Ποίηση Νάσας Παταπίου- επιλογές Ανδρέας Πετρίδης

Ποίηση Νάσας Παταπίου-
Χωρίς τα βαρίδια της Ιστορίας

Η ΛΕΜΠΡΙΚΑΣΤΗ

Ακούς το σούρσιμο της κτένας
Στα μαλλιά μου
Ήχος αρχαίος
Και από τα βάθη των αιώνων
Έρχεσαι
Πίθο βυζαντινό κομίζεις
Γεμάτο υπέρπυρα
Όμως οι μάχαιρες οξείες
Και πυκνά τα βέλη
Σαν διασχίζεις
Ένα μαύρο πετρωμένο δάσος
όπου στο ξέφωτό του
Ρέει πυρίκαυστος
Ο έρως
Από τα χέρια μου
Η κτένα τότε πέφτει
Θρόισμα φτερών
Το χώρο κατακλύζει
Με πλημμυρίζουν ρήματα αγάπης
Στάζουν χυμοί
Από κόκκινα σταφύλια
Στον ποδόγυρό μου
Τον ίππο μου πτερνίζω
Και αναχωρώ
Χωρίς να είμαι έμπειρος ιππέας
Γνωρίζω είμαι το σήμερα

Και είσαι το τότε
Πατρίδα, Πατρίδα
Σε τέμνουν όρη
Και βουνοκορφές
Σε διασχίζουν ποταμοί
Με διατρέχουν παραπόταμοι
Μες στα νερά μας βουλιάζουν
Τα υδρόβια
Ενδημούν τα αμφίβια

Μα ως πότε λάθρα
Θα βιώνουν οι αλλόφυλοι ;
Στα έγκατά μου
Στα απώτατα σπλάχνα μου
Στις εσοχές μου τις ανύποπτες
Σε περισώζω
Θα κυνηγήσω τον εχθρό
Όπως οι εφιάλτες τον ύπνο μου
Θα συναντήσω αυτόν
Από τα βάθη των αιώνων
Που έρχεται
Τον αγύρτη, τον αλάστορα,
Τον μονομάχο
Τον βλέπω να εισέρχεται
Στις νότιες ακτές
Στο Σύλαιο λέγοντας
Μεγαλόνησο σε ονοματίζω
Και δεν θα συληθείς ποτέ.

ΑΝΑΠΛΟΥΣ

Κλείνω τα μάτια
Και ξυπνά ένας παφλασμός κυμάτων
Κατηφορίζει από το μεγάλο ακρωτήρι
Και προσεγγίζει τον μεγάλο κόλπο
Τα τείχη χαιρετώντας
Και ύστερα τέμνει την έρημη πεδιάδα
Τις νύχτες πάλι
Κάτω από την κλίνη μου περνά
Και αίφνης τη μεταβάλλει σε μικρή σχεδία
Έξω καλπάζει το άλογο του Μυροβλύτη
Να με καλούν οσμές του παρελθόντος
Στον ουρανό να ξεδιπλώνονται παραμυθιών εικόνες
Ψίθυροι αγνώστων
Να ερμηνεύουν τις γητειές και προφητείες
Θα ταξιδεύσω
Χαρτογραφώντας τις ακτές σου
Τα ιζολάρια, οι πορτολάνοι, οι πυξίδες
Δεν με σώζουν
Οι εφιάλτες πειρατές
Με συλλαμβάνουν
Δένουν τα χέρια μου πισθάγκωνα
Με ανακρίνουν
Χιλιάδες χρόνια με ανακρίνουν
Αναγνωρίζω τη σκουριά στις αλυσίδες
Τις ρίζες μου διεκδικώ
Το χώμα που με ανέθρεψε
Δηλώνω μια αυτοφυής
Λευκή ανεμώνη
Ανάλγητοι οι πειρατές
Δεν συγκινούνται

Αιτούν το αίμα μου ως αντίλυτρο
Μα δεν θα λυτρωθούν
Θα λυτρωθεί μόνον αυτή
Η αλσίφυλλος
Στο ίδιο αίμα κόκκινη
Βαθυκόκκινη
Σαν θα φυτρώσει.

ΑΣΑΝΔΑΛΗ

Ποιος αέρας φυσά
Κι έρχεται
Και από πού έρχεται
Κομίζοντας τα οιστρογόνα
Του έρωτα
Παραληρώντας σε φως μέθης
Αχ, να μπορούσα
Στη δίνη του να πετάξω
Ασάνδαλη
Χωρίς υπάρχοντα
Με φωτοστέφανο μόνο τον πόθο
Μόνο με τον πόθο
Περιδέραιο στο λαιμό μου
Για ένδυμα
Γυμνή
Και με ένδυμα
Μόνο το πάθος
Ως βυσσινί βελούδο
Το πάθος
Μα τι πάθος
Ρίγη, κραυγές ερωτικές
Επιθανάτιοι ρόγχοι

Ν’ αντηχούν στο απαλό βελούδο
Με ποτά δυνατά κατά του ιλίγγου
Στην ανύψωση
Στη νοητή ουράνια κλίμακα
Την περιστοιχισμένη
Με ευώδη άνθη
Ακανθοφόρα
Στην εξύψωση
Και στην άκρα ταπείνωση.

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ

Είμαι ένα καθαρόαιμο άλογο
Που τρέχει μες στη νύχτα
Και γυαλίζουν τα μάτια του
Τρέχει για να προλάβει τη μέρα
Καλπάζει να διασχίσει
Και πάλι το σκοτάδι
Μεγάλωσα πολύ
Και μού’ λειψαν τα χάδια
Κι η μητέρα μου
Μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ
Κάθεται και ατενίζει τη δύση
Πώς λοιπόν να γείρω
Στην αγκαλιά της
Πώς να αρχίσουν
Ξανά τα παραμύθια
Έτσι μεταμορφώθηκα σε άλογο
Κι επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Αναδρομικά και αιώνια
Άκουσε το χλιμίντρισμά μου

Την αγωνία μου αφουγκράσου
Σκέψου πως φέρω
Και των προγόνων μου τα βάρη
Επιστρέφω πίσω
Σε σένα πατρίδα
Ως ορμητίας ίππος
Και ανεμοκυκλοπόδης
Μαυρογόνατος και πετροκαταλύτης
Εγώ το άλογο
Και εσύ η γυναίκα
Έλα αναβάτης
Στην πλάτη μου πατρίδα
Μαζί να φύγουμε
Να σωθούμε μαζί
Μες στις σπηλιές των θρύλων σου
Αιλουροειδές ας ξεψυχήσω.

          Φασγάνου δίχα, 2009

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *