Ποίηση Ανδρέα Παστελλά – από Ανδρέα Πετρίδη

Η ποιητική κατάθεση του Ανδρέα Παστελλά

 Περιδιαβάζω με άνεση την ποιητική συλλογή Χώρος διασποράς του Ανδρέα Παστελλά, και υφίσταμαι ασμένως τις αισθητικές διακυμάνσεις των ποιημάτων του, που είναι φυσικό να υπάρχουν, έστω κι αν πρόκειται εξαρχής για ένα προσωπικό και ομοιογενές ύφος γραφής. Και όμως το ενδιαφέρον της μέχρι τέλους ανάγνωσης παραμένει αμείωτο, γιατί υπάρχει διαρκώς η αίσθηση μιας ποίησης με δύο πολύ σπουδαίες αρετές: την ουσιαστικότητα και καθαρότητα του εκφραστικού της οργάνου.

Εδώ που άλλοτε αντηχούσαν οι θρήνοι του τυφλωμένου

                                                                        Οιδίποδα

και η ορχήστρα γέμιζε από την απόφαση της Αντιγόνης,

βαθειές ρυτίδες έχει ανοίξει ο καιρός στη γης

κι η θάλασσα κάτω μακρυά

κρατάει γεμάτη σιωπή

τον αντίλαλο από τον πόνο της ανθρώπινης μοίρας.

 Είναι απόσπασμα από το ποίημα «Δειλινό στο θέατρο του Κουρίου», ενδεικτικό για τη λιτή και σαν πέτρα πελεκημένη εκφραστική του. Οι λέξεις έχουν αφ’ εαυτές ένα βάρος, που τους έχει προσδώσει η σωστή καλλιτεχνική επεξεργασία. Το βάρος όμως αυτό ποτέ δεν αυτονομείται, αλλά υπάρχει μόνο σε συνάρτηση με τη γενικότερη σύλληψη και πραγμάτωση.

Κι ήρθαν απ’ το Βορρά κι απ’ το Νοτιά

απ’ την Ανατολή κι από τη Δύση

φρουροί του ονείρου άγνωστοι φίλοι.

Τούτες οι καμπάνες που χτυπούν

σκορπώντας στον αέρα κομμάτια μέταλλο

ποιους ζωντανούς ξυπνούν, ποιους πεθαμένους χαιρετά;

 Ο Ανδρέας Παστελλάς, αν και ολιγογράφος, ανήκει στους δυο-τρεις σημαντικότερους βάρδους του Κυπριακού απελευθερωτικού αγώνα, ενός αγώνα που τελικά δεν ευδοκίμησε όσο αναμενόταν. Ραψωδεί συγκρατημένα, αλλά με βάθος και υποβλητικότητα, τους ήρωες και τα έργα των ημερών εκείνων. Η λύρα του δεν είναι συνήθως συναισθηματική και ρητορική, αφού ελέγχει επαρκώς το υπερχείλισμα της συγκίνησής του, διοχετεύοντάς το με καλλιτεχνικό υπολογισμό σε εύστοχη ποιητική διατύπωση. Σπανιότερα φυσικά παρασύρεται κι αυτός από την αμεσότητα του εκθειαστικού ή κατακριτικού λόγου εις βάρος της υποβολής και υπαινικτικότητας.

Το ποίημα «Χώρος Διασποράς», κάπου στη μέση του βιβλίου και χωρισμένο σε τρία μικρά μέρη, διακρίνεται από καλά επεξεργασμένους στίχους, με διακριτική αναφορά στα τρέχοντα πολιτικο-ιστορικά συμβάντα. Καταθέτω ένα τέτοιο δείγμα:

Φωνές του χτες ριπίζουν τα πεσμένα φύλλα

κίτρινα τα λόγια από την επανάληψη.

Μείναμε αλήθεια τόσο λίγοι σ’ αυτή την έρημη όχθη;

Να λέμε τα ίδια και τα ίδια πράγματα,

να ζεσταίνουμε τα παγωμένα χέρια μας,

βοσκοί της μοναξιάς

πάνω σε μια θρακιά που πάει να σβήσει;

 Το τρίτο μέρος της συλλογής Χώρος Διασποράς, ποιητικολογικά παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού διευρύνει το θεματολογικό του φάσμα κι αναπτύσσει μια συνθετότερη γραφή. Και τούτο ως προάγγελος των κατοπινών πολύστιχων συνθέσεων του Ανδρέα Παστελλά, όπως «Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974», «Του Χρυσοσώτηρου»  και  «Τυρταίου λόγος επιμνημόσυνος». Επιλέγω από αυτόν τον κύκλο το ακόλουθο τρυφερό κομμάτι:

 Μια κοπέλλα κλαίει απόψε στο θαμπό μου τζάμι

μια λεπτή κορδέλα γύρω στο λαιμό μου,

στην καρδιά μου αφή αγάπης που δεν ήρθε.

Άστρο της αυγής, Παναγία του Γκρέκο,

με του πόνου σου το βρέφος στην αγκάλη

έξω σε μια γλάστρα πνίγεται μια κάμπια,

των ματιών σου οι κύκλοι κοίτα πώς πλαταίνουν.

 Πέρα απ’ τις βροχές αναδύονται ήλιοι

κι είναι οι κάμποι που προσμένουν παπαρούνες

ύφεση στον πόνο που κρατάω βαθιά μου.

 Μια κοπέλλα κλαίει απόψε στο θαμπό μου τζάμι

δυο θολά ποτάμια πνίγουν την καρδιά μου.

 Εκτιμώ πως είναι απ’ τους αρτιότερους στίχους του βιβλίου, ενός ποιητικού βιβλίου που δικαιολογημένα προσέχτηκε και συζητήθηκε στον καιρό του, διατηρώντας το αναγνωστικό του ενδιαφέρον μέχρι σήμερα.

Το δεύτερο και τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Ανδρέα Παστελλά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Μεταθανατίως Αποσχηματισθείς,το 1995.

Θα αναφερθώ κάπως αναλυτικότερα στα επιμέρους ποιήματα, αφού πρόκειται για συλλογή για την οποία δεν μπορεί κάποιος να μιλήσει ομοιόμορφα και ισοπεδωτικά. Τα πρώτα τρία ποιήματα είναι εξαίρετες λυρικο-δραματικές συνθέσεις, με στέρεη δομή και ισορροπημένη ανάπτυξη. Η γνήσια κατασταλαγμένη συγκίνηση ρίχνει επάνω στις λέξεις και εικόνες ένα τραγικό φως, που οδηγεί τον αναγνώστη με δέος και συγκλονισμό στην ψυχική κάθαρση. «Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974» είναι ποίημα λιτού και υποβλητικού λόγου, με θαυμάσια κορυφούμενη ανέλιξη του βασικού αφηγηματικού μύθου. Που στην πραγματικότητα είναι οτιδήποτε άλλο παρά μύθος, αφού αγγίζει άμεσα τη φριχτή σύγχρονη άλωση της πατρίδας μας, κάτω από τα απαθή βλέμματα δικών και ξένων. Η τραγική εδώ persona, που συμβολίζει και το δράμα της Κύπρου, προδομένη κι εγκαταλελειμμένη από άφρονες ηγέτες του μητροπολιτικού Ελληνισμού, εμφανίζεται στο κέντρο της Αθήνας ως φιγούρα εκτός τόπου και χρόνου, γι’ αυτό και βαθιά τραγική. Ας διαβάσουμε το ποίημα ολόκληρο:

Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974

                                                                «ες δάκρυε έπεσε

                                                               το θέητρον»(Ηρόδ.)

 Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας

σαν από σκοτεινή καταπακτή

από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου

με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους

να ταξιδεύουν μαζί του,

δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι

καμωμένο από λίγα χορτάρια

πού ‘χαν μείνει στην έρημη γη.

Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα

μάτια θολά και κόκκινα απ’ τους καπνούς

τη στάχτη στα μαλλιά

απ’ τα καμένα δέντρα

πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρυνής,

χωρίς ακοή απ’ τις στριγγιές φωνές

σφαγμένων αγρινών,

με χέρια απλωμένα

αόμματος επαίτης

γωνία Σταδίου και Αιόλου

στάθηκε

μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν

κατηφορίζοντας

σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.

