“Ποιητές και Ποιήματα- Μια Εμπειρική Αισθητική” του Α. Πετρίδη

ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΙΔΗ

Ποιητές και Ποιήματα

*
Μια Εμπειρική Αισθητική

Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Πολύβιος Νικολάου
Έλενα Ρεμπελίνα Τουμαζή
Γιώργος Μολέσκης
Μάριος Αγαθοκλέους
Γιάννης Ποδιναράς
Ανδρέας Μακρίδης
Ανδρέας Παστελλάς
Σοφοκλής Λαζάρου

 

Εισαγωγικό σημείωμα

Κύριος σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η ερμηνευτική και διαισθητική διείσδυση εκεί, όπου το αισθητικό φαινόμενο εμφανίζεται σε κατάσταση γέννας ( status nascendi ). Δηλαδή ως ευχάριστη αισθητή αντίληψη, απορρέουσα από την αναγνώριση της μορφής ( ίδε Επίμετρο, στο τέλος του βιβλίου ).

Ακόμα κι αν τούτο δεν διαφαίνεται με την πρώτη ματιά σε όλα κείμενα που εμπεριέχονται στο βιβλίο, προβάλλει πιστεύω με ενάργεια η προσπάθεια να διερευνηθεί με πρακτικά εμπειρικό τρόπο η δημιουργική διαδικασία…Να εντοπιστεί η πηγή της αισθητικής ηδονής εκεί, όπου το ποίημα διαφέρει από τα μη ποιητικά κείμενα: δηλαδή στη γλωσσική μορφοποίηση.
Ένα πλεονάζον, μορφικά αξεπέραστο υπόλοιπο, αποτελεί όπως ξέρουμε πρόβλημα. Απαιτείται λοιπόν από τον επαρκή δημιουργό μια πλήρως διαμορφωμένη, αλλά και αναγνωρίσιμη γλωσσική φόρμα. Προσθέτει σίγουρα αξία και η διάνοιξη χώρων με συνειρμούς υπερβατικότερους. Πέραν όμως τούτων ισχύει αναντίρρητα μια βασικότερη προϋπόθεση: Η άφθορη και αυθεντική γλώσσα. Γιατί όλα τα άλλα μπορεί να τα πετύχει κι ένας χαρισματικός επίγονος. Όμως είναι η αυθεντικότητα της φωνής, που στηρίζει τον ποιητή και τον διασώζει, ακόμα κι όταν παρουσιάζει ενίοτε ανισότητες και δομικές αδυναμίες. Όταν λείπει αυτή, ο αναγνώστης βγαίνει μουδιασμένος – και δεν αντισταθμίζει οποιοσδήποτε υψιπετής στοχασμός ή μια άρτια τεχνική.

Οι επιλογές των ποιητών, των οποίων αντιπροσωπευτικά λήμματα σχολιάζονται σ’ αυτό το βιβλίο, δεν έχουν γραμματολογικά αξιολογικό χαρακτήρα. Προέκυψαν αυθόρμητα και σε μάκρος χρόνου ( τα δε κείμενα ακολούθησαν κατά κανόνα σειρά αντίστροφη από τον χρόνο γραφής των ) . Η επικέντρωση μάλιστα είναι πιο πολύ πάνω στα συγκεκριμένα ποιήματα, παρά στα ονόματα με το πραγματικό ή το τρέχον εκτόπισμά τους. Επίπονη εξάλλου και διαρκής ήταν η προσπάθειά μου, να κρατηθεί μια καλή αντιστοιχία των δειγματολογικών καταθέσεων με την ουσία των κριτικών προσεγγίσεων. Οι προσεγγίσεις αυτές, είναι σημαντικό να αναφέρω, δεν έχουν ποσώς φιλολογικό χαρακτήρα. Εκκινούν από μια αγαπητική σχέση με τα ποιητικά κείμενα, από τα οποία διαρκώς αιμοδοτούνται και δημιουργικά διαμορφώνονται. Η επιμέρους εστίαση αφορά στην καλύτερη ανάδειξη των κρυφών πηγών και των προεκτάσεων, που διανοίγονται. Αποβλέπει επίσης στον αισθητικό φωτισμό υποδειγματικών κορυφώσεων, σε αντιδιαστολή με πιο αδύνατες πλευρές εκάστου δημιουργού. Ορισμένες μάλιστα φορές αποτολμούνται τεκμηριωμένα και γενικότερες αποτιμήσεις.

Σ’ αυτή την αμοιβαίας επικοινωνίας διεργασία, θεωρώ τα κείμενα που ακολουθούν αξεχώριστα από την ποίηση, που τους έδωσε το πρώτο λάκτισμα. Ακόμα και κάποιες αναφορές θεωρητικής υφής παίρνουν το οξυγόνο της αλήθειας και της φρεσκάδας των από τα ποιήματα, που σχολιάζονται άμεσα.

Ως προς το γλωσσικό τώρα ύφος που χρησιμοποίησα, χρωστώ μια διευκρίνιση. Ανήκε στην πρόθεσή μου να κρατήσω μια εκφραστική αμεσότητα, ακόμα και εκεί, όπου έπρεπε ν’ ανταποκριθώ σε λεπτές και σύνθετες ερμηνευτικές προκλήσεις. Κι αυτό με βοήθησε, πιστεύω, να μιλήσω με περισσότερη σαφήνεια και παραστατικότητα. Ενισχυτικό της ορθότητας μιας τέτοιας επιλογής, μου ήρθε αργότερα κι ένα σοφό δοκίμιο του Θ.Δ. Φραγκόπουλου, από τον τόμο «Κριτική της Κριτικής», Αθήνα 1978. Είναι χρήσιμο να καταθέσω ένα του απόσπασμα από το υποκεφάλαιο «Η πειραματική επιβεβαίωση της σαφήνειας»:

…Ωστόσο, φοβάμαι πως, στην τεχνική της συγγραφής του δοκιμίου, ελλοχεύει κάποιος κίνδυνος. Από πολλούς, που υπηρετούν τη δοκιμιογραφία, έχει αναπτυχθεί ένας τρόπος γραφής, που θα τολμούσα να τον ονομάσω «τεχνολογικό». Έχει για χαρακτηριστικά του κάποια ακαμψία στην έκφραση, κάποια εκζήτηση στο λεξιλόγιο, και κάποια θελημένη διατυπωσιακή συσκότιση. Για να θεωρηθεί ένα δοκίμιο «σοβαρό» οφείλει να είναι, κατά τους εραστές αυτής της γραφής, βαρύγδουπο, γριφώδες, σκοτεινό. Όσο πιο δύσκολη είναι η σύνταξή του, τόσο το καλύτερο…
Ο κίνδυνος να δημιουργηθεί κάποια «παρασημαντική» γραφή δοκιμίου, προσιτή μόνο στους επαϊοντες, είναι προφανής. Θάθελα να μου επιτραπεί να θυμίσω εδώ, πως οι αληθινοί μαστόροι του είδους (Έλιοτ, Πάουντ, Σεφέρης, ποιητές ελλειπτικοί και συχνά ερμητικοί μάλιστα ), είναι στα δοκίμιά τους ιδιαίτερα διαυγείς, κουβεντιαστοί, χρησιμοποιώντας τις πιο καθημερινές λέξεις, για να εκφράσουν πολύ λεπτά νοήματα, πολύ περίπλοκες διαδικασίες και σοβαρά αισθητικά προβλήματα.

Ουδέν σχόλιον, θα έλεγα…

 

Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Ανοίγοντας Όστρακα της ποιητικής του Δημιουργίας

Από καιρό ωρίμαζε μέσα μου ένα κείμενο για τον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη. Ένα κείμενο με εμπειρική – κατά κύριο λόγο μορφοκεντρική – προσέγγιση, χωρίς φιλολογικές ή άλλες εξωποιητικές διανοίξεις. Στόχος μου, ν’ αγγίξω με τη δική μου ευαισθησία τον καθ’ αυτό πυρήνα μερικών ποιημάτων απ’ την τεράστια ποιητική του δημιουργία…Να φωτίσω την αισθητική τους δυναμική, που έγκειται πιστεύω, όχι μόνο στην ιδιοτυπία του γλωσσικού του οργάνου, αλλά περισσότερο στον ουσιαστικό τρόπο που το χρησιμοποιεί.
Εντυπωσιακός φυσικά κομιστής της ποιητικής ουσίας είναι η πρωτότυπη ποιητική του γλώσσα. Μόνη της όμως δεν αρκεί, κι ας μη γελιόμαστε…Το κλειδί της ποιητικής του μαγείας έγκειται κάπου αλλού: Στην καλλιτεχνική του ικανότητα, να ονοματίζει ή να περιγράφει κάτι με πρωτότυπα απλό και καίριο τρόπο, αφήνοντας συνάμα να εκλύεται μια αύρα θαυμαστικής θέασης των πραγμάτων. Έτσι, ενώ διαβάζουμε μια κυριολεκτική εκ πρώτης όψεως περιγραφή ή εικόνα, διαπιστώνουμε έκπληκτοι να μεταποιείται σχεδόν αμέσως – χωρίς να διαφαίνεται η τεχνική – σε κάτι αισθητά υπερβατικότερο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα ευάριθμα ειρωνικά του παρενθέματα – δηλωτικά γνωστικής και νηφάλιας θεώρησης – που αποδεσμεύουν ανακουφιστικά πλεονάζοντα φορτία ψυχοπνευματικής έντασης. Αλλά και τα εκτενή αφηγηματικά και κρυπτο-θεατρικά του σκηνοθετήματα, ιδιαίτερα στο όψιμο έργο του – όσο και να αμφισβητούνται κάποτε – εμπλουτίζονται συχνά με περίτεχνα εμβόλιμα ενός πυκνού και νεόκοπου ποιητικού λόγου.
Πρόθεσή μου όμως δεν είναι να θεωρητικολογήσω γενικά και αόριστα, αλλά ν’ αρχίσω μια διερευνητική περιδιάβαση, μ’ εφόδια έναν πρακτικό και εμπειρικό τρόπο προσέγγισης συγκεκριμένων ποιημάτων. Διάλεξα την πρώτη κυρίως δημιουργική περίοδο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, επειδή με διευκόλυναν οι σχετικά ομοιογενείς ποιητικοί τρόποι της, προτού ο ποιητής περάσει σε συνθετικότερους και ιστορικότερους θεματικούς κύκλους. Έβαλα κάτω από το ερμηνευτικό και αισθητικό νυστέρι έναν αναγκαστικά περιορισμένο αριθμό ευσύνοπτων λημμάτων. Αφού τα διάβασα και τα ξαναδιάβασα, κατάλαβα καθαρότερα τους λόγους, που έκαναν τον δημιουργό τους να προσεχτεί ιδιαίτερα και να ξεχωρίσει. Ακόμα και τα πέντε – δέκα τούτα ποιήματα να είχα στη διάθεσή μου, ( ή κάποια άλλα από τα πολλά κι αξιόλογα που παρατηρεί κανείς φυλλομετρώντας ), θα τον τοποθετούσα στο ίδιο σχεδόν υψηλό επίπεδο, χωρίς να με επηρεάζει ανατρεπτικά ο όγκος του υπόλοιπου έργου…Ο οποίος όγκος μπορεί να έχει την αναμφισβήτητη σημασία του για το εύρος και το ενδιαφέρον μιας ορισμένης λογοτεχνικής κατάθεσης (οποιουδήποτε ποιητή), μπορεί να της προσθέτει σε οικουμενικότητα και πληρότητα, σε αυστηρά όμως αισθητικό πεδίο δεν συνιστά πάντοτε κάτι ουσιαστικά επιπλέον.

Καταθέτω τώρα προς σχολιασμό το πρώτο ποίημα, από την Άγνοια του Νερού, 1967, με τον τίτλο « Οι Χορηγοί»:

Ο ήχος έτρεξε κυνηγημένος
και με το φως του βραδιού
στο αίμα μου μπήκε.
Αυτό με ξύπνησε. Παλαιό, είπα,
ρολόϊ, φοβερό που θα ήταν,
Ο Κύριος να είχε το ξυπνητήρι
των ψυχών χαλασμένο.

Σκύβοντας να φορέσω τις παντόφλες μου,
ξαφνικά είδα, για πρώτη φορά τότε,
τα λουλούδια – κεντήματα του υποποδίου.

Θα περιορίσω τα σχόλιά μου, όσο είναι δυνατόν, στη δυναμική της ποιητικής δομής και στις αντίστοιχες διακυμάνσεις του αισθητικού εκκρεμούς, που εξαυτής φυσιολογικά προκύπτουν. Αυτή είναι και η θεμελιακή βάση οποιουδήποτε λογοτεχνικού έργου, που το κάνει να ξεχωρίζει από τον συνηθισμένο συμβατικό λόγο ( τα εις βάθος και ύψος νοήματα, ενισχύουν απλώς το γνωσιολογικό, υπαρξιακό ή φιλοσοφικό εκτόπισμα του ποιητή, ποτέ όμως δεν διασώζουν ένα πιθανό έλλειμα ποιητικής μετάπλασης ).
Στο ποίημα «Οι Χορηγοί», διακρίνουμε τρεις βασικές κινήσεις, που συνδέονται με διαφορετικό τρόπο- και με εναλλαγή ψυχικής διάθεσης- μεταξύ τους. Μπαίνουμε στο αινιγματικό κλίμα του πρώτου τρίστιχου, με τον εγερτήριο ήχο ν’ ανοίγει στη συνέχεια ένα υπαινικτικά εσχατολογικό σκηνικό. Αγωνιώδης και μυστηριακή αναδύεται η μεταφυσική απορία: …φοβερό που θα ήταν / ο Κύριος να είχε το ξυπνητήρι/ των ψυχών χαλασμένο.

Με το πέρασμα από το πρώτο, σχετικά περιγραφικό, στο δεύτερο, υπαρξιακά δραματικότερο μέρος, η συναισθηματική ένταση αυξάνεται απότομα, με αποτέλεσμα μια ανεξήγητα γλυκιά ταραχή. Ένα πρώτο κύμα αισθητικής ηδονής νιώθουμε ήδη να εκλύεται μέσα μας, με συνειρμούς ταυτόχρονα μεταφυσικής υφής. Το καταληκτικό πάλι τρίστιχο κατεβάζει ανακουφιστικά την προηγούμενη ψυχική έξαρση, με τον απρόβλεπτο εντοπισμό μιας διακόσμησης λουλουδιών κάτω στο πάτωμα, ως «κεντήματα του υποποδίου». Η συμβολική των λουλουδιών παραπέμπει αυτονόητα σε ο,τιδήποτε ενέχει μια υπέρτερη αξία, η οποία δεν είναι σοφό να αναζητείται ματαιόδοξα στα φώτα των προβολέων και στα υψηλά δώματα. Η εκπληκτική τούτη φανέρωση, μέσα από μια απλή και συνηθισμένη κίνηση ( «σκύβοντας να φορέσω τις παντόφλες μου»), δίνει μια δυνατή ώθηση στο αισθητικό εκκρεμές εντός μας, με αποτέλεσμα ένα πιο έντονο κύμα ποιητικής δραστικότητας. Ο δημιουργός μίλησε τελικά με σοφία και καλλιτεχνική αρτιότητα.

Έρχομαι τώρα σ’ ένα επόμενο, επίσης σύντομο αλλά και εξίσου δυνατό ποίημα με τον κάπως μακρύ τίτλο: Κάθε φορά που γίνεται αδικία στη γη ( κι αυτό απ’ τη συλλογή Η Άγνοια του Νερού ).

Κάθε φορά που γίνεται αδικία στη Γη,
στους Ουρανούς ο θόρυβος είναι μεγάλος.
Εκεί χαμογελώντας ερωτά ο Αρχάγγελος
προς τί το ξάφνιασμα. Του απαντούν απ’ το τάγμα:
«Τα τύμπανά μας υποφέρουν, δε μπορούν
το θόρυβο ν’ αντέξουν…» «Ω παιδιά»,
η φωνή τους λέει του Αρχάγγελου,
«θα ήταν άδικο να φράζαμε το δρόμο
σ’ αυτά που υπάρχουν. Έτσι πρέπει, αλίμονο».

Έχουμε να κάνουμε εδώ με μια μορφολογικά απέριττη ποιητική πραγμάτωση, όπου με τεχνική μαεστρία προβάλλεται πειστικά η διαλεκτική αντιμαχία που κυβερνά και διέπει τον κόσμο. Ο αναγνώστης βγαίνει σοφότερος μέσα απ’ τους στίχους, και παύει να εξάπτεται άγονα από την εκάστοτε παραβίαση της ηθικής τάξης. Αυτό δεν συνιστά έμμεσα μια πρόταση αποδοχής του κακού ή συμβιβασμό στον αγώνα τελείωσης, αλλά κάτι πολύ διαφορετικό: Διευρύνει τα ψυχικά όρια της δεκτικότητας ενός κόσμου σύνθετου και συχνά αντιθετικού, μέσα στον οποίο δοκιμάζονται οι αντοχές και του δικού μας βίου. Κι αυτό φέρνει γαλήνεψη στη ψυχή κι ευδαιμονική γνώση.

Με ποια όμως ένταση και δραστικότητα υποβάλλoνται όλα τούτα από τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη; Πώς φορτίζονται συγκινησιακά κι αποκτούν αισθητική δυναμική μέσα απ’ τον λόγο του;
Εκπληκτική στην παραστατικότητά της είναι η εικόνα του τάγματος των αγγέλων, που βιώνουν μ’ επώδυνο τρόπο όποια αδικία συμβαίνει στη γη. Η απορητική αμφισβήτηση του ξαφνιάσματός των, εκμέρους του Αρχάγγελου, είναι ένα βήμα ανακοπής του εκνευρισμού και της λιποψυχίας των. Κι αυτό προσλαμβάνεται με αισθητή ευαρέσκεια. Μια φάση ενεργοποίησης του θυμικού και της περιέργειας για την περαιτέρω εξέλιξη, προκύπτει ασυναίσθητα. Ο ποιητής προβαίνει στη συνέχεια – μέσω του Αρχάγγελου – σε μια καταλυτική στην απλότητα και τον οντολογικό πραγματισμό της δήλωση: «θα ήταν άδικο να φράζαμε το δρόμο / σ’ αυτά που υπάρχουν. Έτσι πρέπει, αλίμονο». Οι στίχοι τούτοι μας κατακλύζουν καταπραϋντικά, κτυπώντας καίρια τις χορδές της υπαρξιακής μας συνειδητοποίησης. Όλη αυτή η εκφραστική κινητική, με την αντίστοιχα βαθύτερη συγκινησιακή διακύμανση, εκκρίνουν μοναδική στην ποιότητά της αισθητική ουσία, που είναι το κύριο ζητούμενο.

Αν η ποιητική σύνθεση είναι η ανάπτυξη σε διάφορα δομικά και σημασιολογικά επίπεδα ενός θεματικού ή θυμικού πυρήνα – και όχι απλώς η αισθητοποίηση μιας στιγμιαίας εντύπωσης – τότε όλα αυτά τα μικρά έστω ποιήματα που αναλύουμε, είναι πυκνές ποιητικές συνθέσεις. Προχωρούμε στο επόμενο δείγμα:

Του απογεύματος

Πουλούσε σκόρδα, ποντικοπαγίδες και λουλούδια,
όλα στον ώμο του κι έστριβε τη γωνιά.
Τον κοίταξα κι έμοιαζε με τον ίσκιο,
που μέσα στο μυαλό μου καθιερώθη.

Είδα τον Υμηττό πίσω του κουρασμένο
να πέφει από τον ουρανό κι άναψα φως.
Στη σκέψη μου έφερα τα χρόνια που έρχονται.
Θυμήθηκα το άσπρο άλογο μπροστά στο δράκο.

( Άγνοια του Νερού, 1967 )

Αρχίζω απ’ ευθείας με τη μορφική διαστρωμάτωση. Στην αρχική στροφή διακρίνουμε δυο επίπεδα: Μια εξωτερική εικόνα γραφικής λαϊκής φιγούρας, φορτωμένης την πιο αυθεντική και οπτικά αντιθετική πραμάτεια. Ως αντανάκλαση αυτής της συγκεκριμένης σκηνής, αφυπνίζεται συνειρμικά στη μνήμη του ποιητή ένα αμυδρό παρόμοιο περίγραμμα, που την ύπαρξή του ανέκαθεν διαισθανόταν. Οι στίχοι όμως «τον κοίταξα κι έμοιαζε με τον ίσκιο,/ που μέσα στο μυαλό μου καθιερώθη» έρχονται τη στιγμή ακριβώς, που ο αινιγματικός πλανοδιοπώλης έστριβε τη γωνιά και χανόταν. Ο υποψιασμένος πια από το παράξενο κλίμα αναγνώστης, προεκτείνει αθέλητα τους συνειρμούς του σε άλλες απίθανες σφαίρες: Ο ίσκιος που «καθιερώθη», μπορεί νά’ ναι μια απλή ανάμνηση της καθημερινότητας, ίσως κι η συμβολική ανάδυση μιας persona του υποσυνείδητου. Περνά όμως απ’ τη σκέψη μας κι η περίπτωση φευγαλέας φανέρωσης της σκιάς του θανάτου, ή μιας άλλης «καθ- ιερωμένης» πανάγιας μορφής…Και γιατί όχι. Η «καθ- ιέρωση» ενός ίσκιου, που γίνεται ορατή προς στιγμή και μετά χάνεται, δεν μπορεί να έχει μια μονοδιάστατη σημαντική. Ούτε δεσμεύουν ποσώς οι προθέσεις κι οι πρωταρχικές αφετηρίες της έμπνευσης του ποιητή. Εξάλλου εδώ δοκιμάζεται και η πραγματικά υψηλή ποίηση…Στη δυνατότητά της, δηλαδή, να ερμηνεύεται απεριόριστα και σε αλληλεξάρτηση με την ιδιοσυγκρασία και το βιωματικό αποθησαύρισμα ενός εκάστου.

Ενισχυτικό της παραπάνω αλυσίδας διαισθητικών ερμηνειών, είναι και οι στίχοι στη δεύτερη στροφή. Παρατηρείται αποδέσμευση από το προηγούμενο συμβάν, όχι όμως και από την μεταφυσική αχλύ της εικονοποιϊας, που τώρα γίνεται πιο έντονη. Ακόμα κι αν ο δημιουργός επέμενε για το αντίθετο – ότι δηλαδή πρόκειται για μουντή εικόνα του χώρου και της περίστασης – δεν βγαίνει απ’ το μυαλό μου το εξής:
Οι στίχοι « είδα τον Υμηττό πίσω του κουρασμένο / να πέφτει από τον ουρανό κι άναψα φως», μου μιλούν περισσότερο για ένα μεταφυσικό φυσιοκεντρικό μούχρωμα, μια έμμεση συμμετοχή του φυσικού τοπίου σε κάτι στιγμιαία υπερφυσικό, που διαδραματίστηκε. Το καταληκτικό φυσικά δίστιχο προσγειώνει σ’ ένα βαθμό την «αλαφροϊσκιωτη» φαντασία, αλλά και πάλι όχι εντελώς. Με αναφορά στη μελλοντική προοπτική, εισβάλλει ξανά στο ποίημα, κλείνοντάς το, ο χριστιανικός λαϊκο- θεολογικός μύθος τ’ Άη Γιώργη πάνω στο άλογο, που σκοτώνει τον δράκο. Στη διελκυστίνδα με το λογοκρατικό στοιχείο, το αποτέλεσμα γέρνει ευτυχώς προς τον πάντα ριγηλότερο υπαινικτικό λόγο.

Είτε το δέχεται κανείς είτε όχι, όλα τούτα τα νοούμενα και υπονοούμενα δεν είναι καθαρά γεννήματα ενός ευφάνταστου αναγνώστη. Το σπερματικό τουλάχιστο λάκτισμα της συνειρμικής διαδικασίας ευρίσκεται μέσα στη γλώσσα του ποιητή, ειδικότερα στη χροιά των λέξεων, τη σχέση μεταξύ τους και γενικότερα στην ποιότητα της μορφής. Αυτή είναι εξάλλου η δύναμη ενός καλού ποιήματος, να δίνει ερεθίσματα υψηλής αισθητικής στάθμης και πολυεπίπεδης ερμηνευτικής δυναμικής.

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πολύ…Πρέπει ν’ περάσω όμως και σε μερικά άλλα, εξίσου ενδιαφέροντα ή και καλύτερα δημιουργήματα. Παρακάμπτω τη «Στιγμή του κήπου» ( Αγγείο με τα σχήματα, 1973 ), που διάβασα με πολλή αγάπη τόσες φορές, και σκύβω με προσοχή πάνω απ’ το πολύ πιο δύσκολο ποίημα «Πρωί στο περιβόλι» ( απ’ την ίδια συλλογή ), που συνιστά για μένα μια μεγαλύτερη ερμηνευτική πρόκληση. Το καταγράφω ολόκληρο για σκοπούς εργασίας.

Πρωί στο περιβόλι
Στο Σταμάτη Φιλιππίδη

Το πρωινό δε θα ξεχάσω εκείνο,
που μού’ φερες την είδηση πως ο ήλιος έβγηκε.
Ήρθα να ιδώ μαζί σου αυτό το θάμα.

Τα σκαλιστά σου λόγια στήσανε κορμό
στη θόλο των Δελφών, άκρη του φύλλου ελιάς.
Ήταν ωραίο, γλυκό το φως, που η κάπα τ΄ουρανού
άφηνε να γλιστρά στο πρόσωπό σου.

Κι αν αύριο θα πεθάνουμε, θα μείνει
το περιβόλι του θανάτου ολάνθιστο.
Αν το χλωμό σε θλίβει φως στο μάγουλο,
το μέτωπό σου κι ο οφθαλμός υπάρχουν.

Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, του ανθρώπου
βρίσκει ρυθμό η τιμή να μεγαλώνει.
Έτσι μονάχοι εμείς στον καθαρό ουρανό,
έξω απ’ τη γη, απ’ τον Άδη, απ’ όλα ετούτα,
είναι η στιγμή να πούμε «χαίρετε».
1970

Οι πρώτοι τρεις στίχοι είναι εντυπωσιακοί στην απλότητα και την αφέλεια της διατύπωσής τους. Είναι συνάμα και συγκλονιστικοί, που με τέτοιο ανυποψίαστο τρόπο αποκαλύπτουν το μεγαλείο μιας στιγμής, που αφήνουμε συνήθως να περάσει απαρατήρητη. Με τους στίχους του αυτούς ο ποιητής μας κάνει κοινωνούς του θαύματος, που συμβαίνει καθημερινά και τόσο δίπλα μας, όταν εμείς περί άλλων τυρβάζουμε. Οπλισμένος ο ίδιος με την ευαισθησία του, εκφράζει έμμεσα την ευγνωμοσύνη του στο πρόσωπο, που του άνοιξε τα μάτια να ιδεί «μαζί του αυτό το θαύμα». Η ανατολή του ήλιου – σ’ αυτήν αναφέρεται – λαμβάνει χώραν στο Ιερό των Δελφών, κάτι που προσδίδει στη γενικότερη ατμόσφαιρα ένα πνευματικότερο άρωμα.
Ήδη από το εντυπωσιακό γεγονός του ανατέλλοντος ηλίου – αφού έτσι το κάνει να φαίνεται, ο ποιητής – ο χαρισματικός αγγελιαφόρος δέχεται στο πρόσωπο τη φωτεινή σκόνη μιας ένυλης εικονοποιϊας: «Ήταν ωραίο, γλυκό το φως, που η κάπα τ’ ουρανού / άφηνε να γλιστρά στο πρόσωπό σου». Η αμέσως επόμενη δομική φάση υπερβαίνει το θαυμαστικό επεισόδιο, κι αφήνει στις μορφές μια βαθύτερα υπαρξιακήν ανταύγεια ( «Κι αν αύριο θα πεθάνουμε, θα μείνει / το περιβόλι του θανάτου ολάνθιστο»). Ο υπόγειος καθοδηγητικός μίτος εξακολουθεί εντωμεταξύ να σπρώχνει ελικοειδώς τη σύνθεση σ’ ένα υψηλότερο διαλογισμό: «Έτσι μονάχοι εμείς στο καθαρό ουρανό,/ έξω απ’ τη γη, απ’ τον Άδη, απ’ όλα ετούτα / είναι η στιγμή να πούμε “χαίρετε” ». Η τελευταία λέξη απελευθερώνει μέσα μας ένα θριαμβικό αίσθημα λυτρωτικής επίγνωσης της θέσης μας σ’ αυτό τον κόσμο, έξω από τις περιοριστικές συμβάσεις του πάσης φύσεως εποικοδομήματος. Έρχεται η στιγμή ταυτόχρονα να πούμε κι εμείς το δικό μας ευχαριστηριακό «χαίρετε» στον ποιητή, που μας έκανε κατ’ αίσθησιν κοινωνούς μιας σύμμεικτα υλικής και πνευματικής πραγματικότητας.

Η διαισθητική εργαστηριακή λαβίδα φέρνει κοντά μου τώρα ένα δείγμα από τη συλλογή Αχαιών Ακτή», 1977. Έχει τον τίτλο «Τομή πατρίδας», και είναι ένα ποίημα άκρως «πολιτικό». Μη ξεχνάμε πως έχει προηγηθεί το τραυματικό ορόσημο του 74, κι ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης θεματικά και στο γενικότερο ποιητικό κλίμα, δεν θά’ ναι ποτέ όπως πριν. Η χαρακτηριστική του εσωτερικότητα και η υπαρξιακή προβληματική, θα μπολιαστούν έντονα από τις συγκλονιστικές αλλαγές, που έχουν επισυμβεί. Ανοίγω την αναγνωριστική αναγνωστική αυλαία, επιλέγοντας αυτή τη φορά μια τμηματική προσέγγιση. «Τομή Πατρίδας», λοιπόν…

Πατρίδα μου, ελάφι τρομαγμένο,
απίστευτα χλομό.
Έπεσε φθόνος πάνω στο κεφάλι σου,
μαράθηκε η ψυχή σου. Άσκημο ουρλιαχτό.
Κάτω από τους τροχούς της προδοσίας
έγειρε το αίμα σου φευγάτο, εγκόσμιο.

Σπάνια στίχοι με τόσο προφανή πολιτική χροιά διακρίνονται από παρόμοια τρυφερότητα και στοργή. Η παρομοίωση της πατρίδας με «ελάφι τρομαγμένο» είναι καίρια , γιατί προδίνει φόβο και ξάφνιασμα μαζί. Ο φόβος είναι αυτονόητος, το «άσκημο ουρλιαχτό» είναι εκεί, η έκπληξη όμως στα μάτια πώς εξηγείται; Και φυσικά έχει την εξήγησή της, αφού βλέπει ξάφνου αγνώριστα τα παιδιά της, να «προσφέρουν το μελανό» και να ρίχνουν νερό στον μύλο της καταστροφικής αντιμαχίας.
Η κορυφαία όμως στιγμή του ποιήματος, ως μορφικό ένδυμα και περιεχόμενο μαζί, είναι η τρίτη στροφή. Κι απ’ την τρίτη τούτη στροφή το τελευταίο δίστιχο, που ανεβάζει τη ψυχική ένταση και τον ποιητικό κραδασμό σε απροσδιόριστα ύψη: «Καθένας έχει κάποιο φυλαχτό / απ’ τη γλυκιά πατρίδα πιο ακριβό». Είναι μια σπαρακτικά συγκλονιστική διατύπωση, που έρχεται ύστερα από τον νηφάλιο σχολιασμό για την δυσάρεστη μετάλλαξη ανθρώπων, με θετικά ως τώρα εύσημα ήθους. Προσωπικά μένω για λίγο άναυδος, κάθε φορά που διαβάζοντας την Τομή Πατρίδας, φτάνω σ’ αυτούς τους δυο στίχους.
Ό,τι στη συνέχεια ακολουθεί, είναι η καλογραμμένη καταληκτική καμπύλη, που στρογγυλεύει επιγραμματικά ένα πολύ δυνατό ποίημα:

Κι εσύ ποτήρι του χεριού μου,
πατριδοκάπηλη έγνοια του αδερφού μου,
προσφυγηθέν αλλ’ ου ποιηθέν δάκρυ,
είσαι της λησμονιάς μου η λησμονιά.

Δεν ξέρω πόσο κουραστικός έχω γίνει, μου απομένουν όμως – προγραμματισμένα – ακόμα δυο τρία παρόμοια ποιήματα. Να, όμως που αλλάζω ξαφνικά γνώμη, διαπιστώνοντας πως γι’ αυτή την κατηγορία ποίησης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη είπα ήδη αρκετά. Μπορεί κι υποσυνείδητα νά’ νιωσα την ανάγκη γι’ αλλαγή πορείας,, προτού γίνω μονότονος…Κάνω λοιπόν ένα αναγνωστικό μακροβούτι στα βαθιά νερά της ποιητικής του δημιουργίας, και βγαίνοντας έχω μπροστά μου Το Κυδώνιον Μήλον, έκδοση 2006. Η σελίδα όπου ανοίγω έχει τον παράξενο τίτλο «Η Υαλουργία των Σουλτάνων». Και οι στίχοι που κάπου στη μέση με σταματούν, ακούονται ως εξής:

Οι Έλληνες που δεν καταλαβαίνουν
από θυσίες γυαλιού κι υπέρογκα έργα
τον παρεξήγησαν καθ’ ύβριν, καθ’ υπέρβασιν
του τραγικού τους μέτρου. Και διετείνοντο
στα κοίλα των θεάτρων τους πως τάχα
εμείς ( νογώ τους Έλληνες ) δεν είμαστε
υποταγμένοι δούλοι κανενός.

Καθένας από μας και μια ιστορία.
Δυο να μονιάσουν δεν μπορούν, καν τρεις να μπολιαστούνε
απ’ το μελίσσι τα’ ουρανού, γιατί εμάς

τους Έλληνες μας έκαμεν ο Ζεύς
ελεύθερους – καθένας και μια πόλη.

Μ’ εντυπωσίασε σίγουρα αυτό το ποίημα, ιδιαίτερα το ενδιάμεσο μέρος του, που δίνει το στίγμα της κλασικής ελληνικής ιδιοσυστασίας. Σε αντιδιαστολή με την ασιατική νοοτροπία, ο ελληνικός πολιτισμός μεγαλούργησε έχοντας ως επίκεντρο το άτομο, τον ελεύθερο πολίτη. Τον δρώντα εντός του τραγικού μέτρου… Πόσο παραστατικά κι επιγραμματικά στήνει την ελληνική ταυτότητα ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης ! Οι στίχοι του κοφτοί και σύντομοι, έχουν μια σπαρταριστή στην μέχρι τα άκρα απολυτοποίησή τους, που όμως μας επιβάλλεται και μας αιχμαλωτίζει. Όπως εκφράζονται ποιητικά δεν επιδέχονται εξάλλου καμιά αμφισβήτηση: «Τους Έλληνες μας έκαμεν ο Ζεύς / ελεύθερους – καθένας και μια πόλη».

Ο ποιητής συνόψισε και τακτοποίησε διάχυτες γνώμες, διάσπαρτες αντιλήψεις, πολλαπλά ιστορικά συμπεράσματα. Όλα τούτα, όσο και να τά’ χαμε πάνω-κάτω υπόψη, τα βρήκαμε ξαφνικά ενοποιημένα κι ενταγμένα σε μια ευπρόσληπτη φόρμα, κι ανακουφιστήκαμε. Κάποιος, ο δημιουργός, δούλεψε για μας αφαιρετικά, απελευθερώνοντας το μυαλό μας από την επιβάρυνση μιας ενεργειοβόρας, φυγόκεντρης πολλαπλότητας. Εξοικονομώντας μας αυτή την ενέργεια, μας έκανε να νιώσουμε ευεξία, ένα αίσθημα ανιδιοτελές και ταυτόσημο με το αίσθημα της καθ’ αυτό αισθητικής ηδονής. Έτσι γίνεται η ποίηση, της οποίας η δραστικότητα επιπρόσθετα επαυξάνεται με την κατάλληλα δοσολογημένη εναλλακτικότητα ρυθμών και πυκνότητας των στιχουργικών ενοτήτων. Το πρώτο μέρος για παράδειγμα του ποιήματος, αναφέρεται σε έκταση και αναλυτικότερα στον Πέρση Βασιλέα. Ξεδιπλώνει χαλαρά και αποστασιοποιημένα τον δεσποτικό ανελεύθερο κόσμο του, με τη χλιδή και τη λατρεία της πολυτέλειας.

Ο οίστρος του χρυσού περικαλύπτει
τον ήλιο του Μεγάλου Βασιλέως
αρίφνητων λαών της αχανούς
Ψυχής, από το Νείλο, τον Ινδό
και τις ακτές του Αιγαίου, της Αραβίας
κι Ευξείνου κι Ελλησπόντου.
Θάλαττα !

Η τελευταία λέξη όμως τί σημαίνει; Γιατί ρίχτηκε το «Θάλαττα» στο τέλος των πιο πάνω στίχων. Ο καθένας μπορεί να το προσλάβει με τον δικό του τρόπο. Έχω την εντύπωση, ότι παραπέμπει συνειρμικά στην καθ’ ύβριν αλυσόδεση του Ελλήσποντου. Προσλαμβάνεται όμως προφανώς και ως απόηχος της ιστορικής κραυγής, στη θέα της θάλασσας του Πόντου. Ομολογώ, ότι ως πιθανότητα με απασχολεί και μια καθαρά διαισθητική εκδοχή…Όπου η συγκεκριμένη λέξη στη συγκεκριμένη θέση, εκφωνημένη με την ανάλογη ένταση, εκφράζει μιαν αυθόρμητη διαμαρτυρία στην αμετροέπεια και την υπερβολή, όπως περίπου το νόημα των λέξεων «φτάνει πια, έλεος».
Το τελευταίο μέρος του ποιήματος επανέρχεται στα των Περσών, και τη διαρκή γκρίνια τους για την έπαρση των Ελλήνων. Ξαναθυμίζουμε τον λόγο αυτής της έπαρσης, προτού ακουστεί καταληκτικά κι ο αντίλογος του άλλου σκέλους της προαιώνιας αυτής διελκυστίνδας:

Δοιάκι μας κι οδηγός μας πάντα το άτομο
που μέσα μας φωλιάζει. Κι οι χοροί μας
γεννιούνται από το φρόνημα της αρετής, που λέγει
το πρέπον καθενός ξεχωριστά.

Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, αφήνοντας τους Πέρσες να κλείσουν το ποίημα με ματαιόδοξη υλιστική καυχησιολογία, αποκαλύπτει τη μειονεκτικότητα του πολιτισμού τους κι αναδεικνύει, έμμεσα πλην σαφώς, την ανωτερότητα του ελληνικού πνεύματος.

( Οι Έλληνες ) Δεν κοιτάνε το διάκοσμο,
τη διαγράμμιση και τις επιχρυσώσεις,
τα πτυελοδοχεία για την απόχρεμψη,
το χρώμα τελοσπάντων του γυαλιού
και την κομψότητα του σχήματός του-
σύντηξη και περίχυση κι οξείδιο του αργύρου,
σπειροειδείς νευρώσεις και χυτεύσεις
σε μήτρα που απορρόφησε τα μυστικά
τεχνογνωσίας αιώνων- δεν κοιτάνε οι Έλληνες
τη διαμόρφωση της υαλόμαζας
και σίγουροι, όπως πάντα, κατακρίνουν.

Αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, ότι δεν πρόκειται για τον Χαραλαμπίδη της πρώτης, μέχρι και την Αχαιών Ακτή, περιόδου. Το γλωσσικό όργανο είναι αναλλοίωτα προσωπικό και πρωτότυπο, η όλη όμως αρχιτεκτονική δομή και τα ποιητικά μέσα του είναι πολύ διαφορετικά. Μια συγκριτική αισθητική αποτίμηση δεν είναι εύκολη για την ώρα. Ίσως και νά’ ναι αχρείαστος ένας τέτοιος σχηματικός διαχωρισμός, αφού πρόκειται μάλλον για ένα, υπό διαρκή ανάπτυξη, ενιαίο ποιητικό σώμα. Γι’ αυτό κι αναγνώστης του ας τον διαβάζει σύμφωνα με το γούστο και την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία.

Το σύντομο αυτό κείμενο δίνει μια εντελώς δική μου αναγνωστική και αισθητική γεύση, μέσα από τον ερμηνευτικό και αναλυτικό φωτισμό ενός μικρού αριθμού ποιημάτων. Το έργο όμως του ποιητή είναι τεράστιο κι απαιτεί πολλαπλές και ποικίλες προσεγγίσεις. Για να στηριχτώ σ’ ένα προστατευτικά ευσύνοπτο πλαίσιο, έβαλα στο κείμενό μου ως υπότιτλο: «Ανοίγοντας Όστρακα της ποιητικής του Δημιουργίας». Ελπίζω να βοήθησα τον αναγνώστη, ώστε να μπορέσει ν’ ανοίξει κι ο ίδιος περισσότερα αξιόλογα και τόσο σπάνια ποιητικά όστρακα.

 

Πολύβιου Νικολάου

Προδιαγραφή για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο
( έκδοση 1976 )

Το ποιητικό βιβλίο «Προδιαγραφή για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο», του Πολύβιου Νικολάου, όπως και να εννοούσε ο ίδιος αυτό τον τίτλο, αποδείχτηκε τελικά – στο ειδικό αισθητικό του βάρος – δικαίως προφητικός. Γιατί, όχι μόνο όταν εκδόθηκε έκανε αίσθηση στη λογοτεχνική κριτική, αλλά και σήμερα που το καλύπτει αδικαιολόγητα μια ανεξήγητη λήθη, εξακολουθεί να είναι δείκτης και κανόνας μιας άρτιας και υποδειγματικής ποιητικής σύνθεσης.
Είναι γεγονός ότι βλέπουμε καλά ποιήματα σε πολλών το ποιητικό έργο, πραγματικά όμως συνθετικές δημιουργίες με όλη τη σημασία της λέξης, σπάνια βρίσκουμε. Επειδή κάτι τέτοιο προϋποθέτει ικανότητα ολικής σύλληψης του βασικού θεματικού και μορφολογικού πυρήνα. Προϋποθέτει ακριβέστερα μια διαισθητική – αρχικά έστω ακαθόριστη στις λεπτομέρειές της – μορφική προλάξευση, που θα υποδεχτεί οργανικά την έμπνοη ύλη.
(Τουλάχιστον έτσι περίπου αντιλήφθηκα και μια περιθωριακή πληροφορία, που μου έδωσε ο ίδιος ο ποιητής σε μια χαλαρή συζήτηση, που είχαμε. Είχε, λέει περίπου – το μεταφέρω με δικά μου λόγια – έτοιμο στο μυαλό του το μορφικό εκμαγείο και τις ράγες, όπου θα’ μπαινε μέσα και θα ζωντάνευε με ρυθμό και κίνηση η συσσωρευμένη μέσα του βιωματική ύλη. Και κάτι ακόμα εκπληκτικότερο: Υπήρχε, κατά τα λεγόμενά του, ανοιχτή μπροστά του κι η επιλογή να γεμίσει τους αδειανούς τούτους χώρους της μορφοπλαστικής φαντασίας, όχι αποκλειστικά μ’ ένα προκαθορισμένο θεματικό κύκλο ).

Εμείς φυσικά χαιρόμαστε ιδιαίτερα, που η έμπνευσή του οδηγήθηκε θεματικά στο δράμα του 74, από το οποίο αιμοδοτήθηκε τόσο γόνιμα και αποτελεσματικά.

Η ποιητική σύνθεση, που ερμηνευτικά και μικροδομικά διανοίγουμε, εκτυλίσσεται σχεδόν προγραμματικά με εναρκτήριο ερέθισμα μικρές, χαρακτηριστικές χειρονομίες. Παρατηρείται μια γλωσσικά απέριττη και ιερατικού ύφους εκφραστική, που κρατεί τον αναγνώστη σε συγκέντρωση κι επιφυλακή, υποσχόμενη μια αδιάλειπτα ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Η εκάστοτε επίκληση – μια τελετουργική σχεδόν συνομιλία σε β’ πρόσωπο – διανοίγει ανάλογη τοπογραφική και έμμεσα ιστορική θέαση. Στήνει βαθμιαία το θαμβωτικό, και για την ώρα αδιατάραχτο σκηνικό μιας συγκρατημένα διαχρονικής οδοιπορίας.

Ανοίγεις το πόδι σου
ελαφρά
κι ο δρόμος του Αγίου μικραίνει
κι ο δρόμος στενεύει
ίδιος η ακρότατη άκρα της γενειάδας του
πολιά αρχαία θαλασσινή ποσειδώνεια
όπως βρέχεται σε μια θάλασσα στητή
όλη μανία και αφρό…

Παρακολουθούμε με προσοχή το κλιμακωτό ξετύλιγμα μιας ένυλης, συνάμα όμως και ενορατικής ανθρωπογεωγραφίας, με τη γενειάδα του Αγίου να υπερβαίνει τη βυζαντινή της αταραξία… Να διαχρονίζει τους χρόνους να διατοπίζει τους τόπους, έτσι όπως παγανιστικά καταβρέχεται από μια θάλασσα έμψυχη, ζώσα. Ο πρώτος βηματισμός έχει θαυμαστικά συντελεστεί, σειρά έχει τώρα η επόμενη χειρονομία:

Τεντώνεις τα δάχτυλα
του πιο αδύνατου χεριού σου
και προφτάνεις την Αχώρα
και την μακρινήν Αφέντρικα
να ξαναπαρθενεύουν

αίγες της Μεσογείου
που τες φύτεψαν ξαφνικά
σε βραχόκλειστες παραλίες

Σε αποκαλυπτική σχεδόν ατμόσφαιρα, αλλά αξεχώριστα από το πρωτογενές υλικό τους βάρος, προβάλλουν στα μάτια του αναγνώστη αυθεντικές, σχεδόν αρχαϊκές εικόνες του γενέθλιου τόπου. Οικισμοί, που διστάζεις να καταχωρήσεις απόλυτα στο μακρινό χτες ή το εφήμερο σήμερα, μια ευδαιμονική εντέλει ενατένιση μέσα από έρωτα ψυχής και ηδύφθογγο λόγο. Έχουμε ακόμα στο οπτικό μας πεδίο τον συνεπαρμένο προσκυνητή, που θα μπορούσε νά’ μαστε κι εμείς οι ίδιοι, αφού ο ποιητής απευθυνόμενος άμεσα στο δεύτερο πρόσωπο συνδιαλέγεται εξίσου με το συλλογικό υποσυνείδητο .

Σηκώνεσαι ελάχιστα
και βλέπεις στον άλλο Πενταδάκτυλο
Φλαμούδι Δαυλό ιερή Ακαθθού

μικρές πατρίδες της μέλισσας
που δεν τες τρυγάει κανείς
ξεροί βολβοί κυκλάμινων
που δεν τους χωρά ’ η γη
σημεία των πολυβολείων
τώρα ν’ αδιαφορούν

λιοχώρια των αιώνων
ν’ αποστρέφονται τον άνεμο
και τη μάνα του
και τη γενιά του
καρτζί στην άλλη θάλασσα

Η κεκαλυμμένη- με απέριττο γλωσσικό ένδυμα – αποστροφή και μεταποίηση του επίκαιρου, συνεχίζεται με ανασήκωμα τώρα στις μύτες των ποδιών… Προβάλλει τότε μαγευτικά η άλλη πλευρά του Πενταδάκτυλου, την ίδια στιγμή που δεχόμαστε και το πρώτο επώδυνο τσίμπημα από το βίαιο σταμάτημα της ζωής. Με την οδυνηρή τούτη εμπειρία της μετάλλαξης πανάρχαιων κοιτίδων, βαρύ σύννεφο σκιάζει την καρδιά και το βλέμμα. Εξιδανικεύοντας οπτικά και αναδημιουργώντας διορατικά τους τόπους του μαρτυρίου, ο ποιητής φτάνει προς τη δύση του ήλιου σε άλλα γνώριμα μέρη, που φαντάζουν να έμειναν απαράλλαχτα ίδια…Η Ταύρου κι η Βοκολίδα με τα αρχαϊκά γιορτινά παιγνίδια τους, σε μια ονοματολογική παιγνιδιάρικη ιεροτελεστία, ακόμα και τώρα που οι Βοκολιδιάτες «αδάκρυτοι γλυκοί πρώην», στέκουν στην άκρη σκεφτικοί και περίλυποι.

Ο ποιητής, συνεπής στη σφιχτοδεμένη αρχιτεκτονική του γραμμή, μετακινεί το σκηνικό σ’ εποπτικότερο σημείο, ανεβαίνοντας αυτή τη φορά την ελικοειδή σκάλα του μιναρέ τ’ Άη Θεόδωρου. Εδώ η καλλιτεχνική του φύση – βαθύτερα ανθρωπιστική – οδηγεί σε αυτοαναφορική ενδοσκόπηση και υπέρβαση της καθιερωμένης συμβατικής αντίληψης:

σκάλα ενός άλλου ουρανού σχεδόν δικού σου
θαυμαστή αν τη θαυμάζεις
κι όλο ανεβαίνει ο μιναρές
τ’ Άη Θεόδωρου
μικρός θηλυκός Ελικών
σε σημείο ψηλότερο

Η σκληρή όμως πραγματικότητα προσγειώνει…Υψώνοντας λίγο τη φωνή γίνεται αναφορά στην αντίστροφη υστερομυκηναϊκή προσφυγιά, παραπέμποντας με νόημα στον εποικισμό και τη δημογραφική αλλοίωση. Με ιστορικές πάλι παραπομπές στα θαμμένα και παροπλισμένα των Αχαιών βασίλεια, γίνονται νύξεις για τη συγκαιρινή αγωνιστική ανεπάρκεια, με στίχους γεμάτους αιχμηρή σημασιολογία:

άνακτες που αγνόησαν οι χιλιετηρίδες
μέσα στους χωματόλοφους
αναίμονες από αιώνων ανώνυμοι οριστικά
σχεδόν απρόσωποι
με χείλη από χρυσάφι ενωμένα
να μη μιλούν να μην ακούν
να τους βαριούνται τα’ άλογα στους τάφους τους
ασήμαντ’ άλογα
για όσους ξέρουν ότι πέρασαν μια ζωή
ακαβαλλίκευτα
σέρνοντας αργυρόηλ’ αμαξάκια σε τελετές
κέρατο βερνικωμένο οι οπλές τους
στες τελετές

Μπαίνουμε έτσι στο δεύτερο μέρος της σωματοκεντρικής αυτής αφηγηματικής γραμμής. Η αυλαία ανοίγει με απρόσμενη τραχύτητα, ώστε να μπορεί να εκφράσει τη συγκλονιστική αλλαγή που έχει επισυμβεί. Η εισβολή είναι πια γεγονός, όπως κι η εγκατάλειψη της Αμμοχώστου κι οι χιλιάδες αγνοούμενοι του προδομένου πολέμου. Η μορφολογική μεταλλαγή καθίσταται τώρα αναγκαία, με τη χρήση από δω και πέρα μιας βαναυσότερης εικονοποιϊας κι ενός βαθμιαία κορυφούμενου λυρικο- δραματικού λόγου.

Ξεδιπλώνεις τα έντερά σου
κι έχεις να περιζώνεις
άνετα
τα όρια του αποδημούντος Δήμου

όπως ανοίγουν
λεκάνη νέας λεχώνας
δεμένη στο πλέξιμο των καλαμιώνων
να ορίζει το άπλωμα της υγρασίας
και της πορτοκαλιάς…

Ο Πολύβιος Νικολάου μπορεί να μας καθηλώνει σε κάθε σημείο του λόγου του, αφήνοντας ανοιχτό κι ελκτικό τον αναγνωστικό δρόμο για περαιτέρω κλιμακωτή κορύφωση. Ο εκάστοτε νέος ποιητικός ελιγμός προσλαμβάνεται κατά περίεργο τρόπο ως αναμενόμενος, ενώ ο καταληκτικός στίχος μάς προετοιμάζει διαθεσιακά για κάτι εξίσου σπουδαίο, που ακολουθεί.

Κάνεις μικρή σχισμή
στη μέση του μετώπου σου
και βγαίν’ η άγγελος νέο πουλί
περιπολάρχης
ένοπλη εκ γενετής γνωστική
να σου πει πού στέκεσαι αν στέκεσαι
να σου πει τίνος είσαι
και πόσος έμεινες
μέσα στην καλοκαιρινή πλημμύρα
των ανθρώπων
ανθισμένη ρίζα που αναδρομίζεις στάζοντας αγωνία
καθώς μετράς τα παιδιά σου
τους γονιούς σου
τους αδερφούς σου
μετράς και ξαναμετράς δεκατέσσερις δεκαπέντε
δεκαέξι Αυγούστου…

Οι στίχοι αυτοί αποτελούν και την πρώτη κορυφαία στιγμή της ποιητικής σύνθεσης. Γεγονότα νωπά κι επίκαιρα δεν εμποδίζουν τον εμπνευσμένο τεχνίτη να εξατμίσει την πεζότητά τους, να τα μεταπλάσει ποιητικά και να τα αναγάγει σε σύμβολα με πολυσήμαντη δυναμική. Έχω τη βάσιμη άποψη, πως τούτη η καυτή και τραυματική επικαιρότητα λειτούργησε μάλλον προστατευτικά για τον Πολύβιο Νικολάου. Γνωρίζοντας την αισθητική του ιδιοσυστασία, θα διέτρεχε – υπό άλλες συνθήκες – τον κίνδυνο σουρεαλιστικών πειρασμών ή κάποιας ίσως γλωσσικής μανιέρας. Η ποιητική όμως ανάγνωση μας σπρώχνει παρακάτω στην επόμενη σωματολογική κίνηση, που ανεβάζει τη σύνθεση στο απόγειο της μορφοπλαστικής και λυρικο-δραματικής κλίμακας.

Βάζεις κερί στ’ αυτιά του Οδοποιού
και ξεχωρίζεις εύκολα
τους δρόμους μόλις στεχνώνουν
και τες ώρες
καφετιοί και μαύρες
ξεκινώντας απ’ εκεί που άνοιξ’ η γη
που δαγκάνεις το χώμα
και παγώνεις
δαγκάνεις και χάνετ’ η ψυχή σου

μπροστά σου
πέτρα δακρυχέουσα οι μανάδες
εμφιαλωμένα φιδάκια οι γυναίκες
των μικρών στρατιωτών που τύλιξ’ η ομίχλη
………………………………………………….
κάνεις μικρές κινήσεις μαζεύεσαι
μα δε γλυτώνεις
το ανακάλημα των γυναικών τους
όπως σηκώνεται
ελαστική βέργα κοπετού που μαστιγώνει τον αέρα
όπως σηκώνεται
ξαφνικό πέταγμα πουλιού που το πλήγωσαν
σηκώνεται και ξανασηκώνεται
στις κοινόχρηστες αυλές του Άη Αθανάση
καθώς πιάνουν να κλαίουν
τους αντράδες τους μαζί
και χωριστά τους θέλουν
στη μοναξιά του κρεβατιού τους…

Παρατηρούμε τώρα μια περαιτέρω λυρικο-δραματική κλιμάκωση, όπου με εντυπωσιακή ποιητική επάρκεια διοχετεύεται όλη η ψυχική ένταση και ο άπελπις χορικός θρήνος του Κυπριακού δράματος. Ως στηρίγματα της συνθετικής ανάπτυξης προβάλλουν δυο πρωτόγνωρα και συνταρακτικά λάϊτ μοτίβ, γύρω από τα οποία περιστρέφονται κι επανέρχονται αυξητικά πραγματικές σκηνές αρχαίας τραγωδίας. Είναι οι στίχοι «εμφιαλωμένα φιδάκια οι γυναίκες τους» και «μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους». Διαβάζουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα :

κι ο κοπετός της μοναξιάς του κρεβατιού τους
ξετυλίγεται πρώτη κλωστή γλυφή
δακρυόεσσα
καθώς πιάνεται στες σκαλωσιές του λυγμού τους
η επιθυμία
δεύτερη κλωστή αργοβγαίνει
μεταξωτή λεπτή αδιόρατη ο ιδρώτας που πυρώνει
τη μοναξιά του κρεβατιού τους
εμφιαλωμένα φιδάκια οι φυναίκες τους
κι ο Ίμερος μεγαλόσωμος μεταξοσκώληκας
κοιτάζει μέσα τους ασταμάτητα
μια τη ζωή μια το θάνατο
ώσπου να βγει ο ήλιος

Κινδυνεύοντας να υποπέσω στην επανάληψη, επισημαίνω την πυκνή και πολυεπίπεδη δόμηση του ποιητικού σώματος, ακόμα και μέσα στα πλαίσια σύντομων λημμάτων, όπως το πιο πάνω. Οι στίχοι και οι εικόνες μάς οδηγούν αδιάλειπτα – με απρόβλεπτες εναλλαγές – ολοένα και σ’ ένα ψηλότερο επίπεδο, στο οποίο κάθε φορά ο ποιητής χρονομετρά αθόρυβα τα όρια της συναισθηματικής και αναγνωστικής αντοχής μας… Για να μας οδηγήσει συνήθως σε μια καινούργια, αισθητικά δραστικότερη σπειροειδή κίνηση, με τελική εκτόνωση και καθαρτική ικανοποίηση. Κλείνω αυτή την ενότητα, που αποτελεί και το συγκλονιστικότερο μέρος της σύνθεσης, περνώντας στο δεύτερο – τραγικά τόσο παραστατικό λάϊτ μοτίβ, στο οποίο αναφέρθηκα λίγο πιο πριν:

μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους
τρεις τρεις τέσσερις τέσσερις
δεξιότερα να ξεχωρίζουν
όρθιες κυρίες που μιλούν πολύ
κουδουνίζοντας λυπητερό ασήμι και ψηφίσματα

μαύρες προβατίνες οι μανάδες τους
μπροστά στους κεροστάτες των Δυνάμεων
τρεις τρεις τέσσερις τέσσερις
μ’ ένα χέρι όλο θυμό
να προεχτείνεται
μ’ ένα χέρι εισαγγελέας σηκωμένος
να προεχτείνεται
κι όπως τελειώνει χάρτινο καρφί
ο μικρός στρατιώτης
γυρεύει τον αίτιο
ο αίτιος
ιδού ο δύσπαρις ου πολέμου ιδού
μολυβένος
ηπεροπεύεται στη μεγάλη στολή του…

Ο κύκλος της τραγωδίας ποιητικά πάει να κλείσει, όπως και το υπερτέντωμα της δημιουργικής φαντασίας του Πολύβιου Νοκολάου, που δεν βιάζεται όμως να ρίξει απότομα την αυλαία. Πάνω απ’ τα ερείπια της ψυχής και του τόπου του, δεν αποτραβιέται στην εγκλείστρα της ποιητικής του σιωπής. Στριφογυρίζει ακόμα στο κρανίο του και του τρυπά τα μυαλά, το γιατί και το πώς…Αγανακτεί κι εξάπτεται, σπάζοντας αντίστοιχα την αρμονία του λόγου του, που κολλώντας στερεότυπα στις παραλλαγές μιας ένοχης λέξης, ακούεται ασυνήθιστα παραληρηματικός και μονότονος:

ενώ ευωχείται και εφάλλεται ο υπεραίτιος
ο υπαίτιος ο προαίτιος ο προσαίτιος ο διαίτιος
ο εναίτιος ο εξαίτιος ο συναίτιος ο μεταίτιος ο παραίτιος ο καταίτιος
πλήρως αναίτιος
μέσα στη μεγάλη ασύρματη κοιλιά του
ερπετό που διανοείται με ωριμότητα

Η γλωσσική τούτη αποδιοργάνωση προκύπτει από θυμό και απόγνωση. Προκύπτει ακόμα απ’ την αδιέξοδη έγνοια και την επίγνωση της ευθύνης για την ανασύσταση της ζωής και την ιστορική επιβίωση, κάνοντας μια νέα αρχή πάνω στα ερείπια. Οι αναφορές στην αδικοχαμένη γενέθλια πόλη της Αμμοχώστου, αποπνέουν ασίγαστο πόνο ψυχής, που δυσχεραίνει τη ροή του λόγου του. Ενός λόγου που μάταια πια προσπαθεί να ολοκληρωθεί, αφού πνίγεται στο τέλος μέσα στον επαναλαμβανόμενο εσωτερικό του λυγμό :

ελευθερίαν ποίει κι όλες τες τέχνες
με τραγούδια τεχνοοικονομικά
και ποιήματ’ αναπτύξεως
να εμποδίσεις το αρμύρισμα των νερών
μην τύχει και ξεραθούν οι πορτοκαλιές
μην τύχει και ξεραθούν οι ψυχές
μην τύχει και η πόλη
μην τύχει και
μηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμην
τύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχ

Η ποιητική σύνθεση κλείνει με μια ενδοστρεφή ευχετική επίκληση στον Θεό του φωτός, παίρνοντας σχεδόν αυτούσια θραύσματα του Ομηρικού λόγου. Ο προσκυνητής – οδοιπόρος, απαθανάτισε με τα μάτια του νου και της ψυχής τις χαμένες μικρές πατρίδες, αφού τις αναβάπτισε πρώτα εικονιστικά με την τέχνη του.

