνια πορευόμαστε
και θάλασσα δεν βρίσκουμε.
Τον πόνο τον κάμαμε ξημέρωμα
τον πόθο δρόμο
μα όλο πορευόμαστε
σε άσπρο χωματένιο κάμπο.

Τα χελιδόνια βρίσκουν μέρες πράσινες
χωρίς δισταγμό.

Χρόνια πορευόμαστε
και η θάλασσα μας ξέχασε
και απόγινε λέξη.

ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ

Την Τρίτη Άνοιξη
τα δάχτυλά μας έγιναν διάφανα
και ενωθήκαν ακριβώς στις άκρες.

Στάθηκε αδύνατο να επιστρέψουμε.

Μάθαμε να πίνουμε με μικρές γουλιές τον αέρα

να αντέχουμε τα τραγούδια και τα ταξίδια
να αγαπούμε τους ξένους και τα πράα ζώα
να φοράμε τρύπιο δέρμα
να ρωτάμε στον ύπνο μας
να βγαίνουμε στους δρόμους κάθε μέρα.

ΛΑΪΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Ο ήλιος στο κατώφλι.

Το ξεπόρτι κοιμάται
οι γρίλιες χτενίζουν τα μαλλιά τους.

Τα μπαούλα κεντούν προίκα:
είσαι το μέλι των ματιών μου
η αγκάλη σου πηγάδι καθαρό.
Στον αργαλειό γυναίκα σιγοφαίνει.

Το παλιό σταμνί
στάζει γλυκό νερό.

ΣΩΤΗΡΙΑ

Φίλοι, παγώνει σήμερα η καρδιά μου.

Έρχεται ο Λόρκα με αγκάλες ανοιχτές
και τον ήλιο του θανάτου ανάμεσα στα δόντια

έρχεται ο Βαγιέχο με τα μαύρα μάτια κατάκλειστα
και το στήθος γιομάτο πέτρες
ο Χίμενεθ με το τριανταφυλλί χαμόγελο

έρχεται ο Νερούντα επικεφαλής
σε μεγάλη παρέλαση ανθρώπων και ιγκουάνας.

Φίλοι μην αφήκετε
να μου δέσουν σε μαύρο μαντήλι τα πνευμόνια
να μου πνίξουν τ’ όνομα τη Δευτέρα και τον μήνα
Ιούλιο
να περάσω ακόμα ένα τέτοιο χειμώνα.

Παγώνει σήμερα η καρδιά μου.

ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Δάκρυσε η μάνα μου
την άκουσα και δάκρυσα κι εγώ.

Ήταν μαύρες ώρες στες μέρες της
και το νερό στο ποτήρι μου θόλωσε
και δάκρυσα κι εγώ.
Στην ποδιά της όνειρα ατέλειωτα
κι ένιωσα του τέλους το βάρος στα βλέφαρά μου
και δάκρυσα κι εγώ.
Ήρθαν σκιές και τα παιδιά της
είπαν «θέλουμε» και «δεν θέλουμε»
και το στόμα γιομάτο λάσπη
και γεύτηκα το χώμα στα χείλη μου,
και δάκρυσα κι εγώ.

Της μάνας μου τα χέρια είναι τριμμένα
τα ΄βαλε στο πρόσωπο να σκουπίσει τα δάκρυα
και δεν βρήκε πρόσωπο

και μάνα ποιός μπορεί
παιδί να σε ξαναγεννήσει;

ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ

Επειδή αν υπήρχε θεός
θα είχε το σχήμα του χεριού μου
ή εκείνου του μικρού ζώου στην άκρη του ορίζοντα
που τουλάχιστον διακρίνεται σαν αλεπού.