 – Έλληνες αδελφοί…

η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.

 Κάποιος περνώντας δίπλα

του ‘χωσε βιαστικά στη χούφτα

ένα τάλληρο.

 Το δεύτερο εκλεκτό ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο «Του Χρυσοσώτηρου». Αναφέρεται στον αγνοούμενο σύζυγο γυναίκας που οπτασιάζεται κάποτε τον άντρα της να ’ρχεται όπως σε όνειρο τα βράδια, αλλά και να χάνεται πάλι μέσα απ’ τα χέρια της ως την επόμενη φορά. Τη νύχτα όμως της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου δηλαδή, σύμφωνα με την παράδοση ανοίγουν τα επουράνια. Κι οι αγνοί στη ψυχή, σαν ξαγρυπνήσουν, θα δουν στον ουρανό «το χρυσό πλατάνι», που θα πραγματοποιήσει την όποια ευχή τους. Μια τέτοια ακριβώς νύχτα έκανε την ευχή της κι η ευσεβής σύζυγος, έτσι που ο άντρας της ως εκ θαύματος μέσα σε σύννεφο φωτός ήρθε κοντά της. Και τότε εκτυλίσσεται, με κορυφούμενη ψυχική ένταση και δραματικό ποιητικό λόγο, ένας διάλογος που μας μεταφέρει απευθείας στην καρδιά και το κλίμα της μπαλάντας «Του νεκρού αδελφού». Ώσπου το χάραμα με το πρώτο φως, η οπτασία διαλύεται κι ο αγνοούμενος Κωνσταντής γλιστρά και φεύγει με θαυμαστό τρόπο:

Ένα περήφανο άλογο μ’ άσπρα φτερά

κωπηλατώντας αργά στη μελανή άβυσσο

ανάλαφρα, είδε, να τον ανεβάζει στ’ αντικρυνό βουνό.

 Κι από τότε

πάνω στην πιο ψηλή κορφή του Πενταδάκτυλου

μέσα στο πηχτό σκοτάδι

ανάβει κάθε βράδυ

ένα μικρό φως που ολοένα μεγαλώνει

και το βλέπουν μόνο όσοι δεν έχουν μάτια.

Δεν γράφονται καθημερινά τέτοιοι στίχοι, με τόση ενοραματική δύναμη και βάθος.

Έρχομαι τώρα στην τρίτη αξιόλογη σύνθεση του Ανδρέα Παστελλά, που τιτλοφορείται «Τυρταίου λόγος επιμνημόσυνος». Αφιερώνεται στους Ελλαδίτες νέους που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της Κυπριακής ελευθερίας, με ιδιαίτερη μνεία στους καταδρομείς που έχασαν άδικα τη ζωή τους με τον γνωστό τρόπο πάνω απ’ το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Με προμετωπίδα τον γνωστό στίχο του Καβάφη «Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος», ο ποιητής εξαγνίζει, από αυτονόητο καθήκον, τους αθώους και ηρωικούς τούτους νέους από οιονδήποτε περιττό συνειρμό με τα αμαρτήματα και ελλείμματα των ταγών της εποχής εκείνης. Το ποίημα ξετυλίγεται με δραματικά κλιμακούμενη εικονοποιία, δίνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση μιας επιμνημόσυνης τελετουργίας. Η πράσινη χλόη που αγκαλιάζει τα καψαλισμένα κορμιά τους επιτείνει τον αποχωρισμό από τη ζωή σεμνά και χωρίς συναισθηματική διάχυση, παρόμοια όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις στο δημοτικό τραγούδι. Ας δούμε ένα απόσπασμα:

Δεν θα ξαναδούν ποτέ πια

τη χλόη ν’ ανηφορίζει στις πλαγιές

που σβήνεται χλωμή

προτού προλάβει να ντυθεί

το χρώμα του πράσινου.

Ξεσκλίδια τους παρασέρνει

ο άνεμος

κρεμασμένους σε πεθαμένα δέντρα

ψηλά στους βράχους της Γομαρίστρας

μπρούμυτα δαγκώνοντας

το χώμα της μάνας γης…

Ξεφεύγοντας τώρα από τις παραπάνω εξαίρετες ποιητικές συνθέσεις, για τις οποίες μίλησα με ανεπιφύλακτη αποδοχή, θα δώσω με σχετική συντομία τις απόψεις μου και για μερικά απ’ τα υπόλοιπα ποιήματα, μη παραλείποντας να εκφράσω και μερικές ενστάσεις μου.

Το «Μεταθανατίως αποσχηματισθείς», που δίνει και τον τίτλο της συλλογής, παρά την προφανή θολότητα και υπερβολή, αναπτύσσεται με νεύρο και ζωντανή, αποκαλυπτικής πνοής εικονοποιία, ενδυναμώνοντας συνειδητά την παράλογη αναντιστοιχία αιτίας και υποκριτικής αντίδρασης. Είναι ένας έμμεσος ψόγος της ευτελούς και χωρίς ηθικό έρεισμα κακοήθους συμπεριφοράς, με γελοία πρόφαση την παραβίαση του τυπικού κι επουσιώδους.

Η «Συζήτηση στρογγύλης τραπέζης ή ο μειδιών Βάτραχος» μου φαίνεται μέτριο και παρορμητικής εκτέλεσης μακρύ ποίημα, με έκδηλη την πρόθεση του ποιητή να κατακρίνει συγκεκριμένες νοοτροπίες και φαινόμενα της επικαιρότητας.

Η «Επιστολή απαγχονισθέντων νέων στη Θεά Ελευθερία» αποτελεί νοσταλγική αναπόληση της διαδρομής όλων εκείνων των εραστών του αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας μας, όσο κι αν όσα ακολούθησαν δεν δικαίωσαν τη θυσία τους.

Το ποίημα «Τα πάντα ροή ανέμου ή ο άρχοντας του Αννόβερου» δίνει το έναυσμα στον ποιητή να αρθρώσει ένα μεστό και φιλοσοφημένο λόγο, διαχέοντας τη συγκίνησή του στη ρευστότητα και ματαιότητα των εγκοσμίων. Παραπέμπει θεματικά, αλλά και ως γενικότερο κλίμα, στον Σεφερικό «Βασιλιά της Ασίνης».

Θα μιλήσω με θετικότερο τόνο για την «Επιστροφή στην τρυφερή χλόη», μια οδυνηρή αναπόληση του χαμένου παράδεισου της νεότητας και των παιδικών χρόνων. Η κιβωτός αυτή των πρώτων παρθενικών αναμνήσεων είναι για τον καθένα μας λυτρωτική καταφυγή, νοερή αναστήλωση μιας αρχέγονης αυθεντικότητας και  πρωτογενούς φυσικής ελευθερίας. Ας διαβάσουμε ένα απόσπασμα:

Σε μεταλλικούς ακτινοβόλους κύκλους

ξεπεταγόταν τότε ατίθαση η ήβη

απ’ τα παράθυρα κυμάτιζαν τ’ άσπρα πανιά

με το πρώτο «μήνιν άοιδε Θεά»

βογγούσαν οι σκαρμοί

στα σφιχτά τεντωμένα στους πάγκους γόνατα,

λίγο ν’ αφουγκραστείς θα τους ακούσεις.

Και το καράβι να κυλά επί «οίνοπα πόντον».

Θα ήθελα να παρατηρήσω ότι ο Ανδρέας Παστελλάς δεν είναι ποιητής της ολιγόστιχης λυρικής πινελιάς, που μεταφέρει κατά το πλείστον μονοσήμαντα βιωματικά φορτία. Όπως και στο παραπάνω σύνθεμα, δεν φωτίζεται απλώς ένα λυρικό momentum, αλλά προβάλλεται με εναλλασσόμενη ένταση η σύνθετη προβληματική ενός Οδυσσεϊκού υπαρξιακού νόστου.