Συνοψίζοντας σε μια φράση τις ερμηνευτικές και αισθητικές μου παρατηρήσεις, μπορώ τεκμηριωμένα να ισχυριστώ το εξής: Μ’ ένα κράμα καλοδουλεμένου λυρικού και δραματικού λόγου, με ανάπτυξη ενιαία και οργανική, ο Πολύβιος Νικολάου έχει δώσει με την «Προδιαγραφή» συνάμα και τις προδιαγραφές μιας υποδειγματικής ποιητικής σύνθεσης.

 

Η ιδιότυπη λυρική φωνή
της Έλενας Ρεμπελίνας Τουμαζή

Α. « Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν το δρόμο »

Την Έλενα Τουμαζή πρωτοσυνάντησα ποιητικά πριν πολλά χρόνια, σε ένα τόμο των εκδόσεων Χρ. Ανδρέου για την Κυπριακή Λογοτεχνία. Η εντύπωση που μου άφησε ήταν και έντονη και διαρκής. Με κατέκλυσε απ’ την πρώτη στιγμή το σαγηνευτικό άρωμα μιας αποκλίνουσας στη ψυχική και καλλιτεχνική έκφραση ιδιοσυγκρασίας, που αναπαράσταινε την καθόλου βιωματική μνήμη της στον αντίποδα της όποιας κοινότοπης και αναμενόμενης εκφραστικής. Ήταν ένα ποίημα με πρωτογενή και καθαρά προσωπικό λυρισμό, σημειολογία αινιγματική και συγκρατημένη συναισθηματική κύμανση. Η αλληλοδιάδοχη κίνηση των στίχων, η εναλλαγή των πρωτότυπων εικόνων και το επανερχόμενο σε διαφορετικά συγκινησιακά επίπεδα μοτίβο («αυτοί οι άνθρωποι»), με έπειθαν πως δεν επρόκειτο για μια ποιήτρια της σειράς.

Το ποίημα «Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν το δρόμο», από τη συλλογή O μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, έκδοση 1972 (στο οποίο και αναφέρομαι), το κράτησα στη μνήμη-έστω με κάποια εξωποιητικά ερωτηματικά – και το διάβαζα κάθε φορά που δινόταν μια ευκαιρία σε γνωστούς μου, φίλους της ποίησης. Κίνητρό μου ήταν να επαναβεβαιώσω την αλήθεια, ότι την καλή ποίηση δεν τη φτιάχνει ο συναισθηματισμός, μήτε κι η βαθυστόχαστη νοησιαρχία, αλλά η αυθεντικότητα της φωνής και η ποιότητα της συνειρμικής δυναμικής. Αυτή η δραστικότητα της μορφής δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως εξωτερικό στοιχείο, αφού ταυτίζεται και αναδεικνύει το ίδιο το περιεχόμενο, από το οποίο και οργανικά προκύπτει. Καταθέτω προς σχολιασμό το κομβικό αυτό για τη δημιουργό ποίημα, που εμπεριέχει όλα τα στοιχεία της λυρικής της ιδιοτυπίας.

Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν τον δρόμο
με τους ωκεανούς των ματιών τους
και την εικόνα του παράδεισου
ζωγραφιστή στα βλέφαρα-
κατεβαίνουν αδιάκοπα, δυο-δυο, δέκα-δέκα, μυριάδες
από τις στέγες και τους καπνούς
της ξένης πολιτείας,
κι όπως η πνοή του άστρου στην άκρη κάθε κύκλου
πρασινίζει τα χόρτα
περνώντας σκύβουν και με φιλούν στο μέτωπο.

Αυτοί οι άνθρωποι ξεχάστηκαν στο δρόμο μου…
έχουν χτίσει τα σπίτια τους στα πόδια μου,
κάθονται λύνοντας ασκήσεις ή γράφοντας μουσική
μέσα στις παλάμες μου…

Κι αυτός που στέκεται στους ώμους μου γελώντας τρανταχτά
κι αυτός που τρώει τα μαλλιά μου παίρνοντάς τα για μολόχες…
πού να τους βάλω πού να τους αφήσω.
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν όμορφα μάτια
μα το σώμα τους είναι βαρύ σαν σίδερο.
Ακόμα και το φιλί τους χαράχτηκε στο δέρμα μου
όταν με πήραν για λειβάδι
Αναρωτιέμαι πώς θα σβήσω τις γραμμές και τα χρώματα
τώρα που φεύγουν.

Μια προφανής αντιμαχία διατρέχει το ποίημα. Οι επιμέρους στίχοι, όπως και η αλληλουχία των στιχουργικών μονάδων, μεταφέρουν διαλεκτικά συγκρουόμενα φορτία, σε μια κρίσιμα κορυφούμενη εσωτερική διελκυστίνδα. Οι κατ’ αίσθησιν μνήμες της δημιουργού δεν διαγράφονται μονοεπίπεδα, αλλά με σύνθετη δομή κρατιούνται – επώδυνα ως φαίνεται- σε αγωνιώδη ισορροπία :

Αυτοί οι άνθρωποι μου κλείνουν τον δρόμο
με τους ωκεανούς των ματιών τους
και την εικόνα του παράδεισου
ζωγραφιστή στα βλέφαρα

«Οι ωκεανοί των ματιών» και «η εικόνα του παράδεισου» διχάζουν και βασανίζουν τη ψυχή, αφού την οδηγούν σε μια γλυκιά και δύσκολα αποτινάξιμη αιχμαλωσία. Είναι το αντικείμενο του πόθου, συνάμα όμως κι ο ιστός της αράχνης που παρεμβάλλεται ως εμπόδιο σε μιαν άλλη ανάγκη, εκείνη της ελεύθερης ανοιχτής θέασης. Από τον επιτυχή διττό συμβολισμό των πρώτων τούτων εικόνων, εκπηγάζει και το πρώτο ευχάριστο ξάφνιασμα του αναγνώστη. Τον κατακλύζει ένα απροσδιόριστο ρίγος, από το γεγονός ότι εκφράζεται ενοποιητικά και με αφοπλιστική υποβολή και ενάργεια μια θεμελιακή και αντίρροπη στη φύση της κατάσταση της ύπαρξης.
Το ποίημα όμως δεν είναι στατικό, κι εντείνει με περαιτέρω εικονοπλαστικές εκπλήξεις το προηγούμενο διλημματικό κλίμα. Η μοιραία φαντασιακή αναπόληση γίνεται στους επόμενους στίχους πολυπρόσωπη και κατακλυσμιαία, αφού σε μυριάδες εκδοχές κατεβαίνει από παντού κι επαυξάνει την αμφιθυμία της ποιητικής ηρωϊδας. Η φευγαλέα εντούτοις εντύπωση μιας αρνητικά προσλήψιμης εισβολής στον ψυχικό της κόσμο, αναιρείται σχεδόν ταυτόχρονα με καθαρά δεκτική κίνηση, όπως είναι και το ακόλουθο, απαράμιλλα τρυφερό τρίστιχο:

κι όπως η πνοή του άστρου στην άκρη κάθε κύκλου
πρασινίζει τα χόρτα
περνώντας σκύβουν και με φιλούν στο μέτωπο.

Το ρίγος που μας φέρνουν οι παραπάνω στίχοι δεν οφείλεται μόνο στην εξωτερική ομορφιά τους. Αναρριγούμε πιο πολύ από τη συναρπαστική λύση της έντασης και τη λυτρωτική σ’ ένα βαθμό έκβαση μιας βασανιστικής αναμέτρησης, που βλέπουμε στη συνέχεια να μετριάζεται και να κοπάζει. Η ψυχική αντιμαχία, που προαναφέραμε, βρίσκει έτσι καλλιτεχνική διέξοδο, με ενδυνάμωση του αισθητικού αποτελέσματος.

Όμως «αυτοί οι άνθρωποι», παρείσακτοι ή καλοδεχούμενοι μέσα στον κόσμο μας, προφανώς και τα δυο μαζί, φαίνεται πως είναι η μοίρα μας και το αιώνιο δράμα της υπαρξιακής ιδιοσυστασίας μας. Η διάθεση να τους συγκρατήσουμε είναι συνάμα και ροπή βαθύτερη να τους δεχτούμε και να τους αγαπήσουμε, όσο κι αν μας καταπιέζει που άραξαν τόσο άτσαλα, υπερκεράζοντας τους δισταγμούς μας. Μπορεί η έμπνευση της Έλενας Τουμαζή σ’ αυτό το ποίημα να έχει κύρια (ή αποκλειστικά) ερωτική εκκίνηση, όμως για τον αναγνώστη, κι ανάλογα με τη βιωματική φαντασία του, οι ποιητικοί συμβολισμοί διανοίγουν δρόμους πολύ πιο πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα ή συμβάντα. Κι αυτό, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι ίδιον της καλής ποίησης.

Η τελευταία στροφή του αξιόλογου τούτου και σπάνιου στο είδος του ποιήματος, με την υπέρλογη πολλές φορές εικονοποιΐα, επιβεβαιώνει και ενισχύει τα προηγούμενα σχόλια.
Έτσι λοιπόν, συμφιλιωμένη με την πραγματικότητα της αποδοχής μιας κατά βάθος συγκρουσιακής ερωτικής εμπειρίας – προσωπικά θα μπορούσα να το εκλάβω και ως μια γενικότερη κατάσταση ψυχοπνευματικής δοκιμασίας – η Έλενα Τουμαζή περιγράφει με πρωτότυπους και αρχετυπικής χροιάς στίχους, τον ανεξίτηλο χαρακτήρα της καταλυτικής αυτής βίωσης. Η λυτρωτική ανακούφιση, που φυσιολογικά προκύπτει μέσω της καλλιτεχνικής μετάπλασης, μεταδίδεται επαρκώς και σε μας τους αναγνώστες, άσχετα με το πώς εκτυλίσσεται και πού αναφέρεται η δική μας συνειρμική διαδικασία.

Β. Ανθός Οδύνης

Με τη γραφή του πιο πάνω κειμένου έμπαινα ταυτόχρονα σε διεξοδική μελέτη, Φθινόπωρο του 2009, όλου του ποιητικού έργου της Έλενας Ρεμπελίνας Τουμαζή, αποτελούμενου από τις εξής συλλογές: « Ο μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος,1972 », «Λειτουργία του νεκρού παρόντος, 1974», «Τα σώματα της Χρυσόθεμης μετά τον δημόσιο αποκεφαλισμό της στα τέλη του 20. αιώνα μετά Χριστόν,1977» και την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Έρχου» .

Προχώρησα με ενδιαφέρον σε προσεκτική ανάγνωση αυτού του έργου, με τη ψυχολογία του χρυσοθήρα, που οσφραίνεται φλέβα χρυσού…Μιλώ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για γνήσια και καθαρή φλέβα λυρικών κοιτασμάτων, παραγνωρισμένων ή υποτιμημένων ως τώρα, από αχρείαστες εκ μέρους της δημιουργού προσμίξεις ψυχοτραυματικών στοιχείων, που θόλωναν τη γενικότερη ποιοτική εικόνα. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό…Στίχοι με έκταση δεκάδων σελίδων και εκπληκτική αποσταγματική ομοιογένεια, προσφέρονταν στον αναγνώστη προς βαθύτερη αισθητική τέρψη. Η κάθε μικρή ή μεγαλύτερη ποιητική ενότητα πρόβαλλε σαν κρυσταλλωμένος λυγμός και πικρό δάκρυ, ή γλύκαινε κι εξορκιζόταν με τον ασίγαστο ρεμβασμό και τη νοσταλγική αναπόληση μιας χαμένης αθωότητας κι ενός αμφίστομου ερωτικού πάθους. Ας κάνουμε λοιπόν μια αδρή αναγνωριστική περιδιάβαση:

Σταυρωμένε άνεμε
πληρωμένε ληστή του Θεού,
πόνε μου
Πληγή που περπατάς στον ίσκιο
Εξαρτάται από το πόσο έρημοι και γυμνοί
θα κατέβουμε
να ντύσουμε με τις λέξεις μας
τον σπαραγμό της μέρας.

( «Ο μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος, 1972 )

Ακόμα κι αν η σημειολογία τέτοιων στίχων δυσκολεύει τη λογική ερμηνευτική πρόσβαση, η συνειρμική λειτουργία αναδύεται ενιαία και ζωντανή, διαποτίζοντας τη ψυχική μας διάθεση με την αίσθηση της υπέρβασης – διά της τέχνης – της οδύνης και «του σπαραγμού της μέρας». Απ’ την έρημη και γεγυμνωμένη κατάβασή μας, νοιώθουμε να βγαίνουμε αναβαπτισμένοι και πιο δυνατοί, αφού μπορέσαμε με τις λέξεις να φορέσουμε στον πόνο λυτρωτικό ένδυμα. Κανένας υπέρμετρος κομμός και κανένας σπαρακτικός θρήνος δεν ξεχειλίζει απ’ τη βιωματική κολυμβήθρα. Προκύπτει αντίθετα μια ευγενής και συγκρατημένη ποιητική κατάθεση. Απ’ το ίδιο βιβλίο παίρνω κάτι ακόμα:

…Να περπατήσεις
να φύγεις γυρεύοντας πιο δακρυσμένες πεδιάδες
να ψηλώσεις
να πνιγείς στο ουράνιο ποτάμι
να περπατήσεις
ξυπόλυτος να περπατήσεις χωρίς
ξεκούραση
χωρίς ξεκούραση
προς τα δάση των κομμένων χεριών
προς τις λίμνες των σκισμένων ματιών
εκεί που κυβερνούν οι άσπροι γλάροι.

Κι εδώ η απόπειρα μιας αναλυτικής προσέγγισης θα συνιστούσε αυθαιρεσία, όσο κι αν είναι διακριτά τα σημεία μιας σχεδόν βιβλικής εσωτερικής διάβασης. Οι στίχοι ξεδιπλώνονται με στέρεο βηματισμό και αποκαλυπτικές εικόνες μετάβασης από αλληλοδιάδοχους κύκλους δοκιμασίας…Για να λυθεί τελικά η ψυχική ένταση με τη χαρμόσυνη, κατανυκτική κατακλείδα: «εκεί που κυβερνούν οι άσπροι γλάροι». Τι θαυμαστός, αλήθεια, και ανακουφιστικός στίχος! Μας ευφραίνει ανεξάντλητα με τη βεβαιότητα που μας μεταδίδει, ότι κάπου πέρα από το άλγος μιας βασανιστικής πορείας, εξακολουθεί να υπάρχει ένας κόσμος χαράς και ευδαιμονίας.

Δεν μπορώ δυστυχώς ν’ αναφερθώ σε όλα τα ποιήματα, που έχω ανθολογήσει. Θέλοντας όμως να προβάλω και να σχολιάσω χαρακτηριστικά δείγματα της κάθε ξεχωριστής συλλογής, ανοίγω στη συνέχεια τη Λειτουργία του νεκρού παρόντος, έκδοση 1974 και διαβάζω:

Ωδή στις καθαρίστριες

Σκυφτή γυναίκα καθαρίστρια των καφενείων
μέσα σ’ αναποδογυρισμένα τραπέζια
και σε σκόνες
Μόνη σου συντροφιά η τελευταία λάμπα
της περασμένης νύχτας
το τελευταίο αστέρι της αυγής
η ψυχή σου,
που τρεμοσβήνει
ετοιμάζοντας τις καθαρές ζωές
αυτών που έρχονται τη μέρα.

Αυτό είναι ένα απ’ τα λίγα, σχετικά εξωστρεφή, ποιήματα της Έλενας Τουμαζή. Παρότι έχει μια καθαρά ρεαλιστική θεματική, κατορθώνει, ξεφεύγοντας από τον κοινωνικοδιδακτισμό, να μεταγγίσει στους στίχους όλη την τρυφερότητα και τον πλούτο ενός βαθύτερου ανθρωπισμού. Οι εικόνες που χρησιμοποιεί συνδυάζουν τη δροσιά και την παρθενικότητα με την πειστικότητα και την αλήθεια τους. Η εύστοχη γλωσσική μορφοποίηση, φαίνεται να είναι για την ποιήτρια μια οικεία και καλά αφομοιωμένη υπόθεση.
Θα σχολιάσω άλλο ένα ποίημα, όπως τα περισσότερα χωρίς τίτλο, απ’ την ίδια ποιητική συλλογή:

τα μάτια σου τα ταξίδια σου μέχρι τ’ άστρα
τα μάτια σου οι γεμάτες σου στέρνες
τα μάτια σου αυτές οι ταραγμένες αθωότητες
αυτά τα ζεστά ποτάμια
που μ’ άγγιζαν το δέρμα σαν παλάμες
που μ’ άγγιζαν τη ψυχή σαν λουλούδια
τα μάτια σου
γιατί συνέχισαν το ταξίδι τους στο σύμπαν
γιατί μ’ ωδήγησαν στις ξερές πέτρες των νησιών
στους ανεπίστρεπτους δρόμους του παγωμένου αγέρα
Τα μάτια σου αγαπημένε γιατί
δεν έμειναν λουλούδια
αλλά μόνον άστρα;
μια μακρυνή πηγή για να φτιάχνω στις ακτίνες της
φθαρτά φορέματα
να ντύνω που και που το φαγωμένο μου κορμί.

Εκτιμώ, πως είναι απ’ τα δυνατότερα κομμάτια, που βρίσκει κανείς στη Λειτουργία του νεκρού παρόντος. Υπάρχει μια εντυπωσιακή αρμονία στις κινήσεις κορύφωσης και ανάπτυξης του ποιητικού λόγου. Με βασικό καθοδηγητικό μοτίβο τρεις λέξεις («τα μάτια σου»), η ποιήτρια δομεί με άνεση και μαεστρία τη μετάλλαξη του ερωτικού σκηνικού, χρησιμοποιώντας υποβλητικές εικόνες με ανάλογα συναισθηματικά φορτία. Δίνει ανάγλυφα τις στιγμές ευτυχίας και αγάπης, κι αναρωτιέται για το παράλογο της ανατροπής των πραγμάτων. Η έντονη εκείνη παρουσία στη ζωή της, έγινε τώρα μια μνήμη μακρινή κι επώδυνη, με τη γεύση της στέγνιας και του παγωμένου αγέρα. Αναπολώντας τα λατρεμένα κάποτε μάτια, τα φαντάζεται σαν ένα άστρο στον ουρανό, σαν μια πηγή φωτακτίνων…Και τί όμορφα τελειώνει το ποίημα! Η πονεμένη ψυχή αρκείται απλά να δέχεται αυτές τις ακτίνες, για να ζεσταίνει – έστω και πρόσκαιρα – το φαγωμένο κορμί της.

Το τρίτο ποιητικό βιβλίο της Έλενας Ρεμπελίνας ( εδώ μού έρχεται κι αυτό το όνομα) Τουμαζή, έχει τον παράξενο και μακροσκελή τίτλο «Τα σώματα της Χρυσόθεμης μετά τον δημόσιο αποκεφαλισμό της στα τέλη του εικοστού αιώνα μετά Χριστόν, 1977». Περίεργος αλήθεια τίτλος, όπως περίεργες είναι και κάποιες ιδιαιτερότητες που συναντούμε στις σελίδες του. Καταρχήν η συλλογή κοσμείται από ιδιόχειρα σχέδια της ποιήτριας, σχέδια μάλιστα γκροτέσκ στην κοινή αντίληψη. Υποθέτω, ότι απέβλεπαν σε συμπληρωματική με τους στίχους λειτουργία. Στην πραγματικότητα προσλαμβάνονται από τον μέσο αναγνώστη με εμφανή δυσφορία. Δεν θα μπω στη λογική διερεύνησης και αιτιολόγησης της ανάγκης, που ώθησε τη δημιουργό να συμπεριλάβει τέτοια εικαστικά στοιχεία. Είναι βέβαιο όμως, ότι τελικά ζήμιωσαν την ποιητική της εικόνα – τουλάχιστον ως πρώτη εντύπωση…Γιατί σε προσεκτικότερη ανάγνωση, κι αυτή η συλλογή αποκαλύπτει μια δυνατή ευαισθησία, μ’ ένα εμφανώς σκοτεινό λυρικο-δραματικό τόνο. Δίνω μερικά αντιπροσωπευτικά δείγματα:

Αδάμ Αδάμ δεν είμαι
εκείνη που σου μάθανε δεν είμαι
η άλλη είμαι η ζωή
*
Τι κρίμα να ξυπνάμε ένα πρωϊ
με μια εικόνα σφαγής μέσα στο κεφάλι !
*
«Ποια είναι αυτή η γυναίκα που με διώκει αυτός ο άντρας…»
την αρπάζουν την κόβουν κομμάτια
την πετάνε στο νερό στο νερό
στη θάλασσα
κι απλώνεται το κομμένο χέρι πιο κει πιο δίπλα κοντά
στη βουλιαγμένη τριήρη
το βυθισμένο σώμα της Άνοιξης
τα δάχτυλα χαλαρώνουν στις άκρες το αγγίζουν
*
Ιώ Ιώ
μάνα μου με τα πορτοκαλιά σου αδάκρυτα
κερατοφόρος κόρη θαμμένη μες την άμμο
μια μέρα το ταξίδι σου θα λήξη με το γαίμα
*
Τον χάϊδεψα τον γέννησα τον Άδωνη
εγώ η Πιετά
εγώ η Κύπριδα

Έκανα μερικές χαρακτηριστικές επιλογές από την πιο «αιρετική» και πιο αμφιλεγόμενη ποιητική συλλογή της Έλενας Ρεμπελίνας Τουμαζή. Είναι μια ποίηση δύσκολη και δυσερμήνευτη με όρους της καθαρής λογικής. Η συλλογική κοινωνική και ιστορική συνείδηση προβάλλει αντιστάσεις σε κάποια απ’ τα σύμβολα και την εικονοποιϊα της. Για την ακρίβεια, είναι οι ιδιόμορφοι συνδυασμοί τους που συνιστούν την πραγματική δυσκολία. Όμως η πραγματικά σύγχρονη ποίηση- ας μη ξεχνούμε- δεν είναι διαυγής συλλογιστική, ούτε μονοσήμαντη λεκτική διατύπωση. Γι’ αυτό και παρόμοιοι δύσβατοι στίχοι μας συνεπαίρνουν εντέλει και μας σαγηνεύουν, επειδή αποκαλύπτουν μια αρχετυπικότερη τάξη, που αγγίζει τις ρίζες των φυλογενετικών καταβολών μας. Ο λυρισμός και το δράμα στην πρωταρχική τους εμβίωση, κρατιούνται εδώ αλληλένδετα σε μια τελετουργική χορευτική κίνηση, γλωσσικά μορφοποιημένη στη διαδικασία της δημιουργίας. Το λεγόμενο έλλογο άλογο, ως θεμιτό πλέον εκφραστικό στοιχείο στην ποίηση, αγγίζει τα άδυτα του υποσυνείδητου και μας προκαλεί θεμελιακούς συγκινησιακούς κραδασμούς, πέραν της κοινής αισθητηριακής εμπειρίας.

Η αυστηρότερη ανθολόγηση που επιχείρησα, προπάντων σ’ αυτό το βιβλίο, απομακρύνοντας ό,τι αισθητικά αχρείαστο και τραχύ, αποσκοπούσε ακριβώς στο ξεκαθάρισμα του τοπίου και στην ανάδειξη του πραγματικού επιτεύγματος της δημιουργού.

Η τελευταία ποιητική συλλογή της Έλενας Τουμαζή δεν δημοσιεύτηκε ακόμα, γι’ αυτό κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να την προσέξουμε… Να δούμε πού την οδήγησαν τα ορμέμφυτα της έμπνευσης, αλλά κι η ψυχική της μεταλλαγή. Μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι πρόκειται για μια εντυπωσιακή συγκομιδή. Κι αυτό όχι μόνο σε καθαρά λογοτεχνικό επίπεδο…Παρατηρεί κανείς επιπρόσθετα μιαν αλλαγή του θυμικού υποστρώματος, που εμποτίζεται τώρα από χυμούς μιας φωτεινότερης ενατένισης του βίου. Η έξοδος από τα πέτρινα χρόνια, σηματοδοτεί μια νέα πορεία και στην ποίησή της. Βλέπουμε πιο σφριγηλά λυρικά πετάγματα, με άρτιους και μεστούς στίχους.

Ευκάλυπτοι και φοίνικες
Στον άνεμο
Μιμούνται τις κινήσεις της ψυχής σου

Ποιός άκουσε την κραυγή
Όταν ξεκολλούσες από την τελευταία αγκαλιά
Και ξανοιγόσουν στο πυκνό πέλαγος;
*
Ζούμε πάντα στον κόσμο του Διόνυσου
Καθρέφτες μίμοι και σπαραγμός
Τα κύματα λυσσομανούν
Ο αγέρας μαστιγώνει το πρόσωπο
Ριγούν οι κάμποι των λαζάρων

Χελιδόνι μου ακριβό
ποιόν άραγε καλείς;

Πρόκειται για μοντέρνο ποιητικό λόγο, απέριττο, με Σολωμική στιχουργική καθαρότητα και πλούσια υπαινικτικότητα κάτω από την στιλπνή επιφάνεια. Τα έχει όλα στις σωστές δόσεις το πιο πάνω κομμάτι…Ανάλαφρο δραματικό υπόστρωμα στην αρχή, ζωηρή ενδιάμεση εικονοπλασία και μουσικό θριαμβικό επιφώνημα. Αναρριγούμε τελειώνοντας την ανάγνωση, όπως ακριβώς μυστηριακά «ριγούν οι κάμποι των λαζάρων» μέσα στο ποίημα. Νιώθουμε να φανερώνεται, ως ψηλαφητή αίσθηση, κάτι απ’ την ουσία του άρρητου, κι αυτό είναι που μας συναρπάζει.
Δεν σχολιάζω πλέον επιλεκτικά, απλώς ρίχνω το βλέμμα σε οποιαδήποτε σελίδα και φέρνω στίχους μπροστά μου:

Κάθε που με σκιάζει
Το σκοτεινό τους βλέμμα
Παμπάλαιο ελαιόδεντρο
μου τανύζει κλώνο
*
Ομορφιά
Είσαι η μόνη μου πατρίδα
Έτσι όπως τρυπώνεις αόρατη
και ριψοκίνδυνη
με τη στολή του αντάρτη
στη σχιζοειδή ρωγμή του κόσμου
Ανοίγεις
πέλαγο λευκό
για να περάσω

Στους σημερινούς καιρούς της ρευστότητας των πάντων και της ανασφάλειας, η τέχνη, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, αποτελεί δυνατό στήριγμα και μπορεί να σώσει από το στέγνωμα τη ψυχή μας. Η ποιήτρια κατορθώνει να μας ρίξει ένα τέτοιο σωσίβιο, μας «τανύζει κλώνο» και «ανοίγει πέλαγο λευκό» για να περάσουμε.

Κλείνοντας αυτή την εισαγωγή στο ποιητικό έργο της Έλενας Ρεμπελίνας Τουμαζή, εκτιμώ – παρά τον έντονο συχνά υποκειμενισμό της – ότι πρόκειται για μια από τις λυρικότερες και αυθεντικότερες φωνές της σύγχρονης Κυπριακής ποίησης.

Ο ποιητικός κόσμος του Γιώργου Μολέσκη
Ιχνηλατώντας τα υψίπεδα της ποιητικής του δημιουργίας

Στις καλύτερές του στιγμές ο Γιώργος Μολέσκης κρατά ψηλά τη συγκινησιακή ένταση των στίχων του. Κι αυτή με τη σειρά της τον προστατεύει και του εκμαιεύει έναν απλό και ουσιαστικό λόγο, με ανάλογα θετικό αισθητικό αποτέλεσμα.

Ξύπνα και σε φωνάζουν, μα μην πάς.
Ακόμα δεν ξημέρωσε καλά.
Χτυπούν την πόρτα με σίδερα βαριά.
Χτυπούν…Χτυπά κι ο ήλιος
της παγωμένης γης την κρούστα,
χτυπά και το νερό
βαθιά μέσα στις φλέβες της…
Ω! πώς παγώνει μέσα μου το αίμα!
Μέσ’ από δρόμους θα σε παν
από καιρό κλειστούς,
μέσ’ από πόρτες σκοτεινές θα σε περάσουν.
Αυτοί που σε καλούν είναι εκείνοι…

«Κραυγή γυναίκας» ( Μεγάλο που ήταν το φεγγάρι )

Οι στίχοι που διαβάσαμε έχουν μια αφοπλιστική αμεσότητα, κι η γλωσσική τους επιφάνεια είναι σχεδόν συνηθισμένη. Η δύναμή τους όμως έγκειται αλλού: Στο υψηλό επίπεδο συγκινησιακής εκκίνησης- και στην θαυμαστικής εμπνοής θέαση των πραγμάτων τριγύρω. Εκπέμπεται με πειστικότητα μια βιωματική εμπειρία, χωρίς εκφραστικές ή άλλες εκζητήσεις. Κι επειδή κατά τεκμήριον είναι πολυγράφος ποιητής (πάνω από δέκα ποιητικά βιβλία), δεν πρέπει να προσεγγίζεται με σχολαστικά εργαστηριακή μεθοδολογία. Αλλιώς ο κριτικός του θα υποπέσει στο λάθος, να προσηλωθεί υπέρμετρα στο επιμέρους – αισθητικά όχι πάντα ομοιογενές- και να παραβλέψει το εκτόπισμα της συνολικής προσφοράς του. Διότι πρέπει να αναγνωρίσουμε, ότι ο Γιώργος Μολέσκης δεν κατέθεσε ως τώρα μιαν πενιχρή και δύστοκη καρποφορία, αλλά δημιούργησε αντιθέτως έναν αυτοτελή, δικό του ποιητικό κόσμο. Κι αυτό αποτελεί αξιοπρόσεχτο επίτευγμα. Κατόρθωσε κάτι τέτοιο, έχοντας όπλα του την αυθεντικότητα, μα και την ανεξάντλητη αφοσίωση στην τέχνη της ποίησης.
Ας δούμε τώρα ένα σύντομο ποίημα ποιητικής, όπως συνηθίσαμε να λέμε, με τον τίτλο «Ο ποιητής»:

Ο ποιητής πάντα γυρίζει.
Ζωντανό νερό κυλά κάτω απ’ τους πάγους,
την Άνοιξη τους σπάζει και ξανοίγεται
πλατιά μέσα στους κάμπους…
Ξεπλένει τις ντροπές, ξεπλένει το αίμα,
τα ερείπια καθαρίζει από τη σκόνη…

Ο ποιητής πάντα γυρίζει
κι όπου συναντήσει ένα παιδί
ξαναγεννιέται.
«Τα δέντρα στο Βορρά» (Κρυφό Τετράδιο, 1981)

Είναι ένα αρμονικά ισοζυγισμένο μικρό ποίημα, κλασικό στη δομή του, υπό την έννοια της άρτιας μορφικής επεξεργασίας. Με εικονοπλαστική ευρηματικότητα και βαθιά ανθρωπιστικό πυρήνα, διαμορφώνεται παραστατικά το πορτρέτο του ποιητή. Αν ρίξουμε μια ματιά προς τα μέσα, ανιχνεύοντας την καλά κρυμμένη προεργασία, θα εντοπίσουμε, στην κίνηση και στους αρμούς των στίχων, μια εντυπωσιακά λιτή και συμπαγή αρχιτεκτονική.