Πάντως τον υποψιάζονται κάθε Κυριακή
σε νεκρές γλώσσες, συστηματικά, και διαλέχτους
γιαγιάδες με αντίδωρα γαλήνια
και προσωπάκια δαντέλα σουρωμένη-

αν υπήρχε θεός
θα έσκυβε τουλάχιστον με τες γιαγιάδες
θα έβραζε το πρωϊνό τους ρόφημα, θα ήξερε
να σιδερώνει και σεντόνια

αν υπήρχε
θα σάπιζαν τα δόντια του όπως του κόσμου όλου
θα μετάγγιζε αίμα και θα έκανε λεφτά
και πίσω από ζεστά παράθυρα
θα ψωμοζούσε η ευχή του.

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΝΔΡΙΑΝΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Κάθε μέρα στο γυαλί
με θωρούν δυο μάτια πεθαμένα.

Η μαυροφορούσα που τά’ χε
είναι θαμμένη σε πευκότοπο
μα τα μάτια της θυμίζαν αγριοελιές.

Ήταν μάνα του πατέρα μου
μακριά, πολύ μακριά
μοιάζαμε, ιδίως στα μάτια.
Μου τ’ άφησε να κλαίω για λόγου της
και βλέπω του θανάτου τον άγγελο καταπρόσωπα
κάθε μέρα, στο γυαλί.

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ

Λέξεις ανοίγουν τα φτερά τους.

Το αλαφρύτερο βήμα με σηκώνει.

Ακόμα και το τελευταίο ποίημα θα το γράψω
με μια γοργή ματιά στο πλάϊ
με μια μικρή κίνηση στα χαμόκλαδα.

Ένας κυνηγός στο σούρουπο.
     Της Κώμης Αιγιαλού, 1983

 

Ποίηση Νίκου Ορφανίδη – επιλέγει ο Ανδρέας Πετρίδης

Ο υπερβατικός λόγος του Νίκου Ορφανίδη –
Η αυθεντικότητα ως ζητούμενο

ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΕΑΡΙΝΗΣ ΑΙΘΡΙΑΣ

Απόψε
η Περσεφόνη βουλιάζει
γυμνή
στους ιριδισμούς του θανάτου.

Τον άλλο χρόνο
ταξίδεψες
στη δυναστεία των ουρανών
με το κορμί ανοιγμένο
στον ορίζοντα.
Τώρα
τα βλέφαρά σου
μετρούν την απελπισία
της ξεχασμένης αφής μας.

Τώρα
η γη
ταξιδεύει στο κορμί
της θύμησης
και το αντικρυνό βουνό
ακίνητο
μας ευτελίζει.
Τώρα
το πρόσωπό σου

σεντόνι
απλωμένο
στο μοιρασμένο ουρανό
της πατρίδας μου.

Οι ψυχές μας
σπασμένα μάρμαρα
στη βασιλεία του ήλιου.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Απόψε
περιφέρομαι στη βυθισμένη γειτονιά μου
σπίτια κατάκλειστα
κι η σιωπή παραμορφωμένη
εδώ
που το φεγγάρι
απομακρύνεται ολόγυμνο
κρατώντας
ένα μάτσο γιασεμιά μαδημένα.

Τα Τραγούδια της Περσεφόνης, 1979

Ο ΛΟΓΟΣ

Κοίταξα την πρωινή χλόη
ένα ουράνιο αντιφέγγισμα να την περιχύνει.
Κι ευθύς
τα πόδια του Αγίου της σκήτης να γεμίζουν πληγές
αγκάθια να περπατούν στα δάχτυλα
νέφος ακρίδες να τον σκεπάζουν,μια φλόγα πυρός να ταξιδεύει
πίσω από τους βράχους των βουνών.
«Καιρός να σπείρουμε το λόγο σου, Κύριε», ψιθύρισε
πύρινες ανταύγειες να τον ντύνουν
μηχανές μαρτυρίου ν’ ακονίζουν το σώμα του
οιμωγές ανθρώπων ν’ ανηφορίζουν
το νυχτωμένο στερέωμα του θόλου.
Κι ο Άγιος της σκήτης
ένα δάκρυ λυτρωτικό
να του αυλακώνει το πρόσωπο
ανοιγμένες βρύσες εωθινού ύδατος
να τον περιχύνουν
κισσοί και πλατάνια να του ισκιώνουν το σώμα.