Μέσα σε κλίμα έντονου φυλετικού άλγους κινείται και το δισέλιδο ποίημα «Στα ερείπια του Μπάαλμπεκ», επιβεβαιώνοντας κι αυτό δύο πράγματα: Τη δόκιμη και στιβαρή πια γραφή του Ανδρέα Παστελλά, καθώς και τη βαθιά -έστω τραυματική- ιστορική εμπειρία του. Καταθέτω ένα τελευταίο δείγμα:

«Απ’ εδώ πέρασαν…»

σηκώνοντας τις βαρειές ασπίδες τους

στις μακριές τους σάρισες ακουμπώντας.

Μήκωνες υπνοφόροι τους ξεκούρασαν,

στις ζεστές λαγόνες γυναικών

αποκοιμήθηκαν το βράδυ

αφήνοντας γλυκό αναστεναγμό

σαν τα μικρά παιδιά μέσα στον ύπνο τους, προτού

χαθούν μέσα στον κουρνιαχτό

στη σκοτεινιά του αγνώστου.

 

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΜΕΡΑ ( Herbsttag ) του Ρίλκε- του Ανδρέα Πετρίδη

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΜΕΡΑ ( Herbsttag ) του Ρίλκε –
Μετάφρ. Ανδρέας Πετρίδης

Καιρός είναι πια Κύριε, ήταν μακρύ το καλοκαίρι.
Στου ήλιου τους δίσκους ρίξε πάνω τη σκιά σου
κι αμόλα τους αγέρηδες μές στους λειμώνες.

Τους τελευταίους καρπούς πρόσταξε να μεστώσουν,
δός τους ακόμα δυο ήπιες μέρες,
να ωριμάσουν σπρώξε τους και βάλε
μές στο βαρύ κρασί την υστερνή γλυκάδα.

Σπίτι όποιος δεν έκτισε, δεν κτίζει τώρα.
Όποιος δεν βρήκε συντροφιά μονάχος μένει…
Θα ξαγρυπνά, θα μελετά, μεγάλα γράμματα θα γράφει
κι ανήσυχος στους δρόμους θα περιπλανιέται
ανάμεσα σε φύλλα που τα παίρνει ο αγέρας.

4 εκδοχές του Πάνθηρα του Ρίλκε στα Ελληνικά- από τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ

 

Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ του Ρ.Μ.Ρίλκε – ανοιχτό μεταφραστικό εργαστήρι
– 4 επιλεγμένες εναλλακτικές προτάσεις:

 Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ του Ρ.Μ.Ρίλκε – ανοιχτό μεταφραστικό εργαστήρι
– 4 επιλεγμένες εναλλακτικές προτάσεις:

 α.1

Μέσα στα κάγκελλα καθώς στριφογυρίζει
εθόλωσε το βλέμμα του, η όψη του απλανής.
Τον περιζώνουν χίλια κάγκελλα νομίζει,
κι έξω από χίλια κάγκελα, κόσμος κανείς.

α.2

Μέσα στα κάγκελα καθώς στριφογυρίζει,
απόκαμε το βλέμμα του, εικόνα δεν κρατά.
Τον περιζώνουν χίλια κάγκελα, νομίζει,
και παραπέρα τίποτε, o κόσμος σταματά.

 α.3

Με τόσα κάγκελα μπροστά του να περνούν,
εικόνα πια το βλέμμα του δεν συγκρατεί.
Νιώθει, σαν χίλια κάγκελα να ξεπηδούν,
και παραπέρα τίποτε, όλα έχουν χαθεί.

α.4

Με τόσα κάγκελα το βλέμμα να εξαντλούν,
άλλη εικόνα δεν μπορεί να συγκρατήσει.
Είναι, σαν χίλια κάγκελα γύρω να ξεπηδούν –
και παραέξω τίποτε, ο κόσμος έχει σβήσει.

 β.1

Η απαλή περπατησιά, με δύναμη με νάζι,
σε κύκλο πιο μικρό καθώς πάντα περνά -,
στροβίλισμα χορού πεισματικό φαντάζει,
με κέντρο θέληση ισχυρή, που πια σιωπά.

β.2

Η απαλή περπατησιά, στέρεο βήμα λυγερό,
σε κύκλο πιο μικρό κάθε φορά σαν μπαίνει,
μοιάζει χορός ασίγαστος γύρω από κέντρο,
όπου μεγάλη θέληση σε λήθαργο σωπαίνει.

β.3

Η απαλή περπατησιά, με δύναμη και χάρη
σε κύκλο πιο μικρό καθώς πάντα περνά,
μ’ αένναο χορό γύρω από κέντρο μοιάζει,
όπου μια θέληση ισχυρή βαθιά σιωπά.

 β.4

Η απαλή περπατησιά, στέρεο βήμα οικείο,
σε γύρο πιο μικρό καθώς πάντα περνά,
μοιάζει χορός κυκλωτικός σ’ ένα σημείο,
όπου μια θέληση ισχυρή βαθιά σιωπά.

γ.1

Κάποτε μόνο του ματιού αθόρυβα ανοίγει
το παραπέτασμα. Μια εικόνα μέσα ορμά,
τα μουδιασμένα μέλη ριγηλά τυλίγει,
και πάει και σβήνει στην καρδιά.

γ.2

Κάποτε μόνο του ματιού ξάφνου ανοίγει
το παραπέτασμα. Και μια εικόνα μπαίνει,
τα τεντωμένα μέλη σιωπηλά τυλίγει,
και μέσα στην καρδιά πεθαίνει.

γ.3

Κάποτε μόνο του ματιού η αχλή σκορπά
αθόρυβα.- Μέσα μια εικόνα αφήνει,
τα τεντωμένα μέλη ριγηλά διαπερνά,
και στης καρδιάς τα βάθη σβήνει.

γ.4

Κάποτε μόνο του ματιού η αυλαία γλιστρά
αθόρυβα. Να μπει μια εικόνα αφήνει,
τη φορτισμένη των μελών σιγή διαπερνά,
και στην καρδιά για πάντα σβήνει.

Υστερόγραφο: Όπως πολύ εύκολα συνάγεται από τα παραπάνω, αυτή η προσπάθεια μετάφρασης του ΠΑΝΘΗΡΑ, του Ρ.Μ. Ρίλκε, δεν έκλεισε, αλλά στις ερμηνευτικές λεπτομέρειες η τελική έκβαση ( αν υπάρχει) εκκρεμεί. Το ίδιο το ποίημα, ως μια σημαντική στο είδος της δημιουργία – αλλά κι η σχετική ισχύς μιας μετάφρασης – με ενθαρρύνουν να εκθέσω αυτά τα κείμενα σε ανοιχτό μεταφραστικό εργαστήρι. Όχι τόσο από σεβασμό στην ενδεχομένως διαφορετική- κατά περίπτωση – ευαισθησία του αναγνώστη, αλλά περισσότερο από την αμηχανία επιλογής ( ή απόρριψης ) ενός απρόβλεπτα πολύμορφου αποτελέσματος. Και για να χαλαρώσουμε λιγάκι: ας λειτουργήσει στο κάτω κάτω μια τέτοια πολυμορφία- ως παιγνίδι και άσκηση εκφραστικών δυνατοτήτων στην καθόλου μεταφραστική αναγραφή του ποιήματος.

Ποίηση Ανδρέα Πετρίδη, ο ποιητής Ανδρέας Πετρίδης

Τρίτη, 18 Αυγούστου 2015

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

 

ΕΝΤΟΠΙΟ ΡΙΓΟΣ  (2013)

ΤΟ ΘΑΜΒΟΣ ΤΡΙΓΥΡΩ

…Ω, τι χαρά, ω, τί γιορτή

στα μάτια συνωστίζονται

στην ακοή

και στο αθόρυβο δέρματα ρίγη, οι εικόνες, οι ήχοι !

α. ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Μικρός αυλός στο στόμα

του πρώτου τσοπάνη χαιρετά

την έλευση καινούργιας μέρας.

Ο δίσκος του ήλιου κοντοστέκει

για να πατήσει στον ρυθμό του,

κι ύστερα ανεβαίνει τα σκαλιά…

Φωτίζει μ’ ένα βλέμμα τις βουνοπλαγιές

έν’ άλλο βλέμμα ρίχνει στις κοιλάδες,

κι αρχινάει μετά να ψάχνει

σκοτάδι που απόμεινε στις γωνιές

ή κάτω απ’ τα βλέφαρα κουρνιασμένο –

έτοιμο να χυθεί ν’ απλώσει

όπως μελάνι στο σεντόνι της μέρας.

