Ποιητική εντροπία στον ώριμο Γκότση–
Από την πολυμέρεια στους λυρικούς πυρήνες
Ο Δημήτρης Γκότσης είναι φυσιογνωμία ποιητική ιδιόμορφη στο είδος της. Κατέχει ένα θησαυρό εκφραστικών μέσων και δυνατοτήτων, που χειρίζεται μ’ ένα δικό του προσωπικό τρόπο για να εκφράσει τις όποιες καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Έχει δώσει ως σήμερα ικανό λογοτεχνικό έργο, άξιο να προσεχτεί και να μελετηθεί περισσότερο. Εντύπωσή μου είναι ωστόσο ότι πολλοί στάθηκαν – και στέκονται ακόμα- επιφυλακτικοί στο να καταθέσουν μια τελική και ξεκάθαρη κρίση. Κάτι τους κρατά στην αναμονή και την αμφιβολία, νιώθοντας ίσως ότι ο λόγος του ποιητικά ακόμα δεν αποκρυσταλλώθηκε. Σ’ αυτούς συγκαταλέγομαι κι εγώ κατά κάποιον τρόπο, αφού ανέμενα τον Δημήτρη Γκότση ως την κρίσιμη εκείνη καμπή, που θα σηματοδοτούσε το πέρασμά του από την πολλαπλότητα και διασπορά στο πιο ώριμο και καθοριστικό στάδιο ενός λιτότερου και πυκνότερου ποιητικού λόγου.
Κοντολογίς, από το βιβλίο του Της Ευφρόνης και μετά αρχίζει ν’ αποβάλλει σ’ ένα βαθμό προηγούμενές του αδυναμίες φυγόκεντρων ενατενίσεων κι επιτυγχάνει μια πιο καίρια και πιο εύστοχη συμβολιστική. Ξεφεύγει από τον εγκλωβισμό του υποκειμενικού και συμπίπτει ευκρινέστερα με το συλλογικά αναγνωρίσιμο. Από δω και πέρα, και προπάντων στο ποιητικά ομοιογενές Ομόκεντρον σε τρία πρόσωπα, ανευρίσκουμε συχνά μια ιδιαίτερα αποσταγματική και οντολογικά διεισδυτική ποίηση. Παραθέτω ένα πρώτο δείγμα:
Ελευθερία
Λευκή μέρα απέραντη
ένας ψηλός ουρανός
που με συνθλίβει,
κι όμως η θύελλα με κινεί
κι είμαι ελεύθερος,
ελεύθερος όπως οι χιονονιφάδες
χιλιάδες στόματα που τραγουδούν
σε ακατανόητο χαμόγελο
σε ανάκουστο τραγούδι
Χαμογελούν τα παιδιά
που έγιναν δικά μου
καθώς παίζουν ανάμεσα στα δέντρα
μές στο νυχτιάτικο δάσος της ψυχής μου,
αυτής της πανάρχαιας, πάντα που ρωτά, Σφίγγας.
Τί χαρακτηρίζει ιδιαίτερα μια τέτοια ποίηση; Μα η λυρική απόσταξη θα έλεγα και η συμπύκνωση μέχρι την αρχική, ριγηλά αναγνωρίσιμη ρίζα. Οι στίχοι ή μικρές ομάδες στίχων προβάλλουν με κρυστάλλινη διαύγεια και κινούνται τελετουργικά με φόντο ένα υπαρξιακά δραματικό κλίμα. Αρμονικές εναλλαγές ρυθμού και εικόνων διαπερνούν την αυστηρή γλωσσική επιφάνεια κι αγγίζουν τη ψυχή του αναγνώστη με τη ζεστασιά μιας εκλεκτικής ανθρώπινης ανάσας. Ας δούμε άλλο ένα ποίημα:
Το κυπαρίσσι
Καρδιά μου εξαγνίσου
μέσα σε λευκόν ήχο
ζήσε τον χειμώνα σου,
καθώς πετάς ξωπίσω
απ’ τα τελευταία πουλιά,
όλη τη γκρίζα ομίχλη
χειμώνων περασμένων
που ανίδεη πλανιόταν,
την έχεις εξαντλήσει.
Τώρα, λοιπόν, τραγούδα
τον ψίθυρο του μυστικού σου
μέσα στο αυτί των Θεών
και χλιαρές φέρε τις κρεμαστές βροχές
του χρόνου μου που θρηνεί,
αργά οδήγησέ τες
και τρυφερά
πάνω απ’ το κυπαρίσσι εκείνο,
που μπόρεσε μονάχο να σταθεί
στην κοιλάδα του κόσμου:
ρυτίδα σκοτεινή
του τραγουδιού.
Τα ποιήματα αυτά του Δημήτρη Γκότση δεν θυμίζουν πλέον τις δύσβατες κι αισθητικά δυσχερείς διανοίξεις της πρώτης του δημιουργικής περιόδου. Έχοντας αποβάλει τη λεκτική εκζήτηση και την πολυμέρεια που τον χαρακτήριζε, κέρδισε την οικονομία του στίχου και μια αίσθηση ιερατική, απορρέουσα από τα ενδότερα της ύπαρξης. Διαπιστώνουμε την απογύμνωση από το περιττό, όχι μόνο στην έκφραση αλλά και στις ψυχοπνευματικές κινήσεις, που προβάλλουν πια καθαρότερα, καθώς ο αναγνώστης εγκύπτει απερίσπαστος πάνω από τα λεκτικά όστρακα των περίτεχνα επεξεργασμένων στιχουργικών μονάδων του. Καταθέτω ένα ακόμη λήμμα:
Ω, εσύ, παγωμένη εικόνα
του αισθήματος της γυναίκας
μέσα στο κόκκινο της δύσης,
μέσα σ’ αυτό το τελευταίο σούρουπο
της αγάπης!