Κι εγώ διψασμένος γέμισα νερό τις φούχτες,
ένα σμήνος σπουργίτια
να συνοδεύουν τον όρθρο της μέρας.

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ

Το φως

Βούτηξες τα δάχτυλα στο φως
και σμήνος πουλιά κατέβηκαν
στον άρτο που άπλωσε η παλάμη σου.
Ψιθυρίζοντας αίνους αγγέλων
ανηφόρισες
το ραγισμένο μου πρόσωπο.

Την άλλη μέρα
λευκασμένοι χιτώνες

ανέμιζαν στις φυλλωσιές των δέντρων
αναδυόμενα μάρμαρα
να τινάσσουν τα πόδια στον ουρανό
εωθινό άρωμα να τυλίγει το βήμα σου
κι η γη να φορτώνεται πρόωρα άνθη.

«Τι είναι η αγάπη;», σε ρώτησα.
Κι έδειξες το ανθισμένο σου χέρι
κατά το λεύκωμα της μέρας
πουλιά να τη ντύνουν τραγουδώντας
εωθινά άσματα.

«Δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτούς τους αιώνες
να τυραννούν το σώμα μου», ψιθύριζα,
«με πόδια βυθισμένα στις ρίζες των νεκρών
να κυνηγώ σκοτεινές νεκροπόλεις
και σκορπισμένα μάρμαρα».

Κι ο άγιος της σκήτης
αδράχνοντας δέσμες φωτός
ένα μπουκέτο ανθισμένα γιασεμιά στα δάχτυλα
ψίθυροι να κατεβαίνουν γιορταστικοί
και ορθρινός δρόσος.
«Αυτός είναι ο αιώνας», φώναξε
«Γεννηθήτω φως».

  Ανατολική Θάλασσα, 1989

ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Αργά τη νύχτα
βγαίνουν από το κύμα
όλα τα σώματα που αγάπησες

σου ψιθυρίζουν ξεχασμένους σκοπούς
παίρνουν γραμμή τους στενούς δρόμους
σ’ ακολουθούν
μαζί με το ματωμένο φεγγάρι
ή το άρρωστο φως
μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας
ή τους ψηλούς φεγγίτες
κάθονται στα έρημα μπαλκόνια
λέγοντας ιστορίες ως το πρωί
κι έπειτα ανεμίζοντας τα πουκάμισά τους
χάνονται βουβοί στο μακρινό ορίζοντα.

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Τα πουλιά που περίμενες όλο το χειμώνα
χάθηκαν
άπλωσαν τις φτερούγες τους
σε ιστούς και σε κοντάρια
παρελαύνουν αναστενάζοντας
μαζί με τους στρατιώτες που επιστρέφουν
απ’ τη σκοπιά νυσταγμένοι,
ξαγρυπνούν.
Τα πουλιά που περίμενες
ξεστράτισαν σε άρρωστους ουρανούς
κάθονται μαρμαρωμένα
σε καλώδια ηλεκτρικά
σ’ έρημες φωλιές
πάνω σε σύννεφα σκοτωμένα.
Τα πουλιά που περίμενες
τα πήρε ένας κακός καιρός
ενώ στους δρόμους
στάζει μερόνυχτα μια πένθιμη βροχή.

ΚΙΡΚΗ

Όταν σε τύλιξε το απρόσμενο σκοτάδι
όλα τα φίδια που στόλισαν κάποτε τα μαλλιά σου
ξύπνησαν μεθυσμένα
σε ανάρπασαν θυσία για τους μενεξελιούς ουρανούς
κι εσύ ταξιδεύοντας
διαμέλιζες το σώμα σου
χαμένη μέσα σε καπνούς και νυχτερινές ιαχές
ιέρεια μιας στοιχειωμένης μνήμης,
σ’ ακολουθώ εξόριστος αιώνες τώρα
σε ανατιναγμένα κρησφύγετα, ηφαίστεια, πολυβολεία
ανάπηρος
κουβαλώντας την κραυγή που διέρρηξε το στερέωμα
την ώρα που παραδόθηκες σπαράσσοντας στη σφαγή.