Ήδη στον θρόνο του ο βασιλιάς

τού φωτός έχει καθήσει

μ’ ένα βουητό ζωής

το πήγαινε-έλα μυριάδων ακτίνων,

που ξύπνησαν το καθετί

που μοίρασαν το χρώμα –

έτσι όπως πάντοτε,

δουλειά γνωστή τους.

δ. ΝΟΣΤΟΣ

 

Του ποτάμιου που αγάπησα, μια στάλα-

σώμα σουπιάς χρωμάτιζε το νερό

στη θάλασσα δίνοντας δικό του χρώμα.

Άσπρο χαρτί τα χιονισμένα βράδια

νοσταλγικά παράδερνε ζητώντας

μ’ άγρυπνο βλέμμα τον χαμένο στίχο.

Σαν χελιδόνι σπάθιζε

τον ουρανό και τον χρόνο

ακροπατώντας στα κοιμισμένα

κεφάλια των γνώριμων βουνών…

Μπροστά μου τότε η ξερολιθιά,

τα κυκλάμινα στα φυτεμένα βράχια

κι η μούλα που γέμιζε με κλειστά μάτια

νερό τ’ αυλάκι.

Ώσπου όλα θολώνουν και πάλι

από ένα δάκρυ όλο αλμυράδα,

σε μια σοφίτα ξενική κάπου

μ’ εύθυμα φώτα στων σπιτιών τα παράθυρα

και γελαστούς ανθώνες στους δρόμους.

 ε. ΚΟΙΤΙΔΑ ΜΝΗΜΗΣ

Βάζεις το πόδι στο λιγοστό

νερό που βγαίνει απ’ το χώμα

αφήνοντάς το να το γαργαλά

παράξενα – σχεδόν μεταφυσικά,

μ’ αυτί ολάνοιχτο σ’ όλους τους ήχους

με μάτι δεκτικό σε κάθε χρώμα.

Κι εκεί ανάμεσα

στη σαύρα που σέρνεται στη γη

και στο φτερό που χάνεται σ’ αβέβαιη πτήση,

στα σύνορα πάντα

αυτού που θά’ θελες

κι αυτού που πρέπει,

περνά ένα παράπονο το σώμα

ένα παράπονο στα χείλη σαν έτοιμη

να πέσει σταγόνα:

Ποιός κόβει των παιδικών

χρόνων τα δέντρα μας,

διώχνει με φώτα εκτυφλωτικά

τ’ αγαπημένα φαντάσματα

και κλέβει το νερό και στερεύει το ρέμα

 

στ. ΓΕΡΑΚΙ

Γεράκι που ζυγιάζεσαι ψηλά

ακροκτυπώντας που και που τις φτερούγες,

χαμήλωσε λιγάκι- στα μάτια σου

να μελετήσω τις αδρές εικόνες

που δέχτηκες μέσ’ τον Ακάμα…

Όταν μετέωρο προσηλώνεσαι

πάνω στην πεύκη, την αγριελιά

και τον Αόρατο που παντού βλαστάνει,

κι όταν κτυπώντας δυνατά τα φτερά

στον φωτερόν αιθέρα παίρνεις ύψος –

πάνσκοπη πρόθεση και στάση

ν’ απαθανατίσεις

την τραχειά σιλουέτα του:

από του Αρναούτη τη ριζωμένη

μέσα στη θάλασσα σφήνα,

ως την πατρίδα της αργής χελώνας

με χαλί από θάμνα.

Γεράκι, που κρατάς στο βλέμμα

την πορφυρή του δειλινού δαντέλα,

πάνω απ’ τα θεϊκά λουτρά

μ’ ένα πλατάγισμα φτερών στη μνήμη –

τον κόσμο της Ρήγαινας ξυπνάς

κι από τα δίκτυα του πάλι ξεφεύγεις

με μια βουτιά στον αέρα.

 

 

η. ΚΑΤΑΝΥΞΗ

(Μονή Αγίου Νεοφύτου)

Περπατώντας ξανά

στο δρόμο του Αγίου με τα γέρικα πεύκα

χωρίς κάποια πρόθεση – αντίθετα ίσως,

ξυπνά μια κατάνυξη από ένα

σαπισμένο που πέφτει καρύδι

μια κατάνυξη τόσο χειροπιαστή,

που επικάθεται σαν ρίγος στο δέρμα

και χνούδι υγρασίας στο γνώριμο

της μνήμης θρουμπί.

 

ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ

Τρεις νύξεις για τη ζωή

 α.

Γέννηση μικρού παιδιού

σε κλίνη με ρούχινο θόλο,

κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου

και φως αυγερινό στον φεγγίτη…

Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος

ο ναός της ζωής

κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,

ο κτύπος της καρδιάς

τα σκαλοπάτια ν’ ανέβει.

Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν

από το γνώριμο παραμύθι

με καλάθια στα χέρια.,

τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω

το μερτικό του διαχωρίζουν…

Και λίγο πιο πέρα

απ’ το ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,

αλόγου οπλές να σβήνουν –

και σκιά φευγαλέα που μόλις

παίρνει το μάτι

να χάνεται, βέβαιη πως

θα ξαναγυρίσει…

 

β.

Ώρα μεσημεριού ο ήλιος

στη μέση τ’ ουρανού

ζυγιάζει το βάρος της γης.

Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή

μισά ελιόδεντρα στη μια

μισά στην άλλη,

τόσα πρόβατα απ’ εδώ τόσα απ’ εκεί…

Μα πιο χαμηλά

άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι

κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,

τον βίο μετρώντας μ’ άπληστο μάτι.

Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω

σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά

– μ’ άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα –

παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο

κι από βαριές άχρονες στάλες

μισοφαγωμένα οστά…

Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι

στη γνώριμη ρουτίνα επάνω

που τώρα τρέχει βιαστικά –

με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο

τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,

και το χνούδι να γίνεται

ως το πρωί γενειάδα.

  γ.

Φυσάει ένας αγέρας

στην αυλή απόψε

πεισματικά την πόρτα σειώντας,

αποτραβιέται και πάλι ορμά

φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη

αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι…

Νύχτα βαθειά – κανένας

δεν ανοίγει στ’ ακρινά σπίτια,

δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα

δίχως ξύλα στη φωτιά

χωρίς ένα σκύλο

να τρέξει να ψάξει.

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης

ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.

Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως

στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,

άς έλθει οποιοσδήποτε

κι ό,τι θέλει άς ζητήσει –

όχι εν λευκώ,

μα εκεί μπροστά στα μάτια

των ανθισμένων μυγδαλιών,

που μόνο αν είναι δίκαιο

θα συγκατανεύσουν.

 

 

ΕΝΥΛΗ ΕΜΒΙΩΣΗ

Ναοί αδειανοί, βουβά κωδωνοστάσια

αλλοτινής λατρείας

τώρα σημάδια

εμπύρετου μόνο περάσματος.

Οι προσευχές σου εσπερινά πουλιά

με κέρινα φτερά σωριάστηκαν

στο πρώτο άγγιγμα των ακτίνων,

κι η βασιλεία των ουρανών

άδειος πια θρόνος…

Τώρα εκεί θα καθήσει

με πόδια τις ρίζες των βουνών

με μάτια τις ατάραχες λίμνες,

ο κόσμος που ξυπνά το πρωί

και με τη δύση του ήλιου πάει για ύπνο.

Τίποτε άλλο εμπρός σου

απ’ ό,τι φωτίζεται κάθε αυγή

κι ό,τι ακούς στις φυλλωσιές των δέντρων

ή με τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα.

Τίποτε άλλο εκτός

απ’ τα αιώνια των γενιών μονοπάτια

τ’ ακρογιάλια όπου σπάει το κύμα

και το ρίγος της πηγής πάνω στο δέρμα.

 

ΟΣΤΡΑΚΟ

Όστρακο – ντύμα σκληρό

μιας έγκλειστης ζωής

δεν μπόρεσες πολύ ν’ αντέξεις…

Με υπομονή με επιμονή

σαν τη σταγόνα που τρώει την πέτρα,

η γνώση λύγισε – σώμα καυτό

την άτεγκτη σκληρότητα σου.

Τώρα δεν είσαι πια ευτυχής

τώρα αμφιβάλλεις

για τον βοριά για τον νοτιά

που χαϊδεύει τα μαλλιά σου,

και για το χρώμα του γιαλού

που όσο ρουφάει το φως αλλάζει.

Μονάχα λίγο πίσω ακροκοιτάζεις

αγαπημένα πριν χαθούν αχνάρια

κι είδωλα μέχρι τα γόνατα στην άμμο

Ώσπου τ αφήνεις στην πρώτη στροφή

ρούχο φιδιού στο μονοπάτι,

χωρίς διόλου να λυπάσαι…

Καθώς το όστρακο σου ανοίγει πάλι

μπάζοντας φως χάνοντας αίμα

σε μια ζωή που όλο κι αλλάζει

το πρόσωπο της κάθε μέρα.

 

 

ΜΑΥΡΟ ΠΟΥΛΙ

Το μαύρο που πια μάθαμε πουλί

που είδαμε τόσες φορές να διασχίζει

το διάστημα των ημερών μας,

κράτα το ζωή λιγάκι

κλεισμένο στο κλουβί.

Να τρέξουμε να τραγουδήσουμε

μακάριοι μέσα στην αχλύ της άγνοιας,

κάτω από δέντρα να ξαπλώσουμε

χωρίς την έγνοια της βαρειάς σκιάς του…

Γιατί συνέχεια μας ξαφνιάζει. Έρχεται

μέσα στην κάψα του καλοκαιριού

ανέμελοι σαν σκύβουμε πάνω απ’ την πηγή,

ή μέσα στ’ όνειρο τις νύχτες του χειμώνα

τρυπώνει πάλι και μας βρίσκει

τάχα γαλήνιους, τάχα δυνατούς –

κι ας μας περνά ένα ρίγος στο πλατάγισμά του.

Το ξέρουμε ζωή, μ’ αυτό

το μαύρο πουλί πρέπει

να τα βγάλουμε πέρα,

με ό,τι μπορεί να βοηθήσει –

αστεία κάνοντας για σιγουριά

δέντρα φυτεύοντας όπου λάχει,

μάρμαρα ψάχνοντας μέσα στη γη

και το χαρτί γεμίζοντας με μανία.

 

 

ΕΝΑ ΝΗΣΙ

Επεισόδιο (1974)

Απότομος χειμώνας μπήκε

στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,

προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα

του ανέτοιμου ποδιού

πάνω από φύλλα σκόρπια

φθινοπωρινά.

Ευαίσθητη η ψυχή

και θέλει χρόνο,

λίγο προαύλι

ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,

για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει

από το ένα στο άλλο κλαρί.

Παράξενος αλήθεια φέτος

αυτός ο χειμώνας

που ενέσκηψε στις ακτές,

πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους

και στης λευκότητας τη δαντέλα

το μελάνι από χίλιες σουπιές.

 

 

Σχόλια

α.

Κωφεύεις

στη φωνή της μοίρας

όσο τ’ αντέχεις

σιγά – σιγά,

και μια μέρα

ούτε που ξέρεις

ποιό δρόμο να πάρεις,

κι εύκολα ξεχνάς

πού είναι η πλώρη

πού είναι η πρύμνη,

σ’ ένα νησί με πολλά ακρωτήρια

πολλούς δείκτες στη θάλασσα.

β.

Κι αν κάπως συχνότερα μιλάμε

για τον Πενταδάκτυλο

είναι γιατί

μοιάζει χτυπημένο πουλί

με δυο φτερούγες

καρφωμένες στο χώμα.

Θά’ ταν πιστεύω ένας αετός περήφανος

με καταγωγή ίσως

τον βράχο με την αιμάτινη μνήμη

μέρη Καυκάσου,

ένας αετός μάρτυρας

της σταύρωσης και της οδύνης,

που πέταξε μακριά χαμηλώνοντας

για να κτίσει τελικά τη φωλιά του

σ’ ένα νησί – χλωρό κλαρί

αντίξοης μοίρας.

Οδύνη

Γυναίκες – μορφές ανάμεσα

στο χρώμα της νύχτας και της μέρας

σκιές του σπιτιού καρτερικές

τ’ αγρού σκληρές κυρτές Αμαζόνες,

το έπος τους εξιστορούν

με διαπεραστικό τραγούδι θλιμμένο:

Ξέπλυνε πρώτη βροχή

το κάρβουνο, το αίμα.

Ξέπλυνε και τη συνήθεια

του πόνου και του χαμού-

πέπλος κρυφός που κάθεται

στη ψυχή μου ανεπαίσθητα

σαν αόρατη άμμος.

1974

 

Ναυάγιο «Κερύνεια»

Δεν είναι λίγο

στης θάλασσας τ’ ανήλιαγα βάθη

τόσο χρόνο ν’ αντέξεις,

μόνο και μόνο γιατί γνωρίζεις

στην αγκαλιά σου πως κρατείς

πήλινα αγγεία.

Ήξερες πως θ’ αντικρύσεις

μια μέρα το φως του ήλιου,

όλα πως θά’ ναι ύστερα σαν ψέμα:

Το ναυάγιο στη θαλασσοταραχή,

οι νέες φυλές

οι σκυθρωποί αιώνες…

Κρατώντας λοιπόν την ανάσα

στον σκοτεινό βυθό,

ακολούθησες τη μοίρα

που σε πήρε απ’ το χέρι

και βγήκες στον κόσμο

να δώσεις έγκυρη μαρτυρία –

κατάθεση σε δίσεκτο καιρό

και σε όψιμους λογχοφόρους,

που ψάχνουν ανήσυχα το ξύλο

για δικά τους σημάδια

και γράμματα βρίσκουνε μόνο

που δεν μπορούν να διαβάσουν

πάνω στ’ αγγεία.

 Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ  (2015)

 

ΣΕ ΑΝΟΙΚΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ

 Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε

Περνώ τη ζωή μου

Περνώ τη ζωή μου

σε κύκλους που ολοένα ανοίγουν,

και πάνω απ’ τα πράγματα ξεμακραίνουν.

Τον τελευταίο ίσως να μην τον κλείσω,

μα να πασκίσω οι λογισμοί μου κραίνουν.

Γύρω απ’ τον Θεό περιστρέφομαι,

τον πανάρχαιο τούτο πύργο,

χιλιάδες χρόνια τώρα γυρίζω –

κι αν είμαι γεράκι, θύελλα ή άσμα βουερό,

ακόμα αυτό δεν το γνωρίζω.

(I, 253,1899)

Μέσα απ’ τον Λόγο σου το διαβάζω

Μέσα απ’ τον Λόγο σου το διαβάζω,

κι απ’ τις κινήσεις των χεριών σου,

που πλαστουργώντας

τρυφερά στρογγυλεύαν-

περίγραμμα στο καθετί,

ζεστά, μα και γεμάτα σοφία.

«Ζωή» έκραξες, και ψιθύρισες «θάνατος»

κι είχες στα χείλη τη Λέξη «υπάρχω».

Μα ο φόνος πρόλαβε τον πρώτο θάνατο.

Σχισμή τότε πέρασε

τους ώριμους κύκλους σου,

και κραυγή εσηκώθη

τις φωνές υφαρπάζοντας,

πού είχανε μόλις συναχθεί

ολόγυρά σου να μιλήσουν,

ολόγυρά σου να κρατήσουν

τη γέφυρα όλου του χάους.

Κι ό,τι έκτοτε ακούς να τραυλίζουν,

θρύψαλα είναι

του παλαιού σου Ονόματος.

(I, 257,1899)

 

Πιστεύω σε ό,τι ακόμα δεν έχει ειπωθεί.

Πιστεύω σε ό,τι ακόμα δεν έχει ειπωθεί.

Να Λευτερώσω θέλω

τα πιο ευσεβή μου αισθήματα.