Το επόμενο ποίημα, με τον τίτλο « Νανούρισμα », κράτησα για χρόνια στη μνήμη. Όχι πως το αποστήθισα, θυμάμαι εκτός βιβλίου μόνο τους δυο πρώτους στίχους: «Ωχ και νά’ ξερα ποιος φέρνει / το κλάμα μες στον ύπνο σου ! ». Πιότερο όμως κι από αυτούς με διαπερνά η ριγηλά στοργική μελωδία τους, που τη νοιώθω να ρέει μέσα στο σώμα μου, όπως ακριβώς διαποτίζει με την έντασή της ολόκληρο το ποίημα ( ή τουλάχιστον μέχρι το τελευταίο τρίστιχο, όπου γλιστρά ανεπαίσθητα προς ηθικοδιδακτική μεριά ).

Το κλίμα στο ποίημα που ακολουθεί είναι διαφορετικό. Τιτλοφορείται «Όταν έρχεται η ποίηση », και διακρίνεται από ένα αυστηρό λυρικό τόνο. Παρά τους εύκολα ανιχνεύσιμους Σεφερικούς απόηχους του ενδιάμεσου μέρους, το θεωρούσα ανέκαθεν ως μια από τις καλύτερες δημιουργίες του Γιώργου Μολέσκη. Διάβασα και ξαναδιάβασα κατά καιρούς τούτο το κομμάτι, γιατί μου επιβαλλόταν με την αρχαιοπρεπή και καλοπελεκημένη δομή του. Ο πρώτος στίχος « Πονεί η μνήμη στο κάθε σου άγγιγμα» έχει ένα υπόστρωμα τελετουργικό, που με ξεσηκώνει. Αλλά και το καταληκτικό μέρος, ακούεται σαν κομιστής του θελήματος μιας άγνωστης, σκληρής μοίρας.

…Και δεν υπάρχει πια φυγή
όπως όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι
και πάνω στη φωτιά το λάδι εχύθη.
Περαστική Άνοιξη, 1984

«Ο αγνοούμενος» ανήκει επίσης στις πιο άρτια δομημένες συνθέσεις. Παρά τη θεματική του επικαιρικότητα, ο τόνος του στιγμές- στιγμές φτάνει σε δραματικές εκρήξεις, με εναλλασσόμενες υπερβατικές εικόνες και υποβλητικούς οραματικούς διαλόγους. Έτσι αρχίζει:

Ήτανε τέτοιος σαν αυτό το κυπαρίσσι,
ξανθά είχε τα μαλλιά του και τα μάτια θαλασσιά,
φορούσε κι ένα πουκάμισο λαδί,
μήπως τον είδατε;
Μην έπιασε φωτιά;
Περαστική Άνοιξη, 1984

Επιστρέφω σ’ ένα ακόμα πολύ σύντομο ποίημα ποιητικής, που συνδυάζει εκφραστική οικονομία και πυκνό συμβολισμό:

Η σιωπή

Η σιωπή στο σπίτι του ποιητή γυρίζει
ξυπόλυτη. Στέκει πλάϊ στην καρέκλα,
δίπλα στο κρεβάτι,
μπαίνει στη κουζίνα…

Πιστή παραδουλεύτρα, σκλάβα,
όλο δουλεύει καθαρίζοντας μια λέξη.

Περαστική Άνοιξη, 1984

Δίνοντας τώρα ένα γρηγορότερο ρυθμό στην περιδιάβασή μου μέσα από το έργο του Γιώργου Μολέσκη, αφήνω για την ώρα κατά μέρος τον σχολιασμό μεμονωμένων τίτλων, και καταθέτω προς ανάγνωση μερικές αρκετά αξιόλογες κι αισθητικά ισοδύναμες δημιουργίες. Τα παρακάτω ποιήματα είναι ενδεικτικά μιας ώριμης γραφής. Κατορθώνονται μόνο όταν το συναίσθημα εκφραστικά τιθασσεύεται, κι η στοχαστικότητα μεταβολίζεται σε βαθύτερη αίσθηση. Διαβάζουμε:

Παραισθήσεις

Οι νύχτες έχουν μια τέτοια σιωπή, μια τέτοια
επιθυμία,
που είν’ έτοιμες να φέρουν πίσω τον ξενιτεμένο,
να φέρουν τον αγνοούμενο απ’ τη φυλακή ή τον τάφο.

Βήματα ακούγονται στο δρόμο,
χτύποι στην πόρτα…
Μα είναι τα δέντρα,
είναι η θάλασσα,
είναι το σκοτάδι πνιγμένο μές στη σκοτεινιά του,
είν’ ο αγέρας φιμωμένος από τη φωνή του.

Γύμνια

Από το πρώτο κι όλας βράδυ
φύγανε όλα τα σπίτια με τον άνεμο.
Φύγανε και τα δέντρα και μείναμε
κάτω από έναν ουρανό στεγνό κι αδιάφορο,
ούτε λάμψη, ούτε φως, ούτε υπόσχεση.

Όλοι και όλα εξισωμένα,
δίχως ρίζα, δίχως πέτρα, δίχως τάφο.
Κι αλίμονο του που έχει τέτοια ανάγκη.

Απολιθωμένος χρόνος

Ο περασμένος χρόνος απολιθωμένος
σε μορφή ψωμιού, κομμένος σε πέτρινο σταυρό,
σε στάμνα από νερό κάτω απ’ το δέντρο,
όγκος από φως είτε σκοτάδι…

Ο περασμένος χρόνος απολιθωμένος
μέσα στο λόγο μου
σε λέξεις που είναι πια κι αυτές
ψωμιά, νερό και πέτρες,
τις αγγίζω με τα δάχτυλα και ζωντανεύουν.

Περαστική Άνοιξη, 1984

Στις «παραισθήσεις», η μυστηριακά προσωποποιημένη νύχτα μας αγγίζει βαθιά, με τη σφοδρή επιθυμία της να παρέμβει για την επιστροφή του αγνοούμενου από τη φυλακή ή τον τάφο. Από ένα σχεδόν ενορατικό κλίμα, στη δημιουργία του οποίου συμβάλλει η προσμονή και ο αβάσταχτος πόνος, το ποίημα μας περνά σε μια ψευδαισθησιακή εναλλαγή σκηνικού, με την ελπίδα να σηκώνει κεφάλι…Μα δεν είναι να μπει στο σπίτι κανένας, αφού πρόκειται απλά για φαντασιακό κτύπημα στην πόρτα.

Στο δεύτερο ποίημα με τον τίτλο «Γύμνια», διαχέεται ένα έντονο, καταθλιπτικό άρωμα καταστροφής και ερήμωσης, σε τόπο που απογυμνώθηκε κι ορφάνεψε από τα πιο ζωτικά του στοιχεία…Όλα τα σπίτια κι όλα τα δέντρα που μας έδεναν μαζί του, πια δεν υπάρχουν. Απόμεινε η ολόμαυρη ράχη μιας πατρίδας «κάτω από έναν ουρανό στεγνό κι αδιάφορο»- και γύρω «ούτε λάμψη, ούτε φως, ούτε υπόσχεση» πια. Σε παρόμοια πιο «συμμαζεμένα» ποιήματα, ο ποιητής πετυχαίνει σχεδόν πάντα έναν πυκνό και υποβλητικό λόγο με πολλές προεκτάσεις. Κι εδώ είναι η πραγματική του επίδοση, όπου μπορεί να μας μεταδώσει στον μέγιστο βαθμό τη συγκινησιακή του απόσταξη.

Θα σχολιάσω όμως, για να συμπληρωθεί η τριάδα, και τον τίτλο «Απολιθωμένος χρόνος », που έχει την ίδια ποιητική με τα δυο άλλα. Πραγματεύεται την κατηγορία του χρόνου, υπαρκτή ουσιαστικά μόνο σε σχέση με την ανθρώπινη δράση. Γι’ αυτό κι ο χρόνος είναι αλληλένδετος με την παρουσία του ανθρώπου και των οικείων, κοντινών του πραγμάτων…Ενταγμένος κι απολιθωμένος στη μορφή της στάμνας, του ψωμιού, του πέτρινου σταυρού, κι άλλων τινών της βιοτικής εμπειρίας, μπορεί μέσω του λόγου να ξαναζωντανέψει ο χρόνος – και μαζί του κι οι αντίστοιχες μορφές ζωής. Ο φυσιοκεντρικός ρεαλισμός του ποιητή αναδύεται έτσι ανάγλυφος.

Αν είχα κάτι συμπερασματικό να προσθέσω μετά από τόσο δυνατά ποιήματα, είναι το εξής κριτικό συμπέρασμα : Όταν ο Γιώργος Μολέσκης εξωτερικεύει έμμεσα τον υπαρξιακό ή φιλοσοφικό στοχασμό του, συγκινεί βαθύτερα, επικοινωνεί ουσιαστικότερα και καταξιώνεται αισθητικά Εκεί αντιθέτως που αναλώνεται σε απευθείας διανοητικό προβληματισμό, όσο ευρηματικός κι αν προκύπτει, μπορεί να φαίνεται σοφός και πλούσιος σε ιδέες, συγκινησιακά εντούτοις φτωχαίνει και χάνει σε δραστικότητα. Μια τέτοια τάση θα δούμε κάπως συχνότερα σ’ ένα μέρος του κατοπινότερου έργου του…Για την ώρα όμως με σπρώχνει ήδη πιεστικά, διεκδικώντας δικαίωμα στην ανάγνωση, ένα πολύ αγαπημένο μου ποίημα: « Το όνειρο της Ελένης». Με τα δικά μου μέτρα είναι απ’ τα καλύτερα που έχει γράψει ο Μολέσκης. Και σ’ αυτό το συγκρατημένα τρυφερό κλίμα ευδοκιμεί ιδιαίτερα η πέννα του.

– Γιατί κλαίς, Ελένη;
– Κρέμασαν τα δώρα μου ψηλά και δεν τα φτάνω.
Το κουνελάκι έφερε τη σκάλα. Μα ήρθε ο κακός
και φοβήθηκα.
– Πώς ήταν ο κακός;
– Δεν τον είδα. Έκλεισα την πόρτα.
(Διάλογος της Ελένης με τη μάνα της )

Κοιμήσου. Ήρθε η μαύρη πεταλούδα
και μπήκε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο,
άπλωσε τα βελούδινα φτερά της
και σκέπασε όλο τον κόσμο.
Ό,τι θέλει τώρα να υπάρξει
γράφεται με φως χρυσό,
στα ανοιχτά φτερά της…

Κοιμήσου. Όλα τα δώρα είναι δικά σου,
Όσο ψηλά κι αν τα κρεμάσουν θα τα φτάσεις,
μόνο μη φοβάσαι. Είμαστε όλοι μαζί σου.
Να, το κουνελάκι βγαίνει από την τρύπα του,
ο λύκος έρχεται απ’ το δάσος του,
η αλεπού κατεβαίνει από το φράχτη της,
ως κι εκείνο το πουλί, η καρακάξα,
που σ’ ενοχλούσε μες στο στόμα
όταν φυτρώνανε τα δόντια σου
πηδά απ’ το ξερό κλαδί της κι έρχεται…

όλα τα δώρα είναι δικά σου.
Μην κλαίς. Ανέβα τη σκάλα
κι όταν δεις τον κακό
κλείσε την πόρτα.
Το σπίτι και ο χρόνος, 1990

Είναι ένα εξαιρετικό ποίημα, γιατί μας παίρνει ίσαμε τις ρίζες της πρωταρχικής αθωότητας, πριν την έκπτωσή μας από τον παιδικό παράδεισο. Διανύουμε τη ζωή μας, ξοδεύοντας χρόνια σε ποικίλους περισπασμούς κι ανούσιες ρότες, για ν’ αυξηθεί μέσα μας ακόμα περισσότερο ο καημός της επιστροφής στον μαγικό κόσμο των πρώτων χρόνων…Όπου ξανασμίγει κανείς σε σφιχτή αγκαλιά με τη φύση, τα δέντρα και τα ζώα της…Όπου αγγίζεται για λίγο το αιώνιο και ξεχνιέται η θνητότητα. Γι’ αυτό μας σαγηνεύουν τα παραμύθια…Για τον ίδιο λόγο μας αρέσει κι η παρέα με τα μικρά παιδιά, επειδή νοιώθουν εκεί μέσα σαν στο σπίτι τους. Κι αν μας φωνάξουν κάποτε, πως κάτι τους στέκεται εμπόδιο, βρίσκουμε αφορμή να τρέξουμε σαν μεγάλα παιδιά να τα βοηθήσουμε. Να εξορκίσουμε τους φόβους των και να καθυστερήσουμε την έξοδό τους από την παραμυθένια φάση της ύπαρξης. Ο Γιώργος Μολέσκης ευτύχησε σε τούτο το ποίημα, να επενεργεί στη ψυχή του αναγνώστη ως εκτονωτική βαλβίδα. Παρόμοια με τη μικρή Ελένη ποθούμε να σηκώσει κι εμάς στα βελούδινα φτερά του ο ύπνος. Από κει και πέρα, όπως τόσο εύστοχα δηλώνει ο ποιητής:

Ό,τι θέλει τώρα να υπάρξει
γράφεται με φως χρυσό
στα ανοιχτά φτερά της…

Με «Το όνειρο της Ελένης», κλείνουμε δειγματολογικά ένα μεγάλο κεφάλαιο, όχι μόνο του πρώτου, αλλά και του Μολέσκη της μακράς ενδιάμεσης πορείας. Ήταν μια γόνιμη πορεία με θεματολογικό εύρος, συναισθηματικό βάθος και πλούτο βιωματικής ουσίας Υπήρξε μια αληθινή στράτευσή του στον μαγικό κόσμο της ποίησης, τον οποίο κι υπηρέτησε πιστά και χωρίς διακοπή. Φυλλομετρώντας τις σελίδες των βιβλίων του, δέχεσαι την ευχάριστη αύρα μιας κρυπτο-επικής καλλιτεχνικής ανάσας, που νοιώθει να της έπεσε ο κλήρος «ν’ απολιθώσει» σε λέξεις και στίχους την πάνσεπτη και διαχρονική του τόπου τοιχογραφία. Το αισθητικό αποτέλεσμα της ποιητικής αυτής ανθοφορίας προεικάζεται σ’ ένα βαθμό κι από το εύρος της προσπάθειας. Το αναγνωρίσιμα προσωπικό του ύφος είναι αδιάσπαστο κι αφήνει παντού την αμεσότητα και ζεστασιά της σφραγίδας του. Η έμπνευσή του αντλεί από φυσικά νερά κι από στρώματα, που του είναι γνωστά και οικεία. Oρισμένες φυσικά φορές δίνεται η εντύπωση, πως του ξεφεύγει μια επαρκέστερη μορφική πύκνωση. Αυτό όμως παρατηρείται συνήθως σε αυτοβιογραφικές ή τοποκεντρικές διαχύσεις, εν αντιθέσει με άλλες ποιοτικότερες επιτεύξεις, όπου εκρέει ένας αποσταγματικός και πολυσήμαντος λόγος…Ένας λόγος περασμένος τόσο έντονα από τις ψηλές θερμοκρασίες μιας δυνατής εμπνοής, που δύσκολα αφήνει περιθώριο να διαφανεί το σκαρί της τεχνικής του. Μια καλή γεύση τέτοιων στίχων πήραμε από τα ποιήματα, που σχολιάσαμε ήδη.

Προτού όμως παρακολουθήσουμε τον Γιώργο Μολέσκη και στις πιο πρόσφατες πνευματικές και καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, δεν αντέχω ν’ αφήσω ασχολίαστο άλλο ένα πολύ καλό ποίημα, που φέρει τον τίτλο «Πρόσκαιρη βροχή», από τη συλλογή Το νερό της μνήμης,1998. Ας το δούμε λοιπόν καλύτερα:

Πρόσκαιρη βροχή

Είναι φιλιά που απόμειναν μοναδικά
χαμόγελα που δεν επαναλήφθηκαν.
Η μνήμη τους ένα αόριστο χάδι στα χείλη,
ήλιος που φώτισε για μια στιγμή
κι έπαψε να ζεσταίνει. Απόμειναν
σαν τα λουλούδια που αγγίξαμε περνώντας
με τα δάχτυλά μας κι ύστερα χάθηκαν…
Ξεχνιέται η γεύση, το άρωμα,
οι γραμμές των χειλιών, το χρώμα των ματιών…
Απομένουν μόνο
το πάρκο, το παγκάκι, γυμνά κλαδιά, κίτρινα φύλλα,
όψιμα φθινοπωρινά λουλούδια, δυο περαστικοί
κι οι χοντρές στάλες από μια πρόσκαιρη βροχή.

Αντέχει σε πολλαπλές αναγνώσεις ένα τέτοιο ποίημα. Η βασική στιχουργική γραμμή εκτυλίσσεται καίρια και επιγραμματικά, με εναλλασσόμενο ρυθμό και εικόνες, και μια προσέγγιση των πραγμάτων βαθιά ανθρώπινη και διαλεκτική. Εκπέμπεται μια υπόγεια ζωηφόρα αύρα, που μας κατακλύζει με την αλήθεια και τη δροσιά της…Όλα κυλάν και φεύγουν, όλα δεν μένουν ποτέ τα ίδια, εξόν απ’ τη μνήμη που τα ανακαλεί και τα φορτίζει με συγκινησιακή δύναμη.

Η ποιητική συλλογή Από το ελάχιστο, έκδοση 2001, σηματοδοτεί για τον Γιώργο Μολέσκη, κατά τη γνώμη μου, ένα νέο ποιητικό κεφάλαιο. Ευκρινέστερα πλέον και με επαρκές δείγμα, συστηματοποιεί έναν κύρια στοχαστικό λόγο κι αποστασιοποιείται σ’ ένα βαθμό από τα γνώριμα διακριτικά στοιχεία μιας κοινωνικής και αυτοβιογραφικής θεματικής. Αυτή μου η επισήμανση δεν έχει καταρχήν αξιολογικό χαρακτήρα, δίνει όμως τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των πνευματικών και καλλιτεχνικών αναζητήσεων του ποιητή. Προσωπικά συμπαθώ περισσότερο τους ποιητικούς τρόπους του πρώτου Μολέσκη, γιατί βρίσκω εκεί κάτι αυθεντικότερο και συγκινησιακά δραστικότερο, που πραγματικά με συνεπαίρνει. Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις διαπιστώσεις, βρίσκουμε πάντοτε εξαιρετικά ποιήματα σε κάθε δημιουργική του περίοδο. Όσον αφορά τώρα την αισθητική πλευρά του βιβλίου «Από το ελάχιστο», θα δοκιμάσω να βγάλω μερικά πιο συγκεκριμένα κριτικά συμπεράσματα:

Ο Γιώργος Μολέσκης κάνει σ’ αυτό μια μεγάλη αφαιρετική προσπάθεια, ανοίγοντας δρόμους προς τα πάνω και προς τα μέσα των ψυχοπνευματικών του οριζόντων. Σε λογοτεχνικό πεδίο, που μας ενδιαφέρει κυρίως, διεξάγει ενίοτε έναν αμφίρροπο αγώνα. Στις ογδόντα τόσες σελίδες της ποιητικής συλλογής, η έκβαση της αισθητικής αναμέτρησης κινείται σε ευρύ φάσμα της αξιολογικής κλίμακας. Στις ατυχέστερές του στιγμές η πλάστιγγα κλίνει προς τον άμεσο διαλεκτικό λογισμό, με δομές πειστικές μεν αλλά χωρίς ικανοποιητική συνειρμική δυναμική. Στις καλύτερές του πάλι επιτεύξεις ορθώνει ένα υποβλητικό ποιητικό λόγο γεμάτο αρμονία, ικανό ν’ αγγίξει και να διεγείρει τα έγκατα της ύπαρξής μας. Γενικά όλες οι στιχουργικές του ενότητες φαντάζουν ως μέρη μιας ενιαίας σύνθεσης, με κοινή λυρικο-επική υπόκρουση. Αυτό φυσικά που θα ενδιέφερε, στην προκείμενη περίπτωση τον αναγνώστη, είναι ο εντοπισμός κι η ανάδειξη υποδειγματικών πραγματώσεων του ποιητή…Μια ιχνηλάτηση κορυφώσεων του πρόσφατου έργου του, και όχι μια ανούσια γενίκευση εφ’όλης της ύλης. Από τις ευάριθμες αυτές αισθητικές επιδόσεις, καταθέτω και σχολιάζω με τη σειρά κάποια εξαίρετα δείγματα:

Ωριμότητα

Τώρα ξέρω καλά τί πλήρωσα για όλα.
Μήτε χρησμός μήτε παλάμη καθαρή και φύλλο λευκό,
όλα ήταν βουβά στην αδιέξοδή μου μέρα
και ό’τι χρεώθηκα αυξάνει διαρκώς την οφειλή μου.

Εδώ που όλα προμελετούνται και προδιαγράφονται,
ξόδεψα στα τυφλά τις τρεις ευχές της μοίρας μου
και τώρα σκάβω με τα χέρια για το μαγικό νερό,
καίω στον άνεμο του χρόνου την καρδιά μου.

Μόνο μου κέρδος η γνώση από την απώλεια
κι η λάμψη του χρυσού μέσα στη λάσπη.

Τέτοιοι στίχοι διαπερνούν όλους τους ιστούς της ύπαρξής μας, από τους πιο σωματικούς ως τους πνευματικότερους που διαθέτουμε. Ένα άρωμα σοφής ενατένισης της αινιγματικής καμπύλης του βίου, μεταπλάθεται παραστατικά και με υποβλητικότητα, διαχέοντας στη ψυχή μας την παράξενη αίσθηση της ματαιότητας και του πεπερασμένου των ανθρωπίνων. Αλλά μήπως δεν διανοίγονται ακόμα βαθύτεροι διαλογισμοί από τους ακόλουθους, άτιτλους στίχους ;

Κάποτε είναι μια λάμψη χρυσή πίσω από μαύρα σύννεφα
είτε πίσω απ΄ τον ορίζοντα που δεν τη βλέπεις
αλλά τη νιώθεις, μια μουσική πίσω απ’ τη σιωπή
που είναι έτοιμη να αποκαλυφθεί μα όλο φέγγει.
Αυτοί που ασκήθηκαν πολύ βλέπουν κι ακούνε-
είτε έτσι νομίζουν.
Σιγά-σιγά όλα απολιθώνονται μέσα μου
όπως μέσα στα επίπεδα των πετρωμάτων
είτε όπως στις κυκλικές ραβδώσεις γέρικων κορμών
διαστρωματώνεται ο χρόνος.

Όλα είναι εκεί κι αν ασκηθείς πολύ
ίσως και κάτι να μπορέσεις να διαβάσεις.
Με λίγη τρέλα ίσως και να ξαναζήσεις κάτι ακόμη.

Τώρα είμαι βέβαιος πια, ότι ο Γιώργος Μολέσκης, παρά τις αισθητικές διακυμάνσεις του σύνολου έργου του, έχει δώσει ποιητικές καταθέσεις από τις γνησιότερες και αυθεντικότερες της ποίησής μας. Σηκώνοντας το βλέμμα πάνω από τη μακρά λογοτεχνική διαδρομή του, βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με την πανοραμική θέα μιας πλούσιας δημιουργίας. Κλείνω τον σχολιασμό αυτού του βιβλίου μ’ ένα επίσης πολύ αξιόλογο ποίημα, που φέρει τον τίτλο «Είμαι κερί»:

Είμαι κερί.
Μ’ άναψε μια στιγμή
το πάθος του έρωτα
που παρεμβλήθηκε στο χρόνο,
με θρέφει και με εξαντλεί
ο άνεμος της ζωής.

Καίγομαι και φωτίζω,
καίγομαι και εξαντλούμαι
καθημερινά προχωρώντας στο σκοτάδι
που όλο μετατοπίζεται
και δεν εξαντλείται.

Μα πού πηγαίνει αυτή η αύρα;
Πού επενδύεται;
Το καθημερινό τι θα απογίνει;
Και είναι τούτο αρκετό;

Τα αιώνια και αναπάντητα ερωτηματικά της τελευταίας στροφής, μας καθηλώνουν και μας συγκλονίζουν. Η ύπαρξή μας εξαντλείται ολοένα και μεταβολίζεται σ’ επίμονη φλόγα, που ανοίγει με κόπο φωτεινό δρόμο μές στο σκοτάδι. Κι αν «είναι τούτο αρκετό», όπως απορητικά υποβάλλεται στον τελευταίο στίχο, θα παραμείνει ένα αγωνιώδες υπαρξιακό ερώτημα. Το σίγουρο όμως είναι, ότι το λυρικό απόσταγμα που κερδίσαμε ήταν αρκετό, αφού ο Γιώργος Μολέσκης κατάφερε «από το ελάχιστο» να μας δώσει πολλές φορές το μέγιστο σε ποίηση.

 

Η ελλειπτική φωνή του Μάριου Αγαθοκλέους
Από τον «Ηδονοβλεψία» στη «Γυναίκα με τα μαύρα»:

Α.
Με τη δεύτερή του ποιητική συλλογή «Ηδονοβλεψίας», 1988- η πρώτη του με τον τίτλο Εολίθια εκδόθηκε το 1983 – ο Μάριος Αγαθοκλέους, όχι μόνο βελτιώνει τη χαρακτηριστικά λιτή και στρωτή τεχνική του, αλλά και της προσδίδει μια πιο σύνθετη και πιο πλούσια συμβολική δυναμική. Με έντονη ακόμα την ερωτική διάθεση και θεματική, απαλλάσσεται σ’ ένα βαθμό από το προηγούμενο αισθητικά αμφίβολο στίγμα μιας ερωτικά «σωματικής» εκφραστικής, και περνά στην πολυσήμαντη ανάπτυξη του ποιήματος. Η ροή των εικόνων κι ο πάντα απρόβλεπτος μεταφορικός του λόγος, ξετυλίγονται σχεδόν επεισοδιακά, με εύγλωττες σιωπές και σκόπιμα χάσματα. Διαβάζω κάτι χαρακτηριστικό :

Έγκλειστος

Αυτά θα τα κρατήσω για μένα.
Σ’ ανθρώπου μάτι δε θα εκτεθούν
μα προπαντός σ’ ανθρώπου λογική.

Γι’ αυτό και δε με βλέπουν που τ’ απλώνω,
τις νύκτες χωρίς φεγγάρι,
στο σκοτεινό μου δωμάτιο.

Κανένας άλλος ας μην πληρώσει
γι’ αυτά που έφταιξα, πάρεξ εγώ.
Διπλοκλειδώνω λοιπόν από μέσα
κι ανοίγω στον τοίχο τα μάτια μου.

Ο αναγνώστης εξέρχεται του ποιήματος, έχοντας τη βέβαιη αίσθηση ότι ο ποιητής κατόρθωσε να «διπλοκλειδώσει » εξίσου μια συμπαγή στην εναλλακτικότητά της καλλιτεχνική μορφή, που κρατά τις κεραίες μας σε διαρκή εγρήγορση. Δεν πρόκειται εδώ για κοινότοπη ψυχογραφία ή ανιαρό εξομολογητικό μονόλογο, που διαβάζουμε τόσο συχνά. Η κίνηση των στίχων είναι συνήθως σύντομη κι ελλειπτική, άλλοτε πάλι γίνεται πιο σύνθετη κι ελικοειδής, οδηγώντας σε τελικές επιγραμματικές συμπυκνώσεις. Αυτή η αρμονικά δομημένη ταλάντωση της κειμενικής μορφής, και ιδιαίτερα η ταυτόχρονη συνάρθρωση του συγκεκριμένου και του υπονοούμενου, διαχέουν εντός μας μια ουσία αποσταγματική, που ευφραντικά μας κατακλύζει.

Έρχομαι τώρα στο ποίημα «Ηδονοβλεψίας», που δίνει και τον τίτλο της συλλογής. Άποψή μου είναι, ότι ο συγκεκριμένος τίτλος δεν είναι τόσο υποβοηθητικός για τη σωστή πρόσληψη της ποίησης που ακολουθεί, καθότι θα μπορούσε να δημιουργήσει προκαταβολικά ρηχούς συνειρμούς στον βιαστικό αναγνώστη. Ασχέτως όμως αυτού, δίνω δυο εξαίρετα ενδεικτικά αποσπάσματα. Το πρώτο είναι πολύ σύντομο, μονάχα τρεις στίχοι, προσέξτε όμως την πυκνότητα και τον πολυδύναμο συμβολισμό τους.

Πάντα μια ένωση μπροστά στα μάτια μου
φασματοποιεί τα αντικείμενα που αγαπώ,
αποκαθηλώνει τα εξαίσια τους χρώματα.