Την ομορφιά σου
δεν μπορεί αυτός να στερηθεί,
παφλάζει ακόμα
με μαργωμένη χαρά
πάνω στον βράχινο γκρεμό
της ακτής σου.
Μια φεγγαρίσια ψύχρα
πάνω σε ασημένια κύματα
μια παλίρροια που κράζει βουβά
είναι η θάλασσα της ψυχής της,
που μέσα της αυτός ξαπλώνει
παγωμένος ακόμη,
ένα αλλοτινό ψάρι
αρπαχτικό.
Μ’ αυτήν την ποιητική και μέσα από μια εντρόπια θα έλεγα σύμπτυξη, ο ποιητής κωδικοποιεί λυρικά ό,τι βαθύτερο τον απασχολεί, προσφέροντας ως πηγή συγκίνησης την πρωταρχική του συλλογικού βιώματος μήτρα. Τέτοια «εντροπία», δηλαδή προς τα έσω απόσυρση κι ελαχιστοποίηση μέχρι τα όρια κεκαθαρμένων πυρήνων, χρήζει αργής και προσεκτικής ανάγνωσης, για να κατορθωθεί η αποκωδικοποίηση της πυκνής γλωσσικής μορφοποίησης.
Θετική συμβολή στην πρόσληψη και συναίσθηση του δύσβατου τούτου δρόμου, αποτελεί κι η εκτενής δοκιμιακή εργασία για την ποίηση του Γκότση, του γνωστού φιλόλογου και μελετητή Ζήνωνα Ζαννέτου, με τον τίτλο Ορεινού κήπου Σπορεύς ( ΑΚΤΗ, 2012 ). Καταθέτω χαρακτηριστικά μικρά αποσπάσματα, με αναφορές καταρχήν στην ποίηση της Ευφρόνης ( έκδοση 2001 ):…Τα παρόχθια λευκά λουλούδια, γλώσσα μιας Άνοιξης παιδικής, τα μαυροπούλια, φτερωτά μηνύματα θανάτου, προσγειωμένα πάντοτε στο λευκό της Άνοιξης, η μυστική ανάσα των φύλλων – θύμηση του Έρωτα – η Αγάπη, παλάμη που υποδέχεται, και η αδυναμία της γνώσης και της απάντησης, πότε η ψυχή αφήνει το φως και τον τόπο της για να ενοικήσει στον μικρό χώρο του σώματος, αποτελούν το ποιητικό τοπίο της Ευφρόνης. Μια τέτοια ποίηση δεν πτερυγεί παιγνιδιάρικα σαν ανέγνοιαστη λιμπελούλα, όπως επιτάσσει ο εφήμερος συρμός του «ποιητισμού», αλλά θεωρεί τον κόσμο και στοχάζεται. Συχνά, η ερμητική αυτή ποίηση του υπαρξιακού στοχασμού και της αινικτής συναισθηματικής της ατμόσφαιρας, γίνεται τραγούδι καθαρού λυρισμού, ευνόητη οδύνη της ιστορίας και ευκολοκατάληπτος πόνος της ανθρώπινης μοίρας, μέσα από την ποιητική διαπορία της Ζωής και του Θανάτου και το συ-ναίσθητο εκστασιακό θάμβος της ύπαρξης…
Για το επίσης αξιόλογο ποιητικό βιβλίο με τον τίτλο Ομόκεντρον σε τρία Πρόσωπα, καταγράφει ο Ζήνων Ζαννέτος μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
Όλη η ποιητική δημιουργία του Γκότση στο Ομόκεντρον έχει ως σκηνικό τοπίο τη νύχτα και τις λειτουργικές της σιωπηλές φωνές. Τα ποιήματα αυτά είναι μικρές δοκιμές στα βασανιστικά ερωτήματα της Ζωής, στις απορημένες και ανεξήγητες επαφές του πνεύματος με κάποιες αναδύσεις του μυστηρίου ή με τις διαρκείς καταδύσεις του ποιητικού εγώ στα τοπία της νύχτας και τους τόπους του άχρονου και άχρωμου (λευκού) βυθού του Όντος. Στο Ομόκεντρον, ο ποιητής αυτοπαρατηρείται, αυτοτεμαχίζεται, πλουτίζοντας τους ποιητικούς εστιακούς του τόπους, για να καταλάβει ουσιαστικότερα τον κόσμο που του δόθηκε μέσα στην πνευματική του ανησυχία.
Ο Δημήτρης Γκότσης, εξοπλισμένος εντέλει με τις λογοτεχνικές εμπειρίες της Ελληνικής, αλλά και Γερμανικής ποίησης, εμποτίζει τον πλούσιο λόγο του μ’ ένα αιθέριο αλλά και βαθύρριζο υπερβατικό κλίμα. Πού να στοχεύει όμως με τη μορφολογική συμπύκνωση που εντοπίσαμε παραπάνω; Μα στην επιστροφή βέβαια στο λυρικό βάθος και τη χαμένη ποιητικότητα, που κι άλλοι προσπάθησαν να επαναφέρουν στη σύγχρονη ποίηση.