Ό,τι κανείς δεν τόλμησε ακόμα να ποθεί,

ακούσια ξάφνου μου οδηγεί τα βήματα.

Αν τούτο είναι ασέβεια, συγχώρεσέ με Θεέ μου.

Όμως αυτό θέλω μονάχα να σου πω:

Τη δύναμή μου την πιο ακριβή,

όπως αρχέγονη ορμή τη θέλω νά ‘ναι,

έτσι χωρίς θυμό και δείλιασμα κανένα,

όπως κι η αγάπη των παιδιών για σένα.

Με τούτο το πλημμύρισμα να γιγαντώνει,

μ’ αγκάλες διάπλατες

στο πέλαγος εκβάλλοντας το ανοιχτό,

μ’ αυτό τον γυρισμό που όλο φουντώνει,

να σε πρεσβεύω και να σε δοξάζω ποθώ

όσο ποτέ άλλος κανένας.

Κι υπεροψία αν φαίνεται,

σ’ αυτήν άφησέ με

την προσευχή μου να κάνω,

που βλοσυρή στέκει και μόνη

προ του μετώπου Σου, που νέφος ζώνει.

(I, 259,1899)

 

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Οι νύχτες δεν γίνηκαν για το πλήθος.

Από τον γείτονα σου η νύχτα σε χωρίζει,

να τον ζητάς γι’ αυτό δεν πρέπει.

Κι αν νύχτα φως στην κάμαρά σου ανάψεις,

ανθρώπους καταπρόσωπο για να κοιτάξεις,

έτσι και ποιον θα δεις, στοχάσου.

Παραμορφώθηκαν οι άνθρωποι τρομερά

από το φως που απ’ τα πρόσωπά τους στάζει,

κι αν νύχτα όλοι τους μαζί βρεθούνε,

έναν κόσμο κλονισμένο θα κοιτούσες

σ’ άτακτο πυκνό μπουλούκι.

Στα μέτωπά τους χλωμή λάμψη

έχει εκτοπίσει κάθε σκέψη,

στα βλέμματά τους το κρασί αχνοτρέμει,

κι από τα χέρια τους κρέμεται η βαριά

χειρονομία, που τους επιτρέπει

στις συνομιλίες να καταλαβαίνονται.

Και λεν ολοένα: Εγώ κι εγώ

Κι εννοούν: τον καθένα.

(I, 392,1899)

ΤΑΝΑΓΡΑ

Ένα κομμάτι γης καμένης,

σαν από ήλιο δυνατό πυρπολημένης.

Ωσάν η κίνηση χεριού κοπέλλας

μετέωρη να ‘μενε ξάφνου για πάντα –

δίχως ν’ απλώνεται κάπου,

σε κάποιο ολόγυρά του πράγμα

οδηγημένη απ’ το αίσθημά της,

τον εαυτό της μόνο συγκινώντας,

σαν χέρι που στο πηγούνι ακουμπά.

Σηκώνουμε και περιστρέφουμε

τη μια μορφή μετά την άλλη,

πάμε σχεδόν να καταλάβουμε

γιατί ποτέ δεν χάνονται,-

όμως βαθύτερα και πιο θαυμαστά

νά ‘μαστέ πρέπει δεμένοι

με ό,τι έχει υπάρξει,

και να μειδιούμε: καθαρότερα ίσως

απ’ τη χρονιά την περασμένη.

(I, 515,1906)

  

ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ

Το γκρίζο του βραδιού στη γη πυκνώνει,

κι είναι πια νύχτα ό,τι σαν πέπλος

κρύος τις Λατέρνες ζώνει.

Μ’ απροσδιόριστα ξάφνου, Λίγο ψηλότερα,

ο άδειος κι ανάλαφρος πύρινος τοίχος

οπίσθιου δώματος,

στριμώχνεται στη φρίκη μιας νύχτας

γεμάτης πανσέληνο,

φεγγάρι μόνο και τίποτε άλλο…

Ψηλά τότε μια απλωσιά

γλυστρά παραπέρα,

αλώβητη- καλά φυλαγμένη,

και τα παράθυρα παντού στα πλευρά

ακατοίκητα φαίνονται και λευκά.

(II, 35,1908/9)

…Ω κόσμε σε έγερση, γεμάτε άρνηση

(αποσπασματικό)

…Ω κόσμε σε έγερση, γεμάτε άρνηση.

Τον χώρο λοιπόν ανασάνετε, όπου πλανιώνται

τ’ αστέρια.

Ετούτο δες, που χωρίς ανάγκη καμιά θα μπορούσε,

τυφλά ξεμακραίνοντας,

στην απεραντωσύνη να χαθεί, μακριά μας…

Και τώρα ευφραίνεται και μας αγγίζει το πρόσωπο,

όπως της αγαπημένης το βλέμμα.

Διανοίγεται απέναντι μας και κατασκορπά

σε μας ίσως την ύπαρξη του. Και δεν τ’ αξίζουμε…

Κάποια δύναμη ίσως απ’ τους αγγέλους θα παίρνει,

ώστε ο έναστρος ουρανός να ενδίδει

κατά το μέρος μας

και στη θολή μέσα να μας κλείνει μοίρα.

Μάταια όμως. Γιατί ποιος το προσέχει;

κι όπου σε κάποιον αισθητό γίνεται,

ποιος δικαιούται ακόμα

το μέτωπο του στον χώρο της νύχτας

σαν στο παράθυρο του ν’ ακουμπήσει;

Ποιος δεν τ’ αρνήθηκε; Στο έμφυτο τούτο στοιχείο,

πλαστές, κίβδηλες κι απαίσιες νύχτες

ποιος δεν έμπασε μέσα,

ικανοποίηση βρίσκοντας σε κάτι τέτοιο;

Τους Θεούς αφήνουμε στη σαπίλα τριγύρω,

γιατί δεν δελεάζουν οι Θεοί. Απλώς υπάρχουν,

και μόνο υπάρχουν, ύπαρξης πλησμονή,

δίχως νεύμα καθόλου, δίχως οσμή.

Τίποτε πιο βουβό απ’ του Θεού το στόμα,

ωραίο σαν κύκνος

στης αιωνιότητας την απύθμενη έκταση:

Έτσι πορεύεται ο Θεός,

και κρύβει και προστατεύει τη Λευκότητα του.

Όλα Λοιπόν στην πλάνη. Και το πουλάκι ακόμα

μέσ’ απ’ το φύλλωμα το καθαρό μας βαραίνει,

το λουλούδι στενάχωρο απλώνει πιο πέρα.

Τί ζητά ο άνεμος λοιπόν; Ο Θεός μονάχα,

σαν κολώνα να περάσει αφήνει –

μοιράζοντας από ψηλά όπου στέκει

και στις δυο πλευρές τον ανάλαφρο θόλο

της μακαριότητάς του.

(Από τα «ποιήματα στη νύχτα», II, 52,1913)

 

Πλημμυρισμένοι ουρανοί

Πλημμυρισμένοι ουρανοί σπαταλημένων άστρων

θριαμβικά απλώνονται πάνω απ’ τη θλίψη.

Σκυφτός αντί να κλαις στο προσκεφάλι,

ψηλά σήκωσε τον θρήνο. Να,

στον οδυρόμενο κι όλας, στην όψη που σβήνει,

τριγύρω απλώνοντας το συναρπαστικό

σύμπαν αρχίζει. Ποιος διακόπτει

στην κίνηση σου προς τα εκεί τούτο το ρέμα;

Κανείς. Εκτός κι αν ξάφνου αντιπαλεύεις

τον χείμαρρο των αστεριών που πλησιάζει.

Ανάσανε. Το σκοτάδι της γης ανάσανε

και ψηλά πάλι κοίτα! Ξανά.

Ελαφρύ κι απρόσωπο το βάθος

από ψηλά επάνω σου γέρνει.

Το σβησμένο – γεμάτο νύχτα πρόσωπο –

και τον δικό σου χώρο του προσφέρει.

(Από «τα τραγούδια της νύχτας» II, 54,1913)

ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Μουσική: Των αγαλμάτων ανάσα. Ίσως

των εικόνων σιωπή. Γλώσσα εσύ, όπου

οι γλώσσες τελειώνουν. Εσύ χρόνος

που κάθετα στέκει

προς το μέρος καρδιών που σβήνουν.