Είναι απαράμιλλα διαυγείς, συγχρόνως όμως και κρυπτικοί στίχοι, με φυσική κι αβίαστα αναδυόμενη υποβλητικότητα. Μπορούμε να τους διαβάζουμε και να τους ξαναδιαβάζουμε, χωρίς να νοιώθουμε να μειώνεται το σημασιολογικό και συγκινησιακό τους φορτίο. Κι αυτό, γιατί υπερβαίνουν το λογικό κι αυτονόητο, λειτουργώντας ως εφαλτήριο προς αποκαλυπτικότερες των πραγμάτων θεάσεις.
Το δεύτερο απόσπασμα από τον «Ηδονοβλεψία», μου χρησιμεύει για να καταδείξω και την καθαρά λυρική εκφραστική ικανότητα του δημιουργού, εκεί που οι ανάγκες του ποιήματος υποβάλλουν μια χαλάρωση από τη στοχαστική πολλαπλότητα. Διαβάζουμε:

Εκεί που ήμουνα έτοιμος να ξανοιχτώ
σε ουράνια ρεύματα,
παρασυρόμενος για πάντα μακριά,
ατμοσφαιρικές ιδιοτροπίες
μου συμπυκνώνουν τα συναισθήματα,
μου στερεοποιούν τις εκλάμψεις,
και σαν ανύμφευτη νιφάδα ξαπλώνω
στα κατάλευκα στήθη των σκοτεινών ορέων.

Ακόμα και σ’ αυτούς τους σχετικά ανάλαφρους στίχους, δεν έχουμε καθόλου την αίσθηση του απλά εξωτερικού λυρισμού, αφού τους διατρέχει μια υπόγεια υπαινικτικότερη αύρα, με «ατμοσφαιρικές ιδιοτροπίες», όπως διαβάζουμε, να «συμπυκνώνουν συναισθήματα» και να «στερεοποιούν εκλάμψεις». Τελικά, αφού μας περάσει από «ωχρά φωτισμένα, πεθαμένα πετάγματα » κι επώδυνες προσγειώσεις «από απόκρημνα συναισθήματα πόθου», το εντυπωσιακό τούτο ποίημα κλείνει την κυκλική του διαδρομή με επαναφορά της αρχικής εικόνας του «ήρεμου ποταμού», που επιστρέφει με ζηλευτό τρόπο στην αγκαλιά της θάλασσας. Πόσο πρωτότυπη και παρθενική νοιώθουμε μια τέτοια εικόνα, ικανή κατά τον ποιητή να «φασματοποιεί » τα αντικείμενα της αγάπης του και να «αποκαθηλώνει τα εξαίσια τους χρώματα» Έτσι το ζητούμενο της ποίησης κατορθώνεται με επάρκεια κι ο δημιουργός δικαιώνεται στον επίμοχθο αγώνα του.

Υποκύπτω στον πειρασμό ν’ αναφερθώ κάπως εκτενέστερα και στο ποίημα «Η αδελφή μου», το οποίο αξιολογώ ως μια από τις καλύτερες δημιουργίες του Μάριου Αγαθοκλέους. Ο διάχυτος ερωτισμός του εξιδανικεύεται από ένα κλίμα πρωτογενούς νεανικού αρώματος, που μετατρέπει κάθε αισθησιακή πτυχή σε βαθιά ανθρώπινη και συμπαθητική φανέρωση. Οι εικόνες σταδιακά μεταλλάσσονται από το γήινο και υλικό, στο αιθέριο και πνευματικό. Παρακολουθείστε τον :

Ακόμα δεν την έχω συνηθίσει.
Τις χαϊδεύω τις ξυρισμένες της γάμπες
και στα μαλλιά της ανάβουν
οι λάμπες τις χριστουγεννιάτικης θλίψης.
Όλοι έχουν φύγει για τα βουνά.

Οι «λάμπες της Χριστουγεννιάτικης θλίψης», που ανάβουν στα μαλλιά της αγαπημένης παιδικής φίλης, μετά από μια εικόνα διακριτά «σαρκική», δίνουν ισχυρή παλμική κίνηση στις αισθητικές μας κεραίες, με αποτέλεσμα την έντονη ψυχική συγκίνηση. Επιπρόσθετα ο στίχος «όλοι έχουν φύγει για τα βουνά», αφήνει ακαριαία την εντύπωση μιας υπαρξιακής μοναξιάς, που επιτείνει τη μοναδικότητα της ερωτικής συνεύρεσης. Μιας συνεύρεσης, που δεν συμβαίνει βεβιασμένα και παρορμητικά, αλλά απαιτεί τον δικό της χρόνο μετάβασης από το πρώτο νεανικό σκίρτημα στη σύντονη αμοιβαιότητα της τελικής ολοκλήρωσης. Να, πώς εκφράζεται ποιητικά η σχετική μ’ αυτό δυστοκία :

Στο μέτωπο τη φιλώ
και αδέξια της ψιθυρίζω,“αδελφή μου”.

Δυσφορεί που οι λέξεις παίζουν ακόμα
τον ρόλο του παγωμένου Χειμώνα.

Μπορεί οι λέξεις του έφηβου διστακτικού νέου να συγκρατούν ακόμα, με τη χαμηλή τους θερμοκρασία, τον θρίαμβο της ερωτικής πληρότητας, οι ίδιες όμως αυτές λέξεις λειτουργούν με πληρότητα ως προς τη δραστικότητα της ποιητικής δημιουργίας (να σημειώσω εν παρενθέσει, την πρόδηλη πτώση της ποιητικότητας στους τελευταίους, μονοσήμαντους κι επεξηγηματικούς στίχους ).
Κλείνω αυτή την ενότητα καταγράφοντας το ποίημα «Το παράπονο».

Τα φώτα που τρεμοσβήνουν στο βάθος,
οπωσδήποτε δεν είναι η «Νήσος τις έστι»,
όπως θα την αναγνώριζαν αμέσως
οι ευφυείς φιλόλογοι
και οι ευτραφείς κτηματομεσίτες.

Όμως το παράπονο που επιπλέει
στις λίμνες των ματιών,
είναι απόλυτα δικαιολογημένο.
Γιατί δεν είναι μόνο τα συρτάρια
που έχουν γεμίσει μυστικά,
είναι και το σώμα που αλλάζει.
Όταν θα ξανασυναντηθούμε
στο τέλος αυτού του λειμώνα στο νησί,
η ανομβρία θα μου έχει σκληρύνει τις παλάμες
και θ’ αποφύγω να σε χαϊδέψω τρυφερά.

Είναι κι αυτό άλλο ένα υποδειγματικό ποίημα του Μάριου Αγαθοκλέους , του οποίου το έργο δεν έχει ακόμα προσεχτεί όσο έπρεπε και όσο πράγματι του αξίζει. Να ενοχοποιήσουμε γι’ αυτό και μια δική του, σχεδόν κυνική αισθησιακή αντίληψη, που εκφράστηκε στην πρώτη κι όλας συλλογή που εξέδωσε ; Αυτό δεν είναι βέβαιο, μα και να έπαιξε ως γενικότερη εντύπωση κάποιο ρόλο, ο ποιητής το αντιστάθμισε στη συνέχεια με πιο πολύπλευρες και καθολικότερα ενδιαφέρουσες δημιουργίες. Με τρόπο μάλιστα ανατρεπτικό και πρωτότυπο.Με μια δική του, δηλαδή προσωπική ποιητική.

Β.
Η τελευταία ποιητική συλλογή του Μάριου Αγαθοκλέους, έκδοση του 2003, με τον διττό αινιγματικό τίτλο « Λαϊκό Ανάγνωσμα, η Γυναίκα με τα μαύρα», αποτελεί επιβεβαίωση της γνώριμης και καλοδουλεμένης ποιητικής του, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στο προηγούμενό του βιβλίο με τον τίτλο «Ηδονοβλεψίας».
Το ποιητικό βιβλίο «Η γυναίκα με τα μαύρα», με όλα κι όλα επτά ποιήματα, μου φαντάζει κατά παράδοξο τρόπο ως μια ερωτική βιωματική εποποιία. Κι αυτό λόγω της έντασης και του βάθους, που μπόρεσε ο δημιουργός να δώσει σε κάποια έστω από αυτά τα ποιήματα. Το επίτευγμα τούτο, αλλού το προσλαμβάνουμε συνολικά, χωρίς αισθητικές ανισότητες, κι αλλού πάλι το ξεχωρίζουμε μέσα στο ποίημα αποσπασματικά, όπου το νοιώθουμε να μας ανεβάζει ακαριαία σε μιαν ευδαιμονικότερη κατάσταση.
Να, ένα παράδειγμα από το ποίημα με τον τίτλο «Ο Θησέας και η Αριάδνη»:

Όμως
ένα αγκάθι
ξεφουσκώνει τον ουράνιο θόλο
και βρίσκομαι ακάλυπτος
στο άγνωστο και σκοτεινό Σύμπαν.

Ας με οδηγήσει λοιπόν κοντά σου
η μαγική σειρά των λέξεων.

Ανεξάρτητα από πού ο ποιητής εκκινεί, οι παραπάνω στίχοι του αποτελούν δυνατές εκτινάξεις σε χώρους μιας άλλης οντολογικής και υπαρξιακής εμπειρίας. Κι έχει σίγουρα τον λόγο του ο Μάριος Αγαθοκλέους, όταν κάπου στην αρχή του βιβλίου χαρακτηρίζει επώδυνη τη λιγοστή έστω αυτή συγκομιδή, αφού περί επώδυνου αποστάγματος πρόκειται εντέλει. Έτσι, εκκινώντας από συνήθη περιστατικά και αφορμές έμπνευσης, υπερβαίνει συχνά τη στενά ερωτισμική του ροπή, ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη με απίθανους συνειρμούς μιας ιδιότυπης αισθαντικότητας.

Δεν θα αναφερθώ περισσότερο, γενικά ή ειδικότερα, σ’ άλλα ποιήματα και στίχους της συλλογής «Η γυναίκα με τα μαύρα». Θα μιλήσω όμως με ιδιαίτερη έμφαση κι αναλυτικότερα για το ομώνυμο ποίημα, που είναι πιστεύω μια κορυφαία στιγμή της καθόλου ποιητικής προσπάθειας του Μάριου Αγαθοκλέους. Συνδιάζει συνθετική τελειότητα και βάθος. Και όλα αυτά με φόντο ένα διλημματικό δραματικό υπόστρωμα, που οδηγείται με τόλμη σε αινιγματική και απρόσμενη έκβαση. Το παρουσιάζω καταρχήν ολόκληρο:

Όλα λοιπόν μπορεί να συμβούν.

Και νά’ με που την συνοδεύω
τη γυναίκα που έχω ποθήσει πιο πολύ
στο σκοτεινό δωμάτιο.

Μαύρο πέπλο της καλύπτει το πρόσωπο
και μαύρο φόρεμα το κορμί.
Είναι η χήρα των απόντων.

Τι θα ήμουν κι εγώ αν δεν την γνώριζα
παρά ένας απών των αισθημάτων μου
ανυποψίαστος την απουσία μου.

Τώρα οι λεπτομέρειές της
μου υγραίνουν τις νύκτες
κι ο πόθος μου αλλάζει το μυαλό.

Στο αύταρκες Ένα κατατείνω.
Ούτε Κερύνεια, ούτε Αμμόχωστος.

Οι τελευταίοι δυο στίχοι απελευθερώνουν την ένταση, που συσσωρεύτηκε εντός μας, μ’ ένα μοναδικό τρόπο, ανοίγοντας αίφνης την καλλιτεχνική βαλβίδα εκτόνωσης της ψυχικής και πνευματικής δοκιμασίας.
«Στο αύταρκες Ένα κατατείνω», διαβάζουμε ξανά και ξανά, νοιώθοντας μια παράξενη ευφορία, επειδή ο ποιητής μπόρεσε να δώσει πειστική λύση στην κρίσιμη σύμπτωση αντικρουόμενων προκλήσεων. Το αύταρκες Ένα, αν και νοηματικά δεν καθορίζεται, υπονοείται όμως χωρίς αμφιβολία ως μια θεμελιακότερη κατάσταση, υπερβαίνουσα και συμφιλιώνουσα τα επιμέρους. Στη δική της επικράτεια, που θεωρείται κατάκτηση να φτάσει κανείς, κάθε συγκρουσιακή σχέση περιττεύει, αφού όλα κατατείνουν στην ενότητα του συνόλου των εκφάνσεων του ανθρώπινου βίου.
Η πρόταση φυσικά που δίνεται στον επαρκή αναγνώστη δεν είναι ούτε κοινωνική, μήτε ποσώς φιλοσοφική. Είναι καθαρά ψυχική και αισθητική- και στη βάση προπάντων αυτή οδηγούμαστε σε μια λυτρωτική ανακούφιση. Ο στίχος «Ούτε Κερύνεια, ούτε Αμμόχωστος», δεν προσλαμβάνεται ως αναίρεση αγαπημένων χαμένων πατρίδων, αλλά συναίρεση και υπαγωγή τους σε μια υπέρτερη αρχή.

Ενδιαφέρον όμως είναι να πάμε πίσω στην εκκίνηση του ωραίου αυτού ποιήματος. Να παρακολουθήσουμε εργαστηριακά την ανάπτυξή του και να φωτίσουμε τα διάφορα επίπεδα, τις σύντομες παύσεις και τη δραματικά κορυφούμενη κίνηση προς μια αδιέξοδη – κατά τα φαινόμενα – πορεία.. Προσέξτε λοιπόν το άνοιγμα της αυλαίας:

Όλα λοιπόν μπορούν να συμβούν.

Και να’ μαι που την συνοδεύω
τη γυναίκα που έχω ποθήσει πιο πολύ
στο σκοτεινό δωμάτιο.

Με τον πρώτο στίχο «Όλα λοιπόν μπορεί να συμβούν», προετοιμάζεται ο αναγνώστης για κάτι απρόβλεπτο- και σπεύδει με τεντωμένες τις προσληπτικές του κεραίες, να δει τί περαιτέρω θα του αποκαλυφθεί. Μια αινιγματική ατμόσφαιρα διαχέεται κιόλας στους επόμενους στίχους, με τον ποιητή σε πρώτο πρόσωπο, να συνοδεύει την πολυπόθητη γυναίκα στο σκοτεινό δωμάτιο. Οι συνειρμοί γίνονται ακόμα σκοτεινότεροι, όταν το ποθούμενο πρόσωπο περιγράφεται με τους παρακάτω στίχους, ως εξής:

Μαύρο πέπλο της καλύπτει το πρόσωπο
και μαύρο φόρεμα το κορμί.

Είναι η χήρα των απόντων.

Τώρα υποψιαζόμαστε πια, ότι πρόκειται για μια μοιραία όσο κι τραγική μορφή, που μας παραπέμπει σε πρώτο επίπεδο στη μαυροφορεμένη γυναίκα του συμβατικού πένθους, σ’ ένα δεύτερο εντούτοις συμβολικότερο επίπεδο, ο στίχος « είναι η χήρα των απόντων », υπονοεί την έκταση της απώλειας για εκείνους που δεν καταξιώθηκαν μια τέτοια συγκλονιστική εμπειρία. Ανήκει στο καλλιτεχνικό αισθητήριο του δημιουργού η επιλογή του πληθυντικού « χήρα των απόντων», αφού οι παραστάσεις που δημιουργεί αποκτούν ένα πιο απροσδιόριστο εύρος, κάτι που αφήνει πιο ανοιχτό το πεδίο στη δημιουργική φαντασία.

Ο ποιητής αλλάζει γρήγορα ατμόσφαιρα με τους στίχους που ακολουθούν, επιδιώκοντας να στηρίξει και να αιτιολογήσει την αιρετικότητα και την τόλμη της καθόλου συναισθηματικής του προσέγγισης.

Τι θα ήμουν κι εγώ αν δεν τη γνώριζα
παρά ένας απών των αισθημάτων μου
ανυποψίαστος την απουσία μου.

Ο ποιητής κατορθώνει τώρα περίτεχνα, απέναντι στον συμβατικό ηθικοκοινωνικό κώδικα, να ορθώσει πειστικά τη συνέπεια σε μια άλλη, βασικότερη αρχή. Το αντίθετο θα αναιρούσε τη βαθύτερη φύση του και θα συνιστούσε υπαρξιακή φυγομαχία. Θα ήταν τότε, καθώς λέει κι ο ίδιος, « ένας απών των αισθημάτων», και ως εκ τούτου και απών μιας μοναδικής στιγμής της ύπαρξής του.

Αν καταπιάστηκα σχολαστικά με τα επιμέρους στην ανάπτυξη του εξαίρετου τούτου ποιήματος, δεν είναι τόσο για να ερμηνεύσω και να προβάλω την καθαυτό ψυχοσυγκρουσιακή του ιδεολογία, αλλά για να αναδείξω προπάντων το σκηνογραφικό υπόστρωμα και τις λεπτές αναλογίες, απ’ τη δομική διαλεκτικότητα των οποίων εκπέμπεται η αισθητική ηδονή. Κι αν με ρωτάτε για το είδος αυτής της ηδονής, ενεργοποιώντας όρους και γνώσεις από τη βιβλιογραφική μου εμπειρία , μπορώ τεκμηριωμένα να ισχυριστώ τα εξής :
Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα σχετικά σύντομο, συνθετικής δομής ποίημα. Η αισθητική ικανοποίηση, που διακριτά αναβλύζει στο ισορροπημένο ξεδίπλωμά του, είναι ταυτόχρονα μια κλιμακούμενη ηδονή προσμονής. Είναι όμως ταυτόχρονα και ελεγχόμενη καθαρτική ικανοποίηση, που φτάνει στο απόγειό της με την τελική λύση της έντασης στο αριστοτεχνικό τελευταίο δίστιχο. Το επαναφέρω για να κλείσει κι ο κύκλος αυτής της ανάλυσης.

Στο αύταρκες Ένα κατατείνω.
Ούτε Κερύνεια, ούτε Αμμόχωστος.

Μ’ αυτό το κλείσιμο γαληνεύει και ο αναγνώστης, αφού εκτονώνεται η ψυχοπνευματική του υπερένταση, αλλά πολύ περισσότερο γιατί ικανοποιείται επαρκώς η καλλιτεχνική προσδοκία του.

 

Η επίμοχθη απόσταξη του Γιάννη Ποδιναρά
( Φαράγγια των Αγγέλων, 2008 )

Ο Γιάννης Ποδιναράς πρωτοεμφανίστηκε εκδοτικά στην ποίηση το 1996 με την ποιητική συλλογή «Ένα πράσινο θολό». Απ’ ό,τι γνωρίζω κι από τις κριτικές που έχω υπόψη, η δουλειά του κρίθηκε ως σοβαρή και ποιοτική.
Τη χρονιά που μας πέρασε, κι ύστερα από μια δωδεκαετία, επανήλθε ο Ποδιναράς, όχι φυσικά δριμύτερος – όπως συνηθίζουμε να λέγουμε – αλλά πιο έμπειρος και αποσταγματικότερος. Το νέο ποιητικό του βιβλίο έχει τον τίτλο
«Φαράγγια των Αγγέλων », με ό, τι συνειρμικά θα μπορούσε να σημαίνει κάτι τέτοιο. Πάνω από τα συμβολικά αυτά φαράγγια των αγγέλων, σηκώνει συχνά ο ποιητής με τους στίχους του τη ψυχή μας, και τη μετεωρίζει σε μια άσκηση βάθους. Ακούστε τον, σ’ ένα απόσπασμα από τα «Ταξίδια στο άπειρο» :

Υπάρχεις στο σκοτεινό ποτάμι
της μύχιας ταραχής.
Στην τεντωμένη χορδή της πλήρωσης
και της λιγοθυμιάς του ονείρου.
Γύρισε ο καιρός.
Σήκωσε το τραγούδι μας
να οριοθετήσει ταξίδια στο άπειρο.

Το πρώτο μέρος της συλλογής, με οκτώ σχετικά σύντομα ποιήματα, μας πείθει χωρίς αμφιβολία για την τεχνική και καλλιτεχνική ωρίμανση του ποιητή. Με πρόδηλη την ερωτική θεματική, διαβάζουμε άρτιους και λιτούς στίχους, που διανοίγουν σχεδόν πάντοτε μια έντονα υπερβατική προοπτική.

Ένα κύμα στα μέλη.
Ένα μαχαίρι από ήλιο
χάραξε το γυμνό σώμα
βυθίζοντας το φως
σ’ αμμουδερά πηγάδια.
Θαλασσινά νερά
στέγνωσαν τη δίψα μας.
( από το ποίημα «Στους βυθούς του ανείπωτου»)
Στο δυνατής λυρικής έντασης ποίημα «Κραυγή της Άνοιξης», η κορύφωση επιτυγχάνεται με την κλιμακωτή επανάληψη της λέξης «λευκό», η οποία επανερχόμενη κάθε φορά σε διαφορετικό σημασιολογικό επίπεδο, φορτίζει το ποίημα με μια ιδιαίτερη δυναμική. Μια δυναμική που οδηγεί τελικά σε λυτρωτική διέξοδο. Έτσι φαίνεται να δημιουργείται η καλή τέχνη, ακολουθώντας συνειδητά ή ασυνείδητα αρχετυπικά πρότυπα ρυθμών και παραστάσεων, που εμφωλεύουν βαθιά μέσα μας. Απαγγέλλω το ποίημα, για να μπορέσω στη συνέχεια να συμπληρώσω τον σχολιασμό μου.

Αγγίζω τη φωνή
κι ο νους μου σαλεύει.
Λευκό του ρίγους,
των αθώων στεναγμών.
Λευκό της πέτρας που ακινητεί προσμένοντας.
Της αέναης αφής.
Της αμφίδρομης ροής.
Της πλήρους αποδοχής και άφεσης.
Λευκό των βέβαιων χρόνων.
Άτρωτη όχθη στων ημερών την οργή.
Γυμνό βύθισμα στο γενναίο φως
που χύνεται στο λευκό χέρι
και σε παίρνει πέρα
στην ανελέητη κραυγή
της Άνοιξης.

Αυτό το τελευταίο, το «βύθισμα στο γενναίο φως, / που χύνεται στο λευκό χέρι / και σε παίρνει πέρα στην ανελέητη κραυγή / της Άνοιξης», είναι η εκτόνωση και η «λύση» της υπαρξιακής αγωνίας, που κορυφώθηκε στους προηγούμενους στίχους, με το «λευκό» ως δυναμικό λάϊτ-μοτίβ στην ανάπτυξη του ποιήματος.

Δεν θα σταθώ αναλυτικά στα ολιγόστιχα, αλλά και τόσο πυκνά μικρότερα ποιήματα του πρώτου μέρους της συλλογής. Θέλω μόνο να γενικεύσω γι’ αυτά, ότι αποτελούν συμπαγείς λυρικούς πυρήνες καλοδουλεμένων στίχων, με μορφική αρτιότητα και υπαινικτικό βάθος. Διαβάζω τον ολιγόστιχο τίτλο «Σημάδια» :

Ένα κρίνο ταράζει το αίμα.
Κρατήσαμε τη γεύση δυνατή.
Τα μάτια υγρά
στη δίνη της ομορφιάς,
ραγίζουν τη μέρα.

Εδώ η επιγραμματικότητα και λιτότητα ανεβάζουν με κάθε στίχο το επίπεδο διέγερσης του αισθητικού εκκρεμούς εντός μας, και το επαναφέρουν χωρίς απώλειες σε μια επόμενη ή μεθεπόμενη ανάγνωση. Το καλλιτεχνικό αντικείμενο μπόρεσε, μέσω της κατορθωμένης μορφής, να παγώσει εσαεί σε μια άφθορη κατάσταση. « Ένα κρίνο ταράζει το αίμα», διαβάζουμε ξανά και ξανά, και ο στίχος αυτόνομος σχεδόν και αυτάρκης μας γεμίζει ένα κενό, ως να περιμέναμε τον ερχομό του.

Υποπίπτω στον πειρασμό να πω λίγα λόγια και για το τελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας, ένα από τα καλύτερα αυτού του βιβλίου. Έχει τον τίτλο «Ώρα καλή», που μας προϊδεάζει για ένα ζεστότερο και νοσταλγικότερο κλίμα, όσο κι αν προκαλεί συνειρμικά κύματα βαθύτερου προβληματισμού για τα ανθρώπινα δρώμενα. Το καταθέτω αυτούσιο:

Έρχεται κάποτε η ώρα
που μιλά η αυγή
και καλπάζουμε στα λειβάδια
των τρελλών καιρών και του νοτιά.
Ανατριχίλα του κορμιού
σαν γνώση του θανάτου,
κοχλάζει το αίμα.
Ταράζει τ’ ακραίο κύτταρο.
Άνοιξε πανιά
κι έβαλε πλώρη
για ταξίδια- και την άγρα των πουλιών.
Ώρα καλή
στον ήλιο και το σκοτάδι των κοχυλιών.
Ώρα καλή
στους ανέμους που κρατάνε
της αγάπης τον λυγμό και το φανέρωμα.

Μια αύρα αγάπης και αισιοδοξίας αναδύεται μέσα απ’ τους πιο πάνω στίχους. Ένας μετρημένος θαυμασμός για το δώρο της ζωής – και μια υπόγεια ανατριχίλα για τα πρόδηλα όρια και το πεπερασμένο της επίγειας ευτυχίας. Ο επίλογος, με το χαρακτηριστικά επαναλαμβανόμενο « Ώρα καλή», εκπέμπει μια ανάλαφρη τραγουδιστική αύρα, που συνεπαίρνει τον αναγνώστη με την πηγαιότητά της. Το αισθητικό αποτέλεσμα, και πιο συγκεκριμένα η αισθητική ηδονή, εκρέει απ’ το συνήθως απρόβλεπτο κυμάτισμα της μορφής, και νoιώθεται σαν «πτερυγισμός και λαχτάρα στο στήθος».

Μπαίνω τώρα απευθείας στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, για να δώσω σύντομα το στίγμα του. Στα είκοσι έξι τόσα ποιήματα αυτής της ενότητας, το αισθητικό αποτέλεσμα δεν είναι παντού το ίδιο. Αλλά κι εδώ, όταν κάτι μας ικανοποιεί λιγότερο, οφείλεται προφανώς στον πειρασμό του διανοούμενου δημιουργού να διαλογιστεί καθαρότερα και να φιλοσοφήσει αμεσότερα. Πιο συγκεκριμένα – και σε συνάρτηση με τα πιο πάνω – μιλάμε για τη χρήση ενίοτε ποιητικά αδρανών αφηρημένων εκφράσεων και καθαρά λογικών προσδιορισμών, όπως για παράδειγμα :

Περαστικοί μαχόμαστε λαθραία
την παράταιρη ιαχή του συρφετού
ή
Πλανιέσαι σ’ ένα πέλαγος
αφροντισιάς και πλήρωσης.

Να μη μας διαφεύγει, ότι στην καλή ποίηση φτάνει κανείς μόνο, όταν εκκινεί από το συγκεκριμένο και ρεαλιστικό, το οποίο εμποτίζει διακριτικά και ισορροπημένα με μια υπέρλογη αισθαντικότητα. Γενικότερα όμως, βρίσκουμε και στη δεύτερη ενότητα καλά ποιήματα, ιδιαίτερα τα πιο σύντομα, όπου ο δημιουργός αισθητοποιεί ικανοποιητικά τις ιδέες και τα συναισθήματά του, αποφεύγοντας τους πειρασμούς των άμεσα διανοητικών ρήσεων.
Σας μεταφέρω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το λυρικά νευρώδες ποίημα με τον τίτλο «Στα κατάρτια της άπνοιας»:

Νερό, νερό που σπάζει
στην άκρη της βαθιάς κουφάλας.
Νερό που αναβλύζει
τη λαχτάρα των εφησυχασμένων.
Νερό, καταφύγιο στα κατάρτια
της άπνοιας.
Νερό, να ξεπλύνουμε τη ξαβαμμένη
σκόνη
της ακμής των αετών.
Νερό, νερό
να ξεπλύνουμε τη ψυχή μας.

Τέτοιοι στίχοι νοιώθεις πως προ-υπήρχαν, γιατί έτσι έπρεπε να είναι, χωρίς ορατά τα σημάδια επεξεργασίας από τον ποιητή, οποίος απλώς τους ανέσυρε στην επιφάνεια, για γίνουν αναγνωρίσιμοι και δραστικοί. Παρόμοια κατορθωμένα κομμάτια απαντούν καίρια και αφοπλιστικά στη αχρείαστη συζήτηση περί μορφής και περιεχομένου. Αφού επιβεβαιώνουν, ότι η ίδια η μορφή είναι αξεχώριστη από το περιεχόμενο, το οποίο ενυπάρχει σ’ αυτή ως βαθύτερη εμπνοή, στη σπερματική ήδη σύλληψη του ποιήματος. Για να βγουν όμως με τέτοια παρθενικότητα και πληρότητα, χρειάζεται μια επώαση μακρόχρονη και οδυνηρή. Κι ο Γιάννης Ποδιναράς είναι ένας δύστοκος δημιουργός. Ρίχνει στα βάθη της ψυχής του σκληρούς σπόρους…Η σπορά του, παίρνοντας χρόνο για να ριζώσει και να πετάξει ανθούς, δείχνει κάθε φορά να τον εξαντλεί. Τί πιο φυσιολογικό όμως, να νοιώθει ο ποιητής, ύστερα από κάθε προσπάθεια, ότι τα έδωσε όλα ;

Κλείνω και τη δεύτερη αυτή ενότητα της συλλογής, δίνοντας ακόμα ένα λυρικά υποβλητικό εξάστιχο:

Γυρεύουμε ένα δέντρο
να κρυφτούμε.
Να λυθούν οι πλάνες

στο οξύ αγιάζι των ίσκιων.
Στο θρόϊσμα της σιγανής φωτιάς.
Στην αρμυρή ηδονή της θάλασσας.
( από το ποίημα «Εδέμ»)

Οι στίχοι μιλούν από μόνοι τους, αφού εκφράζουν με επιγραμματική υποβλητικότητα το υποστασιακό δράμα του ανθρώπινου όντος, που αναζητεί ζεστασιά και ασφάλεια στον κόρφο της μάνας φύσης. Μια φύση, που μόνη αυτή με την αιωνιότητά της, μπορεί να σκεπάσει – έστω για λίγο – το γυμνό κορμί της θνητότητάς μας. Τί μαγική στ’ αλήθεια παραμυθία ; Η ποίηση μας βοηθά να νοιώθουμε πιο ελαφρύ το διαχρονικό οντολογικό μας άλγος. Και πέραν οποιασδήποτε άλλης εξαντλήσιμης και ρηχής ηδονής, έχει απ’ τη φύση της τη δυνατότητα να προκαλεί κάθε φορά μέσα μας τη φευγαλέα έστω αίσθηση της υπέρβασης της προσωρινότητάς μας.