ΑΥΡΙΟ

Αύριο θα περάσει η μαύρη βροχή
τα πουλιά που μαρμάρωσαν στα σύρματα
θ’ απογειωθούν ξαφνικά
με την πρώτη αποκάλυψη του φωτός
θα γίνουν κάθετες εξορμήσεις
σκοτώνοντας όλα τα σύννεφα
κι ο άρρωστος ήλιος θ’ αποδράσει
για να γυρίσει πίσω έφιππος
να ξεπλύνει τις στέγες από τη λάσπη
τα σεντόνια θ’ ανεμίζουν ψηλά
σημαίες θα σκεπάσουν τα πρόσωπα των νεκρών,
αύριο θα περάσει επιτέλους κι αυτή η Κυριακή

θα βγούμε και πάλι στους δρόμους
υψώνοντας άσματα χαιρετισμού
φορτωμένοι ουρανούς χρώματα αστραπές
θα πάρουμε ξανά το πρώτο λεωφορείο
που θα διασχίζει την πόλη
κορνάροντας θριαμβευτικά
ενώ χιλιάδες παράθυρα θ’ ανοιγοκλείνουν
δαιμονισμένα.

                      Η άλλη Βιογραφία, 1999

ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΞΟΔΟΣ

Έτσι είναι που κάθε βράδυ
ένας Αρχάγγελος καλπάζει στους δρόμους τ’ ουρανού
με τον άνεμο να πυρπολεί τα φυλλώματα των δέντρων
έτσι είναι που ανεβαίνει από τους τόπους της νυχτός
η Παντάνασσα, μέσα στο φως
έτσι είναι που ανασταίνονται και πάλι οι νεκροί
μέσα στο αόρατο φως που πλημμυρίζει τους δρόμους
έρχεται τότες η Λυπημένη
αιώνες λησμονημένη στα τοπία του θανάτου
με το φόρεμά της ν’ ανεμίζει με τα μαλλιά της λυτά
μαζεύει τη βροχή
μαζεύει τα πεσμένα σύννεφα
μαζεύει τα ματωμένα σινδόνια που τύλιξαν το σώμα σου
εισέρχεται ολόκληρη στο φως
μ’ όλους τους αναστημένους
κι έπειτα χάνεται μέσα στο δάσος
μέσα στα πετρωμένα κλαδιά
με τη σελήνη να αναπαύεται γυμνή
μέσα στα δωμάτια της μνήμης.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Ύπνε που παίρνεις τους καημούς
πάρε και τον πατέρα.

Πάρ’ τον στον άσπρο κόρφο σου
μές στις βαθιές σπηλιές σου.

Πάρε και τον πατέρα μας στα σύννεφα
στο άσπρο του πελάγους
ντύσε τον με το βαμβάκι της αυγής
τον ουρανό και τ’άστρα.

Ύπνε που παίρνεις τους λυγμούς
δέξου και τον πατέρα.

Στην αγκαλιά σου πάρε τον
μές στο ζεστό σου κόρφο
γίνε μητέρα και πηγή και όνειρο
για να ξεχάσει δώσε του
το ξόρκι
τη νύχτα με τα μάγια της
τις μαγεμένες βρύσες.

Ύπνε που παίρνεις το κακό
τύλιξε τον πατέρα
στα μαγικά σου σύννεφα
μές στην κροκάτη γάζα
στο μούχρωμα του δειλινού.
Μές στα στεφάνια κρύψε τον
στην αυγινή την ώρα.
« Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα μας»
στο σύννεφο
μές στο γαλάζιο στρώσε του
μαντήλι για να κοιμηθεί.
Η Λυπημένη στο μαγεμένο Δάσος-
  Σύναξις κεκοιμημένων, 2008