Αισθήματα, για ποιον; Ω εσύ,

των αισθημάτων αλλαγή, σε τί;

Σε τοπίο ακοής.

Ξένη, εσύ: Μουσική.

Άνοιγμα

του χώρου της καρδιάς μας,

εαυτός μας πιο βαθύς,

που πέρα από μας

σπρώχνει να βγει,-

αποδημία ιερή:

αφού μας περιβάλλει ό,τι ενδότερο

σαν η πιο δοκιμασμένη

απώτερη φύση, ως άλλη

πλευρά του αιθέρα: καθαρή

απέραντη,

όχι πια κατοικήσιμη.

(II, 111,1918)

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙΑ

Ο ουρανός απέραντος, γεμάτος αρμονία,

χώρου απόθεμα και Χτίσης πλησμονή.

Κι εμείς πολύ μακριά απ’ την κοσμογονία,

και τόσο κοντά για την επιστροφή.

Εν’ άστρο πέφτει, να! Με βλέμμα σαστισμένο,

ταχιά προσμένουμε να πει μια γνώμη:

Τί άρχισε λοιπόν, και τί ‘ναι περασμένο;

Τί είναι ένοχο; Και τί πήρε συγγνώμη;

(II, 175,1924)

 

(Από τον κύκλο: «Νύχτες»)

Αστερισμοί της νύχτας που άγρυπνος κοιτώ,

την όψη μου την τωρινή μόνο διαστέλλουν;

ή μήπως και την όψη μου όλων των χρόνων-

αυτές οι γέφυρες που ακουμπούν

σε στήλες φωτός;

Ποιος θέλει εκείνα πορευτεί;

Για ποιον άβυσσος είμαι και ρύακα κοίτη,

ώστε μακριά να οδηγεί τα βήματά του,

εύκολα να με προσπερνά,

σαν το πιόνι να με παίρνει στο ζατρίκι

και νά ‘βγει επιμένει νικητής;

(II, 177,1924)

Όταν ζυγώνει η βροχή

Όταν ζυγώνει η βροχή, ο κήπος σκοτεινιάζει

σχεδόν τρυφερά,

κήπος που κάτω

από νωθρό χέρι ησυχάζει.

Λες και στοχάζονται μες στις πρασιές τα Είδη:

πώς έγινε, αλήθεια πώς

τα πρωτονόμασε ο κηπουρός!

Γιατί πάντα τον σκέφτονται – έχοντας σμίξει

με την ιλαρή απολύτρωση,

απόμεινε το κουρασμένο πνεύμα του,

και η παραίτηση του, ίσως κι αυτή…

Για μας παράξενη στ’ αλήθεια διδαχή,

να έχουν και τούτα μια διττή φύση:

ακόμα και το πιο ελαφρύ

προβάλλει αντίρροπο βάρος.

(II, 187,1926)

ΡΟΔΟ

Ρόδο, ω άδολη αντίθεση,

χαρά: να μην είσαι

ο ύπνος κανενός

κάτω από τόσα βλέφαρα.

1925

Επεξηγηματικό σημείωμα 

Οι ρωμαϊκοί και αραβικοί αριθμοί σε παρένθεση στο τέλος εκάστου ποιήματος,
αντιστοιχούν στον τόμο, τη σελίδα και τον χρόνο γραφής του.
Αναρτήθηκε από Ανδρέας Καρακόκκινος στις 9:01 π.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

Ετικέτες ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα

Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)

Ετικέτες

Πληροφορίες

Ανδρέας Καρακόκκινος
Προβολή πλήρους προφίλ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Πληροφορίες

Ανδρέας Καρακόκκινος
Προβολή πλήρους προφίλ

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Η ποιητική περίπτωση του Γιώργου Πετούση –

Η πρώτη ποιητική του εμφάνιση το 1977,  με τη συλλογή στον “Στον ίσκιο του θανάτου”, είναι
σ’ ένα βαθμό πολυφωνική, κυριαρχούσα εντούτοις θεματολογία είναι η καταστροφή του 1974  και
ο θάνατος του αδελφού του, που τον συνδέει άμεσα κι εξακολουθητικά με το ιστορικό προηγούμενο
του Ονήσιλλου – γνωστού ήρωα της αρχαίας Κυπριακής ιστορίας. Τα αισθήματα που υπερχειλίζουν
τους στίχους είναι ο πόνος, η συντριβή αλλά και η ψυχική αντίσταση. Στις αναμφισβήτητες αρετές
του ανήκουν η γνησιότητα της συγκίνησης και το έντονο βιωματικό υπόβαθρο, στοιχεία που υποστη-
ρίζουν την πειστικότητα του λόγου του. Τα ίδια όμως αυτά στοιχεία τον οδηγούν συχνά στον ρητο-
ρισμό και την μακρυλογία, που αραιώνουν την πυκνότητα και αισθητική δραστικότητα αρκετών ποι-
ημάτων…Κάτι που παρατηρείται όχι μόνο στον Γιώργο Πετούση αλλά και σε πολλούς άλλους ποιητές
μας στην άμεση και συναισθηματική αντίδρασή τους στα πρόσφατα δραματικά γεγονότα. Δίκαιο
όμως είναι ν’ αναφέρω, πως τη συλλογή εμπλουτίζουν κι ευάριθμοι τίτλοι με λιτότητα κι οικονομία
στην έκφραση, όπως οι ακόλουθοι:

α.
Θα σηκωθεί η ψυχή μας
θα σηκωθεί
πέρα απ’ τις μικρές σκηνές των κατακλυσμών
που στάζουν τη χειμωνιάτικη
ολονύχτια βροχή.

Θα σηκωθεί
πέρα απ’ τους θανατερούς ίσκιους
του μακελλάρη καλοκαιριού.

β.
Πληγωμένος Σεβαστιανός
κατεβαίνεις
μήνες τώρα στον ύπνο
την κάθε νύχτα.
Κατεβαίνεις
κι είναι το χαμόγελο
ζωγραφισμένο
στο ματωμένο ακρόχειλο.
Κι είναι η πληγή
πυορροούσα στο πλατύ στήθος.  ( απόσπασμα )

γ.
Κρατήσαμε χτες ακόμα ένα κορμί ωραίου εφήβου
θανατωμένου,
υψώσαμε χτες ακόμα ένα φέρετρο
με τα χέρια και την οργή ως τον ήλιο.
Αποθηκεύσαμε στα έγκατα της γης
ακόμα ένα κόμπο δάκρυ,
στα έγκατα της γης ακόμα μια θύμηση.

Αυτό είναι, πιστεύω, το χρέος του κριτικού, ή του καλού αναγνώστη: Να εντοπίσει τις ευτυχείς
στιγμές και τα αδύνατα σημεία ενός έργου, για να βοηθήσει τον δημιουργό να κάνει επανεκτιμήσεις
και να βαδίσει παραπέρα. Έτσι μπορώ άνετα να ισχυριστώ, ότι ο Γιώργος Πετούσης στην πρώτη του
συλλογή δείχνει μια ευσυγκίνητη κι ευαίσθητη ποιητικά διάθεση, άνκαι έχει προφανώς πολλά περι-
θώρια να πυκνώσει τον λόγο του και να μεταπλάσει επαρκέστερα το βιωματικό υλικό του. Κι ο ίδιος
εξάλλου στο τέλος ενός τρισέλιδου προλόγου, σημειώνει χαρακτηριστικά:

Δεν ξέρουμε πόση συγκίνηση θα φέρουν οι στίχοι μας.
Δεν ξέρουμε ούτε κάν αν τα καταφέραμε.
Ωστόσο είπαμε ό,τι νιώθουμε.

Τρία χρόνια αργότερα (1980) επανεμφανίζεται ο Γιώργος Πετούσης με το ποιητικό βιβλίο  “Ενόραση”.
Είναι κάτι πολύ διαφορετικό από το πρώτο, με σύντομα χαμηλόφωνα ποιήματα. Σε μερικά μάλιστα από
αυτά γίνεται κάποτε αισθητός ένας λυρικο-επικός βηματισμός ( ΩΔΗ ), σε άλλα πάλι κυριαρχεί μια σχεδόν
επιτύμβια επιγραμματικότητα ( ΜΝΗΣΘΗΤΙ, Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ) :

– από την ΩΔΗ –

Η χαρουπιά μ’ έθρεψε
το θρουμπί ανθισμένο
με μύρισε
η μέλισσα η τριγήτρα
γλύκανε το στόμα μου μέλι.

Η ελιά ριζωμένη στο ακρόκρεμνο
λάδωσε στο τραπέζι μου φαϊ
απ’ τα βάθη των χρόνων.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Σε λάρνακες
θα πάρουμε λευκασμένα τα οστά σας
απ’ τις πλαγιές του Πενταδάκτυλου.
Οι ξεχασμένες κυρτώσεις της Μεσαορίας
θα μας τα δώσουν.
Για τις δέουσες τιμές
η Αντιγόνη αδημονεί.

Δίνω ακόμα ένα σύντομο, λιτό και κατανυκτικό ποίημα με τον τίτλο  ΜΝΗΣΘΗΤΙ :

Οι κέδροι γονατιστοί
υπομένουν τον καημό σου,
Παναγιά Κυκκώτισσα.

Ασκητές
σε στασίδια υπομονής
σε κομποσχοίνι αγρύπνιας
δέονται ολονύχτια:
“Κύριε, ελέησον…”

Τα πιο πάνω ποιήματα ανήκουν αναμφίβολα σε ό,τι καλύτερο έγραψε ο Γιώργος Πετούσης, αλλά και
στα καλύτερα γενικά κομμάτια που γράφτηκαν πάνω σ’ αυτή την θεματολογία. Με γνώμονα πάντα το
καθαρά καλλιτεχνικό επίτευγμα. Όμως οποιητής στο σύνολο είναι ακόμα άνισος – και παρόλο το κατα-
λάγιασμα του συναισθηματικού πληθωρισμού του, ενδίδει ενίοτε στην πρόκληση του επικαιρικού, υπο-
κύπτει στον πειρασμό να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους…Φυσικά υπάρχουν τα ελαφρυντικά για την
επιλογή του να μιλήσει ανοιχτά και χωρίς μισόλογα…Αφού είναι εκ των πραγμάτων τραγικός περιπατητής
στου νησιού  “την ολόμαυρη ράχη / μελετώντας τα λαμπρά παλληκάρια” –  μεταξύ αυτών και τον αγαπη-
μένο του αδελφό, που απαρηγόρητα θρηνεί.

Το 1989 βλέπει το φως της δημοσιότητας η τρίτη συλλογή του, με τον τίτλο “ Ο αδελφός μου ο Ονήσιλλος “.
Τα ποιήματα έχουν μια ομοιογένεια στη μορφή και τη θεματολογία, αφού πρόκειται για ελεγείες πέριξ της
τραυματικής ιστορικής καμπής του 1974. Διακρίνονται για την απλότητα της τεχνικής, χωρίς ιδιαίτερη έμ-
φαση στην επεξεργασία της μορφής – αφού προτεραιότητα του ποιητή είναι η ανεπιτήδευτη απότιση
φόρου τιμής στον πεσόντα αδελφό κι η οδυνηρή συμφιλίωσή του με το γεγονός αυτού του θανάτου. Κατα-
θέτω σχετικούς στίχους:

Είχες μια πληγή στο δασύ το στήθος
κι έφυγες στην παραζάλη ενός ονείρου.
Αδερφέ, που σε ψάχνω μέσα στον χρόνο,
αδερφέ, που στις δυο μου παλάμες
κρατώ μέρα και νύχτα το γελαστό σου κεφάλι
και καταφιλώ νοερά πια
το παγωμένο νεκρό σου μέτωπο.

Απαλλαγμένοι από περιττά στολίδια είναι οι παραπάνω στίχοι. Έτσι όπως αρμόζει στην περίσταση,
σαν ένα μπουκέτο λουλούδια στην επιτάφια πλάκα ακριβού προσώπου που έφυγε τόσο νέος.

**********

Το 1995  εκδίδει ο Γιώργος Πετούσης κάτι εντελώς διαφορετικό, χωρίς περιέργως περαιτέρω συνέχεια.
Είναι το ποιητικό βιβλίο “Επώδυνη καταβύθιση” , με επικέντρωση στη μεταφυσική και το θρησκευτικό
αίσθημα. Ο ποιητής κουρασμένος ίσως και απογοητευμένος από τον παραλογισμό και τη ματαιότητα
των εγκοσμίων, στρέφεται με τρυφερότητα και αφοσίωση σε μια λυτρωτική καταβύθιση στις πηγές της
θρησκευτικής πίστης, αναφωνώντας μ’ ευλάβεια:

ας είμαστε, Χριστέ μου, οι ποιητές
μέσα στο δάσος σου τ’ αηδόνια
μες στα πυκνά φυλλώματα,
στις κρύες πηγές.
( ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ )

Αλλού πάλι διαπιστώνει με τόνο αποκαλυπτικό το ατελέσφορον των προηγούμενων μάταιων ενασχο-
λήσεων:

Το αναγνωρίζω,
όλες τις μέρες μου
τις εκδαπάνησα
σε πλήθος αλλότρια πράγματα.
( ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ ΚΙ ΑΣΙΓΑΣΤΟ )     

Μια μεταμόρφωση έχει επισυμβεί στα άδυτα της ψυχής του ανήσυχου πριν και κραδαίνοντος
τη ρομφαία της ηθικής τάξης ποιητή. Αφού πέρασε διαμαρτυρόμενος και πενθών μέσα από τη φωτιά
του πολέμου και της καταστροφής,, περπατάει τώρα σοφός και πράος επί των υδάτων της θείας γαλήνης:

Στο Θαβώρ, ω πόσο ήθελα ν’ αγγίξω
το πρόσωπό σου. Όμως ήταν φλόγα.

Τώρα στα βαθιά μου γεράματα
στο νησί της Πάτμου ευλογείς τις μέρες μου.
( ΗΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ )

Τί αντιπροσωπεύει όμως ποιητικά μια τέτοια στροφή στην πορεία του Γιώργου Πετούση; Πιστεύω
μια απελευθέρωση από τη συνεχή, μονοδρομική ενασχόληση με τα νωπά περιστατικά μιας τραγικής
επικαιρικότητας. Σ’ αυτό το βιβλίο του ο στίχος είναι μορφικά προσεγμένος, βαθιά υπαινικτικός και
με χαμηλόφωνο υπερβατικό φτερούγισμα:

Πώς να σε κοιτάξω με γυμνό μάτι;
Δεν είμαι, Κύριε, καθαρός ως η χιών.
Δεν είμαι λευκός πια Κύριε
κι ευώδης ως το κρίνο.
Για να λευκανθώ πρέπει να πάρω
ξανά και ξανά όλους τους δρόμους.
Ν’ αφήσω δίχτυα δισταγμών
στην παραλία με τόλμη,
ν’ ανέβω ερημίτης ασκητής σε σκήτες.

Ναι, αυτός είναι αναμφισβήτητα ο καλύτερος ποιητικός εαυτός του Γιώργου Πετούση.
Και πάνω σ’ αυτές τις ράγες
καταξιώθηκε ποιητικά με τον καλύτερο τρόπο. Ήταν μια ιδιό-
μορφη έξαρση, χωρίς συνέχεια κι ουσιαστική επίδραση στην περαιτέρω πορεία του. Πορεία σίγουρα
εξακολουθητικά παραγωγική, με μονάδες ποιημάτων αξιόλογες κάποτε* – χωρίς  όμως, κατά τη
γνώμη μου να φτάνουν την άρτια και ομοιογενή αισθητική των ποιημάτων της ¨Επώδυνης
καταβύθισης”.

*  Την όψιμη φάση της ποιητικής του δημιουργίας – μέχρι και σήμερα, θα δυσχεραίνει πια ο επίμονος
“ιός”  της υπέρμετρης αφηγηματικότητας, μια παρενέργεια ίσως της παράλληλης κι αυξητικά εκδηλού-
μενης πεζογραφικής του διάθεσης.