Περνώ τώρα στην τρίτη ενότητα του βιβλίου, ενός βιβλίου με τον παράξενα υποβλητικό τίτλο «Φαράγγια των Αγγέλων». Τίτλος, που ανεβάζει ονειρικά τον αναγνώστη πάνω σε μια ιλιγγιώδη αιώρα… Όπου η ανάγνωση κάθε ποιήματος είναι και μια ριγηλή ώθηση σε μια εναλλασσόμενη ταλάντευση. Μια ταλάντευση, που έχοντας για αφετηρία το συγκεκριμένο κι επίγειο, εκτινάσσει συχνά τη ψυχή και το πνεύμα σε χώρους μιας ουσιαστικότερης και βαθύτερης εμπειρίας. Καταθέτω το καταληκτικό μέρος από το ποίημα «Συνάντηση» :

Μαντατοφόρος η μοίρα των πουλιών
ζωγράφισε τ’ ονειρεμένο ταξίδι
απ’ τους ρόζους της γης
ως τις παρυφές του φεγγαριού.

Και το μήνυμα πήγε διάτρητο
απ’ τις πληγές των ανθρώπων-
ν’ απαλύνει το λευκό των άστρων
και ν’ αφήσει το βάρος της λάσπης
μετέωρο στους γαλαξίες.

Τα περισσότερα φυσικά από τα ποιήματα της τρίτης ενότητας, είναι μια ακόμα οφειλόμενη σπονδή στον χαμένο χρόνο και τον χαμένο γενέθλιο τόπο της αξέχαστης Μόρφου. Ο Γιάννης Ποδιναράς δεν ξετυλίγει καμιά μακρόπνοη ή μεγαλόπνοη Ιερεμιάδα στη μνήμη της χαμένης γης, που κρατεί στα σπλάχνα της την κιβωτό της παιδικής του ηλικίας. Ο λόγος του ακούεται συγκρατημένος και αξιοπρεπής, και τα δάκρυά του έχουν πια αποκρυσταλλωθεί σε δωρικούς αγαλμάτινους στίχους, όπως οι ακόλουθοι :

Φύλλα διάφανα
νερά της άμμου
πότισαν τη φυγή μας.
Βυθός του πράσινου κήπου
χάραξε την αφή της θάλασσας.
Πρώτο άγγιγμα
παλμοί της ζωής μας
στέρεψαν την κοίτη της λήθης.
Μόρφου, γεφύρι στην καρδιά
της ξένης γης.
Μόρφου, γεφύρι στο βαθύ πηγάδι
του νόστου.

Σ’ ένα άλλο, κάπως μεγαλύτερο ποίημα για τη «Μόρφου», γραμμένο το 2005, με βαρύ και αποκαλυπτικό βηματισμό, ο οραματισμός για το πλήρωμα του χρόνου που θα φέρει την πανηγυρική λύτρωση, δίνει στους στίχους μια ριγηλή, τελετουργική πνοή. Σας διαβάζω το μέρος τούτο:

Μη…μου ψιθύρισες.
Μη θερμαίνεις το πεσμένο μου σώμα.
Μην ανοίγεις διάπλατα τον κλειστό δρόμο της ψυχής μου.
Μίλα μου μόνο σαν θα είσαι σίγουρος
πως τα όνειρα θα ορθώσουν επί τέλους το ανάστημά τους.
Θα περάσουν τις γραμμές και θα ενωθούν
με το μεγάλο διάφανο άστρο
σ’ ένα θρίαμβο απροσπέλαστο
που σαρώνει τους παλιούς καιρούς
και στεφανώνει την έγερση των καινούργιων ασμάτων.

Ακούεται η μακρινή καμπάνα μιας Ανάστασης σε τούτο το ποίημα. Κι αν η πραγματική ανάσταση ίσως αργεί να έλθει ακόμα, ο Γιάννης Ποδιναράς μπορεί με την τέχνη του να προκαλέσει μέσα μας τα αισθήματα τέτοιας γιορτής, και να μας γεμίσει κατάνυξη. Κι η καλλιτεχνικής προέλευσης κατάνυξη δεν είναι, καθώς προείπαμε, ποτέ εξαντλήσιμη, αλλά βιώνεται τελετουργικά σε κάθε ανάγνωση.

Τι έμεινε τώρα να σχολιάσω από το ποιητικό βιβλίο του Γιάννη Ποδιναρά; Μα φυσικά τα « Ελεγεία », συγκεκριμένα εκείνα που αναφέρονται σε αγαπητούς λογοτέχνες, που έφυγαν αφήνοντας πίσω την υποδειγματική ζωή και το έργο τους. Τα ελεγεία αυτά μου αρέσουν, γιατί είναι συνθέσεις που αναπτύσσονται με πολλαπλές ψυχικές και πνευματικές κινήσεις, κάτι που απαιτεί ανάλογη μορφική αντιστοιχία. Δοκιμάζουν εν ολίγοις τις δυνατότητες του δημιουργού στη συνθετική δημιουργία, όπου το λυρικό διαπλέκεται με το αφηγηματικό και το δραματικό οδηγείται λυτρωτικά στη λύση του.

Με τράβηξε ιδιαίτερα η αρμονική κλασσική συμμετρία και η διανοητική υπαινικτικότητα του αφιερώματος στον αξέχαστο Θεοδόση Νικολάου, προπάντων η λιτή κι ελλειπτική εισαγωγή, με το ακόλουθο επιγραμματικό τετράστιχο:

Στην ταβέρνα, καθώς πίναμε κονιάκ,
μου είπες πως πρέπει να κλείνουμε καλά το μπουκάλι
για να μη χάνεται το άρωμα.
Φύλακας της πεμπτουσίας.

Κι εδώ να σταματούσε το ποίημα, θα ήταν μια πολύ δυνατή επιγραμματική προσωπογραφία. Ό,τι παρακάτω με διανοητική διεισδυτικότητα ακολουθεί, πλεονέκτημα ή μειονέκτημα δεν με απασχολεί, αναλύει κι εδραιώνει το πιο πάνω κομμάτι. Άσχετα από την παρατήρησή μου αυτή, ο δημιουργός θέλησε να πάρει περισσότερο χρόνο υποθέτω, για να προβάλει παραστατικότερα τα ιδιάζοντα γνωρίσματα της ζωής και του έργου του μνημονευόμενου ποιητή.

Το δεύτερο ελεγείο, στο οποίο θ’ αναφερθώ, μνημονεύει τον πρόωρα εκδημήσαντα, εξέχαστο λογοτέχνη Θεόδωρο Στυλιανού. Η αυθεντική του προσωπικότητα ζωντανεύει παραστατικά μέσα από την επιγραμματική και συγκινημένη πένα του Γιάννη Ποδιναρά :

Το λεωφορείο της γραμμής,
το υπεραστικό ταξί και το τηλέφωνο
κουβάλησαν τα δώρα σου
Σεριάνισαν την αρχοντιά
των ταπεινών και των αθώων
στην άκρη της ανόθευτης ματιάς σου.
Στην άκρη της γαλήνης σου.
( απόσπασμα )

Ένοιωσα πραγματική συγκίνηση, όταν διάβασα πρώτη φορά αυτό το ποίημα. Σίγουρα, όχι μόνο επειδή μου θύμησε το γεγονός της απουσίας ενός πολύ αγαπητού μας φίλου, αλλά εξίσου και για τον τρόπο που μου τον έφερε στη μνήμη η ποίηση. Τούτο σημαίνει, ότι το καλλιτεχνικό γεγονός πραγματώθηκε με επιτυχία. Κι αυτό είναι ταυτόσημο με την αισθητική καταξίωση του δημιουργού.

.

Ο ηδύφθογγος Λόγος του Ανδρέα Μακρίδη

Ο Ανδρέας Μακρίδης έχει εντρυφήσει με πάθος στη διαχρονική περιπέτεια της ελληνικής γλώσσας, καθιστώντας την επίκεντρο της έρευνας και της τέχνης του. Αντικείμενο της λατρευτικής του προσέγγισης είναι ειδικότερα οι λέξεις. Δεν χορταίνει να τις ανασύρει από το πολύμαθο και φλογερό του πνεύμα, προβάλλοντάς τες ως μοναδικό πολιτισμικό μνημείο, ή δίνοντάς τους μια ζωντανή και πρωτόγνωρη πνοή, που ευφραίνει και διεγείρει τη φαντασία. Παραθέτω χαρακτηριστικούς στίχους από το προλογικό ποίημα της συλλογής Βυθισμένες Θάλασσες, που λειτουργούν άνετα και ως προγραμματική διακήρυξη:

Κτίζω τους ναούς μου με λέξεις μνημεία
-Κάθε ουσιαστικό ένας ηνίοχος
-Κάθε επίθετο ένας αμφορέας
-Κάθε ρήμα ένας Παρθενών

Ο ποιητής διαισθάνεται και παρακολουθεί τη διαιώνια και μυστηριακή διαδρομή των λέξεων, εκστασιάζεται και παίζει ερωτικά με τις αναλλοίωτες ρίζες των, πλάθοντας- όχι σπάνια- δικές του μορφές παράξενου κάλλους. Τις διαβάζουμε και τις ακούμε, ευδαιμονώντας με τον εσώτερο ήχο τους και με τη μουσική, που αναβρύζει από τα αρχέγονα έγκατά τους. Καταγράφω ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα:

ιμεροθαλής, ειδωλόθυτο άστυ, ερωτόβρυτος, οδύσσομαι και δενδίλλω, ευνάσιμο άστρο, ευπύγιοι βωμοί, αμάραντη χλούνις

Στον Ανδρέα Μακρίδη, το εύκολα ανιχνεύσιμο σουρεαλιστικό στοιχείο δεν είναι μανιέρα ή τεχνική, αλλά προκύπτει από μια ανατρεπτική αντίληψη των πραγμάτων. Τροφοδοτείται με ένταση από την μύχια ανάγκη αναδημιουργίας του θαύματος…Κι αυτό το θαύμα συντελείται μέσα του νοερά στον χώρο και τον χρόνο της αρχαίας Ελλάδας. Λέει χαρακτηριστικά στο πρώτο ποίημα του βιβλίου, με τον τίτλο «Πεζός πρόλογος ολίγον ποιητικός περί ποιήσεως»:

Στεριώνω τους ναούς μου πάνω στην ακρόπολη του χρόνου
-Με το αίμα της φυλής μου
-Με το πανανθρώπινο φως
-Με την πανάρχαια ψυχή μου.
Τα ποιήματα είναι εφτάψυχα και αθάνατα γιατί
μαγεύουν τον ψυχαμοιβό χάροντα, τον αποκοιμίζουν
και του κλέβουν το κοφτερό δρεπάνι.

Ο ποιητής επιστρέφει αδιάκοπα και με θαυμαστική διάθεση σε λέξεις – προσκυνητάρια, με αρχέγονες καταβολές κι εκπληκτική διαχρονική επιβίωση, μέχρι τις μέρες μας…Μεταξύ άλλων σταματά κάθε τόσο την χειμαρρώδη του διαδρομή κι εστιάζει το βλέμμα του, σχολιάζοντας:

Εκστατικός ψηλαφώ το εκθαμβωτικό επίθετο
των Παφίων «λυχναφής» εκ του αρχαιοτάτου
«περί λύχνων αφάς».
π.χ. Ο εραστής ήλθεν λυχναφής. Δηλαδή
την ώρα που ανάβουν οι λύχνοι. Άρα κατά το σούρουπο…
Τόση στίλβη! Τόσον κάλλος! Τόση Ελλάδα σε μιαν λέξη!…
Είναι σαν να σηκώνεται η θάλασσα
όρθια και σε τυλίγει στα γαλανά της σεντόνια !

Ο Ανδρέας Μακρίδης δεν είναι απλώς εξωτερικός παρατηρητής του κόσμου, που με τόση δύναμη αναπαριστά. Είναι αντιθέτως μέρος του κόσμου τούτου. Γι’αυτό κι ο αναγνώστης τον νοιώθει να διακινείται εκστασιασμένος σε μιαν αρχαία πνευματική και υλική ατμόσφαιρα. Τον βλέπει να ερωτεύεται με πάθος ονειρικές έφηβες κόρες, ή να μνημονεύει -κάποτε λατρευτικά κάποτε παιγνιδιάρικα- τις ανεξάντλητες ψηφίδες της ελληνικής γλώσσας …Απ’ την οποία παίρνει σπάνια δείγματα, τα σπέρνει πυκνά μέσα στους στίχους του και μ’ ευλάβεια τα σιγομουρμουρίζει:

Φως – Φάος – Σέλας – Έαρ – Αήρ – Αθήρ – Αέλιος – Ταλαπείριος – Δολιόμυθος

Έχουμε να κάνουμε προφανώς με μια άκρως αισθησιακή και ιδιόμορφη καλλιτεχνική δημιουργία, στην οποία– και εις βάρος της καθιερωμένης αισθητικής πρακτικής- κυριαρχούν οι προσφιλείς στον ποιητή εκτεταμένες ερωτικές και γλωσσικές διανοίξεις. Παρατηρεί κανείς ένα παιγνιδιάρικα σκηνοθετημένο διανοητικό παιγνίδι, διαποτισμένο ευφυώς με ευρηματικότητα και σπαρακτικό αυτοσαρκασμό. Σε ποιο βαθμό αυτή του η προσπάθεια ξεπερνά το πρώτο θαυμαστικό ξάφνιασμα, αποσπώντας καινούργιο έδαφος από τον χώρο του καλλιτεχνικά αδιαμόρφωτου, δεν μπορούμε ακόμα να πούμε με βεβαιότητα. Σίγουρο όμως είναι, ότι ο ποιητής, με την υπέρβαση των καθιερωμένων ορίων, συνειδητά ριψοκινδυνεύει.

Κάνοντας στη συνέχεια μια κάπως αυθαίρετη κατηγοριοποίηση, θ’ αναφερθώ σε σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της ποίησης, αρχίζοντας από το κυρίαρχο στοιχείο του ερωτισμού, που κατακλύζει κυριολεκτικά τους περισσότερους στίχους. Εξιδανικευμένο σύμβολο του πόθου είναι η έφηβη κόρη ή κορασίδα, όπως συνήθως την αποκαλεί ο ποιητής. Αποτελεί πραγματική εμμονή η προσκόλλησή του στα θέλγητρα της νεανικής ωραιότητας, τα οποία κι εξυμνεί ποιητικά με μοναδικό τρόπο:

Θυμάσαι τότε…
που ξάπλωσε ο Μάϊος πάνω στα φουντωμένα
στήθη σου και άνθισαν οι αρχαίες θάλασσες!

Τώρα- κάθε χαραυγή- στα εύφορα καπούλια
των αλόγων του ορίζοντα βλαστούν μωβ

και άχρωμα χρυσάνθεμα. Στο βάθος του μαύρου
το μέλλον αναδύεται σαν τρυφερό κορίτσι που

λούζεται γυμνό κι ερωτοτροπεί με το νερό
στους δροσερούς καταρράκτες της νεότητας

( ποίημα «Βυζαντινή μελαγχολία» )

Αλλού πάλι απευθύνεται στην καλλίγραμμη νεάνιδα τρυφερά και παιγνιδιάρικα, με φόντο ένα αρχαιοπρεπές, σταματημένο στο δικό του χρόνο τοπίο…

Έλα γλυκολυπάμενη και αποστεωμένη οπτασία
θα ιππεύσουμε πάνγυμνοι το γαλάζιο δελφίνι
και θα ταξιδέψουμε σ’ όλες τις αρχαίες θάλασσες.
Σε ικετεύω…
έλα προτού ξημερώσει και σβήσουν τα όνειρα.

Ο ερωτισμός δεν είναι απλή παρεμβολή στα κείμενα του Ανδρέα Μακρίδη, αλλά συνεχής ροή αίματος που κατακλύζει το σώμα της ποίησής του. Ούτε η προσέγγισή του είναι ποσώς πλατωνική, αφού ο πόθος του απευθύνεται άμεσα στο υλικό κάλλος του σώματος, για το οποίο η καρδιά του, και προπάντων η λύρα του, με ένταση πάλλονται. Κι εντούτοις, παρά τα προωθημένα εκφραστικά του τολμήματα, καμιά αίσθηση του χυδαίου ή αντιαισθητικού δεν προκύπτει. Αφού τα νεανικά μέλη που αναδύονται προκλητικά και λικνιστικά στην άκρη της πέννας του, δίνουν στον αναγνώστη μόνο την αίσθηση μιας δροσερής και παρθενικής αντίληψης του κόσμου. Επιλέγω ένα απόσπασμα αδρού αισθησιακού κάλλους και λεπτής γλωσσικής συμβολιστικής, από το ποίημα «τελετή ανακήρυξης του θηλυπρεπούς γράμματος Θ σε αμεταφυσική θεότητα»:

Ναι! Η ομορφιά σου αποτελείται από πέντε ζευγολάτες και
δώδεκα βόδια που μπήκαν μέσα μου και όργωσαν
τα ξεροχώραφα των ημίθραυστων ονειροπολήσεών μου.
Τώρα κυματίζουν σε όλην την επικράτειαν των
οραμάτων τα μεστωμένα στάχυα και οι χρυσόξανθες
παντιέρες των σπαρτών.
Αναμφιβόλως είσαι το κάλλιστον Θ του βραδυφλεγούς
Θεού. Ανήκεις στις χρυσές θάλασσες τις μικρές μαινάδες
των ανέμων.

Η σωματική και πνευματική έξαρση σ’ όλο αυτό το έργο επικοινωνούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, με διαρκές το πέρασμα από το ένα στο άλλο. Είναι συνάμα ο Διόνυσος αλλά κι ο Απόλλωνας που εναλλάσσονται τη σκυτάλη, είναι ακόμα ο Παν με την απροκάλυπτή του λαγνεία, όμως κι ο ευγενικός Άδωνις που συνυπάρχουν στην εκφορά του ποιητικού λόγου. Σε τούτη ακριβώς την ισορροπία κρίνεται εντέλει και η καθαυτό αισθητική αποτίμηση των επιμέρους ποιητικών μονάδων. Μια αντικειμενική, όσο γίνεται, αξιολόγηση του σύνολου έργου, γέρνει ποσοτικά την πλάστιγγα προς μονόπλευρα λεξικεντρική και ερωτισμική μεριά, όσο ευχάριστα κι αν προσλαμβάνεται ο πλούσιος και αυτοσαρκαστικός του οίστρος. Δεν είναι όμως λίγες και οι στιγμές ουσιαστικών πραγματώσεων, εκεί όπου εκκινεί από συγκινησιακά φορτισμένη καθολικότερη έμπνευση. Παράδειγμα οι ακόλουθοι στίχοι:

Στις απύθμενες στέρνες και στα πηγάδια
κρύβουμε τον φοβερό θυμό μας. Κάτω
από κάθε βράχο έχουμε θαμμένο ένα παιδί μας
κι ένα ασημένιο διαμαντοστόλιστο ΟΧΙ.
———————————————-
Αύριο ένα ορτύκι θα κρώζει πάνω
στον θόλο της άρνησής μας – ένα τζιτζίκι θα
τραγουδά χωμένο στα φυλλώματα ενός κιονόκρανου.
———————————————–
Στ’ ανοιχτά της θάλασσας η Παναγία
καθισμένη σ’ ένα γαλάζιο δελφίνι παίζει
μαντολίνο ενώ η μικρή Ελλάδα μαζεύει
τα ανθάκια και τα δάκρυα των κυμάτων.

Στις καλύτερες στιγμές του Ανδρέα Μακρίδη – μιλώ πάντα με τα δοκιμασμένα κριτήρια της αρμονικής γλωσσικής μορφοποίησης- ανήκει και το καταληκτικό μέρος του ποιήματος «Σαλαμίνα», με τον περίεργο όπως συνήθως, υπότιτλο «Η εντός διαφανούς κεχριμπαριού απολιθωμένη ζωοπανήγυρις». Αρχίζει μ’ ένα διάχυτο κλίμα υπερφυσικής μεταβολής του τοπίου, παραπέμποντας κάπως στο ανάλογο κλίμα του αρχικού μέρους της «Έγκωμης», του Γιώργου Σεφέρη:

Έξοχο αυτό το κεχριμπάρι που βρήκα στην αμμουδιά
της Σαλαμίνας, συλλογιζόμουν άναυδος! Όλο αυτό
το πανηγύρι έγκλειστο στο διάφανο δάκρυ των πεύκων!…

Ξάφνου ακούστηκε η σφυρήχτρα. Ζωέμποροι πραμα-
τευτάδες, οπωροπώλες και περιδεραιοποιοί έδεσαν
τις ζώνες ασφαλείας και το τοπίο απογειώθηκε αύτανδρο!
Τώρα στη θέση της ωραίας πανήγυρις
κοιμούνται οι βουβοί αμμόλοφοι της Σαλαμίνας και
τα διάσπαρτα θραύσματα των αρχαίων αγγείων.

Τώρα αναδεύουν τη ψυχρή ραστώνη της ξανθής
άμμου οι ελαφρές αύρες ενώ πιο πέρα ο ταχυ-
βάτης και πανδαμάτωρ χρόνος ισοπεδώνει τα όνειρα.

Εμείς…ερωτοτροπούμε θεοειδώς εις την μαγευτι-
κήν ακρογιαλιά και κοιτάζουμε κατάπληκτοι – μια
το αιματοβαμμένο σούρουπο και μια τον κατάλευκο
ιωνικό ναό που αναδύθηκεν από τη θάλασσα!

Με παρόμοια άρτιους και υποβλητικούς στίχους νιώθει κανείς να ανταμείβεται για την υπομονή του να διανύσει ένα, ποιητικά γεμάτο ερωτηματικά, αναγνωστικό δρόμο…Αφού το Ελδοράδο των προσδοκιών του αποκαλύπτει, έστω και σποραδικά, πολύτιμα πετράδια υψηλής αισθητικής στάθμης.
Όσον αφορά τώρα το ιστορικό και πολιτισμικό φόντο, όπου εκτυλίσσεται η συγκεκριμένη δημιουργία, δεν θά’ ταν υπερβολή να πω και κάτι, που περνά ως φευγαλέα εντύπωση απ’ τη σκέψη μου: Ότι δηλαδή ο Ανδρέας Μακρίδης είναι κάτι περισσότερο από ελληνολάτρης, αφού προσωπικά προσλαμβάνω την πολυσχιδή προσωπικότητά του ως τέτοια γνήσια κλασικού Έλληνα, που ξέκοψε παραδόξως στις μέρες μας και κινείται αναχρονιστικά ανάμεσά μας. Εκπέμπει με τη λύρα του εγερτήρια σαλπίσματα, διαλαλώντας χαρισματικά την πραμάτεια της ομορφιάς, που θα σώσει τον κόσμο:

Επιτέλους ροδοχαράζει! Οι λευκές μπαλλαρίνες του φωτός
προγυμνάζονται στα πορφυρά σανίδια της ανατολής.
Νυμφοστολίζονται οι παρθένες αύρες και αναθάλλουν οι
εσταυρωμένοι ζέφυροι. Ο παγερός ζόφος της νύχτας
γίνεται κλεψύδρα από κρύσταλλο και μυρωδάτο ξύλο.

Σε παρόμοιες στιγμές νιώθουμε τη λεπταίσθητη βελόνα του ποιητή να πηγαινοέρχεται με ψυχική θέρμη και καθαρό καλλιτεχνικό μετάξι, εξακοντίζοντας τις αισθήσεις μας σε ριγηλά ύψη. Είναι φυσικά αλήθεια, ότι στο έργο του Ανδρέα Μακρίδη βρίσκουμε αρκετές φορές κουραστικά στις λεπτομέρειές τους σημεία, αφού οι στίχοι του εκρέουν ποταμηδόν και υπερχειλίζουν τις όχθες της έμπνευσής του. Ίσως και πολλοί τίτλοι ποιημάτων να είναι αχρείαστα μακροσκελείς και υπερρεαλιστικοί…Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία, ότι ο ποιητής έχει δημιουργήσει έναν ολοδικό του κόσμο, έναν κόσμο όπου ο ίδιος ευδαιμονεί, ακόμα κι όταν με κάποιες υπερβολές μας ξαφνιάζει. Πριν κλείσω συμπερασματικά τούτο το κείμενο, καταθέτω ως τελευταία γεύση ακόμα μερικούς στίχους, γεμάτους τρυφεράδα και καλλιτεχνική ευφορία:

Όποιος κοιτάξει γυμνή την θεά χάνει για πάντα
το φως του. Η ποίηση κρυώνει χωρίς τους
βαμβακερούς και βελούδινους μύθους της.
Έλα…Θα σου αποκαλύψω το αόρατο
μυστήριο που αιωρείται και το σεπτό
κάλλος που θεώνεται. Κοίταξε ψηλά!…

Μπορώ να πω, κλείνοντας, ότι ο Ανδρέας Μακρίδης δεν στοχεύει να γράψει απλώς ποίηση. Η πρωτεϊκή του ιδιοσυγκρασία πάει πιο πέρα από αυστηρά λογοτεχνικά πλαίσια, κι ο στόχος του ρήματός του είναι κατά πολύ ευρύτερος της αισθητικής ηδονής. Ο λόγος του ξεχειλίζει από βιολογική ζωτικότητα. Ένας σύμμεικτα Απολλώνιος και Διονυσιακός αισθησιασμός διατρέχει ως λάβα τα κείμενά του, κατακλύζοντας καταρρακτωδώς τον αναγνώστη. Αποτελεί σίγουρα μια ιδιόμορφη, σε πολλά αμφιλεγόμενη, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική περίπτωση.

( με αφόρμηση τη συλλογή Βυθισμένες Θάλασσες, 2005 )

 

Τρεις κορυφαίες συνθέσεις του Ανδρέα Παστελλά
( από μονογραφία μου για τον ποιητή, εκδ. ΠΕΝ, τόμος Ε, 2007 )

Αναφέρομαι φυσικά στους τίτλους «Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974», «Του Χρυσοσώτηρου» και «Τυρταίου λόγος επιμνημόσυνος» (από τη συλλογή Μεταθανατίως αποσχηματισθείς, 1995 ). Εκτιμώ ότι πρόκειται για εξαίρετες λυρικο-επικές συνθέσεις, με θεματική τα γεγονότα του 74. Η γνήσια και κατασταλαγμένη συγκίνηση του ποιητή ρίχνει πάνω στις λέξεις και εικόνες ένα τραγικό φως, που οδηγεί τον αναγνώστη, με δέος και συγκλονισμό, στην κορύφωση και τη ψυχική κάθαρση. «Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974 », είναι ποίημα λυρικο-δραματικού λόγου, με θαυμάσια κορυφούμενη ανέλιξη του βασικού αφηγηματικού μύθου…Που στην πραγματικότητα είναι ο,τιδήποτε άλλο παρά μύθος, αφού αγγίζει επώδυνα τη φριχτή σύγχρονη άλωση της πατρίδας μας, κάτω από τα απαθή βλέμματα δικών και ξένων. Η τραγική εδώ persona, που συμβολίζει το δράμα της Κύπρου- προδομένης κι εγκαταλειμμένης από άφρονες ηγέτες του μητροπολιτικού Ελληνισμού- εμφανίζεται στο κέντρο της Αθήνας ως φιγούρα εκτός τόπου και χρόνου, γι’ αυτό και βαθιά τραγική.
Ας διαβάσουμε λοιπόν αυτό το ποίημα:

Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974
«ες δάκρυε έπεσε
το θέητρον» ( Ηρόδ.)

Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας
σαν από σκοτεινή καταπακτή
από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου
με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους
να ταξιδεύουν μαζί του,
δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι
καμωμένο από λίγα χορτάρια
πού’ χαν μείνει στην έρημη γη.
Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα
μάτια θολά και κόκκινα απ’ τους καπνούς
τη στάχτη στα μαλλιά
απ’ τα καμένα δέντρα
πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρυνής,
χωρίς ακοή απ’ τις στριγγιές φωνές
σφαγμένων αγρινών,
με χέρια απλωμένα
αόμματος επαίτης
γωνία Σταδίου και Αιόλου
στάθηκε
μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν
κατηφορίζοντας
σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.
– Έλληνες αδελφοί…
Από ηχείο στήθους ραγισμένου
βραχνή βγήκε η φωνή σαν ξένη
σε άσημα θρύψαλα ήχου σκορπίστηκε
σαν πατημένα φεϊγ-βολάν
στην άκρη του δρόμου
ή σαν άχρηστα εισιτήρια λεωφορείου
στο λερωμένο πλακόστρωτο.
– Έλληνες αδελφοί…
η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.
Κάποιος περνώντας δίπλα
τού’ χωσε βιαστικά στη χούφτα
ένα τάλληρο.

Αυτή είναι ποίηση σχεδόν για τρέχοντα γεγονότα, όμως δυνατής πνοής και με τάνυσμα προς τα πανανθρώπινα και διαχρονικά.

Το δεύτερο εκλεκτό ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο «Του Χρυσοσώτηρου» και αναφέρεται στον αγνοούμενο σύζυγο, που η γυναίκα του τον οπτασιάζεται νά’ ρχεται ταλαιπωρημένος τα βράδια – και να χάνεται πάλι μέσα απ’ τα χέρια της μέχρι την επόμενη φορά. Τη νύχτα όμως της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, 6 Αυγούστου δηλαδή, σύμφωνα με την παράδοση ανοίγουν τα επουράνια…Οι καθαροί και αγνοί, αν ξαγρυπνήσουν, μπορούν να δουν μέσα στη νύχτα το «άκτιστον» φως, ή «χρυσόν πλατάνι» της λαϊκής παράδοσης. Κι αν κάνουν τη στιγμή εκείνη μια ευχή, μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί. Μια τέτοια ακριβώς νύχτα, η ευσεβής του αγνοούμενου γυναίκα υποδέχτηκε τον άντρα της γιορταστικά, έτσι που κατέβηκε μέσα σε σύννεφο φωτός κοντά της. Παρακολουθούμε στη συνέχεια, με κορυφούμενη ένταση, ένα δραματικό διάλογο, που μας μεταφέρει απευθείας στο ιδιάζον υπερφυσικό κλίμα της μπαλλάντας «Του νεκρού αδελφού». Με το χάραμα όμως και το πρώτο φως, η οπτασία διαλύεται και ο αγνοούμενος Κωνσταντής γλιστρά και φεύγει μ’ ένα θαυμαστικά υπερβατικό τρόπο :

Ένα περήφανο άλογο μ’ άσπρα φτερά
κωπηλατώντας αργά στη μελανή άβυσσο
ανάλαφρα, είδε, να τον ανεβάζει στ’ αντικρυνό βουνό.

Κι από τότε
πάνω στην πιο ψηλή κορφή του Πενταδάκτυλου
μέσα στο πηχτό σκοτάδι
ανάβει κάθε βράδυ
ένα μικρό φως που ολοένα μεγαλώνει
και το βλέπουν μόνο όσοι δεν έχουν μάτια.

Δε διαβάζουμε συχνά τέτοιους στίχους, με τόση δύναμη και βάθος. Ο λόγος, παρότι συγκινητικός και υψιπετής, είναι πυκνά δομημένος, χωρίς ρητορικό και συναισθηματικό πλατυασμό.

Ερχόμαστε τώρα στην τρίτη αριστουργηματική σύνθεση του Ανδρέα Παστελλά, με τον τίτλο «Τυρταίου λόγος επιμνημόσυνος», αφιερωμένη σε όλους τους Ελλαδίτες νέους, που πότισαν με το αίμα τους το δέντρο της Κυπριακής ελευθερίας, με ιδιαίτερη μνεία στους καταδρομείς που σκοτώθηκαν με τον γνωστό τραγικό τρόπο πάνω απ’ το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Με προμετωπίδα τον γνωστό στίχο του Καβάφη «Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος και ο Κριτόλαος», ο ποιητής εξαγνίζει, από αυτονόητο καθήκον, τους αθώους και ηρωϊκούς αυτούς νέους από οιονδήποτε αχρείαστο συνειρμό με τα αμαρτήματα και ελλείμματα των ταγών της εποχής εκείνης. Το ποίημα εκτυλίσσεται συγκρατημένα και σεμνά μ’ ένα επικής χροιάς λόγο. Οι εικόνες του, που διαδέχονται βαριά η μια την άλλη, δίνουν την αίσθηση, ότι συμπληρώνουν με τον δέοντα σεβασμό μια νοερή τοιχογραφία – σκέπη εσαεί των παλληκαριών που αναπαύονται σε κοινό τάφο. Η αναφορά στο φυσικό τοπίο, τελετουργικά και χωρίς άσκοπες διαχύσεις, επιτείνει τον αποχωρισμό από τη ζωή με τον ίδιο δραστικό τρόπο, όπως τον συναντούμε σε ανάλογες περιστάσεις στο δημοτικό τραγούδι. Ας αναγνώσουμε ένα μικρό απόσπασμα:

Δεν θα ξαναδούν ποτέ πια
τη χλόη ν’ ανηφορίζει στις πλαγιές
που σβήνεται χλωμή
προτού προλάβει να ντυθεί
το χρώμα του πράσινου.
Ξεσκλίδια τους παρασέρνει
ο άνεμος
κρεμασμένους σε πεθαμένα δέντρα
ψηλά στους βράχους της Γομαρίστρας
μπρούμυτα δαγκώνοντας
το χώμα της μάνας γης…

Τέτοιοι στίχοι, επειδή είναι εμβαπτισμένοι μέσα σε αποκαλυπτικές εικόνες, μας μεταδίδουν την αίσθηση μιας εορταστικής τελετουργικής εμβίωσης. Κι αυτό ακριβώς που διακρίνει την καλή τέχνη, είναι μια τελετουργική φανέρωση της διαχρονικής ανθρώπινης μοίρας. Να μη εκληφθεί φυσικά, ότι η ποίηση του Ανδρέα Παστελλά, ως εκφράζουσα κύρια το συλλογικό εγώ, έχει οποιαδήποτε σχέση με τον αφηρημένο στοχασμό ή τη γενική διατύπωση . Είναι αντιθέτως μια ποίηση πραγματολογική, εκφράζεται μέσα από τα πράγματα και τις λεπτομέρειες των πραγμάτων, μέσω των οποίων υποβάλλονται οι ιδέες κι οι έννοιες. Διότι, όπως σημειώνει κι ο μεγάλος Γερμανός λυρικός Gottfried Benn ( 1886-1956), σε πραγματεία του για την ποίηση : «Ο καλός ποιητής είναι ένας μεγάλος ρεαλιστής, πολύ κοντά σε κάθε πραγματικότητα, φορτίζεται με πραγματικότητες κι είναι στο έπακρο γήϊνος, ένα τζιτζίκι γεννημένο- σύμφωνα με τον μύθο- από τη γη”.

 

Σοφοκλή Λαζάρου:
Δυο εύμορφα ποιήματα απ’ τα παλιά
(Ενδοσκόπιο, 1961)

Α. «Η Πέτρα»
«Κανένας, ακόμα και από τους μεγάλους ποιητές του καιρού μας, δεν άφησε περισσότερα από έξη μέχρι οκτώ τελειωμένα ποιήματα. Τα υπόλοιπα μπορεί να είναι ενδιαφέροντα από τη σκοπιά της βιογραφίας και εξέλιξης του συγγραφέα, όμως καθεαυτά, αυτόφωτα, πλήρη διαρκούς γοητείας είναι μόνο εκείνα τα λίγα. Γι’ αυτά λοιπόν τα έξη ποιήματα τριάντα με πενήντα χρόνια άσκηση, αγώνας και οδύνη». ( Gοttfried Benn )

Πρέπει να ομολογήσω, πως με απασχόλησε διαχρονικά το ειδικό βάρος του ποιήματος «Η πέτρα», γραμμένο πριν σαρανταπέντε τόσα χρόνια από τον γνωστό Πάφιο ποιητή- και καθηγητή μου κάποτε – Σοφοκλή Λαζάρου. Μια ενδότερη πιεστική ανάγκη μ’ έσπρωχνε να μοιραστώ το αισθητικό φορτίο μιας γραφής, που μ’ αιχμαλώτιζε πραγματικά Έτσι, όσο κι αν άλλαξαν στο μεταξύ πολλά πράγματα, όσο κι αν ο ίδιος ο δημιουργός ταλαιπωρήθηκε κι αναλώθηκε στη συνέχεια σε μύριες τόσες υπαρξιακές αναζητήσεις, πιστεύω ακόμα και σήμερα, πως το ποίημά του «Η πέτρα», της πρώτης εκείνης αισθητηριακής και πηγαίας πρόσληψης του κόσμου, είναι από τα καλύτερα που έχουν γραφεί στη σύγχρονη ποίηση του τόπου μας. Άς αρχίσουμε λοιπόν σιγά –σιγά την κριτική κι ερμηνευτική προσέγγιση:

Η πέτρα
Η γυμνή πέτρα ασπράδι ματιού που ξέχασε
Να δει τα μυστικά του κάμπου την αυγή
Σκοτώνει την επιθυμία να γιατρευτείς από τον τόπο σου.
Το φως, έπεσε απάνω της βαρύ.
Δεν το σκοτώνεις με χιλιάδες μαχαιριές
Δεν το σηκώνεις με χιλιάδες χέρια.

Μετρημένος ο βηματισμός των στίχων στο αρχικό τούτο απόσπασμα…Καμιά έννοια και κανένας υψιπετής στοχασμός δεν μας παίρνει απ’ ευθείας από το χέρι, χωρίς να γίνει πρώτα εικόνα, μεταφορά και γενικότερα ζωής αίσθηση. Η λιτότητα δεν συγχέεται με την απλοϊκότητα, η ελλειπτικότητα δεν αναιρεί την εκφραστική καθαρότητα- και ο ένας στίχος διαδέχεται τον άλλο υποβλητικά, ως μια συστοιχία ιωνικών κιόνων με πάτημα στη γη και τάνυσμα στο αιώνιο υπαρξιακό δράμα. Αυτή η πέτρα δεν είναι τυχαίο σύμβολο εδώ στον δικό μας ανατολικο-μεσογειακό χώρο, με τη διαιώνια αμετακίνητη παρουσία της, την ανεξάντλητη στην κάψα του ήλιου αντοχή της και τη γύμνια της που δεν υπόσχεται. Στέκει στη μέση του κάμπου αντίθετα με την κίνηση και την αλλαγή, ως διαχρονική σκληρή μοίρα. Ο σπαρακτικά τραγικός στίχος «σκοτώνει την επιθυμία να γιατρευτείς από τον τόπο σου», σ’ αυτή τη μοίρα αναφέρεται. Συνειρμικά μάς πάει στο «Μυθιστόρημα, Ι» του Γιώργου Σεφέρη, όπου συναντούμε ένα ανάλογο κλίμα:

…Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή τον χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.

Δεν πρόκειται φυσικά για την ίδια ποιητική, αφού ο λόγος του Σεφέρη είναι αμεσότερος και στοχαστικότερος, ενώ στον Σ. Λαζάρου – μέσω μιας κρυπτικής εικονοποιϊας – διανοίγονται δρόμοι ερμηνείας αρχετυπικότεροι. Το ασπράδι ματιού, που κατακλύζεται εξουθενωτικά από το βαρύ φως της ηλιοφάνειας και του καθημερινού βιοτικού άλγους, εμποδίζεται στην ευδαίμονα και αποκαλυπτική θέαση του περιβάλλοντος κόσμου. Αυτή λοιπόν η καθηλωμένη μέσα στον κάμπο κι εγκλωβισμένη στη μοίρα της πέτρα, αντιπροσωπεύει δίχως άλλο το πρόσωπο το καρτερικό και βασανισμένο του γενέθλιου χώρου, που κρατά ο ποιητής ως φυλακτό μέσα στο άσπιλο αρχειοφυλάκιο της παιδικής μνήμης.
Προχωρούμε όμως παρακάτω, ακολουθώντας την ισορροπημένη εναλλαγή σκηνικού ενός ποιήματος με αρμονική αρχιτεκτονική ανάπτυξη. Γιατί ο Σ. Λαζάρου, πρέπει να παρατηρήσουμε, έχει επαρκή την αίσθηση των διακειμενικών αναλογιών και της συνολικής ενορχήστρωσης των επιμέρους. Έτσι, μετά την πρώτη πυκνή και πολύσημη λυρική διατύπωση, γίνεται αναλυτικότερος και οικειότερος στην επόμενη φάση, εγείροντας έστω κάποια ερωτηματικά και αμφιβολίες στον παρατηρητικό τεχνοκρίτη – αλλά δίνοντας ταυτόχρονα και την ευκαιρία στον αναγνώστη να χαλαρώσει πνευματικά μέσα από δροσερές εικόνες νοσταλγικής φυσιολατρείας. Εδώ, με κεντρικό άξονα τον ήλιο και τη διαλεκτική αντιθετική πρόσληψη της ενέργειας που εκπέμπει, απολαμβάνουμε ωραίους και σφριγηλούς στίχους από μορφές ζωής μιας αλησμόνητης εποχής. Παραθέτω ένα δείγμα:

Βγάζει χιλιάδες κόκκινα βελόνια που κεντούνε
Το ιδρωμένο μέτωπο του χωρικού
Στραγγίζει το σάλιο του διψασμένου λαρυγγιού
Πήζει το αίμα των πληγών που χάσκουν σαν τα νεροπήγαδα
Στα κορμιά που δουλεύουν μεροκάματο να ξεχρεώσουν.

Η επίμοχθη καθημερινότητα του κόσμου της Κύπρου – όπως τη θυμόμαστε ακόμα οι πιο παλιοί, στήνεται από τον ποιητή με εκφραστική δεξιοτεχνία και πειστικότητα. Όμως ο Σ. Λαζάρου στοχεύει πολύ πιο πέρα από ωραιόλογες ηθογραφικές αναπαραστάσεις. Είναι αλήθεια ότι η μεταφορά και η εικόνα του χαρακτηρίζονται από καιριότητα και ενάργεια, τα στοιχεία όμως αυτά είναι μόνο τα μέσα της καθόλου ενορχηστρωτικής του προσπάθειας. Το περαιτέρω ξετύλιγμα του νήματος μας επαναφέρει στο αρχικό σύμβολο της γυμνής πέτρας, υπερβαίνοντας συνειδητά τον απλά αντικειμενικό προσδιορισμό της και εστιάζοντας κύρια την προσοχή στη σχέση της με την ανθρώπινη παρουσία και την υπαρξιακή περιπέτεια.

Η γυμνή πέτρα
Που δεν τη νοιάζει να κοιτάξει στον ορίζοντα τη μπόρα
Και το πουλί στη ράχη της κυνηγημένο ζητώντας ένα φόρεμα
Ταρακουνάει την ουρά του τρομαγμένο
Γύμνωσε τη ψυχή μας από περιττά στολίδια.

Αποτελεί μια δυνατή κορύφωση το πιο πάνω κομμάτι, γιατί οδηγεί τη σύνθεση σε μια πύκνωση με ιδιαίτερο βάθος και δραστική αισθητική δυναμική. Το οντολογικό δέος, που νοιώθουμε προς στιγμή να μας προκαλεί, εκτονώνεται λυτρωτικά μέσω της ποιητικής μαγείας. Με τον κομβικό στίχο «Γύμνωσε τη ψυχή μας από περιττά στολίδια», ξαλαφραίνουμε έστω παροδικά και μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα. Μας διαπερνά η διάθεση ν’ αντικρύσουμε με διαφορετική ματιά τους τις αγωνίες μας,, για να μπορέσουμε να επαναπροσδιορίσουμε την ύπαρξή μας – και στο μέτρο της θνητότητας να ευδαιμονήσουμε. Κι αν τούτο στις συγκαιρινές συνθήκες φαντάζει λιγάκι δύσκολο, ο ποιητής ξεπερνώντας το φράγμα του χρόνου ανασύρει απ’ τη μνήμη τη μυθική σχεδόν εποχή, όπου κατά τον Σεφέρη, «ανοίγουν τα επουράνια κι ειν’ όλα μπορετά ». Άς δούμε όμως τους σχετικούς με την περίπτωση στίχους του ποιητή της «Πέτρας», που αποτελούν την επόμενη και προτελευταία κίνηση στην ανάπτυξη της σπουδαίας αυτής λυρικής σύνθεσης.

Το ποτάμι που ακινητεί στην όχθη με τα βούρλα
Περιμένοντας τη νύχτα να κοιμηθεί αγκαλιά με τ’ άστρα
Περιμένοντας τη νύχτα να παίξει έρωτα με τις νεράϊδες
Που θά’ ρτουν αγκαλιά με το φεγγάρι
Το ποτάμι που κυλώντας στα βότσαλα
Γαρ-γαρ-γαρ τραγουδάει το γέλιο των ανθρώπων
Ήταν μια περιπέτεια κι ένα στολίδι της έφηβης ψυχής μας.

Αυτή τη συναρπαστική «περιπέτεια της έφηβης ψυχής μας», αναπολεί και νοσταλγεί ο δημιουργός. Κι επειδή ακριβώς ξέρει, πως ό,τι πέρασε δεν επιστρέφει πια , το αναπαριστά με την τέχνη του, δίνοντάς του καλλιτεχνική μορφή και παραδίνοντάς το στην αθανασία. Στο καταληκτικό μέρος του ποιήματος η ατμόσφαιρα γίνεται στοχαστικότερη, με τον ίδιο τον ποιητή να κάνει τον τελικό απολογισμό:

Δεν είναι τούτος λόγος να σε πούνε τόπακα ή κλειστομάτη
Όταν παίρνεις το χρέος της πέτρας
Όταν η πέτρα είναι η μοίρα σου
Κι ο ήλιος σε κάνει να ξεχνάς την πλερωμή του κάμπου:
Είναι μέρες, που ο Θεός σπέρνει σε μας τον ήλιο
Όπως ο σποριάς σπέρνει το ξανθό σιτάρι.
Ένα κομμάτι φως το τρως με βουλιμία.

Έχοντας πια κατακτήσει τη σοφία της γνώσης και της εμπειρίας, ο Σοφοκλής Λαζάρου δηλώνει καταφατικά την ταύτιση με τον τόπο του και την κοινή που τους ενώνει μοίρα. Έμπλεος πίστης και γαλήνης εκφράζει κλείνοντας, με αδρές και μεστές εικόνες, την εσωτερική του πληρότητα και ικανοποίηση για τα δώρα της ζωής, που γενναιόδωρα μοιράζει η θεϊκή χάρις. Η ποιητική πράξη μπόρεσε τελικά αισίως να πραγματωθεί.
Β. Ραψωδία πικρής μνήμης

Πρόκειται για μια λυρικο- επική σύνθεση βιωματικής πνοής, με αφόρμηση τις μέρες πολέμου από τη σχετικά πρόσφατη ιστορία του τόπου μας. Ανήκει, κατά τη γνώμη μου, στις καλύτερες ποιητικές μονάδες του συνολικού έργου του Σοφοκλή Λαζάρου, έστω κι αν το δεύτερο μέρος του ποιήματος – επηρεασμένο από την αυτόματη γραφή – ξεφεύγει από το μέτρο και την οικονομία του λόγου, που χαρακτηρίζουν την ποιητική του γραφή. Στο στήσιμο του σκηνικού χρησιμοποιεί δοκιμασμένα υλικά από τον παραδοσιακό και πρωτογενή κόσμο της Κύπρου, όπως αποτυπώθηκε στις παιδικές αναμνήσεις του.

Μου ζήτησε τον ήλιο η αγαπημένη μου.
Πού να τον αποθέσω που’ ναι τρύπια η ποδιά της
τρύπια η καρδιά της;
Κορίτσι που γυρίζει στα χωράφια με τριμμένο φόρεμα
Με ιδρωμένο κόρφο, πίσω από τον ζευγά, πίσω από τον θεριστή
Κορίτσι της δουλειάς χειμωνοκαλόκαιρο.

Το κορίτσι που τόσο άδολα και τόσο συγκινητικά τραγουδεί με τη λύρα του ο Σοφοκλής Λαζάρου, εξυψώνοντάς το σε μια μορφή αθωότητας και μαρτυρίου, ταυτίζεται στη συνείδηση του αναγνώστη με την ίδια τη μορφή της μικρής και ανυπεράσπιστης πατρίδας. Γι’ αυτό κι όταν ενσκήπτει η πολεμική καταιγίδα, νοιώθουμε τη βία και την καταστροφή συλλογικότερα και συμπάσχουμε εξίσου με το θύμα.

Ξύπνησε το πρωϊ και το χωριό στα πόδια του πολέμου
Ήταν τεμαχισμένη λέξη στο στόμα ενός βαρβάρου.

Η « τεμαχισμένη λέξη στο στόμα ενός βαρβάρου » είναι συγκλονιστικός στίχος. Δίνει σε μια σκηνή βαρβαρότητας ιδιαίτερη οξύτητα. Αφού το κακό φαντάζει να ήρθε απρόβλεπτα και αδικαιολόγητα. Και το κορίτσι που έτρεχε πριν σαν ελαφίνα, που συνήθιζε να «κοιμάται με τον ήλιο αγκαλιά, με τα’ άστρα», αφήνει πεθαίνοντας το βασανιστικό κενό μιας τραγικής κι αναπάντητης απορίας. Ο Λαζάρου ξεπερνά καλλιτεχνικά το ψυχικό τούτο κενό, επικαλούμενος με σπαραγμό το βάλσαμο και την παρηγοριά της τέχνης:

Πότε στον άνεμο πληγώνεται το φτερό
Ρωτάει στο δρόμο το τζιτζίκι
Και πιο πουλί μπορεί πιο γρήγορα
Να φτάσει στ’ αργαστήρι του Μιχαήλ Άγγελου;

Το μεγάλο κακό έχει ανεπίτρεπτα συντελεσθεί κι ο ποιητής, προς στιγμή άναυδος, αναλύεται στη συνέχεια σ’ ένα παραληρηματικό θρήνο, όπου η μια τραυματική εικόνα διαδέχεται πυρετικά την άλλη, σ’ ένα κλίμα πληγωμένου κι ανεστραμμένου πια κόσμου.

Ξύπνησε το άλλο πρωϊ κι ο κάμπος που τον κλείνουνε τα δυο βουνά
Και λαχταρούνε τον οι λίμνες των ματιών της πολιτείας
Κοιμόταν ανερμάτιστα στη λαβωμένη αγκαλιά του ύπνου
Με προσκεφάλι το αλέτρι πληγωμένο
Να σημαδεύει τον καιρό και τα βουνά.
Κι απορεί η αγαπημένη μου
Κι είναι η ψυχή της δυο καρτερικά μεγάλα μάτια
Ζεμένης στον κάμπο δαμάλας
Που ήρθε ο Μάης χωρίς τη θάλασσα τα στάχυα…

Ο προηγούμενος λυρικο-επικός βηματισμός αρχίζει σταδιακά να υποχωρεί, δίνοντας όλο και περισσότερο τη θέση του στον χορικό θρήνο. Παρόλον τούτο ο στίχος συγκρατεί ακόμα εντυπωσιακή λιτότητα και μια καθαρή, παραστατική εικονοποιϊα. Στη συνέχεια ο άπελπις θρήνος μας δίνει την εντύπωση, ότι ξεγλιστρά σαν κουβάρι από το χέρι του ποιητή και χάνεται ανεξέλεγκτα προς αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Η φυγόκεντρη τούτη ροή αντισταθμίζεται εντούτοις από μια υπόγεια συνειρμική διαδιχτύωση, με συνδετικό στοιχείο τη ψυχική αντίδραση στον παραλογισμό της καταστροφής.

Και θυμάται που η φραγκολίνα φώναζε:
«Εικοσιτέσσερα πεθερά», μα η υποτιθέμενη αλήθεια
Ήταν σε γυάλινο κλουβί που βούλιαξε
Με το «Σάντα Μαρία» του Κολόμβο σ’ ένα πηγάδι της ερήμου.
Και θυμάται που η φραγκολίνα καλούσε αδιάκοπα στη ρεματιά των θάμνων
Κι η βοή ήταν η αιώνια συνηθισμένη πορεία
Της ανεξέλεγκτης δύναμης που ρέει σαν το ποτάμι
Στις φλέβες της γης, των δέντρων και των ανθρώπων
Η μυστική πορεία που γίνεται ρόγχος οργισμένου ρυακιού
Πίσω απ’ το κιγκλίδωμα της αμαρτημένης συνείδησης…

Αυτή η τελευταία στροφή του ποιήματος «Ραψωδία πικρής μνήμης», εμπερικλείει εμφανώς αρκετά στοιχεία αυτόματης γραφής, όσο κι αν στηρίζεται δομικά στο επανερχόμενο μοτίβο της μοναχικής κι αινιγματικής φραγκολίνας, σήμα κατατεθέν της πεισματικής ζωντανής παρουσίας μέσα στο άνυδρο και σκληρό γενέθλιο τοπίο. Η περαιτέρω διάχυση και απομάκρυνση από τον αρχικό θεματικό πυρήνα, δικαιολογημένα προβληματίζει τον αναγνώστη. Αντικατοπτρίζει, κατά πάσαν πιθανότητα, τις ισχυρές επιδράσεις της τότε επικαιρικότερης αυτόματης γραφής. Ό,τι και να συμβαίνει όμως, η ποιητική αυτή σύνθεση, εκδομένη αρχές της δεκαετίας του 60, έχει αναμφισβήτητα χαρίσματα και διατηρεί ακόμα και σήμερα την αισθητική γοητεία της. Κλείνω το σύντομο τούτο κείμενο, διαβάζοντας τους τελευταίους στίχους της εξαίρετης λυρικής φωνής του Σοφοκλή Λαζάρου.

Απορεί και δεν ξέρει πώς ακλούθησε
Την κραυγή της φραγκολίνας και την ανάστροφη προς την πηγή πορεία
Κι ήτανε η πηγή θολή από τα σάπια φύλλα
Κι η φωνή της φραγκολίνας ήταν απάτη.

( επαναγραφή από ΑΝΑΦΟΡΕΣ, 2007 )

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Κείμενα μιας Εμπειρικής Αισθητικής
Επιλογές και Μετάφραση : Ανδρέας Πετρίδης

( από τα βιβλία «Στον κήπο της τέχνης» 1998, και «Τί είναι καλή
Λογοτεχνία, 2004, του Hans- Dieter Gelfert – πρώην Καθηγητή της Αγγλικής Λογοτεχνίας, Humbold Universitaet – Berlin,)

α. Εμπειρική και νευρολογική ερμηνεία της αισθητικής
ηδονής

Tο ότι πρώτα απ’ όλα ένα ποίημα γράφεται για ν’ αρέσει στον αναγνώστη, θεωρήθηκε παλαιότερα κάπως βέβηλο για να τύχει σοβαρής επιστημονικής μελέτης. Κι εντούτοις αυτό και μόνο αφορά το «α» και «ω»της κάθε τέχνης. Όλα τα καλλιτεχνικά έργα, που επιβίωσαν διαχρονικά, δεν οφείλουν την επιβίωσή τους στην αλήθεια, που ευαγγελίζονταν, αλλά αποκλειστικά και μόνον στο γεγονός, ότι δυνατότερα και μονιμότερα άρεσαν στους ανθρώπους. Φυσικά όταν λέει κάποιος, ότι ένα αντικείμενο αρέσει, εκφράζει μια κρίση γούστου, που έχει κι αυτό τη δική του ιστορία μέσα στο χρόνο. Ήδη από τον 18. αιώνα η κρίση για το ωραίο διαφοροποιήθηκε εμφανώς από τη λογική και ηθικοπρακτική κρίση. Ο Καντ μάλιστα στην « Κριτική του Καθαρού Λόγου», δίπλα στην κρίση της γνώσης και του καλού, έθεσε ως ξεχωριστό κλάδο έρευνας τα κριτήρια του αισθήματος ευαρέσκειας και δυσαρέσκειας, που ενεργοποιούνται ακριβώς τη στιγμή της αισθητής αντίληψης.

Αυτό το πεδίο ήταν κι εκείνο, που η αισθητική επιστήμη έπρεπε να διαλευκάνει, απαλλασσόμενη τελικά από την ηγεμόνευση της γνώσης και της ηθικής. Επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησης, δηλαδή στο γεγονός, ότι το ευάρεστον αποτελεί την ειδική αντίδραση σ’ ένα αισθητικό αντικείμενο, σημειώνουμε ότι η τέχνη πάντα απέβλεπε στο ν’ αρέσει στο κοινό. Κι αν δεν το έκανε, για οικονομικούς λόγους δε θα μπορούσε για πολύ χρόνο να επιβιώσει. Μόνο η επιστήμη που ασχολείται μαζί της, δείχνει να μην ενδιαφέρεται επαρκώς γι’ αυτό το φαινόμενο. Παρόλο που τούτο ακριβώς κάνει να διαφέρει ένα αισθητικό αντικείμενο από άλλα, χωρίς αισθητικό αντίκρισμα. Γι’ αυτό επαναφέρουμε το συναφές με τούτο ερώτημα, γιατί μερικά έργα τέχνης αρέσουν περισσότερο από κάποια άλλα, τί κάνει λοιπόν την ιδιαίτερη αισθητική τους αξία;

Μπορεί κανείς εύκολα να κατανοήσει, ότι η αξία ενός ποιήματος δεν έχει τίποτα να κάνει με το βάρος και τη σημασία αυτού, που εκφράζει. Τα πιο πολλά ποιήματα δεν περιέχουν τίποτε άλλο από απόψεις και αισθήματα γνωστά στον καθένα, και κατά συνέπειαν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κοινοτοπίες.Υπάρχουν βέβαια ποιήματα των Γκαίτε, Χαίλτερλιν, Ρίλκε και άλλων, που έχουν τόσο βάθος, ώστε ο αναγνώστης να τα σκέφτεται μια ζωή, όμως δεν είναι αυτό που τα κράτησε ζωντανά. Καθότι υπάρχουν και τόμοι ποίησης με εξαιρετικά βαθιά νοήματα, που δεν άρεσαν και δεν αρέσουν σε κανένα, κι έχουν στο πέρασμα του χρόνου ξεχαστεί.

Τί είναι λοιπόν η αιτία της απόλαυσης, που ο αναγνώστης βρίσκει σ’ ένα ποίημα, και που τον εξωθεί να το διαβάζει ξανά και ξανά; Η απάντηση, ανάλογα με την εποχή, δεν ήταν η ίδια. Τριακόσια χρόνια πριν, οι κριτικοί της Ευρώπης, κατά πάσαν πιθανότητα θ’ απαντούσαν ομόφωνα ως εξής: Αισθητικά δραστικό είναι το ποίημα, που έγινε με τους δοκιμασμένους κανόνες των αρχαίων Κλασικών, όπου η ποίηση, πέραν του αυτονόητου ταλέντου, ίσχυε και ως χειροτέχνημα, δηλαδή αντικείμενο εκμάθησης. Εκατό χρόνια αργότερα άλλη θα ήταν πάλι η απάντηση για τα κριτήρια του καλού ποιήματος : Το ποίημα για ν’ αρέσει πρέπει να είναι η πρωτότυπη, άνωθεν εμπνευσμένη δημιουργία. Ακόμα πιο υστερότερα θα μπορούσαν ν’ακουστούν άλλες, εντελώς διαφορετικές απόψεις, επιβεβαιώνοντας το αυτονόητο των αλλαγών και της ρευστότητας της εκάστοτε ποιητικής ευαισθησίας, όπως: Τα αισθητικά δραστικά ποιήματα συντρίβουν ψεύτικα καλλιτεχνικά κλισέ και διακρίνονται από ξεχωριστή αυθεντικότητα. Αλλά και η εσωτερική αρμονία, ως κριτήριο του καλού ποιήματος, συζητήθηκε ακόμα πιo πρόσφατα, στα πλαίσια της Ακαδημαϊκής, στενά κειμενικής ερμηνείας.

Κανένα όμως από τα προαναφερθέντα κριτήρια δεν μπορεί πρακτικά να εξηγήσει, γιατί το ποίημα προκαλεί αισθητική ηδονή. Αν όμως το ερέθισμα, που απελευθερώνει αυτή την ηδονή, αποτελεί την ουσία του καλού ποιήματος, τότε η αιτία αυτού του ερεθίσματος πρέπει να βρίσκεται εκεί, όπου το ποίημα διαφέρει από όλα τα άλλα, μη ποιητικά κείμενα: δηλαδή στη γλωσσική μορφοποίηση. Ένα πλεονάζον, μορφικά αξεπέραστο υπόλοιπο, ένα μέτρο που σκοντάφτει, μια μη γραμματική σύνταξη, όλα τούτα τα αισθανόμαστε σαν καλλιτεχνικά λάθη, εφόσον δεν συσχετίζονται καθόλου με την ανάγκη του νοήματος. Ταυτόχρονα αναμένουμε επίσης μια μεγάλη σημασιολογική πυκνότητα. Ούτε μορφικά, μήτε στο περιεχόμενο, δεν πρέπει το ποίημα να υποπίπτει στην κοινοτοπία και την επανάληψη. Αφενός πρέπει χωρίς υπόλοιπο να μπαίνει σε τάξη, δηλαδή να μορφοποιείται γλωσσικά, αφετέρου στα πλαίσια αυτής της τάξης πρέπει να παρουσιάζει ένα μεγάλο βαθμό πολλαπλότητας και πολυσημίας. Κι αυτό γιατί αντιδρούμε συνήθως με ανία σε μια τάξη υπέρμετρα κανονική και φορμαλιστική. Το μυστικό της μεγάλης τέχνης, φαίνεται να είναι ο χρυσός μέσος όρος μεταξύ τάξης και πολλαπλότητας, κάτι που οι μελετητές της αισθητικής του 18. αιώνα προσπάθησαν να ορίσουν ως «πολλαπλότητα στην ενότητα ». Αυτή η χρυσή αναλογία κάνει να εκλύεται η μέγιστη αισθητική ηδονή απ’ την ανάγνωση ενός καλού ποιήματος. Ένα ρώτημα που φυσιολογικά αναφύεται είναι και το εξής: Είναι λογικό κι αποδεκτό, ν’ αποδώσουμε τόση μεγάλη σημασία στο βίωμα της ηδονής κατά την πρόσληψη του καλλιτεχνικού έργου; Δεν είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό η ίδια η ανάκληση της μορφοποιημένης ανθρώπινης εμπειρίας, που εμπεριέχεται σ’ αυτό το έργο;

Θα μπορούσε να στηριχτεί αυτή η θέση και με τη θεμελιακή εμπειρική ισχύ, που κατέχουν για παράδειγμα τα έργα των μεγάλων κλασικών της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Μη ξεχνάμε όμως τον ορισμό, που έδωσε ο Αριστοτέλης στην τραγωδία – ως μίμηση πράξης, που με διέγερση ( δια φόβου ) και έλεος επιφέρει κάθαρση των ψυχικών καταστάσεων. Γνωρίζουμε όμως σήμερα, ότι κάτω από κάθαρση, στο πνεύμα της ιατρικής φυσιολογίας, ο Αριστοτέλης εννοούσε την ηδονική και ανακουφιστική εκτόνωση μιας συγκινησιακής φόρτισης. Δια του φόβου το επίπεδο διέγερσης του θεατή σπρώχνεται προς τα πάνω, και δια του ελέους οδηγείται, με ψυχική ικανοποίηση, στην τελική εκτόνωση, που δεν διαχωρίζεται ποσώς από το φαινόμενο της αισθητικής ηδονής.

Παρά την πιο πάνω συλλογιστική, θα διστάζαμε να ορίσουμε αυθαίρετα την τέχνη ως μια πολιτισμικά θεσμοποιημένη πηγή ηδονιστικής τέρψης. Αφού θά’ πρεπε τότε να δώσουμε την πρωτοκαθεδρία στην πορνογραφία. Ο Καντ έδωσε και σ’ αυτό το φαινόμενο την οξυδερκέστερη ανάλυση. Κατέθεσε με πειστικό τρόπο, ότι η αισθητική ηδονή είναι κάτι διαφορετικό από την ηδονή των αισθήσεων από τη μια, κι από την ηθική ηδονή του καλού από την άλλη. Διαφοροποιείται κι απ’ τις δυο με την ανιδιοτέλειά της. Είναι ελεύθερη από τη φυσιολογικά καθοριστική λειτουργία του συστήματος των ορμών μας, πάνω στις οποίες γίνεται κερδοσκοπική επένδυση, αλλά και εξίσου ελεύθερη από ηθικούς κανόνες.
Ο Σίλλερ όρισε το ωραίο στην τέχνη ως « ελευθερία εν τω φαίνεσθαι ». Κι αυτός ο ορισμός, με προέλευση το πνεύμα του Καντ, εξακολουθεί να είναι ακόμα η πιο εύστοχη γενική διατύπωση της ουσίας της τέχνης. Τίποτε δε ξεχωρίζει τόσο τον άνθρωπο από το ζώο, όσο η ικανότητά του να αυτοπροσδιορίζει ελεύθερα τον εαυτό του στο μέλλον, να αυτοσαρκάζεται, να αυτο-οικτείρεται και μόνος να βυθίζεται σ’ ένα οποιοδήποτε ονειρικό κόσμο. Στην τέχνη ο άνθρωπος νοιώθει ολότελα ελεύθερος από την προδιαγεγραμμένη προοπτική της δικής του φύσης, αλλά κι από το καθεστώς των εκάστοτε ηθικών νόμων. Γι’ αυτό η καλλιτεχνική απόλαυση δεν είναι ένας ρηχός ηδονισμός, αλλά η αγνότερη, χωρίς πρoσμίξεις, ανθρώπινη εμπειρία.
Μιλήσαμε λίγο πιο πάνω για την καθαρτήρια ηδονή της κλασικής τραγωδίας, εννοώντας την – κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη – ως ηδονική εκτόνωση μιας συγκινησιακής συσσώρευσης στο πνεύμα της ιατρικής φυσιολογίας. Θα δώσω ακόμα μια πιο υλική εξήγηση του μηχανισμού, που παράγει την αισθητική ηδονή στον εγκέφαλό μας.

Στη δεκαετία κιόλας του 60 οι Cannon και Bard, ανέπτυξαν ένα μοντέλο, που εξηγεί τη σύνθετη συνέργεια του συστήματος λίμπιντο μ’ εκείνο του εξελικτικά ανώτερου εγκεφαλικού φλοιού. Πολύ απλοποιημένα το μοντέλο αυτό υποδεικνύει, ότι αισθητηριακά ερεθίσματα ενεργοποιούν το συμπαθητικό ή παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα. Σε κατώτερα ζωικά όντα το σύστημα λίμπιντο αντιδρά σ’ ένα σήμα κινδύνου με δυσαρέσκεια, ενεργοποιώντας μια διάθεση άμυνας και φυγής κι αποκομίζοντας στη συνέχεια μια διάθεση ικανοποίησης για την επιτυχή αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης. Όταν τώρα μεταξύ ερεθίσματος και αυτόματης νευροφυτικής αντίδρασης, παρεμβαίνει με τη γνωστική του ρύθμιση ο ανθρώπινος εγκεφαλικός φλοιός, μπορεί να συμβούν πολύ συνθετότερες διαδικασίες. Τότε μπορεί, για παράδειγμα, η συσσωρευμένη από το συμπαθητικό σύστημα ένταση, να οδηγηθεί σε λύση πάνω σε γνωσιολογική- συμβολική βάση. Έτσι η θέα του Λαοκόοντα στην πάλη του με το φίδι, ανεβάζει σε πρώτη φάση ασυναίσθητα τα επίπεδα αδρεναλίνης. Τα φαιά κύτταρα του εγκεφάλου αναγνωρίζουν όμως αμέσως, ότι πρόκειται απλά για ένα μαρμάρινο καλλιτεχνικό έργο, εντελώς ακίνδυνο. Ο θεατής θα μπορούσε τώρα να συμπεριφερθεί ενστικτωδώς, όπως ένα ζώο, αποκομίζοντας απολαυστική ανακούφιση με το πέρασμα του κινδύνου. Ως καλλιεργημένος όμως άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αυξήσει το δυναμικό ηδονής, αποδεχόμενος συμβολικά την απειλή κι εκτονώνοντας στη συνέχεια την ένταση προς μια ανώτερη διανοητική σφαίρα.
Το πιο πάνω συμβαίνει, όταν δεχόμαστε ένα σύνθετο σύνολο πληροφοριών, που ο εγκέφαλός μας μειώνει δομικά και το απλοποιεί. Τη ψυχική ενέργεια, που απελευθερώνεται σ’ αυτή τη διαδικασία, τη βιώνουμε τότε ως αισθητική ηδονή. Έτσι, από την αρχική φρικίαση του υψηλού, αναγνωρίζουμε βήμα με βήμα την ισορροπία της σύνθεσης, μέχρι που η αρχική ένταση διαλυθεί σ’ ένα αίσθημα αισθητικής ικανοποίησης. Για να πετύχουμε φυσικά κάτι τέτοιο, απαιτείται η ικανότητα αναγνώρισης της εσωτερικής τάξης ενός καλλιτεχνικού έργου, η ανάδειξη δηλαδή και συνειδητοποίηση της εσωτερικής του δομής. Να μη μας διαφεύγει σχετικά μ’ αυτό και το εξής σημαντικό: Μια πανεύκολα αναγνωρίσιμη και χωρίς την παραμικρή αντίσταση μορφή, προσλαμβάνεται πολύ συχνά ως κοινότοπη και ανιαρή. Μια πολύ δύσκολα αποκρυπτογραφούμενη αντιθέτως προκαλεί δυσφορία κι ακυρώνει την αισθητική λειτουργία.

β. Κριτήρια της αισθητικής αξίας

Ένα ποίημα μπορεί να θεωρηθεί ίσως καλό, αν έχει μια πλήρως διαμορφωμένη κρυσταλλική γλωσσική φόρμα, αν μέσα στα πλαίσια της μορφικής του ενότητας περιέχει ένα μεγάλο βαθμό πολλαπλότητας, όταν παρουσιάζει εμφατική ή επιγραμματική ένταση, και όταν διανοίγει στο βλέμμα του αναγνώστη χώρους με βαθύτερα νοήματα. Επειδή όμως όλα αυτά μπορεί να τα πετύχει κι ένας χαρισματικός επίγονος, προστίθεται ακόμα μια σημαντική προϋπόθεση : Μια άφθορη, αυθεντική γλώσσα. Κάθε αξιολόγηση εμπεριέχει ένα ποιοτικό κι ένα ποσοτικό στοιχείο. Εκφράζοντάς το απλά: Το χρυσάφι έχει πιο πολλή αξία από το ασήμι, δυο κιλά χρυσάφι αξίζουν περισσότερο απ’ ό,τι ένα. Και στην τέχνη αξιολογούμε επίσης μ’ αυτά τα δύο μέτρα, από τα οποία το πρώτο μετρά την καλλιτεχνικότητα, το δεύτερο την οικουμενικότητα ενός έργου. Σύμφωνα με το μέτρο της ποιότητας, το «νυχτερινό τραγούδι» του Γκαίτε είναι πιθανώς ανώτερης τάξης απ’ ό,τι ο Φάουστ, αυτός εντούτοις είναι αναμφίβολα οικουμενικότερος. Η οικουμενικότητά του χαρακτηρίζεται από το ενορατικό βάθος, με το οποίο φωτίζει την ανθρώπινη υπόσταση, ενώ εκείνη ενός ρεαλιστικού μυθιστορήματος, π.χ. το Πόλεμος και ειρήνη του Τολστόι, διακρίνεται πιο πολύ για την οικουμενική του πληρότητα. Και τα δύο, βάθος και πληρότητα, κάνουν ένα έργο σημαντικό. Και όμως πρόκειται σ’ αυτές τις περιπτώσεις για ηθικής, και όχι αισθητικής φύσεως αξίες, αφού ισχύουν εξίσου για φιλοσοφικά, επιστημονικά και γενικά διδακτικά έργα. Εκείνο που προσμετρείται είναι η ποσότητα ουσίας, που αποσπάται από το έργο ως εμπειρία ή γνώση, και βιώνεται ως πνευματικός εμπλουτισμός, χωρίς όμως να έχει να κάνει με την ποιότητά του. Η καλλιτεχνικότητα ενός έργου δεν έχει τίποτε να κάνει με τη σημασία του. Βασίζεται αποκλειστικά πάνω στην αισθητική ποιότητα της ίδιας της μορφής.

Στη θεώρηση του je ne sais quoi, είχαμε πει, ότι σ’ εποχές κλασικού στυλ αυτή η ποιότητα αναζητήθηκε στην κατεύθυνση της ιδανικής νόρμας. Όσο πιο κοντά στην υποτιθέμενη νόρμα έρχεται ένας καλλιτέχνης, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τη μέση κανονικότητα της φύσης, και τόσο ψηλότερα εκτιμάται η πρωτότυπη επίδοσή του. Μέτρο σ’ αυτό είναι ο βαθμός τελειότητας. Μόλις όμως το στυλ μιας εποχής φτάσει ένα γενικό επίπεδο ψηλής τελειότητας, το φτάσιμο στο ίδιο τούτο επίπεδο δεν γίνεται πια αντιληπτό ως απόκλιση από την κανονικότητα. Συνεπώς δεν αναγνωρίζεται ως επίδοση. Τώρα ο αποδέκτης προσλαμβάνει την διαρκώς πανομοιότυπη μορφική τελειότητα ως μη πρωτότυπη, στείρα και ανιαρή. Γι’ αυτό πρέπει πλέον ο καλλιτέχνης να προσπαθήσει να αυξήσει την αισθητική ποιότητα προς την αντίθετη κατεύθυνση, προσφέροντας πρωτοτυπία μέσω της απόκλισης από το κανονικό. Δεν πρέπει βέβαια τούτο να είναι ούτε μια απλή αστοχία από το κανονικό, μήτε μια σκόπιμη παραβίασή του. Πολύ περισσότερο, το έργο πρέπει ν’ αφήνει να γίνεται αντιληπτή μια νέα μορφή γλώσσας, που να μπορεί να την καταλαβαίνει κανείς με τη γραμματική της παλιάς. Αλλιώς δε θα μπορούσε η πολλαπλότητα της καινούργιας μορφής να απομειωθεί, και η αισθητική απόλαυση θα εξέλειπε. Προϋπόθεση φυσικά είναι μια διαφορά πολλαπλότητας, που είναι τόσο μεγαλύτερη όσο τελειότερα μορφοποιημένο είναι το έργο. Πλήρης όμως μορφοποίηση σημαίνει τελειότητα, σε μια καινούργια βέβαια γλωσσική μορφή.

Εκ τούτου προκύπτει, ότι τελειότητα και πρωτοτυπία συνδέονται αδιαχώριστα. Και τα δυο μαζί κάνουν το je ne sais quoi ενός καλλιτεχνικού έργου. Ό,τι παρουσιάσαμε πιο πάνω ισχύει για όλες τις τέχνες στον ίδιο βαθμό. Ακόμα και στη Μουσική, ένα έργο όπως η 5. συμφωνία του Μπετόβεν, περιέχει μεγαλύτερη βιωματική ποσότητα, δηλαδή οικουμενική πληρότητα, απ’ ό,τι μια φούγκα του Μπαχ, όσο κι αν έχει την ίδια ή ακόμα και μεγαλύτερη τελειότητα. Πίνακες, όπως η Γέννηση της Αφροδίτης του Boticelli, ή η Αποκαθήλωση του Rembrandt, λόγω της βιωματικής των πληρότητας και του βιωματικού των βάθους, είναι σημαντικότερα από την υδατογραφία «Blauraken-fluegel»του Duerer. Άνκαι η τελευταία δεν υστερεί σε τελειότητα (καθότι πιο τέλεια δεν ζωγραφίστηκε ίσως μέχρι σήμερα το φτερό ενός πουλιού). Και στην Αρχιτεκτονική ακόμα, στην οποία απουσιάζει εξ ολοκλήρου η σημαντική του νοήματος, υπάρχουν ποσοτικές διαφορές. Έτσι θα σήκωνε πολλή συζήτηση, αν η Μητρόπολη του Στρασβούργου είναι σημαντικότερη από την πιθανώς τελειότερη εκκλησία του King’s College στο Καίμπριτζ. Κι αυτό όχι μόνο λόγω του μεγαλύτερου οικοδομικού όγκου, αλλά προπάντων λόγω του πλουσιότερα διαρθρωμένου κύριου σώματος του ναού.

Τελειότητα και πρωτοτυπία αποτελούν ως εκτούτου την αισθητική ποιότητα ενός καλλιτεχνικού έργου, ενώ η πληρότητα και το βάθος του παρέχουν σπουδαιότητα. Οι τέσσερεις τούτοι παράμετροι βρίσκουν εφαρμογή και στη σύγχρονη τέχνη. Αφού όταν ορισμένα έργα ξεχωρίζουν από δεκάδες άλλα, είναι για τον λόγο ότι εκπέμπουν μια πρωτοτυπία- και όταν κάποια άλλα επιβάλλουν τη διαχρονικότητά τους, το οφείλουν στα πιο πλούσια νοήματα που εκφράζουν.

Η αρχή της απόκλισης

Η ηδονή, που προκύπτει από την αντίληψη ενός αντικειμένου, είναι και η καθαυτό δραστικότητα της τέχνης. Η διδασκαλία της τέχνης, που δεν θέτει τούτο στο επίκεντρο, δεν αξίζει να ονομάζεται Αισθητική. Μετά από αυτό το αξίωμα, ας ρίξουμε ακόμα μια ματιά στις τρεις πηγές ηδονής της τέχνης κι ας διερωτηθούμε, αν λειτουργεί και στις τρεις η ίδια βασική αρχή. Αν η ηδονή απορρέει εξίσου από την αύξηση ή τη μείωση του επιπέδου ψυχικής διέγερσης, τότε ενδοσκοπικά μπορεί κάτι τέτοιο να συγκριθεί με παράσταση των αισθημάτων πάνω σε μια αιώρα. Όπως βέβαια από προσωπική πείρα ξέρουμε, νοιώθουμε ένα ηδονικό «πτερύγισμα στο στήθος» κάθε φορά που η αιώρα ανεβαίνει ψηλά, το ίδιο φυσικά κι όταν απομακρύνεται. Εντελώς παρόμοιο συμβαίνει και στην αντίληψη της τέχνης. Για να μπορέσουμε να νοιώσουμε καθόλου ηδονή, πρέπει καταρχήν να αποσπαστούμε, σαν ένα εκκρεμές, από την κατάσταση ηρεμίας. Πρέπει δηλαδή το καλλιτεχνικό έργο να μας φέρει αντιμέτωπους με κάτι, το οποίο αποκλίνει από την αναμενόμενη κανονικότητα. Το απλό γεγονός, ότι ένας άνθρωπος τραγουδά και δεν μιλά, χορεύει αντί να βαδίζει, μας μιλά με στίχους και έντεχνη πρόζα, αντί με την καθημερινή γλώσσα, τραβά το εκκρεμές εντός μας πολύ πιο έξω από την κατάσταση ησυχίας.

Το ίδιο ισχύει για τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Κάθε αντικείμενο, που λόγω μορφοποίησης αποκλίνει από την συγκριτικά άμορφη κατάσταση των κοινών αντικειμένων, μας ανεβάζει το επίπεδο διέγερσης. Αν στο εσωτερικό μας εκκρεμές εμποδιζόταν η επιστροφή πίσω στη θέση ηρεμίας, θα μεταβαλλόταν γρήγορα το ευχάριστο «πτερύγισμα στο στήθος», σε δυσάρεστο στερητικό αίσθημα.

Η καθαρτική εκτόνωση της έντασης στο δράμα και το μυθιστόρημα, και η μείωση της δομικής πολλαπλότητας ενός ποιήματος σ’ ένα υπόλοιπο πολλαπλότητας, φροντίζουν ώστε ν’ αποφεύγουμε τέτοια ψυχική κατάσταση στέρησης. Σ’ αυτό τον στοιχειώδη μηχανισμό βασίζεται κάθε καλλιτεχνική σύλληψη και κάθε τέχνη γενικότερα. Με απροσδόκητα θέματα μοτίβα και εκφραστικά μέσα, καθότι αποκλίνοντα από το συνήθως αναμενόμενο, οδηγούμαστε πρώτα σε υπέρβαση του εαυτού μας και – μέσω της μείωσης της πολλαπλότητας – επιστρέφουμε ύστερα στην κανονική μας κατάσταση. Έχουμε μ’ αυτό τον τρόπο καθαρτικά εκτονωθεί και νοιώθουμε ανακούφιση.

Υπέρβαση ορίων

Ονομάσαμε την τέχνη «ένα ουτοπικό κήπο, οποίος καταστρώνει τα όνειρα της κοινωνίας…πέραν των ορίων του κατεστημένου, μέσα σ’ ένα χώρο ελευθερίας». Βλέπει ως φυσικό της χώρο το σύνορο μεταξύ εκείνου, που ο πολιτισμός έχει ήδη καθυποτάξει, και της terra incognita εκτός αυτού του χώρου. Ακόμα κι αν η τέχνη δεν πρέπει απαραίτητα να είναι πρωτότυπη, περιμένουμε εντούτοις έστω και με τα δοκιμασμένα μέσα, να αποσπά καινούργιο έδαφος από τον ωκεανό του αδιαμόρφωτου και να το ντύνει με μια τελειωμένη μορφή. Γι’ αυτό ένα σημαντικό κριτήριο ποιότητας είναι ο βαθμός υπέρβασης των ορίων και το πέρασμα σ’ ένα ελεύθερο χώρο. Η καλή λογοτεχνία δεν πρέπει να εξαντλείται στην επανάληψη προηγούμενων μορφικών περιβλημάτων. Πολύ περισσότερο περιμένουμε να πλάθει καινούργια αντικείμενα, θέματα και προσεγγίσεις, που να μπορεί να τα βιώσει ο αναγνώστης. Βασικά αυτή η απαίτηση είναι αυτονόητη. Καθότι, ακόμα και αναγνώστες προσανατολισμένοι στη ψυχαγωγική λογοτεχνία, αναμένουν από ένα βιβλίο κάτι καινούργιο, που δεν γνωρίζουν.

Η υπέρβαση των ορίων φαίνεται σήμερα να είναι με μεγάλη απόσταση, το υπ’ αριθμό ένα αξιολογικό κριτήριο. Όλα τα άλλα κριτήρια (τελειότητα, αρμονία,, οικουμενικότητα, αμφισημία, ακόμα κι η αυθεντικότητα ), ή έχουν χάσει την αξία τους με την εμπορευματοποίηση της αισθητικής, ή περιορίστηκε η δραστικότητά τους με την περιθωριοποίηση της τέχνης. Έτσι δεν απομένει στον καλλιτέχνη τίποτε άλλο πια, παρά η αναζήτηση ορίων, που μπορεί να υπερβεί. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν και πολλά τέτοια. Τα όρια της μορφής, που παραδοσιακά τέθηκαν από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20. αιώνα, έχουν ήδη υπερπηδηθεί από τον Ντανταϊσμό, πριν ογδόντα περίπου χρόνια. Τα τελευταία προς υπέρβαση όρια, φαίνεται να είναι το ταμπού του γυμνού και το ούτω καλούμενο καλό γούστο. Δεν θα μπούμε όμως αναλυτικά στις εφαρμογές αυτής της προσπάθειας.

Το κάτι τι

Ακόμα κι αν βρίσκαμε σ’ ένα καλλιτεχνικό έργο όλα τα κριτήρια ποιότητας που προαναφέραμε, θα μπορούσε πάλι να μη μας αρέσει. Μπορεί να είναι μορφικά τέλειο, μ’ εκφραστική δύναμη και παγκοσμιότητα, πρωτότυπο και σύνθετο, με αμφισημία και αντοχή στο πνεύμα της εποχής – και πάλι να μη μας μιλήσει. Ένα κάτι τι φαίνεται να του λείπει. Τον 17. και 18. αιώνα εκφράστηκε τούτο στη βιβλιογραφία της αισθητικής και της κριτικής της τέχνης, με τον τύπο της Γαλλικής «je ne sais quoi» (δεν ξέρω τί ), τύπο που χρησιμοποιήθηκε κατακρίβειαν για πρώτη φορά από τον Demoiselle de Gournay (1566-1645) το έτος 1590. Προφανώς για να ζωντανέψει πραγματικά ένα καλλιτεχνικό έργο, εκτός από την τέλεια τεχνική επεξεργασία, χρειάζεται ακόμα κάτι, που δεν μπορεί με ακρίβεια να καθοριστεί. Αλλά κι αν δεν καθορίζεται με ακρίβεια, είναι εντούτοις ένα γενικότερα γνωστό φαινόμενο. Και η ίδια η καθημερινή εμπειρία διδάσκει, ότι μια ελάχιστη απόκλιση από την τελειότητα επαυξάνει κατά περίεργο τρόπο την αισθητική δραστικότητα. Μια απόλυτα τέλεια μορφή, φαίνεται να υποπίπτει τόσο εύκολα, χωρίς αντίσταση στην αντίληψή μας, ώστε να μην αφήνει να νοιώσουμε τη ψυχική ανακούφιση του συστήματος, με το οποίο αντιλαμβανόμαστε τα καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Μόνο όταν μέσω απόκλισης δημιουργείται μια αντίσταση, που επιβάλλει μεγαλύτερη συγκέντρωση, νοιώθουμε μετά ηδονική ανακούφιση από την – με κάποια προσπάθεια – αναγνώριση της μορφής.
Μπορεί κάποιος να επιβεβαιώσει το παραπάνω, παίρνοντας για παράδειγμα το πιο αυστηρά μορφοποιημένο λογοτεχνικό είδος, την ποίηση δηλαδή. Τα ποιήματα με την πιο λεία και στρογγυλεμένη μορφή έχουν κατά κανόνα μικρότερη δραστικότητα από εκείνα, τα οποία, χωρίς να προδώσουν τη μορφή, παρουσιάζουν κάποιες τραχύτητες και τριβές. Σημαντικό είναι αυτές οι μικροπαρεκκλίσεις να είναι απρόβλεπτες. Διότι αλλιώς θα τις ανέμενε κάποιος να έλθουν ως μέρος της μορφής, με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται ένταση, συνακόλουθη εκτόνωση και αισθητική ηδονή. Στην ανάγνωση ποιημάτων προτείνουμε την αναζήτηση αποκλίσεων από την κανονικότητα, και ρωγμών. Δεν έχουν όλα τα ποιήματα ρωγμές, αλλά σχεδόν πάντα έχουν κάτι, που τους προσδίνει τη δύσκολα καθορίσιμη γοητεία τους. Το ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί με τη δύναμη της έμπνευσής του να εμφυσήσει ζωή σε άψυχο υλικό, είναι μια πολύ παλιά αντίληψη. Για την αξιολόγηση του ποιητικού υλικού αρκούν ίσως τα γενικότερα γνωστά κριτήρια: Τελειότητα, αρμονία, εκφραστικότητα, οικουμενικότητα, πρωτοτυπία, πολλαπλότητα, αμφισημία, αυθεντικότητα, αντοχή, υπέρβαση των ορίων. Όλα αυτά προέκυψαν από μια παράδοση, στην οποία λειτούργησαν και είναι ακόμα ζωντανά τα μεγάλα έργα της λογοτεχνίας. Είναι γι’ αυτό που εκείνο το κάτι τι, πρέπει να υπάρχει σε κάθε καινούργιο έργο, όπως υπάρχει και μέσα στα παλιά λογοτεχνικά αριστουργήματα. Είναι εκείνο, που προσδίνει σ’ ένα καλλιτεχνικό έργο τη μοναδικότητα, που δεν εντάσσεται σε καμιά έννοια. Έτσι, για τις δύσκολα σήμερα αποκαλούμενες καλές τέχνες, ισχύει αυτό που είπε ο Καντ: Ότι δηλαδή τέχνη είναι κάτι που αρέσει, χωρίς να προσφέρεται άμεσα στην αντίληψη και χωρίς προσμίξεις εξω-αισθητικών ιδιοτελών στοιχείων.

 

 

 

 

 

 

 
Περιεχόμενα
Εισαγωγικό Σημείωμα

Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Ανοίγοντας Όστρακα της ποιητικής του δημιουργίας

Πολύβιος Νικολάου
Προδιαγραφή για τους νέους ποιητές…

Η ιδιότυπη λυρική φωνή της Έλενας Ρεμπελίνας
Τουμαζή
Γιώργος Μολέσκης
Ιχνηλατώντας τα υψίπεδα της ποιητικής του δημιουργίας

Η ελλειπτική ποίηση του Μάριου Αγαθοκλέους

Η επίμοχθη απόσταξη του Γιάννη Ποδιναρά

Ο ηδύφθογγος Λόγος του Ανδρέα Μακρίδη

Τρεις κορυφαίες συνθέσεις του Ανδρέα Παστελλά

Σοφοκλή Λαζάρου: Δυο εύμορφα ποιήματα απ’ τα παλιά

Επίμετρο – Κείμενα μιας Εμπειρικής Αισθητικής
( για τ’ αυτιά του εξώφυλλου )
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ και ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Ανδρέας Πετρίδης γεννήθηκε το 1948 στην Πάφo. Σπούδασε Ιατρική στη Γερμανία, όπου κι ειδικεύτηκε στην Παιδιατρική. Από το 1980 εργάζεται ως ιδιώτης γιατρός στην επαρχία του.

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και για μακράν περίοδο Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου. Ασχολήθηκε με την ποίηση, τη μετάφραση και το λογοτεχνικό Κριτικό δοκίμιο. Εξέδωσε τα ακόλουθα βιβλία :

Ποίηση:

Πικρή Γένεση – 1983
Δωρική Γραμμή – 1989
Αργοί Σταλακτίτες – 1991
Νόστου και Φυγής – 2001

Μεταφραστικά:

Ποίηση Μπέρτολτ Μπρεχτ (1983),

Τα Σονέττα στον Ορφέα» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε-1995
( από κοινού εργασία με τον λογοτέχνη Δημήτρη Γκότση ).

Ρ.Μ. Ρίλκε: «Μικρή Περιδιάβαση στην ποίησή του», δίγλωσση έκδοση, 2007

Δοκίμιο:

ΑΝΑΦΟΡΕΣ – Κείμενα Λογοτεχνικής Κριτικής, 2007

 

 

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *